«ΑΣΠΑΣΙΑ
ΚΑΙ ΠΕΡΙΚΛΗΣ, Έρωτας και δημοκρατία»,
του Γιώργου Φυτιλή – Γράφει
η Κλειώ Τσαλαπάτη
Εκδόσεις: Άνεμος
Σελίδες: 312
Τιμή με έκπτωση: 15,48€
Ο
«χρυσός αιώνας» του Περικλή είναι μια ένδοξη περίοδος της ιστορίας της χώρας
μας, για την οποία γνωρίζουμε ταυτόχρονα πάρα πολλά και πολύ λίγα. Είμαστε
αυτόπτες μάρτυρες των περισσοτέρων από τα ανεπανάληπτα αριστουργήματα της
Τέχνης και του Πολιτισμού που δημιουργήθηκαν τότε και τα οποία έδωσαν τα «φώτα»
και τις βάσεις για τη δημιουργία και την εξέλιξη του δυτικού πολιτισμού, όπως ο
Παρθενώνας για παράδειγμα, οι επιστήμες, το θέατρο και τόσα άλλα. Την ίδια
στιγμή όμως, δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα για την καθημερινή ζωή εκείνης της
εποχής και ιδιαιτέρως για την καθημερινότητα που βίωναν οι γυναίκες.
Παραδείγματος χάρη, γνωρίζουμε πολλά για τον στρατηγό, ρήτορα και πολιτικό Περικλή, για την περίφημη δημοκρατία της Αθήνας και για τα μεγάλα έργα που επιτεύχθηκαν στην εποχή του· όμως δεν γνωρίζουμε πόσο εύθραυστη και ευάλωτη ήταν στην πραγματικότητα εκείνη η δημοκρατία, όπου ο κάθε διαπλεκόμενος και διεφθαρμένος δημαγωγός είχε τη δυνατότητα να συκοφαντήσει οποιονδήποτε θεωρούσε αντίπαλο κι εχθρό του και να τον σύρει στο δικαστήριο κατηγορώντας τον για κλοπή, εξαπάτηση, ανηθικότητα ή ασέβεια προς τους θεούς, προτείνοντας ως ποινή ακόμα και τον θάνατό του. Επίσης, ενώ είναι τόσα πράγματα γνωστά για τον Περικλή, ελάχιστα έχουν γραφτεί και απομείνει ως μαρτυρίες για τη συμβία και νόμιμη σύζυγό του Ασπασία, εκτός από το γεγονός πως ήταν εταίρα…
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πως η ανδροκρατούμενη κοινωνία εκείνης της «χρυσής» περιόδου, αλλά και όλες όσες ακολούθησαν στο πέρασμα των αιώνων, φρόντισαν να «καθηλώσουν» τη γυναίκα στον πραγματικό και μεταφορικό γυναικωνίτη. Πάσχισαν να κρύψουν εκείνες τις γυναικείες μορφές που ξεχώρισαν όχι μόνο για το φυσικό τους κάλλος, αλλά κυρίως για το κοφτερό μυαλό και το ανεξάρτητο πνεύμα τους. Τρανό παράδειγμα η κατά σχεδόν οκτώ αιώνες μεταγενέστερη Αλεξανδρινή φιλόσοφος, μαθηματικός και αστρονόμος Υπατία, που δολοφονήθηκε τόσο άδικα και βάναυσα από τους φανατικούς υπερασπιστές της νεόκοπης ακόμα τότε θρησκείας του χριστιανισμού…
Ο εξαίρετος συγγραφέας Γιώργος Α. Φυτιλής, μέσα από το νέο βιβλίο του πουκυκλοφορεί από την Άνεμος Εκδοτική με τίτλο «Ασπασία και Περικλής - Έρωτας και δημοκρατία», κάνει μία σοβαρότατη έρευνα σε βάθος, χαρίζοντάς μας ένα μοναδικό ιστορικό μυθιστόρημα για τη χαρισματική ρήτορα, σοφίστρια και δασκάλα της αρχαιότητας Ασπασία και τη ζωή της από τη γέννησή της στη Μίλητο έως τον θάνατό της στην Αθήνα. Παρουσιάζει με τρόπο ευνόητο –ενίοτε διασκεδαστικό και καυστικό, αλλά πάντοτε ολοζώντανο και παραστατικό– πολυάριθμα ιστορικά γεγονότα, αποκαλύπτοντάς μας άγνωστες λεπτομέρειες για εκείνη την περίοδο αλλά και την τόσο ξεχωριστή γυναίκα, που η θητεία της ως εταίρα ήταν μόνο ένα σύντομο ενδιάμεσο στάδιο, ένα αναγκαίο «σκαλοπάτι» για να πραγματοποιήσει το όνειρό της: την ίδρυση μιας σχολής ρητορικής και σοφιστείας για γυναίκες, στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. μέσα σε μια πλήρως ανδροκρατούμενη, παρότι δημοκρατική, κοινωνία.
Με αφορμή την επερχόμενη κυκλοφορία αυτού του ξεχωριστού αξιόλογου ιστορικού μυθιστορήματος, η Άνεμος εκδοτική μάς παραχώρησε ένα αντιπροσωπευτικό απόσπασμα, που αναφέρεται στα πρώτα χρόνια της Ασπασίας, όταν εκείνη αναγκάστηκε από τις συνθήκες να γίνει εταίρα για να διατηρήσει την ανεξαρτησία της και να σώσει τη ζωή της που βρισκόταν σε κίνδυνο. Ευχαριστώ θερμά τις εκδόσεις για την ευγενική παραχώρησή τους, εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία στον συγγραφέα σε αυτό το νέο αριστουργηματικό του μυθιστόρημα και σας προσκαλώ να διαβάσετε το ακόλουθο απόσπασμα ώστε να γνωρίσετε κι εσείς λίγο περισσότερο τη μοναδική Ασπασία τη Μιλήσια!
Κεφάλαιο 5
Μισή κλεψύδρα χρόνο ύστερα απ’ τα
μεσάνυχτα, η Ασπασία φόρεσε τον λευκό της πέπλο, ζώστηκε την πορτοκαλιά ζώνη
και ζήτησε έναν μακρύ χιτώνα, για να κρύψει ολόκληρο το κορμί της, ακόμα και τα
δάχτυλα των ποδιών.
«Είναι καλοκαίρι και θα σκάσεις», της είπε ο δάσκαλος.
«Καλύτερα να σκάσω μ’ έναν ποδήρη χιτώνα, παρά να μ’ αναγνωρίσουν».
«Πού θα πάμε;» ρώτησε ο Απολλώνιος.
«Στο λιμάνι των Λεόντων», αποφάσισε η Ασπασία.
«Να το ξέρεις πως αυτό είναι επικίνδυνο».
«Θα περάσουμε απ’ τον δρόμο της κατοικίας μου κι αυτό είναι το επικίνδυνο».
«Ασπασία, παίζεις με τον θάνατο!» την προειδοποίησε ο δάσκαλος.
«Θέλω να δω τους τοίχους του», είπε με συγκίνηση η Ασπασία. «Ν’ ανασάνω τον αέρα της γειτονιάς μου και να νιώσω τα αισθήματα της νιότης μου· να δακρύσω. Είναι η τελευταία φορά που θα νιώσω παιδούλα κι αγνή».
«Οι γρήγορες αποφάσεις ίσως αποδειχτούν επιπόλαιες».
«Η καλή μου μάμμη λέει πως κάθε εμπόδιο είναι για κακό ή για καλό, από μας εξαρτάται. Ο παραλίγο βιασμός θα μου βγει σε καλό, βλέπω τη Μοίρα να μου γνέφει».
Υποχώρησε ο Απολλώνιος, ποτέ δεν θα έβαζε εμπόδια στη μοίρα ενός ανθρώπου. Η Ασπασία φόρεσε τον μακρύ χιτώνα, που σερνόταν στο χώμα, και τύλιξε το κεφάλι της μ’ έναν πρόχειρο και ρυπαρό κεφαλόδεσμο. Να κρύψει τα μακριά καστανόξανθα μαλλιά και το πρόσωπό της. Να μην καταλάβουν οι περαστικοί πως είναι γυναίκα.
Ο Απολλώνιος, αγαπημένος φίλος κι
εραστής πλέον, δυνάμωσε το φως της λυχνίας και προχώρησε μπροστά, να οδηγήσει
την Ασπασία στον δρόμο που χάραξε η δική της μοίρα. Βάδιζαν γρήγορα και μ’
ανάλαφρα βήματα, να μην ακούγεται ο θόρυβος. Ο Απολλώνιος φορούσε ελαφριά
σανδάλια και η Ασπασία φόρεσε τα δερμάτινα ποδήματα, που τα δανείστηκε ο
δάσκαλος απ’ τη γυναίκα του.
Πήραν τον ακριανό δρόμο, επειδή ήταν λιγότερα τα σπίτια και περισσότερα τα δέντρα. Οι περαστικοί δεν θα ξεχώριζαν πως ήταν άντρας και γυναίκα οι δυο σκιές που περπατούσαν στο σκοτάδι. Πήγαιναν στην άκρη του δρόμου κι ο ένας δίπλα στον άλλον, σαν φιλαράκια που είχαν πιει κρασί στο καπηλειό και βιάζονταν να φτάσουν στα κρεβάτια τους.
Έστριψαν βόρεια, ύστερα πάλι ανατολικά κι έφτασαν στη γωνία, απέναντι απ’ την κατοικία του Αξίοχου. Κόλλησαν την πλάτη τους στον τοίχο και πήραν βαθιές ανάσες. Ο Απολλώνιος άπλωσε το χέρι του μπροστά κι έδειξε τους δύο νέους που παραμόνευαν στο σκοτάδι, για να φανεί η απονήρευτη Ασπασία και να την αρπάξουν απ’ τα μαλλιά.
Ο δάσκαλος φοβήθηκε πως ίσως η επόμενη κίνηση θα αποδεικνυόταν τραγική. Οι φίλοι του Πρόκλη θα βίαζαν ομαδικά την Ασπασία και θα πετούσαν το μισοπεθαμένο κορμί της στη θάλασσα. Ο Απολλώνιος ψιθύρισε τις σκέψεις του στο αφτί της Ασπασίας, να μην ακουστεί ο ήχος των λέξεων:
«Για να παραφυλάνε όλη τη νύχτα, έπαθε μεγάλη ζημιά ο ‟ευγενής” νέος. Καλύτερα να φύγουμε».
Η Ασπασία δεν απάντησε. Δεν την ενδιέφεραν
η υγεία και η ζημιά του παραλίγο βιαστή της, ούτε το απειλητικό ύφος των φίλων
του. Θωρούσε το σπίτι όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε και τα δάκρυα κυλούσαν στα
μάγουλά της. Τη στιγμή εκείνη, ήξερε πως δεν θα το ξανάβλεπε ποτέ.
Ορκίστηκε, στα βουβά, ν’ αγαπάει και να προστατεύει τη Μίλητο απ’ τα ολιγαρχικά καθάρματα που καταδυνάστευαν τον λαό, όπως ο Πρόκλης, ο Μεγασθένης και η παρέα τους. Έστειλε ένα δακρυσμένο φιλί, το μοίρασε στους αγαπημένους της ανθρώπους με τον νου κι είπε στον δάσκαλο:
«Μπορούμε να συνεχίσουμε, καλέ μου Απολλώνιε. Το λιμάνι των Λεόντων με περιμένει».
Ο δάσκαλος γνώριζε απόξω κι ανακατωτά
τις οδούς και τις λεωφόρους της πόλης, επειδή ήταν αφηρημένος. Τα πρωινά, που
έπαιρνε τον δρόμο για την αγορά –ν’ αγοράσει ψάρια, λαχανικά κι άλλα
χρειαζούμενα–, βυθιζόταν σε σκέψεις. Άνοιγε διαλόγους με τον εαυτό του και
βάδιζε στα τυφλά. Όταν συνερχόταν ύστερα από ώρες, ανακάλυπτε πως είχε χαθεί.
Επειδή ντρεπόταν να ρωτήσει τους περαστικούς, κατά πού πέφτει η δική του
κατοικία, ανέβαινε στο πλησιέστερο ψήλωμα της πόλης κι αγνάντευε τον τόπο.
Εκείνη την ώρα της γυναικείας απόδρασης, πήραν τους πιο σκοτεινούς κι έρημους δρόμους κι έφτασαν με ασφάλεια στο λιμάνι των Λεόντων, ακριβώς μπροστά στο καπηλειό. Στην άκρη του λιμανιού, διακρινόταν μ’ ευκολία ο σκούρος όγκος του πλοίου που θα ταξίδευε την αυγή για τις Κεγχρειές· κάλυπτε τον μισό ορίζοντα. Η Ασπασία το πρόσεξε με την πρώτη ματιά και συγκράτησε το βήμα της. Ανέβηκε στο πλοίο με τη φαντασία και σήκωσε τα πανιά της μοίρας της.
Το καπηλειό ήταν χαμηλοτάβανο, με σάπιες καλαμιές για σκεπή και πλινθόκτιστους τοίχους στο χρώμα της λάσπης. Από μέσα ακούγονταν αντρίκιες φωνές, τραγούδια και μαλώματα μεθυσμένων ναυτών. Η Ασπασία στάθηκε μακριά απ’ την πόρτα του καπηλειού, στο σκοτάδι. Έπιασε τον δάσκαλο απ’ το χέρι και του είπε με σιγανή φωνή:
«Θέλω να δεις αν είναι μέσα ο πλοίαρχος».
Ο Απολλώνιος πήγε στο καπηλειό κι έχωσε το κεφάλι του στο άνοιγμα της πόρτας. Πόνεσαν τ’ αφτιά του απ’ τα γέλια, τις άγριες φωνές και το βουητό του μεθυσιού. Με την πρώτη ματιά, δεν είδε τίποτα, πέρα από έναν συρφετό αντρών. Πίστεψε πως ο πλοίαρχος δεν ήταν μέσα στο καπηλειό. Δεν θα μπορούσε να βρίσκεται ανάμεσα σ’ εκείνο το οχλομάνι.
Όμως, δεν ήταν σίγουρος και δεν είχε χρόνο γι’ αμφιβολίες. Έδωκε μια γερή σπρωξιά κι άνοιξε την ξυλόπορτα με πάταγο. Για πρώτη φορά στη ζωή του, έκανε το ηρωικό βήμα και μπήκε σε καπηλειό του λιμανιού. Άρπαξε απ’ το χέρι έναν σωματώδη άντρα, που κρατούσε έναν κύλικα με νερωμένο κρασί, και τον ρώτησε με πνιχτή φωνή:
«Ποιος είναι ο κάπελας;»
«Εγώ», απάντησε ο γεροδεμένος άντρας.
«Ο πλοίαρχος… είναι μέσα;»
«Ποιος πλοίαρχος απ’ όλους, άνθρωπέ μου;»
«Αυτός με το μεγάλο πλοίο».
«Τέσσερα πλοία είναι μεγάλα. Τους θέλεις και τους τέσσερις;»
«Αυτός… που πλέει την αυγή για την Κόρινθο».
«Και ποιος είσαι εσύ, που ζητάς τον πλοίαρχο Καλλισθένη;»
«Ο δάσκαλος Απολλώνιος, δεν μ’ έχεις ακουστά;»
«Δεν σ’ είδα ποτέ εδώ μέσα».
«Κι εγώ δεν σ’ είδα ποτέ εκεί έξω».
«Τέλος πάντων, ο πλοίαρχος Καλλισθένης είναι στην αίθουσα των συμποσίων».
«Πού είναι αυτή η αίθουσα;»
«Δεν μπορείς να πας αν δεν πάω εγώ να τον ενημερώσω».
«Να πας».
Την ίδια στιγμή, ο κάπελας αρπάχτηκε μ’ έναν μεθυσμένο ναύτη κι είπαν τα «ναυτικά» τους, βρισιές κι απειλές σε μια γλώσσα που μόνο οι ναύτες καταλαβαίνουν. Ο Απολλώνιος δεν είχε χρόνο για καβγάδες και τράβηξε τον κάπελα απ’ τον μανδύα για να συντομεύει. Κόπηκε απότομα ο ναυτικός καυγάς κι ο κάπελας τράβηξε για τη μεγάλη αίθουσα των συμποσίων. Κρατούσε στο χέρι του τον κύλικα κι έβριζε λιμανίσια σ’ ολόκληρη τη διαδρομή.
Όταν γύρισε, ύστερα από τρεις ανάσες χρόνο, είπε στον δάσκαλο πως ο πλοίαρχος θα τον δεχτεί· μόνο για πέντε λέξεις κι όρθιο. Ο Απολλώνιος επέστρεψε βιαστικά στη γωνία όπου περίμενε η Ασπασία και της είπε τα νέα· με σιγανή φωνή, να μην τον ακούσει ο κάπελας.
«Είναι στην αίθουσα των συμποσίων, πίσω απ’ το καπηλειό. Θα μπούμε από κείνη την πόρτα. Εγώ θα μείνω απόξω στην αυλή κι εσύ θα μπεις μόνη σου».
«Θα μπούμε δύο, Απολλώνιε».
«Αφού εγώ θα μείνω απόξω, ποιος είναι ο δεύτερος;»
«Η μοίρα μου…»
Προχώρησε δυο βήματα μπροστά ο δάσκαλος κι ερεύνησε με προσοχή την είσοδο του καπηλειού, μην τους παρακολουθεί ο κάπελας. Δεν ήθελε μαλώματα, που θα έβαζε στην αίθουσα του συμποσίου μια άγνωστη γυναίκα. Όταν σιγουρεύτηκε πως ήταν λεύτερος ο δρόμος, τράβηξε την Ασπασία απ’ το χέρι κι έτρεξαν μέχρι την αυλή. Στην είσοδο της μεγάλης αίθουσας σταμάτησαν κι ο Απολλώνιος άνοιξε τα χέρια του σ’ αγκαλιά:
«Και τώρα, καλή μου Ασπασία, πρέπει να μεγαλώσεις σε μια στιγμή. Να μεστώσει το μυαλό σου, να θεριέψει η ψυχή σου και να ριχτείς στη μάχη της ζωής. Καλή τύχη!»
Την αγκάλιασε και τη φιλούσε στα μάγουλα και στα χείλη. Δεν ήθελε να την αποχωριστεί. Μια φωνή ψιθύριζε μυστικά στην ψυχή του πως δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ. Η Ασπασία βγήκε απ’ την αγκαλιά του Απολλώνιου μ’ αργές κινήσεις και σκούπισε τα δάκρυα απ’ τα μάγουλά του.
«Εδώ χωρίζουμε για πάντα, αγαπημένε μου Απολλώνιε. Μη σβήσεις τη λυχνία και μην πεις τίποτα. Πάρε πίσω τον μακρύ χιτώνα, τον κεφαλόδεσμο και τα δανεικά ποδήματα της γυναίκας σου. Η Μίλητος σε χρειάζεται περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται εμένα». Ο δάσκαλος αντέδρασε για τα ποδήματα, δεν ήθελε να τα στερήσει απ’ την Ασπασία:
«Δεν θα σ’ αφήσω ξυπόλητη, αποδώ και μέχρι την Κόρινθο».
«Αν δεν αποκτήσω σανδάλια αποδώ και μέχρι την Κόρινθο, τότε δεν κάνω για εταίρα. Θα καταντήσω πόρνη».
«Θ’ αγοράσω άλλα στη γυναίκα μου».
«Νομίζεις πως μπορώ να κλέψω μια γυναίκα, στον αγώνα μου για να λευτερώσω τη γυναίκα;» Ο Απολλώνιος υποχώρησε. Χωρίς να πει μια λέξη, τέντωσε μπροστά το χέρι με τη λυχνία και πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Η ξυπόλητη κόρη του Αξίοχου ίσιασε τα
μαλλιά της κι άνοιξε τον πέπλο στη μεριά τουστήθους· να φαίνεται καθαρά η
στητή και σκληρή του σάρκα. Πήρε το αγέρωχο ύφος περίφημης εταίρας, όπως το
φανταζόταν τουλάχιστον, κι άνοιξε τη μεγάλη πόρτα του συμποσίου· και της ζωής
της.
Στάθηκε στη μέση της εισόδου και τίναξε τα μαλλιά της, μία στα δεξιά και μία στ’ αριστερά, να πεταχτούν σαν τα κύματα της θάλασσας. Με την πρώτη ματιά ξεχώρισε τον πλοίαρχο και τον κοίταξε στα μάτια· καλύτερα, τον κάρφωσε όπως καμακώνει ο ψαράς το ψάρι. Το βλέμμα της ήταν γλυκό και σκληρό μαζί.
Ο πλοίαρχος την είδε ξαφνικά κι απόμεινε με το στόμα ανοιχτό απ’ τη σαστιμάρα. Τριάντα χρόνια στη θάλασσα, πρώτη φορά αντίκριζε τέτοια ομορφιά. Πέταξε απ’ την αγκαλιά του τις δυο αυλητρίδες, σαν να κρατούσε αναμμένα κάρβουνα! Σηκώθηκε γοητευμένος κι έκανε πέντε δρασκελιές για να πιάσει την Ασπασία απ’ τον βραχίονα. Η άγουρη ομορφιά των δεκαοκτώ χρόνων τού θέριεψε τον ερωτισμό.
«Είμαι ο πλοίαρχος Καλλισθένης», της είπε τρυφερά.
«Κι εγώ η εταίρα Ασπασία», απάντησε η Μιλήσια με επαγγελματικό ύφος, όπως το υπέθεσε.
Ο Καλλισθένης οργίστηκε, κοκκίνισε το πρόσωπό του. Αγριοκοίταξε τον οινοχόο, έναν δούλο απ’ τη Θράκη και φώναξε με τραχιά φωνή:
«Μου είπες ψέματα πως έφερες τις ωραιότερες εταίρες της Μιλήτου!»
«Κανείς δεν μου μίλησε για την εταίρα Ασπασία», απολογήθηκε εκείνος.
«Και μου ’φερες τις ψόφιες προβατίνες».
«Δεν ήξερα, πλοίαρχε…» δικαιολογήθηκε ο δούλος.
«Δώσε δυο οβολούς σ’ εκείνες τις άχρηστες και πέτα τες στον δρόμο. Άντε, φύγε από μπροστά μου και πήγαινε στο πλοίο. Έχω παρέα». Γυρνώντας στην Ασπασία, της είπε με τρυφερό χαμόγελο: «Δεν έχω γνωρίσει πιο όμορφη εταίρα στα λιμάνια του Αιγαίου».
Η Ασπασία έριξε μια λοξή ματιά στη διπλή είσοδο, τις σκληρές στιγμές που πετούσαν στην αυλή τις δύο αυλητρίδες. Πόνεσε για τη ζωή της πόρνης. Απότομα, άλλαξε ύφος κι απάντησε στον πλοίαρχο, με φωνή που ήταν σταθερή κι ερωτική μαζί:
«Δεν συχνάζω στα λιμάνια και δεν θα με γνώριζες, αν δεν ήθελα να φτάσω γρήγορα στην αγαπημένη μου Κόρινθο».
«Θα σε κρατώ στην αγκαλιά μου σ’ ολόκληρο το ταξίδι».
«Πρέπει να διαλέξεις αν θα είμαι επιβάτης ή εταίρα».
«Θα είσαι επιβάτης και εταίρα».
«Αν θα είμαι επιβάτης, θα πληρώσω τον ναύλο και θα με κρατάει η δική μου αγκαλιά». Ο Καλλισθένης ξαφνιάστηκε και προσπάθησε να τη διορθώσει:
«Θα είσαι εταίρα».
«Αν θα είμαι εταίρα, θα είμαι στην αγκαλιά σου και δεν θα πληρώσω τον ναύλο».
«Θ’ ανεβείς στο πλοίο σαν επιβάτης κι ύστερα θα γίνεις εταίρα».
«Εσύ θ’ ανεβείς στο πλοίο σαν επιβάτης κι ύστερα θα γίνεις πλοίαρχος;»
«Εγώ είμαι ο πλοίαρχος!»
