Ταξίδια Μέσα Από Τη Λογοτεχνία!

Η Λογοτεχνία είναι για μένα ένα «παράθυρο» σ' έναν μαγικό κόσμο. Κάθε βιβλίο μάς ταξιδεύει σε κόσμους πραγματικούς ή φανταστικούς, τωρινούς, μελλοντικούς ή παρελθοντικούς. Ένα είναι το μόνο σίγουρο, κάθε βιβλίο που μας ενθουσιάζει, μας εντυπωσιάζει ή μας μαγεύει θέλουμε να το μοιραστούμε με άλλους φίλους-αναγνώστες. Έτσι κι εγώ, θέλω να μοιραστώ μαζί σας όσα βιβλία με ενθουσίασαν και με «γέμισαν» με πρωτόγνωρες ιδέες, εικόνες και συναισθήματα. Σαφώς και η άποψη του κάθε αναγνώστη είναι μοναδική και ένα βιβλίο που εμείς λατρέψαμε μπορεί κάποιος άλλος να το αντιπάθησε ή ακόμα και να το μίσησε... Μέσα από αυτήν την οπτική θεωρώ φρόνιμο να μη σχολιάζω όσα βιβλία δεν με εντυπωσίασαν ή με άφησαν αδιάφορη, διότι η άποψή μου είναι απολύτως υποκειμενική. Δεν θα ήθελα να προκαταλάβω αρνητικά κανέναν αναγνώστη, αποτρέποντάς τον από το να διαβάσει ένα βιβλίο το οποίο, ενδεχομένως, να τον ενθουσιάσει. Κάθε βιβλίο απαιτεί το κατάλληλο περιβάλλον, το υπόβαθρο και την ανάλογη διάθεση για να εκτιμηθεί, οπότε καλό θα είναι να μην απορρίπτουμε ποτέ τίποτα. Η έκφραση και αποτύπωση της δικής μου γνώμης για κάθε βιβλίο -αλλά και των απόψεων και σχολιασμών άλλων φίλων-συγγραφέων-αναγνωστών, που αναγράφονται στη σχετική κατηγορία-, έχουν ως μοναδικό σκοπό να εκφράσουν τον θαυμασμό μας για ορισμένα βιβλία που θεωρούμε άξια λόγου και θέλουμε να γίνουν ευρέως γνωστά, βοηθώντας έτσι τους αναγνώστες στην επιλογή του επόμενου βιβλίου που θα διαβάσουν. Πάντοτε με το μεγαλύτερο σεβασμό και θαυμασμό για όλους τους συγγραφείς, που μέσα από τις σελίδες των βιβλίων τους μας «ταξιδεύουν» μακριά από την εκάστοτε πραγματικότητα ή μας βοηθούν να την κατανοήσουμε καλύτερα, αλλά σε κάθε περίπτωση στολίζουν την ψυχή μας, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ!

Κλειώ Ισιδ. Τσαλαπάτη

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

«Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΚΡΥΣΤΑΛΛΩΝ», της Ελένης Στασινού

ΧΟΡΟΣ    ΤΩΝ   ΚΡΥΣΤΑΛΛΩΝ
(ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ)
                                Χριστούγεννα  του 1880
            Η φυγάς

Μόλο που τα Ευρωπαϊκά ημερολόγια έδειχναν 1880 το πλάσμα  που έτρεχε δεν είχε μετρήσει τα χρόνια που οριοθέτησαν την αρχή της ζωής του. 
Δεν μετρούσε ούτε τις ημέρες που οδήγησαν σε αυτό το φρενιασμένο φευγιό, για τον λόγο και μόνο ότι στα μέρη του ο χρόνος  είχε άλλη υφή.
Και τώρα ακόμα, που καλπάζει σαν άλογο, ή σαν καμήλα αγώνων, η κούραση στην αναπνοή και τα αίματα των ποδιών δεν αποδεικνύουν πως ο χρόνος αυτός υπήρχε, παρά ως διαδικασία εξύφανσης μιας περιπέτειας. Η περιπέτεια αυτή είχε ανάγκη το παράνομο, τον δρόμο, το αίμα και τον πανικό στο βλέμα. Αυτό στο βλέμμα του πλάσματος που έψαχνε στο σκοτάδι να διακρίνει πού άρχιζαν οι βράχοι, πού τέλειωναν οι γκρεμνοί και πού περίμενε ο θάνατος, υπήρχε. Αλλά όχι σαν μια κατάσταση εναγώνια, μα σαν ξετύλιγμα του νέου μύθου που θα αποτελούσε την ζωή του.
Φυσικά και η αλάθητη εσωτερική παραίνεση το έσπρωχνε μακριά από τους διώκτες του. Φυσικά  ζωγράφιζε στα μάτια του, κρατήρες τόσο φλογερής διάθεσης επιβίωσης  όπου, ο χρόνος της ξένης αυτής χώρας όπου  έχει συρθεί με τη βία, θα μπορούσε ακόμα και να αρχίσει να επωάζεται. Το πλάσμα, θα μπορούσε στο εξής μετρώντας από την πρώτη αυτή νύχτα, να λογαριάζει την ζωή του.
Τα πέλματα, σκληρά και συνηθισμένα στην επαφή με το έδαφος, δεν έστελναν μνήμες φιλικές στο πλάσμα, ώστε και με κλειστά τα μάτια να αναγνωρίζει τον τόπο. Βρίσκεται σε ξένη χώρα. Ένα τόπο που με το που πάτησε, το πόδι γνώρισε μια λάσπη εχθρική.
Όχι σαν την ζεστή υγρή λάσπη όπου βρίσκανε τόπο να βλαστήσουν τα μπαμπού, μα μια γλιτσιασμένη απεχθή ουσία, που καλόκρυβε αιχμές από πετρώματα άγνωστα στα πόδια. Οι μυτερές παγίδες διαπερνούσαν  και φτάνανε μέχρι τα λεπτά κόκαλα κι ένοιωθε πως είχε βαθειά κοψίματα γιατί κάθε τόσο έτσουζαν ανυπόφορα λες και δεχόταν αλάτι σε πληγές.
Στον μακρινό ορίζοντα διέκρινε αμυδρά φώτα που άλλοτε φαίνονταν και άλλοτε χάνονταν. Πολύ θα ήθελε να φτάσει εκεί, μα οι αισθήσεις διέταζαν παράδρομους, γκρεμούς και μονοπάτια επικίνδυνα.
Κρατούσε μια σταθερή ταχύτητα. Το έδαφος σαν πλησίαζε τη θάλασσα ήταν σπαρμένο μ’ ένα είδος θαλασσόχορτου, που δεν γλιστρούσε ενώ πρόσφερε κι ένα ιαματικό βύθισμα στα τραυματισμένα πόδια.

Για αρκετή ώρα οι διώκτες είχαν ακολουθήσει το πλάσμα έξαλλοι.
Πάντα θα θυμάται τις φωνές τους να αγγίζουν το δέρμα του, πάντα θα θυμάται πως ακόμα κι όταν έπαψε να τους ακούει, όλα τα βράχια κατά μήκος της ακτής, το περιέπαιζαν  παίρνοντας τις μορφές τους.
«Δεν μπορεί, κανένας θεός δεν θέλει τέτοια αδικία» περνά από το μυαλό του πλάσματος και την ίδια στιγμή κεραυνοί χαρακώνουν τον ουρανό και κάνουνε τη νύχτα ημέρα.
Το πλάσμα έστρεψε ένα γύρω τα μάτια τα πεινασμένα για ασφάλεια.
Άρπαξαν τα μάτια τον ωκεανό να αφρίζει αριστερά.
Πίσω ολόκληρη την οροσειρά που είχε διασχίσει.
Δεξιά, τις συστάδες γυμνών βουνών.
Μπροστά  εξακολουθούσαν να αναβοσβήνουν  φώτα μαυλιστικά.
«Αν πάω εκεί θα με βρουν ευκολότερα» σκέφτεται και αρχίζει να απομακρύνεται από την ακτή τραβώντας βορειοανατολικά, όταν μια αφηνιασμένη βροχή αρχίζει να μαστιγώνει τα πάντα.
Το νερό σε ριπές διασχίζει το σώμα που επιμένει να τρέχει σκυφτό.
Κάθε τόσο το  υδάτινο μαστίγωμα σταματά για να δώσει τη θέση του σε μια μάζα παγωμένου αέρα 
Τότε, το πλάσμα στροβιλίζεται, χάνει τον ρυθμό του.
Κάποτε θα θυμώσει με το παιχνίδι αυτό της φύσης εις βάρος του. Σταματά και σηκώνει ψηλά τα χέρια. Με υψωμένο κεφάλι φωνάζει σε αυτόν που νομίζει ότι την πολεμά.
«Με λένε Λατίφα!» λέει. Και από πλάσμα, αυτοστιγμεί αποκτά σύσταση και φύλλο.
Γίνεται κορίτσι ψηλόλιγνο και δυνατό, με λίγο πεταχτά δόντια σ’ ένα στόμα παχύ πλην καταματωμένο. Ένα κορίτσι με μακριά μαλλιά, στο χρώμα του κόρακα και τόξα περήφανα πάνω από τα αμύγδαλα των ματιών.
«Με λένε Λατίφα» επαναλαμβάνει λες και από τούτο παίρνει θάρρος «κι έχω γεννηθεί ελεύθερη. Πατέρας μου είναι ο Καμίλ Σεμί  που έχει δώδεκα καμήλες, δώδεκα γιους και μια κόρη μονάκριβη που γεννήθηκε ελεύθερη και θα μείνει ελεύθερη.»
«Με λένε Λατίφα κι έχω γεννηθεί ελεύθερη. Πατέρας μου είναι ο Καμίλ Σεμί  που έχει δώδεκα καμήλες, δώδεκα γιους και μια κόρη μονάκριβη την Λατίφα που γεννήθηκε ελεύθερη και θα μείνει ελεύθερη.»
«Με λένε Λατίφα κι έχω γεννηθεί ελεύθερη……….»
Μονολογεί κι αρχίζει να περπατά, σε λίγο πάλι θα τρέχει, θα έχει πείσει τα στοιχεία της φύσης πως κι αυτή δυνατή σαν στοιχειό και δεν θα μπορούσαν να την καταβάλλουν.
Θα πείσει τον εαυτό της για την δύναμη της, την δύναμη της οικογένειας της, που είχε όλη σωρευτεί σε κνήμες λαγόνια, χέρια, πλάτες, πατούσες, όταν ένα σύγκρυο αρχίζει να την θερίζει από τα λεπτά της καλάμια, μέχρι τις άκριες των μαλλιών. Την ίδια στιγμή ένα πόνος σουβλερός κυκλώνει την κοιλιά της και την κάνει να διπλωθεί στα δύο.
«Χάθηκα» ξαναμουρμουρίζει, αλλά θυμάται στην φυλή της, την πρώτη μέρα των κοριτσιών που γίνανε γυναίκες με ένα πόνο και ένα αίμα και ανασαίνει γρήγορα και κοφτά .
«Με λένε Λατίφα κι έχω γεννηθεί ελεύθερη γυναίκα»
«Με λένε Λατίφα κι έχω γεννηθεί ελεύθερη γυναίκα»

