Εκδόσεις:
Καρμάνωρ
Σελίδες:
480
Τιμή:
12,40 €
Έως τώρα έχω επισκεφτεί δύο φορές
την Κρήτη και, συγκεκριμένα, έχω αποβιβαστεί με το πλοίο στο λιμάνι του
Ηρακλείου με προορισμό καλοκαιρινές διακοπές σε φίλους στο Λασίθι. Αντικρίζοντας
για πρώτη φορά το πολύβουο κρητικό λιμάνι και την άναρχα δομημένη γύρω περιοχή
δεν θα μπορούσα ποτέ να διανοηθώ την τεράστια Ιστορία που έχει γραφτεί σε αυτόν
τον τόπο με "αιμάτινα"
γράμματα στο πέρασμα του χρόνου και, ειδικότερα, κατά την πολυετή πολιορκία του
Χάνδακα από τους Τούρκους την εποχή της Ενετοκρατίας. Μία πολιορκία που έμελλε
να αποτελέσει την πιο μακροχρόνια της Ιστορίας, αφού διήρκεσε σχεδόν ένα
τέταρτο του αιώνα! Η Κρήτη, βεβαίως, διαφέρει από το μεγαλύτερο μέρος της χώρας μας,
καθώς είναι ένας ολόκληρος "κόσμος"
από μόνη της, διαθέτοντας πανύψηλα βουνά, εύφορες κοιλάδες, ονομαστά οροπέδια, απόκρημνες
χαράδρες και διάσημα φαράγγια, αλλά και ατέλειωτες, πανέμορφες, δροσερές
παραλίες για όλα τα γούστα. Το κυριότερο, όμως, που διαθέτει η Μεγαλόνησος
είναι η κρητική "ψυχή" που έχει
αποδείξει περίτρανα στο πέρασμα των αιώνων το μεγαλείο, τη λεβεντιά, το θάρρος
και την απαράμιλλη γενναιότητά της. Η πολιορκία του Χάνδακα, του σημερινού
Ηρακλείου, είναι ίσως η πιο αντιπροσωπευτική εκδήλωση αυτής της "ψυχής" και το εξαιρετικό
βιβλίο «Πολυφίλητη» του Νίκου
Ψιλάκη μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε "εκ
των έσω" όλα εκείνα τα μαρτυρικά, ατελείωτα χρόνια που έζησαν οι
κάτοικοί του, σαν να βρισκόμαστε κι εμείς εκεί!
Η Φραντζέσκα, μια νέα γυναίκα
θυγατέρα του "ποτέ" – του μακαρίτη
δηλαδή – κυρ Νεσούνου, βρίσκεται με το νόθο βρέφος της στα σκοτεινά και άγνωστα
σοκάκια του Χάνδακα λίγο πριν οι Οθωμανοί εξαπολύσουν την επίθεσή τους,
επιδιώκοντας να καταλάβουν και αυτό το Ενετικό φρούριο, όπως είχαν ήδη πράξει
με τα Χανιά και το Ρέθυμνο. Αυτό, όμως, που δεν μπορούσαν ποτέ να υποψιαστούν
ούτε οι μεν ούτε οι δε, ήταν το γεγονός ότι αυτή η πολιορκία θα κρατούσε σχεδόν
είκοσι τρία χρόνια. Η απόλυτη ένδεια, λοιπόν, της εν λόγω κοπέλας δεν της
επιτρέπει να κρατήσει κοντά της το παιδί της κι έτσι το αφήνει έκθετο στα
σκαλιά της μονής του Αγίου Σαλβαδόρου. Μη γνωρίζοντας τί απέγινε τελικά το
νεογέννητο κοριτσάκι, η δυστυχισμένη Φραντζέσκα αγωνίζεται για την επιβίωσή της
με όποιον τρόπο μπορεί, διανυκτερεύοντας πότε σε χαλάσματα και ερημωμένες
καλύβες και πότε σε κοιτώνες μοναστηριών, μέχρι που τελικά βρίσκει καταφύγιο σε
ένα μικρό παράσπιτο, δίπλα σε ένα κλειστό αρχοντικό, με τη βοήθεια του κυρ Λέου
Λιτίνου. Εκεί βρίσκει την ευκαιρία να γίνει τροφός ενός νεογέννητου βρέφους,
ορφανού από μάνα, το οποίο της το φέρνει επί τούτου η γριά παραμάνα του άρχοντα
μισέρ Λορέντζου. Το μικρό κοριτσάκι βρίσκει την ζωοδότρα δύναμη και την μητρική
φροντίδα που της έλειπαν στον ζεστό κόρφο της νέας γυναίκας και η Φραντζέσκα
βρίσκει έναν αποδέκτη για να διοχετεύσει την αγάπη και την στοργή που δεν
μπόρεσε να δώσει στο δικό της παιδί.
Τα χρόνια περνούν χωρίς κανείς από
τους περιχαρακωμένους κατοίκους του Χάνδακα να υποψιάζεται πόσο πολύ θα
διαρκέσει η πολιορκία των Αγαρηνών. Οι καμπάνες συναγερμού, οι κρότοι από τις
μπομπάρδες, οι ελλείψεις, οι καταστροφές και οι θάνατοι από αδέσποτα βλήματα
αρχικά φαίνονται να μην επηρεάζουν ιδιαίτερα την καθημερινή ζωή των κατοίκων,
οι οποίοι συνεχίζουν κανονικά τον συνήθη τους κάματο, τον αγώνα για επιβίωση,
για κοινωνικές επαφές, για εκπλήρωση ονείρων, στόχων και πόθων. Σιγά σιγά, όμως,
τα χρόνια φεύγουν το ένα πίσω από το άλλο αφήνοντας τους ίδιους λίγο
μεγαλύτερους, τις προσδοκίες τους και τις ελπίδες τους λίγο φτωχότερες και το
παρόν τους λίγο δυσκολότερο. Οι προμήθειες όλων αρχίζουν να λιγοστεύουν ή να
χαλάνε, η υγεία να τους εγκαταλείπει σταδιακά, αφού οι επιδημίες πανούκλας
ξεσπούν ολοένα και συχνότερα εκατέρωθεν – καθώς ένας ιδιότυπος τρόπος πολέμου
είναι και η εσκεμμένη εξάπλωση του Μαύρου Θανάτου από τους μεν στους δε – οι
άνθρωποι αρχίζουν να χάνουν το κουράγιο τους για επιβίωση και ο καθημερινός
τους αγώνας γίνεται όλο και περισσότερο άγονος.
Ο χαρισματικός Νίκος Ψιλάκης μας
διηγείται μία σχεδόν εικοσιπενταετή περίοδο της Ιστορίας του Χάνδακα μέσα από
τα βιώματα, τα πάθη, τους αγώνες και τα παθήματα των πολυάριθμων ηρώων του με
ζωντάνια πρωτόγνωρη, αξιοθαύμαστη αφηγηματική δύναμη και αξεπέραστη
παραστατικότητα. Με έντονη την ντοπιολαλιά της εποχής και γλωσσικά στοιχεία από
όλες τις κοινωνικές τάξεις των κατοίκων, πραγματικά θα χρειαζόταν πολλαπλάσιο
γλωσσάρι από αυτό που υπάρχει στο τέλος του βιβλίου για να συμπεριλάβει όλες
τις άγνωστες σε εμάς λέξεις που χρησιμοποιεί με αξιοσημείωτη μαεστρία ο
συγγραφέας στους διαλόγους μεταξύ των ηρώων. Η Φραντζέσκα, ο Αγουστής, ο Λέος,
ο Αμανίτης, η Κατεργιά ή Αρωγαλίδα, ο Κουρνόποδας, ο Μανέας, ο Μανουήλος, η
Εργινούσα, ο Προφήτης, ο Λορέντζος, η Νικολόζα, η Πελεγρίνα, ο Γερώνυμος ή
Τραμουντάνας και τόσοι άλλοι είναι κάποιες από τις τραγικές φιγούρες που ζωντανεύουν
την Ιστορία μέσα από την ευρηματική πένα του συγγραφέα.
Η «Πολυφίλητη» του Νίκου Ψιλάκη είναι ένα αριστουργηματικό
ιστορικό μυθιστόρημα για την πολυαγαπημένη πόλη του Χάνδακα και την ένδοξη
ιστορία της πολυετούς πολιορκίας της από τους Οθωμανούς. Ένα βιβλίο το οποίο βρίθει
από γνωστά και άγνωστα ιστορικά στοιχεία, χωρίς να ακολουθεί την κλασσική
πεπατημένη των περισσοτέρων ιστορικών μυθιστορημάτων με τις κουραστικές περιγραφές
μαχών και αμέτρητων πολεμικών γεγονότων, αλλά παρακολουθώντας τις καθημερινές ζωές
πλείστων ολοζώντανων και γραφικών χαρακτήρων κατά τη διάρκεια αυτής της μοναδικής
στην Ιστορία πολιορκίας, ζωές που θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι αληθινές και
που θα σας μείνουν αλησμόνητες. Θερμά συγχαρητήρια στον συγγραφέα και σας προτείνω
ανεπιφύλακτα να το διαβάσετε, Φίλοι μου!
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου:
«Μια
νέα γυναίκα μ’ ένα νόθο βρέφος στην αγκαλιά περπατά για ώρες πολλές σε άγνωστα
μονοπάτια και τελικά προλαβαίνει να κλειστεί στην πόλη, λίγο πριν αρχίσει η
μεγαλύτερη πολιορκία της ιστορίας. Το επόμενο βράδυ το αφήνει έκθετο στα σκαλιά
του Αγίου Σαλβαδόρου και κλείνεται στη μοναξιά της προσπαθώντας να επιβιώσει σ
έναν κόσμο που δεν τη χωρούσε. Κοιμάται σε χαλάσματα και σε ξενώνες, γίνεται
τροφός ενός ορφανού κοριτσιού και τελικά καταλήγει σε μιαν ακρινή γειτονιά του
Κάστρου, όπου ζει όλα τα χρόνια της πολιορκίας. Ο μεγάλος της έρωτας, χαμένος
στις άδηλες διαδρομές των συναισθημάτων, επανέρχεται σε κάθε στιγμή, άλλοτε ως
μνήμη και άλλοτε ως ελπίδα. Σ αυτή τη μικρή γειτονιά του Κάστρου, ανάμεσα σε
ανθρώπους που μαθαίνουν να ζουν με τον πόλεμο μέχρι να παραδοθούνε στον ζόφο, ζει
για είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια. Δυο σημαντικές παρουσίες σημαδεύουν τη ζωή της:
ένας χρυσικός, που επιμένει να διακηρύσσει πως οι πιο στεγανές φυλακές του
κόσμου χτίζονται με φόβο, κι ένας γραμματικός, που τον γνώριζε από τα παιδικά
της χρόνια.
Έρωτες που αναζωπυρώνονται, πάθη που επανέρχονται, κοινωνικές συμβάσεις που διατηρούνται ακόμη και μέσα σε σκληρές συνθήκες πολέμου. Και, βέβαια, παιδιά. Που γεννιούνται, μεγαλώνουν, φτάνουν στα 23 τους χρόνια, χωρίς να έχουν βγει από τα τείχη, χωρίς να έχουν δει ποτέ βουνά, κάμπους, έχοντας καταγράψει στη μνήμη τους μόνο καμπάνες συναγερμού και κρότους από μπομπάρδες.
Η καθημερινότητα σε μια πολιορκημένη πόλη, οι αγωνίες μιας κοινωνίας, οι κοινωνικές ανισότητες, οι φόβοι αποτελούν τα βασικά δομικά υλικά ενός συγγραφέα που «χτίζει» την αφήγησή του αντλώντας έμπνευση από τα ντοκουμέντα της ιστορίας. Τα βασικά πρόσωπα, οι πρωταγωνιστές της αφήγησης, είναι φανταστικά. Δρουν, όμως, και κινούνται σ ένα πραγματικό περιβάλλον, συναντούν τους αληθινούς πρωταγωνιστές της εποχής, βιώνουν τον πόλεμο, γίνονται οι σιωπηλοί μάρτυρες γεγονότων που σημάδεψαν την ευρωπαϊκή ιστορία του 17ου αιώνα.
Η ιστορία μας εκτυλίσσεται στον Χάνδακα, πρωτεύουσα του ενετικού «Βασιλείου της Κρήτης», την πόλη που γνώρισε τη μεγαλύτερη πολιορκία της ιστορίας. Ήταν άνοιξη του 1647 όταν έφτασαν έξω από τα τείχη της τα οθωμανικά στρατεύματα, τα οποία είχαν ήδη καταλάβει δυο πόλεις κι ολόκληρη σχεδόν την ενδοχώρα. Ο ασφυκτικός κλοιός της έμελλε να κρατήσει σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1669.»
Έρωτες που αναζωπυρώνονται, πάθη που επανέρχονται, κοινωνικές συμβάσεις που διατηρούνται ακόμη και μέσα σε σκληρές συνθήκες πολέμου. Και, βέβαια, παιδιά. Που γεννιούνται, μεγαλώνουν, φτάνουν στα 23 τους χρόνια, χωρίς να έχουν βγει από τα τείχη, χωρίς να έχουν δει ποτέ βουνά, κάμπους, έχοντας καταγράψει στη μνήμη τους μόνο καμπάνες συναγερμού και κρότους από μπομπάρδες.
Η καθημερινότητα σε μια πολιορκημένη πόλη, οι αγωνίες μιας κοινωνίας, οι κοινωνικές ανισότητες, οι φόβοι αποτελούν τα βασικά δομικά υλικά ενός συγγραφέα που «χτίζει» την αφήγησή του αντλώντας έμπνευση από τα ντοκουμέντα της ιστορίας. Τα βασικά πρόσωπα, οι πρωταγωνιστές της αφήγησης, είναι φανταστικά. Δρουν, όμως, και κινούνται σ ένα πραγματικό περιβάλλον, συναντούν τους αληθινούς πρωταγωνιστές της εποχής, βιώνουν τον πόλεμο, γίνονται οι σιωπηλοί μάρτυρες γεγονότων που σημάδεψαν την ευρωπαϊκή ιστορία του 17ου αιώνα.
Η ιστορία μας εκτυλίσσεται στον Χάνδακα, πρωτεύουσα του ενετικού «Βασιλείου της Κρήτης», την πόλη που γνώρισε τη μεγαλύτερη πολιορκία της ιστορίας. Ήταν άνοιξη του 1647 όταν έφτασαν έξω από τα τείχη της τα οθωμανικά στρατεύματα, τα οποία είχαν ήδη καταλάβει δυο πόλεις κι ολόκληρη σχεδόν την ενδοχώρα. Ο ασφυκτικός κλοιός της έμελλε να κρατήσει σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1669.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου