Ταξίδια Μέσα Από Τη Λογοτεχνία!

Η Λογοτεχνία είναι για μένα ένα «παράθυρο» σ' έναν μαγικό κόσμο. Κάθε βιβλίο μάς ταξιδεύει σε κόσμους πραγματικούς ή φανταστικούς, τωρινούς, μελλοντικούς ή παρελθοντικούς. Ένα είναι το μόνο σίγουρο, κάθε βιβλίο που μας ενθουσιάζει, μας εντυπωσιάζει ή μας μαγεύει θέλουμε να το μοιραστούμε με άλλους φίλους-αναγνώστες. Έτσι κι εγώ, θέλω να μοιραστώ μαζί σας όσα βιβλία με ενθουσίασαν και με «γέμισαν» με πρωτόγνωρες ιδέες, εικόνες και συναισθήματα. Σαφώς και η άποψη του κάθε αναγνώστη είναι μοναδική και ένα βιβλίο που εμείς λατρέψαμε μπορεί κάποιος άλλος να το αντιπάθησε ή ακόμα και να το μίσησε... Μέσα από αυτήν την οπτική θεωρώ φρόνιμο να μη σχολιάζω όσα βιβλία δεν με εντυπωσίασαν ή με άφησαν αδιάφορη, διότι η άποψή μου είναι απολύτως υποκειμενική. Δεν θα ήθελα να προκαταλάβω αρνητικά κανέναν αναγνώστη, αποτρέποντάς τον από το να διαβάσει ένα βιβλίο το οποίο, ενδεχομένως, να τον ενθουσιάσει. Κάθε βιβλίο απαιτεί το κατάλληλο περιβάλλον, το υπόβαθρο και την ανάλογη διάθεση για να εκτιμηθεί, οπότε καλό θα είναι να μην απορρίπτουμε ποτέ τίποτα. Η έκφραση και αποτύπωση της δικής μου γνώμης για κάθε βιβλίο -αλλά και των απόψεων και σχολιασμών άλλων φίλων-συγγραφέων-αναγνωστών, που αναγράφονται στη σχετική κατηγορία-, έχουν ως μοναδικό σκοπό να εκφράσουν τον θαυμασμό μας για ορισμένα βιβλία που θεωρούμε άξια λόγου και θέλουμε να γίνουν ευρέως γνωστά, βοηθώντας έτσι τους αναγνώστες στην επιλογή του επόμενου βιβλίου που θα διαβάσουν. Πάντοτε με το μεγαλύτερο σεβασμό και θαυμασμό για όλους τους συγγραφείς, που μέσα από τις σελίδες των βιβλίων τους μας «ταξιδεύουν» μακριά από την εκάστοτε πραγματικότητα ή μας βοηθούν να την κατανοήσουμε καλύτερα, αλλά σε κάθε περίπτωση στολίζουν την ψυχή μας, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ!

Κλειώ Ισιδ. Τσαλαπάτη

Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

«ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΣΚΟΤΟΥΣ», του Άμος Οζ – Γράφει η Λία Μίλτου

«ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΣΚΟΤΟΥΣ», του Άμος Οζ – Γράφει η Λία Μίλτου
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Σελίδες: 733
Τιμή: 11,45 €

Ένα μεγαλειώδες μυθιστόρημα, επικό, συναρπαστικό, πολυπρόσωπο, με λόγο σκληρό και νοσταλγικό, από έναν βραβευμένο Ισραηλινό συγγραφέα. Ένα αυτοβιογραφικό δοκίμιο, που μας προσκαλεί σε μια μεθυστική κατάδυση, για να απολαύσουμε «το επιτρεπτό που σχεδόν απαγορεύεται και το απαγορευμένο που σχεδόν επιτρέπεται….» Μας κατακλύζουν καθημερινά τόσα βιβλία, αλλά δυστυχώς δεν έχουμε το χρόνο να σταθούμε στο "σημαντικό", γιατί μας αποπλανεί το "ασήμαντο"!
Όταν ένα κυριακάτικο πρωινό διάβαζα συνέντευξη αγαπημένου συγγραφέα, σε μια αποστροφή του λόγου του, είπε το εξής θαυμάσιο: «Όποιος δεν έχει ανακαλύψει τη μαγεία της ανάγνωσης, χάνει μια από τις καλύτερες απολαύσεις της ζωής!...» Αυτήν ακριβώς την απόλαυση ένιωσα από τις πρώτες σελίδες αυτού του βιβλίου του Άμος Οζ, ο οποίος συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων συγγραφέων της Παγκόσμιας Λογοτεχνικής σκηνής! Στοχαστής, πολιτικός ακτιβιστής και ειρηνιστής, έχει την ικανότητα να διεγείρει όλες τις αισθήσεις του αναγνώστη, με στοχασμούς και απόψεις ξεκάθαρες, με λόγια σταράτα και με ζωηρό πάθος, αλλά και χιούμορ και σαρκασμό.
Δεν έβρισκα τα κατάλληλα λόγια για να κάνω μια ανάρτηση αντάξια αυτού του βιβλίου. Ένα βιβλίο για τη ζωή ενός λαού, που έχει μισηθεί όσο κανένας άλλος λαός πάνω στη γη, ευτελίστηκε, ταπεινώθηκε και ρίχτηκε στα ναζιστικά σκυλιά. Κάθε νηφάλιος αναγνώστης θα υποκλιθεί στον πολυδιαβασμένο Οζ, έκθαμβος από τη μεγάλη κλάση του ταλέντου του. Μια συνταρακτική αυτοβιογραφία χωρίς να είναι εξομολόγηση.
Γεννήθηκε σε ένα ταπεινό σπιτάκι τριάντα τετραγωνικών μέτρων όλο κι όλο, με δυο δωμάτια κατάφορτα από βιβλία, με μια καταθλιπτική μητέρα, τη Φάνια και έναν πολυμαθή, αλλά αποτυχημένο πατέρα, τον Γεούντα Αριέ, μέσα σε έναν φοβισμένο εβραϊκό πληθυσμό της Ιερουσαλήμ. Γράφει στο βιβλίο του: «Μερικοί ήταν Τολστοϊκοί, άλλοι ήταν Ντοστογιεφσκικοί, αλλά στην ουσία δούλευαν για λογαριασμό του Τσέχοφ… Έπαιρναν τη σκόνη μίζερων ανθρώπων και έπλαθαν πολεμιστή. Τη μέρα δούλευε σκληρά, το απόγευμα έπαιζε βιολί, το βράδυ χόρευε με κοπέλες και την αυγούλα έπαιρνε το περίστροφο ή το Στεν και έτρεχε να υπερασπιστεί τα σπίτια και τα χωράφια του…»
Για τον εαυτό του δήλωσε σε μια συνέντευξή του: «Δεν είμαι παιδί προσφύγων. Είμαι γιος, εγγονός και δισέγγονος ανθρώπων, οι οποίοι επί γενιές ολόκληρες ήταν ανεπιθύμητοι…» Η αυτοκτονία της μητέρας του, όταν ήταν μόλις 12 χρονών, τον έχει σημαδέψει και ενώ πέρασαν πάνω από 50 χρόνια, ακόμα τη ζητάει και ακόμα είναι παρούσα στη φαντασίωσή του. Η μορφή της, χωρίς να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, διαποτίζει όλο το έργο και αποτελεί μια ονειρική παρουσία!
Το μυθιστόρημα όμως δεν είναι μελαγχολικό, γιατί το χάρισμα του Οζ είναι η σατυρική οξύτητα και ο σαρκασμός, Στην απώλεια ενός λατρευτού προσώπου υπάρχει και το κωμικό στοιχείο. Η κωμικοτραγική ιστορία της γιαγιάς του, η οποία έζησε μια ζωή με το φόβο των μικροβίων, έκανε καυτά μπάνια στη μπανιέρα για να κρατά μακριά τα μικρόβια και τελικά δεν πέθανε από τα μικρόβια, μας αφήνει ένα χαμόγελο αλλά και θαυμασμό για τη στοχαστική στάση του στη ζωή!
Η πικρία όμως ενός λαού είναι διάχυτη σε κάθε σελίδα. Για να αποφύγουν τις διώξεις και τον αντισημιτισμό, ακολούθησαν το δρόμο της μετανάστευσης και της διασποράς. Οι γονείς και οι παππούδες του έζησαν με απογοήτευση και παράπονο, γιατί η Ευρώπη τους εξόντωσε και η Ανατολή πρόδωσε τα όνειρά τους. Ο σοφός και διανοούμενος θείος του, καθηγητής Γιοσέφ, έλεγε: «Το δίκιο το έχουν οι λίγοι και δεν πρέπει πάντα να προσχωρείς στου πολλούς….!»
Συγκλονιστική η περιγραφή της ψηφοφορίας των κρατών στον ΟΗΕ για την διχοτόμηση και την ίδρυση δύο κρατών, του Αραβικού και του Εβραϊκού. Και ακόμα πιο σπαρακτικό ένα δεύτερο Ολοκαύτωμα με το ξέσπασμα των Αράβων εναντίον των Εβραίων με βομβαρδισμούς, πυρπολήσεις και σφαγές! Ιστορικές σελίδες μέσα από την πένα ενός ανθρώπου, που βίωσε ο ίδιος με τους γονείς του τραγικές στιγμές της Παγκόσμιας Ιστορίας.
Θέλω ακόμα να τονίσω τη λατρεία του για τα βιβλία από την παιδική του ηλικία: «Όταν ήμουν μικρός, έλπιζα να μεγαλώσω και να γίνω βιβλίο. Όχι συγγραφέας, αλλά βιβλίο. Ανθρώπους μπορείς να σκοτώσεις σαν μυρμήγκια, ακόμα και συγγραφείς μπορείς να σκοτώσεις, δεν είναι δύσκολο. Τα βιβλία όμως, ακόμα και αν τα καταστρέψουν συστηματικά, πάντα υπάρχει πιθανότητα να σωθεί κάποιο αντίτυπο και να συνεχίσει να ζει πάνω στο ράφι!.... Ζωή χωρίς βιβλία είναι ζωή χωρίς νόημα… Όταν ο κόσμος του ανθρώπου σκοτεινιάζει, διαβάζει ένα βιβλίο και βλέπει έναν άλλο κόσμο…» Όταν ήρθε στην Αθήνα, ένας δημοσιογράφος τον ρώτησε, γιατί δεν πήρε ακόμα Νόμπελ Λογοτεχνίας και εκείνος απάντησε: «Και να μην το πάρω, δεν θα πεθάνω κιόλας γι’ αυτό!...» Εξαιρετικός λόγος σε μια αυτοβιογραφία ποταμό, με εναλλασσόμενα συναισθήματα που μόνο οι μεγάλοι δημιουργοί έχουν το χάρισμα να σε αγγίζουν με τα έργα τους!
Οι άνθρωποι έρχονται και παρέρχονται, γεννιούνται και πεθαίνουν, τα βιβλία όμως μένουν αθάνατα. Η έκταση που διανύει ο καλός αναγνώστης διαβάζοντας καλή λογοτεχνία, δεν είναι εκείνη ανάμεσα στο κείμενο και στον συγγραφέα, αλλά ανάμεσα στο κείμενο και στον ίδιο τον αναγνώστη. Ζεις και ταυτίζεσαι με τους ήρωές του, προσπαθείς με λαχτάρα να εισχωρήσεις στα μύχια της ψυχής του και να ζήσεις με όλες σου τις αισθήσεις αυτή τη μαγεία που κατορθώνει να σου μεταδώσει με την απαράμιλλη πένα του. Ζεις τη μέθεξη "μεταλαμβάνοντας" το νόημα κάθε σελίδας σε μια ψυχική επαφή με τον κόσμο των ιδεών, που σε κρατά δέσμιο μια ανάγνωσης που αξιώθηκες να προσφέρεις στον εαυτό σου!
Το σχόλιο στο οπισθόφυλλο του βιβλίου από την Ιταλική Republica τα λέει όλα: «Αν σας μένουν δυο μέρες μόνο να ζήσετε, ένα πράγμα πρέπει να κάνετε για να πεθάνετε χωρίς ενοχές: να διαβάσετε αυτό το βιβλίο!...»

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

«Στο κέντρο αυτού του μυθιστορήματος βρίσκεται η ιστορία ενός φαντασιόπληκτου παιδιού που κάποτε θα γίνει συγγραφέας, του τραγικού γάμου των γονιών του καθώς και η ιστορία της παράξενης, για τα μάτια ενός παιδιού, γέννησης ενός κράτους. Γύρω από τον κεντρικό αυτό πυρήνα βρίσκονται οι μεγάλες μεταναστεύσεις, οι μεγάλες ιδέες, για μεγάλα αδιέξοδα του 20ού αιώνα, αλλά και τα προσωπικά τραύματα που αφήνει μερικές φορές η Ιστορία στις ψυχές των ανθρώπων. Μυθιστόρημα που άλλοτε γίνεται επικό σαν μουσική συμφωνία και άλλοτε χαμηλόφωνο και τρυφερό σαν παιδική εξομολόγηση, η Ιστορία αγάπης και σκότους θεωρείται το αριστούργημα του μεγάλου Ισραηλινού φιλειρηνιστή συγγραφέα και ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα της εποχής μας.

«Αν σας μένουν δύο μέρες μόνο να ζήσετε, ένα πράγμα πρέπει να κάνετε για να πεθάνετε χωρίς ενοχές: να διαβάσετε αυτό το βιβλίο»
La Republica

ΚΡΙΤΙΚΗ

"Διάβαζα την «Ιστορία αγάπης και σκότους» στο μετρό, όταν έπεσα πάνω στη φράση: «Κοίταζα τους ανθρώπους στο καφέ και προσπαθούσα να μαντέψω, σύμφωνα με την ενδυμασία τους και τις κινήσεις τους, σύμφωνα με την εφημερίδα που διάβαζαν και σύμφωνα με το τι παράγγελναν, ποιος ήταν ο καθένας τους και από πού κρατούσε η σκούφια του, και με τι ασχολιόταν συνήθως και τι έκανε πριν έρθει στο καφέ και πού θα πήγαινε μετά. Έτσι, με μερικά εξωτερικά και αβέβαια σημάδια, επινοούσα για τους θαμώνες του καφέ περιπεπλεγμένες και ανατριχιαστικές ιστορίες. Μέχρι σήμερα κλέβω μ αυτό τον τρόπο. Κυρίως αγνώστους. Και κυρίως σε δημόσιους χώρους γεμάτους ανθρώπους». Ανασήκωσα κι εγώ τα μάτια, περιεργάστηκα τους συνεπιβάτες μου: πρόσωπα μουντά, κοινές ζωές. Κανείς δεν μου φαινόταν ικανός να γίνει μυθιστορηματικός ήρωας. Κανένας δεν κατάφερνε να κεντρίσει με ένα βλέμμα, μια κίνηση, τη φαντασία μου. Όμως η αναπηρία ήταν όλη δική μου, όχι δική τους. Γιατί αυτό που κάνει τον έναν παρατηρητή συγγραφέα, και τον άλλον όχι, είναι η ικανότητα να «κοιτάει και να επινοεί». Να χτίζει πάνω στο ελάχιστο. Και να πορεύεται με ό,τι έχει, με ό,τι γνωρίζει. Όπως ο Οζ, όταν χάρη στον Σέργουντ Άντερσον και στο «ταπεινό βιβλίο» του «Αφηγήσεις από το Οχάιο» κατάλαβε, όπως μας εκμυστηρεύεται στην «Ιστορία» του, ότι «ο γραπτός κόσμος τριγυρνάει πάντα γύρω από το χέρι που γράφει, όπου αυτό γράφει: όπου είσαι εσύ - αυτό είναι το κέντρο του κόσμου».

Το κέντρο του κόσμου τού Οζ είναι η μεταπολεμική Ιερουσαλήμ. «Είχα καταλάβει από πού ερχόμουν: από ένα ξεφτισμένο κουβάρι θλίψης και προσποίησης, πόθου και παραλογισμού, επαρχιώτικης σπουδαιοφάνειας και αισθηματικής αγωγής, και απαρχαιωμένων ιδανικών, και πνιγμένων φόβων, και υποταγής και απελπισίας. Μια απελπισία από εκείνο το ξινόγλυκο είδος, το σπιτικό, όπου μικροψεύτες προσποιούνταν τους επικίνδυνους τρομοκράτες και τους ηρωικούς απελευθερωτές, κακόμοιροι βιβλιοδέτες διατύπωναν τύπους παγκόσμιας λύτρωσης (...), ταμίες στο μπακάλικο και στο σινεμά έγραφαν κάθε νύχτα ποιήματα και μπροσούρες». Το σύμπαν του είναι πολύ απομακρυσμένο από το στερεότυπο των νέων ηρώων του Ισραήλ, των στοχαστικών, παράτολμων, πειθαρχημένων ανδρών και γυναικών του Κόφερ Αγεσούβ, που πολεμούν για την ανεξαρτησία και κάνουν την έρημο να ανθίσει στις πιο απόμακρες γωνιές της. Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από το ταπεινό σπιτάκι όπου γεννήθηκε, στα 1939, «τριάντα τετραγωνικά μέτρα όλο κι όλο», δύο δωμάτια κατάφορτα από βιβλία και μια «καπνισμένη κουζίνα» -και τον εκπατρισμένο, ανασφαλή, απολογητικό, φοβισμένο εβραϊκό πληθυσμό της Ιερουσαλήμ, χαρακτηριστικά δείγματα του οποίου είναι η καταθλιπτική μητέρα και ο αποτυχημένος, αδέξιος πατέρας του, η Φάνια και ο Άριε Κλόζνερ. Υπάρχουν βέβαια και οι σιωνιστές διανοούμενοι, ο «φωτισμένος φιλελεύθερος-εθνικιστής» θείος, ο καθηγητής Γιόζεφ Κλόζνερ, που αρέσκεται να χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως «λίγοι εναντίον πολλών», «η σάρκα μας και το αίμα μας», «τα παιδιά μας πρέπει να είναι από σίδερο»· υπάρχουν οι οπαδοί της αυτοσυγκράτησης, της υπευθυνότητας, της μετριοπαθούς ζωής, της εγχώριας παραγωγής, της εργατικής τάξης, της κομματικής πειθαρχίας· υπάρχουν οι μεγάλοι άνδρες, όπως ο Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν, ο Μεναχέμ Μπέγκιν, ο νομπελίστας ποιητής Σάι Αγκνόν- αν και όλοι αυτοί σκιαγραφούνται χωρίς δέος, με συμπαθητική ειρωνεία που απομυθοποιεί χωρίς να καταποντίζει. Όμως είναι στους ρυπαρούς δρόμους της συνοικίας Κερέμ Αβραάμ που περιφέρεται ο μικρός ήρωας, στις ανήλιαγες αυλές της, στα ασφυκτικά της διαμερίσματα· εκεί συναντά τα πρόσωπα που θα «τον βοηθήσουν να φτάσει ώς εδώ»: τη δασκάλα που θα ερωτευτεί στα οχτώ του χρόνια, θείες και παππούδες, έναν γέρο Άραβα «με τσέπες κάτω από τα μάτια», που με τα καθησυχαστικά του λόγια θα αποδυναμώσει μιαν εκφοβιστική παιδική εμπειρία, τεχνίτες και μουσικούς, γείτονες και φίλους. Εκεί μαθαίνει να διαβάζει μόνος του, πριν καλά καλά κλείσει τα πέντε του χρόνια· εκεί αρχίζει να συνειδητοποιεί τη δύναμη της Σεχραζάντ, εξαγοράζοντας με τα παραμύθια του μια προσωρινή ανακωχή με τους διώκτες του, τους εξαθλιωμένους, πεινασμένους συμμαθητές του στο θρησκευτικό σχολείο αρρένων· εκεί υφαίνει μαζί με τη μητέρα του ολονύκτια παραμύθια- στο υφάδι εκείνη, στο στημόνι αυτός. Εκεί, κι ενώ τα σύννεφα πυκνώνουν πάνω από την επισφαλή οικογενειακή του γαλήνη, βλέπει με τα παιδικά του μάτια το πρελούδιο στη γέννηση ενός κράτους: τους φλύαρους ιδεαλισμούς, τα ανεδαφικά οράματα, τις μωρές προφητείες, τα παράξενα υβρίδια ποιητών-εργατών-επαναστατών, τους πιονέρους αναγνώστες του Μαρξ, του Φρόιντ και του Ζαμποτίνσκι, τους ευσεβείς υπερορθόδοξους της συνοικίας Μέα Σεαρίμ, τους κομμουνιστές, τους άνδρες στα χακί, τους λιτοδίαιτους των κιμπούτ5, τους περιθωριακούς, τους μηδενιστές, τους Υεμενίτες, τους φραγκολεβαντίνους, τους Κούρδους, τους Θεσσαλονικείς, αλλά και τους Άραβες, βαθύπλουτους και φτωχούς· τα σκονισμένα κυπαρίσσια, τα χλομά γεράνια, τη λυμφατική ροδιά της αυλής του· τις δαντελένιες κουρτίνες, το βραστό γλυκό ψάρι, τα απολυμαντικά της μικροβιοφοβικής γιαγιάς του· τα κινήματα νέων, την αντιστασιακή οργάνωση Αγκανά, τους Άγγλους αποικιοκράτες· τα κατσίκια και τους σκορπιούς, τις μάγισσες και τα στοιχειωμένα δάση, τον Σέξπιρ και τον Σοπέν, τον Νέμο και την Πανδώρα· τα στομωμένα ξυράφια, τις φτηνές κονσέρβες, τα βρωμερά τσιγάρα, τα συρματοπλέγματα, τις εκρήξεις· τα σιντριβάνια ενός πρωτόφαντου κήπου και τα τζαμιά που γίνονται χρυσά καθώς πέφτει ο ήλιος.

Οικογενειακή τραγωδία και πολιτικά πάθη, προσωπικά τραύματα και μεγάλες ιδέες, επίμονη αυτοεξέταση και στερεοσκοπική ανάλυση φόβων, προσδοκιών και σφαλμάτων ενός ολόκληρου λαού, θραύσματα της μνήμης και στοχασμός για τη διαδικασία της γραφής: αυτά και άλλα τόσα είναι το σπουδαίο βιβλίο τού Άμος Οζ. Είναι η ελεγεία σε μια οικογένεια, έναν τόπο, μια εποχή. Είναι το χρονικό της γέννησης ενός κράτους. Είναι η αναψηλάφηση των αιτίων του παλαιστινιακού ζητήματος. Είναι ένα μυθιστόρημα μαθητείας, αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία. Είναι η εξιστόρηση στρεβλών ζωών και αφυδατωμένων ελπίδων. Είναι σπουδή στην ενοχή, σπουδή στη μελαγχολία. Πυρήνας της αφήγησης είναι η αυτοκτονία της μητέρας του στα τριάντα οχτώ της χρόνια, πριν ο ίδιος μπει καλά καλά στην εφηβεία: ένα πυρακτωμένο κέντρο, στο οποίο ο συγγραφέας πλησιάζει και οπισθοχωρεί, πλησιάζει και οπισθοχωρεί, λες και θέλει να αναβάλλει όσο γίνεται περισσότερο τη στιγμή που θα το αγγίξει, να καθυστερήσει όσο μπορεί την ανάκληση της οριστικής απώλειας. Η πολιορκία αυτή του βασικού θεματικού μοτίβου, οι διστακτικές έφοδοι που επιχειρεί προς το ανείπωτο με τη μορφή υπαινιγμών ή ολιγόλογων αναφορών, οι παρελκυστικές (και τόσο γοητευτικές) αναδρομές τού δίνουν την ευκαιρία να θρηνήσει, μαζί με το θάνατο της μητέρας, και τη διάψευση του ονείρου για μια δίκαιη και ειρηνική κοινωνία, με το οποίο γαλουχήθηκαν οι γονείς και οι παππούδες του, μαζί με όλους τους Εβραίους της Ευρώπης.

Όχι πως έχουμε να κάνουμε με ένα μελαγχολικό, θρηνητικό μυθιστόρημα. Το μεγάλο χάρισμα του Οζ είναι ο συνδυασμός σατιρικής οξύτητας και σαρκασμού με την κατανόηση και τη συμπόνια. Ο μικρός αφηγητής ξέρει να γελάει, ξέρει να χαίρεται· ο ζόφος, ακόμα και στις μέρες του πολέμου, είναι τόσο ποτισμένος με ανθρωπιά, τόσο συλλογικός και τόσο μοιρασμένος, που μολονότι δεν ελαφραίνει, βαθαίνει σε περιεχόμενο. Κι ύστερα υπάρχει η ομορφιά του κόσμου, ο βαθύς ουρανός της παιδικής ηλικίας, ένα πουλί που τιτιβίζει επίμονα τις πέντε πρώτες νότες από το Fur Elise: πάνω σ αυτό το leit motiv θα αναπτυχθεί η πολυφωνική παρτιτούρα της μνήμης. Γιατί η επιταγή που κατακυριεύει από πολύ νωρίς τον Οζ είναι να θυμάται· να θυμάται και να γράφει, βρίσκοντας τη γλώσσα που χρειάζεται, τις λέξεις που βαραίνουν. Δεν είναι πάρεργο αλλά υποχρέωση, το κάλεσμα μιας φωνής «που δεν έχει πίσω της ούτε γέλιο ούτε απερισκεψία», μα σε προστάζει να μην ξεχάσεις ποτέ «ούτε λεπτομέρεια από τις λεπτομέρειες», σου επιτάσσει κάποια απόλυτη αρχή ανελέητης πιστότητας. Εξάλλου, δύο είναι τα ρήματα που επανέρχονται σταθερά στην εβραϊκή παράδοση, από την Έξοδο και το Δευτερονόμιο ώς τους θρησκευτικούς ύμνους: «Θυμήσου και φύλαττε».

Ο Παλαιστίνιος συγγραφέας Σαμίρ ελ Γιουσέφ έγραφε πριν από μερικά χρόνια πως αν η λογοτεχνία του τόπου του εμφανίζει κάποια ιδιαίτερη προσήλωση σε ένα είδος, αυτό είναι το απομνημόνευμα. Ίσως γιατί για τα δεινά αυτού του τόπου δεν θα μπορούσε κανείς να μιλήσει παρά μονάχα επικαλούμενος όσα ο ίδιος είδε, όσα έζησε, όσα κατάλαβε. Καμία συναίνεση δεν θα μπορούσε να υπάρξει στην εξιστόρηση της σύγκρουσης Εβραίων και Παλαιστινίων, γιατί αντικειμενική αλήθεια δεν υφίσταται, γιατί το δίκαιο και άδικο, το σωστό και το λάθος είναι ανεύρετο. Ο πόνος επιτίθεται και στις δύο πλευρές, η τραγωδία είναι κοινή. «Στη ζωή των μεμονωμένων ανθρώπων και στη ζωή των λαών οι χειρότερες συγκρούσεις είναι συχνά εκείνες που ξεσπούν ανάμεσα σε δύο κατατρεγμένους», γράφει ο Οζ. Η δυστυχία δεν ενώνει, χωρίζει ακόμη πιο βίαια· η οδύνη δεν συμψηφίζεται. Κι έτσι, μονάχα οι υποκειμενικές αλήθειες των πρωταγωνιστών μπορούν να προβάλλουν ως η αληθινή ιστορία του μακροχρόνιου πολέμου Ισραηλινών και Αράβων.

