Ταξίδια Μέσα Από Τη Λογοτεχνία!

Η Λογοτεχνία είναι για μένα ένα «παράθυρο» σ' έναν μαγικό κόσμο. Κάθε βιβλίο μάς ταξιδεύει σε κόσμους πραγματικούς ή φανταστικούς, τωρινούς, μελλοντικούς ή παρελθοντικούς. Ένα είναι το μόνο σίγουρο, κάθε βιβλίο που μας ενθουσιάζει, μας εντυπωσιάζει ή μας μαγεύει θέλουμε να το μοιραστούμε με άλλους φίλους-αναγνώστες. Έτσι κι εγώ, θέλω να μοιραστώ μαζί σας όσα βιβλία με ενθουσίασαν και με «γέμισαν» με πρωτόγνωρες ιδέες, εικόνες και συναισθήματα. Σαφώς και η άποψη του κάθε αναγνώστη είναι μοναδική και ένα βιβλίο που εμείς λατρέψαμε μπορεί κάποιος άλλος να το αντιπάθησε ή ακόμα και να το μίσησε... Μέσα από αυτήν την οπτική θεωρώ φρόνιμο να μη σχολιάζω όσα βιβλία δεν με εντυπωσίασαν ή με άφησαν αδιάφορη, διότι η άποψή μου είναι απολύτως υποκειμενική. Δεν θα ήθελα να προκαταλάβω αρνητικά κανέναν αναγνώστη, αποτρέποντάς τον από το να διαβάσει ένα βιβλίο το οποίο, ενδεχομένως, να τον ενθουσιάσει. Κάθε βιβλίο απαιτεί το κατάλληλο περιβάλλον, το υπόβαθρο και την ανάλογη διάθεση για να εκτιμηθεί, οπότε καλό θα είναι να μην απορρίπτουμε ποτέ τίποτα. Η έκφραση και αποτύπωση της δικής μου γνώμης για κάθε βιβλίο -αλλά και των απόψεων και σχολιασμών άλλων φίλων-συγγραφέων-αναγνωστών, που αναγράφονται στη σχετική κατηγορία-, έχουν ως μοναδικό σκοπό να εκφράσουν τον θαυμασμό μας για ορισμένα βιβλία που θεωρούμε άξια λόγου και θέλουμε να γίνουν ευρέως γνωστά, βοηθώντας έτσι τους αναγνώστες στην επιλογή του επόμενου βιβλίου που θα διαβάσουν. Πάντοτε με το μεγαλύτερο σεβασμό και θαυμασμό για όλους τους συγγραφείς, που μέσα από τις σελίδες των βιβλίων τους μας «ταξιδεύουν» μακριά από την εκάστοτε πραγματικότητα ή μας βοηθούν να την κατανοήσουμε καλύτερα, αλλά σε κάθε περίπτωση στολίζουν την ψυχή μας, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ!

Κλειώ Ισιδ. Τσαλαπάτη

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019

Συνέντευξη με την ΑΛΕΞΙΑ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ - Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

κ. Αλεξία Νικολοπούλου
          Την Αλεξία Νικολοπούλου τη γνώρισα μέσα από το πρώτο βιβλίο της που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη, το εκπληκτικό μυθιστόρημα «Η Μαντάμ», το οποίο διάβασα πριν από λίγο καιρό, έμεινα με τις καλύτερες εντυπώσεις και περιμένω εναγωνίως τη συνέχειά του. Κάποιοι συγγραφείς είναι γεννημένοι γι’ αυτό και, είτε είναι το πρώτο είτε το δέκατο βιβλίο τους, νομίζω πως το ίδιο θα καταφέρουν να αγγίξουν τον αναγνώστη και να αφήσουν το στίγμα τους με το έργο τους. Το συγκλονιστικό αυτό πρώτο πόνημα της κ. Νικολοπούλου καταφέρνει να καθηλώσει τον αναγνώστη, να τον συναρπάσει και να τον προβληματίσει βαθιά, καθώς επικεντρώνεται στο επώδυνο και παραμελημένο –από τη λογοτεχνία της χώρας μας τουλάχιστον–, θέμα του εγκλεισμού σε φυλακές και συγκεκριμένα τις γυναικείες. Άδικα ή όχι, η καταδίκη και ο εγκλεισμός ενός ανθρώπου πίσω από τα κάγκελα μιας φυλακής έχει τρομερές συνέπειες τόσο στην ψυχολογία και τη σωματική του ακεραιότητα, όσο και στη διαδικασία επανένταξής του στην κοινωνία μετά την αποφυλάκισή του. Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου της βιβλίου, η αγαπητή συγγραφέας δέχτηκε να απαντήσει στο ερωτηματολόγιο των «Φίλων της Λογοτεχνίας». Την ευχαριστώ θερμά για τον χρόνο που μου διέθεσε, της εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία στο συγγραφικό της έργο και σας προσκαλώ να διαβάσετε τις απαντήσεις της, ώστε να γνωρίσετε κι εσείς λίγο καλύτερα την εξαίρετη Αλεξία Νικολοπούλου!

1) Αγαπητή κ. Νικολοπούλου, τις θερμές μας ευχές για το νέο μυθιστόρημά σας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη, με τίτλο «Η ΜΑΝΤΑΜ». Ποιο ήταν το έναυσμα για την ενασχόλησή σας με τον κόσμο της λογοτεχνίας και το αντικείμενο της συγγραφής;

Το έναυσμα για μάθηση καταρχήν, γιατί δίχως μάθηση δεν μπορείς να μεταλαμπαδεύσεις τη γνώση, το εφαλτήριο λοιπόν της επαφής μου με τα βιβλία απετέλεσε η τεράστια βιβλιοθήκη που εύρισκα στο σπίτι της αδελφής μου. Πήγαινα εκεί, σαν παιδί, με δικαιολογία να τη δω και καθόμουν με τις ώρες και διάβαζα. Πράγμα, βέβαια, που χαροποιούσε και εκείνη ιδιαίτερα. Αν και βασικό μου στοιχείο της προσωπικότητας είναι η φαντασία, το χάσιμο σε εκείνα τα βιβλία την έκαναν να γιγαντωθεί. Άρχισα δειλά δειλά να καταπιάνομαι με το γράψιμο σαν μορφή έκφρασης. Χρησιμοποιούσα το χαρτί ως μέσο για κάθε τι που με εξιτάριζε, με ενοχλούσε, με βασάνιζε κ.λ.π. Είχα την ευτυχία να ασχοληθώ με τη δημοσιογραφία. Εκεί ανακάλυψα το πάθος που έκρυβα μέσα μου για το κοινωνικό γίγνεσθαι. Όταν παντρεύεται τελικά η φαντασία με το πάθος δεν έχεις να κάνεις κάτι διαφορετικό από το να τα αποδώσεις στο χαρτί και να αρχίζουν να γίνονται βιβλία. Είναι μονόδρομος πια.

2) Από πού αντλήσατε την έμπνευση για το βιβλίο σας αυτό –αλλά και για κάθε χαρακτήρα–, και πόσο δύσκολο ήταν να σταχυολογήσετε τις απαραίτητες πληροφορίες κάνοντας τη σχετική έρευνα, ώστε να συνδυάσετε τυχόν γεγονότα, τόπους και μυθοπλασία;

Ο ανήσυχος χαρακτήρας μου, η θέληση για να δω πίσω από το δέντρο, πίσω από την κουρτίνα της πραγματικότητας ήταν το έναυσμα να ασχοληθώ με ένα τέτοιο ιδιαίτερο θέμα. Με κέντριζε, με εξιτάριζε, με έλκυε απίστευτα το θέμα των φυλακών. Άκουγα συχνά στα ΜΜΕ, αλλά και στα δελτία Τύπου που κατέφθαναν στην εφημερίδα, για γυναίκες που για κάποια παραβατική τους πράξη βρίσκονταν πίσω από τα σίδερα. Η ιδιοσυγκρασία μου δεν με άφηνε να σταθώ μονάχα στην επιφάνεια αυτής της είδησης. Ήθελα να μπω πιο βαθιά. Ήθελα να ξύσω την πληγή της ιδέας τού να βρίσκεσαι φυλακή και να χάνεις κάθε δεδομένο σου. Από την άλλη δεν ήθελα γράφοντας για αυτές τις γυναίκες να χάσω την δικιά τους πραγματικότητα. Να μην σας τα πολυλογώ, από την χρονική στιγμή που μου καρφώθηκε αυτή η ιδέα μέχρι τη στιγμή της υλοποίησής της γράφοντας για εκείνες πέρασαν πολλά χρόνια. Η δυσκολία σε αυτό το εγχείρημα ήταν στο να βρεθούν αυτές οι γυναίκες. Η επαφή μαζί τους μετά ήταν πολύ πιο απλή από ό,τι είχα φανταστεί. Γιατί τι θέλουμε τελικά; Κάποιον να μας ακούσει. Και πιστέψτε με, είμαι καλός ακροατής!

3) Ποια θεωρείτε την πιο σημαντική, ίσως και ανεξάντλητη, «πηγή ιδεών» για έναν συγγραφέα;

Τα βιώματά του. Αυτά που τον έχουν σημαδέψει. Δεν πιστεύω προσωπικά ότι μπορεί κάποιος να γράψει κάτι αν δεν έχει βιώματα που του έχουν χαράξει βαθιά την ψυχή.

4) Συνήθως, οι περισσότεροι συγγραφείς είτε έχουν σπουδάσει κάποιο αντικείμενο είτε ασκούν ως επάγγελμα κάτι εντελώς διαφορετικό από τη συγγραφική τους ιδιότητα. Εάν αυτό ισχύει και στη δική σας περίπτωση, θα θέλατε να μας πείτε πόσο αρμονικός είναι ο συνδυασμός όλων αυτών και κατά πόσο αλληλοεπηρεάζονται οι επιμέρους ιδιότητές σας;

Αν θέλεις να γράψεις, πρέπει να αφεθείς σε αυτό. Να το υποστηρίξεις στο εκατό τοις εκατό του. Αν υπάρχουν άλλοι εξωγενείς παράγοντες να σε αποσπούν, τότε θα χάσεις χρόνο. Προσωπικά το επάγγελμα της δημοσιογραφίας με βοήθησε στη συλλογή των στοιχείων. Από εκεί και πέρα όταν είπα ότι τώρα ήρθε ο καιρός να γράψω για αυτά που είχα μαζέψει, κλείστηκα σε ένα δωμάτιο και σηκωνόμουν μονάχα όταν η σωματική κούραση νικούσε την ψυχική μου αντοχή και το θέλω μου να συνεχίσω.

5) Πιστεύετε πως το επιστημονικό υπόβαθρο είναι απαραίτητο για τη συγγραφή ενός βιβλίου ή αρκεί το έμφυτο συγγραφικό ταλέντο, η φαντασία και οι εμπειρίες του συγγραφέα;

Εξαρτάται το θέμα σου. Αν δεν χρειάζεται να το υποστηρίξει κάποια έρευνα, τότε ναι, πιστεύω ότι όσα είπατε είναι βασικά συστατικά στη συγγραφή ενός βιβλίου. Θα προσθέσω μονάχα και την «μοναξιά» που θα χρειαστεί να γίνει μόνιμος σύντροφός σου την περίοδο της γραφής.

6) Υπάρχει κάποιο μοτίβο ως προς το πότε σας «επισκέπτεται» η συγγραφική σας έμπνευση; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ώρα, διάθεση ή τόπος, ίσως, που να σας προδιαθέτει να γράψετε ή είναι κάτι που «ρέει» αβίαστα από μέσα σας συνέχεια;

Υπήρχαν στιγμές που πήγαινα μία βόλτα για να καθαρίσω τις σκέψεις μου και το μόνο που κατάφερνα ήταν να με φορτίζουν περισσότερο. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη ώρα ούτε συγκεκριμένος τόπος. Ακόμα και με παρέα να ήμουν υπήρχαν στιγμές που το μυαλό μου «έφευγε» και έσπευδα να κρατήσω σημειώσεις να μην ξεχάσω. Ένα τετράδιο είχε γίνει η προέκταση του χεριού μου και το κουβαλούσα παντού ώστε να μη χάσω κάποια αιφνίδια σκέψη.

7) Όταν ολοκληρώσατε αυτό το πρώτο βιβλίο σας αρκεστήκατε μόνο στη δική σας γνώμη και αξιολόγηση, πριν προχωρήσετε στην έκδοσή του, ή αναζητήσατε πρώτα την άποψη κάποιου οικείου σας προσώπου την κρίση του οποίου εμπιστεύεστε;

Εννοείται ότι το έδωσα να το διαβάσουν οι πιο κοντινοί μου άνθρωποι. Επέλεξα μάλιστα δύο κατηγορίες. Στη μία έβαλα τους «βιβλιοφάγους» φίλους μου και στην άλλη εκείνους που το βιβλίο δεν είναι και η πρώτη προτεραιότητά τους. Από τη μία κατηγορία περίμενα την αυστηρή κριτική τους και από τη δεύτερη παρακολουθούσα σε ποια σελίδα θα τους κούραζε. Όταν από τους πρώτους πήρα θετικά λόγια και όταν είδα τους δεύτερους να το «ρουφάνε» δίχως να θέλουν να σταματήσουν, τότε «χτύπησα» την πόρτα του εκδοτικού μου οίκου. Όταν η ίδια η κ. Λιβάνη αγκάλιασε αυτό μου το εγχείρημα, τότε άρχισα να πιστεύω μέσα μου ότι ίσως να είναι η αρχή αυτό το βιβλίο να γίνει ένα μικρό λιθαράκι στην αλλαγή τού πώς αντιμετωπίζουμε τους περιθωριοποιημένους. Στο να αρχίσουμε να τους βλέπουμε στην πραγματική τους διάσταση. Δηλαδή, σαν κομμάτι αυτής της αρχέγονης αλυσίδας του σύμπαντος.

8) Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για το συγκλονιστικό αυτό μυθιστόρημά σας και, γιατί όχι, την ιστορία «πίσω από την ιστορία» αυτού;

Είναι η ιστορία της γυναίκας που έχει πάει φυλακή. Θα μπορούσε να ήταν συγγενής μας. Φίλη μας. Γνωστή μας. Θα μπορούσε να ήταν η γυναίκα που μένει στο διπλανό διαμέρισμα και που την ξέρουμε μονάχα εμφανισιακά. Της λέμε Καλημέρα. Καληνύχτα. Και την αφήνουμε να κλείσει την πόρτα του διαμερίσματός της και να πάρει μαζί της όλη τη φρίκη που έχει ζήσει και που δεν αφήνει κανέναν να μάθει. Να μην στιγματιστεί στη γειτονιά της. Γιατί οι περισσότερες μετά τη φυλακή τους σπάνια γυρίζουν στο σπίτι που έμειναν. Η επανένταξη είναι το χειρότερο στάδιο. Οπότε εκτός από τα ψυχικά τραύματα που κουβαλούν, οι περισσότερες έχουν να αντιμετωπίσουν και το βλέμμα του χειρότερου επικριτή. Της ίδιας της κοινωνίας.

9) Η συγγραφέας Αλεξία Νικολοπούλου βρίσκει τον χρόνο να διαβάζει για δική της ευχαρίστηση και όχι μόνο για έρευνα πάνω σε κάποιο μελλοντικό βιβλίο της; Εφόσον συμβαίνει αυτό, ποιο είδος λογοτεχνίας προτιμάτε περισσότερο ως αναγνώστρια και γιατί;

Προσωπικά δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποιο βιβλίο που δεν αξίζει. Από όλα «παίρνουμε», ακόμα και από αυτά που έχουν κριθεί ως «βαριά». Ανάλογα τη διάθεσή μου θα επιλέξω και το ανάλογο βιβλίο. Έτσι μπορεί κάποιος να βρει δίπλα μου τη μια ημέρα ένα αστυνομικό μυθιστόρημα και όταν το τελειώσω να αρχίσω να διαβάζω κάποιο αισθηματικό. Ή κάποιο θρίλερ. Κλίνω προς την αστυνομική λογοτεχνία δίχως όμως να μην δώσω και την απαραίτητη βαρύτητα και στα υπόλοιπα.

10) Θυμάστε το πρώτο σας ανάγνωσμα το οποίο σάς «παρέσυρε» στον κόσμο της λογοτεχνίας; Ποια είναι τα αγαπημένα σας βιβλία και συγγραφείς; Υπάρχει κάποιο απόφθεγμα από βιβλίο το οποίο να καθόρισε τη μετέπειτα ζωή σας; Έχετε δεχθεί κάποιες επιρροές από ομότεχνούς σας –Έλληνες ή ξένους, σύγχρονους ή κλασσικούς– στον δικό σας τρόπο γραφής, ύφους ή θεματολογίας;

Είχα πρωτοδιαβάσει το «Ένα παιδί μετράει τα άστρα» του Μενέλαου Λουντέμη και σχεδόν αμέσως επέλεξα Ντοστογιέφσκι. Όσο και να φανεί περίεργο το «Έγκλημα και Τιμωρία» το διάβασα πριν ακόμα μπω στην εφηβεία. Ένα απόφθεγμα που με δίδαξε η ίδια η ζωή είναι πως «τίποτα δεν είναι δεδομένο». Και αυτό μπορείτε να το βρείτε άπειρες φορές μέσα στο βιβλίο μου. Επιρροές σίγουρα έχω δεχτεί. Εξάλλου η προσωπικότητά μας διαμορφώνεται από πολλούς εξωγενείς παράγοντες. Το ύφος όμως κάθε συγγραφέα είναι μοναδικό. Είναι αυτό που τον χαρακτηρίζει.

11) Πιστεύετε πως ο συγγραφέας πρέπει να ταξιδεύει ώστε να έχει κάποια βιώματα από τις χώρες και τις τοποθεσίες τις οποίες, τυχόν, περιγράφει στα βιβλία του και πόσο εφικτό είναι αυτό στην πράξη, ιδιαίτερα στις μέρες μας, κατά τη γνώμη σας; Είναι απαραίτητο κάτι τέτοιο, απλά και μόνο για τη «διεύρυνση των οριζόντων» του;

Θεωρώ ότι με όποιον τρόπο ταξιδεύεις, είτε νοητά μέσα από κάποιο βιβλίο είτε κυριολεκτικά, εμπλουτίζεται η φαντασία σου. Τους ανθρώπους που έχουν την ευχέρεια να ταξιδεύουν σε άλλες χώρες τους ταξινομώ στην κατηγορία των ευλογημένων. Οι εικόνες που μπορείς να συγκεντρώσεις μέσα από τα ταξίδια ωφελούν καταρχήν στην ψυχική σου ηρεμία και κατ’ επέκταση στο να μπορέσεις να μοιραστείς με τον αναγνώστη σου αυτά που σου έχουν κάνει εντύπωση. Γιατί οι εικόνες ξυπνούν ερεθίσματα και αυτά τα ερεθίσματα σε βοηθούν ώστε να αποτυπώσεις καλύτερα τα συναισθήματα που σου δημιούργησαν.

12) Θεωρείτε ότι ο συγγραφέας θα πρέπει να ασχολείται με διαφορετικά είδη λογοτεχνίας και να «πειραματίζεται» θεματολογικά, ρισκάροντας το υπάρχον αναγνωστικό του κοινό, ή θα όφειλε να εμμένει στο είδος που τον έχει καθιερώσει;

Αν έχεις αναγνωριστεί με ένα συγκεκριμένο ύφος, πιστεύω μετά ότι θα πρέπει να πάρεις μεγάλο ρίσκο στο να ασχοληθείς με ένα τελείως διαφορετικό θέμα. Εξάλλου δεν μπορούμε να αποτυπώσουμε στο χαρτί κάτι που είναι ξένο προς τα εμάς. Αν η κλίση μας είναι π.χ. τα αισθηματικά, θεωρώ δύσκολο να μπορέσουμε να αγγίξουμε κάποιον που η κλίση του είναι τα αστυνομικά διηγήματα π.χ. Μπορούμε να ανακατέψουμε ίσως λίγα στοιχεία αλλά δεν θα μπορέσουμε να αποδώσουμε με τον ίδιο τρόπο όπως αποδίδουμε σε αυτό που μας αρμόζει.

13) Πιστεύετε πως οι συγγραφείς οφείλουν να προβληματίζουν τους αναγνώστες «αφυπνίζοντας» τη σκέψη τους, ή ο σκοπός των βιβλίων τους θα έπρεπε να είναι απλά και μόνο ψυχαγωγικός; Εσείς, ποια μηνύματα επιδιώκετε να «περάσετε» στους αναγνώστες σας και σε ποιο είδος αναγνωστικού κοινού, συνήθως, απευθύνεστε μέσα από το συγγραφικό έργο σας;

Η συγγραφή είναι ελεύθερη. Δεν υπάρχουν «πρέπει» μέσα της. Υπάρχουν βιβλία που είναι καθαρά ψυχαγωγικά, όπως υπάρχουν και άλλα που στοχεύουν σε αυτό που λέτε. Το δικό μου είναι ένα από αυτά. Η αρχική ιδέα τού να καταπιαστώ με ένα τέτοιο θέμα προήλθε από το θέλω μου για να δει ο αναγνώστης μια άλλη αλήθεια από αυτή που έχουμε συνηθίσει. Πιστεύω στην αρμονία του σύμπαντος και δεν δέχομαι σαν άνθρωπος την περιθωριοποίηση. Οι γυναίκες αυτές που είναι κλεισμένες φυλακή δεν αποτελούν ξεχωριστό κομμάτι της κοινωνίας μας. Αντίθετα, παραμένουν ένα δυνατό κομμάτι της, που με λίγο ενδιαφέρον από το κράτος θα μπορούσαν να ξαναενταχθούν και να δημιουργήσουν.

14) Θεωρείτε πως η σύγχρονη πραγματικότητα μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για έναν συγγραφέα και, ειδικότερα, οι τόσο δύσκολες καταστάσεις που βιώνουμε τελευταία στην πατρίδα μας; Ή μήπως το ζητούμενο από τους αναγνώστες είναι ακριβώς η «φυγή» από αυτήν τη ζοφερή πραγματικότητα;

Εξαρτάται από τη στιγμή που βρίσκεται στη ζωή του ο αναγνώστης. Μπορεί τα προβλήματα να τον έχουν πνίξει και να θέλει απλά να ξεφύγει. Άλλες φορές να θελήσει μέσα από ένα βιβλίο να δει μιαν άλλη πραγματικότητα. Άλλες φορές να ενημερωθεί. Άπτεται καθαρά στην ψυχολογία που έχει τη στιγμή που θα απλώσει το χέρι να επιλέξει ένα βιβλίο να διαβάσει.

15) Στη σύγχρονη πραγματικότητα και στην εποχή της άκρατης τεχνολογίας ποια θεωρείτε πως είναι η θέση του λογοτεχνικού βιβλίου; Περνάει, τελικά, το βιβλίο κρίση στη χώρα μας ή διεθνώς και τι θα μπορούσαμε να κάνουμε ώστε να γίνει πιο προσιτό στο αναγνωστικό κοινό και, ιδιαίτερα, στους νέους;

Τη λύση θα τη βρείτε στα παιδιά. Αν δώσουμε στα παιδιά τη δίψα για μάθηση, τη δίψα για να μάθουν να ταξιδεύουν νοητά μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου, τότε θα έχουμε κάνει ένα πολύ μεγάλο βήμα προς έναν καλύτερο κόσμο. Για να γίνει αυτό θεωρώ ότι στα σχολεία θα πρέπει να υπάρχει κάθε εβδομάδα ένας συγγραφέας όπου θα μιλάει για το βιβλίο του και φυσικά τα παιδιά να συζητούν μαζί του το θέμα που έχει επιλέξει. Ίσως και κάποιο βραβείο επαίνου στους μαθητές που θα ασχοληθούν να γράψουν κάτι. Χρειάζονται κίνητρο και επιβράβευση.

16) Είχατε κάποιους «ενδοιασμούς» όταν αποφασίσατε να δώσετε το πρώτο σας βιβλίο προς έκδοση; Αγωνιούσατε ως προς την αποδοχή που θα τύχαινε αυτό από το αναγνωστικό κοινό; Η θεματολογία του πιστεύετε πως παίζει τον δικό της ρόλο στην αποδοχή αυτή;

Σίγουρα σαν συγγραφέας δεν μπορώ να γνωρίζω το marketing και το πώς λειτουργεί πάνω στο θέμα «βιβλίο». Αυτό που αγωνιώ και θέλω ακόμα και τώρα είναι το βιβλίο αυτό να αφυπνίσει τον αναγνώστη μου και να τον κάνει να δει με άλλο μάτι τις γυναίκες φυλακισμένες. Σε άπειρες συζητήσεις που έχω κάνει με φίλους δικηγόρους αυτό που έχω καταλάβει είναι ότι το 90% των γυναικών που βρίσκονται πίσω από τα κάγκελα έχει να κάνει με τον έρωτα. Επειδή ερωτεύτηκαν βρέθηκαν στη δεινή αυτή θέση. Είναι ένα θέμα διαφορετικό. Αληθινό. Σκληρό μα παράλληλα και ευαίσθητο.

17) Εσείς, με την έως τώρα πείρα σας στον χώρο της συγγραφής, τι θα συμβουλεύατε όλους τους νέους επίδοξους συγγραφείς, που ονειρεύονται να δουν κάποτε ένα βιβλίο τους στις προθήκες των βιβλιοπωλείων και, ιδιαίτερα, εν μέσω αυτής της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας;

Θα συμβουλέψω όπως συμβουλεύω και το παιδί μου. «Να μην παρατήσουν τα όνειρά τους. Να παλέψουν γι’ αυτά». Το συναίσθημα που νιώθεις όταν πιάνεις στο χέρι σου το βιβλίο σου υπερβαίνει τα όρια της ηδονής.

18) Κλείνοντας και, αφού σας ευχαριστήσω θερμά για την τιμή της παραχώρησης αυτής της συνέντευξης, θα ήθελα να σας ευχηθώ ολόψυχα καλή επιτυχία στο μυθιστόρημά σας «Η ΜΑΝΤΑΜ», και να σας ρωτήσω για τα άμεσα συγγραφικά σας σχέδια. Τι να περιμένουμε από εσάς στο μέλλον;

Εγώ σας ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνατε και μου δώσατε την ευκαιρία να πω λίγα λόγια για μένα και για το βιβλίο μου. Όσον αφορά το μέλλον, «η Μαντάμ» συνεχίζει την πορεία της. Το δεύτερο μέρος της ετοιμάζεται με γοργούς ρυθμούς. Και θα είναι ανατρεπτικό τελείως!

Βιογραφικό Σημείωμα Αλεξίας Νικολοπούλου:

Η Αλεξία Νικολοπούλου κατάγεται από την Πελοπόννησο και μένει μόνιμα στην Αθήνα.
Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης για πάνω από δέκα χρόνια. Ασχολήθηκε με την οργάνωση παραγωγής της εκπομπής «Παγκρήτιες Ώρες» στο κανάλι Blue Sky με τον Μιχάλη Φαρσάρη, ενώ έχει διατελέσει και διορθώτρια στην εφημερίδα «Αυριανή».
«Η Μαντάμ», που κυκλοφόρησε το 2019 από τις εκδόσεις Λιβάνη είναι το πρώτο της βιβλίο.

Εργογραφία Αλεξίας Νικολοπούλου:

Εκδόσεις: Λιβάνη (2019)
Σελίδες: 320
Τιμή με έκπτωση: 13,41€

Διαβάστε την κριτική για το βιβλίο όπως αυτή αναρτήθηκε στους «Φίλους της Λογοτεχνίας» στον ακόλουθο σύνδεσμο:

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

Η Μαργαρίτα Δούκα είναι μια γυναίκα της διπλανής πόρτας, με σχέση, καριέρα, όνειρα, εμπιστοσύνη στους ανθρώπους. Εκείνη η μέρα που ξημέρωσε όμως σήμανε την αρχή μιας περιπέτειας που θα την οδηγούσε πίσω από τα σίδερα.

Εκεί, μακριά από τη ζωή που μέχρι τότε ήξερε, κάτι νέο ένιωθε να γεννιέται μέσα από τα σπλάχνα της. Εκείνο που δε γνώριζε η Μαργαρίτα ήταν αν αυτή η αλλαγή στη ζωή της θα την έκανε έναν άνθρωπο ξαναγεννημένο και αγγελικά πλασμένο ή αν, φτάνοντας στο βάθος του πυθμένα, θα ξαναγεννιόταν σαν ένας δαίμονας. Μοναδικό φως στο σκοτάδι που την αγκάλιαζε η Μαντάμ, ένα αερικό που έμελλε να είναι ο καθοριστικός σταθμός στην πορεία της.

Ποιο ήταν το μυστικό αυτής της κοπέλας, που την κρατούσε δεμένη με αλυσίδες; Και ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο Αλέξανδρος, που θα άλλαζε τη ζωή αυτών των γυναικών;

Από το μεγάφωνο ακούστηκαν δύο ονόματα που ήταν πολύ γνώριμα σ’ εμάς. Ξένα μεν, αλλά ήταν στον θάλαμό μας. Αποφυλακίζονταν και οι δύο, κι εμείς, κλειδώνοντας στο κουτάκι του μυαλού μας τα πάντα, αφήσαμε έξω μονάχα τη χαρά. Για εκείνες που θα γεύονταν την ελευθερία τους. Αναστέναξα βαθιά, λες και προσπαθούσα να μυρίσω μέσα από εκείνες λίγο καθαρό αέρα. Ελεύθερο αέρα. Η Μαντάμ μού σιγοψιθύρισε στο αφτί: «Όλα θα πάνε καλά». Ήταν η πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό στη φυλακή που άρχιζα να το πιστεύω...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου