Ταξίδια Μέσα Από Τη Λογοτεχνία!

Η Λογοτεχνία είναι για μένα ένα «παράθυρο» σ' έναν μαγικό κόσμο. Κάθε βιβλίο μάς ταξιδεύει σε κόσμους πραγματικούς ή φανταστικούς, τωρινούς, μελλοντικούς ή παρελθοντικούς. Ένα είναι το μόνο σίγουρο, κάθε βιβλίο που μας ενθουσιάζει, μας εντυπωσιάζει ή μας μαγεύει θέλουμε να το μοιραστούμε με άλλους φίλους-αναγνώστες. Έτσι κι εγώ, θέλω να μοιραστώ μαζί σας όσα βιβλία με ενθουσίασαν και με «γέμισαν» με πρωτόγνωρες ιδέες, εικόνες και συναισθήματα. Σαφώς και η άποψη του κάθε αναγνώστη είναι μοναδική και ένα βιβλίο που εμείς λατρέψαμε μπορεί κάποιος άλλος να το αντιπάθησε ή ακόμα και να το μίσησε... Μέσα από αυτήν την οπτική θεωρώ φρόνιμο να μη σχολιάζω όσα βιβλία δεν με εντυπωσίασαν ή με άφησαν αδιάφορη, διότι η άποψή μου είναι απολύτως υποκειμενική. Δεν θα ήθελα να προκαταλάβω αρνητικά κανέναν αναγνώστη, αποτρέποντάς τον από το να διαβάσει ένα βιβλίο το οποίο, ενδεχομένως, να τον ενθουσιάσει. Κάθε βιβλίο απαιτεί το κατάλληλο περιβάλλον, το υπόβαθρο και την ανάλογη διάθεση για να εκτιμηθεί, οπότε καλό θα είναι να μην απορρίπτουμε ποτέ τίποτα. Η έκφραση και αποτύπωση της δικής μου γνώμης για κάθε βιβλίο -αλλά και των απόψεων και σχολιασμών άλλων φίλων-συγγραφέων-αναγνωστών, που αναγράφονται στη σχετική κατηγορία-, έχουν ως μοναδικό σκοπό να εκφράσουν τον θαυμασμό μας για ορισμένα βιβλία που θεωρούμε άξια λόγου και θέλουμε να γίνουν ευρέως γνωστά, βοηθώντας έτσι τους αναγνώστες στην επιλογή του επόμενου βιβλίου που θα διαβάσουν. Πάντοτε με το μεγαλύτερο σεβασμό και θαυμασμό για όλους τους συγγραφείς, που μέσα από τις σελίδες των βιβλίων τους μας «ταξιδεύουν» μακριά από την εκάστοτε πραγματικότητα ή μας βοηθούν να την κατανοήσουμε καλύτερα, αλλά σε κάθε περίπτωση στολίζουν την ψυχή μας, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ!

Κλειώ Ισιδ. Τσαλαπάτη

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

«ΜΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΑΣΗΜΙΑ», της Μαίρης Κόντζογλου – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

«ΜΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΑΣΗΜΙΑ», της Μαίρης Κόντζογλου – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 656
Τιμή: 16,92 €

            Έχω ήδη δηλώσει φανατική αναγνώστρια της συγγραφέως Μαίρης Κόντζογλου και αυτό είναι κάτι που ένιωσα από το πρώτο μυθιστόρημά της που πήρα στα χέρια μου. Κάθε νέο βιβλίο της λοιπόν, το περιμένω με μεγάλη ανυπομονησία αλλά και σιγουριά, καθώς γνωρίζω πως δε θα με απογοητεύσει ποτέ. Γυρνώντας, όμως, και την τελευταία σελίδα του 2ου μέρους της νέας τριλογίας της των «Παλιών Ασημιών», που φέρει τον τίτλο «Μια Προσευχή Για Τα Παλιά Ασήμια», συνειδητοποίησα πως ξεπέρασε κάθε προηγούμενο και πως αυτό το λογοτεχνικό ‘ταξίδι’ δεν ήθελα να τελειώσει. Ίσως, για αυτό το διάβαζα σιγά – σιγά, καθώς ήταν μία ψυχική τέρψη που προσπαθούσα να βιώσω για όσο περισσότερο μπορούσα. Πραγματικά, και χωρίς καμία διάθεση υπερβολής, το νέο βιβλίο της αγαπητής συγγραφέως είναι αριστουργηματικό και αποτελεί ένα πραγματικό κόσμημα για τη βιβλιοθήκη κάθε φιλαναγνώστη. Περιττό να πω ότι αδημονώ να πάρω στα χέρια μου το 3ο και τελευταίο μέρος αυτού του έπους, αν και είμαι βέβαιη πως θα λυπηθώ όταν θα χρειαστεί να αποχωριστώ οριστικά και αμετάκλητα τους τραγικούς ήρωές του.
            Το ‘ταξίδι’ στο χωροχρόνο που είχε ξεκινήσει με το 1ο μέρος της τριλογίας «Τα Παλιά Ασήμια» συνεχίστηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η ιστορία των ηρώων του πρώτου βιβλίου εκτυλίχθηκε ακόμα πιο συγκλονιστική, οδηγώντας τον αναγνώστη σε συναισθηματικές κορυφώσεις απίστευτης έντασης, με όχημα την απαράμιλλη γραφή της Μαίρης Κόντζογλου. Η χρήση της γλώσσας σε όλη την έκταση του βιβλίου είναι εκπληκτική, ζωντανεύοντας παλιές διαλέκτους και λεξιλόγιο χαμένο στη λήθη του χρόνου, αλλά τόσο ζωντανά και ταιριαστά με την κάθε εποχή και εθνικότητα, ώστε αναπαριστούν απόλυτα το κλίμα της και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Οι εικόνες από την Καππαδοκία του χθες και του σήμερα, από την Σμύρνη και τον Πόντο, τη Σινασό και την Καισάρεια απεικονίζονται ολοζώντανες μπροστά στα έκθαμβα μάτια του αναγνώστη, ο οποίος αισθάνεται σαν να ζει σε εκείνες τις μακρινές, αλλά όχι λησμονημένες εποχές και μέρη, αλλά και στη σημερινή, εκσυγχρονισμένη Ανατολία. Αισθάνεται το δριμύ ψύχος του ανελέητου χειμώνα, οσφραίνεται και βλέπει την μυροβόλο άνοιξη με τα χιλιάδες χρώματα και μυρωδιές, νιώθει την φλογισμένη κάψα του καλοκαιριού και ατενίζει τους καθάριους έναστρους ουρανούς.
Η συγγραφέας κατορθώνει να αναβιώσει και να αναπαραστήσει την καθημερινή ζωή, τις συνήθειες, τα έθιμα και τη γλώσσα των Ελλήνων και όχι μόνο, της Καππαδοκίας στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα με ασύγκριτη μαεστρία. Η οικογένεια Χατζηαβράμογλου και οι, μετά τρεις γενιές, απόγονοί τους που ζουν ογδόντα χρόνια αργότερα στις αρχές του 21ου αιώνα, έχουν ήδη γίνει ‘δικοί μας άνθρωποι’ από το πρώτο κιόλας βιβλίο της τριλογίας. Εδώ, όμως, ο βίος, οι έρωτες, οι απώλειες, τα πάθη, τα μίση και τα παθήματά τους μας συμπαρασύρουν σε μια συναρπαστική περιπέτεια, όπου γινόμαστε μάρτυρες γεγονότων και καταστάσεων που επηρεάζουν τις δικές τους ζωές αλλά και των μακρινών απογόνων τους. Τα ιστορικά γεγονότα των ταραγμένων και αλλοπρόσαλλων εκείνων χρόνων είναι αυτά που ρυθμίζουν τις τύχες τους με μοιραίο και αμετάκλητο τρόπο.
Οι δύο σύγχρονοι ήρωές μας, η Έλσα και ο Άλεξ συνεχίζουν την μοιραία, προκαθορισμένη σχέση τους που ξεκίνησε στο 1ο βιβλίο της τριλογίας, ταξιδεύοντας στην Καππαδοκία του σήμερα και πασχίζοντας να ενώσουν τα κομμάτια του μακρινού παρελθόντος τους και της πανίσχυρης Μοίρας, ή Κισμέτ, που τους έφερε κοντά. Μέσα από το ημερολόγιο της γιαγιάς της, Σεβαστής, η Έλσα προσπαθεί να βρει τις άκρες των νημάτων που οδήγησαν στην δική της ύπαρξη, ενώ ταυτόχρονα ο Άλεξ Κάρτερ επιδιώκει να βιώσει τον μεγαλύτερο έρωτα της ζωής του, μέσα από τη δική του αναζήτηση των πατρογονικών του ριζών. Στην αναδρομή τους αυτή, παίρνουν ως συνεπιβάτες τους εμάς τους αναγνώστες, οι οποίοι παρακολουθούμε με αμέριστη προσοχή και κομμένη την ανάσα τις ζωές των προγόνων τους. 
             Βλέπουμε την Μακρίνα και τον Αβράμη Χατζηαβράμογλου να προσπαθούν να κρατήσουν ενωμένη την οικογένειά τους σε πείσμα των χαλεπών καιρών που βιώνουν, ενώ βλέπουμε τα αξεπέραστα εμπόδια που το πεπρωμένο, οι συνθήκες και τα ιστορικά γεγονότα θέτουν μπροστά τους, αλλάζοντας δραματικά όλα τα δεδομένα. Βλέπουμε την αγάπη να ανθίζει μέσα στις νεανικές καρδιές της Σεβαστής και του Έλμερ, παρά τις αντιξοότητες και τις ουσιαστικές διαφορές στην εθνικότητα, τη θρησκεία και την κουλτούρα τους, ενώ διαπιστώνουμε πως η αγάπη και ο έρωτας μπορεί να μετατραπεί σε δηλητήριο στην περίπτωση δύο άλλων ανθρώπων, των οποίων η μοίρα είναι άρρηκτα δεμένη με των υπολοίπων ηρώων του τώρα και του χθες. Βλέπουμε πώς οι ορθολογικές αποφάσεις των γονιών, οι οποίες αποσκοπούν στο καλό και την ευημερία των παιδιών τους, μπορούν να γυρίσουν εναντίον τους και να αποβούν μοιραίες. Βλέπουμε πώς το μίσος και ο φθόνος για όσους νομίζουμε πως μας αδίκησαν μπορούν να οδηγήσουν στις πιο αποτρόπαιες και φριχτές πράξεις, με απρόβλεπτες συνέπειες για όλους. Βλέπουμε τέλος, τον τρόπο με τον οποίο οι μεγάλοι και ισχυροί αυτού του κόσμου αποφασίζουν ‘ελαφρά τη καρδία’ για τα πεπρωμένα και τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων, χωρίς κανένα συναίσθημα και καμιά ευαισθησία, απλά σαν να παίζουν ακόμα μια παρτίδα σκάκι. Πάντα έτσι γινόταν και, δυστυχώς, πάντα έτσι θα γίνεται.
Θα μπορούσα να γράψω πολλά ακόμα για αυτό το τόσο μεγαλειώδες βιβλίο, όμως φοβάμαι πως θα αποκαλύψω γεγονότα και καταστάσεις που πρέπει να ανακαλυφθούν από τον κάθε αναγνώστη διαβάζοντάς το. Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό βιβλίο με ολοζώντανες εικόνες, γλαφυρή και μοναδική γραφή, γεμάτο συναισθήματα, αριστοτεχνικά δομημένη πλοκή και ατόφια Ιστορία, το οποίο σας προτείνω ανεπιφύλακτα να διαβάσετε, αφού φυσικά ξεκινήσετε από το πρώτο μέρος, τα «Παλιά Ασήμια». Πολλά και θερμά συγχαρητήρια στην εξαίρετη Μαίρη Κόντζογλου και την εκλιπαρώ, εκ μέρους όλων μας, να μην μας καθυστερήσει πολύ το τρίτο και τελευταίο μέρος της ανεπανάληπτης τριλογίας της, το «Πέρα Από Τα Παλιά Ασήμια». Ανυπομονούμε!

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

«Μια προσευχή για τα ‘Παλιά Ασήμια’, μια ιστορία για αλησμόνητες πατρίδες και αλησμόνητους έρωτες.

Καισάρεια, Σινασός, Σμύρνη και Πόντος, στα πέτρινα χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής και της ανταλλαγής των πληθυσμών: ο καμβάς που πάνω του κεντιέται η ιστορία του έρωτα της Σεβαστής Χατζηαβράμογλου με τον Έλμερ Αλεξάντερ Κάρτερ.
Στο πλευρό της Σεβαστής, η μάνα και η αδελφή της, η εύθραυστη Μακρίνα και η σημαδεμένη από τη μοίρα Ελισσώ, θα πληρώσουν βαρύ φόρο αίματος και θα κληθούν να ξεπεράσουν τραγικά αδιέξοδα λαμβάνοντας αποφάσεις ζωής και θανάτου.
Κυρίαρχος όμως ο υπερβατικός έρωτας που ανοίγει πόρτες στις πετρόχτιστες αυλές της Ανατολίας, στα αγριεμένα παράλια του Ατλαντικού και στα ήρεμα νερά του Αιγαίου, που θα εκμηδενίσει τις αποστάσεις και θα αφήσει ανεξίτηλα τα αποτυπώματά του στον χρόνο.
Ογδόντα χρόνια μετά ελκύει την Έλσα, που κάνει ένα ταξίδι στα προγονικά χώματα κουβαλώντας μαζί της το ημερολόγιο της γιαγιάς Σεβαστής, και τον Άλεξ, που αναζητά τα χνάρια του καθηγητή Έλμερ Αλεξάντερ Κάρτερ. Δυο ανθρώπους από τόσο διαφορετικούς κόσμους που θα ’λεγε κανείς πως ούτε μια κοινή ματιά δεν θα μπορούσαν να ρίξουν στο λαξευμένο στον βράχο μοναστήρι της Παναγιάς που χαμογελάει, στην απόκοσμη Μονή των Παλιών Ασημιών…»

Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

«ΕΝΑΣ ΓΑΤΟΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΛΕΓΑΝ ΜΠΟΜΠ», του Τζέιμς Μπόουεν – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

«ΕΝΑΣ ΓΑΤΟΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΛΕΓΑΝ ΜΠΟΜΠ», του Τζέιμς Μπόουεν – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη
Εκδόσεις: Anubis
Σελίδες: 240 & Τιμή: 8,33 €

          Αυτό το υπέροχο, τρυφερό, συγκινητικό και ανθρώπινο βιβλίο έχει σίγουρα εξασφαλίσει μια θέση ανάμεσα στα αριστουργήματα της ξένης λογοτεχνίας, όχι τόσο για την όποια λογοτεχνική αξία του –μια και ο συγγραφέας και κύριος ήρωας του βιβλίου δεν αξιώνει τέτοιου είδους αναγνώριση–, όσο για τα μηνύματα που στέλνει προς όλους μας. Πρόκειται για την αληθινή ιστορία του Τζέιμς Μπόουεν και του πορτοκαλί κεραμιδόγατου Μπομπ, με τον οποίο κάποια στιγμή διασταυρώθηκαν οι δρόμοι τους, καθορίζοντας τη μετέπειτα πορεία και των δύο με εντελώς αναπάντεχο τρόπο.
          Όλα ξεκίνησαν όταν ο busker Τζέιμς –πλανόδιος τραγουδιστής, δηλαδή– επέστρεψε στο διαμέρισμα που του είχε παραχωρήσει η κοινωνική πρόνοια του Λονδίνου, μετά από μια εξαντλητική μέρα υπαίθριας εργασίας. Στο χαλάκι ενός γειτονικού διαμερίσματος διέκρινε ένα πορτοκαλί κουβαράκι, που σύντομα κατάλαβε πως επρόκειτο για νεαρό γάτο. Την πρώτη μέρα τον αγνόησε, νομίζοντας πως ήταν του γείτονα. Τη δεύτερη το ίδιο. Την τρίτη ημέρα, όμως, αποφάσισε να δράσει καθώς έβλεπε ότι το ζωάκι χρειαζόταν νερό, τροφή και περίθαλψη, αφού φαινόταν ανήμπορο και πληγωμένο. Από τη στιγμή που διευκρίνισε ότι το γατάκι δεν ανήκε στον γείτονα, το πήρε στο σπίτι του, το τάισε, το φρόντισε και την επομένη το πήγε στον δημόσιο κτηνίατρο. Ο γάτος –ανώνυμος ακόμα τότε– έδειξε ιδιαίτερη συμπάθεια προς τον Τζέιμς καθώς βρήκε στέγη, τροφή, περίθαλψη και αγάπη. Ο δε Τζέιμς, ο οποίος βρισκόταν σε πρόγραμμα απεξάρτησης από τα ναρκωτικά με χρήση μεθαδόνης, βρήκε έναν λόγο για να ανασυγκροτηθεί και να επαναδρομολογήσει τη ζωή του, καθώς τώρα ένα άλλο ζωντανό πλάσμα εξαρτιόταν από αυτόν.
          Όταν πια ο γάτος –που πλέον μας συστήνεται ως Μπομπ– αναρρώνει πλήρως και ανακτά όλες του τις δυνάμεις, ο Τζέιμς αποφασίζει ότι πρέπει να του χαρίσει την ελευθερία του, καθώς ο ίδιος μετά βίας μπορεί να βγάζει τα δικά του έξοδα. Όμως ο Μπομπ έχει άλλη άποψη κι έτσι οι δρόμοι τους πλέον ενώνονται και όπου πάει ο ένας ακολουθεί και ο άλλος· στην κυριολεξία, όμως! Αφού ο Τζέιμς έχει φροντίσει να στειρώσει και να τοποθετήσει τσιπ στον τετράποδο φίλο του με τα δικά του στοιχεία –ώστε αν τον χάσει να μπορούν οι αρχές να τον εντοπίσουν–, αποφασίζει ότι ο Μπομπ θα πρέπει να τον ακολουθεί στο καθημερινό του πρόγραμμα, δηλαδή το τραγούδι στον δρόμο. Αυτό που δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ο Τζέιμς είναι τη συνέπεια, την αγάπη και την αλληλεγγύη που θα του έδειχνε ο γατούλης, συνοδεύοντάς τον στην πολύωρη εργασία του, επιλέγοντας ως πιο κατάλληλη θέση μεταφοράς του –από και προς το στέκι τους έξω από τον σταθμό του Κόβεντ Γκάρντεν– την πλάτη και τους ώμους του Τζέιμς!
          Μέσα λοιπόν από την καθημερινότητα αυτών των δύο ετερόκλητων φίλων, ο συγγραφέας ρίχνει άπλετο φως στη δύσκολη και επικίνδυνη ζωή των αστέγων, των ναρκομανών, των ανθρώπων που βγάζουν το «ψωμί» τους στους πολυσύχναστους δρόμους του πολύβουου Λονδίνου, των υπαίθριων καλλιτεχνών και εμπόρων –από αυτούς που παριστάνουν τα αγάλματα μέχρι εκείνους που παίζουν μουσική και τραγουδούν, από κάποιους που ανεβασμένοι σε ξυλοπόδαρα δίνουν τις μοναχικές τους παραστάσεις έως τους μικροπωλητές διαφόρων αγαθών–, αλλά ακόμα κι εκείνους που πουλάνε εφημερίδες και περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας, όπως το Big Issue. Η ζωή αυτών των ανθρώπων δεν είναι καθόλου εύκολη ή ανέμελη, ούτε είναι πάντα προσωπική τους επιλογή να περιφέρονται στους δρόμους «βρέξει–χιονίσει»… Κάποιοι εξαναγκάστηκαν σε αυτόν τον τρόπο ζωής, κάποιοι έπεσαν θύματα των παθών τους κι άλλοι απέτυχαν στο να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους και απλά αγωνίζονται με αυτόν τον τρόπο για την οριακή επιβίωσή τους.
          Ο ήρωάς μας, και συγγραφέας αυτού του βιβλίου, εγκατέλειψε την οικογένειά του στην Αυστραλία σε πολύ νεαρή ηλικία και βρέθηκε στο Λονδίνο, όπου κάποια στιγμή –προσπαθώντας να νιώσει καλύτερα και να βρει μια παρηγοριά στη δυστυχία του–, κατέφυγε στα ναρκωτικά. Από εκεί η «κατρακύλα» και η εξαθλίωσή του ήταν μονόδρομος· όμως ο άνθρωπος έχει απίστευτες δυνάμεις κι έτσι ο Τζέιμς αποφάσισε ότι από τον αργό θάνατο προτιμούσε τη δύσκολη και επίπονη ζωή. Η παρουσία του Μπομπ δίπλα του ήταν καταλυτική από πολλές απόψεις. Καταρχάς, του κρατούσε συντροφιά κάθε ώρα και στιγμή της ημέρας, του έδειχνε την απόλυτη αγάπη του δίχως όρους, τον έκανε να αισθάνεται πιο υπεύθυνος, εφόσον τώρα έπρεπε να φροντίζει για την ασφάλεια και την ευημερία όχι μόνο τη δική του αλλά και του γάτου. Τέλος, αυτό που δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ο Τζέιμς ήταν την απρόσμενη «συμβολή» του γατούλη στην καθημερινή εργασία του. Ο κόσμος πια δεν τον προσπερνούσε ως έναν ακόμα ανεπιθύμητο πλανόδιο μουσικό – ή ακόμα χειρότερα ως ζητιάνο, όπου η πιο ανώδυνη αντίδραση ήταν να τον αγνοούν και η πιο επίπονη να τον βρίζουν, να τον κλωτσούν και να τον συκοφαντούν. Τώρα οι περισσότεροι τον κοιτούσαν με συμπάθεια, κοντοστέκονταν για να χαζέψουν τον όμορφο γατούλη και –πέρα από τα ολοένα και περισσότερα χρήματα που του έδιναν– φρόντιζαν να προμηθεύουν και τον Μπομπ με διάφορα καλούδια, από γατοτροφές και παιχνίδια μέχρι κασκόλ!
          Η εξέλιξη του Τζέιμς, που πλέον ήταν αχώριστος με τον Μπομπ, ήταν ραγδαία και σημαντική. Κατάφερε να ξεφύγει από τα ναρκωτικά οριστικά, κατόρθωσε να αλλάξει εργασιακό αντικείμενο –καθώς το busking στο Κόβεντ Γκάρντεν ήταν πλέον πολύ δυσκολότερο και λιγότερο επικερδές από παλαιότερα για τους πλανόδιους μουσικούς– και προχώρησε ως επίσημος συνεργάτης του δικτύου πώλησης των τευχών του περιοδικού Big Issue στο Ίλινγκτον, όμως, αυτήν τη φορά. Εκεί ήρθε και η αναγνώριση αλλά και η ιδέα για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου από τη μετέπειτα λογοτεχνική πράκτορα του Τζέιμς. Μερικοί νεαροί τουρίστες μαγνητοσκόπησαν το αχώριστο «δίδυμο», ανέβασαν το βίντεο στο διαδίκτυο, το οποίο έκανε τον γύρο του κόσμου, και μετά ακολούθησε η αυτοβιογραφία αυτή που έγινε παγκόσμιο best seller και ίσως γυριστεί και ταινία. Η απίστευτη ιστορία των δύο ηρώων του βιβλίου αυτού πραγματικά αξίζει να διαβαστεί από όλους, καθώς είναι μια ανάσα αισιοδοξίας, ανθρωπιάς, αλληλεγγύης και αγάπης που θα αγγίξει όλους τους φιλόζωους. Διαβάστε το, Φίλοι μου, και δεν θα το μετανιώσετε!

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

“Ένας τετράποδος φίλος μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή.”
«Ο Τζέιμς Μπόουεν ζούσε για χρόνια στους δρόμους του Λονδίνου, παίζοντας μουσική στους περαστικούς για τα προς το ζην, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να ξεφύγει από τα ναρκωτικά. Όταν βρήκε έναν αδέσποτο γάτο κουλουριασμένο στην εξώπορτα του καταλύματός του, δεν είχε ιδέα πόσο πολύ θα άλλαζε η ζωή του...
Ο χαριτωμένος πορτοκαλής γάτος ήταν τραυματισμένος και είχε ολοφάνερα περάσει πολλά. Το τελευταίο που χρειαζόταν ο Τζέιμς ήταν ένα κατοικίδιο, όμως δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πανέξυπνο κεραμιδόγατο, τον οποίο πολύ σύντομα βάφτισε Μπομπ. Όταν η υγεία του Μπομπ βελτιώθηκε, ο Τζέιμς τον άφησε να φύγει, πιστεύοντας πως δε θα τον ξανάβλεπε ποτέ. Αλλά ο Μπομπ είχε άλλα σχέδια...
Πολύ σύντομα έγιναν αχώριστοι, δύο πολύ χαρακτηριστικές φιγούρες του Κόβεντ Γκάρντεν. Οι περιπέτειες που έζησαν μαζί -τρυφερές, αστείες, αλλά και, κάποιες φορές, τρομακτικές- άλλαξαν τις ζωές τους και κατάφεραν να γιατρέψουν τις πληγές του παρελθόντος, κατακτώντας εκατομμύρια αναγνώστες διεθνώς.
Και όλα έγιναν χάρη σε ένα γάτο που τον έλεγαν Μπομπ...»

"Μια συγκινητική ιστορία με ένα γνήσιο μήνυμα ελπίδας." (Daily Mail)
"Μια ολοζώντανη απεικόνιση της ζωής στους δρόμους, όπου η αδικία και η απογοήτευση συνυπάρχουν με την ελπίδα." (The Times)

Δείτε τα βίντεο με τον Τζέιμς και τον Μπομπ!

«ΟΤΑΝ ΣΤΕΡΕΨΕ Η ΑΝΤΟΧΗ», της Ελένης Γαληνού – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη


«ΟΤΑΝ ΣΤΕΡΕΨΕ Η ΑΝΤΟΧΗ», της Ελένης Γαληνού – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη
Εκδόσεις: Μίνωας
Σελίδες: 432
Τιμή: 13,95 €

            Το πρώτο μυθιστόρημα του κάθε συγγραφέα νομίζω πως είναι και ενδεικτικό της μετέπειτα πορείας του, παρά το γεγονός ότι η εμπειρία, η αυτοβελτίωση, η εξέλιξη και η συγγραφική ωριμότητα είναι αναμενόμενες και καθορίζουν τα επόμενα έργα του. Όμως, αυτή η πρώτη επαφή με το αναγνωστικό κοινό είναι συνήθως καθοριστική και κρίσιμη. Το πρώτο μυθιστόρημα της Ελένης Γαληνού, το «Όταν Στέρεψε Η Αντοχή», είναι πραγματικά εντυπωσιακό και μας ‘προϊδεάζει’ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για τη μέλλουσα συγγραφική της πορεία.
            Το βασικό στοιχείο του βιβλίου αυτού που κέντρισε καίρια το ενδιαφέρον μου ήταν το γεγονός ότι αναφερόταν στη Μυτιλήνη, τόπο καταγωγής της μητέρας μου και άρα ιδιαίτερη πατρίδα μου κατά το ήμισυ. Ξεκινώντας όμως να το διαβάζω ενθουσιάστηκα διαπιστώνοντας πως πρόκειται για ένα εξαιρετικό, καλογραμμένο και πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον από την πρώτη κιόλας γραμμή του. Ορμώμενη από το παρόν η συγγραφέας μας οδηγεί στο παρελθόν, ώστε να πιάσουμε το νήμα της ιστορίας από την αρχή, χωρίς όμως να μας αποκαλύπτει καίριες λεπτομέρειες οι οποίες θα μπορούσαν να προδώσουν την πλοκή. Έτσι, η αγωνία παραμένει έντονη μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος, καθώς ο αναγνώστης αγωνιά για την εξέλιξη, αλλά ξαφνιάζεται και από τις ανατροπές στην υπόθεση.
            Η ιστορία μας ουσιαστικά ξεκινά  από το 1961 σε μια ακτή της Μυτιλήνης όπου εντοπίζεται η νεαρή Μαριάνθη σε ημιθανή κατάσταση, με τον τρίχρονο γιό της και ενώ κυοφορεί το δεύτερο παιδί της. Η κοινή πορεία της μάνας και του γιου της διακόπτεται αναπάντεχα εκείνη την ημέρα, ενώ τη νεαρή γυναίκα περισυλλέγουν και περιθάλπουν κάποιοι πονετικοί και καλόψυχοι ντόπιοι. Η Μαριάνθη βρίσκει καταφύγιο και μια δεύτερη οικογένεια κοντά στην ευγενική και αρχοντική Δέσποινα, τον πονόψυχο Ταξιάρχη και το δεκάχρονο γιο του Στρατή. Η ζωή της νέας γυναίκας βρίσκει σιγά σιγά τους ρυθμούς της και το δεύτερο παιδί της, ένα πανέμορφο κοριτσάκι γεννιέται σε ένα περιβάλλον που φέρει τη σφραγίδα της αγάπης, της ανοχής και της αλληλεγγύης της ‘θετής’ της οικογένειας. Όμως, ο πόνος για την απουσία του χαμένου γιου της σημαδεύει ανεπανόρθωτα τη Μαριάνθη, η οποία αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στην ανεύρεση του παιδιού της αλλά και στην εκπλήρωση της εκδίκησης προς όλους όσοι την αδίκησαν πριν φτάσει στην Μυτιλήνη από τα παράλια της Τουρκίας.
            Η συγγραφέας ‘υφαίνει’ περίτεχνα έναν πολύπλοκο ιστό γεγονότων, σχέσεων και συμπτώσεων μέσα στον οποίο κινούνται οι ήρωές της και απ’ όπου δεν μπορούν να ξεφύγουν όσο κι αν πασχίζουν. Τα λάθη που διαπράττουν πολλά και μοιραία, η εμμονή τους για εκδίκηση καταστροφική, η προσκόλλησή τους στο παρελθόν δεν αφήνει περιθώρια για να ζήσουν το παρόν, καθώς δεν μπορούν να αποδράσουν από το πεπρωμένο τους. Η αποκάλυψη της αλήθειας θα στιγματίσει ανελέητα τους ήρωες και θα ανατρέψει τις ζωές τους με τραγικές και απρόσμενες συνέπειες, χωρίς να διαφαίνεται καμία ελπίδα επανάκαμψης. Η πορεία των χρόνων όμως θα φέρει, πέρα από την απαραίτητη κάθαρση, και την πολυπόθητη εξιλέωση, έστω και καθυστερημένα, ώστε να συνεχίσουν δικαιωμένοι τη ζωή τους και να βρουν την πολυπόθητη ευτυχία, ακόμα κι αν αυτή έχει διαφορετικό πρόσωπο από αυτό που προσδοκούσαν.
            Το μυθιστόρημα «Όταν Στέρεψε Η Αντοχή» είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο για το οποίο αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στην Ελένη Γαληνού και  το οποίο έθεσε πολύ υψηλά τον πήχη για όλα τα επόμενα έργα της. Διαβάστε το Φίλοι μου!

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:


«Φθινόπωρο 1961. Σε μια ακτή της Μυτιλήνης εντοπίζεται σε άσχημη κατάσταση μια νεαρή έγκυος, η Μαριάνθη, με τον τρίχρονο γιο της. Η κοινή τους πορεία διακόπτεται εκεί. Μια μέρα πριν, κάτω από περίεργες συνθήκες, είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει το σπίτι της και να περάσει λαθραία απ' την Τουρκία στην Ελλάδα. Αγγίζοντας τα όρια του πόνου με φόντο τον θάνατο και τα αμείλικτα κύματα που απειλούσαν να την καταπιούν, ατσαλώνεται με πείσμα να επιβιώσει και ορκίζεται εκδίκηση.
Τη Μαριάνθη περιμαζεύει και περιθάλπει η Δέσποινα, μια αρχοντική γυναίκα χτυπημένη επίσης απ' τη ζωή. Της προσφέρει στέγη, αγάπη και μια ζεστή οικογένεια γι' αυτήν και το κοριτσάκι που γεννιέται.
Στην πορεία του χρόνου, η μοίρα αποκαλύπτει ίντριγκες, υφαίνει νέες τις ποτίζει με μίσος, λάθη και εμμονή, πλέκοντας παράλληλα έναν ιστό από έρωτα. Η Μαριάνθη, με τη βοήθεια ενός ικανού ντετέκτιβ, πάλευε να εκπληρώσει την ορκισμένη της εκδίκηση και αφοσιώνεται στην ανεύρεση του χαμένου της γιου. Όταν χρόνια μετά φωτίζεται η ανατριχιαστική αλήθεια, στερεύει μέσα της κάθε αντοχή.
Υπάρχουν, όμως, όρια στην ανθρώπινη αντοχή;»

Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΒΕΛΟΥΤΣΟ - Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη



Η γνωριμία μου με τον αγαπητό Κώστα Βελούτσο έγινε μέσα από τη λογοτεχνική μου ομάδα «Φίλοι Της Ελληνικής Λογοτεχνίας», στον κοινωνικό διαδικτυακό χώρο του Facebook.   Θα είμαι ειλικρινά πάντα ευγνώμων σε αυτό το μέσο κοινωνικής δικτύωσης, καθώς έγινε η αφορμή να γνωρίσω πολλούς και εξαιρετικούς ανθρώπους, συγγραφείς και μη, τους οποίους δε θα είχα τη δυνατότητα να γνωρίσω διαφορετικά.
            Ένας εξαίρετος, λοιπόν, άνθρωπος και πολλά υποσχόμενος συγγραφέας είναι και ο Κώστας Βελούτσος, ο οποίος με έχει κερδίσει με την γραφή του, με την ειλικρίνεια, την ποιότητα και την ευγένειά του. Η κοινή μας καταγωγή, μια και κατά το ήμισυ κατάγομαι επίσης από τη Λέσβο, με χαροποίησε ιδιαίτερα και με παρότρυνε να ‘σκύψω’ περισσότερο πάνω από το έργο του.
Η ανάγνωση των τεσσάρων, έως τώρα, βιβλίων του, ενδυνάμωσε την πεποίθησή μου ότι πρόκειται για έναν ταλαντούχο συγγραφέα που έχει πολλά να μας ‘διηγηθεί’, με γραφή μεστή και περιεκτική, χωρίς ψεύτικους εντυπωσιασμούς, με φαντασία που προσδίδει πάντα ενδιαφέρουσα πλοκή στα μυθιστορήματά του, με πρόθεση να κεντρίσει τη σκέψη και τα συναισθήματα του κάθε αναγνώστη και όχι, απλά, να τον ψυχαγωγήσει κάποιες ώρες.
Τον ευχαριστώ θερμά για την παραχώρηση αυτής της συνέντευξης  στο ιστολόγιό μου, για την εμπιστοσύνη του, την θετική του αντιμετώπιση και το ενδιαφέρον του απέναντι στο ‘μεράκι’ μου που ονομάζεται «ερασιτεχνική ενασχόληση με τη λογοτεχνία». Του εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία σε κάθε του λογοτεχνική πρωτοβουλία και, ιδιαιτέρως, στο τελευταίο του μυθιστόρημα που κυκλοφορεί με τίτλο «Άλικες Ζωές»!

1) Πότε σου δημιουργήθηκε η παρόρμηση, πότε ένιωσες  την  ανάγκη να εκφραστείς μέσα από τη συγγραφή;

Από μικρός, βλέποντας κάποια γεγονότα και κάποιες καταστάσεις, θυμάμαι να λέω μέσα μου ότι αυτό θέλω να το γράψω, ή καλύτερα να το περιγράψω ως συμβάν και μόνο, βάζοντας μέσα σ’ αυτό κάποια δικά μου στοιχεία. Έγραφα λοιπόν από τότε μικρά διηγήματα τα οποία ποτέ δεν επιχείρησα να τα δημοσιεύσω και, κάποιες φορές, έγραψα ποιήματα.  Ωστόσο, ένα τυχαίο, θα έλεγα, περιστατικό αιφνιδιαστικά ξεσκέπασε την λατρεία μου, όπως τελικά αποδείχθηκε πως ήταν, της συγγραφής.  
Γράφοντας μια αναφορά προς την υπηρεσία μου, πριν από 7-8 χρόνια, ζήτησα την βοήθεια της κόρης μου Χαράς, τελειόφοιτης τότε του Λυκείου, να της «ρίξει μια ματιά» για τυχόν λάθη, ή και δικές μου παραλείψεις σ’ αυτό που είχα γράψει. Τότε, εκείνη διαβάζοντάς το, μου είπε: «Το ξέρεις ότι γράφεις όμορφα;». Αυτό και μόνο που άκουσα, έφτανε για να ξυπνήσει εκείνο που είχα τόσα χρόνια καλά κρυμμένο μέσα μου. Αμέσως, την ίδια στιγμή,  ξεκίνησα να γράφω το «Σεργιάνι στη ζωή», που ήταν και το πρώτο μου μυθιστόρημα, και από τότε γράφω συνεχώς και, όπως είπα και πιο πάνω, η συγγραφή είναι κάτι που εξακολουθώ ν’ αγαπώ και να λατρεύω.

2) Γνωρίζω τα πέντε μυθιστορήματά σου, το «Σεργιάνι Στη Ζωή», το  «Τελευταία Φορά», το «Ζωή Από Το Θάνατο», το «Κόκκινα Φεγγάρια» και το πρόσφατο νέο σου μυθιστόρημα «Άλικες Ζωές». Το μυθιστόρημα είναι το μόνο λογοτεχνικό είδος με το οποίο ασχολείσαι, ή έχεις πειραματιστεί και με άλλα είδη;

Η αλήθεια είναι πως τα δύο τελευταία, περίπου, χρόνια γράφω, παράλληλα με τα μυθιστορήματα, και διηγήματα τα περισσότερα απ’ τα οποία έχουν ως φόντο  το νησί της Λέσβου απ’ όπου κατάγομαι και ζω. Όλα έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικές εφημερίδες του νησιού και, μελλοντικά, σκέφτομαι να τα εκδώσω. Διακαής πόθος μου είναι να πειραματιστώ στην ποίηση όπως, επίσης, και στο παιδικό βιβλίο, κάτι που το θεωρώ εξαιρετικά δύσκολο. Ελπίζω κάποια στιγμή να πραγματοποιήσω αυτές τις επιθυμίες μου και, δεν σου κρύβω, πως θα το ήθελα πολύ.  

3) Πώς και πότε προτιμάς να συγγράφεις; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ώρα, διάθεση, τόπος ή γεγονός που να σε εμπνέει, ή είναι κάτι που ‘ρέει’ από μέσα σου αβίαστα συνεχώς;

Το πρώτο μου μυθιστόρημα, «Σεργιάνι στη ζωή», ξεκίνησα να το συγγράφω φθινόπωρο, κάπου προς το τέλος του Οκτώβρη. Αυτή η εποχή με ενέπνεε αρκετά και με βοηθούσε αφάνταστα στις σκέψεις μου. Επειδή, όμως, δεν είναι πάντα φθινόπωρο ή χειμώνας, αλλά υπάρχει η άνοιξη και το καλοκαίρι, κατάλαβα πως και σ’ αυτές τις εποχές η έμπνευση ρέει ασταμάτητα μέσα μου. Ενδεικτικά, να σου πω ότι το τέταρτο κατά σειρά μυθιστόρημα «Κόκκινα φεγγάρια» το ξεκίνησα -αν θυμάμαι καλά- Ιούνιο και το ολοκλήρωσα κάπου προς το τέλος του Οκτώβρη. Τους μήνες όμως του φθινοπώρου δεν τους αλλάζω με καμιά άλλη εποχή του έτους, ως αναφορά στη συγγραφή. Ο τόπος όπου συγγράφω είναι ένας δικός μου χώρος, ανεξάρτητος από το υπόλοιπο σπίτι και το μέσον που χρησιμοποιώ είναι αποκλειστικά ο υπολογιστής. Η διάθεση θα έλεγα ότι πάντα υπάρχει μέσα μου, αλλά και κάποια γεγονότα που μου δίνουν συγγραφικές εικόνες, όπως και τα πρόσωπα τα οποία θεωρώ ότι είναι οι ανεξάντλητες πηγές της έμπνευσής μου.

4) Πιστεύεις  ότι ο συγγραφέας πρέπει να έχει ένα επιστημονικό υπόβαθρο για να υποστηρίξει αυτή του την ιδιότητα, ή αρκεί το συγγραφικό ταλέντο; Εν ολίγοις, η συγγραφική ιδιότητα είναι, κατά τη γνώμη σου έμφυτη ή επίκτητη;

Πιστεύω πως τόσο το έμφυτο, όσο και το επίκτητο αρκούν για να δηλώσει κάποιος εμπράκτως την συγγραφική του ιδιότητα. Όμως, βάζω  πιο πάνω από το επίκτητο το έμφυτο, κρίνοντας από τον εαυτό μου, που δεν έχω κανένα απολύτως επιστημονικό υπόβαθρο. Από την άλλη, θεωρώ πως για να συγγράψει κάποιος ένα μυθιστόρημα και να δηλώσει ‘συγγραφέας’, δεν αρκούν μόνο οι επιστημονικοί του τίτλοι, αλλά όλα εκείνα που κουβαλάει μέσα του, όπως και οι εμπειρίες από τη ζωή του.  

5) Ο συγγραφέας Κώστας Βελούτσος είναι και αναγνώστης; Ποιά λογοτεχνικά είδη επιλέγεις, συνήθως, ως αναγνώσματα και από ποιούς συγγραφείς έχεις, τυχόν, επηρεαστεί, ποιοί αποτελούν, ίσως, πρότυπο για σένα;

Ήμουν και εξακολουθώ να δηλώνω αναγνώστης, ποτέ όμως δεν υπήρξα φανατικός της λογοτεχνίας ή άλλου είδους, όπως επίσης δεν υπήρξα ποτέ «βιβλιοφάγος». Τα λογοτεχνικά βιβλία, όπως τα μυθιστορήματα,  είναι αυτά που θέλω να διαβάσω, και τον τελευταίο καιρό μελετώ ιστορικά βιβλία με έμφαση κυρίως στα Λεσβιακά. Οι αγαπημένοι μου συγγραφείς είναι η Ευγενία Φακίνου, που μ’ αρέσει καταπληκτικά η γραφή της, όπως και ο Μένης Κουμανταρέας, δίχως όμως να έχω επηρεαστεί  απ’ αυτούς τους δυο. Οφείλω όμως να πω ότι υπάρχουν αρκετοί αξιόλογοι Έλληνες συγγραφείς άντρες και γυναίκες. Όσο για τα πρότυπα που με ρωτάς, οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς θα πρέπει να είναι για όλους μας πρότυπα. 

6) Από πού αντλείς τις ιδέες σου για τα μυθιστορήματα που γράφεις και τι είδους έρευνα κάνεις συνήθως πριν, ή κατά τη διάρκεια της συγγραφής ενός βιβλίου σου; Έχεις ποτέ επηρεαστεί από προσωπικά σου βιώματα, ή τα βιβλία σου είναι καθαρά προϊόν φαντασίας;

Η καθημερινότητα, η ζωή στην πόλη της Μυτιλήνης και οι εικόνες που έχω από το παρελθόν μου, μού δίνουν απίστευτη ενέργεια και θεωρώ ότι είναι τα δικά μου συγγραφικά μονοπάτια πάνω στα οποία βαδίζω με ασφάλεια και από εκεί αντλώ τις ιδέες για τα μυθιστορήματα που γράφω.  Συνήθως δεν κάνω έρευνα τουλάχιστον στην αρχική φάση του βιβλίου, αν όμως χρειαστεί συμβουλεύομαι φίλους, γνώστες του θέματος που συγγράφω εκείνη τη στιγμή, αλλά πρωτίστως και ανάλογα με το θέμα που γράφω βρίσκω τις πληροφορίες που θέλω από τα βιβλία. Ευτυχώς που υπάρχει στην πόλη μας η δημοτική βιβλιοθήκη απ’ όπου παίρνω το υλικό που χρειάζομαι.
Όλα τα βιβλία μου είναι προϊόντα μυθοπλασίας και οι ήρωες φανταστικά πρόσωπα. Όλοι τους, όμως, έχουν κάτι από μένα, χωρίς να με αντιπροσωπεύει κάποιος από τους ήρωες εξ’ ολοκλήρου. Θέλω τα βιβλία που γράφω να έχουν κάτι δικό μου, εκτός βέβαια από την ψυχή μου που θεωρώ ότι υπάρχει σ’ όλα, αλλά πολύ περισσότερο στο «Σεργιάνι στη ζωή» και φυσικά στις «Άλικες ζωές» όπου μέσα στις σελίδες του «είμαι» αρκετά, δίχως όμως κανένα απ’ αυτά τα δυο να τα θεωρώ βιογραφικά.

7) Από όσο ξέρω, ζεις και εργάζεσαι στη Λέσβο και απασχολείσαι στην Πυροσβεστική. Πόσο εύκολο είναι για σένα να συνδυάζεις την απαιτητική σου εργασία, την οικογένειά σου και τη συγγραφή ταυτόχρονα;

Ζω στην πόλη της Μυτιλήνης, την οποία λατρεύω. Είναι μια πόλη απίστευτα όμορφη, «λογοτεχνική», όπως άλλωστε και ολόκληρο το νησί της Λέσβου. Το επάγγελμά μου ήταν αυτό του πυροσβέστη,  εδώ όμως και κάποιους μήνες έχω παραιτηθεί. Ήταν ένα επάγγελμα που πραγματικά αγάπησα και εξακολουθώ ν’ αγαπώ και θεωρώ ότι μού έδινε απίστευτη ενέργεια. Ήταν πράγματι δύσκολη η απόφαση να παραιτηθώ από ένα λειτούργημα όπως θεωρείται το επάγγελμα του πυροσβέστη, να αφήσω πίσω μου κάτι που, όπως είπα και πιο πάνω, αγαπώ αλλά η απόφασή μου πιστεύω ότι ήταν σωστή.  Έτσι τώρα έχω αρκετό χρόνο και τον μοιράζομαι μεταξύ της οικογένειάς μου, των φίλων μου και φυσικά της γραφής.

8) Στο τρίτο σου βιβλίο, το «Ζωή Από Το Θάνατο», ασχολείσαι με ένα εντελώς διαφορετικό αντικείμενο, το μεταφυσικό στοιχείο και τη μετεμψύχωση. Πόσο δύσκολο ήταν για σένα αυτό;  Πιστεύεις πως ένας συγγραφέας θα πρέπει να ασχολείται με διαφορετικά είδη  λογοτεχνίας;

Το τρίτο μου κατά σειρά βιβλίο, το «Ζωή Από Τον Θάνατο» είναι ένα μεταφυσικό μυθιστόρημα αρκετά διαφορετικό από τα υπόλοιπα, μιας και είχε να κάνει με τη ζωή, αλλά και τον θάνατο.  Το θέμα του είναι δύσκολο και σε πολλούς αναγνώστες προκαλεί έναν φόβο, ίσως και μόνο από τον τίτλο του. Εκείνο που θέλησα εγώ να περάσω μέσα από τις σελίδες του ήταν η ελπίδα για τη ζωή. Προσωπικά πιστεύω πως τίποτα δεν χάνεται, τίποτα δεν πεθαίνει αν υπάρχει ζωντανό για πάντα μες στην σκέψη μας.  Δεν ήταν καθόλου δύσκολο για μένα και χαίρομαι που κατάφερα να το συγγράψω και για να το καταφέρω αυτό διάβασα αρκετά βιβλία, κατ’ αρχήν του Πλάτωνα, που πίστευε στην μετεμψύχωση, όπως και κάποια άλλα των, λεγόμενων, ‘ανατολικών θρησκειών’, που επίσης πιστεύουν σ’ αυτό. Σαφώς κι ένας συγγραφέας πρέπει να καταπιάνεται με διάφορα είδη της λογοτεχνίας και με πολλά θέματα και όχι με αυτά που πουλάνε, τα «πιασάρικα» που λέμε κοινώς, τα οποία  κατακλύζουν τα ράφια των βιβλιοπωλείων.

9) Από τα πέντε βιβλία σου υπάρχει κάποιο το οποίο ξεχωρίζεις, στο οποίο ίσως έχεις μεγαλύτερη αδυναμία και γιατί; Θα ήθελες να μας πεις λίγα λόγια για αυτά και, γιατί όχι, την ιστορία "πίσω από την ιστορία" του καθενός;

Πάντα, όταν με ρωτούσαν και με ρωτούν για το πιο βιβλίο μου ξεχωρίζω, λέω ότι ένας δημιουργός θεωρεί -κρίνοντας πάντα από μένα- όλα τα βιβλία του παιδιά του οπότε δεν πρέπει να ξεχωρίζει κάποιο απ’ αυτά.  Δεν ξέρω όμως αν είμαι αρκετά ειλικρινής σ’ αυτό που λέω, όσον αφορά σε μένα. Πραγματικά δεν μπορώ να πω ότι θεωρώ καλύτερο βιβλίο μου για παράδειγμα το «Σεργιάνι Στη Ζωή» ή τα «Κόκκινα Φεγγάρια» ή οποιοδήποτε άλλο, γιατί πολύ απλά πίσω από κάθε βιβλίο βρίσκεται μια ιστορία που κατάφερε να με αγγίξει.
Θα σου αποκαλύψω όμως μια κατάσταση που βιώνω κάθε φορά που ολοκληρώνω τη συγγραφή κάποιου βιβλίου και ίσως από εκεί δοθεί η απάντηση στο ερώτημα. Όταν βάζω τη λέξη «Τέλος» στα βιβλία μου, συγκινούμαι και δεν σου κρύβω ότι δακρύζω. Ίσως αυτό να μού συμβαίνει  από περηφάνια που κατάφερα να το φτάσω ως το τέλος του, ίσως πάλι να μού «βγαίνει» μια βαθιά συγκίνηση κρατώντας στα χέρια μου ένα ακόμα «παιδί» μου. Πάντως για να μην υπεκφεύγω από την ερώτηση θα σου πω ότι την μεγαλύτερη συγκίνηση την ένοιωσα και ακόμα την νοιώθω όταν κρατώ στα χέρια μου όλα τα βιβλία μου, αλλά λίγο παραπάνω αυτό το συναίσθημα μού «βγαίνει» στις «Άλικες Ζωές» διότι έχει αρκετές δικές μου καταστάσεις όπως σου είπα. Το βιβλίο αυτό ήταν η αιτία και η αφορμή να γνωρίσω ακόμα περισσότερο τον εαυτό μου, και κυρίως να γνωρίσω δυο σπουδαίους και αξιόλογους ανθρώπους που μού έδωσαν και εξακολουθούν να μού δίνουν συγγραφική τροφή, και τα λόγια τους είναι για μένα μεγάλες σοφίες.
Όπως είπα πίσω από κάθε μυθιστόρημα κρύβεται μια ιστορία που εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή κατάφερε να με αγγίξει ώστε να το ξεκινήσω. «Το Σεργιάνι Στη Ζωή» ήταν μια συσσώρευση μικρών ιστοριών από καταστάσεις, γεγονότων αλλά και ακουσμάτων που έζησα κατά τη διάρκεια των παιδικών μου χρόνων που μού «βγήκαν» αιφνιδιαστικά και αποτυπώθηκαν πάνω στο χαρτί.
Το δεύτερο μυθιστόρημα «Τελευταία Φορά» ξεκίνησα να το γράφω όταν διαπίστωσα μια επιθυμία που είχα εκείνη την συγκεκριμένη στιγμή για να περιγράψω απλές καθημερινές ζωές, αλλά και όταν μού ήρθε κατά νου η σοφή λαϊκή ρήση για το πεπρωμένο του καθενός από εμάς. 
Στο μυθιστόρημα «Ζωή Από Τον Θάνατο» η έμπνευση προέκυψε όταν έφτασε στα χέρια μου ένα βιβλίο του Πλάτωνα (ο Γοργίας) που μιλούσε  για την αθανασία της ψυχής και για τη μετεμψύχωση.
Στα «Κόκκινα Φεγγάρια» ένα γυναικείο πρόσωπο ήταν αρκετό -απ’ ό, τι φάνηκε- για να γράψω αυτό το μυθιστόρημα. Δεν μίλησα ποτέ μαζί μ’ αυτή τη γυναίκα (και αυτό το χρεώνω σαν λάθος μου διότι ίσως να μού έδινε περισσότερη έμπνευση συνομιλώντας μαζί της), απλά βλέποντάς την να περιφέρεται μέσα στους δρόμους της Μυτιλήνης μού έδωσε την αφορμή για να φανταστώ μια αστυνομική ιστορία με πρωταγωνίστρια το πρόσωπο της Σοφίας Παπαφωτίου.
Το πέμπτο μυθιστόρημα οι « Άλικες Ζωές» η ιστορία που κρύβεται πίσω από το βιβλίο είναι αρκετά μεγάλη, ίσως και πολύπλοκη, απλά θα περιοριστώ και θα πω αυτό που είπα και πιο πάνω γι’ αυτό το βιβλίο. Είναι ένα μυθιστόρημα με πολλά πραγματικά στοιχεία, έβαλα φυσικά και φανταστικά, αλλά έχει μέσα πολύ από τον δικό μου εαυτό όπως άλλωστε και την ψυχή μου. Θαρρώ ότι αξίζει πάλι να αναφέρω τους δυο ανθρώπους αφού ήταν εκείνοι που όπλισαν τα δάχτυλα του νου, μα περισσότερο αυτά της ψυχής μου, με τα λόγια τους ώστε να συγγράψω τις « Άλικες Ζωές»

10) Ποια είναι τα μηνύματα που θέλεις συνήθως να περάσεις μέσα από τα βιβλία σου στους αναγνώστες; Πιστεύεις πως η λογοτεχνία θα έπρεπε να προβληματίζει τους αναγνώστες ‘κεντρίζοντας’ τη σκέψη τους, ή ο σκοπός της θα έπρεπε να είναι καθαρά ψυχαγωγικός;

Τα μηνύματα που θέλω να περάσω μέσα από τα βιβλία μου στους αναγνώστες ποικίλουν. Θ’ αναφέρω κάποια απ’ αυτά όπως της αγάπης, της ελπίδας αλλά και της ζωής.  Είναι όμως σκοπός μου, και σου το δηλώνω αυτό, πως επιθυμώ κλείνοντας και τελειώνοντας ο αναγνώστης ένα δικό μου βιβλίο, αφενός να του αφήσει μια όμορφη ‘γεύση’ και, αφετέρου, κάτι να του μείνει μες στο μυαλό του.  Κυκλοφορούν εκατοντάδες τίτλοι βιβλίων και η επιλογή είναι, καθαρά, στο χέρι του αναγνώστη. Θέλει κάτι ανάλαφρο για ψυχαγωγικούς λόγους και μόνο, ή κάτι άλλο πιο «βαρύ», που θα τον προβληματίσει και θα του κεντρίσει την σκέψη του; Η δική μου άποψη είναι πως η λογοτεχνία αλλά και οι συγγραφείς θα πρέπει να μπορούν να συνδυάζουν και τα δυο μέσα σ’ ένα βιβλίο, δίνοντας όμως λίγο παραπάνω βάρος στον προβληματισμό των αναγνωστών. Ίσως κατά αυτόν τον τρόπο αλλάξουν κάποιες καταστάσεις στη ζωή όλων μας.

11) Όταν ολοκληρώνεις ένα νέο μυθιστόρημά σου αρκείσαι στη δική σου μόνο γνώμη και αξιολόγηση, πριν προχωρήσεις στην έκδοσή του, ή αναζητάς πρώτα την άποψη κάποιου οικείου σου προσώπου του οποίου την κρίση εμπιστεύεσαι;

Σαφώς και δεν αρκούμαι μόνο στην δική μου γνώμη και αξιολόγηση όταν ολοκληρώνω ένα από τα βιβλία μου, αλλά στηρίζομαι στη γνώμη δυο ή τριών ανθρώπων που εμπιστεύομαι απόλυτα την κρίση τους.

12) Κλείνοντας και, αφού σ’ ευχαριστήσω θερμά για την παραχώρηση αυτής της συνέντευξης, θα ήθελα να σου ευχηθώ ολόψυχα καλή επιτυχία σε όλα σου τα βιβλία αλλά, ειδικότερα, στο πιο πρόσφατο εξαιρετικό μυθιστόρημά σου, «Άλικες Ζωές», και να σε ρωτήσω για τα άμεσα συγγραφικά σου σχέδια. Τί να περιμένουμε από σένα στο μέλλον;

Ευχαριστώ από καρδιάς γι’ αυτή τη συνέντευξη εσένα Κλειώ διότι μού δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσω για μένα και για τα βιβλία μου. Όσο για τα επόμενα συγγραφικά μου βήματα θα σου πω ότι ετοιμάζω ένα άλλο και το θέμα του «μιλάει» για δυο νέους ανθρώπους που βιώνουν τον έρωτα κάτω από μια εσωτερική σκοπιά διαφορετική απ’ αυτή που έχουμε συνηθίσει και ξέρουμε. Ένας έρωτας, μια αγάπη που η διάρκειά τους φτάνει πολύ μακριά. Είναι λοιπόν ένα ερωτικό-κοινωνικό και με κάποια στοιχεία πολιτικού περιεχομένου το επόμενο βιβλίο που ετοιμάζω και η ιστορία του διαδραματίζεται στην Αθήνα κατά την δεκαετία του 1980.

Βιογραφία του Κώστα Βελούτσου

Ο Κώστας Βελούτσος γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1966 στο Πλωμάρι της Λέσβου. Από το 1987 υπηρετεί στο Πυροσβεστικό Σώμα. Είναι έγγαμος και πατέρας 2 παιδιών. Δικά του έργα είναι τα μυθιστορήματα «Σεργιάνι Στη Ζωή», «Τελευταία Φορά» και «Ζωή από τον θάνατο», που κυκλοφορούν.
Διηγήματα και άρθρα του δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικές εφημερίδες.


Βιβλιογραφία του Κώστα Βελούτσου:

«ΑΛΙΚΕΣ ΖΩΕΣ»του Κώστα Βελούτσου
Σελίδες: 193 & Τιμή: 12 €
(Πληροφορίες για παραγγελίες στο inbox του συγγραφέα)

«…Χτυπούσα με μίσος και με λυσσαλέο πάθος το κεφάλι του ώσπου τα αίματα έβαψαν τα χέρια μου. Δεν μπορούσα να ελέγξω αυτόν τον ασυγκράτητο θυμό μου που έγινε ποτάμι και τον έπνιξε. Πήρα όμως την εκδίκησή μου, για τη μάνα μου, για μένα και για τόσες άλλες γυναίκες που έπεσαν θύματα βιασμού απ’ τους παρακρατικούς και απ’ τους χίτες…
Κανένας δεν έμαθε το μυστικό μου παρά μόνο εσύ, διαβάζοντας αυτές τις σημειώσεις.
Τις Άλικες Ζωές, τις κόκκινες, τις αιματοβαμμένες ζωές… Τις δικές μας ζωές, γιέ μου…».

"Μικρασιατικά παράλια, Ελλάδα, Λέσβος… Κι ένας πόλεμος, αυτός ο αδελφοκτόνος που θα καταστρέψει ζωές, αλλά το χειρότερο θα μείνει για πάντα χαραγμένος μέσα στις μνήμες όσων επέζησαν για να θυμούνται… Για να μην ξεχάσουν ποτέ.
Όπως ποτέ δεν ξέχασε η Στεφανία, ο Στέλιος και ο Χριστόφορος.
Δεν θα ξεχάσω ούτε και εγώ κι ας μην έζησα σ’ αυτόν τον πόλεμο. Είμαι όμως ένα «κομμάτι» απ’ αυτόν. Από την άλλη πλευρά όμως. Απ’ αυτήν με το αδίστακτο και αδυσώπητο πρόσωπο…
Είμαι ο Σταύρος Αράπογλου. Της Σοφίας Αράπογλου. Μόνο αυτό γνωρίζω, τ’ όνομα και το επίθετο της μητέρας μου. Όσο γι’ αυτό του πατέρα μου πάντα δήλωνα «Αγνώστου πατρός» και αυτό θα συνεχίσω να δηλώνω ακόμα και τώρα που ξέρω..."

«ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ»
Εκδόσεις: Όστρια

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

«Ένα παιδί, η Σοφία Παπαφωτίου, μεγαλώνει μέσα σε ιδρύματα, αφού εκεί την έχει αφήσει η μητέρα της για να ελευθερωθεί από το βάρος της, συνεχίζοντας έτσι τη δική της ζωή, αυτή του αγοραίου έρωτα. Η εκδίκηση ελλοχεύει στα σπλάχνα της Σοφίας που την τιμωρεί «σκοτώνοντάς» την έξι φορές, όσα και τα χρόνια που έζησαν οι δυο τους. Τα κόκκινα φεγγάρια θα γίνουν οι «φίλοι» της Σοφίας που τα ζωγραφίζει πάνω σε χαρτιά, βάφοντας όμως κατάμαυρο το φόντο τους, όπως σκούρα ήταν η δική της ζωή δίπλα στη μητέρα της. Εκείνα, τα φεγγάρια θα φωτίσουν το δρόμο της Σοφίας κάνοντάς τον κατακόκκινο από το αίμα των άλλων γυναικών, που θα την οδηγήσουν με ακρίβεια στα μονοπάτια της εκδίκησης. Θα βρεθεί στα ίδια ίχνη μ’ αυτά του πατέρα της, του Ταξίαρχου της ΕΛ. ΑΣ. Λουκά Μαυρίδη, που στο πρόσωπό του θα βρει έναν σύμμαχο, όπως ακριβώς ήταν για την Σοφία ο Θωμάς Παπαφωτίου, που πίστεψε σ’ ένα ψέμα.»


«ΖΩΗ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ»

«μολογεται ρα μν κα ταύτ τος ζντας κ τν τεθνεώτων γεγονέναι οδν ττον  τος τεθνετας κ τν ζώντων…» Στίχος 72a.«Φαίδων» του Πλάτωνα. *

Μετάφραση: «Συμφωνούμε άρα μ’ αυτόν τον συλλογισμό, ότι οι ζωντανοί προέρχονται από τους νεκρούς, ακριβώς όπως οι νεκροί από τους ζωντανούς…» 

*Στον διάλογο που κάνει ο Σωκράτης με τον Πυθαγόρειο Κέβη σχετικά με την αθανασία της ψυχής.

«Τί είναι ο θάνατος; Για πολλούς η αφετηρία για μια άλλη ζωή. 

Μεγάλοι φιλόσοφοι στην αρχαία Ελλάδα, όπως ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας και άλλοι, πίστευαν πως το σώμα είναι υλικό και φθείρεται, αντίθετα με την ψυχή που ζει και αναπνέει για πάντα. Το ίδιο κηρύττουν στο σύνολό τους ανατολικές θρησκείες και αιρέσεις.
Πεθαίνει κάποιος όταν δεν υπάρχει πια μέσα στη σκέψη μας και τα όνειρά μας δεν έχουν εκείνον πρωταγωνιστή.

Έτσι ήταν και ο Δημήτρης Σταυρόπουλος για τη μητέρα του την Πέρσα. Ο απόλυτος κυρίαρχος στον κόσμο της φαντασίας της. Από τη στιγμή που έφυγε από την ζωή ήταν μες στο μυαλό της και, πολύ περισσότερο, ζούσε στα δικά της όνειρα που γι' αυτήν ήταν πέρα για πέρα αληθινά, αφού τα ’βλεπε με τα μάτια της ψυχής της.
Η μεγάλη αγάπη και η πίστη πως ο Δημήτρης υπάρχει, θα οδηγήσει την Πέρσα από τα πιο σκοτεινά μονοπάτια του θανάτου, σ' εκείνα τα λαμπερά και της ζωής "ξαναβρίσκοντας" τον δικό της Δημήτρη.»



«ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ»

«Ένας ευτυχισμένος γάμος, του Αλέξη και  της  Άννας, στα λευκά σοκάκια τoυ  νησιού που μοιάζει  σαν  πεταλούδα. Κι η Μερόπη που, τελικά, στο τρίτο της στεφάνι βρίσκει εκείνο που έψαχνε. Αστυπάλαια, Φολέγανδρος, Σέρρες και ταξίδια ως την Αμερική για το Φάνη Βερνάρδο, που κρύβει και κρύβεται απ’ τα ένοχα μυστικά της οικογένειάς του. Κι από τη γυναίκα του, την Μερόπη.

Η πλούσια Πένυ που στην καλοκαιρινή περιοδεία της στα νησιά βρίσκει το Γιώργο, που θα της διδάξει και θα διδαχθεί ο ίδιος  απ’ αυτό που ποτέ δε βρήκαν οι δυο τους.

Και η «Θεία Δίκη» που καιροφυλακτεί για την απόδοση της δικαιοσύνης, τιμωρεί τη σωρεία εγκλημάτων διά χειρός του Φάνη, που, νεαρός ακόμα, σπρώχνει στα πιο απύθμενα νερά του νησιού τον ίδιο του τον πατέρα.
Η τελευταία φορά για τον Αλέξη, που πετάει μακριά το σκοτεινό παρελθόν του, δίχως να μάθει την αλήθεια, η τελευταία φορά και για τη Μερόπη, στα κάτασπρα σοκάκια της Αστυπαλιάς.
Κι ένας χορός. Για κάποιους θανάσιμος και για άλλους ο χορός της ευτυχίας που, ακόμα και στη δύση της ζωής, είναι εκεί, εκπληρώνοντας τις επιθυμίες τους.»

«ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗ ΖΩΗ»


«Σ' ένα νησί του Αιγαίου, ένα παιδί εξαφανίζεται κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες.
Ανάστατοι οι κάτοικοι το αναζητούν. Μάταια όμως... Μια οικογένεια από την Ελλάδα αποφασίζει να μεταναστεύσει στο Περθ της Αυστραλίας για μια καλύτερη ζωή. Μια νέα κοπέλα, η Μαρία, που προσπαθώντας να πραγματοποιήσει τα όνειρά της, εγκλωβίζεται σ' ένα μυστικό που για οποιαδήποτε άλλη γυναίκα αποτελεί το μεγαλύτερο αγαθό. Και κάπου εκεί ο Φράνσις κι ο Μιχάλης. Το κοινό σημείο και των τριών, η αγάπη και ο έρωτας. Συναισθήματα που δυστυχώς μετατρέπονται σε άρρωστο πάθος και ανελέητη εκδίκηση.»