«Θα πληρώσεις τον ναύλο;»
«Μα είμαι ο πλοίαρχος!» φώναξε με συγκρατημένο θυμό ο Καλλισθένης.
«Το αποφάσισες να είσαι πλοίαρχος πριν ανεβείς στο πλοίο;» ρώτησε η Ασπασία.
«Ακριβώς».
«Κι εγώ αποφασίζω να είμαι εταίρα πριν ανεβώ στο πλοίο. Άρα, δεν θα πληρώσω τον ναύλο».
«Αν δεν πληρώσεις τον ναύλο, δεν θα πληρωθείς ως εταίρα».
«Εσύ, που δεν θα πληρώσεις τον ναύλο, δεν θα πληρωθείς σαν πλοίαρχος;»
«Αυτή είναι η δουλειά μου. Γι’ αυτό πληρώνομαι».
«Κι εμένα αυτή είναι η δουλειά μου: εταίρα! Γι’ αυτό πληρώνομαι».
«Νομίζω… πως μπορούμε να βρούμε μια λογική λύση».
«Πόσο αξίζει η λογική λύση;»
«Πέντε δραχμές. Εσύ δεν θα πληρώσεις πέντε δραχμές τον ναύλο κι εγώ δεν θα πληρώσω πέντε δραχμές την εταίρα».
«Νομίζεις πως εγώ όρισα τον ναύλο στις πέντε δραχμές;»
«Όχι, μα τους θεούς!» παραδέχτηκε ο Καλλισθένης. «Εγώ όρισα τον ναύλο στο δικό μου πλοίο».
«Νομίζεις πως εσύ θα ορίσεις την αμοιβή της εταίρας Ασπασίας;»
«Μα τους θεούς, όχι!»
«Δέκα δραχμές», αποφάσισε η Ασπασία.
Ο πλοίαρχος τα ’χασε. Ήταν ένα καλομαθημένο αφεντικό των λιμανιών, που έπαιρνε στην αγκαλιά του όποια εταίρα ήθελε και μ’ όποιους όρους ήθελε. Δεν μπορούσε να κατανοήσει την αγέρωχη απαίτηση της Ασπασίας. Βούιζαν τ’ αφτιά του!
«Μια δραχμή παίρνει μισθό ένας πρύτανης και πέντε οβολούς ο βουλευτής. Εσύ ζητάς τα πολλαπλάσια;»
«Τότε κάλεσε δέκα πρυτάνεις και δέκα βουλευτές να σου κρατάνε συντροφιά στο μακρύ ταξίδι στα πέλαγα». Ο Καλλισθένης έκανε την ανάγκη φιλότιμο και χαμογέλασε τρυφερά:
«Είσαι γερό μυαλό!»
Η Ασπασία αχνογέλασε, τόσο απαλά κι επιτηδευμένα που άνοιξε μόνο μια γραμμούλα στο γλυκό της στόμα. Φάνηκαν οι άκρες απ’ τα κάτασπρα δόντια και κύλισαν τα ερωτικά λακκάκια στις άκρες των χειλιών της. Ήταν το πιο γλυκό δόλωμα που είχε για να αιχμαλωτίζει τον ερωτισμό των αντρών. Όταν σιγουρεύτηκε πως ο πλοίαρχος αγκιστρώθηκε, έδωσε τη βουβή απάντηση. Άφησε το χέρι της στη δυνατή του χούφτα. Όμως δεν άφησε και δεν θ’ άφηνε ποτέ τη θέλησή της στα χέρια κάποιου άντρα. Θα ήταν για πάντα μια διαφορετική γυναίκα: Ασπασία η ελεύθερη κι ανεξάρτητη.
Ο Καλλισθένης διέταξε να φύγουν οι συνδαιτυμόνες και να πάνε στο πλοίο, να μην τους ξαναδεί μέχρι το λυκαυγές που θα σαλπάρουν. Έπιασε την Ασπασία απ’ το χέρι ηδονικά και λαίμαργα, λες κι είχε μήνες να δει γυναίκα. Όταν προσπάθησε να τη σφίξει στην αγκαλιά του, εκείνη ξέφυγε με τον γοητευτικό τρόπο που μόνο μια έξυπνη γυναίκα ξέρει να χρησιμοποιεί. Στάθηκε απέναντί του σε απόσταση κι απάντησε στο άγριο χειρόπιασμα του άντρα:
«Πλοίαρχε Καλλισθένη, ο έρωτας είναι λειτουργία του κορμιού και της ψυχής. Το ξέρεις αυτό;»
«Το ξέρω», απάντησε ο Καλλισθένης που πνιγόταν απ’ τη σαστιμάρα. Πρώτη φορά έκανε τέτοιο διάλογο με εταίρα.
«Και το φαγητό είναι λειτουργία του κορμιού και της ψυχής».
«Κι αυτό το ξέρω».
«Για να καθίσεις στο τραπέζι, πρέπει να πεινάσεις».
«Μου λες γνωστά πράγματα».
«Για να κάνεις έρωτα, πρέπει να ποθήσεις τη γυναίκα».
«Σε ποθώ και σε θέλω, όσο δεν πόθησα άλλη γυναίκα».
«Όμως εγώ δεν ποθώ τον άντρα τούτη τη στιγμή».
«Τι σημασία έχει;»
«Αν δεν έχει σημασία, Καλλισθένη, τότε να καλέσεις πόρνες κι αυλητρίδες που δίνουν τον έρωτα χωρίς να τον ποθούν. Ο έρωτας είναι μια έντιμη λέξη, ας μην την ατιμάσουμε». Ο Καλλισθένης έσυρε απαλά την παλάμη του στο πρόσωπο της Ασπασίας και της είπε με αχνό χαμόγελο:
«Όσο περισσότερο χρόνο διαρκεί η αντίσταση της γυναίκας, τόσο ισχυρότερο γίνεται το κάλεσμα του έρωτα. Αυτό άκουσα στα λιμάνια του Αιγαίου κι αυτό πιστεύω». Η Ασπασία δέχτηκε το χάδι του άντρα και συμπλήρωσε με τη γυναικεία τρυφερότητα:
«Τα αισθήματα είναι τα πρώτα κίνητρα του έρωτα και μόνο τα ευγενικά αισθήματα μετατρέπονται σε ευγενικές πράξεις. Αυτό άκουσα απ’ τον δάσκαλό μου κι αυτό πιστεύω».
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου:
Στην
ανδροκρατούμενη κοινωνία της Αθήνας του 5ου αιώνα π. Χ. η μόρφωση, η εκπαίδευση
και η δημόσια ζωή της πόλης είναι αποκλειστικά προνόμια των αντρών. Η νεαρή
Ασπασία εγκαταλείπει τη γενέτειρά της Μίλητο και επιλέγει τη ζωή της εταίρας
για να επιτύχει τον μοναδικό σκοπό της: να ιδρύσει σχολή για γυναίκες,
διδάσκοντάς τους τη ρητορική και σοφιστεία, αλλά και την τέχνη της εταίρας.
Έχοντας
ως «όπλα» την καθηλωτική ομορφιά της, την αξεπέραστη πνευματική δύναμη και τις
διδαχές του δασκάλου της Απολλώνιου, η Ασπασία κατορθώνει να «σκλαβώσει»
κορυφαίους πολιτικούς και οι φιλόσοφοι να μιλούν για εκείνη εγκωμιαστικά. Ο
Σωκράτης την επισκέπτεται με τους μαθητές του και οι επιφανείς Αθηναίοι που τη
γνωρίζουν στέλνουν εντυπωσιασμένοι τις γυναίκες τους για να την ακούσουν. Όμως
η επαναστατική δημόσια συμπεριφορά της Ασπασίας, όπως και το κοφτερό μυαλό της,
γίνονται αιτία να απειληθούν τα αντρικά προνόμια. Κατηγορείται για ασέβεια προς
τους θεούς και οδηγείται σε δίκη, με προβλεπόμενη ποινή τον θάνατο.
Ο
πολιτικός, ρήτορας και στρατηγός Περικλής θέτει τις βάσεις για να αλλάξει η
Αθηναϊκή κοινωνία. Βάζει τους άριστους του Πνεύματος και της Τέχνης πάνω απ’
την αριστοκρατία του πλούτου και της καταγωγής. Σύντροφος και συνομιλήτριά του
είναι η Ασπασία, σε μια εποχή που έμεινε γνωστή ως «ο χρυσός αιώνας του
Περικλή».
Βιογραφικό
συγγραφέα:
Γεννήθηκα
στα χαμηλώματα των Πιερίων και μέσα σε μια στάνη. Ήταν άνοιξη του 1946.Τα
παιδικά και εφηβικά μου χρόνια τα πέρασα στο Πολύκαστρο του Κιλκίς, όπου
τέλειωσα και το Γυμνάσιο.
Σπούδασα Πολιτικές και Οικονομικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και παρακολούθησα –με υποτροφία του συμβουλίου της Ευρώπης– σεμινάρια Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου.
Είμαι πατέρας δύο παιδιών και ζω μόνιμα σε μια γραφική κωμόπολη του δήμου Θερμαϊκού. Τιμήθηκα με βραβείο της ΧΕΝ για το μυθιστόρημά μου «Κι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο», των εκδόσεων Αιγαίο της Θεσσαλονίκης. Είμαι τακτικό μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Εργογραφία:
«Κι ο θεός έπλασε τον άνθρωπο», μυθιστόρημα, εκδόσεις Αιγαίο, 1990.
«Οι αγωνιστές», διήγημα, εκδόσεις Αιγαίο, 1991.
«Ο άσωτος πολίτης», μυθιστόρημα, εκδόσεις Αιγαίο, 1992.
«Η λαλιά των Σαρακατσάνων», μελέτη, εκδόσεις Αγωνιστής, α΄ έκδοση 1995 & β΄ έκδοση 2013.
«Το μικρό βοσκόπουλο», παραμύθι, εκδόσεις Αγωνιστής, 1996.
«Αύγουστος και Ιουλία», μυθιστόρημα, εκδόσεις Αστάρτη, 2000.
«Άρωμα από τριαντάφυλλα», μυθιστόρημα, εκδόσεις Αστάρτη, 2001.
«Τα παιδιά απ’ τον πλανήτη Ιγκάρρετ», παιδικό, εκδόσεις Λογοσοφία, 2007.
«Πέντε εκατομμύρια για να μ’ αγαπάς», μυθιστόρημα, εκδόσεις Ν. Σ. Μπατσιούλας, 2008.
«Μάρα, η κυρία της Βιέννης», μυθιστόρημα, εκδόσεις Ν. Σ. Μπατσιούλας, 2009.
«Ο μικρός αυτοκράτορας», μυθιστόρημα, Άνεμος εκδοτική, 2021.
«Το στοίχημα της ζωής μου», μυθιστόρημα, εκδόσεις Ανάτυπο, 2022.
«Τα παραμύθια της στάνης», παραμύθι, Σύλλογος Σαρακατσαναίων Θεσσαλονίκης, 2022.
«Η Τρισεύγενη», παραμύθι, Σύλλογος Σαρακατσαναίων Θεσσαλονίκης, 2023.
Επικοινωνία
με τον συγγραφέα: g.fytilis@gmail.com
η Κλειώ Τσαλαπάτη
Εκδόσεις: Άνεμος
Σελίδες: 312
Τιμή με έκπτωση: 15,48€
Παραδείγματος χάρη, γνωρίζουμε πολλά για τον στρατηγό, ρήτορα και πολιτικό Περικλή, για την περίφημη δημοκρατία της Αθήνας και για τα μεγάλα έργα που επιτεύχθηκαν στην εποχή του· όμως δεν γνωρίζουμε πόσο εύθραυστη και ευάλωτη ήταν στην πραγματικότητα εκείνη η δημοκρατία, όπου ο κάθε διαπλεκόμενος και διεφθαρμένος δημαγωγός είχε τη δυνατότητα να συκοφαντήσει οποιονδήποτε θεωρούσε αντίπαλο κι εχθρό του και να τον σύρει στο δικαστήριο κατηγορώντας τον για κλοπή, εξαπάτηση, ανηθικότητα ή ασέβεια προς τους θεούς, προτείνοντας ως ποινή ακόμα και τον θάνατό του. Επίσης, ενώ είναι τόσα πράγματα γνωστά για τον Περικλή, ελάχιστα έχουν γραφτεί και απομείνει ως μαρτυρίες για τη συμβία και νόμιμη σύζυγό του Ασπασία, εκτός από το γεγονός πως ήταν εταίρα…
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πως η ανδροκρατούμενη κοινωνία εκείνης της «χρυσής» περιόδου, αλλά και όλες όσες ακολούθησαν στο πέρασμα των αιώνων, φρόντισαν να «καθηλώσουν» τη γυναίκα στον πραγματικό και μεταφορικό γυναικωνίτη. Πάσχισαν να κρύψουν εκείνες τις γυναικείες μορφές που ξεχώρισαν όχι μόνο για το φυσικό τους κάλλος, αλλά κυρίως για το κοφτερό μυαλό και το ανεξάρτητο πνεύμα τους. Τρανό παράδειγμα η κατά σχεδόν οκτώ αιώνες μεταγενέστερη Αλεξανδρινή φιλόσοφος, μαθηματικός και αστρονόμος Υπατία, που δολοφονήθηκε τόσο άδικα και βάναυσα από τους φανατικούς υπερασπιστές της νεόκοπης ακόμα τότε θρησκείας του χριστιανισμού…
Ο εξαίρετος συγγραφέας Γιώργος Α. Φυτιλής, μέσα από το νέο βιβλίο του πουκυκλοφορεί από την Άνεμος Εκδοτική με τίτλο «Ασπασία και Περικλής - Έρωτας και δημοκρατία», κάνει μία σοβαρότατη έρευνα σε βάθος, χαρίζοντάς μας ένα μοναδικό ιστορικό μυθιστόρημα για τη χαρισματική ρήτορα, σοφίστρια και δασκάλα της αρχαιότητας Ασπασία και τη ζωή της από τη γέννησή της στη Μίλητο έως τον θάνατό της στην Αθήνα. Παρουσιάζει με τρόπο ευνόητο –ενίοτε διασκεδαστικό και καυστικό, αλλά πάντοτε ολοζώντανο και παραστατικό– πολυάριθμα ιστορικά γεγονότα, αποκαλύπτοντάς μας άγνωστες λεπτομέρειες για εκείνη την περίοδο αλλά και την τόσο ξεχωριστή γυναίκα, που η θητεία της ως εταίρα ήταν μόνο ένα σύντομο ενδιάμεσο στάδιο, ένα αναγκαίο «σκαλοπάτι» για να πραγματοποιήσει το όνειρό της: την ίδρυση μιας σχολής ρητορικής και σοφιστείας για γυναίκες, στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. μέσα σε μια πλήρως ανδροκρατούμενη, παρότι δημοκρατική, κοινωνία.
Με αφορμή την επερχόμενη κυκλοφορία αυτού του ξεχωριστού αξιόλογου ιστορικού μυθιστορήματος, η Άνεμος εκδοτική μάς παραχώρησε ένα αντιπροσωπευτικό απόσπασμα, που αναφέρεται στα πρώτα χρόνια της Ασπασίας, όταν εκείνη αναγκάστηκε από τις συνθήκες να γίνει εταίρα για να διατηρήσει την ανεξαρτησία της και να σώσει τη ζωή της που βρισκόταν σε κίνδυνο. Ευχαριστώ θερμά τις εκδόσεις για την ευγενική παραχώρησή τους, εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία στον συγγραφέα σε αυτό το νέο αριστουργηματικό του μυθιστόρημα και σας προσκαλώ να διαβάσετε το ακόλουθο απόσπασμα ώστε να γνωρίσετε κι εσείς λίγο περισσότερο τη μοναδική Ασπασία τη Μιλήσια!
«Είναι καλοκαίρι και θα σκάσεις», της είπε ο δάσκαλος.
«Καλύτερα να σκάσω μ’ έναν ποδήρη χιτώνα, παρά να μ’ αναγνωρίσουν».
«Πού θα πάμε;» ρώτησε ο Απολλώνιος.
«Στο λιμάνι των Λεόντων», αποφάσισε η Ασπασία.
«Να το ξέρεις πως αυτό είναι επικίνδυνο».
«Θα περάσουμε απ’ τον δρόμο της κατοικίας μου κι αυτό είναι το επικίνδυνο».
«Ασπασία, παίζεις με τον θάνατο!» την προειδοποίησε ο δάσκαλος.
«Θέλω να δω τους τοίχους του», είπε με συγκίνηση η Ασπασία. «Ν’ ανασάνω τον αέρα της γειτονιάς μου και να νιώσω τα αισθήματα της νιότης μου· να δακρύσω. Είναι η τελευταία φορά που θα νιώσω παιδούλα κι αγνή».
«Οι γρήγορες αποφάσεις ίσως αποδειχτούν επιπόλαιες».
«Η καλή μου μάμμη λέει πως κάθε εμπόδιο είναι για κακό ή για καλό, από μας εξαρτάται. Ο παραλίγο βιασμός θα μου βγει σε καλό, βλέπω τη Μοίρα να μου γνέφει».
Υποχώρησε ο Απολλώνιος, ποτέ δεν θα έβαζε εμπόδια στη μοίρα ενός ανθρώπου. Η Ασπασία φόρεσε τον μακρύ χιτώνα, που σερνόταν στο χώμα, και τύλιξε το κεφάλι της μ’ έναν πρόχειρο και ρυπαρό κεφαλόδεσμο. Να κρύψει τα μακριά καστανόξανθα μαλλιά και το πρόσωπό της. Να μην καταλάβουν οι περαστικοί πως είναι γυναίκα.
***
Πήραν τον ακριανό δρόμο, επειδή ήταν λιγότερα τα σπίτια και περισσότερα τα δέντρα. Οι περαστικοί δεν θα ξεχώριζαν πως ήταν άντρας και γυναίκα οι δυο σκιές που περπατούσαν στο σκοτάδι. Πήγαιναν στην άκρη του δρόμου κι ο ένας δίπλα στον άλλον, σαν φιλαράκια που είχαν πιει κρασί στο καπηλειό και βιάζονταν να φτάσουν στα κρεβάτια τους.
Έστριψαν βόρεια, ύστερα πάλι ανατολικά κι έφτασαν στη γωνία, απέναντι απ’ την κατοικία του Αξίοχου. Κόλλησαν την πλάτη τους στον τοίχο και πήραν βαθιές ανάσες. Ο Απολλώνιος άπλωσε το χέρι του μπροστά κι έδειξε τους δύο νέους που παραμόνευαν στο σκοτάδι, για να φανεί η απονήρευτη Ασπασία και να την αρπάξουν απ’ τα μαλλιά.
Ο δάσκαλος φοβήθηκε πως ίσως η επόμενη κίνηση θα αποδεικνυόταν τραγική. Οι φίλοι του Πρόκλη θα βίαζαν ομαδικά την Ασπασία και θα πετούσαν το μισοπεθαμένο κορμί της στη θάλασσα. Ο Απολλώνιος ψιθύρισε τις σκέψεις του στο αφτί της Ασπασίας, να μην ακουστεί ο ήχος των λέξεων:
«Για να παραφυλάνε όλη τη νύχτα, έπαθε μεγάλη ζημιά ο ‟ευγενής” νέος. Καλύτερα να φύγουμε».
Ορκίστηκε, στα βουβά, ν’ αγαπάει και να προστατεύει τη Μίλητο απ’ τα ολιγαρχικά καθάρματα που καταδυνάστευαν τον λαό, όπως ο Πρόκλης, ο Μεγασθένης και η παρέα τους. Έστειλε ένα δακρυσμένο φιλί, το μοίρασε στους αγαπημένους της ανθρώπους με τον νου κι είπε στον δάσκαλο:
«Μπορούμε να συνεχίσουμε, καλέ μου Απολλώνιε. Το λιμάνι των Λεόντων με περιμένει».
***
Εκείνη την ώρα της γυναικείας απόδρασης, πήραν τους πιο σκοτεινούς κι έρημους δρόμους κι έφτασαν με ασφάλεια στο λιμάνι των Λεόντων, ακριβώς μπροστά στο καπηλειό. Στην άκρη του λιμανιού, διακρινόταν μ’ ευκολία ο σκούρος όγκος του πλοίου που θα ταξίδευε την αυγή για τις Κεγχρειές· κάλυπτε τον μισό ορίζοντα. Η Ασπασία το πρόσεξε με την πρώτη ματιά και συγκράτησε το βήμα της. Ανέβηκε στο πλοίο με τη φαντασία και σήκωσε τα πανιά της μοίρας της.
Το καπηλειό ήταν χαμηλοτάβανο, με σάπιες καλαμιές για σκεπή και πλινθόκτιστους τοίχους στο χρώμα της λάσπης. Από μέσα ακούγονταν αντρίκιες φωνές, τραγούδια και μαλώματα μεθυσμένων ναυτών. Η Ασπασία στάθηκε μακριά απ’ την πόρτα του καπηλειού, στο σκοτάδι. Έπιασε τον δάσκαλο απ’ το χέρι και του είπε με σιγανή φωνή:
«Θέλω να δεις αν είναι μέσα ο πλοίαρχος».
Ο Απολλώνιος πήγε στο καπηλειό κι έχωσε το κεφάλι του στο άνοιγμα της πόρτας. Πόνεσαν τ’ αφτιά του απ’ τα γέλια, τις άγριες φωνές και το βουητό του μεθυσιού. Με την πρώτη ματιά, δεν είδε τίποτα, πέρα από έναν συρφετό αντρών. Πίστεψε πως ο πλοίαρχος δεν ήταν μέσα στο καπηλειό. Δεν θα μπορούσε να βρίσκεται ανάμεσα σ’ εκείνο το οχλομάνι.
Όμως, δεν ήταν σίγουρος και δεν είχε χρόνο γι’ αμφιβολίες. Έδωκε μια γερή σπρωξιά κι άνοιξε την ξυλόπορτα με πάταγο. Για πρώτη φορά στη ζωή του, έκανε το ηρωικό βήμα και μπήκε σε καπηλειό του λιμανιού. Άρπαξε απ’ το χέρι έναν σωματώδη άντρα, που κρατούσε έναν κύλικα με νερωμένο κρασί, και τον ρώτησε με πνιχτή φωνή:
«Ποιος είναι ο κάπελας;»
«Εγώ», απάντησε ο γεροδεμένος άντρας.
«Ο πλοίαρχος… είναι μέσα;»
«Ποιος πλοίαρχος απ’ όλους, άνθρωπέ μου;»
«Αυτός με το μεγάλο πλοίο».
«Τέσσερα πλοία είναι μεγάλα. Τους θέλεις και τους τέσσερις;»
«Αυτός… που πλέει την αυγή για την Κόρινθο».
«Και ποιος είσαι εσύ, που ζητάς τον πλοίαρχο Καλλισθένη;»
«Ο δάσκαλος Απολλώνιος, δεν μ’ έχεις ακουστά;»
«Δεν σ’ είδα ποτέ εδώ μέσα».
«Κι εγώ δεν σ’ είδα ποτέ εκεί έξω».
«Τέλος πάντων, ο πλοίαρχος Καλλισθένης είναι στην αίθουσα των συμποσίων».
«Πού είναι αυτή η αίθουσα;»
«Δεν μπορείς να πας αν δεν πάω εγώ να τον ενημερώσω».
«Να πας».
Την ίδια στιγμή, ο κάπελας αρπάχτηκε μ’ έναν μεθυσμένο ναύτη κι είπαν τα «ναυτικά» τους, βρισιές κι απειλές σε μια γλώσσα που μόνο οι ναύτες καταλαβαίνουν. Ο Απολλώνιος δεν είχε χρόνο για καβγάδες και τράβηξε τον κάπελα απ’ τον μανδύα για να συντομεύει. Κόπηκε απότομα ο ναυτικός καυγάς κι ο κάπελας τράβηξε για τη μεγάλη αίθουσα των συμποσίων. Κρατούσε στο χέρι του τον κύλικα κι έβριζε λιμανίσια σ’ ολόκληρη τη διαδρομή.
Όταν γύρισε, ύστερα από τρεις ανάσες χρόνο, είπε στον δάσκαλο πως ο πλοίαρχος θα τον δεχτεί· μόνο για πέντε λέξεις κι όρθιο. Ο Απολλώνιος επέστρεψε βιαστικά στη γωνία όπου περίμενε η Ασπασία και της είπε τα νέα· με σιγανή φωνή, να μην τον ακούσει ο κάπελας.
«Είναι στην αίθουσα των συμποσίων, πίσω απ’ το καπηλειό. Θα μπούμε από κείνη την πόρτα. Εγώ θα μείνω απόξω στην αυλή κι εσύ θα μπεις μόνη σου».
«Θα μπούμε δύο, Απολλώνιε».
«Αφού εγώ θα μείνω απόξω, ποιος είναι ο δεύτερος;»
«Η μοίρα μου…»
Προχώρησε δυο βήματα μπροστά ο δάσκαλος κι ερεύνησε με προσοχή την είσοδο του καπηλειού, μην τους παρακολουθεί ο κάπελας. Δεν ήθελε μαλώματα, που θα έβαζε στην αίθουσα του συμποσίου μια άγνωστη γυναίκα. Όταν σιγουρεύτηκε πως ήταν λεύτερος ο δρόμος, τράβηξε την Ασπασία απ’ το χέρι κι έτρεξαν μέχρι την αυλή. Στην είσοδο της μεγάλης αίθουσας σταμάτησαν κι ο Απολλώνιος άνοιξε τα χέρια του σ’ αγκαλιά:
«Και τώρα, καλή μου Ασπασία, πρέπει να μεγαλώσεις σε μια στιγμή. Να μεστώσει το μυαλό σου, να θεριέψει η ψυχή σου και να ριχτείς στη μάχη της ζωής. Καλή τύχη!»
Την αγκάλιασε και τη φιλούσε στα μάγουλα και στα χείλη. Δεν ήθελε να την αποχωριστεί. Μια φωνή ψιθύριζε μυστικά στην ψυχή του πως δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ. Η Ασπασία βγήκε απ’ την αγκαλιά του Απολλώνιου μ’ αργές κινήσεις και σκούπισε τα δάκρυα απ’ τα μάγουλά του.
«Εδώ χωρίζουμε για πάντα, αγαπημένε μου Απολλώνιε. Μη σβήσεις τη λυχνία και μην πεις τίποτα. Πάρε πίσω τον μακρύ χιτώνα, τον κεφαλόδεσμο και τα δανεικά ποδήματα της γυναίκας σου. Η Μίλητος σε χρειάζεται περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται εμένα». Ο δάσκαλος αντέδρασε για τα ποδήματα, δεν ήθελε να τα στερήσει απ’ την Ασπασία:
«Δεν θα σ’ αφήσω ξυπόλητη, αποδώ και μέχρι την Κόρινθο».
«Αν δεν αποκτήσω σανδάλια αποδώ και μέχρι την Κόρινθο, τότε δεν κάνω για εταίρα. Θα καταντήσω πόρνη».
«Θ’ αγοράσω άλλα στη γυναίκα μου».
«Νομίζεις πως μπορώ να κλέψω μια γυναίκα, στον αγώνα μου για να λευτερώσω τη γυναίκα;» Ο Απολλώνιος υποχώρησε. Χωρίς να πει μια λέξη, τέντωσε μπροστά το χέρι με τη λυχνία και πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
***
Στάθηκε στη μέση της εισόδου και τίναξε τα μαλλιά της, μία στα δεξιά και μία στ’ αριστερά, να πεταχτούν σαν τα κύματα της θάλασσας. Με την πρώτη ματιά ξεχώρισε τον πλοίαρχο και τον κοίταξε στα μάτια· καλύτερα, τον κάρφωσε όπως καμακώνει ο ψαράς το ψάρι. Το βλέμμα της ήταν γλυκό και σκληρό μαζί.
Ο πλοίαρχος την είδε ξαφνικά κι απόμεινε με το στόμα ανοιχτό απ’ τη σαστιμάρα. Τριάντα χρόνια στη θάλασσα, πρώτη φορά αντίκριζε τέτοια ομορφιά. Πέταξε απ’ την αγκαλιά του τις δυο αυλητρίδες, σαν να κρατούσε αναμμένα κάρβουνα! Σηκώθηκε γοητευμένος κι έκανε πέντε δρασκελιές για να πιάσει την Ασπασία απ’ τον βραχίονα. Η άγουρη ομορφιά των δεκαοκτώ χρόνων τού θέριεψε τον ερωτισμό.
«Είμαι ο πλοίαρχος Καλλισθένης», της είπε τρυφερά.
«Κι εγώ η εταίρα Ασπασία», απάντησε η Μιλήσια με επαγγελματικό ύφος, όπως το υπέθεσε.
Ο Καλλισθένης οργίστηκε, κοκκίνισε το πρόσωπό του. Αγριοκοίταξε τον οινοχόο, έναν δούλο απ’ τη Θράκη και φώναξε με τραχιά φωνή:
«Μου είπες ψέματα πως έφερες τις ωραιότερες εταίρες της Μιλήτου!»
«Κανείς δεν μου μίλησε για την εταίρα Ασπασία», απολογήθηκε εκείνος.
«Και μου ’φερες τις ψόφιες προβατίνες».
«Δεν ήξερα, πλοίαρχε…» δικαιολογήθηκε ο δούλος.
«Δώσε δυο οβολούς σ’ εκείνες τις άχρηστες και πέτα τες στον δρόμο. Άντε, φύγε από μπροστά μου και πήγαινε στο πλοίο. Έχω παρέα». Γυρνώντας στην Ασπασία, της είπε με τρυφερό χαμόγελο: «Δεν έχω γνωρίσει πιο όμορφη εταίρα στα λιμάνια του Αιγαίου».
Η Ασπασία έριξε μια λοξή ματιά στη διπλή είσοδο, τις σκληρές στιγμές που πετούσαν στην αυλή τις δύο αυλητρίδες. Πόνεσε για τη ζωή της πόρνης. Απότομα, άλλαξε ύφος κι απάντησε στον πλοίαρχο, με φωνή που ήταν σταθερή κι ερωτική μαζί:
«Δεν συχνάζω στα λιμάνια και δεν θα με γνώριζες, αν δεν ήθελα να φτάσω γρήγορα στην αγαπημένη μου Κόρινθο».
«Θα σε κρατώ στην αγκαλιά μου σ’ ολόκληρο το ταξίδι».
«Πρέπει να διαλέξεις αν θα είμαι επιβάτης ή εταίρα».
«Θα είσαι επιβάτης και εταίρα».
«Αν θα είμαι επιβάτης, θα πληρώσω τον ναύλο και θα με κρατάει η δική μου αγκαλιά». Ο Καλλισθένης ξαφνιάστηκε και προσπάθησε να τη διορθώσει:
«Θα είσαι εταίρα».
«Αν θα είμαι εταίρα, θα είμαι στην αγκαλιά σου και δεν θα πληρώσω τον ναύλο».
«Θ’ ανεβείς στο πλοίο σαν επιβάτης κι ύστερα θα γίνεις εταίρα».
«Εσύ θ’ ανεβείς στο πλοίο σαν επιβάτης κι ύστερα θα γίνεις πλοίαρχος;»
«Εγώ είμαι ο πλοίαρχος!»
«Θα πληρώσεις τον ναύλο;»
«Μα είμαι ο πλοίαρχος!» φώναξε με συγκρατημένο θυμό ο Καλλισθένης.
«Το αποφάσισες να είσαι πλοίαρχος πριν ανεβείς στο πλοίο;» ρώτησε η Ασπασία.
«Ακριβώς».
«Κι εγώ αποφασίζω να είμαι εταίρα πριν ανεβώ στο πλοίο. Άρα, δεν θα πληρώσω τον ναύλο».
«Αν δεν πληρώσεις τον ναύλο, δεν θα πληρωθείς ως εταίρα».
«Εσύ, που δεν θα πληρώσεις τον ναύλο, δεν θα πληρωθείς σαν πλοίαρχος;»
«Αυτή είναι η δουλειά μου. Γι’ αυτό πληρώνομαι».
«Κι εμένα αυτή είναι η δουλειά μου: εταίρα! Γι’ αυτό πληρώνομαι».
«Νομίζω… πως μπορούμε να βρούμε μια λογική λύση».
«Πόσο αξίζει η λογική λύση;»
«Πέντε δραχμές. Εσύ δεν θα πληρώσεις πέντε δραχμές τον ναύλο κι εγώ δεν θα πληρώσω πέντε δραχμές την εταίρα».
«Νομίζεις πως εγώ όρισα τον ναύλο στις πέντε δραχμές;»
«Όχι, μα τους θεούς!» παραδέχτηκε ο Καλλισθένης. «Εγώ όρισα τον ναύλο στο δικό μου πλοίο».
«Νομίζεις πως εσύ θα ορίσεις την αμοιβή της εταίρας Ασπασίας;»
«Μα τους θεούς, όχι!»
«Δέκα δραχμές», αποφάσισε η Ασπασία.
Ο πλοίαρχος τα ’χασε. Ήταν ένα καλομαθημένο αφεντικό των λιμανιών, που έπαιρνε στην αγκαλιά του όποια εταίρα ήθελε και μ’ όποιους όρους ήθελε. Δεν μπορούσε να κατανοήσει την αγέρωχη απαίτηση της Ασπασίας. Βούιζαν τ’ αφτιά του!
«Μια δραχμή παίρνει μισθό ένας πρύτανης και πέντε οβολούς ο βουλευτής. Εσύ ζητάς τα πολλαπλάσια;»
«Τότε κάλεσε δέκα πρυτάνεις και δέκα βουλευτές να σου κρατάνε συντροφιά στο μακρύ ταξίδι στα πέλαγα». Ο Καλλισθένης έκανε την ανάγκη φιλότιμο και χαμογέλασε τρυφερά:
«Είσαι γερό μυαλό!»
Η Ασπασία αχνογέλασε, τόσο απαλά κι επιτηδευμένα που άνοιξε μόνο μια γραμμούλα στο γλυκό της στόμα. Φάνηκαν οι άκρες απ’ τα κάτασπρα δόντια και κύλισαν τα ερωτικά λακκάκια στις άκρες των χειλιών της. Ήταν το πιο γλυκό δόλωμα που είχε για να αιχμαλωτίζει τον ερωτισμό των αντρών. Όταν σιγουρεύτηκε πως ο πλοίαρχος αγκιστρώθηκε, έδωσε τη βουβή απάντηση. Άφησε το χέρι της στη δυνατή του χούφτα. Όμως δεν άφησε και δεν θ’ άφηνε ποτέ τη θέλησή της στα χέρια κάποιου άντρα. Θα ήταν για πάντα μια διαφορετική γυναίκα: Ασπασία η ελεύθερη κι ανεξάρτητη.
Ο Καλλισθένης διέταξε να φύγουν οι συνδαιτυμόνες και να πάνε στο πλοίο, να μην τους ξαναδεί μέχρι το λυκαυγές που θα σαλπάρουν. Έπιασε την Ασπασία απ’ το χέρι ηδονικά και λαίμαργα, λες κι είχε μήνες να δει γυναίκα. Όταν προσπάθησε να τη σφίξει στην αγκαλιά του, εκείνη ξέφυγε με τον γοητευτικό τρόπο που μόνο μια έξυπνη γυναίκα ξέρει να χρησιμοποιεί. Στάθηκε απέναντί του σε απόσταση κι απάντησε στο άγριο χειρόπιασμα του άντρα:
«Πλοίαρχε Καλλισθένη, ο έρωτας είναι λειτουργία του κορμιού και της ψυχής. Το ξέρεις αυτό;»
«Το ξέρω», απάντησε ο Καλλισθένης που πνιγόταν απ’ τη σαστιμάρα. Πρώτη φορά έκανε τέτοιο διάλογο με εταίρα.
«Και το φαγητό είναι λειτουργία του κορμιού και της ψυχής».
«Κι αυτό το ξέρω».
«Για να καθίσεις στο τραπέζι, πρέπει να πεινάσεις».
«Μου λες γνωστά πράγματα».
«Για να κάνεις έρωτα, πρέπει να ποθήσεις τη γυναίκα».
«Σε ποθώ και σε θέλω, όσο δεν πόθησα άλλη γυναίκα».
«Όμως εγώ δεν ποθώ τον άντρα τούτη τη στιγμή».
«Τι σημασία έχει;»
«Αν δεν έχει σημασία, Καλλισθένη, τότε να καλέσεις πόρνες κι αυλητρίδες που δίνουν τον έρωτα χωρίς να τον ποθούν. Ο έρωτας είναι μια έντιμη λέξη, ας μην την ατιμάσουμε». Ο Καλλισθένης έσυρε απαλά την παλάμη του στο πρόσωπο της Ασπασίας και της είπε με αχνό χαμόγελο:
«Όσο περισσότερο χρόνο διαρκεί η αντίσταση της γυναίκας, τόσο ισχυρότερο γίνεται το κάλεσμα του έρωτα. Αυτό άκουσα στα λιμάνια του Αιγαίου κι αυτό πιστεύω». Η Ασπασία δέχτηκε το χάδι του άντρα και συμπλήρωσε με τη γυναικεία τρυφερότητα:
«Τα αισθήματα είναι τα πρώτα κίνητρα του έρωτα και μόνο τα ευγενικά αισθήματα μετατρέπονται σε ευγενικές πράξεις. Αυτό άκουσα απ’ τον δάσκαλό μου κι αυτό πιστεύω».
Σπούδασα Πολιτικές και Οικονομικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και παρακολούθησα –με υποτροφία του συμβουλίου της Ευρώπης– σεμινάρια Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου.
Είμαι πατέρας δύο παιδιών και ζω μόνιμα σε μια γραφική κωμόπολη του δήμου Θερμαϊκού. Τιμήθηκα με βραβείο της ΧΕΝ για το μυθιστόρημά μου «Κι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο», των εκδόσεων Αιγαίο της Θεσσαλονίκης. Είμαι τακτικό μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
«Κι ο θεός έπλασε τον άνθρωπο», μυθιστόρημα, εκδόσεις Αιγαίο, 1990.
«Οι αγωνιστές», διήγημα, εκδόσεις Αιγαίο, 1991.
«Ο άσωτος πολίτης», μυθιστόρημα, εκδόσεις Αιγαίο, 1992.
«Η λαλιά των Σαρακατσάνων», μελέτη, εκδόσεις Αγωνιστής, α΄ έκδοση 1995 & β΄ έκδοση 2013.
«Το μικρό βοσκόπουλο», παραμύθι, εκδόσεις Αγωνιστής, 1996.
«Αύγουστος και Ιουλία», μυθιστόρημα, εκδόσεις Αστάρτη, 2000.
«Άρωμα από τριαντάφυλλα», μυθιστόρημα, εκδόσεις Αστάρτη, 2001.
«Τα παιδιά απ’ τον πλανήτη Ιγκάρρετ», παιδικό, εκδόσεις Λογοσοφία, 2007.
«Πέντε εκατομμύρια για να μ’ αγαπάς», μυθιστόρημα, εκδόσεις Ν. Σ. Μπατσιούλας, 2008.
«Μάρα, η κυρία της Βιέννης», μυθιστόρημα, εκδόσεις Ν. Σ. Μπατσιούλας, 2009.
«Ο μικρός αυτοκράτορας», μυθιστόρημα, Άνεμος εκδοτική, 2021.
«Το στοίχημα της ζωής μου», μυθιστόρημα, εκδόσεις Ανάτυπο, 2022.
«Τα παραμύθια της στάνης», παραμύθι, Σύλλογος Σαρακατσαναίων Θεσσαλονίκης, 2022.
«Η Τρισεύγενη», παραμύθι, Σύλλογος Σαρακατσαναίων Θεσσαλονίκης, 2023.