Ταξίδια Μέσα Από Τη Λογοτεχνία!

Η Λογοτεχνία είναι για μένα ένα «παράθυρο» σ' έναν μαγικό κόσμο. Κάθε βιβλίο μάς ταξιδεύει σε κόσμους πραγματικούς ή φανταστικούς, τωρινούς, μελλοντικούς ή παρελθοντικούς. Ένα είναι το μόνο σίγουρο, κάθε βιβλίο που μας ενθουσιάζει, μας εντυπωσιάζει ή μας μαγεύει θέλουμε να το μοιραστούμε με άλλους φίλους-αναγνώστες. Έτσι κι εγώ, θέλω να μοιραστώ μαζί σας όσα βιβλία με ενθουσίασαν και με «γέμισαν» με πρωτόγνωρες ιδέες, εικόνες και συναισθήματα. Σαφώς και η άποψη του κάθε αναγνώστη είναι μοναδική και ένα βιβλίο που εμείς λατρέψαμε μπορεί κάποιος άλλος να το αντιπάθησε ή ακόμα και να το μίσησε... Μέσα από αυτήν την οπτική θεωρώ φρόνιμο να μη σχολιάζω όσα βιβλία δεν με εντυπωσίασαν ή με άφησαν αδιάφορη, διότι η άποψή μου είναι απολύτως υποκειμενική. Δεν θα ήθελα να προκαταλάβω αρνητικά κανέναν αναγνώστη, αποτρέποντάς τον από το να διαβάσει ένα βιβλίο το οποίο, ενδεχομένως, να τον ενθουσιάσει. Κάθε βιβλίο απαιτεί το κατάλληλο περιβάλλον, το υπόβαθρο και την ανάλογη διάθεση για να εκτιμηθεί, οπότε καλό θα είναι να μην απορρίπτουμε ποτέ τίποτα. Η έκφραση και αποτύπωση της δικής μου γνώμης για κάθε βιβλίο -αλλά και των απόψεων και σχολιασμών άλλων φίλων-συγγραφέων-αναγνωστών, που αναγράφονται στη σχετική κατηγορία-, έχουν ως μοναδικό σκοπό να εκφράσουν τον θαυμασμό μας για ορισμένα βιβλία που θεωρούμε άξια λόγου και θέλουμε να γίνουν ευρέως γνωστά, βοηθώντας έτσι τους αναγνώστες στην επιλογή του επόμενου βιβλίου που θα διαβάσουν. Πάντοτε με το μεγαλύτερο σεβασμό και θαυμασμό για όλους τους συγγραφείς, που μέσα από τις σελίδες των βιβλίων τους μας «ταξιδεύουν» μακριά από την εκάστοτε πραγματικότητα ή μας βοηθούν να την κατανοήσουμε καλύτερα, αλλά σε κάθε περίπτωση στολίζουν την ψυχή μας, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ!

Κλειώ Ισιδ. Τσαλαπάτη

Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

«ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ ΕΥΤΥΧΙΑΣ», της Βικτώριας Προβίδα – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

«ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ ΕΥΤΥΧΙΑΣ», της Βικτώριας Προβίδα – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη
Εκδόσεις: Έξη
Σελίδες: 445
Τιμή με έκπτωση: 8,90€

          Δεν έχω κρύψει ποτέ πως η μεγαλύτερη αγάπη μου στη λογοτεχνία είναι το ιστορικό μυθιστόρημα ή, έστω, το μυθιστόρημα με ιστορικό φόντο. Λατρεύω να «ταξιδεύω» σε περασμένες εποχές και να μαθαίνω γνωστά ή άγνωστα κομμάτια της Ιστορίας μέσα από την εκάστοτε μυθοπλασία. Είναι όμως γεγονός πως κάποιες φορές υπάρχουν μερικά βιβλία που, αν και δεν ανήκουν στην παραπάνω κατηγορία, με κερδίζουν απόλυτα με την υπέροχη γραφή, την ενδιαφέρουσα πλοκή και τους άρτιους χαρακτήρες τους. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι και το υπέροχο μυθιστόρημα «Για μια σταγόνα ευτυχίας» της Βικτώριας Προβίδα, που κυκλοφορεί από τις αγαπημένες εκδόσεις Έξη. Με κέρδισε από τις πρώτες κιόλας σελίδες του με τη στρωτή, λογοτεχνική γραφή της συγγραφέως, μου κέντρισε το ενδιαφέρον με την αναπάντεχη και ασυνήθιστη υπόθεσή του, με σαγήνευσε με τις πανέμορφες περιγραφές τόπων και χαρακτήρων και με καθήλωσε με την εξέλιξη και την πορεία των ηρώων, κρατώντας με δέσμια μέχρι να γυρίσω και την τελευταία σελίδα.
          Η ιστορία ξεκινάει στο γραφικό Καρπενήσι το 1944, λίγο μετά το τέλος της Κατοχής από τους Γερμανούς. Ο πόλεμος δεν έχει αφήσει κανέναν σχεδόν αλώβητο, όμως οι κάτοικοι παλεύουν να επιζήσουν με όλες τους τις δυνάμεις. Εκείνον τον Αύγουστο γεννιούνται δύο αγόρια που η μοίρα και οι αποφάσεις των γονιών τους θα τα ενώσουν με άρρηκτους δεσμούς. Το πρώτο είναι ο Φωκάς, νόθος γιος του ευκατάστατου Μανώλη και της νεαρής οικιακής βοηθού στο αρχοντικό του, της Καλλιόπης. Το δεύτερο παιδί είναι ο Γιάννης, καρπός της Ευθυμίας και του άντρα της Κώστα, που αγωνίζονται να επιβιώσουν στο φτωχικό τους. Η μοίρα και οι αποφάσεις των γονιών τους θα φέρουν κοντά τα δύο παιδιά, τα οποία θα μεγαλώσουν μαζί στο ταπεινό αλλά γεμάτο αγάπη σπιτικό της Ευθυμίας και του Κώστα. Αδέρφια κατ’ ουσία και όχι κατ’ όνομα, τα δύο αγόρια θα συνδεθούν με αδερφική αγάπη μέχρι το τέλος της ζωής τους, παρόλο που κάποια στιγμή ο πλούσιος πατέρας του Φωκά θα τον πάρει κοντά του, ώστε να του προσφέρει όλα όσα εκείνος δικαιούται.
          Η ζωή προχωράει όμως και όταν ο Φωκάς κληρονομεί την περιουσία του πλούσιου πατέρα του, παίρνει κοντά του και τον «αδερφό» του, τον Γιάννη. Δεν έχει σημασία που γνωρίζει εξαρχής την αλήθεια για τον πραγματικό του γεννήτορα, ο Φωκάς πάντοτε θεωρεί ουσιαστική του οικογένεια αυτή μέσα στην οποία πέρασε τα πιο ευτυχισμένα παιδικά του χρόνια. Οι δύο νέοι άντρες είναι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους, γι’ αυτό ίσως αλληλοσυμπληρώνονται. Ο Γιάννης ντροπαλός και συνεσταλμένος, φέροντας διαρκώς πάνω του ως ανεξίτηλο σημάδι την αναπηρία που του άφησε η ασθένεια της παιδικής του ηλικίας, υποχωρεί σε όλα αφήνοντας πάντοτε τον δυναμικό, ηγετικό και σαρωτικό Φωκά να ξεχωρίζει και να παίρνει την πρωτιά. Το ίδιο πράττει και όταν οι δύο νεαροί ερωτεύονται την ίδια γυναίκα, την πανέμορφη και καλομαθημένη Κλειώ. Εκείνη αγνοεί όσα προστάζει η καρδιά της –η οποία χτυπάει πιο έντονα για τον ντροπαλό και ευαίσθητο Γιάννη– και παντρεύεται καθαρά από συμφέρον τον πλούσιο Φωκά, αφοί οι υποχρεώσεις και τα χρέη της οικογένειάς της δεν της αφήνουν περιθώρια να αποφασίσει με γνώμονα τα αισθήματά της. Από εκεί κι έπειτα, και από την πρώτη νύχτα γάμου του νέου, λαμπερού ζευγαριού, οι δύο σύζυγοι θα μετατραπούν σε ορκισμένους εχθρούς, αφού γνωρίζουν εκατέρωθεν πως εξαπατήθηκαν: ο ένας από τη γυναίκα που δέχτηκε να τον παντρευτεί παρά τη θέλησή της και η άλλη από την καρδιά της που αγνόησε και υπέκυψε στο συμφέρον. Από την άλλη ο Γιάννης, παραμένοντας πάντα πιστός στην αγάπη του για την Κλειώ, αλλά και στην αγάπη για τον αδερφό του, αποφασίζει να παντρευτεί με τη Μαίρη, ερωμένη του Φωκά.
Είκοσι ολόκληρα χρόνια αργότερα, ο Φωκάς έχει αποκτήσει δύο παιδιά με την Κλειώ, την Αριάδνη και τον Κοσμά, ενώ ο Γιάννης με τη Μαίρη απέκτησαν έναν μοναχογιό, τον Μανώλη. Η μοίρα όμως, που συχνά αρέσκεται να παίζει παιχνίδια σε βάρος των θνητών, οδηγεί τη νεαρή κόρη του Φωκά να ερωτευτεί με όλη τη δύναμη της νεανικής της ψυχής τον λάθος άνθρωπο. Από εκεί και πέρα οι εξελίξεις που πυροδοτούνται είναι καταιγιστικές και οδηγούν σε αποκαλύψεις που φέρνουν στο φως κρυμμένα μυστικά και ενοχές. Όλοι θα έρθουν αντιμέτωποι με την αλήθεια και θα αναγκαστούν να παραδεχτούν τα λάθη τους, αφήνοντας έτσι χώρο στο μέλλον για να σβήσει τα αμαρτήματα του παρελθόντος με τον δικό του ακριβοδίκαιο και λυτρωτικό τρόπο.
Η Βικτώρια Προβίδα, με το μυθιστόρημά της «Για μια σταγόνα ευτυχίας», μας προσφέρει ένα πολύ ιδιαίτερο και συγκινητικό λογοτεχνικό έργο, με γραφή αισθαντική και καλοδουλεμένη, με καλοστημένη πλοκή γεμάτη έρωτες ανεκπλήρωτους και αγάπες δυνατές που μπορούν να ξεπερνούν κάθε εμπόδιο, με ήρωες που συμπονούμε για τα πάθη, τα μυστικά και τα αμέτρητα ανθρώπινα λάθη τους και με την ίδια τη ζωή να διεκδικεί το δικό της μερίδιο ευτυχίας και δικαιοσύνης, οδηγώντας συχνά τις καταστάσεις και τις εξελίξεις με αλάνθαστο χέρι και προσφέροντας την πολυπόθητη λύτρωση. Τα θερμά μου συγχαρητήρια στη συγγραφέα και σας προτείνω ανεπιφύλακτα να το διαβάσετε, Φίλοι μου!

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

Για μια σταγόνα ευτυχίας… κάποιοι υποφέρουν, υπομένουν, σιωπούν.

Καρπενήσι, 1944. Μόλις έχουν σωπάσει οι ήχοι των όπλων των Γερμανών κατακτητών. Εκείνον τον Αύγουστο γεννιούνται δυο αγόρια, ο Φωκάς και ο Γιάννης. Ο πρώτος, καρπός ενός απαγορευμένου έρωτα που έπρεπε πάση θυσία να παραμείνει κρυφός. Τα δυο παιδιά μεγαλώνουν μαζί, σαν αδέρφια. Οι δεσμοί που τους ενώνουν είναι πιο ισχυροί από τα μυστικά που τους χωρίζουν. Ώσπου έρχεται η μοιραία στιγμή που ερωτεύονται την ίδια γυναίκα, κι εκείνη, παρά τις προσταγές της καρδιάς της, υποκύπτει στις πιέσεις των γονιών της, επιλέγοντας αυτόν που μπορεί να της εξασφαλίσει τα πιο πολλά υλικά αγαθά. Τη βραδιά του γάμου τους γεννιούνται δύο ορκισμένοι εχθροί. Από ’κεί και ύστερα ο λαβύρινθος που θα εγκλωβιστούν όλοι, αθώοι και ένοχοι, απλώνεται μπροστά τους σκοτεινός. Ψέματα ολέθρια θα θεμελιώσουν το μέλλον τους αλλά και το μέλλον των παιδιών τους.
Είκοσι χρόνια μετά η Αριάδνη, κόρη του Φωκά, θα ερωτευτεί τον λάθος άνθρωπο. Είναι η στιγμή που ο μίτος αρχίζει να ξετυλίγεται, απογυμνώνοντας τα κρυμμένα λάθη και πάθη της ψυχής τους, φέρνοντας τους πάντες αντιμέτωπους με την αλήθεια. Μέχρι το τέλος…


Για μία σταγόνα ευτυχίας… Μόνο τότε τα στόματα ανοίγουν, οι καρδιές ξεκλειδώνουν και τα μυστικά βγαίνουν στο φως, οδηγώντας τις ζωές τους εκεί που έπρεπε να είναι, από πάντα και για πάντα.

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

«ΟΙ ΓΚΑΖΟΖΕΣ», του Ερτζάν Κεσάλ – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

«ΟΙ ΓΚΑΖΟΖΕΣ», του Ερτζάν Κεσάλ – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη
Εκδόσεις: Ωκεανός
Σελίδες: 288
Τιμή με έκπτωση: 10,50€

          Σκέφτηκα πολύ πριν αναρτήσω την παρούσα κριτική μου και ο λόγος δεν ήταν πως δεν μπορούσα να καταλήξω εάν μου άρεσε ή όχι το συγκεκριμένο βιβλίο, διότι απλά και ξεκάθαρα το λάτρεψα. Ο κυριότερος λόγος της διστακτικότητάς μου ήταν το τεταμένο κλίμα που επικρατεί το τελευταίο διάστημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και οι απαράδεκτες προκλήσεις του μεγαλομανούς και παρανοϊκού «σουλτάνου» που κυβερνάει τη γειτονική χώρα. Δεν ήθελα να προκαλέσω κάποιους πιο «θερμόαιμους» συμπατριώτες μας να εξαπολύσουν «μύδρους» εναντίον μου και εναντίον του εξαίρετου συγγραφέα και ιδιαίτερα χαρισματικού ανθρώπου Ερτζάν Κεσάλ. Όμως, τα συναισθήματα που μου προκάλεσε το παρόν μυθιστόρημά του είναι τόσο ορμητικά και ξεκάθαρα που δεν μπορώ να τα κρύψω, όπως και τον άκρατο θαυμασμό μου για αυτόν και την τόσο ενδιαφέρουσα πορεία του. Αφήστε, λοιπόν, κατά μέρος την οποιαδήποτε δικαιολογημένη έχθρα και οργή εναντίον της επίσημης πολιτικής –και καθόλου αντιπροσωπευτικής του ίδιου του τουρκικού λαού, και ιδιαίτερα των πιο καλλιεργημένων αντιπροσώπων του– και διαβάστε την άποψή μου για τις «Γκαζόζες» με καθαρό μυαλό και ανοιχτή καρδιά, και ίσως ανακαλύψετε το επόμενο αξιόλογο ανάγνωσμά σας που θα θυμάστε για πολύ καιρό.
          Τον Ερτζάν Κεσάλ τον γνώριζα πολύ πριν πάρω το βιβλίο του στα χέρια μου, αλλά δεν ήξερα καν το πραγματικό όνομά του. Τον είχα δει πολλές φορές σε μια εξαιρετική, περιπετειώδη, τουρκική σειρά με τον τίτλο «Insider» -«İçerde» για όσους ενδιαφέρονται να το γνωρίζουν και στα τουρκικά– και τον είχα κατατάξει εκεί περίπου όπου τον τοποθετούσε ο ρόλος του Ακίν Ισίκ που εκείνος ενσάρκωνε: ένας αγριωπός, ακατέργαστος Τούρκος μαφιόζος, προερχόμενος πιθανότατα από τα βάθη της Ανατολίας, που έχει μάθει να λύνει τις διαφορές του με τη γροθιά ή το όπλο του και ακούει στο παρατσούκλι «Κωστάντζας»… Πόσο έξω έπεσα, όμως, στην αρχική μου εκτίμηση! Διότι, ο συγκεκριμένος ηθοποιός –πέρα από την προφανή του ιδιότητα που δεν είναι η μόνη, ούτε η αντιπροσωπευτική του– μπορεί όντως να κατάγεται από τα βάθη της Ανατολίας και συγκεκριμένα από την πόλη Άβανος της επαρχίας Νεβσεχίρ, αλλά έχει πολλές ιδιότητες και μια ψυχή ιδιαίτερα καλλιεργημένη και με πολλές ευαισθησίες. Είναι γιατρός, από αυτούς που τιμούν το λειτούργημά τους κάθε ώρα και στιγμή, συγγραφέας, σεναριογράφος, ποιητής, σκηνοθέτης, δημοσιογράφος, αρθρογράφος και εκδότης... Πάνω από όλα, όμως, ο Ερτζάν Κεσάλ είναι Άνθρωπος, από αυτούς που δεν έχουν ούτε χώρα ούτε εθνικότητα, αφού επιδιώκουν το καλό για τους συνανθρώπους τους ανεξαρτήτως θρησκεύματος, εθνικότητας, φύλου και πολιτικού προσανατολισμού. Είναι ένας από αυτούς τους ελάχιστους ανθρώπους που, κάτω από ένα τόσο αντιφατικό, αγριωπό και ακατέργαστο εξωτερικό παρουσιαστικό, κρύβουν μία ευαίσθητη και ραφιναρισμένη προσωπικότητα, από αυτές που μας αποδεικνύουν πως οι απλοί άνθρωποι, οι λαοί κάθε χώρας μπορούν να ζουν αρμονικά και αδερφωμένα και να έχουν να συζητήσουν πολλά μεταξύ τους.
          Το βιβλίο του με τίτλο «Οι γκαζόζες», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανός, είναι βασισμένο στην προσωπική του ιστορία αλλά και στην ιστορία της χώρας του, αφού τα διάφορα ιστορικά γεγονότα συνυφαίνονται με τις προσωπικές ανθρώπινες ιστορίες του ίδιου και όλων εκείνων που συναντά στη μακρόχρονη πορεία του ως γιατρός, και όχι μόνο. Διάφορες μικρές διηγήσεις, φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους, οι οποίες κατηγοριοποιούνται σε κεφάλαια ανάλογα με το κεντρικό κοινό νόημα της καθεμιάς. Τα παιδικά του χρόνια δίπλα στον πατέρα του, που αγωνιζόταν να συντηρήσει την οικογένειά του παράγοντας τις γκαζόζες «Περί» σε μια φτωχική και μικρού μεγέθους υποτυπώδη βιοτεχνία στην πόλη Άβανος. Η τεράστια αγάπη του ίδιου, από παιδί ακόμα, για τα βιβλία που τον οδήγησε στις σπουδές και τη φοίτηση σε δύο πανεπιστήμια, αλλά και η περιήγησή του με την ιατρική του ιδιότητα σε αμέτρητα χωριά στα βάθη της Τουρκίας, κατά τη διάρκεια του αγροτικού του. Οι πρώτοι του έρωτες, οι πολιτικές του ανησυχίες, οι προβληματισμοί του σχετικά με την αυθαιρεσία και αναλγησία του κράτους και τη στενομυαλιά των φανατικών μουσουλμάνων, η γνωριμία με τη γυναίκα του και η απόκτηση του παιδιού τους –παρά τις αντίθετες συμβουλές των ειδημόνων συναδέλφων του, που πολύ συχνά κάνουν τραγικά λάθη–, και τέλος η ενασχόλησή του με τη συγγραφή, τις εκδόσεις και τον κινηματογράφο. Μέσα από τα δικά του μάτια και τις εμπειρίες του –που άλλοτε προκαλούν το γέλιο, με τις κωμικές καταστάσεις που μας αφηγείται, και άλλοτε τη συγκίνηση, με την τραγικότητα των περιστατικών που έχει ζήσει–, μας καταδεικνύει πόσο οπισθοδρομικοί εξακολουθούν να είναι ορισμένοι ομοεθνείς του, όπως συχνά και το ίδιο το επίσημο κράτος.
          Μη σταθείτε στον «απλοϊκό» τίτλο αυτού του βιβλίου, ούτε στην εθνικότητα του συγγραφέα που ειδικά αυτή την εποχή δεν είναι και η πιο αποδεκτή στη χώρα μας, με όλα αυτά τα γεγονότα που συμβαίνουν καθημερινά και υποδαυλίζουν το προαιώνιο μίσος μας για τη γείτονα χώρα. Απλά, ανοίξτε το βιβλίο χωρίς προκαταλήψεις κι ενδοιασμούς και διαβάστε το. Είμαι βέβαιη ότι θα σας κατακλύσουν τα ίδια συναισθήματα που συνεπήραν κι εμένα κατά την ανάγνωσή του, θα σας καθηλώσει με την απλότητα και την αφτιασίδωτη αλήθεια που κρύβει σε κάθε σελίδα του, θα σας γοητεύσει με τον πλούτο συναισθημάτων και εναλλαγών που υπάρχουν διάχυτες σε κάθε αράδα και θα σας συγκινήσει με τη γνήσια ανθρωπιά του που είναι πανανθρώπινη και χωρίς σύνορα ή εθνικότητες, αυτήν που είναι το χαρακτηριστικό κάθε ανθρώπου που τιμάει την ιδιότητα και το είδος του. Κλείνω παραθέτοντάς σας δύο μικρά δείγματα της γραφής του εξαίρετου και πολυπράγμονα συγγραφέα Ερτζάν Κεσάλ, τα οποία νομίζω πως είναι απόλυτα αντιπροσωπευτικά και δείχνουν τη μεγάλη αξία αυτού του μικρού βιβλίου:

Κεφάλαιο «Είναι η μυρωδιά του ψωμιού ή του αίματος;»
(Απόσπασμα σελίδων 94 & 95)
Έχουν λήξει οι μακροχρόνιες απεργίες πείνας του 2000, άρχισαν να θεραπεύουν τους απεργούς και μερικοί από αυτούς βρίσκονται στο δικό μου νοσοκομείο. Ωστόσο, δεν ξέρουμε τι είδους θεραπευτική αγωγή πρέπει να εφαρμόσουμε. Δεν έχει υπάρξει τόσο μακρόχρονη απεργία στο παρελθόν. Νεαροί που έχουν μείνει πετσί και κόκκαλο, που δεν μπορούν να σηκωθούν από το κρεβάτι, κοπέλες με μαλλιά σαν μετάξι που διάλεξαν τον δρόμο δίχως γυρισμό. Με τα όμορφά τους μάτια που έχασαν τη λάμψη τους, σε κοιτάζουν από σκοτάδια που προκαλούν ρίγος, χαμένοι μέσα σε μια θολή επίγνωση δίχως καν να έχουν καταλάβει ότι η απεργία πείνας έχει λήξει.
Νόμιζα ότι οι ημέρες που προσφεύγαμε σε απεργία πείνας, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή μας για να εξηγήσουμε τον πόνο μας, είχαν μείνει στο παρελθόν. Έκανα λάθος. Μα βέβαια, αφού δεν έχει τελειώσει η καταπίεση και το μίσος. Πόσο γρήγορα είχα λησμονήσει τον Κάιν και τον Άβελ… Τα μαρμάρινα θυσιαστήρια περιμένουν κι άλλες ψυχές να θυσιαστούν. Ελάτε, ας τις παρακολουθήσουμε όλοι μαζί.
Τι μικρό που ήταν τελικά! Δεν χωρέσαμε όλοι στο τραπέζι της γης. Έχουμε πνιγεί στη θάλασσα της αλαζονείας, αλλά δεν το έχουμε αντιληφθεί. Ο μύλος μας σιώπησε, το αλεύρι εξαντλήθηκε. Οι φούρνοι μας μαύρισαν όπως και οι καρδιές μας. Πλέον στη μύτη μας έρχεται η μυρωδιά του αίματος αντί του ψωμιού. Τότε, τι να πούμε…; Καλή όρεξη…

Κεφάλαιο: «Τρία είδη αλήθειας και εμείς»
(Απόσπασμα σελίδας 188)
Ίσως αυτό να είναι το πρωταρχικό πρόβλημα. Να νομίζουμε πως ο κόσμος άρχισε να γυρίζει την ώρα που γεννηθήκαμε και να φανταζόμαστε μια ζωή δίχως τέλος. Ίσως γι’ αυτό να χόντρυνε τόσο πολύ το δέρμα μας. Γι’ αυτό μετατράπηκε σε πηγάδι δίχως πάτο το μέσα μας.
Η άσκηση πολιτικής που γίνεται πάνω από την απελπισία των νέων ανθρώπων, που δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα άλλο από το κορμί τους, όπως στην περίπτωση της μικροσκοπικής γυναίκας που έκρυβε την εγκυμοσύνη της τυλίγοντάς την μ’ ένα φαρδύ ζωνάρι, όταν ζούμε όπως οι άνθρωποι που δεν κοιτάζουν το αίμα της καρδιάς της κόρης τους, αλλά του σεντονιού της, το υποκριτικό καθεστώς μας με το οποίο ενώ δίνουμε «μαθήματα δημοκρατίας» στον γείτονά μας, εμείς δεν έχουμε μάθει τίποτε, και φυσικά εμείς οι αλλοπαρμένοι που παρακολουθούμε με θανατερή απόλαυση το γιγάντεμα των προβλημάτων μας αντί να καθίσουμε να τα λύσουμε από τη ρίζα τους…

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

Ένας νεαρός ιδεολόγος γιατρός που κάνει το αγροτικό του έρχεται αντιμέτωπος με την ίδια την ψυχή και την σάρκα της Τουρκίας. Με τον ίδιο του τον λαό, πονεμένο, καταφρονεμένο, βαθιά απελπισμένο.

Η ζωή και ο θάνατος αγκαλιασμένοι σε έναν τραγικό χορό, παλεύουν για να δώσουν και να πάρουν όσα χρωστούν, όσα τους οφείλονται...
“ Η ψυχή μας στερεύει. Τα στήθη στα οποία θα ακουμπήσουν τα αθώα κεφάλια των ορφανών που έχουν χάσει από νωρίς τον πατέρα τους, έχουν προ πολλού καταρρεύσει... Μένει η τυραννία πάνω από το κεφάλι μας. Στον λαιμό μας τυλίγεται ασφυκτικά η χορδή του κακού μας συστήματος.”

Ένα ευαίσθητο, σπαρακτικό μυθιστόρημα για τα πιο απλά, αλλά και τα πιο μυστηριώδη ζητήματα της ζωής: τη ζωή και τον θάνατο, τη δύσκολη επικοινωνία ανάμεσα στον πατέρα, στη μητέρα και στο παιδί, και πώς είναι να μεγαλώνει και να ωριμάζει κανείς σε ένα άξενο περιβάλλον που σκοτώνει τις ελπίδες πριν καν ανθίσουν...

Ο Ερτζάν Κεσάλ, απλός, λιτός, αριστουργηματικός στην αφήγησή του, μας περιγράφει την ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας μέσα από εικόνες πανέμορφες μέσα στη θλίψη τους και θλιμμένες μέσα στην χαρά τους. Μια νηφάλια, δυνατή λογοτεχνική φωνή.

Βιογραφικό σημείωμα συγγραφέα:

Ο Ερτζάν Κεσάλ γεννήθηκε το 1959 στην πόλη Άβανος της περιφέρειας Νεβσεχίρ. Το 1984 αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Έγκε (Αιγαίο). Εργάστηκε ως γιατρός για πολλά χρόνια στην Άγκυρα, το Κεσκίν, το Μπάλα και στα χωριά του. Την εποχή που εργαζόταν στο δικό του ιατρείο, ακολούθησε μαθήματα εφαρμοσμένης ψυχολογίας και ανθρωπολογίας. Τα πρώτα ποιήματά του δημοσιεύθηκαν όταν ήταν φοιτητής. Κατά τη διάρκεια του αγροτικού έγραψε άρθρα στο περιοδικό Σον Ρετσέτε και πήρε συνεντεύξεις. Το 1990 εγκαταστάθηκε στην Ιστανμπούλ και έγινε συνιδρυτής των εκδόσεων Έρα. Δημοσίευσε άρθρα στο περιοδικό Σιζοφρενγκί. Οι εφημερίδες Ραντικάλ και Μπίργκιουν δημοσίευσαν διηγήματα και δοκίμιά του. Άρχισε να γράφει σενάρια. Με την ταινία Ουζάκ (Μακριά) ξεκίνησε την καριέρα του ως ηθοποιός την οποία συνεχίζει μέχρι σήμερα ως ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Το 2013 δημοσιεύθηκαν από τις εκδόσεις Ιλετισίμ τα βιβλία του Περί Γκαζοζού και το Νασίπσε Αντάγιζ (Αν Θέλει ο Θεός θα είμαστε Υποψήφιοι). Το 2014 από τις εκδόσεις Ιθάκη της Τουρκίας εκδόθηκε το μυθιστόρημα Εβέλ Ζαμάν (Τον παρελθόντα καιρό). 

Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Συνέντευξη με τη ΣΑΡΙΤΑ ΧΑΪΜ - Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

κ. Σαρίτα Χαΐμ
          Την εξαίρετη κ. Χαΐμ την είχα πρωτομάθει ως συγγραφέα από το προηγούμενο μυθιστόρημά της που είχε κυκλοφορήσει πριν λίγα χρόνια από τις εκδόσεις Μίνωας με τον πολύ ιντριγκαδόρικο τίτλο «Placebo». Το ίδιο το βιβλίο δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να το διαβάσω ακόμα, όμως πριν από λίγο καιρό διάβασα το νέο της βιβλίο με τίτλο «Η αδελφή μου» από τις ίδιες εκδόσεις. Οι εντυπώσεις που αποκόμισα ήταν σαφώς οι καλύτερες και εννοείται πως με την πρώτη ευκαιρία θα ακολουθήσει η αναλυτική κριτική μου γι’ αυτό. Όμως, εν τω μεταξύ, η αγαπητή συγγραφέας είχε την καλοσύνη να μου απαντήσει στο ερωτηματολόγιο των «Φίλων της Λογοτεχνίας», σχολιάζοντας τα του νέου της πονήματος αλλά και τα της Λογοτεχνίας και της ζωής γενικότερα. Την ευχαριστώ θερμά για τον χρόνο που μου διέθεσε –όπως και για την υπομονή και κατανόησή της για την καθυστέρηση αυτής της ανάρτησης, την οποία όφειλα να έχω κάνει νωρίτερα–, της εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία στο συνολικό συγγραφικό της έργο και σας προσκαλώ να διαβάσετε τις απαντήσεις της ώστε να γνωρίσετε κι εσείς λίγο καλύτερα την ταλαντούχα κ. Σαρίτα Χαΐμ!

1) Αγαπητή κυρία Χαΐμ, τις θερμές μας ευχές για το νέο, εξαιρετικό, κοινωνικό μυθιστόρημά σας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας, με τίτλο «Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ». Ποιο ήταν το έναυσμα για την ενασχόλησή σας με τον κόσμο της λογοτεχνίας και το αντικείμενο της συγγραφής;

Σας ευχαριστώ πολύ για τις ευχές και τα καλά σας λόγια για το βιβλίο. Το ενδιαφέρον μου για τη συγγραφή μετρά πολλά χρόνια και είναι αποτέλεσμα της μεγάλης αγάπης μου για τα βιβλία και το διάβασμα.

2) Από πού αντλείτε την έμπνευση για κάθε έργο σας και κάθε χαρακτήρα και πόσο δύσκολο είναι να σταχυολογήσετε τις απαραίτητες πληροφορίες, όταν αυτές απαιτούνται, ώστε να συνδυάσετε τυχόν ιστορικά γεγονότα, τόπους και μυθοπλασία στα βιβλία σας;

Υποθέτω ότι η αρχική ιδέα για κάθε βιβλίο προκύπτει από την προσωπική αισθητική και τις ευαισθησίες του συγγραφέα. Ωστόσο, η ανάπτυξη της πλοκής είναι αποτέλεσμα πειθαρχημένης δουλειάς που προϋποθέτει χρόνο και κόπο. Με τον ίδιο τρόπο επεξεργάζομαι τις ιδέες που σιγά σιγά μεταμορφώνονται σε πρόσωπα που έχουν ζωή, αδυναμίες και μυστικά και οι ιστορίες τους φέρουν μια αλήθεια.

3) Στο τελευταίο βιβλίο σας η πλοκή υφαίνεται γύρω από τις ανθρώπινες σχέσεις, την οικογένεια και το πώς μπορούν βιώματα του παρελθόντος, όπως το αντιλαμβανόμαστε, να μας επηρεάσουν στη μετέπειτα εξέλιξή μας. Ποια θεωρείτε ως την πιο σημαντική, ίσως και ανεξάντλητη, «πηγή ιδεών» για έναν συγγραφέα;

Οι ιδέες έρχονται συνήθως ακατέργαστες και μπορεί να περάσουν και να φύγουν χωρίς να τους δοθεί η πρέπουσα σημασία. Χρειάζεται μια εγρήγορση από την πλευρά του συγγραφέα για να κρατήσει την ιδέα και να την οδηγήσει στη δεξαμενή που τροφοδοτεί την έμπνευση. Είναι σημαντικό να μη χαθεί η «στιγμή».

4) Συνήθως, οι περισσότεροι συγγραφείς είτε έχουν σπουδάσει κάποιο αντικείμενο είτε ασκούν ως επάγγελμα κάτι εντελώς διαφορετικό από τη συγγραφική τους ιδιότητα. Εάν αυτό ισχύει και στη δική σας περίπτωση, θα θέλατε να μας πείτε πόσο αρμονικός είναι ο συνδυασμός όλων αυτών και κατά πόσο αλληλοεπηρεάζονται οι επιμέρους ιδιότητές σας;

Στη χώρα μας είναι πολύ δύσκολο να βιοποριστείς αποκλειστικά από τη συγγραφική ιδιότητα. Οι περισσότεροι συγγραφείς ασχολούνται παράλληλα με συναφή επαγγέλματα όπως αυτά του μεταφραστή, του δημοσιογράφου κ.λ.π. Εγώ για αρκετά χρόνια ασχολήθηκα ως κειμενογράφος.

5) Πιστεύετε πως το επιστημονικό υπόβαθρο είναι απαραίτητο για τη συγγραφή ενός βιβλίου ή αρκεί το έμφυτο συγγραφικό ταλέντο, η φαντασία και οι εμπειρίες του συγγραφέα;

Η λογοτεχνία δεν ασχολείται με επιστημονικά συγγράμματα και δεν θεωρώ πως είναι απαραίτητο το επιστημονικό υπόβαθρο. Ωστόσο, η προσωπική καλλιέργεια του συγγραφέα και η αγάπη του για τη λογοτεχνία αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την ενασχόλησή του με το γράψιμο.

6) Υπάρχει κάποιο μοτίβο ως προς το πότε σας «επισκέπτεται» η συγγραφική σας έμπνευση; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ώρα, διάθεση ή τόπος, ίσως, που να σας προδιαθέτει να γράψετε ή είναι κάτι που «ρέει» αβίαστα από μέσα σας συνέχεια;

Έχω παρατηρήσει πως οι καλύτερες ιδέες αλλά και οι λύσεις για την εξέλιξη της πλοκής με επισκέπτονται όταν περπατώ –κάτι που κάνω καθημερινά– ή όταν βρίσκομαι κοντά στη θάλασσα. Είναι απίστευτη η δύναμη του υγρού στοιχείου στην έμπνευση.

7) Όταν ολοκληρώνετε ένα νέο βιβλίο σας αρκείστε μόνο στη δική σας γνώμη και αξιολόγηση, πριν προχωρήσετε στην έκδοσή του, ή αναζητάτε πρώτα την άποψη κάποιου οικείου σας προσώπου την κρίση του οποίου εμπιστεύεστε;

Ο πρώτος αναγνώστης των βιβλίων μου είναι ο σύντροφός μου. Μετά ακολουθούν οι άνθρωποι που ασχολούνται με την έκδοσή του και θα δώσουν εύστοχες συμβουλές.

8) Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για τα βιβλία σας και, γιατί όχι, την ιστορία «πίσω από την ιστορία» κάποιων από αυτά;

Το τελευταίο μου βιβλίο με τον τίτλο «Η αδελφή μου» από τις εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ αφηγείται την ιστορία της Μάρθας και της Κατερίνας, δυο αδελφών που αποχωρίστηκαν η μία την άλλη στην παιδική τους ηλικία, ύστερα από ένα τραγικό ατύχημα που λίγο έλειψε να στερήσει τη ζωή από τη μικρότερη. Ένα μήνυμα στον υπολογιστή της Κατερίνας από κάποιον άγνωστο θα τη φέρει πίσω να συναντήσει τη χαμένη της αδελφή. Θα πρέπει και οι δύο να διαχειριστούν την απουσία αλλά και να αποδεχτούν την αλήθεια που αποκαλύπτεται.
Το «Placebo» από τις εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ είναι η ιστορία μιας οικογένειας στα χρόνια της κρίσης στην Ελλάδα. Όλες οι ανησυχίες των γονιών που οι καταστάσεις τούς έκαναν να χάσουν το στίγμα τους και τον έρωτά τους. Ο γιος τους που επιθυμεί ένα μεταπτυχιακό και μια ζωή που να του αξίζει, η κόρη τους που αντιμετωπίζει μυστικά σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα αλλά και ο περίγυρός τους. Μια αληθινή απεικόνιση της Ελλάδας του σήμερα.
Και τέλος το «Ξεκόλλα…» από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, είναι μια τρυφερή αλλά ταυτόχρονα σκληρή ιστορία για δύο φίλες που οι επιλογές αλλά και η ίδια η ζωή τις απομάκρυνε. Ένα απρόβλεπτο γεγονός ωστόσο τις φέρνει και πάλι κοντά.

9) Η συγγραφέας Σαρίτα Χαΐμ βρίσκει τον χρόνο να διαβάζει για δική της ευχαρίστηση και όχι μόνο για έρευνα πάνω σε κάποιο μελλοντικό βιβλίο της; Εφόσον συμβαίνει αυτό, ποιο είδος λογοτεχνίας προτιμάτε περισσότερο ως αναγνώστρια και γιατί;

Πάντα βρίσκω χρόνο για να διαβάσω. Εκτός από τη συγγραφική μου ενασχόληση είμαι μια φανατική αναγνώστρια. Μου αρέσουν τα βιβλία που σκιαγραφούν κοινωνικά θέματα και επικεντρώνονται στους χαρακτήρες με ψυχογραφικές αξιώσεις.

10) Θυμάστε το πρώτο σας ανάγνωσμα το οποίο σας «παρέσυρε» στον κόσμο της λογοτεχνίας; Ποια είναι τα αγαπημένα σας βιβλία και συγγραφείς; Υπάρχει κάποιο απόφθεγμα από βιβλίο το οποίο να καθόρισε τη μετέπειτα ζωή σας; Έχετε δεχθεί κάποιες επιρροές από ομότεχνούς σας, Έλληνες ή ξένους, σύγχρονους ή κλασσικούς, στον δικό σας τρόπο γραφής, ύφους ή θεματολογίας;

Ένα βιβλίο που κυριολεκτικά με συγκλόνισε στην παιδική μου ηλικία ήταν το «Όλιβερ Τουίστ» του Τσαρλς Ντίκενς. Ακόμα τον θεωρώ έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς. Από τους πιο σύγχρονους αγαπώ τον Φίλιπ Ροθ, τον Πωλ Όστερ, την Τόνι Μόρρισον αλλά και την Ντόνα Ταρτ. Ωστόσο, συχνά απολαμβάνω Έλληνες συγγραφείς που έχουν έναν τρόπο γραφής που με αφορά.

11) Πιστεύετε πως ο συγγραφέας πρέπει να ταξιδεύει ώστε να έχει κάποια βιώματα από τις χώρες και τις τοποθεσίες τις οποίες, τυχόν, περιγράφει στα βιβλία του και πόσο εφικτό είναι αυτό στην πράξη, ιδιαίτερα στις μέρες μας; Είναι απαραίτητο κάτι τέτοιο, απλά και μόνο, για τη «διεύρυνση των οριζόντων» του;

Τα ταξίδια είναι πάντα διαφωτιστικά κι ανοίγουν δρόμους σκέψης, ωστόσο δεν θεωρώ πως είναι υποχρεωτικό για έναν συγγραφέα να είναι με μια βαλίτσα στο χέρι. Τα μεγαλύτερα ταξίδια οι συγγραφείς τα κάνουν με το μυαλό κι αυτή τους η ικανότητα είναι που τους ξεχωρίζει.

12) Θεωρείτε πως οι συγγραφείς θα πρέπει να ασχολούνται με διαφορετικά είδη λογοτεχνίας και να «πειραματίζονται» θεματολογικά, ρισκάροντας το υπάρχον αναγνωστικό τους κοινό, ή είναι προτιμότερο να εμμένουν στο είδος που τους έχει καθιερώσει;

Πιστεύω ότι ο συγγραφέας θα πρέπει να έχει την ελευθερία να πειραματιστεί όπως εκείνος θέλει. Το στυλ προκύπτει από τη σχολαστική γραφή και το είδος είναι μια απόφαση που μπορεί να αλλάξει στην πορεία, αν και από την εμπειρία μου αυτό δεν γίνεται συχνά. Συνήθως οι συγγραφείς ασχολούνται με το είδος που τους συγκινεί και σπάνια ξεφεύγουν από αυτό.

13) Ο συγγραφέας έχει χρέος να προβληματίζει τους αναγνώστες «αφυπνίζοντας» τη σκέψη τους ή ο σκοπός των βιβλίων του θα έπρεπε να είναι απλά και μόνο ψυχαγωγικός; Εσείς, ποια μηνύματα επιδιώκετε να «περάσετε» στους αναγνώστες σας και σε ποιο είδος αναγνωστικού κοινού, συνήθως, απευθύνεστε μέσα από το συγγραφικό έργο σας;

Αποφεύγω στα βιβλία μου να «σηκώνω το δάκτυλο». Δεν γράφω με σκοπό να εκπαιδεύσω, ούτε να υποδείξω. Ωστόσο οι ιστορίες μου έχουν πάντα κάτι παραπάνω να πουν. Έναν προβληματισμό που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια και θέλει λίγο «ξύσιμο» για να αποκαλυφθεί. Αφήνω στη διάθεση του αναγνώστη το πόσο βαθιά θα φτάσει.

14) Θεωρείτε πως η σύγχρονη πραγματικότητα μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τους συγγραφείς και, ειδικότερα, οι τόσο δύσκολες καταστάσεις που βιώνουμε τελευταία στην πατρίδα μας; Ή μήπως το ζητούμενο από τους αναγνώστες είναι ακριβώς η «φυγή» από αυτήν τη ζοφερή πραγματικότητα;

Αυτό αφορά κυρίως τον ίδιο τον συγγραφέα και τη λογοτεχνία με την οποία θέλει να ασχοληθεί. Η σύγχρονη πραγματικότητα είναι μια χρήσιμη πηγή πληροφοριών που μπορεί ωστόσο να συνδυαστεί με στοιχεία που οδηγούν τον αναγνώστη έξω από τα γνωστά ύδατα.

15) Στη σύγχρονη καθημερινότητα και στην εποχή της άκρατης τεχνολογίας που διανύουμε, ποια θεωρείτε πως είναι η θέση του λογοτεχνικού βιβλίου; Περνάει, τελικά, το βιβλίο κρίση στη χώρα μας ή διεθνώς και τι θα μπορούσαμε να κάνουμε ώστε να γίνει πιο προσιτό στο αναγνωστικό κοινό και, ιδιαίτερα, στους νέους;

Πιστεύω ότι το βιβλίο δεν θα περνούσε καμία κρίση αν είχαμε αναπτύξει περισσότερο την αναγνωστική μας κουλτούρα. Με χαρά βλέπω τον κόσμο να διαβάζει για παράδειγμα στο μετρό, έχουμε ωστόσο μπροστά μας πολύ δρόμο να διανύσουμε.

16) Είχατε κάποιους «ενδοιασμούς» όταν αποφασίσατε να δώσετε το πρώτο σας βιβλίο προς έκδοση; Αγωνιούσατε ως προς την αποδοχή που θα τύχαινε αυτό από το αναγνωστικό κοινό; Η θεματολογία των βιβλίων σας, πιστεύετε πως παίζει τον δικό της ρόλο στην αποδοχή αυτή;

Η έκδοση του πρώτου μου βιβλίου έγινε σχεδόν φυσικά όταν επέστρεψα στην Ελλάδα ύστερα από αρκετά χρόνια παραμονής μου στο εξωτερικό. Ήταν καθώς φαίνεται η κατάλληλη στιγμή για να συμβεί. Έγραφα από την παιδική μου ηλικία οπότε υπήρχε μια γόνιμη αναμονή. Ύστερα από την έκδοση τριών βιβλίων μπορώ με μεγάλη σιγουριά να πω πως κάθε φορά είναι σαν την πρώτη φορά. Η αποδοχή των βιβλίων είναι κάτι που απασχολεί κάθε συγγραφέα που επιθυμεί να κινήσει το ενδιαφέρον των αναγνωστών του.

17) Εσείς, με την έως τώρα πείρα σας στον χώρο της συγγραφής, τι θα συμβουλεύατε όλους τους νέους επίδοξους συγγραφείς, που ονειρεύονται να δουν κάποτε ένα βιβλίο τους στις προθήκες των βιβλιοπωλείων και, ιδιαίτερα, εν μέσω αυτής της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας;

Η φιλική μου προτροπή θα ήταν: να διαβάζουν πολύ, να γράφουν περισσότερο και να ονειρεύονται σαν να είναι παιδιά.

18) Κλείνοντας και, αφού σας ευχαριστήσω θερμά για την τιμή της παραχώρησης αυτής της συνέντευξης, θα ήθελα να σας ευχηθώ ολόψυχα καλή επιτυχία στο νέο μυθιστόρημά σας «Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ», και να σας ρωτήσω για τα άμεσα συγγραφικά σας σχέδια. Τι να περιμένουμε από εσάς στο μέλλον;

Σας ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία. Βρίσκομαι σε μια περίοδο που συλλέγω το υλικό για το επόμενο βιβλίο μου, οπότε είναι νωρίς ακόμα για να μιλήσω για αυτό.

Βιογραφικό σημείωμα συγγραφέα:

Η Σαρίτα Χαΐμ γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1968 στην Αθήνα. Σπούδασε στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Πολιτικές Επιστήμες και Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Ασχολήθηκε με το μάρκετινγκ και τη διαφήμιση και έζησε για οχτώ χρόνια στο Βουκουρέστι και στο Τορόντο. Η αδελφή μου είναι το τρίτο της βιβλίο.

Κυκλοφορούν επίσης: Placebo (Μίνωας, 2017) και Ξεκόλλα… (Γαβριηλίδης, 2012).

Πρόσφατη εργογραφία συγγραφέα:

«Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ», της Σαρίτα Χαΐμ
Εκδόσεις: Μίνωας (2019)
Σελίδες: 448
Τιμή με έκπτωση: 14,94€

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

Έχω μια αδελφή. Σε αυτή την παραδοχή εγκλωβίστηκε η παιδική, η εφηβική και η ενήλικη ζωή μου, τις περισσότερες φορές τρώγοντας τα μούτρα της, καθώς το αυτονόητο της ύπαρξής της στεκόταν πάντα πλάι στη διαρκή απουσία της.

Μια πυρκαγιά που λίγο έλειψε να σκοτώσει την επτάχρονη Μάρθα βγάζει ανεξήγητα από τη ζωή της τη μεγαλύτερη αδελφή της, Κατερίνα. Ύστερα από χρόνια, ένα μήνυμα στο messenger από τον άγνωστο Ηλία Π. που ζει σε ένα ελληνικό νησί έρχεται να ταράξει την επιτυχημένη ζωή της Μάρθας, η οποία μένει πλέον μόνιμα στο Τορόντο.

Μια συνάντηση που επιφυλάσσει εκπλήξεις ωθεί τις δύο γυναίκες να βουτήξουν στα κατάβαθα της ύπαρξής τους αλλά και να αποτινάξουν από τις πλάτες τους το βάρος μιας ατελούς ταυτότητας.

Οι ανείπωτες αλήθειες είναι αδυσώπητες, μα στέκονται μπροστά στα μάτια καθαρές κι έντιμες. Φτάνει να είσαι σε θέση να τις ακούσεις.

«Μια ιστορία εξιλέωσης και συγχώρεσης που σε κερδίζει από την πρώτη αράδα. Δυο γυναίκες που φλέγονται από ένα τραύμα στην παιδική ηλικία. Και όλοι εμείς που παρακολουθούμε με αγωνία ως την τελευταία σελίδα: Θα καταφέρει η αδερφική αγάπη να βγει ζωντανή από τις στάχτες;»
Αναστασία Καμβύση

«Δυο αδελφές που χωρίστηκαν από τη ζωή και την απόσταση. Δυο διαφορετικοί κόσμοι ή, αν θέλετε, δύο διαφορετικές ματιές σε έναν κόσμο. Η Σαρίτα Χαΐμ κάνει μια τολμηρή κατάδυση στις ψυχές των χαρακτήρων της. Και στο σκηνικό της οι πρωταγωνιστές δίνουν μορφή στις σκιές που ζουν μέσα μας».
Κώστας Γιαννακίδης

«PLACEBO», της Σαρίτα Χαΐμ
Εκδόσεις: Μίνωας (2017)
Σελίδες: 520
Τιμή με έκπτωση: 15,29€

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

Οι κολλητοί του τον φωνάζουν Μπίλλυ, το ίδιο και η οικογένειά του, για όλους τους άλλους είναι απλώς ο Βασίλης. Ένας νέος είκοσι δύο χρονών με πολλά «γκάζια» κι αχαλίνωτη δημιουργικότητα. Με το χαρτί του πανεπιστημίου στο χέρι, ονειρεύεται ένα μεταπτυχιακό στο εξωτερικό που θα του χαρίσει φτερά. Μέχρι να βρεθούν τα χρήματα, δουλεύει στην καφετέρια της μητέρας του, ενώ τα βράδια καταπιάνεται με τη δημιουργία ενός περιοδικού φανζίν με τον τίτλο Placebo.

Στην κουρασμένη πόλη της απρόσωπης εικονικής επικοινωνίας, o Μπίλλυ αναζητά την αυτοπραγμάτωσή του. Δεν έχει σκοπό ν’ αφήσει τη ζωή να τον στριμώξει στα καλούπια της. Είναι αποφασισμένος να τη ζήσει όπως ακριβώς θέλει. Μπορεί όμως;

Σαν δορυφόροι γύρω του κινούνται συγγενικά και φιλικά πρόσωπα, που αντιμετωπίζουν απρόβλεπτες καταστάσεις και οδηγούνται σε συγκρούσεις. Μπροστά σε όλα αυτά, ο Μπίλλυ καλείται να ενηλικιωθεί βίαια και να πάρει αποφάσεις που δεν αφορούν μόνο τον ίδιο.

Όταν οι πληγές είναι ανοιχτές και οι απαιτήσεις και τα όνειρα φαντάζουν πολυτέλεια, το να είσαι νέος στη σύγχρονη Ελλάδα μοιάζει ασυγχώρητο.