Σηκώνεται και τρέχει από την αρχή και στη βροχή που σαν καταρράχτης τώρα ξαμολιέται από τον ουρανό, δεν ακούει τίποτα το επικίνδυνο παρά μόνο σαν είναι ήδη γύρω της ασφυκτικός κλοιός οι διώκτες της που θα την κυκλώσουν από εκεί που δεν το περιμένει.
Χάθηκα, απελπίζεται και ετοιμάζεται να παραδοθεί στη μοίρα της όταν βαρύ ποδοβολητό αλόγων ορμά με πυροβολισμούς.  
«Ψηλά τα χέρια άτιμοι» φωνάζουν οι νεοφερμένοι, το κορίτσι δεν βγάζει νόημα, διαισθάνεται μόνον, ότι οι αρχές στον τόπο αυτό έχουν μάτια και τη νύχτα.
Δεν έχουν όμως θέληση. Αφού  ο τόπος καθαρίζει, οι ιππείς δεν παίρνουν καταπόδι τους παράνομους, μόνο κάνουν κύκλο γύρω της. Αναρωτιέται το γιατί. Πως και δεν συνέλαβαν έστω και έναν από τους τρεις πελώριους άντρες που την κυνηγούσαν. Τρομοκρατημένη κολλά στον πρώτο βράχο πίσω, όταν ένα φως θα πέσει επάνω της. «Αυτό είναι ένα παιδί» λέει ο ένας ένστολος στον άλλον «Δουλέμποροι του κερατά» συμπληρώνει  άλλος κι αυτή τρέμει και πάλι δεν καταλαβαίνει τίποτε, μόνο το βλέμμα του τρίτου από τους σωτήρες της την απορροφά.
Είναι ένας άντρας σφιγμένος στη μπέρτα του που δείχνει ζεστή και που  βγάζει και την πετά στον άντρα που έχει αφιππεύσει και την περιεργάζεται με το φακό του με ευχαρίστηση.
«Σκέπασέ την, είναι σε κακό χάλι» διατάζει  κι εκείνη πάλι δεν καταλαβαίνει λέξη, βλέπει μόνο να συζητούν για λίγο και να αποχωρούν αργά όλοι, εκτός του σφιγμένου άντρα. 
«Απόψε δεν έγινε τίποτα…» τους φωνάζει εκείνος που μένει, πριν χαθούν στα σκοτάδια «Ξεχάστε το γεγονός. Είναι κρίμα να περάσει τα μαρτύρια της φυλακής τούτο εδώ. Γνωρίζουμε πως φέρονται οι φύλακες στους ξένους». 
«Γι αυτό δεν μας άφησες να κυνηγήσουμε τους δουλέμπορους» ρωτά ο ένας προσπαθώντας να καταλάβει «Επειδή θα είχαμε τους θύτες αλλά θα έλειπε το θύμα;»          
«Έχει δίκιο ο Ρομέο. Κοιτάτε τη δουλειά σας. Κι έπειτα ξέρουμε καλά τουλάχιστον το ένα από τα καθάρματα. Είναι ο Ενρίκο Πιέρρι  μα οι γονείς του είναι καλοί ανθρώποι στην υπηρεσια του Δον Ντιεγκο. Παλιός φίλος οικογενειακός σας αν δεν κάνω λάθος, ε Λομπάρντι;.  Όποτε θέλουμε τον έχουμε στο χέρι. Για τώρα άλλες είναι οι προτεραιότητές μας.» 
«Φύγαμε τότε» 
«Εις το επανιδείν Ρομέο»

Το κορίτσι είδε τον τόπο να αδειάζει και τη βροχή να δυναμώνει ανελέητα.
Κι εκεί που σκέφτεται ποιά θα είναι η τύχη της, ο καβαλάρης σκύβει και μ’ ένα άρπαγμα απ’ τη μέση την ανεβάζει σα φτερό και την καθίζει μπροστά του.
Την κρατά σφικτά χωμένη στην χλαίνη του που έχει ανοίξει.
Η βροχή σαν παραπετάσματα με διαφορετική πυκνότητα κάθε φορά, κάνει το τοπίο άλλοτε να χάνεται, άλλοτε να εμφανίζεται θαμπό κι άλλοτε να εξαφανίζεται τελείως. Εκείνο που μπορεί όμως να δει είναι το πρόσωπο του σωτήρα της. Έτσι κάθε τόσο γυρνά και τον κοιτά.
Αν είχε λίγο χρώμα θα ήταν ίδιος με τον θεό  του ουρανού, καθώς φάνταζε μέσα από τα παιδικά της μάτια. Με τόσο ανοιχτόχρωμα μάτια, τόσο  ανοιχτόχρωμα που δείχνανε λευκά στις φλόγες της φωτιάς γύρω από την οποία εκστασιάζονταν οι γυναίκες του χωριού της. 
Τότε αναρωτιόταν γιατί βυθίζονταν σε τέτοια κατάσταση ξέφρενη οι γυναίκες. Τώρα όμως καταλάβαινε πως ένα βλέμμα, ήταν ικανό να κάνει κάποιον να ξεχάσει ποιός είναι και που πάει.
«Θες να με δεις;» ρωτά κάποια στιγμή άγρια σχεδόν ο καβαλάρης και με το ένα του χέρι την γυρνά πάνω στην ράχη του αλόγου να τον βλέπει κατά πρόσωπο.  Το κορίτσι με τεράστια μάτια βλέπει τον ξένο να κοιτά και να περιεργάζεται τα σκισμένα της ρούχα.
Από ένα σχίσιμο, ένα καμπύλο τμήμα σφιχτής σάρκας προβάλλει. Ο έφιππος την σπρώχνει μαλακά προς τα πίσω, ενώ τραβά το γκέμι να ημερέψει ο βηματισμός του αλόγου του.
Από τα ανοικτά πόδια της διαγράφεται νεαρή σάρκα που όσο προχωρά προς τα πάνω σκοτεινιάζει, σκόπιμα λες, σα να θέλει να διατηρήσει το μυστήριο εκείνου που υπάρχει εκεί.

Ο καβαλάρης μουσκεμένος από την βροχή.
Μόνος με ένα πλάσμα που δεν μιλά την γλώσσα του.
Χωρίς την παρουσία των φίλων που θα μπορούσαν να είναι μάρτυρες ενός ξεπεσμού.
Έρημος σε ένα αιμοσταγή και αιμοδιψή κόσμο.
Εγκαταλειμμένος  από την κανονικότητα των νόμων. Μέσα στην ανελέητη φύση.
Απομακρυσμένος από τα σύμβολα μιας θρησκείας που παντού έχει σπείρει ναούς και σταυρούς και καμπαναριά, ώστε να θυμίζουν στον οδοιπόρο την απανταχού ύπαρξη του θεού.
Νοσταλγώντας το βυζί, που δεν θυμάται να τράφηκε.
Απελπισμένος από μια αίσθηση μοναξιάς που άλλοτε δεν είχε νοιώσει.
Και επιθυμεί να σμικρύνει.
Να χωθεί ανάμεσα σε αυτές τις σάρκινες κοιλάδες.
Να εισχωρήσει εκεί. Σε αυτό το βάθος απ’ όπου προήλθε.
Να κυοφορηθεί από την αρχή.
Από μια μητέρα που θα μείνει ζωντανή.
Ώστε να τον μαλακώσει με φιλιά.
Να τον θρέψει με αγάπη και γάλα και αίμα αν χρειαστεί.
Να να τον αγαπήσει τόσο που κανένα βρέφος στον κόσμο να έχει αγαπηθεί με ίδιο τρόπο.
Κι ύστερα να μεγαλώσει.
Χωρίς διαταγές.
Χωρίς απαγορεύσεις.
Χωρίς βασανισμούς.
Αγαπώντας τον κόσμο. Αγαπώντας τη γυναίκα. Αγαπώντας την ειρηνική ζωή. Γιατί θα είχε βρεθεί μία τουλάχιστον γυναίκα που θα τον είχε χρίσει γιό της. Μία γυναίκα που θα μπορούσε να την καλεί και σε κάθε του κάλεσμα να είναι δίπλα του.
«Μάαααααααααμμα» επικαλείται σαν λύκος σε χιονισμένη κορυφή σηκώνοντας το κεφάλι προς τον μαύρο ουρανό, ενώ ταυτόχρονα  τραβάει τη μέση του κοριτσιού πάνω στην ράχη του αλόγου του.

Το κορίτσι βλέπει τον άντρα που θυμίζει τοτέμ που ζωντάνεψε να ξεσκίζει με τα δόντια τα υπόλοιπα από τα ρούχα της. 
Σα θεός δεν μπορεί παρά να είναι άγριος σκέφτεται. Θυμώνει ο φτωχός που αν και θεός,  έχει ανάγκη από τη σάρκα μου ώστε μέσα σε αυτή να ξαναβρεί τη χαμένη μητέρα.
Το ήξερε αυτό το παιχνίδι ερωμένης-μάνας. Το είχε χιλιάδες φορές διδαχτεί στην μικρή ζωή της με τους ανθρώπους της πατρίδας της.
Ανασήκωσε τα λιγνά της πόδια και τα ανέβασε στους ώμους τού καβαλάρη της.
Η βροχή δυνατή σκέπασε το διπλό τους ουρλιαχτό. «Μάμμααααααα!»
Ύστερα ένα φως άστραψε από τον βοριά  το κορίτσι θαύμασε ατελείωτα  τα σχεδόν λευκά μάτια  του περαστικού της εραστή  που τώρα εισχωρούσε σε βραχώδη σπηλιά με την ίδια θήραμα περίεργο αλλά διαθέσιμο. 

Τον άφησε βυθισμένο σε ύπνο. Σκληρός κι ωραίος, πεσμένος  μπρούμυτα, να αφήνει την πλάτη του εκτεθειμένη στα μάτια της. Η γυναίκα των δεκατριών ετών παρατήρησε ότι το δέρμα του δεν ήταν λείο. Λες και το χαν σηκώσει και το χαν ράψει πάνω από την επιφάνεια της πλάτης. Κάποιες φυλές  είχε ακούσει πως κάμνανε τέτοια κεντίδια στα αγόρια κατά την τελετή της μύησης τους σε πολεμιστές.
Αυτό θα ήταν. Ώστε κι οι  ξένοι είχαν παρόμοια έθιμα… σκέφτηκε και τυλίχτηκε με το στρατιωτικό του σακάκι. σκεπάζοντας τον με την μάλλινη στρατιωτική του κάπα. Μετά απέσπασε την προσοχή της το πηλήκιό του. Αυτό ήταν που τον έδειχνε τόσο σπουδαίο σαν ίππευε. Έσκυψε και το πήρε. Το θέλησε να την συντροφεύει από εδώ και μετά, αφού δεν θα ξανάβλεπε τον ίδιο. Το φόρεσε και απομακρύνθηκε.

Δεν έκανε το λάθος να περπατήσει σε δρόμο. Εξ’ άλλου όπου να ήταν ξημέρωνε. Ντυμένη με το χοντρό αργαστό μάλλινο του, περνώντας από τα λεπτά στενά και υγρά ανοίγματα του εδάφους, αντί να φύγει προς την γη, εισχώρησε στα έγκατά της.
Κάποτε σταμάτησε. Μπροστά της απλωνόταν γούρνα με νερό. Στάλες πέφτανε από την οροφή του σπηλαίου και ρυτιδώνανε την επιφάνεια. Κουκούβισε στο σύθαμπο και κοιμήθηκε μέσα σε μώλωπες και αίματα. Σαν ξύπνησε είχε νυχτώσει πάλι. Η βροχή έμοιαζε ασταμάτητη. Φτάνοντας στην σπηλιά που είχε καταλύσει μαζί με τον άντρα, βρήκε το παγούρι του με νερό κι ένα δοχείο με σκληρό ψωμί και μπισκότα ακόμα σκληρότερα. Τα έφαγε με ευχαρίστηση και σαν τέλειωσε έβγαλε προσεκτικά το κεφάλι και κοίταξε γύρω. Το σκοτάδι πάλι αδιαπέραστο. Όμως από της προηγούμενης  νύχτας τις κλεφτές της  ματιές, είχε διαιστανθεί τόπους κατοικημένους στα ριζά των μικρών οροσειρών.
Δεν ήξερε αν ήθελε να συναντηθεί με άνθρωπο, μα δεν ήταν και αγρίμι να ζήσει με έντομα και ρίζες. Έσφιξε γύρω της το σακάκι και άρχισε τον δρόμο από την αρχή.

Περπατούσε και σκεφτόταν το σπίτι της. Τον πατέρα και τα αδέρφια της. Το πώς την είχαν. Τις ιστορίες που της λέγανε. Ιδίως μια ιστορία «Αλήθεια είναι» ορκιζόταν ο πατέρας της, που της την διηγιόταν για νύχτες πολλές. Ως που μεγάλωσε. Έτσι της είχαν πει.
«Τώρα μεγάλωσες. Έγινες σωστή κοπέλα έξι χρονών. Τώρα μπορείς να συνεισφέρεις στο σπίτι. Δεν είσαι για παραμύθια»
«Τουλάχιστον την ιστορία μας» παρακαλούσε τον πατέρα της πολλά βράδια.
«Θα στην πω για μια τελευταία φορά. Μετά ποτέ ξανά. Βάλε την όμως κι εσύ καλά στο μυαλό σου. Μπορεί κάτι να μάθεις μέσα από αυτή»
«Εντάξει» είχε συμφωνήσει και είχε χωθεί στο ανοικτό στέρνο του πατέρα της.

«Μια φορά ήταν ένας άντρας που είχε δώδεκα γιους και δώδεκα καμήλες που απόκτησε μια τόση δα μικρή γυαλιστερή κορούλα.
Ο πατέρας την πήρε στα χέρια του, την κοίταξε και κείνη του γέλασε.
Μετά  την γύρισε από δω, την γύρισε από κει, την ξανακοίταξε και κείνη πάλι του γέλασε.
Κατόπιν ο πατέρας την έπιασε ανάποδα από τις πατούσες, κι ύστερα την κοίταξε. Εκείνη ξαναγέλασε.
Περίεργος την ψαχούλεψε, την τσίμπησε ελαφριά ,την ζούληξε, της φώναξε στο αυτί, και κείνη πάλι του χαμογέλασε
«Μού ‘φτιαξες τη ψυχή μ αυτό σου το γελάκι» είπε ο πατέρας και αγάπησε πολύ το νεογέννητο θηλυκό.
Σαν πέρασαν δώδεκα φεγγάρια πήρε τη θυγατέρα του και την πήγε στον μάγο της φυλής.
«Τι να κάνω για τούτο το όμορφο, ώστε σαν μεγαλώσει να μην έχει την τύχη των γυναικών της φυλής μας;» ρώτησε.
«Γιατί» απόρησε  ο μάγος. « Τι έχει η τύχη των γυναικών της φυλής μας που την αποστρέφεσαι; Και γόνιμες είναι και υπάκουες, εργατικές και υπομονετικές, όμορφες και καλόψυχες»
«Αυτό ακριβώς» απάντησε ο πατέρας της μοναχοκόρης. «Με τόσα χαρίσματα και ποια είναι η προκοπή τους;»
«Και σαν τι θα ήθελες να κάνει;»
«Να διακριθεί σε κάτι, να ταξιδέψει, να ανακαλύψει, να νοιώσει όλα όσα οι γυναίκες μας δεν γνωρίζουν»
«Εσύ πατέρας και να εύχεσαι κάτι τέτοιο; Ξεχνάς πως και μόνο με το γάμο της θα σου φέρει μια περιουσία να αυγατίσεις την δική σου;»
«Αυτό ακριβώς σου λέω μεγάλε μάγε. Τούτο δω το πλάσμα, τ’ αγαπώ περισσότερο από το συμφέρον μου, από τα ήθη και τα έθιμα της φυλής, από τους νόμους μας, από τη ζωή μου την ίδια.»
«Αυτό είναι πολύ κακό. Μια τέτοια αγάπη είναι που φέρνει τα πάνω κάτω. Που ταράσσει την τάξη του κόσμου. Αν όμως το θες πολύ, πήγαινε και μείνε ήσυχος. Θα καλέσω εγώ τα πνεύματα, ώστε να ευοδώσουν τις ευχές σου.  Εύχομαι μόνο να μη μετανιώσεις ποτέ για τι επιθυμίες σου αυτές.»
«Εγώ είμαι το κορίτσι αυτό;» είχε ρωτήσει.
«Εσύ μοναχοκόρη μου. Εσύ. Ελπίζω μόνο αν πιάσει η ευχή μου και τα ξόρκια του μάγου μας, να μην μετανιώσω για ό, τι ευχήθηκα.»
«Δεν θα μετανιώσεις. Αφού από αγάπη ευχήθηκες» ακούστηκε η μάνα πάνω από τα κεφάλια τους. «Άσε την τώρα να πάει για ύπνο γιατί από αύριο θα πάει με τον αδερφό της να της δείξει τα κατατόπια...»
«Δεν θα σε κάνω να μετανιώσεις πατέρα για την ευχή σου. Ότι και να με βρει, δεν θα βαρυγκομήσω. Με χαρά θα το ζω. Αν είναι να μην έχω την τύχη των γυναικών της φυλής μας, τουλάχιστον ας μάθω από το κάθε τι που θα με βρει η που θα βρω» σκέφτεται  σφίγγει γύρω της το στρατιωτικό αμπέχονο που είχε κλέψει και ένοιωσε ευγνωμοσύνη για αυτόν τον άντρα που διψασμένος για αγάπη την πήρε απελπισμένα και ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την νυχτερινή τους οικειότητα της άφησε το νερό και το ψωμί του.

Οι ώρες κυλήσανε βασανισμένες από την διαρκή βροχή, διογκωμένες από την υγρασία και την κούραση που την βρήκε μετά τις πολλές ώρες ανηφορικής πεζοπορίας.
Σε ένα ύψωμα τώρα, τρίβει τα μάτια να σβήσει μιαν αμυδρή υποψία οικισμού που φωτίζεται τρεμουλιαστά στο βάθος της κατηφόρας.
«Σώθηκα» μουρμουρίζει κι αρχίζει να τρέχει πέφτοντας σε πέτρες, θάμνους μαλακωμένους από την βροχή, χαλίκια που κατρακυλούν μαζί της, κάνοντας την να κυλάει σαν που κυλούσε στους αμμόλοφους του τόπου της.
«Σώθηκα» επαναλαμβάνει και αρχίζει να πλησιάζει γκρεμισμένες μάντρες, οικήματα σιωπηλά, κι ύστερα να σου τα δρομάκια, γλιστερά  και βρωμερά, να μυρίζουν κοπριά ζώων ξεθυμασμένη από τη βροχή  κι ύστερα σπίτια κανονικά με τις πορτούλες τους τα παραθυράκια τους, να τα προσπερνά  κι όλο αυτά να πυκνώνουν.

«Σώθηκα» λέει πάλι και περπατά σύρριζα στους τοίχους  προσπαθώντας να αποφύγει τις υδρορρόες των σπιτιών. Εδώ οι τοίχοι υψώνονται εμποδίζοντας το παραμικρό φως να φτάσει. Προσπερνά αψιδωτές πόρτες.
Δεν μπορεί να μείνει στην καρδιά του τόπου που διασχίζει. Πρέπει να είναι άφαντη. Να μην την μυριστούν κακόβουλοι. Σκυλιά και εκμεταλλευτές.
Κάποια λυχνάρια ανάβουν δειλά, ενώ πετεινάρια δοκιμάζουν τα πρώτα βραχνιασμένα αγγελτήρια. Είναι σκυφτή,  με τα πόδια της να βαραίνουν λες και διασχίζει ένα ποτάμι με κίνηση καθοδική. Ξανακοιτά πίσω της. Δεν βλέπει τίποτα άλλο, από μικρά ρυάκια βρόχινα που κυλούν.
Τότε αυτή η αίσθηση ότι διασχίζει ποταμό από πού έρχεται;
«Θα είναι τα όνειρα των κατοίκων. Τώρα κυλούν έξω από τη νύχτα» σκέφτεται και εγκαταλείπεται στις θέρμες της, που φτάνουν στα σαγόνια που αρχίζουν να κροταλίζουν, όταν ακολουθώντας ένα κατασκότεινο σκεπαστό διάδρομο, βρίσκεται σε αδιέξοδο.
Κοιτάζει δεξιά-αριστερά. Δεν μπορεί πλέον να διακρίνει τίποτα, αφού τα μάτια της βουλιάζουν σε ένα πυρετικό παραλήρημα.
Νομίζει πως βλέπει αλογίσια κεφάλια να την πλησιάζουν δείχνοντας τα δόντια τους. «Σας παρακαλώ, μπορώ να μείνω εδώ; Δεν θα σας ενοχλήσω» λέει και νομίζει πως ακούει τον μεγάλο Αραβικό ίππο να διατάζει στην δική της γλώσσα, τα άλλα. «Σκεπάστε την μη πεθάνει»
Πέρασε τη νύχτα σκεπασμένη με αρμαθιές στεγνό σανό.

Όταν ο γέρο Μάσσιμο ήρθε να καθαρίσει τους στάβλους κι είδε τις μουσούδες  των ζώων να χαμηλώνουν σε ένα και μόνο σημείο, απόρησε, μα η απορία του έσβησε με μιας, σαν  διέκρινε το κορμάκι καταματωμένο να αναριγά στον πυρετό.
«Έτσι κάμανε και με τον Κύριο μας, τα πονόψυχα» του πέρασε από το μυαλό «όχι σαν κι εμάς τους σκληρούς» και φώναξε με δυνατή φωνή «Παολίνα! Παολίνα, έλα να πάρεις το Χριστουγεννιάτικο δώρο σου!»

Η χωρική που έφτασε, σταυροκοπήθηκε τρεις φορές πριν αγγίξει την αναίσθητη σχεδόν κοπέλα για να την βάλουν στο καρότσι που κουβαλούσαν την τροφή στα ζώα.
Την μετέφεραν στο εσωτερικό του σπιτιού, όπου πάνω σένα πάγκο μοσχομύριζαν απλωμένα τα σπονγκάτε και τα πινιοκάτε* (*Χριστουγεννιάτικα γλυκά) 
«Πιάσε την τώρα πάλι απ’ τα ποδάρια» διάταξε με τη σειρά της τον γέρο Μάσσιμο «σιγά-σιγά μη σου μείνει κάνα καλάμι στο χέρι»
Στο μαλακό κρεβάτι η γυναίκα την καθάρισε με ζεστά νερά, την άλειψε όλη με λευκό κρασί από τους λόφους του Τρεβίζο, που φύλαγε για τους δεσπότες του σπιτιού, απόθεσε γύρω από τα πόδια της καθαρά λινά να συλλέγουν το αίμα της γυναικείας της φύσης, έδεσε τα πέλματα της και για τα ρίγη, την πότισε κρασί με κοπανημένη φλούδα κίνας* *( Φυτό με μικρό σκληρό καρπό που διαθέτει αντιπυρετικές ιδιότητες)
Ύστερα τη σκέπασε ζεστά .
«Δόξα τον Κύριο. Ξημερώνει νέα μέρα» μουρμουρίζει η γυναίκα. Γυρνά κατόπιν και φιλά σταυρωτά τον άντρα που άκουγε στο όνομα Μάσσιμο.
«Χρόνια πολλά γέρο μου. Χριστός να μας φυλάει»
«Αμήν γυναίκα. Τραβάω για πάνω να δω μη θέλουν τίποτε»
Η γυναίκα επέστρεψε στον πάγκο και συνέχισε τη δουλειά ρίχνοντας κάθε τόσο πονεμένες ματιές στο κορίτσι.
«Ποιος ξέρει τι το κατατρέχει το άμοιρο» σκέφτεται και ο νους της πάει στον μοναχογιό της. «Κύριος οίδε ποιες καινούργιες θάλασσες γνωρίζει. Είθε να ερχότανε ο Ενρίκο μου κατά δω. Να κάμει μαζί μας γιορτάδες κι ας ξαναφύγει»
Ο ήλιος άρχισε να λογχίζει τα τζάμια, διαπερνώντας τα βαριά σύννεφα.

Σαν βράδιαζε στο  Caltavuturo τα καλοκαίρια, όλοι  πιάνανε τις σκιές.  Μιλούσαν γελούσαν τραγουδούσαν. Κάποτε έρχονταν από τα διπλανά κτήματα, στήνανε φαγοπότι, ψήνανε πατάτα και καλαμπόκι. Αλλάζανε τα νέα, θυμούνταν τα παλιά, τις σκέψεις δεν τις πολυκρατούσαν μέσα τους, λες και η κρυμμένη σκέψη μαζί με αυτόν τον ήλιο θα τους αποξέραινε τα σωθικά.
Από την άνοιξη και μετά είχαν την Λατίφα αντικείμενο ενδιαφέροντος.
«Να το κρατάς δεμένο»
«Είναι μικρό, θα μαγαρίσει τους άντρες μας»
«Να τη πλένεις. Μπας και ξανοίξει»
«Έννοια σου και πλένεται μόνη της. Μια φορά τη μέρα»
«Εδώ δεν έχουμε νερό για τις ανάγκες μας. Άκου πλένεται κάθε μέρα» 
«Πονηρό αυτό. Κάθε Σάββατο πριν την εκκλησία φτάνει»
«Ποια εκκλησιά. Ξενόθρησκη θα είναι»
«Διαβολικά μου φαίνονται. Κοίτα τα μάτια της σαν να αστραπιάζουν.
«Να το δίναμε σε άσυλο. Εκεί λέει τα προσέχουν καλύτερα»
«Ψέματα. Τα βασανίζουν οι φύλακες. Τα χτυπούν. Τα γκαστρώνουν.»
 «Κρίμα τα ορφανά. Μη το δώσεις.»
«Μόνο να τόχεις απόκοντα. Μη βγαίνει όξω και μαγαρίσει»
«Δασκάλεψέ την. Κάτω τα μάτια. Τήρα την εκεί  πως τηράει δεξά-ζερβά. Θηλυκό είναι  αυτό;»
«Εδώ τα θηλυκά είναι όπως είναι. Η να μάθει η θα φύγει»
«Όχι, όχι πήραμε κι άδεια από τις αρχές. Εδώ θα μείνει. Θα γίνει δούλα μας. Θα υπηρετεί τον Δον Ντιέγκο. Άσε που η ντόνα Λουτσία την έχει με καλό πάρει. Εδώ θα μείνει. Βλέπεις μας βγήκε και έξυπνη. Μαθαίνει τη γλώσσα. Και προκομμένη είναι. Και σεβαστικιά. Ξεκούρασε κι ελόγου μου. Εδώ θα μείνει»
«Να  την προσέχεις»
«Θα την προσέχω»

Η αλήθεια είναι ότι ο Μάσσιμο και η Παολίνα δεν ξαφνιάστηκαν που βγήκε τόσο σκληροτράχηλο το κορίτσι των Χριστουγέννων.
Αφού μπορούσε άυπνο και άσιτο, να δουλεύει σαν πέντε κι αν δεν την τραβούσαν να σιτιστεί, να ποτιστεί η να κοιμηθεί, θα δούλευε λες και μέσα στην κούραση κατέπνιγε κάτι άγνωστο σ’ αυτούς.
Δεν ξαφνιάστηκαν ούτε σαν την είδαν να ανταποκρίνεται τόσο γρήγορα στο γλωσσικό τους ιδίωμα, μάλιστα έδειχνε μια ιδιαίτερη προτίμηση στον να μιμείται όχι τόσο το δικό τους λεξιλόγιο όσο την εξεζητημένη προφορά  και τις λέξεις που χρησιμοποιούσε η κυρά Λουτσία, γυναίκα του Ντιέγκο Ορσίνι.
Δεν ξαφνιαστήκανε όμως ούτε σαν μήνα με τον μήνα, παρατήρησαν πως η κοιλιά της μικρής επισκέπτριας στρογγύλευε όμορφα.
«Την άδεια από τον δον Ντιέγκο για το κορίτσι την πήραμε, με τούτο εδώ όμως τι κάνουμε;» ρωτούσε τα βράδια ο γέρο Μάσσιμο την γυναίκα του.
«Και καλά που τάχει καλά με τις αρχές…» έλεγε και κοίταζε την κοιλιά που άρχισε να διαγράφεται στο ψηλό λιγνό κορμάκι.
«Γιατί, λίγα μπάσταρδα έχει η χώρα; Ένα ακόμα. Κι ύστερα μπορεί το κορίτσι να μην είναι δικό μας για να μας ντροπιάζει,  όμως αυτό που κουβαλά μέσα της, σίγουρα δικός  μας το έσπειρε. Που να τον φάει ο μαύρος ! Θα πεις πως δεν έσπειρε μόνο, όποιος κι αν ήταν. Θέρισε κι όλα. Ξεχνιέται το πως το βρήκαμε; Δαρμένο, ματωμένο, κακόπαθο. Γινόμαστε άγριοι άμα θέλουμε εμείς οι νησιώτες…»
«Μη λες τέτοια γυναίκα. Δεν πιστεύω πως κακοπάθησε από δικό μας το κορίτσι. Το στρατιωτικό χιτώνιο φυλαγμένο το χεις. Από στρατιώτη Ιταλό κακοπάθησε.  Ετούνοι είναι που καίνε, ληστεύουν και φονεύουν». 
«Εσύ το λες αυτό που πολέμησες για τον Γαριβάλδη;» «Τότε γυναίκα πολεμούσαν οι στρατιώτες για την ιδέα. Τώρα είναι πολιτική στη μέση. Όλα χάλασαν»
Βγάζανε τη αλήθεια τους και τη κάνανε πεποίθηση.

Τα παράσπιτα  δεν ήταν κολλημένα στον κύριο όγκο του σπιτιού. Ανάλογα με το που έπεφτε ο ήλιος, είχαν χτιστεί οι «πλύστρες», όπου οι γυναίκες πιάνανε δουλειά από το ξημέρωμα, αλλού χειμάζανε τα κτήνη, αλλού στέγνωναν τα υγρά σιτάρια  κι αλλού στεγαζόταν το zimmile* *(σημείο δωματίου  φραγμένο με ψάθα σκληρη οπου φυλαγόταν το στάρι, που κάθε βδομάδα πήγαινε στον μύλο για τις ανάγκες της οικογένειας)  Χαμηλά τα ζώα τα αχούρια και οι ποτίστρες . Σαν πιάνουν οι ζέστες να μην τους αγγίζουν οι μυρωδιές. 
Όλα μακριά από την καθημερινή  ζωή των ανθρώπων του σπιτιού αλλά και τους ανθρώπους του. Λες και περάσανε μακριά οι εποχές που οι ίδιοι ήσαν αγρότες και κτηματίες και τώρα θέλοντας να ξεχάσουν την σχέση τους με τη γη, απομάκρυναν τα εργαστήρια από τον χώρο που ζούσαν.
Η ντόνα Λουτσία, όμως δεν ξεχνούσε τίποτε. Ερχόταν στις μεσαυλές.  Ώρες  περιτριγύριζε ανάμεσα σε εργάτες και εργάτριες. Μύριζε τα φρεσκοπλυμένα σεντόνια, δοκίμαζε τα αγαθά, ρωτούσε για τη ζωή τους. Κάποτε καθόταν να πάρει ένα ποτήρι Αλιάνικο*  με μια ελιά από το πρόγευμά  η το δείπνο τους.
*( αλιάνικο ντελ βούλτουρε (vino aglianico del vulture) είναι κρασί της περιοχής  Μέλφι στην περιοχή της Μπαζιλικάτα (Basilicata) κοντά στη Νάπολη
Αργήσανε οι χωρικοί να καταλάβουν τι την έφερνε τόσο συχνά να συγχρωτίζεται με δαύτους. Ήσαν τα ξυπόλητα παιδιά των εργατών που χρωματίζανε με τις φωνές και την παρουσία τους τις ξερές μέρες της ζωής της.
Παντρεμένη στα δεκαοκτώ από έρωτα με αξιωματικό του ιππικού, έμεινε άτεκνη σαν ο αγαπημένος σύζυγος έμεινε μισός, σε μια από τις επιχειρήσεις μεταξύ των Ιταλών και των ντόπιων επαναστατών.
Λέγεται πως σαν ο κύριος Ντιέγκο Ορσίνι  έδωσε με βροντερή φωνή  εντολή στους οχυρωμένους πρόχειρα επαναστάτες να παραδοθούν, ακούστηκε μια γνωστή φωνή να του λέει «Τώρα θα σου δώσω να φας τα αρχίδια σου». 
Κι έτσι έγινε.
Έκτοτε, ναι μεν αυτός θα ίππευε σε σέλα ιδιόμορφη που θα κρατούσε τα ανάπηρο σώμα σε σταθερότητα και θα τραβούσε να κλάψει στις κορφές των γειτονικών βουνών,  να βρει ίσως παλιούς συντρόφους, η να ανασάνει μάχες που ίσως οσφρίζονταν από μακριά, αλλά η πονεμένη του σύζυγος  θα τον πρόδιδε, κατεβαίνοντας  στις πισαυλές και θα αφηνόταν ελεύθερα να λαχταρήσει τα παιδιά των άλλων.
Μπορούσε κανείς να τη δει να τραβιέται από δαύτα σαν να ήταν συνομήλικη τους, να τα μαθαίνει να γράφουν το όνομά τους, ύστερα να μοιράζεται το ψωμί τους η τα γλυκίσματα που η ίδια έφερνε.
Κάποτε τα τραβούσε έξω από το χωριό και τους μιλούσε για την ιστορία του νησιού τους, για τις ρίζες του και τους μακρινούς ιδρυτές του και την ακούγανε  σαν να ιστορούσε παραμύθια, αλλά ύστερα, έρχονταν στην πραγματικότητά τους, σαν η μάνα τους τα κατσάδιαζε γιατί δεν βοηθούσαν στο ένα η στο άλλο, ενώ η αφέντρα Λουτσία «μάζευε τα πλούσια φουστάνια της και έφευγε για το παλάτσο της, αδιάφορη για την μιζέρια τους»
Η Λουτσία Ορσίνι δεν ήταν αδιάφορη. Όμως οι χωρικοί, μόνο με τη σκληρότητα θα μπορούσαν να συνεφέρουν τα παιδιά τους. Δεν είχαν καιρό για πολυτέλειες. Κάθε δύναμη διαθέσιμη έπρεπε να κατατεθεί στην οικογένεια. Ακόμα και η δύναμη των παιδιών.
Η Λουτσία πρώτη διέγνωσε   την εγκυμοσύνη της Λατίφα από τις άλλες γυναίκες. «Ποιός είναι ο πατέρας;» ρώτησε «Θα τον αναγκάσω εγώ να σε παντρευτεί». 
«Δεν ξέρω» απάντησε η κοπέλα και εξάλλου ποτέ δεν θα ήθελε για πατέρα του παιδιού της έναν άντρα που την ήθελε μόνο για μια στιγμή. 
«Μπορεί πατέρα να μην γνωρίσει, μα την νονά του θα την έχει από τώρα μέχρι τον θάνατο μου» είπε η Λουτσία και την έβαλε να της διηγηθεί τη ζωή της. 
Η Λατίφα με δυσκολία είπε μόνο ότι από το παζάρι της πατρίδας της είχε απαχθεί και μετά σιώπησε. 
«Το έσκασες δηλαδή από δουλέμπορους;» έφριξε «Δεν θα έπρεπε βέβαια να ξαφνιάζομαι. Αφού κι εδώ υπάρχουν φήμες πως γίνονται αυτά. Ιδίως τώρα που οι ακτές μας είναι σχεδόν αφύλακτες λόγω των ταραχών. Κι αφού με εμπιστεύτηκες θα σου εμπιστευτώ κι εγώ κάτι που δεν το ξέρει κανένας. Λέγεται πως ο γιος του Μάσσιμο και της Παολίνας ανακατεύεται με τέτοιες παλιοδουλειές. Οι καημένοι του γονείς πιστεύουν πως μπαρκάρει με καίκια κι είναι περήφανοι για το βλαστάρι τους. Που να ξέρανε... Ο πατέρας μου έλεγε πως θα πρέπει να το ξέρει κι η αστυνομία, αλλά να κάνουν τα στραβά μάτια. Κάποια στιγμή όλους αυτούς τους έχουν στο χέρι. Κι έτσι ανταλλάσσουν την ελευθερία τους ακριβά. Τους κάνουν πληροφοριοδότες. Κατάλαβες; Σπιούνους πώς να στο πω…»
Η Λατίφα ανατρίχιασε ολόκληρη. Την πήρε μια ξινίλα, μα κατάπιε και χαμογέλασε.
«Δεν θα σε κάνω να μετανιώσεις πατέρα για την ευχή σου. Ότι και να με βρει, δεν θα βαρυγκομήσω. Με χαρά θα το ζω. Αν είναι να μην έχω την τύχη των γυναικών της φυλής μας, τουλάχιστον ας μάθω από το κάθε τι που θα με βρει η που θα βρω» θυμήθηκε την υπόσχεσή της και ευχήθηκε να προλάβαινε να γεννήσει τούτο το παιδί που η ντόνα Λουτσία το είχε αγαπήσει πριν ακόμα το δει.

Didascalia: Donna che suona la chitarra accanto a una giovane che lavora a maglia, Casa Apollonio Cortina -Numero inventario: KRQ-F-001310-0000 -Fotografo: Rotschild, N. -Luogo scatto: Cortina D’Ampezzo -Data scatto: 1890 ca. - Tipo oggetto: Stampa su Carta-Cartoncino

Τέλος  Αυγούστου με ένα φεγγάρι να γεμίζει όλο τον ουρανό, η Παολίνα με τον γέρο Μάσσιμο  υποδέχονταν  τον γιό τους τον «ταξιδευτή» την ίδια ώρα που η Λατίφα γνώριζε τον δικό της γιο, ένα κατάλευκο αγόρι με λευκογάλανα μάτια. Η νονά Λουτσία το έπλυνε το έντυσε του πέρασε μια χρυσή καδένα στο λαιμό με τον θυρεό του αρχοντικού και δυο καλλιγραφικά γράμματα χαραγμένα. Λ. Α 
«Τι σημαίνουν αυτά;» 
«Λουτσία Ανσέλμι. Το όνομα και το πατρικό μου. Είναι κειμήλιο και το έχω  από παιδί. Πες μου τώρα πως θες να το πούμε;» ρώτησε τέλος την Λατίφα.  
«Εγώ το έκανα, αλλά δικό σου είναι. Μη το ξεχάσεις αυτό κυρά». 
«Επειδή θα κάψει καρδιές, θα το βγάλω Ρομέο. Όπως στο βιβλίο.» 
«Δικός σου είναι» ξανάπε η κοπέλα.
Από το απόγεμα και μετά τη φτάνανε οι φωνές και τα τραγούδια για το καλωσόρισμα. Θα πρέπει να είχαν καταφτάσει και γείτονες, γιατί ακούγονταν οι τσίγκινες πιατέλες με τα αγαθά και τα ποτήρια να κουδουνίζουν. Ξεχώριζε  και τη φωνή  του άντρα που αποκάλεσε την Παολίνα Πιέρρι «μαμίτα», με μεγάλη αγάπη. Θα πρέπει να την  αγκάλιαζε και να την φιλούσε  κι η ντροπαλοσύνη της ευεργέτισσας της και τα χαχανητά των άλλων, έκανα την λεχώνα  να σηκωθεί. Ήθελε να γευτεί  αυτή την στιγμή ευτυχίας των καλών ανθρώπων. Μέσα από μια χαραμάδα έστειλε το βλέμμα στην κάμαρα.
Ο γιος σκυφτός έβγαζε από μεγάλες κασέλες εσάρπες χρωματιστές και τις περνούσε γύρω από το σώμα της μητέρας του «και πάλι θα μας αφήσεις» έλεγε ανάμεσα σε δάκρυα και γέλια εκείνη «δεν μας ξεγελάς πάλι με τα καλούδια που μας έφερες» κι ο γιος πολύ γελούσε «μα όχι! όχι! μαμμίτα  ήρθα για να μείνω. Πολλά χρόνια δούλεψα καλά. Έφερα γερό κομπόδεμα. Θα κάνω εδώ κάτι.  Να νοικοκυρευτώ. Να δεις κι εσύ εγγόνια. Να μαι στα γεράματά σου εδώ. Να γίνω τα μάτια σου και τα αυτιά σου μαμμίτα. Να ξεχρεώσω και μερικές αμαρτίες που με κυνηγούν» 
«Έκαμες αμαρτίες γιέ μου;» σοβάρευε η γυναικούλα. 
«Όποιος μένει μακριά από τη φαμίλια, χωρίς σύντροφο και παιδιά για να δίνει το παράδειγμα, σε πολλές αμαρτίες πέφτει. Κανείς δεν τον βλέπει, σε κανένα δε δίνει εξήγηση, εύκολο είναι να αμαρτήσει» 
«Μα αλλού γιέ μου λογοδοτούμε…»  
«Κι  Εκείνον ακόμα, η μοναξιά σε κάνει να Τον ξεχνάς. Άστα όμως τώρα. Από δω  και πέρα θα ξαναγίνω ο μικρός σου γιος. Εσύ θα διατάζεις κι εγώ θα υπακούω».
«Τρελόπαιδο. Και πότε τόκανες αυτό για να το δω τώρα;» 
Η Λατίφα έβλεπε την γυναίκα να γελά και έκανε να φύγει λεχώνα μιας μέρας, σκεπτόμενη τον τρυφερό γιο που είχε γυρίσει, όταν το γέλιο της γυναίκας συνόδεψε το ξέχειλο γέλιο του νεοφερμένου γιού...  
Έμεινε στην χαραμάδα ακίνητη. Βέβαια το γέλιο αυτό ήταν που ξεσήκωνε τον τόπο ένα γύρο. 
Άνοιγαν τα παράθυρα κι οι πόρτες, οι γυναίκες της γειτονιάς συνέρρεαν σιγά-σιγά, παιδιά πλησίαζαν με  ρυθμικές ευχές «Καλώς τα δέχτηκες μάστρο Πιέρρι» περιμένοντας τρατάρισμα, «Καλώς τα δέχτηκες νόνα Πιέρρι» μπουκάρανε στο καθιστικό, η οικοδέσποινα έδειχνε να ντρέπεται που η ευτυχία της απλωνόταν στην μικρή τους κοινότητα, έβγαζε τα χρωματιστά σάλια από τους ώμους της κι απολογιόταν στον γιο της ανάμεσα σε «κοπιάστε!» και «καθίστε» πως «δεν προλαβαίνανε να βγάλουνε τα μαύρα».
«Βγάλτα μου, βόηθα να τα βγάλω, βλέπεις όλοι είμαστε κάπως συγγενείς, μια ο ένας μια ο άλλος. Φύλα τα για τη γυναίκα σου να τα φορέσει όσο προλάβει, για μένα τέλειωσαν τα χρώματα» είχε πει και έφυγε κατά το μαγερειό της αφήνοντας τον γιο που άρχισε να περιποιείται και να χαριεντίζεται με τους επισκέπτες.
Τότε ήταν που η Λατίφα, είδε το πρόσωπο του καθαρά από την χαραμάδα.
Έπνιξε ένα βαθύ μουγκρητό πόνου, που δεν ήξερε αν ήταν από την γέννα, η αν τώρα γεννούσε κάποιο τέρας που το παρελθόν κυοφορούσε. Εκείνο το παρελθόν που από όαση χαράς και ευδαιμονίας, μέσα σε μια στιγμή, έγινε αρπαγή, αποκοπή απ’ το σώμα του τόπου της, δαρμός και τιμωρία, βουρδουλιά και βόγγος, απελπισία.
Κι ύστερα έγινε απόδραση, καταιγίδα κι έρωτας.
Κι ύστερα πάλι τρέξιμο και περιπέτεια πείνα και δίψα.

Κοίταξε τα χέρια της στο μισοσκόταδο. Τα δόντια της είχαν τρυπήσει το δέρμα και αρμύριζε στο στόμα της.
Πρέπει να φύγω, να χαθώ, σκέφτηκε. Έστρεψε το κεφάλι δεξιά-αριστερά σαν τρελή.
Πως ήταν δυνατόν αυτό το πρόσωπο, να κοιτάζει τους γονείς του κατάματα και να τους ξεγελάει για την ακεραιότητά του, ενώ αυτοί γέροντες  κοντά, δουλεύανε τίμιο ιδρώτα.
Ποια τύχη η ατυχία έκανε οι εφιάλτες της να πάρουν το πρόσωπο του επισκέπτη τους.
Πόσο ήταν δυνατόν ο γιος τους να την αποκόλλησε από τις ρίζες της και τώρα να την ανάγκαζε να αποκολληθεί και από το βλαστάρι της;
Πόσο ήταν δυνατόν ο γιος να επιβουλεύεται, ενώ οι γονείς διέσωζαν;
Ποια μοίρα ήταν δυνατότερη;
Στάθηκε για λίγο ασάλευτη. Ανάπνευσε βαθιά.
Δεν θα το έσκαγε σαν κλέφτρα. Έπρεπε πρώτα να ενημερώσει την νονά του παιδιού της. Να ακουμπήσει ένα μέρος  από αυτά που την έπνιγαν, αλλιώς δεν θα μπορούσε να τρέξει με τόσο βάρος. Να φιλήσει κι άλλη μια φορά το άτυχο βρέφος της που θα ορφάνευε.
Κατευθύνθηκε στο κυρίως σπίτι.

Ο γιός κοιμόταν χωρίς σχεδόν να αναπνέει. Όμορφος, λευκός, με κατάμαυρα μπουκλωτά μαλιά και ολοστρόγγυλο στόμα. «Θα κάψει καρδούλες σαν μεγαλώσει» είχε προφητέψει η ντόνα Λουτσία και είχε υποσχεθεί να το μεγαλώσει σαν παιδί της.
«Εγώ το έκανα, αλλά δικό σου είναι.»
Πέρασε μαλακά πάνω από το σώμα της γυναίκας που η Λουτσία της άφησε να τη βοηθάει, μέχρι να σταθεί στα πόδια της. Ντύθηκε και βγήκε σκυφτή περνώντας σύρριζα τα σκοτάδια.

Η ντόνα Λουτσία είχε γεμίσει αγαλλίαση.
Είχε κοιμηθεί λίγες ώρες αλλά με παύσεις. Ήθελε να κατέβει να δει το νεογέννητο. Μήπως η μάνα το πλάκωσε στον ύπνο, μήπως έκλαψε η πόνεσε, μήπως κρύωσε η πείνασε. 
Ο δον  Ντιέγκο ο άντρας της όμως την είχε φυλακίσει με το νεκρό του πόδι.
Μόνο σαν το φεγγάρι μεσουράνησε κατάφερε να ξεφύγει από την αρπάγη του και να σηκωθεί σιγά-σιγά.
Συναντήθηκαν στους φωτεινούς απ το φεγγάρι διαδρόμους Πέσανε η μια στην αγκαλιά της άλλης. Την παράσυρε μαζί της και την άφησε να της μιλήσει για την αποκάλυψη.
«Θα μπορούσα να σε κρατήσω εδώ» της είπε μετά η ντόνα Λουτσία.
«Αλλά δεν έχουμε αποδείξεις. Και σε δικαστήριο να πάμε, που να σταθεί ο λόγος ο δικός σου. Βλέπεις μπορεί να είναι σατανάς ο γιος, μα τον πατέρα, οι αρχές τον υπολήπτονται. Τώρα μπορεί να κάνει δουλειές του υποστατικού, μα κάποτε έκανε ηρωϊσμούς που οι κρατικοί δεν τους ξεχνάνε. Τον καιρό που καίγονταν τα βουνά, ο μάστρο Πιέρρι, καθάριζε τα περάσματα. Τις νύχτες έκανε συναντήσεις και προσπαθούσε να πείσει τους συντοπίτες του πόσα θα είχαν να κερδίσουν αν δέχονταν τον Γαριβάλδη χωρίς αντίσταση. Υποσχόταν πως θα γίνονταν όλοι κάτοχοι γης, πως κανένας πια δεν θα ήταν δούλος στα μεγάλα τσιφλίκια, καθάρισε με λίγα λόγια τον δρόμο, ώστε ο Γαριβάλδης να μπει χωρίς μεγάλες απώλειες…. Κανείς δεν ξεχνάει τον ρόλο του.  Αλλά και κανείς δεν ξεχνάει πως αρνήθηκε το παραμικρό αξίωμα κατόπιν. «Ο,τι έκανα τό κανα για την πατρίδα μου» είχε πει!
Βάλε τώρα τον λόγο σου απέναντι στον λόγο τον δικόν του. Γιατί θαρρείς πως κάνουν τα στραβά μάτια στις παρανομίες του γιου του;»
«Μα απλές παρανομίες είναι;»
«Καλή μου οι πολιτικοί δεν είναι σαν όλους τους ανθρώπους. Αυτοί δεν θεωρούν εγκληματία αυτόν που σκότωσε τον ερωμένο της γυναίκας τους. Εγκληματίας είναι όποιος μπαίνει εμπόδιο στα σχέδια τους για αξιώματα. Ο μάστρο Πιέρρι έχει ένα γιο που δεν νοιάζεται για την πολιτική.  Οπότε δεν υπάρχει.»
«Ό,τι κι αν κάνει;»
«Ό,τι. Θα υπάρξει, θα αποκτήσει γι αυτούς οντότητα, μόνο αν αποφασίσει να έχει αντίθετες πολιτικές απόψεις από αυτούς. Άκουσε με τώρα. Αν φύγεις με το παιδί, λίγες δυνατότητες έχεις να σωθείς.  Θα σου έλεγα…»
«Μη το πεις κυρά μου. Εγώ θα σου πω. Εγώ θα μιλήσω. Εγώ έχω το δικαίωμα να αποφασίσω. Άκου λοιπόν. Εγώ θα φύγω. Μόνη μου. Εσύ, σαν νονά, θα κρατήσεις το παιδί μου και θα το μεγαλώσεις σα δικό σου.  Θα έχεις αυτό που σου λείπει. Εγώ δεν θα γυρίσω ποτέ.  Θα ξεχάσω τα πάντα και δεν θα απαιτήσω τίποτε από σένα. Αλλά κι εσύ δεν θα του μιλήσεις για μένα. Μη ζήσει με απορίες και ερωτήματα. Υποσχέσου μου»
«Μα θα αρνηθείς..»
«Δεν αρνιέμαι το παιδί μου κυρά. Εμένα αρνιέμαι. Το ρόλο μου σα μάνα αρνιέμαι. Το παιδί μου πάντα θα το θυμούνται τα σπλάχνα μου. Και θα πονάνε. Αυτό το δέσιμο κανείς δεν θα μπορέσει να μου το πάρει. Μόνο άσε με να το κρατήσω λίγο στη καρδιά μου.»
Η Λατίφα το κράτησε και έσκυψε να το φιλήσει. Όταν άνοιξε η κουβέρτα του, η χρυσή καδένα στο λαιμό με τα δυο καλλιγραφικά γράμματα Λ. Α
άστραψε. «Λουτσία Ανσέλμι» ψιθύρισε η Λατίφα και κοίταξε το γλυκό πρόσωπο της γυναίκας. Η ντόνα Λουτσία είπε «Κι εσένα καλή μου δεν θα σε αφήσω έτσι να φύγεις.»

Είχε χαθεί για λίγο αφήνοντας μόνους μάνα και παιδί. Όταν επέστρεψε κρατούσε ένα μικρό κουτί. Το άνοιξε και άρχισε να της εξηγεί.
«Αυτό το λένε Βίβλο. Κι ας μη ξέρεις να διαβάζεις σαν χάνεις το θάρρος σου, θα το ακουμπάς στην καρδιά σου και αμέσως θα δυναμώνεις.
Αν θολώνει η σκέψη σου και δεν ξέρεις τι να κάνεις θα το ακουμπάς στο κεφάλι σου και η σκέψη σου θα καθαρίζει.
Αν δεν μπορείς να κοιμηθείς, θα το κάνεις προσκεφάλι και θα έχεις ύπνο μικρού παιδιού. 
Αυτό, είναι φάρμακο. Το λένε αψέντι και γιατρεύει τους πόνους του κορμιού και του μυαλού. Νασαι όμως προσεκτική. Μπορεί και να σκοτώσει.
Και τούτο είναι το ροζάριο. Μου το χάρισε ο Φίλιππο  Κόντε   ένας ιερέας, φίλος του πατέρα μου, που τώρα κατέχει μεγάλο αξίωμα στην Πρωτεύουσα »
Η Λατίφα το πήρε και το κράτησε. Είχε δει πολλά Ροζάρια, μα ετούτο διέφερε. Εκείνα ήσαν μαύρα και μονότονα. Ετούτο δω ήταν βαρύ, σα σιδερένιο. Στράφηκε και την κοίταξε με απορία.
«Το ξέρω είναι βαρύ, μα θα συνηθίσεις το βάρος του. Το βάρος του θυμίζει το βάρος των ανομιών μας. Τέλος πάντων ας μην καθυστερούμε. Σημασία έχει πως σαν πας σε αυτόν και του το δείξεις, αυτός θα καταλάβει ότι σε έχω υπό την προστασία μου και θα σε φροντίσει.»  
Έσκυψε και της ξαναθύμισε το όνομα του.
«Μέχρι να φτάσεις όμως στην πρωτεύουσα θα πρέπει να προσέξεις. Άκουσε καλά τα τελευταία μου λόγια. Θα σου δώσω αυτά τα χρυσά. Μα να προσέξεις γιατί το χρήμα δεν κρατά για πάντα. Είπα στον αμαξά μου να σε πάει μέχρι το πρώτο χωριό της κοιλάδας. Εκεί να μπεις σε άμαξα με άλλους επιβάτες. Θα πληρώνεις πάντα με μικρά νομίσματα και να μην ψαχουλεύεις το πουγκί σου μπροστά σε μάρτυρες. Να έχεις πρόχειρα αυτά μπρούτζινα  νομίσματα που θα σου δώσω τώρα και να θυμάσαι να παζαρεύεις ακόμα και το ψωμί. Όσο πιο γρήγορα φτάσεις στην πρωτεύουσα τόσο το καλύτερο. Εκεί θα κατεβάζεις την μαντήλα και τα μάτια χαμηλά, σαν περνάς από τόπους αντρών. Θα κοιτάς δεξιά-αριστερά, μπρος-πίσω, γρήγορα. Όποιος δεν φυλάγεται γίνεται εύκολο θύμα. Μην εμπιστεύεσαι κανέναν. Ο κόσμος πεινάει και κάνει έκτροπα. Γίνονται και κάθε τόσο ταραχές. Ποτέ μη μπεις ανάμεσα στους εξεγερμένους. Δεν ξέρεις τι θα σε βρει. Να θυμάσαι πως οι πόλεις είναι καλά νεκροταφεία για όσους θέλουν να θάψουν τα παλιά. Μα όσο εύκολο είναι η μεγάλη πόλη να σε σώσει, άλλο τόσο εύκολο είναι να σε αφανίσει.»

H γυναίκα δεν θα άφηνε καμιά στιγμή του παρελθόντος να περάσει από το μυαλό στην καρδιά, ώστε να σκοτεινιάσει την διάθεση της που τροφοδοτούσε με μικρές κοφτές φράσεις. «Όλα θα είναι καλά» «Οι μέρες θα γίνουν ευτυχισμένες» «κι οι πόλεις είναι καλά νεκροταφεία για όσους θέλουν να θάψουν τα παλιά».
Αφού την είχε πει η νονά του παιδιού της έτσι θα ήταν.
Οι επιβάτες είχαν σιγά-σιγά κατέβει. Είχε απομείνει μόνη της με έναν μαυροντυμένο ακατάδεχτο που δεν είχε βγάλει μιλιά στο ταξίδι. Περνούσανε ένα αψιδωτό τετράγωνο βαμμένο με τρία χρώματα. Η Λατίφα είδε το κόκκινο να έχει ξεθωριάσει και στο πράσινο βουρτσιές ασβέστη να πασχίζουν να το σβήσουν χωρίς καλό αποτέλεσμα.
«Τι είναι εδώ;» δεν κρατήθηκε.
«Ήταν φυλάκιο. Τώρα δεν είναι τίποτα.»
Κι όμως εκεί μπροστά, υπήρχαν τρύπες από πυροβολισμούς, θα ορκιζόταν πως μύριζε το μπαρούτι ακόμα κι έπειτα αυτά τα δυο ακίνητα σώματα μπροστά που έκαναν  τον αμαξά να παραμερίσει με ζόρι το τροχήλατο; Στρέφει το κεφάλι να ρωτήσει τον συνεπιβάτη της, μα ήδη η πόρτα από την πλευρά των βράχων έχει ανοίξει κι ο άντρας έχει χαθεί στα θαμνώδη. Δεν προλαβαίνει να συνέλθει, τώρα είναι μόνη στην σκεπασμένη άμαξα που όμως και αυτής ο ρυθμός αλλάζει. Ώσπου σταματά εντελώς. Η πόρτα ανοίγει και ο αμαξάς μπάζοντας μέσα το κίτρινο κεφάλι του ανακοινώνει πως «Δεν πάω παρακάτω. Χαλάει ο κόσμος εκεί. Την άλλη φορά μου την κάψανε. Κι από πού να ζητήσεις εξηγήσεις.»
Η Λατίφα πιάνει την μαντήλα και την γυροφέρνει στο κεφάλι της.
«Μη μπεις στην πόλη σήμερα. Φυλάξου κάπου και τράβα αύριο -μεθαύριο. Μετά τις φασαρίες οι στρατιώτες κάνουν πλιάτσικο κι αλίμονο στην γυναίκα που βρεθεί μπροστά τους» τέλειωσε και κίνησε να φύγει ευχαριστημένος με την προνοητικότητα του.
Η Λατίφα  έμενε κολλημένη στον τοίχο όταν πυροβολισμοί άρχισαν να σφυρίζουν πάνω από το κεφάλι της. Βούλωσε τ’ αυτιά της κι έκανε να σκύψει, όταν ένα σώμα βαρύ, χτυπημένο ήρθε κι έπεσε πάνω της παρασύροντας την στο έδαφος. Η Λατίφα τραβήχτηκε κι ανασηκώθηκε για ν’ αναγνωρίσει το πρόσωπο του αμαξά. Δεν πρόλαβε να φρίξει, μόνο ξανακόλλησε στον τοίχο, όταν ένα άλλο σώμα έπεσε μπρος στα πόδια της τώρα. Έσκασε κυριολεκτικά στο πλακόστρωτο.
Αυτός που έπεσε ήταν λιγνός κι ο ήχος που έκανε ήταν τζούφιος. Τίποτα το ηχηρό, η παταγώδες. Ένα ρυάκι μόνο αίμα, κύλισε τεμπέλικα και χάθηκε στην συρραφή των δυο πλακών.
Η κοπέλα κοίταξε ψηλά όταν άκουσε μια φωνή να της λέει.
«Εκεί που είσαι φαίνεσαι και θα σε φάνε. Η έλα μέσα η φύγε!»
Κατάλαβε πως το σπίτι ήταν ορμητήριο και σκέφτηκε πως άντρες που πολεμούσαν, πολύ θα θέλανε ένα κορμί γυναικείο για να ξεχάσουν τον καθημερινό θάνατο, γι’ αυτό γλύστρισε προς τις κατηφόρες, προσεκτικά, άλλοτε σκυφτά άλλοτε έρποντας. Αυτή ήθελε μόνο ασφάλεια. Ένα μέρος να πλυθεί από τη σκόνη του δρόμου κι ένα χράμι να κοιμηθεί.
Απέφευγε να πλησιάσει όπου μαινόταν ο πολεμικός αρυμαγδός, κι οπισθοχωρούσε ασυναίσθητα αλλά με ταχύτητα εάν άκουγε πολεμικό σαματά. Νόμισε ότι είχε απομακρυνθεί από τον κίνδυνο όταν είδε μια σούστα σκεπασμένη  να οδηγείται από έναν γέροντα με κίτρινη ψάθα. Έτρεξε και χώθηκε σερνάμενη σε χόρτα που μύριζαν κοπριές.
«Σε είδα, δεν είμαι δα και γκαβός. Γέρος είμαι. Και κομμάτι κουφός. Αλλά γκαβός δεν είμαι. Κάτσε όμως μια και φοβήθηκες. Εγώ πριν μπω στον χορό θα σου πω να κατεβείς» άκουσε τη φωνή του και κατάλαβε πως κουβαλούσε δοχεία με νερό, που χωρίζονταν με σκοινιά και κόμπους από χόρτα. «Που το πας το νερό;» ρώτησε αλλά δεν πήρε απάντηση. Ξαναρώτησε και κατάλαβε ότι ο γέροντας όχι δεν άκουγε λιγάκι, μα άκουγε τίποτα. Κουκούβισε για λίγη ώρα όταν σούσουρο την έκανε να ανασηκωθεί. Έβγαλε λίγο το κεφάλι από τη μουσαμαδιά για να αντικρύσει ένα πλήθος που όσο πήγαινε πύκνωνε κάνοντας  όμως μια κίνηση πέρα δώθε, λες κι ένα τραγούδι τους έκαμε να λικνίζονται. Πλησιάζοντας είδε πως δεν λικνίζονταν, όμως πήγαιναν πάνω-κάτω, ομάδες-ομάδες, μιλώντας λες και σχολίαζαν τα τεκταινόμενα.
Απλοί άνθρωποι, γυναίκες και άντρες που δεν ήσαν για την πρώτη γραμμή, είχαν όμως καθώς φαινόταν κάνει το πρέπον στέλνοντας γιους, πατεράδες, αδερφούς, συζύγους η αγαπημένους στις συρράξεις και που όμως ούτε  ήθελαν να χάσουν την δράση κλεισμένοι μέσα στα σπίτια, αλλά ούτε να προβούν στις βιαιότητες των Φραντσέζων, που γυναίκες και παιδιά ξεκοίλιαζαν τους ευπάτριδες.
Η Λατίφα ένοιωθε το κάρο να περνά με δυσκολία ανάμεσα τους, όταν μια παιδική σχεδόν φωνή ακούστηκε από κάπου ψηλά. «Έρχονται προς τα πάνω. Φυλαχτείτε, έρχονται πυροβόλα»
Για πότε το κύμα διαλύθηκε, για πότε δεν έμεινε δείγμα ζωής, ένα θαύμα.
Λες και οι πόρτες, οι κρυμμένες σήραγγες, οι σκάλες, οι οχετοί, είχαν ανοίξει κι απορρόφησαν όλο το ειρηνικό δυναμικό του δρόμου.
Η Λατίφα  κατέβηκε από τη σούστα κι έτρεξε να ειδοποιήσει τον κουφό γέρο- αμαξά. Δεν βρήκε κανέναν. Κι εκεί, επάνω που θα απορούσε, δεν πρόλαβε.
Δυο δέσμες φωτός που αυλάκωσαν τον ουρανό τράβηξαν την προσοχή της. Ύστερα, μετά από μια σύντομη έκρηξη, και σε μια φωταψία είδε στο τέλος του σοκακιού, πλήθος που συνωστιζόταν, φώναζε, σπρωχνόταν, σαν μελίσσι που ήθελε να μπει στην κηρύθρα του και κάτι το εμπόδιζε, το αγρίευε διότι αυτό το κάτι του χαλούσε την τάξη, εμπόδιζε την τέλεση αυτού του δυνατού ενστίκτου.
Πλησίασε περίεργη τοίχο-τοίχο, κρύφτηκε στη σκοτεινότερη γωνιά μιας πόρτας, για να διακρίνει πως οι άνθρωποι αυτοί επιχειρούσαν να γκρεμίσουν την θύρα του οικήματος και να εισβάλλουν. Η πόρτα αντιστεκόταν σθεναρά κι η γυναίκα είδε μια ομάδα ανθρώπων να σέρνει ένα κάρο από την παράπλευρη πόρτα που οδηγούσε προφανώς στους κήπους, και χρησιμοποιώντας το κάρο σαν κριό, να προσπαθούν να την παραβιάσουν με παλινδρομική κίνηση. Καμία δύναμη δεν φαινόταν να την ταράσσει. Όταν ένας τουφεκιοφόρος διέταξε να κάνουν στην άκρη.
Τότε η Λατίφα είδε έφιππους να εισβάλλουν στην μικρή πλατεία όπου δέσποζε το κτίριο, πυροβολώντας στον αέρα (;) ώσπου πίσω τους φάνηκε μια ομάδα τραβώντας ένα βαρύ πυροβόλο.
Γύρω ανοίχτηκε ένας ήχος σαν ζητωκραυγή, που αμέσως σταμάτησε. Πέσανε κάποιες αιφνίδιες μπουνιές, κάποιοι μαζεύανε τα πλευρά τους από μαχαιρώματα, γυναίκες κάποιους σύρανε με μοιρολόγια, η Λατίφα εντελώς σαστισμένη, προσπαθούσε να καταλάβει.
Δεν θυμόταν στην ζωή της κάτι παρόμοιο. Από διηγήσεις γνώριζε ότι οι φυλές παλαιότερα πολεμούσαν, μα πόλεμο δεν είχε δει.
Χορούς πολεμικούς ναι. Πόλεμο όχι. Ίσως γι αυτό οι τραυματίες που περνούσαν από δίπλα της περπατώντας η βασταζόμενοι από άλλους, δεν έμοιαζαν σοβαρά, οι νεκροί δεν έδειχναν τελεσίδικα νεκροί, μα σαν κάποιοι που κοιμούνται. Μπορεί και να έφταιγε και το ότι οι στρατιώτες ήσαν τόσο φανταχτερά ντυμένοι. Σχεδόν αστείοι της φαίνονταν με τόσα σειρήτια, τώρα χρώματα κόκκινα έντονα, σε αντίθεση με τους άλλους, τους απλούς ανθρώπους που είχαν βγει στους δρόμους όπως ήσαν. Άλλοι με άσπρες ποδιές με αίματα, η λινάτσες και καλαπόδια η σφυριά στα χέρια, αλλοπρόσαλλο πλήθος  στην ίδια σκηνή.
Ίσως ακόμα να έφταιγε το ότι υπήρχαν γυναίκες στο έργο αυτό. Παρόλο οι περισσότερες μαυροντυμένες,  θες με τις κινήσεις, θες με τις κραυγές, θες με την άγρια ομορφιά τους, κάνανε να δείχνει η όλη κατάσταση μίμηση πολεμικής πράξης. Όχι καθαρά πολεμική πράξη. Αυτό την παρηγορούσε βαθειά και την συγκρατούσε από το να πέσει λιπόθυμη -λεχώνα λίγων ημερών που το στρώμα της δεν την είχε δει.
Μόνο σαν κάποιος έπεσε μπρος στα πόδια της κρατώντας την κοιλιά του με δυο παλάμες που γρήγορα κοκκίνησαν, κατάλαβε πως όλο τούτο που γινόταν ήταν μάχη. Αληθινή μάχη.
Ο άντρας γύρισε το κεφάλι και την κοίταξε. Κάρφωσε κυριολεκτικά τα μάτια του επάνω της και δεν τα ξανάκλεισε.

Δεν έκανε πέντε βήματα όταν η απέναντι πόρτα έπεσε με πάταγο. Η Λατίφα κόλλησε στον άγριο τοίχο πίσω της και παρατηρούσε.
Τα παράθυρα του κτιρίου ανοίχτηκαν. Κεφάλια βγαίνανε φωνάζοντας, χέρια έκαναν χειρονομίες, άνθρωποι ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες, αντικείμενα άρχισαν να εκσφενδονίζονται, φωτιστικά, καρέκλες, μελανοδοχεία, πίνακες. Κάποιοι καίγανε καναπέδες που είχαν εξαρθωθεί  πέφτοντας στον δρόμο, άλλοι σκυφτοί απομάκρυναν κλεφτά κάποια  αντικείμενα  που αύριο-μεθαύριο θα πουλούσαν να σιγάσουν την πείνα τους. Γυναίκες κρατούσαν σέρνοντας κουρτίνες, ανθοδοχεία και βελούδινα σκαμπό. Μερικά παιδιά στις γωνιές των παράδρομων, παραλάμβαναν από γυναίκες σκεύη κουζίνας, πιάτα με μπορντούρες χρυσές και μπρίκια, κλινοσκεπάσματα, και χαλιά που τα τραβούσανε δύσκολα.
Στο αυτί της, μια φωνή αντρική την προσγειώνει από την πολεμική παραζάλη που έχει εμπλακεί. 
«Καμάρωσε  τους νέους ηγέτες!» λέει ενώ το χέρι του πάνω από τον ώμο της, δείχνει που πρέπει να κοιτάξει.
Σε μια σούδα ένας λοχίας επιχειρεί να βιάσει  ένα κορίτσι που ουρλιάζει απεγνωσμένα.
«Τώρα καμάρωσε και το τέλος τους» συνεχίζει και η Λατίφα αισθάνεται και το άλλο του μπράτσο να γλιστράει σύρριζα στο λαιμό της και μ’ ένα περίστροφο να πυροβολεί ψυχρά. Η Λατίφα βλέπει τον στρατιώτη να κεραυνοβολείται και να πέφτει πίσω με ανοικτά παντελόνια. Βλέπει όμως και το κορίτσι που πρώτα ψάχνει από πού ήρθε η ελευθερία της κι ύστερα κοιτώντας ακόμα δεξιά-αριστερά να καταφέρνει ένα δυνατό χτύπημα στα αχαμνά του, με το ωραίο ξύλινο παπούτσι της.
Γυρνά πίσω να δει τον άνθρωπο που την έκανε μάρτυρα του σε φόνο. Βλέπει ένα πρόσωπο, αξύριστο μα όμορφο μέσα στην πολεμική του ένταση, που σκύβει και τη φιλά πεταχτά στο στόμα. Χωρίς να περιμένει ο άντρας και χωρίς να χάσει το χαμόγελό του  αρχίζει να φεύγει τρέχοντας. «Πως σε λένε;» του φωνάζει. Ο άντρας γελά και κοντοστέκεται. «Είμαι ο ωραίος Μάρκο, να το θυμάσαι» λέει και χάνεται στα στενά της πόλης.
Νοιώθει κουρασμένη. Θα ήθελε να κάτσει σε μιαν άκρια και να κοιμηθεί. Όμως πρέπει πρώτα να σωθεί. Κι ύστερα να βρει ένα καλό χάνι, ένα δωμάτιο με λίγο ζεστό νερό. Να καθαριστεί και να ξυπνήσει μετά μέρες.
Όταν όλα θα είχαν τελειώσει.

Με τη βία θα πλησιάσει προς το κέντρο όπου τώρα σαν να κατακάθεται ο κουρνιαχτός. Τα οδοφράγματα καίγονταν. Καρέκλες, στρώματα, ομάδες ανδρών οπισθοχωρούσαν φωνάζοντας πως οι δικοί τους τούς πούλησαν, κάποιος είπε πως θα τους βαρούσαν από τα πλοία, να διαλυθούν. «Φέρνουν εφεδρείες χαθείτε...» 
Ο κόσμος σαστισμένος άρχισε να πηδάει φωτιές, τραυματίες, νεκρούς, ένα σκυλί με σπασμένο πόδι ούρλιαζε σπαρακτικά σέρνοντάς το, μια σφαίρα από το πουθενά το ξάπλωσε κάτω, η Λατίφα έψαχνε να βρει που κρύβονται οι σωτήρες και που οι φονιάδες δεν ανακάλυψε τίποτα, αντ’  αυτού ένα χέρι την άδραξε από το μπράτσο και την έχωσε σε μια γωνιά που μύριζε κάτουρο.
«Που πας να φας το κεφάλι σου;»
«Δεν ξέρω που πάω»

Την έσυρε από στενές αυλές, πήδηξαν μάντρες, διέσχισαν κατηφορικά δρομάκια που στις λάσπες τους γυάλιζαν λέπια από ψάρια, μπήκαν από πόρτες ξεμαντάλωτες σε άδεια ερειπωμένα δωμάτια.
«Κρύβεσαι;»
Η Λατίφα δεν απαντά.
«Ελα μαζί μου θα είσαι ασφαλής» την τράβηξε από το χέρι. Με λένε Άννα» τελείωσε
Περάσανε πάνω από άντρες με στολές ξεσκισμένες από τους χωρικούς δίχως εξαρτύσεις.
Περάσανε από χωρικούς είχαν επιδοθεί στην κραιπάλη της μέθης, ξεχνώντας ποιοι ήσαν τι επιδιώκανε και αν ήσαν οι νικητές η οι νικημένοι.
Περάσανε από δρόμους που είχαν εκσκάψει όλμοι, και από άλλους όπου αίματα ούρα και νερά γλιστρούσαν και δυσωδούσαν βαριά.

Μια μπλε κόκκινη πόρτα μισάνοιχτη. Δεξιά-αριστερά της πράσινα δειλινά περίμεναν συνθήκες να ανθίσουν. Πριν της κάνει τόπο να περάσει γυρνά και ρωτά.
«Να κάνω τι μαζί σου;»
«Ακόμα και να δουλέψεις ….»
«Με άντρες δεν πάω!»
«Ποιος σου είπε να πας με άντρες! Να μη πας. Έχω άλλες να πηγαίνουν. Εσύ μπορείς να τους φουντώνεις»
«….»
«Τίποτα σπουδαίο. Θα κουνιέσαι λίγο κι ύστερα θα τους δίνουμε τις άλλες. Έπειτα να σε δω. Αν δε βλέπεσαι θα βρούμε κάτι άλλο να κάνεις. Από πρόσωπο βέβαια  θεά!»

Εδώ λες και δεν διακυβευόταν τίποτε. Λες και δεν ήταν τίποτε αρκετά αξιόλογο ώστε να διεξαχθούν μάχες, ολάνοικτο στα στραμμένα πυροβόλα των πλοίων, ανέπνεε κανονικά ανάσα λιμανιού σε καιρό ειρήνης.
«Έλα» είπε η γυναίκα και την τράβηξε σε μια σειρά εισόδων όπου τραπέζια και καρέκλες στοιβάζονταν σε επίπεδα. «Έλα μέσα, γιατί το βράδυ θα έχω πολύ δουλειά. Όποιος κι αν έχει υπερισχύσει, το βράδυ εδώ νικητές και νικημένοι θα πίνουν παρέα.
Χάθηκαν στα ειρηνικά βαθειά του μυστήρια…
Αχός μάχης δεν ακουγόταν, το βράδυ αργά έπεφτε. 



2 σχόλια:

  1. Καλημερα Κλειω μου. Ευχαριστώ πολύ φίλη μου για την τιμη να προβάλλεις το έργο μου από την όμορφη και σοβαρή σου σελίδα! Λίγες ομάδες υπάρχουν που "εργάζονται" πάνω στο θέμα το "λαβωμένο" του βιβλίου δίχως να περιμένουν αντιπαροχές. Αυτή η αμεροληψία σου με κάνει να σε θεωρώ σαν από τι κορυφαίες λάτρεις του βιβλιου. Και πάλι ευχαριστώ πολύ για την τιμη μα και την εμπιστοσύνη που δείχνεις στο γραπτό μου.Μακάρι ο δρόμος σου να είναι έτσι διαυγής και αποτελεσματικός. Και πάλι ευχαριστώ πολύ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ελένη μου, εγώ σε ευχαριστώ θερμά που με τίμησες προσφέροντας σε μένα και τους Φίλους μας την ευκαιρία να διαβάσουμε ένα απόσπασμα από το νέο, αξιόλογο ιστορικό σου μυθιστόρημα! Τα βιβλία και η λογοτεχνία είναι οι μεγάλες μου αγάπες και δε χρειάζεται κανενός είδους "αντιπαροχή" για να ασχολείται κανείς με αυτό που λατρεύει! Σου εύχομαι κάθε επιτυχία και αναγνώριση στο έργο σου!!!

      Διαγραφή