Ταξίδια Μέσα Από Τη Λογοτεχνία!

Η Λογοτεχνία είναι για μένα ένα «παράθυρο» σ' έναν μαγικό κόσμο. Κάθε βιβλίο μάς ταξιδεύει σε κόσμους πραγματικούς ή φανταστικούς, τωρινούς, μελλοντικούς ή παρελθοντικούς. Ένα είναι το μόνο σίγουρο, κάθε βιβλίο που μας ενθουσιάζει, μας εντυπωσιάζει ή μας μαγεύει θέλουμε να το μοιραστούμε με άλλους φίλους-αναγνώστες. Έτσι κι εγώ, θέλω να μοιραστώ μαζί σας όσα βιβλία με ενθουσίασαν και με «γέμισαν» με πρωτόγνωρες ιδέες, εικόνες και συναισθήματα. Σαφώς και η άποψη του κάθε αναγνώστη είναι μοναδική και ένα βιβλίο που εμείς λατρέψαμε μπορεί κάποιος άλλος να το αντιπάθησε ή ακόμα και να το μίσησε... Μέσα από αυτήν την οπτική θεωρώ φρόνιμο να μη σχολιάζω όσα βιβλία δεν με εντυπωσίασαν ή με άφησαν αδιάφορη, διότι η άποψή μου είναι απολύτως υποκειμενική. Δεν θα ήθελα να προκαταλάβω αρνητικά κανέναν αναγνώστη, αποτρέποντάς τον από το να διαβάσει ένα βιβλίο το οποίο, ενδεχομένως, να τον ενθουσιάσει. Κάθε βιβλίο απαιτεί το κατάλληλο περιβάλλον, το υπόβαθρο και την ανάλογη διάθεση για να εκτιμηθεί, οπότε καλό θα είναι να μην απορρίπτουμε ποτέ τίποτα. Η έκφραση και αποτύπωση της δικής μου γνώμης για κάθε βιβλίο -αλλά και των απόψεων και σχολιασμών άλλων φίλων-συγγραφέων-αναγνωστών, που αναγράφονται στη σχετική κατηγορία-, έχουν ως μοναδικό σκοπό να εκφράσουν τον θαυμασμό μας για ορισμένα βιβλία που θεωρούμε άξια λόγου και θέλουμε να γίνουν ευρέως γνωστά, βοηθώντας έτσι τους αναγνώστες στην επιλογή του επόμενου βιβλίου που θα διαβάσουν. Πάντοτε με το μεγαλύτερο σεβασμό και θαυμασμό για όλους τους συγγραφείς, που μέσα από τις σελίδες των βιβλίων τους μας «ταξιδεύουν» μακριά από την εκάστοτε πραγματικότητα ή μας βοηθούν να την κατανοήσουμε καλύτερα, αλλά σε κάθε περίπτωση στολίζουν την ψυχή μας, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ!

Κλειώ Ισιδ. Τσαλαπάτη

Πέμπτη 31 Μαΐου 2018

«ΔΥΟ ΧΕΙΜΩΝΕΣ ΚΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ», του Μιχάλη Κατσιμπάρδη – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

«ΔΥΟ ΧΕΙΜΩΝΕΣ ΚΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ», του Μιχάλη Κατσιμπάρδη – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη
Εκδόσεις: Άνεμος
Σελίδες: 320
Τιμή με έκπτωση: 13,80€

          Το θέμα του Β’ παγκοσμίου πολέμου, αν και σχετικά πρόσφατο ως γεγονός, σύμφωνα με την άντληση πληροφοριών από ιστορικές πηγές, δεν παύει να ασκεί πάνω μου μια αδιάκοπη σαγήνη. Όταν δε αυτό το θέμα συνδυάζεται με την ανακάλυψη ενός νέου γνήσιου συγγραφικού ταλέντου, σαν αυτό του κ. Μιχάλη Κατσιμπάρδη, τότε ο ενθουσιασμός μου είναι ακόμα μεγαλύτερος. Πώς θα μπορούσα άλλωστε να μην έχω ενθουσιαστεί αφού, ως γνήσιος βιβλιοσκώληκας, αποζητώ πάντοτε νέο συγγραφικό "αίμα", μυθιστορήματα βασισμένα στην Ιστορία και αληθινές ανθρώπινες ιστορίες που ξεπερνούν ακόμα και την πιο ζωηρή φαντασία; Το μυθιστόρημα «Δυο Χειμώνες Κι Ούτε Ένα Καλοκαίρι», που κυκλοφορεί από την αγαπημένη και ποιοτική Άνεμος Εκδοτική, είναι ένα βιβλίο-ντοκουμέντο, όπου ο συγγραφέας πραγματοποίησε μια "κατάθεση ψυχής", αφενός επειδή αποφάσισε να καταγράψει και να μας εκθέσει την πραγματική ιστορία του πατέρα του και δασκάλου Κωστή Κατσιμπάρδη και, αφετέρου, επειδή προέβηκε σε μια αξιομνημόνευτη αναζήτηση αρχειακού υλικού και άγνωστων στους περισσότερους ιστορικών γεγονότων των τελευταίων ημερών του πιο φονικού πολέμου στην ιστορία της ανθρωπότητας. Πέρα από όσα μαθαίνουμε μέσα από την καθηλωτική πλοκή του βιβλίου, είμαστε και σε θέση να παρατηρήσουμε, μέσα από το πλούσιο φωτογραφικό υλικό του συγγραφέα, μέρη και πρόσωπα τα οποία αναφέρονται στο μυθιστόρημα, κάνοντας έτσι ακόμα πιο ζωντανή την έτσι κι αλλιώς συναρπαστική αφήγηση μιας ιστορίας που άξιζε να ειπωθεί.
          Έχουμε διαβάσει, ακούσει και δει αμέτρητες πραγματικές ιστορίες για ανθρώπους που αιχμαλωτίστηκαν από τους Ναζί και στάλθηκαν σε στρατόπεδα εξόντωσης όπως το Άουσβιτς και το Νταχάου. Έχουμε μάθει για τα φρικτά πειράματα του παρανοϊκού Γιόζεφ Μένγκελε πάνω στους αθώους ομήρους, που το μόνο σφάλμα τους ήταν η καταγωγή τους, οι πολιτικές τους πεποιθήσεις ή οι σεξουαλικές τους προτιμήσεις. Όμως η Ιστορία, πέρα από τα σημαντικά γεγονότα και τις αξιομνημόνευτες ημερομηνίες, απαρτίζεται και από τις μικρές, άγνωστες ιστορίες άσημων προσώπων, που άφησαν το δικό τους στίγμα στην εποχή τους, στο περιβάλλον τους και στους οικείους τους. Η καθηλωτική ιστορία του Κωστή Κατσιμπάρδη, ο οποίος έζησε ένα διαφορετικό αλλά εξίσου επώδυνο κομμάτι της ιστορίας του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, είναι μία από αυτές και ο γιος του και αγαπητός συγγραφέας τη μετέφερε μέσα από το συγκλονιστικό του μυθιστόρημα, αποδίδοντας έτσι τον φόρο τιμής που όφειλε στον πατέρα του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο: διατηρώντας τις μνήμες του ζωντανές και "κοινωνώντας" τις σε όλους εμάς, τους απογόνους εκείνης της πολύπαθης γενιάς.
          Η ιστορία του Κωστή ξεκινά το καλοκαίρι το καλοκαίρι του 1944 όταν εκείνος, έχοντας ήδη ξεκινήσει από την πολύ νεαρή ηλικία των δεκαέξι χρόνων να είναι ενεργό μέλος της Αντίστασης κατά της γερμανικής κατοχής, βρίσκεται στο χωριό του, το Λεόντι της Νεμέας. Οι Γερμανοί, ευρισκόμενοι στα πρόθυρα της ήττας τους, αποφασίζουν να καταστρέψουν όσα περισσότερα μπορούν από όλους τους τόπους όπου πάτησαν την κατακτητική τους "μπότα", της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης φυσικά. Έτσι, εκείνη η ξαφνική έφοδος των Γερμανών, μαζί με τους απαραίτητους δωσίλογους-συνεργάτες τους, έπεσε σαν "κεραυνός" στο κεφάλι όλων των νεαρών αγωνιστών, μαζί και του ήρωά μας. Η απόπειρα διαφυγής τους δεν είχε αίσιο αποτέλεσμα κι έτσι ο νεαρός Κωστής αιχμαλωτίζεται μαζί με κάμποσους ακόμα συναγωνιστές του και, αφού μεταφέρεται από στρατόπεδο σε στρατόπεδο εντός της χώρας μας, καταλήγει μέσω τρένου στη Γερμανία και το στρατόπεδο αιχμαλώτων στο Μπίμπλις. Οι Γερμανοί έχοντας ήδη ξοδέψει το μεγαλύτερο "απόθεμα" από τον ικανό ανδρικό πληθυσμό τους στην πραγματοποίηση των άκρατων, πολεμοχαρών φιλοδοξιών του παρανοϊκού δικτάτορά τους, έχουν ανάγκη από εργατικά χέρια μέσα στην επικράτειά τους. Η καλύτερη και πιο "φθηνή" πηγή αυτής της εργατικής δύναμης είναι οι αναλώσιμοι αιχμάλωτοι από κάθε χώρα που κατέκτησαν.  
Ο Κωστής έρχεται αντιμέτωπος με συνθήκες απάνθρωπες και αδιανόητες για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, με ανθρώπους κάθε φυράματος, τους οποίους δεν μπορεί να γνωρίζει με ακρίβεια εάν μπορεί να εμπιστευτεί ή όχι, και κυρίως με τις σκληρές καιρικές συνθήκες της Γερμανίας, που δε συνάδουν με το θερμό μεσογειακό κλίμα της Ελλάδας. Μόνα του όπλα οι θύμησες από την οικογένεια του, το ανοιξιάτικο πουλόβερ που πρόλαβε να του βάλει στα χέρια η αγαπημένη του μητέρα πριν αναχωρήσει από την Ελλάδα στοιβαγμένος μαζί με αμέτρητους άλλους ομήρους σε ένα τρένο-κολαστήριο και η άσβεστη ελπίδα του για έναν κόσμο ελεύθερο. Αποφασίζει να επιβιώσει, να μείνει ζωντανός για να μπορέσει κάποια στιγμή να γυρίσει πίσω στα αγαπημένα χώματα της πατρίδας του και να γίνει δάσκαλος, όπως πάντα ονειρευόταν. Οι δυσκολίες αμέτρητες, ο φόβος απέναντι στους ανάλγητους δεσμώτες του μεγάλος και αδιάκοπος, οι συνθήκες διαβίωσης εντελώς απαράδεκτες, οι αρρώστιες, οι μολύνσεις, η ασιτία, η σωματική και πνευματική εξάντληση και η απογοήτευση για την απελευθέρωση που είναι αβέβαιη, είναι οι πολυάριθμοι εχθροί που πρέπει ο νέος να πολεμήσει. Ένας "νέος μέσα σε ένα γέρικο κορμί", όπως πολύ παραστατικά μας περιγράφει ο συγγραφέας. Κι όμως, σε αυτές τις τρομερές και φαινομενικά αξεπέραστες αντιξοότητες, το ανθρώπινο πνεύμα όχι μόνο δεν καταβάλλεται αλλά βρίσκει την ανέλπιστη δύναμη να υπερισχύσει και να μεταγγίσει το πείσμα και το κουράγιο του στο εξασθενημένο σώμα, δίνοντάς του την ώθηση να συνεχίσει την πάλη του για επιβίωση.
Το μυθιστόρημα-ντοκουμέντο «Δυο Χειμώνες Κι Ούτε Ένα Καλοκαίρι» είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που διαβάζεις απνευστί καθώς η καταιγιστική πλοκή τους δε σε αφήνει να τα κλείσεις εύκολα, που δακρύζεις συχνά καθώς το συναίσθημα είναι διάχυτο και απορρέει εντελώς αβίαστα, που υμνούν τον άνθρωπο και την ψυχική του δύναμη να ανταπεξέρχεται ακόμα και όταν όλα φαντάζουν δυσοίωνα και, τέλος, που αποτελούν έναν φόρο τιμής στους γεννήτορές μας, από εκείνον που πολλοί θα θέλαμε να αποδώσουμε στους γονείς μας, ακόμα και μετά τον θάνατό τους, αλλά ελάχιστοι μπορούμε να το κατορθώσουμε. Πολλά και θερμά συγχαρητήρια στον εξαίρετο Μιχάλη Κατσιμπάρδη για το εξαιρετικό αυτό πόνημά του και σας προτείνω ανεπιφύλακτα να το διαβάσετε και να το κρατήσετε στην καρδιά σας, Φίλοι μου!

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

«Καλοκαίρι 1944. Λίγο πριν εγκαταλείψουν την Ελλάδα, οι Γερμανοί πυρπολούν, βασανίζουν, αιχμαλωτίζουν, αφανίζουν περιουσίες και ψυχές.

Ο πατέρας μου ήταν νέος, γεμάτος όνειρα για τη ζωή, περίμενε τη στιγμή που θα του δινόταν η ευκαιρία για το μεγάλο φτερούγισμα. Ο πόλεμος όμως ανατρέπει τα οράματα. Βρέθηκε στη δίνη του, άγουρος ακόμα από ζωή. Αντιστάθηκε, αρνήθηκε την υποταγή στους κατακτητές, προδόθηκε, συνελήφθη, βασανίστηκε, σύρθηκε στα ναζιστικά στρατόπεδα της Γερμανίας.

Έδωσε υπόσχεση να γυρίσει πίσω, στην πατρίδα και στους ανθρώπους του. Πάλεψε καθημερινά για την αξιοπρέπειά του μέσα στη φρίκη του στρατοπέδου, εκεί που η λέξη «άνθρωπος» χάνει το νόημά της. Γαντζώθηκε από τη ζωή και βγήκε απ’ αυτή τη μάχη λαβωμένος μα ζωντανός.

Γύρισε με λαχτάρα πίσω, σε μια πατρίδα όμως που δεν του άνοιξε ποτέ την αγκαλιά της. Μια μεταπολεμική Ελλάδα που κατασπάραζε τα παιδιά της, που έθετε διαχωριστικές γραμμές, που περιφρονούσε και τιμωρούσε.

Το βιβλίο αυτό ανοίγει διάπλατα την ψυχή του ήρωα, που για χρόνια ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι. Και φέρνει στο φως όχι μόνο συνταρακτικά ιστορικά ντοκουμέντα, ερμηνείες και απαντήσεις σε πολλά «γιατί», αλλά επιπλέον πραγματεύεται τη δύσκολη κι ανεξερεύνητη σχέση του πατέρα-ήρωα με τον γιο-συγγραφέα. Μια σχέση που ποτίστηκε με περισσότερες σιωπές και λιγότερα λόγια. »

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου