Ταξίδια Μέσα Από Τη Λογοτεχνία!

Η Λογοτεχνία είναι για μένα ένα «παράθυρο» σ' έναν μαγικό κόσμο. Κάθε βιβλίο μάς ταξιδεύει σε κόσμους πραγματικούς ή φανταστικούς, τωρινούς, μελλοντικούς ή παρελθοντικούς. Ένα είναι το μόνο σίγουρο, κάθε βιβλίο που μας ενθουσιάζει, μας εντυπωσιάζει ή μας μαγεύει θέλουμε να το μοιραστούμε με άλλους φίλους-αναγνώστες. Έτσι κι εγώ, θέλω να μοιραστώ μαζί σας όσα βιβλία με ενθουσίασαν και με «γέμισαν» με πρωτόγνωρες ιδέες, εικόνες και συναισθήματα. Σαφώς και η άποψη του κάθε αναγνώστη είναι μοναδική και ένα βιβλίο που εμείς λατρέψαμε μπορεί κάποιος άλλος να το αντιπάθησε ή ακόμα και να το μίσησε... Μέσα από αυτήν την οπτική θεωρώ φρόνιμο να μη σχολιάζω όσα βιβλία δεν με εντυπωσίασαν ή με άφησαν αδιάφορη, διότι η άποψή μου είναι απολύτως υποκειμενική. Δεν θα ήθελα να προκαταλάβω αρνητικά κανέναν αναγνώστη, αποτρέποντάς τον από το να διαβάσει ένα βιβλίο το οποίο, ενδεχομένως, να τον ενθουσιάσει. Κάθε βιβλίο απαιτεί το κατάλληλο περιβάλλον, το υπόβαθρο και την ανάλογη διάθεση για να εκτιμηθεί, οπότε καλό θα είναι να μην απορρίπτουμε ποτέ τίποτα. Η έκφραση και αποτύπωση της δικής μου γνώμης για κάθε βιβλίο -αλλά και των απόψεων και σχολιασμών άλλων φίλων-συγγραφέων-αναγνωστών, που αναγράφονται στη σχετική κατηγορία-, έχουν ως μοναδικό σκοπό να εκφράσουν τον θαυμασμό μας για ορισμένα βιβλία που θεωρούμε άξια λόγου και θέλουμε να γίνουν ευρέως γνωστά, βοηθώντας έτσι τους αναγνώστες στην επιλογή του επόμενου βιβλίου που θα διαβάσουν. Πάντοτε με το μεγαλύτερο σεβασμό και θαυμασμό για όλους τους συγγραφείς, που μέσα από τις σελίδες των βιβλίων τους μας «ταξιδεύουν» μακριά από την εκάστοτε πραγματικότητα ή μας βοηθούν να την κατανοήσουμε καλύτερα, αλλά σε κάθε περίπτωση στολίζουν την ψυχή μας, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ!

Κλειώ Ισιδ. Τσαλαπάτη

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

Συνέντευξη με τη ΜΑΡΙΑ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ - Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

κ. Μαρία Παναγοπούλου
          Την κ. Μαρία Παναγοπούλου την πρωτογνώρισα με την έκδοση του πρώτου μυθιστορήματός της με τίτλο «Είδα τον εαυτό μου στα μάτια σου» από τις εκδόσεις Ωκεανός πριν από δύο χρόνια. Παρά το γεγονός ότι με εντυπωσίασε ο τίτλος και το θέμα του βιβλίου της δε μου έχει δοθεί ακόμα η ευκαιρία να το διαβάσω. Με την αφορμή, όμως, της κυκλοφορίας του δεύτερου έργου της από τις ίδιες εκδόσεις με τίτλο «Κλεμμένες Λιακάδες», η αγαπητή συγγραφέας δέχτηκε να απαντήσει στο ερωτηματολόγιο των «Φίλων της Λογοτεχνίας» και ομολογώ πως οι απαντήσεις της με εντυπωσίασαν με την αμεσότητα, την ειλικρίνεια και την αυθεντικότητά τους. Μία συγγραφέας που δηλώνει πως την καθόρισε σαν άνθρωπο το απόφθεγμα του δημιουργού του «Μόμπι Ντικ» Χέρμαν Μέλβιλ: «Είναι καλύτερο να αποτυγχάνεις στην πρωτοτυπία, παρά να επιτυγχάνεις στην απομίμηση», δεν μπορεί παρά να έχει πολλά και αξιόλογα να μας δώσει στον τομέα της λογοτεχνίας. Την ευχαριστώ ειλικρινά για τον χρόνο που μου διέθεσε απαντώντας στις ερωτήσεις του ιστολογίου μου, της εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία στο συγγραφικό της έργο, και ειδικότερα στο νέο της πόνημα, και σας προσκαλώ να διαβάσετε τις απαντήσεις της ώστε να γνωρίσετε κι εσείς λίγο καλύτερα την εξαίρετη Μαρία Παναγοπούλου!

1) Αγαπητή κ. Παναγοπούλου, τις θερμές μας ευχές για το νέο μυθιστόρημά σας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανός, με τίτλο «ΚΛΕΜΜΕΝΕΣ ΛΙΑΚΑΔΕΣ». Ποιο ήταν το έναυσμα για την ενασχόλησή σας με τον κόσμο της λογοτεχνίας και το αντικείμενο της συγγραφής;

Σας ευχαριστώ πολύ για τις ευχές! Το γράψιμο υπάρχει στη ζωή μου από τα εφηβικά χρόνια, σαν τρόπος εκτόνωσης και έκφρασης. Ήμουν γύρω στα 15 όταν ξεκίνησα ένα ιδιότυπο «χόμπι», αυτό της συλλογής αληθινών ιστοριών και γεγονότων που κέντριζαν το ενδιαφέρον μου, με γοήτευαν ή με θύμωναν. Αρχικά τις σημείωνα σε τετράδια, που κάποια στιγμή γέμισαν ασφυκτικά τα ντουλάπια μου και στη συνέχεια σε δισκέτες και στικάκια. Στα μέσα του ’90, μητέρα πια, αποφάσισα να μείνω για κάποια χρόνια στο σπίτι και να μεγαλώσω τον γιο μου. Όσες γυναίκες το έχουν βιώσει, ξέρουν καλά ότι έχεις ανάγκη να κάνεις κάτι μόνο για εσένα μέσα στην ημέρα, έστω για μια ώρα. Αυτό το «κάτι» εγώ το ανακάλυψα στη συγγραφή. Άρχισα να ανασύρω ιστορίες από την συλλογή μου και με τη βοήθεια της μυθοπλασίας να γράφω μυθιστορήματα. Έγραφα πάντα πολύ νωρίς το πρωί, πριν ξυπνήσει ο μικρός και κάπως έτσι, μέσα σε μια δεκαετία ολοκλήρωσα το πρώτο μου βιβλίο «Είδα τον εαυτό μου στα μάτια σου», ένα μέρος από το δεύτερο, τις «Κλεμμένες Λιακάδες» και άλλα τρία που παραμένουν στα συρτάρια μου. Την απόφαση να δοκιμάσω να τα εκδώσω, την πήρα μετά από 20 ολόκληρα χρόνια!

2) Από πού αντλείτε την έμπνευση για κάθε έργο σας και κάθε χαρακτήρα και πόσο δύσκολο είναι να σταχυολογήσετε τις απαραίτητες πληροφορίες, όταν αυτές απαιτούνται, ώστε να συνδυάσετε τυχόν ιστορικά γεγονότα, τόπους και μυθοπλασία;

Μέχρι σήμερα, η έμπνευσή μου πηγάζει αποκλειστικά από πραγματικές ιστορίες και αληθινούς ήρωες. Θα έλεγα ότι το κομμάτι της έρευνας και της συλλογής πληροφοριών είναι το λιγότερο δύσκολο και ταυτόχρονα το πιο γοητευτικό για εμένα. Χρησιμοποιώ πηγές του διαδικτύου, καταφεύγω σε εφημερίδες της εποχής που με ενδιαφέρει, έρχομαι σε επαφή με πρόσωπα και τόπους και τελευταία, επειδή έχω την ευλογία να ζω πολύ κοντά στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, χάνομαι για πολλές ώρες στον μαγικό κόσμο της Εθνικής Βιβλιοθήκης.

3) Στο τελευταίο βιβλίο σας η μυθοπλασία υφαίνεται γύρω από πραγματικά γεγονότα. Ποια θεωρείτε ως την πιο σημαντική, ίσως και ανεξάντλητη, «πηγή ιδεών» για έναν συγγραφέα;

Όπως σας είπα, η δική μου «πηγή ιδεών» είναι οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι που θα μου εμπιστευτούν κάποια εμπειρία τους, οι άνθρωποι που κάθονται δίπλα μου στην καφετέρια και άθελά τους μοιράζονται μαζί μου κομμάτια της ζωής τους, οι άνθρωποι που συναντώ καθημερινά στα μέσα μεταφοράς. Αυτοί, οι τελευταίοι, είναι πραγματικά μια ανεξάντλητη πηγή. Δεν έχω καταφέρει να μετρήσω πόσες ιστορίες έχω καταγράψει μέσα σε βαγόνια τρένων και μετρό, μέσα σε λεωφορεία και αεροπλάνα.

4) Συνήθως, οι περισσότεροι συγγραφείς είτε έχουν σπουδάσει κάποιο άλλο αντικείμενο είτε ασκούν ως επάγγελμα κάτι εντελώς διαφορετικό από τη συγγραφική τους ιδιότητα. Εάν αυτό ισχύει και στη δική σας περίπτωση, θα θέλατε να μας πείτε πόσο αρμονικός είναι ο συνδυασμός όλων αυτών και κατά πόσο αλληλοεπηρεάζονται οι επιμέρους ιδιότητές σας;

Σπούδασα Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Εργάστηκα στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, μπροστά και πίσω από τις κάμερες, αρθρογραφώ, συνεργάζομαι με μια εταιρία δημοσίων σχέσεων και πρόσφατα είχα αναλάβει το γραφείο τύπου ενός υποψηφίου που εκλέχτηκε βουλευτής. Κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι η επικοινωνία με τους ανθρώπους, προφορική ή γραπτή, συνεπώς δεν νιώθω ότι πρόκειται για διαφορετικές ιδιότητες, αλλά για διαφορετικές διαστάσεις της ίδιας. Όσο για τη συγγραφή, δεν αποτελεί επαγγελματική δραστηριότητα, αλλά εκτόνωση, χόμπι και ψυχαγωγία.

5) Πιστεύετε πως το επιστημονικό υπόβαθρο είναι απαραίτητο για τη συγγραφή ενός βιβλίου, ή αρκεί το έμφυτο συγγραφικό ταλέντο, η φαντασία και οι εμπειρίες του συγγραφέα;

Όχι, δεν θεωρώ απαραίτητο το επιστημονικό υπόβαθρο, παρά μόνο εάν πρόκειται για επιστημονικό εγχειρίδιο. Το έμφυτο ταλέντο εκτιμώ ότι είναι το πολυτιμότερο προσόν για έναν συγγραφέα, δεδομένου ότι δεν υπάρχει τρόπος να το αποκτήσεις, ωστόσο δεν θα πρέπει να επαναπαύεται σε αυτό. Η βελτίωση και η εξέλιξη του τρόπου γραφής, είναι υποχρέωση κάθε δημιουργού που σέβεται τον εαυτό του και το αναγνωστικό κοινό.

6) Υπάρχει κάποιο μοτίβο ως προς το πότε σας «επισκέπτεται» η συγγραφική σας έμπνευση; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ώρα, διάθεση ή τόπος, ίσως, που να σας προδιαθέτει να γράψετε ή είναι κάτι που «ρέει» αβίαστα από μέσα σας συνέχεια;

Δυστυχώς υπάρχει. Και λέω «δυστυχώς» γιατί η έμπνευση επιμένει να με επισκέπτεται πολύ νωρίς το πρωί, δημιουργώντας μου μεγάλο πρακτικό πρόβλημα αφού συνήθως εκείνες τις ώρες δεν μπορώ να γράψω. Το τελευταίο διάστημα, τη λύση μου δίνει το τρένο! Επειδή εργάζομαι πλέον στην Κηφισιά και ζω στο Παλαιό Φάληρο, η μετακίνηση με τον ηλεκτρικό μού χαρίζει χρόνο ώστε να κρατάω σημειώσεις και να μην χάνω την έμπνευση.

7) Όταν ολοκληρώνετε ένα νέο βιβλίο σας αρκείστε μόνο στη δική σας γνώμη και αξιολόγηση, πριν προχωρήσετε στην έκδοσή του, ή αναζητάτε πρώτα την άποψη κάποιου οικείου σας προσώπου την κρίση του οποίου εμπιστεύεστε;

Αρκούμαι μόνο στη δική μου γνώμη και θα σας αιτιολογήσω το γιατί. Μέχρι σήμερα, δεν έχω γράψει ποτέ «επαγγελματικά» ένα βιβλίο. Δεν έχω δηλαδή καθίσει να γράψω κάτι με σκοπό να εκδοθεί. Η συγγραφή σημαίνει για εμένα χαλάρωση, ξεκούραση, εκτόνωση, ακόμη και αυτοψυχανάλυση. Δεν έχει λοιπόν νόημα να ζητήσω την άποψη κάποιου για αυτό που γράφω, αφού στην ουσία το γράφω για εμένα.

8) Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για τα βιβλία σας και, γιατί όχι, την ιστορία «πίσω από την ιστορία» αυτών;

Το «Είδα τον εαυτό μου στα μάτια σου», το πρώτο μου βιβλίο, είναι βασισμένο στην αληθινή ιστορία μιας γυναίκας που τυφλωμένη από τη λαχτάρα της να γίνει μητέρα, σκόρπισε πόνο και δυστυχία στους γύρω της, καταστρέφοντας τη ζωή της και στιγματίζοντας τις ζωές των δικών της ανθρώπων. Οι «Κλεμμένες Λιακάδες», που κυκλοφόρησαν πρόσφατα, είναι ένα αυτόνομο έργο, με πρωταγωνιστές όμως τους ίδιους ήρωες, 16 χρόνια μετά από την συγκλονιστική περιπέτεια που βίωσαν. Την κεντρική ιστορία την άκουσα το 1987, σε κάποια οικογενειακή εκδρομή στην Κομοτηνή, από το στόμα ενός αστυνομικού που είχε άμεση εμπλοκή στην υπόθεση. Την σημείωσα το ίδιο κιόλας απόγευμα σε ένα από τα τετράδιά μου και 10 χρόνια αργότερα, την ανέσυρα από εκεί και άρχισα να ψάχνω στοιχεία. Για τη βασική ηρωίδα μου, κανένας δεν ξέρει να μου πει εάν ζει ή όχι. Το τελευταίο ίχνος που κατάφερα να εντοπίσω είναι η νοσηλεία της σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα. Όταν πια εκδόθηκε το πρώτο μου βιβλίο, έφτασαν σε εμένα νέες συνταρακτικές πληροφορίες για την ιστορία, τις οποίες συμπεριέλαβα στις «Κλεμμένες Λιακάδες», αλλά απάντηση στο ερώτημα «ζει αυτή η γυναίκα;» πάλι δεν πήρα.

9) Η συγγραφέας Μαρία Παναγοπούλου βρίσκει τον χρόνο να διαβάζει για δική της ευχαρίστηση και όχι μόνο για έρευνα πάνω σε κάποιο μελλοντικό βιβλίο της; Εφόσον συμβαίνει αυτό, ποιο είδος λογοτεχνίας προτιμάτε περισσότερο ως αναγνώστρια και γιατί;

Διαβάζω πολύ και τα πάντα. Το μοναδικό είδος που δεν με συγκινεί καθόλου είναι τα αμιγώς αισθηματικά μυθιστορήματα. Τρελαίνομαι για την αστυνομική λογοτεχνία, αγαπώ τα θρίλερ, με μαγεύουν τα ιστορικά μυθιστορήματα, διαβάζω μετά μανίας αληθινές μαρτυρίες και βιογραφίες.

10) Θυμάστε το πρώτο σας ανάγνωσμα το οποίο σας «παρέσυρε» στον κόσμο της λογοτεχνίας; Ποια είναι τα αγαπημένα σας βιβλία και συγγραφείς; Υπάρχει κάποιο λογοτεχνικό απόφθεγμα το οποίο να καθόρισε τη μετέπειτα ζωή σας; Έχετε δεχθεί κάποιες επιρροές από ομότεχνούς σας, Έλληνες ή ξένους, σύγχρονους ή κλασσικούς, στον δικό σας τρόπο γραφής, ύφους ή θεματολογίας;

Το πρώτο ανάγνωσμα που με «παρέσυρε» στον μαγικό κόσμο της λογοτεχνίας, ήταν «Ο Τρελαντώνης» της Πηνελόπης Δέλτα. Όταν το ολοκλήρωσα, έκατσα στην παιδική βιβλιοθήκη μου, άνοιξα ένα τετράδιο, πήρα στα χέρια μου ένα μολύβι (αγαπώ τη γραφή με μολύβι!) και άρχισα να αποτυπώνω τα  συναισθήματά μου γι αυτό που είχα διαβάσει. Από εκείνη την ημέρα, δεν έχω σταματήσει ποτέ να γράφω.
Αγαπημένα βιβλία και συγγραφείς, είναι πολλά. Περισσότερα από όσα χωράνε σε μια συνέντευξη. Το λογοτεχνικό απόφθεγμα που με καθόρισε ανήκει στον Χέρμαν Μέλβιλ: «Είναι καλύτερο να αποτυγχάνεις στην πρωτοτυπία, παρά να επιτυγχάνεις στην απομίμηση».
Όσο για τις επιρροές που έχω δεχτεί, θα αναφέρω τρεις ξένους και τρεις Έλληνες λογοτέχνες με τη σειρά που μου έρχονται στο νου: Άγκαθα Κρίστι, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Φίλιπ Κερ, Λιλή Ζωγράφου, Κώστας Μουρσελάς, Φρέντυ Γερμανός, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας.
Από σύγχρονους Έλληνες, μελετώ διεξοδικά όλα τα έργα του Στέφανου Δάνδολου, ενώ από ξένους του Τζο Νέσμπο. Από το 2017 που μπήκα στον χώρο των εκδόσεων, διαβάζω έχοντας πάντα δίπλα μου ένα μπλοκ, για να σημειώνω ό,τι με «κεντρίζει» ως συγγραφέα πια και όχι ως αναγνώστρια. Τα τελευταία μου «ευρήματα» περιλαμβάνουν την υποδειγματική θέση της «ακροάτριας» που επιλέγει η βραβευμένη με Νόμπελ Σβετλάνα Αλεξίεβιτς στο «Τσέρνομπιλ: Ένα χρονικό του μέλλοντος». Την αύρα του κλασσικού με την οποία τυλίγει η Ελίζαμπεθ Χάροουερ το «Στους δικούς μας κύκλους». Τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο καταφέρνει να σε μεταφέρει στην Κρήτη ο «Σασμός» του Σπύρου Πετρουλάκη. Τον ρεαλιστικό ρομαντισμό που ξεχειλίζει από τις σελίδες του έργου «Πριγκιπότο» της Πηνελόπης Κουρτζή. Την επιτυχημένη ακροβασία σε τεντωμένο σκοινί της Κλαίρης Θεοδώρου στις «Άλικες Σιωπές». Την αριστοτεχνική αναπαράσταση της Αθήνας των μέσων του 19ου αιώνα στις «Κόρες της Ελλάδας» της Φιλομήλας Λαπατά. Την αρμονία ανάμεσα στη φρίκη και την ελπίδα που κατορθώνει η Πασχαλία Τραυλού στην τριλογία «Η ελεγεία της στάχτης». Αντιλαμβάνομαι ότι έχω ήδη καταχραστεί τον χώρο σας, οπότε βάζω με βαριά καρδιά μια τελεία εδώ, αδικώντας πολλά έργα και δημιουργούς.

11) Πιστεύετε πως ο συγγραφέας οφείλει να ταξιδεύει ώστε να έχει κάποια βιώματα από τις χώρες και τις τοποθεσίες τις οποίες, τυχόν, περιγράφει στα βιβλία του και πόσο εφικτό είναι αυτό στην πράξη, ιδιαίτερα στις μέρες μας; Είναι απαραίτητο κάτι τέτοιο, απλά και μόνο, για τη «διεύρυνση των οριζόντων» του;

Πιστεύω ότι τα ταξίδια είναι η καλύτερη επένδυση που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος για τον εαυτό του και για τα παιδιά του και είμαι βέβαιη πως αν είχαμε όλοι τη δυνατότητα να ταξιδεύουμε συχνότερα, ο κόσμος μας θα ήταν διαφορετικός. Σε ό,τι με αφορά, γράφω κυρίως για τόπους που έχω επισκεφτεί, αλλά στις «Κλεμμένες Λιακάδες» ήμουν αναγκασμένη να κάνω μια εξαίρεση. Βλέπετε η βασική ηρωίδα μου, η Αέλια, έζησε τα παιδικά της χρόνια στο Γουίνιπεγκ του Καναδά και, δυστυχώς, ήταν αδύνατο να ταξιδέψω μέχρι εκεί. Πέρασα πολλές εβδομάδες παρακολουθώντας videos στο διαδίκτυο, «περπάτησα» μέσα από τους χάρτες της google στους δρόμους που είχε περπατήσει κι εκείνη και κατέφυγα στη βοήθεια μιας Ελληνίδας που ζει σήμερα εκεί. Ομολογώ πάντως ότι έχει τύχει να αφήσω στη μέση βιβλίο γιατί ήταν φανερό ότι η συγγραφέας του δεν είχε επισκεφτεί ποτέ τα μέρη στα οποία εξελισσόταν η ιστορία της, ούτε είχε εμβαθύνει την έρευνά της, με συνέπεια αυτά που έγραφε να είναι επιφανειακά σαν «αντιγραφή» της Βικιπαίδεια.

12) Θεωρείτε ότι ο συγγραφέας θα πρέπει να ασχολείται με διαφορετικά είδη λογοτεχνίας και να «πειραματίζεται» θεματολογικά, ρισκάροντας το υπάρχον αναγνωστικό του κοινό, ή θα όφειλε να εμμένει στο είδος που τον έχει καθιερώσει;

Θα σας απαντήσω ως αναγνώστρια, γιατί με δύο βιβλία στο ενεργητικό μου δεν νιώθω ακριβώς συγγραφέας. Προσωπικά επιβραβεύω τους συγγραφείς που «πειραματίζονται» θεματολογικά και ενδεχομένως ρισκάρουν το κοινό τους, γι αυτό και διαβάζω πάντα τα «διαφορετικά» έργα τους. Για εμένα αυτό δείχνει ότι δεν επαναπαύονται σε δοκιμασμένες συνταγές, παράγοντας βιβλία στη λογική του φασόν, αλλά συνεχίζουν το ταξίδι στο άγνωστο, αφήνοντας την ψυχή τους να καθοδηγήσει την «πένα» τους. Ένα τέτοιο παράδειγμα που με εξέπληξε ευχάριστα είναι το γενναίο «ξεγύμνωμα» ψυχής της Λένας Μαντά στο «Ζωή σε πόλεμο», το οποίο σίγουρα δεν μοιάζει με κανένα από τα προηγούμενα best sellers της, όμως για εμένα είναι ένα πολύ «δυνατό» βιβλίο.

13) Πιστεύετε πως οι συγγραφείς στοχεύουν να προβληματίσουν τους αναγνώστες «αφυπνίζοντας» τη σκέψη τους, ή ο σκοπός των βιβλίων τους θα έπρεπε να είναι απλά και μόνο ψυχαγωγικός; Εσείς, ποια μηνύματα επιδιώκετε να «περάσετε» στους αναγνώστες σας και σε ποιο είδος αναγνωστικού κοινού, συνήθως, απευθύνεστε μέσα από το συγγραφικό έργο σας;

Υπάρχουν συγγραφείς που στοχεύουν στον προβληματισμό και άλλοι που επιθυμούν να ψυχαγωγήσουν τους αναγνώστες. Στην εποχή μας συχνά οι δεύτεροι «απαξιώνονται» από τους πρώτους, γεγονός που το θεωρώ απαράδεκτο! Είναι δικαίωμα του καθενός από εμάς να διαβάζει ό,τι τον ευχαριστεί, χωρίς να πρέπει να απολογηθεί γι’ αυτό και το ίδιο ισχύει και για τους συγγραφείς. Εξάλλου, αν θέλουμε να είμαστε απολύτως ειλικρινείς, την τελική «γραμμή» για το τι βιβλία εκδίδονται την επιβάλλουν οι εκδότες. Προσωπικά δεν επιδιώκω να περάσω συγκεκριμένα μηνύματα, ούτε απευθύνομαι σε κάποιο συγκεκριμένο είδος αναγνωστικού κοινού, γιατί δεν έχω ακόμη γράψει κάποιο έργο έχοντας στο μυαλό μου ότι πρέπει να εκδοθεί.

14) Θεωρείτε πως η σύγχρονη πραγματικότητα μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για έναν συγγραφέα και, ειδικότερα, οι τόσο δύσκολες καταστάσεις που βιώνουμε τελευταία στην πατρίδα μας; Ή μήπως το ζητούμενο από τους αναγνώστες είναι ακριβώς η «φυγή» από αυτήν τη ζοφερή πραγματικότητα;

Νομίζω πως τα «ζητούμενα» από τους αναγνώστες είναι τόσα πολλά και διαφορετικά, όσα και οι αναγνώστες. Προσωπικά, όταν βρίσκω καλογραμμένα και «δυνατά» βιβλία που καταπιάνονται με την σύγχρονη πραγματικότητα και όπως για παράδειγμα τα δύο τελευταία του Μένιου Σακελλαρόπουλου, «Η πυραμίδα της οργής» και «Ο χορός των συμβόλων», σαφώς τα προτιμώ από πιο «ξέγνοιαστα» αναγνώσματα.

15) Στη σύγχρονη καθημερινότητα και στην εποχή της άκρατης τεχνολογίας ποια θεωρείτε πως είναι η θέση του λογοτεχνικού βιβλίου; Περνάει, τελικά, το βιβλίο κρίση στη χώρα μας ή διεθνώς και τι θα μπορούσαμε να κάνουμε ώστε να γίνει πιο προσιτό στο αναγνωστικό κοινό και, ιδιαίτερα, στους νέους;

Το «λογοτεχνικό βιβλίο» δεν έχει να φοβηθεί τίποτα ούτε από την τεχνολογία, ούτε από την οικονομική κρίση. Πρόσφατα είδα μια λίστα ευπώλητων και μέσα στην 15άδα υπήρχε το «διαμάντι» του Αλμπέρ Καμί «Ο ξένος», γραμμένο το 1942 παρακαλώ! Ούτε όμως το «εμπορικό βιβλίο» θεωρώ ότι κινδυνεύει τόσο από την κρίση, αφού είναι φανερό ότι οι αναγνώστες αγοράζουν με «κλειστά μάτια» συγγραφείς και όχι έργα. Για όλα τα άλλα βιβλία, φυσικά και υπάρχει θέμα, δεδομένου ότι ο κόσμος πλέον δυσκολεύεται να καλύψει βασικές ανάγκες του. Όσο για τους νέους που με ρωτήσατε, ως μαμά ενός 26χρονου γιου, διαπιστώνω ότι η γενιά αυτή σε ένα μεγάλο βαθμό διαβάζει, αλλά είναι λίγο πιο επιλεκτική από τις προηγούμενες γενιές. Οι νέοι που αγαπούν το διάβασμα, δεν αγοράζουν δεκάδες βιβλία για να περάσουν την ώρα τους αλλά λίγα και καλά. Αυτό, ίσως τελικά να τους καθιστά «μη ελκυστικό» αγοραστικό κοινό για τους εκδότες.

16) Είχατε κάποιους «ενδοιασμούς» όταν αποφασίσατε να δώσετε το πρώτο σας βιβλίο προς έκδοση; Αγωνιούσατε ως προς την αποδοχή που θα τύχαινε αυτό από το αναγνωστικό κοινό; Η θεματολογία των βιβλίων σας, πιστεύετε πως παίζει τον δικό της ρόλο στην αποδοχή αυτή;

Το πρώτο βιβλίο μου το έστειλα σε εκδότες περίπου 20 χρόνια μετά τη συγγραφή του. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ να εκδώσω κάποιο από τα έργα μου και δεν θα το είχα κάνει αν δεν με είχε «τσιγκλίσει» ο σύζυγός μου, ο οποίος σε ανύποπτο χρόνο μού είπε: «δεν καταλαβαίνω πώς μια γυναίκα τόσο δυναμική όσο εσύ, στο θέμα αυτό δειλιάζει και συμπεριφέρεται σαν κότα». Έχασα τον ύπνο μου εκείνο το βράδυ και δύο ημέρες αργότερα, χωρίς να πω τίποτα σε κανέναν, έστειλα το «Είδα τον εαυτό μου στα μάτια σου» σε 5 εκδότες. Όταν πια δρομολογήθηκε η έκδοσή του, η αγωνία μου ήταν να μην διαψευστεί η εμπιστοσύνη που μου έδειξαν οι Εκδόσεις Ωκεανός. Ευτυχώς ήταν αναπάντεχα θερμή η υποδοχή του αναγνωστικού κοινού και πιστεύω πως σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στη θεματολογία του.

17) Εσείς, με την έως τώρα πείρα σας στον χώρο της συγγραφής, τι θα συμβουλεύατε όλους τους νέους επίδοξους συγγραφείς, που ονειρεύονται να δουν κάποτε ένα βιβλίο τους στις προθήκες των βιβλιοπωλείων και, ιδιαίτερα, εν μέσω αυτής της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας;

Η πείρα μου είναι ελάχιστη, δεδομένου ότι έχω εκδώσει μόνο δύο βιβλία, συνεπώς κατά μία έννοια νιώθω κι εγώ «επίδοξη συγγραφέας». Με αυτήν την ιδιότητα λοιπόν, μπορώ να τους δώσω κάποιες φιλικές συμβουλές:
α) να έχουν γερό στομάχι για να αντέξουν τις πολλές και συνεχείς απορρίψεις από τους εκδότες.
β) να φροντίσουν να έχουν μια δουλειά για να βιοπορίζονται, γιατί είναι ουτοπικό να πιστέψουν ότι στην Ελλάδα η συγγραφή μπορεί να σου προσφέρει ένα σταθερό, στοιχειώδες εισόδημα.
γ) να μην ακολουθούν «δοκιμασμένες συνταγές» στο γράψιμο, σαν να φτιάχνουν τυρόπιττα, αλλά να αφήνουν την ψυχή και τη φαντασία τους να τους οδηγήσει.
δ) να έχουν ανοιχτά τα αυτιά τους στις υποδείξεις και τις παρατηρήσεις και να μην θεωρούν εαυτούς απριόρι διαδόχους του Καζαντζάκη.

18) Κλείνοντας και, αφού σας ευχαριστήσω θερμά για την τιμή της παραχώρησης αυτής της συνέντευξης, θα ήθελα να σας ευχηθώ ολόψυχα καλή επιτυχία στο νέο μυθιστόρημά σας «ΚΛΕΜΜΕΝΕΣ ΛΙΑΚΑΔΕΣ», και να σας ρωτήσω για τα άμεσα συγγραφικά σας σχέδια. Τι να περιμένουμε από εσάς στο μέλλον;

Εγώ σας ευχαριστώ θερμά! Η τιμή ήταν δική μου! Ήταν αναμφίβολα μία από τις πιο δύσκολες και ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις που έχω δώσει. Δεν έχω άμεσα συγγραφικά σχέδια, με την έννοια ότι δεν ξέρω αν και πότε θα εκδοθεί ξανά κάποιο βιβλίο μου. Συνεχίζω όμως να γράφω, καθημερινά, χωρίς διακοπή, για το καλό της ψυχής μου.

Βιογραφικό σημείωμα Μαρίας Παναγοπούλου:

Η Μαρία Παναγοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το πραγματικό της επίθετο είναι Παναγοηλιοπούλου, αλλά όταν ξεκίνησε να εργάζεται στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΙ σε ηλικία 18 ετών, κατάλαβε ότι δεν είχε καμμία ελπίδα να κάνει καριέρα με ένα επώνυμο-σιδηρόδρομο και πήρε την απόφαση να το περικόψει. Υπολόγιζε όμως χωρίς τον... έρωτα. Ο γάμος και η γέννηση του γυιού της έβαλαν τα σχέδιά της για καριέρα σε δεύτερη μοίρα αφού προτίμησε τον ρόλο της full time μαμάς, ξεδίνοντας μέσα από το (ερασιτεχνικό) γράψιμο. Μόλις ο γυιός της μεγάλωσε, επέστρεψε στη δουλειά της επιλέγοντας το πιο μαγικό κομμάτι των Μέσων Ενημέρωσης, αυτό που βρίσκεται πίσω από τις κάμερες. Παράλληλα αρθρογραφεί στην εφημερίδα Κυριακάτικη και στο aixmi.gr ενώ διατηρεί το προσωπικό της site (thisimarias.com). Είναι παντρεμένη με τον δημοσιογράφο Κώστα Χαρδαβέλλα και μητέρα του Κωνσταντίνου Χαρδαβέλλα που είναι διαιτολόγος-διατροφολόγος. Το Είδα τον εαυτό μου στα μάτια σου, είναι το πρώτο της βιβλίο.

Εργογραφία Μαρίας Παναγοπούλου:

Εκδόσεις: Ωκεανός (2019)
Σελίδες: 296
Τιμή με έκπτωση: 14,50€

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

Αέλια. Γνώρισε για πρώτη φορά τον πατέρα της στην ηλικία των έξι ετών κι εκείνος την πήρε μακριά, στο Γουίνιπεγκ του Καναδά, ξεριζώνοντάς την από την Ελλάδα, από τις παιδικές μνήμες της και από την αγκαλιά της μανούλας της, της Μάικας.

Νεκταρία. Στα επτά της χρόνια βίωσε το οδυνηρό διαζύγιο των γονιών της. Δεν έμαθε τους λόγους που τους μεταμόρφωσαν από παράφορα ερωτευμένους σε θανάσιμους εχθρούς, μα η ψυχή της ξέρει πως ο ζυγός της ευθύνης γέρνει αμείλικτα προς την πλευρά της μάνας της, της Λιάνας.
Δεκαέξι χρόνια μετά, μια ανώνυμη επιστολή παγιδεύει τα δύο ενήλικα πια κορίτσια στο ναρκοπέδιο του χθες και τα παρασύρει στο Φισκάρδο της Κεφαλλονιάς. Εκεί, τις περιμένει ο ένοχος για τις κλεμμένες λιακάδες της ζωής τους. Μα δεν είναι μόνος...

Ένας ανίερος έρωτας. Μια ιερή φιλία. Και η αέναη μάχη ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. Ποιός θα νικήσει; Και με ποιό τίμημα;

Από την συγγραφέα του μπεστ σέλερ «Είδα τον εαυτό μου στα μάτια σου» Υποψήφιο για Βραβείο Βιβλίου Public 2018

Εκδόσεις: Ωκεανός (2017)
Σελίδες: 464
Τιμή με έκπτωση: 15€

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

Την βάπτισαν Μαρία. Όμως το όνομα της καρδιάς της ήταν άλλο: Μάικα.
Μάικα, που στη γλώσσα των Πομάκων σημαίνει «μάνα». Όνομα που η ίδια το επέλεξε, θαρρείς από μια εσωτερική διαίσθηση… χωρίς να γνωρίζει πως λίγα χρόνια μετά, ο ίδιος ο Έρωτας θα της στερούσε το δικαίωμα να φέρει στον κόσμο δικά της παιδιά, αφήνοντάς την με την κοιλιά άδεια, την ψυχή κενή και μ’ ένα κουκλάκι, πιστό αντίγραφο μωρού, από αυτά που κάποιοι άνθρωποι συλλέγουν και ζουν μαζί τους σαν να είναι αληθινά, στην αγκαλιά της...
Ο Νικήτας Ρενιέρης, ένας άνδρας ωραίος, ισχυρός, που μοιάζει να τα έχει όλα, από ένα τραγικό γύρισμα της ειμαρμένης χάνει σε μια στιγμή τα πάντα: τη νεογέννητη κόρη του, τη νόμιμη σύζυγό του, μα και τη γυναίκα που λάτρεψε όσο καμμία....
Οι άνεμοι της μοίρας θα υφάνουν στον ιστό τους το χθες και το σήμερα των ηρώων και θα τους φέρουν μπροστά στην αποκάλυψη ότι ευτυχία και δυστυχία είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Ένα μυθιστόρημα τρυφερό και σκληρό, συγκινητικό και αγωνιώδες, με γοητευτικούς ήρωες που αναζητούν αλήθειες οι οποίες οδηγούν σε ανατροπές και σε αποκαλύψεις
που πληγώνουν κατάκαρδα και δοκιμάζουν τις αντοχές της ανθρώπινης λογικής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου