Ταξίδια Μέσα Από Τη Λογοτεχνία!

Η Λογοτεχνία είναι για μένα ένα «παράθυρο» σ' έναν μαγικό κόσμο. Κάθε βιβλίο μάς ταξιδεύει σε κόσμους πραγματικούς ή φανταστικούς, τωρινούς, μελλοντικούς ή παρελθοντικούς. Ένα είναι το μόνο σίγουρο, κάθε βιβλίο που μας ενθουσιάζει, μας εντυπωσιάζει ή μας μαγεύει θέλουμε να το μοιραστούμε με άλλους φίλους-αναγνώστες. Έτσι κι εγώ, θέλω να μοιραστώ μαζί σας όσα βιβλία με ενθουσίασαν και με «γέμισαν» με πρωτόγνωρες ιδέες, εικόνες και συναισθήματα. Σαφώς και η άποψη του κάθε αναγνώστη είναι μοναδική και ένα βιβλίο που εμείς λατρέψαμε μπορεί κάποιος άλλος να το αντιπάθησε ή ακόμα και να το μίσησε... Μέσα από αυτήν την οπτική θεωρώ φρόνιμο να μη σχολιάζω όσα βιβλία δεν με εντυπωσίασαν ή με άφησαν αδιάφορη, διότι η άποψή μου είναι απολύτως υποκειμενική. Δεν θα ήθελα να προκαταλάβω αρνητικά κανέναν αναγνώστη, αποτρέποντάς τον από το να διαβάσει ένα βιβλίο το οποίο, ενδεχομένως, να τον ενθουσιάσει. Κάθε βιβλίο απαιτεί το κατάλληλο περιβάλλον, το υπόβαθρο και την ανάλογη διάθεση για να εκτιμηθεί, οπότε καλό θα είναι να μην απορρίπτουμε ποτέ τίποτα. Η έκφραση και αποτύπωση της δικής μου γνώμης για κάθε βιβλίο -αλλά και των απόψεων και σχολιασμών άλλων φίλων-συγγραφέων-αναγνωστών, που αναγράφονται στη σχετική κατηγορία-, έχουν ως μοναδικό σκοπό να εκφράσουν τον θαυμασμό μας για ορισμένα βιβλία που θεωρούμε άξια λόγου και θέλουμε να γίνουν ευρέως γνωστά, βοηθώντας έτσι τους αναγνώστες στην επιλογή του επόμενου βιβλίου που θα διαβάσουν. Πάντοτε με το μεγαλύτερο σεβασμό και θαυμασμό για όλους τους συγγραφείς, που μέσα από τις σελίδες των βιβλίων τους μας «ταξιδεύουν» μακριά από την εκάστοτε πραγματικότητα ή μας βοηθούν να την κατανοήσουμε καλύτερα, αλλά σε κάθε περίπτωση στολίζουν την ψυχή μας, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ!

Κλειώ Ισιδ. Τσαλαπάτη

Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2024

«ΣΙΒΗΡΙΑ», του Μανώλη Παλαβούζη – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

«ΣΙΒΗΡΙΑ», του Μανώλη Παλαβούζη – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη
Εκδόσεις: Πηγή
Σελίδες: 112
Τιμή με έκπτωση: 10,44€
 
          Πόσο εύκολο θα ήταν άραγε για έναν συγγραφέα να εμπνευστεί και να γράψει μία «σκοτεινή» νουβέλα φαντασίας, τοποθετημένη στην παγωμένη και αφιλόξενη Σιβηρία –και, μάλιστα, έχοντας ένα τόσο ασυνήθιστο και τρομακτικό θέμα ικανό να σου παγώσει το αίμα, κυριολεκτικά και μεταφορικά–, μέσα στο ελληνικό θερμό κατακαλόκαιρο; Για έναν τυχαίο συγγραφέα πιθανότατα να ήταν δύσκολο, ίσως και ακατόρθωτο· όχι όμως για τον εξαίρετο, ικανότατο και χαρισματικό Μανώλη Παλαβούζη, που –αγγίζοντας μόλις την τρίτη δεκαετία της ζωής του– έχει ήδη εκδώσει πέντε μυθιστορήματα και την παρούσα νουβέλα, ενώ έχει λάβει μέρος και σε πολυάριθμα συμμετοχικά έργα με διηγήματά του, ορισμένα από τα οποία έχουν βραβευτεί· και όχι άδικα.
          Η αρχική και καθοριστική επαφή μου με το πλούσιο σε θεματολογία και σε όγκο έργο του συγγραφέα έγινε μέσα από το πρώτο του μυθιστόρημα, το αλησμόνητο «Ο τέταρτος καβαλάρης Ι – Η επώαση», που αποτελούσε το πρώτο μέρος της σχετικής διλογίας βιολογικού τρόμου. Εκείνο το βιβλίο του με συγκλόνισε και με κέρδισε ευθύς εξαρχής ως αναγνώστρια, ενώ έμελλε να χαρακτηριστεί δικαιολογημένα προφητικό, αφού πολλά από όσα ανέφερε εκεί ο ταλαντούχος νεαρός συγγραφέας δυστυχώς επαληθεύτηκαν κατά τα χρόνια της πανδημίας που ακολούθησαν. Ο Μανώλης Παλαβούζης με είχε πλέον κερδίσει τόσο ώστε δεν θα άφηνα αδιάβαστο κανένα μελλοντικό του μυθιστόρημα, κάτι που δεν μετάνιωσα ποτέ. Μέσα στα επόμενα χρόνια, ακολούθησαν κι άλλα εξαιρετικά βιβλία του, όπως το δεύτερο μέρος της προαναφερθείσας διλογίας «Ο τέταρτος καβαλάρης ΙΙ – Ο όλεθρος», το εξαιρετικό κλιματικό θρίλερ του με τίτλο «Έτος χωρίς καλοκαίρι», το τρομοκρατικό θρίλερ του με τίτλο «Αττική καταιγίδα» –ένα βιβλίο του που ίσως έχω ξεχωρίσει λίγο περισσότερο από τα υπόλοιπα, καθώς με συγκλόνισε βαθύτατα με τις αλήθειες που διατύπωνε, και ειλικρινά εύχομαι να μην επαληθευτεί, όπως ορισμένα από τα υπόλοιπά του– και τέλος το επικό του μυθιστόρημα φαντασίας με τίτλο «Το τραγούδι των σκλάβων».
          Έχοντας, λοιπόν, «καλομάθει» στα πολυσέλιδα μυθιστορήματά του, που συνήθως ξεπερνούν τις πεντακόσιες σελίδες, και τα οποία μου κρατούσαν συντροφιά κάποιες μέρες, παίρνοντας στα χέρια μου τη νουβέλα του «Σιβηρία», ένιωσα μια μικρή απογοήτευση, καθώς συνειδητοποίησα πως αυτό το αναγνωστικό μου ταξίδι με την πένα του αγαπημένου συγγραφέα θα διαρκούσε υπερβολικά λίγο. Εδώ όμως έρχεται να επαληθευτεί για μια ακόμη φορά το γνωστό απόφθεγμα που υποστηρίζει πως «ουκ εν τω πολλώ το ευ», αφού μία μόνο ανάγνωση του νέου του βιβλίου δεν μου ήταν αρκετή για να συλλάβω στην πλήρη έκτασή τους όλα τα θέματα που έθιξε ο συγγραφέας μέσα σε τόσο λίγες σελίδες. Το ξαναδιάβασα την αμέσως επόμενη μέρα και ομολογώ πως θα μείνει στο μυαλό μου χαραγμένο για πάρα πολύ καιρό!
          Η ιστορία μας διαδραματίζεται στη Σιβηρία του σήμερα, μέσα στον απόηχο του πολέμου της Ρωσίας με την Ουκρανία, αλλά και των γεγονότων του ’91 που καθόρισαν τη μετέπειτα πορεία της πρώην κραταιάς υπερδύναμης. Ο νεαρός Πάβελ είναι αναγκασμένος να συμβιώνει με τον μέθυσο και αγροίκο πατέρα του Ανατόλι, μέσα σε ένα περιβάλλον έντονης ανέχειας και έλλειψης κάθε γονικής στοργής, αφού έχασε τη μητέρα του Γιελένα από τη γέννησή του ακόμα. Ζώντας μέσα στο αφιλόξενο και άγριο σιβηρικό περιβάλλον, ο δεκαοκτάχρονος πλέον Πάβελ μαθαίνει να στηρίζεται στα πόδια του και να επιβιώνει, αφού ο πατέρας του πεθαίνει. Ο νεαρός κάνει οποιαδήποτε δουλειά βρει και μαζεύει κάθε ρούβλι που κερδίζει, έχοντας ένα και μόνο όνειρο: να αφήσει πίσω για πάντα τη γενέτειρά του, το μικρό χωριό του στη Σιβηρία, και να μετοικήσει στην πολύβουη και απρόσωπη Μόσχα.
          Έχοντας πια φτάσει στο εικοστό τρίτο έτος της ζωής του, ο Πάβελ αισθάνεται πως τα όνειρά του ίσως δεν πραγματοποιηθούν ποτέ, ενώ νιώθει πως πιθανότατα δεν θα καταφέρει να απεγκλωβιστεί κάποτε από το τέλμα στο οποίο έχει βυθιστεί. Μόνο η αγαπημένη του Εκατερίνα, η κοπέλα με την οποία διατηρεί δεσμό, είναι ικανή να ανατρέπει την απογοήτευσή του, καθώς μοιράζεται τα όνειρά του για την από κοινού απόδρασή τους στη μοσχοβίτικη μεγαλούπολη και το ξεκίνημα μιας νέας ζωής για τους δυο τους. Έτσι, ένα φθινοπωρινό πρωινό του Σεπτεμβρίου, που το κρύο στη Σιβηρία αγγίζει τους δύο βαθμούς υπό το μηδέν, αποφασίζει να πάει για κυνήγι στον κοντινό ποταμό, έχοντας ως συντροφιά τον πιστό του τετράποδο σύντροφο, ένα λυκόσκυλο που ακούει στο όνομα Σάσα. Εκεί όμως, και μετά από ένα αναπάντεχο «στραβοπάτημά» του στη λασπώδη όχθη του ποταμού, ο Πάβελ Βορόνιν θα έρθει αντιμέτωπος με ένα αρχέγονο κακό, που ελλόχευε εκεί θαμμένο για αιώνες, αλλά και το σκοτεινό πεπρωμένο του που αναγκαστικά θα πρέπει να αντιμετωπίσει· ένα πεπρωμένο αδιανόητο, που δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ούτε στους χειρότερους εφιάλτες του.
          Ο εξαίρετος συγγραφέας, μέσα σε αυτές τις ελάχιστες σελίδες της νουβέλας του, κατορθώνει να ξεδιπλώσει μια καθηλωτική ιστορία τρόμου και φαντασίας, ικανή να γεμίσει ένα πολυσέλιδο βιβλίο, χρησιμοποιώντας την αγαπημένη του «τεχνική», δηλαδή τον συνδυασμό του παρόντος με το παρελθόν, μέχρι που οι δύο ιστορίες του «τότε» και του «τώρα» να ενωθούν σε μία, συμπληρώνοντας όλα τα κομμάτια του παζλ. Έχοντας στο μυαλό του έναν δημοφιλή μύθο για το απόλυτο κακό –που σαφώς έχουμε συναντήσει αρκετές φορές στο λογοτεχνικό σύμπαν, από σύγχρονους και κλασικούς συγγραφείς, σε πολλές και διαφορετικές εκδοχές του–, χτίζει έναν δικό του ολοκαίνουργιο μύθο, έναν μύθο που βασίζεται κυρίως στην επιστήμη του, ώστε να αντλήσει την απαραίτητη όσο και εντυπωσιακή αληθοφάνεια και να μας πείσει πως ίσως η κλιματική κρίση και ο πληγωμένος πλανήτης μας –που κακοποιείται συστηματικά εδώ και αιώνες από ένα και μόνο είδος από τα αμέτρητα που φιλοξενεί, το ανθρώπινο–, ίσως κάποια στιγμή να μας «εκδικηθεί» περισσότερο από όσο ήδη κάνει· μια «εκδίκηση» απόλυτα δικαιολογημένη και αναμενόμενη, αφού εμείς οι ίδιοι την έχουμε προκαλέσει με την αλόγιστη και αναίτια καταστροφή του περιβάλλοντός μας.
          Ο Μανώλης Παλαβούζης συνδυάζει με ιδανικό τρόπο σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα, μελέτες, μύθους και θρύλους με μια μυθοπλασία ευρηματική και πρωτότυπη, επικεντρώνοντας περισσότερο το ενδιαφέρον του αλλά και την προσοχή του αναγνώστη σε όλα όσα αισθάνεται ο ήρωάς του, στις αντιδράσεις του απέναντι στην υπερφυσική στροφή της ζωής του από ένα τυχαίο γεγονός και στον τρόπο που επιλέγει ο ίδιος να την αντιμετωπίσει. Πέρα από τον αριστοτεχνικό μύθο που πλέκει ο συγγραφέας, καταφέρνει ταυτόχρονα με μεγάλη μαεστρία να θέσει ερωτήματα που μας απασχολούν διαχρονικά, επισημαίνοντας το εύρος των διλημμάτων και των αντιδράσεων που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας άνθρωπος όταν η ζωή του καταρρέει αιφνίδια και ο ίδιος καλείται να προσαρμοστεί σε μια νέα και δυσοίωνη πραγματικότητα. Είμαστε άραγε όλοι μας ικανοί να επιβιώσουμε με κάθε κόστος, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως θα χάσουμε την πραγματική ανθρώπινη υπόστασή μας, ή όχι; Για μία ακόμη φορά, οφείλω τα θερμά και ειλικρινή μου συγχαρητήρια στον Μανώλη Παλαβούζη για το νέο του βιβλίο, την καθηλωτική «Σιβηρία», και σας προτείνω ανεπιφύλακτα να το διαβάσετε το συντομότερο!
 
Υπόθεση Οπισθόφυλλου:
 
Στα παγωμένα εδάφη της Σιβηρίας, ένα αρχαίο κακό παραμονεύει στην έρημη γη, πανίσχυρο και αθέατο στο πέρασμα χιλιετιών και αιώνων. Ο Πάβελ Βορόνιν, ένας νέος που βλέπει τα όνειρά του να διαλύονται και τη ζωή του να πέφτει σε τέλμα, θα αφυπνίσει άθελά του το αρχέγονο κακό της αχανούς πεδιάδας και πολύ σύντομα θα αντιληφθεί πως τίποτα δεν θα είναι το ίδιο ξανά. Κι αυτό γιατί ο ίδιος δεν θα είναι ο άνθρωπος που κάποτε ήταν. Κάτι αλλάζει μέσα του, μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, μετατρέποντάς τον σ’ ένα πλάσμα θανάσιμο, βγαλμένο από τους πιο σκοτεινούς ανθρώπινους εφιάλτες.
 
Ένα κακό ξύπνησε και γυρεύει να τραφεί. Κι όταν το κακό πεινάει, μόνο άσχημα πράγματα μπορούν να συμβούν…
 
Μια νουβέλα φαντασίας για μια μοιραία συνάντηση με κάτι αλλόκοτο που καιροφυλακτούσε, προσμένοντας να επιστρέψει στη ζωή, κι ένας ήρωας σε αδιέξοδο. Για να επιβιώσει, οφείλει να αποδεχτεί τη νέα πραγματικότητα, ακόμα κι αν πρέπει ν’ αφήσει πίσω του όλα όσα αγαπάει.

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024

«ΕΤΣΙ ΑΠΛΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΟΛΑ», του Γιάννη Φιλιππίδη – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

«ΕΤΣΙ ΑΠΛΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΟΛΑ», του Γιάννη Φιλιππίδη – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη
Εκδόσεις: Άνεμος
Σελίδες: 256
Τιμή με έκπτωση: 14,27€
 
         Ο Γιάννης Φιλιππίδης είναι «παλιός» μου γνώριμος, καθώς διαβάζω τα βιβλία του περισσότερο από μια δεκαετία τώρα, έχοντας ως σημείο εκκίνησης της περιπλάνησής μου στο δικό του μοναδικό συγγραφικό σύμπαν το πολυαγαπημένο «Μα, το ψάρι είναι φρούτο». Από εκείνο το ανεπανάληπτο και πρωτότυπο βιβλίο του με «κέρδισε» ως συγγραφέας διά παντός, καθώς το ταλέντο του είναι αδιαμφισβήτητο και η φαντασία του μοιάζει ανεξάντλητη. Με το νέο του μυθιστόρημα, που κυκλοφορεί πάντα από την Άνεμος Εκδοτική με τίτλο «Έτσι απλά συμβαίνουν όλα», οι προσδοκίες μου επιβεβαιώθηκαν για ακόμη μία φορά, αφού πρόκειται για ένα καλογραμμένο κοινωνικό μυθιστόρημα που καταπιάνεται με πολλά και φλέγοντα ζητήματα, μέσα από μια μυθοπλασία ευρηματική, συστήνοντάς μας μερικούς ανεπανάληπτους λογοτεχνικούς χαρακτήρες και αποδεικνύοντάς μας πέρα από κάθε αμφιβολία πως «ναι, έτσι απλά συμβαίνουν όλα»…
          Η ιστορία μας τοποθετείται χρονικά στη σύγχρονη Αθήνα, την απρόσωπη τσιμεντένια πρωτεύουσα μιας λαβωμένης Ελλάδας που προσπαθεί να γιάνει τις πληγές της, αφού έχει επιβιώσει από μια οικονομική κρίση πολλών ετών –η οποία, σε πολλές περιπτώσεις, άφησε πίσω της ανθρώπινα συντρίμμια, κυριολεκτικά και μεταφορικά–, αλλά και από μια φονική πανδημία, που ήρθε να αποτελειώσει ό,τι είχε ξεκινήσει η πολυετής κρίση. Πέρα από τις ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, οι εναπομείναντες βίωσαν για πρώτη φορά πρωτόγνωρες καταστάσεις: στερήθηκαν αυτονόητες προσωπικές ελευθερίες αλλά και την οικονομική άνεση στην οποία είχαν μέχρι πρότινος καλομάθει, αντιμετώπισαν την αβεβαιότητα, την ανασφάλεια και τον φόβο για το αύριο, με αποτέλεσμα να σταματήσουν να ονειρεύονται και να σχεδιάζουν το μέλλον. Η ανθρώπινη φύση όμως είναι πολύ ανθεκτική και προσαρμόσιμη, ενώ έχει την τάση να αντιμετωπίζει θαρραλέα όσα δεινά συναντά στην πορεία της, να τα αφήνει πίσω της και να προχωρά. Αυτό ακριβώς κάνουν και οι ήρωες του νέου βιβλίου του χαρισματικού Γιάννη Φιλιππίδη, τουλάχιστον οι περισσότεροι από αυτούς…
          Η Ρόζα είναι μια νέα γυναίκα που ασχολείται με το Θέατρο. Ονειρεύεται να γίνει πρωταγωνίστρια σε παραστάσεις αξιώσεων και να ξεφύγει από τα παιδικά θεατρικά έργα και τους περιοδεύοντες θιάσους. Μέχρι τώρα, έχει καταφέρει να διατηρήσει τη σχέση με τον σύντροφό της και να διαμορφώσει τη ζωή της σύμφωνα με τα δικά της πρότυπα και όχι τις κοινωνικές προσταγές· ή, τουλάχιστον, έτσι πιστεύει. Ξεκινώντας, λοιπόν, ένα βροχερό πρωινό για μία οντισιόν σε ένα θέατρο, η ίδια έχει το προαίσθημα πως εκείνη θα είναι μία πολύ καλή μέρα. Όμως η συνέχεια τη διαψεύδει πανηγυρικά, καθώς τίποτα δεν εξελίσσεται όπως προσδοκούσε, αποδεικνύοντας πόσο σοφός είναι ο λαός μας που υποστηρίζει πως «η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται». Οι απογοητεύσεις διαδέχονται η μία την άλλη, ενώ τα σχέδιά της ανατρέπονται, αφού η ίδια η πραγματικότητα την αναγκάζει να επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητές της, όπως και όσα θα πρέπει να θεωρεί δεδομένα. Το μόνο καταφύγιό της είναι η οικογένειά της, όπως και οι φίλες της, που της συμπαραστέκονται σε κάθε δυσκολία, όσο ανυπέρβλητη κι αν μοιάζει αυτή.
    Την ασυμβίβαστη ηρωίδα μας Ρόζα πλαισιώνουν αρκετοί ακόμα εξίσου αξιομνημόνευτοι ήρωες, που συμβάλλουν ο καθένας με το δικό του σημαντικό «λιθαράκι» στην παραπέρα πορεία και εξέλιξή της. Η μητέρα της η Μάρθα, η οποία διατηρεί μαζί με τον άντρα της ένα ψιλικατζίδικο εδώ και πολλά χρόνια, έχει παντρευτεί τον έρωτα της ζωής της και έχει επικεντρωθεί στο μαγαζί τους και στα δυο παιδιά τους, τη Ρόζα και τον Αλέξη. Μια τυχαία ανακάλυψη όμως θα φέρει τα πάνω-κάτω στη ζωή της, θα ανατρέψει κάθε βεβαιότητα και πεποίθησή της και, σε μία και μόνο άτυχη στιγμή, θα διαπιστώσει πως ο καθένας μας είναι δυνατό να κρύβει μέσα του δολοφονικά ένστικτα, όταν νιώθει ότι απειλούνται όλα όσα κοπίασε να δημιουργήσει μια ολόκληρη ζωή.
        Η καλύτερη φίλη και γειτόνισσα της Μάρθας, η Ευδοκία, θα κληθεί να αποφασίσει πώς θέλει να προχωρήσει σε ένα μέλλον που δεν μοιάζει πλέον τόσο βέβαιο ούτε και τόσο ελπιδοφόρο. Θα πολεμήσει για να κερδίσει χρόνο, χωρίς καμία εγγύηση επιτυχίας, αλλά θα προσπαθήσει να θέσει τους δικούς της αδιαπραγμάτευτους όρους σε μια μάχη που εξαρχής φαίνεται άνιση, διεκδικώντας την αυτονόητη αξιοπρέπεια που κανείς δεν μπορεί να της στερήσει. Έχοντας γνωρίσει την αγάπη χωρίς όρους, έχοντας βιώσει έναν έρωτα που είναι ικανός να κρατήσει ακόμα και μετά την επίγεια ζωή, η Ευδοκία μοιράζει απλόχερα την αγάπη της σε όσους κρίνει πως την αξίζουν.
          Ο Αλέξης, ο αδελφός της Ρόζας, έχει επιλέξει από νωρίς τον οριστικό σύντροφο της ζωής του, τον Στέφανο, έχοντας οικοδομήσει μαζί του μια ερωτική σχέση γεμάτη πραγματική αγάπη, αλληλοεκτίμηση και σεβασμό, αποδεικνύοντάς μας πως οι αληθινές σχέσεις και η υποδειγματική οικογένεια δεν καθορίζονται από τα φύλα και τα κοινωνικά «πρέπει» ούτε από τις γενικώς αποδεκτές μορφές ζευγαριών, αλλά από τα αληθινά συναισθήματα, την ειλικρίνεια, την αμοιβαιότητα και τα γερά θεμέλια. Στον αντίποδα αυτών, ο επιπόλαιος Στάθης, ο σύντροφος της Ρόζας, αποδεικνύει περίτρανα πως η ωριμότητα δεν εξαρτάται από την ηλικία, ούτε και η πίστη από τις μεγαλόστομες δηλώσεις. Τα πάντα έχουν τις συνέπειές τους, ιδιαίτερα οι ασυλλόγιστες και ανώριμες πράξεις, ενώ η ευτυχία και η εμπιστοσύνη είναι έννοιες υπερβολικά εύθραυστες και ευάλωτες.
          Ο συγγραφέας κατορθώνει, μέσα σε λίγες σχετικά σελίδες, να συμπυκνώσει αμέτρητα νοήματα και διαχρονικές αλήθειες, συνδυάζοντας ολοζώντανους και αλησμόνητους χαρακτήρες με καταιγιστική πλοκή και γραφή που συνδυάζει το χιούμορ και τη σάτιρα με τον λυρισμό, την ευαισθησία και τη λιτότητα. Συναισθήματα, γεγονότα και πεποιθήσεις μπλέκονται σε έναν αρμονικό συνδυασμό ώστε να τονιστούν όλα εκείνα που κρίνει ο συγγραφέας πως χρειάζεται να επισημάνει. Μερικά από αυτά είναι: η ανεξαρτησία και η αποδοχή, η ειλικρίνεια, η πραγματική αγάπη και η φιλία, το θάρρος απέναντι στο μοιραίο, η αλληλεγγύη και η βοήθεια όταν φτάνει κανείς σε αδιέξοδο, η αντιμετώπιση κάθε δυσκολίας και η συμπαράσταση και προστασία όσων αγαπάμε, ακόμα κι όταν εκείνοι καταφεύγουν σε αδιανόητες πράξεις εν βρασμώ ψυχής.
       Το «Έτσι απλά συμβαίνουν όλα» είναι ένα μυθιστόρημα που συναρπάζει και καθηλώνει τον αναγνώστη χωρίς τυμπανοκρουσίες και άσκοπους εντυπωσιασμούς, αφού η ίδια η ζωή και όλα όσα μας τυχαίνουν –ακόμα και τα πιο ακραία, τραγικά, επώδυνα και ασυνήθιστα–, συμβαίνουν έτσι απλά… Τα θερμά μου συγχαρητήρια στον χαρισματικό Γιάννη Φιλιππίδη για ένα ακόμα εξαιρετικό βιβλίο του, το οποίο και σας προτείνω ανεπιφύλακτα να διαβάσετε!
 
Υπόθεση οπισθόφυλλου:
 
Στη σύγχρονη Αθήνα, που λαβώθηκε από την πολυετή οικονομική κρίση και εξαιτίας της πανδημίας στερήθηκε όχι μόνο τις ελευθερίες της αλλά κυρίως τη δυνατότητα να ονειρεύεται, κάποιοι άνθρωποι προσπαθούν να ορθοποδήσουν παρά τις αντιξοότητες.
 
Η Ρόζα κυνηγάει το όνειρό της για να πρωταγωνιστήσει στο Θέατρο, αλλά απρόσμενα γεγονότα την προλαβαίνουν και την αναγκάζουν να επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητές της.
Η Μάρθα συνειδητοποιεί πως ο καθένας μας μπορεί να είναι εν δυνάμει δολοφόνος όταν νιώθει πως απειλείται το προσωπικό του σύμπαν.
Η Ευδοκία δίνει την πιο άνιση μάχη της ζωής της, προσπαθώντας να θέσει τους δικούς της αδιαπραγμάτευτους όρους και διατηρώντας την αξιοπρέπειά της.
Ο Στέφανος και ο Αλέξης, απολαμβάνοντας ήδη μία αρμονική ερωτική σχέση και συμβίωση, πορεύονται διεκδικώντας όσα δικαιωματικά τούς αξίζουν.
Ο ανώριμος συναισθηματικά Στάθης διαπιστώνει πως κάθε ασυλλόγιστη πράξη έχει συνέπειες, ενώ η ευτυχία και η εμπιστοσύνη χρειάζονται χρόνο και μόχθο για να χτιστούν, αλλά διαλύονται μέσα σε μια στιγμή.
 
Ένα μυθιστόρημα χειμαρρώδες και ανατρεπτικό που πραγματεύεται, με χιουμοριστική και καυστική ματιά, φλέγοντα ζητήματα όπως την πίστη και την απιστία, την κακοποίηση και τον εκφοβισμό, την αυτοδικία και την ευθανασία, το δικαίωμα στην ευτυχία ανεξαρτήτως φύλου.