Ποια είναι η ευθύνη των Εβραίων της Ευρώπης γι αυτό το χάος; Οι μόνες αποσκευές που είχαν φέρει μαζί τους, οι αναμνήσεις των δασών και των παλιών πόλεων, η πολύγλωσση ψυχή, η λογιοσύνη, ο κοσμοπολιτισμός, μαράθηκαν στη μεσανατολική κάψα, όπως και τα φυτά στην αυλή της οικογένειας Κλόζνερ. Στοιχειωμένοι από τη γενοκτονία, δεν πρόσεξαν τους γείτονές τους, δεν είδαν ότι γι αυτούς ήταν ξένοι «που πέσανε ουρανοκατέβατοι από τον έξω κόσμο και εισέβαλαν διά της βίας στα εδάφη τους, σιγά σιγά κυριάρχησαν πάνω σε κομμάτια αυτών των εδαφών και, ενώ τους υπόσχονταν ότι ήρθαν στην ουσία εδώ για να τους ράνουν με όλα τα καλά, με πονηριά οικειοποιήθηκαν το ένα κομμάτι μετά το άλλο τη γη τους». Δεν θέλησαν να καταλάβουν ότι ήταν φυσικό που οι Παλαιστίνιοι πήραν τα όπλα εναντίον τους, ότι ήταν αδύνατο «να προσφέρουν στους Εβραίους τα κλειδιά της βασιλείας επειδή οι πρόγονοί τους ζούσαν κάποτε στα ίδια εδάφη». «Οχυρωμένοι στο δίκιο τους και στα αισθήματα ηθικής ανωτερότητας δεν σκέφτονταν ιδιαίτερα τους εκατοντάδες χιλιάδες ξεριζωμένους Παλαιστίνιους πρόσφυγες». Είχαν πολλά να αντιμετωπίσουν, δεν τους χρειαζόταν αυτό το επιπλέον φορτίο.

Κι όμως, ήταν δικό τους παιδί ο συγγραφέας που θεμελίωσε το κίνημα Ειρήνη Τώρα, που αμφισβήτησε τις σιωνιστικές βεβαιότητες. Ο πόλεμος ανάμεσα στις γενιές πάντα δίνει τη θέση του, στη μέση ηλικία, στην περιέργεια και τη συμπόνια για τους νεκρούς. Το βιβλίο τού Οζ είναι μια ολότελα προσωπική μαρτυρία που διαπερνάται από την αρχή ώς το τέλος από τη μελαγχολία ενός παιδιού που πενήντα χρόνια αργότερα ακόμα ζητάει τη νεκρή του μητέρα. Κι αυτό που κάνει το βιβλίο του τόσο σπαρακτικό είναι ότι η αυτοκαταστροφή της μητέρας δεν είναι παρελθόν για το συγγραφέα: είναι ακόμη παρούσα, στην απελπισμένη του φαντασίωση ότι κάτι, κάποιος θα καταφέρει να ξυπνήσει αυτή την «εσωστρεφή ομορφιά» από τον αιώνιο ύπνο της. Όμως το πουλάκι στην αυλή θα επαναλαμβάνει πάλι και πάλι τις πέντε πρώτες νότες από την «μπαγκατέλα» του Μπετόβεν, χωρίς ποτέ να προχωρεί, χωρίς να καταφέρνει να ξυπνήσει την ωραία κοιμωμένη, σημαδεμένη, στη ζωή και το θάνατο, από το οριστικό σβήσιμο εκείνης της μελωδίας που θα μπορούσε να ναι, αλλά δεν ήταν, η ζωή της."


ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ (ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/02/2005) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου