Ταξίδια Μέσα Από Τη Λογοτεχνία!

Η Λογοτεχνία είναι για μένα ένα «παράθυρο» σ' έναν μαγικό κόσμο. Κάθε βιβλίο μάς ταξιδεύει σε κόσμους πραγματικούς ή φανταστικούς, τωρινούς, μελλοντικούς ή παρελθοντικούς. Ένα είναι το μόνο σίγουρο, κάθε βιβλίο που μας ενθουσιάζει, μας εντυπωσιάζει ή μας μαγεύει θέλουμε να το μοιραστούμε με άλλους φίλους-αναγνώστες. Έτσι κι εγώ, θέλω να μοιραστώ μαζί σας όσα βιβλία με ενθουσίασαν και με «γέμισαν» με πρωτόγνωρες ιδέες, εικόνες και συναισθήματα. Σαφώς και η άποψη του κάθε αναγνώστη είναι μοναδική και ένα βιβλίο που εμείς λατρέψαμε μπορεί κάποιος άλλος να το αντιπάθησε ή ακόμα και να το μίσησε... Μέσα από αυτήν την οπτική θεωρώ φρόνιμο να μη σχολιάζω όσα βιβλία δεν με εντυπωσίασαν ή με άφησαν αδιάφορη, διότι η άποψή μου είναι απολύτως υποκειμενική. Δεν θα ήθελα να προκαταλάβω αρνητικά κανέναν αναγνώστη, αποτρέποντάς τον από το να διαβάσει ένα βιβλίο το οποίο, ενδεχομένως, να τον ενθουσιάσει. Κάθε βιβλίο απαιτεί το κατάλληλο περιβάλλον, το υπόβαθρο και την ανάλογη διάθεση για να εκτιμηθεί, οπότε καλό θα είναι να μην απορρίπτουμε ποτέ τίποτα. Η έκφραση και αποτύπωση της δικής μου γνώμης για κάθε βιβλίο -αλλά και των απόψεων και σχολιασμών άλλων φίλων-συγγραφέων-αναγνωστών, που αναγράφονται στη σχετική κατηγορία-, έχουν ως μοναδικό σκοπό να εκφράσουν τον θαυμασμό μας για ορισμένα βιβλία που θεωρούμε άξια λόγου και θέλουμε να γίνουν ευρέως γνωστά, βοηθώντας έτσι τους αναγνώστες στην επιλογή του επόμενου βιβλίου που θα διαβάσουν. Πάντοτε με το μεγαλύτερο σεβασμό και θαυμασμό για όλους τους συγγραφείς, που μέσα από τις σελίδες των βιβλίων τους μας «ταξιδεύουν» μακριά από την εκάστοτε πραγματικότητα ή μας βοηθούν να την κατανοήσουμε καλύτερα, αλλά σε κάθε περίπτωση στολίζουν την ψυχή μας, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ!

Κλειώ Ισιδ. Τσαλαπάτη

Δευτέρα 3 Απριλίου 2017

«ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΠΟΛΗ, ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ…», της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

«ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΠΟΛΗ, ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ…», της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη
Εκδόσεις: Πατάκη
Σελίδες: 752
Τιμή: 23,12 €

      Κάποιες φορές έρχονται στα χέρια σου ορισμένα βιβλία για τα οποία δεν υπάρχουν αρκετά λόγια για να περιγράψεις αυτά που σου «άφησαν» κατά την ανάγνωσή τους. Οι λέξεις δείχνουν πολύ «φτωχές» για να εκφράσουν το πραγματικό τους μεγαλείο και ο μόνος τρόπος για να νιώσει κάποιος τη δύναμή τους είναι να τα διαβάσει και ο ίδιος. Ένα τέτοιο λογοτεχνικό επίτευγμα είναι και το αξεπέραστο ιστορικό μυθιστόρημα της πολυαγαπημένης και πολυγραφότατης λογοτέχνιδας Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου, το συγκλονιστικό «Πήραν Την Πόλη, Πήραν Την…», που επανακυκλοφορεί, μετά από είκοσι δύο επανεκδόσεις μέσα σε είκοσι χρόνια, από τις αξιόλογες εκδόσεις Πατάκη. Το θέμα του είναι η Άλωση της Πόλης το 1453 και, κατά κύριο λόγο, οι πενήντα επτά ημέρες της συνεχούς και ανελέητης πολιορκίας της από τους Οθωμανούς του Μωάμεθ του Β΄ του Πορθητή ή, άλλως πως, του σουλτάνου Μεχμέτ. Μία από τις πιο «επώδυνες» σελίδες της Ιστορίας μας, η οποία χαράχτηκε στην εθνική συνείδησή μας με ματωμένα γράμματα, καθώς σήμανε το τέλος του Βυζαντίου, μιας λαμπρής αυτοκρατορίας που έλαμψε και μετέδωσε τα φώτα του πολιτισμού της για χίλια εκατόν είκοσι τρία χρόνια από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης.
        Για μία ακόμη φορά, πρέπει να επισημάνω με λύπη μου ότι η Ιστορία μας διδάσκεται στα σχολεία με εντελώς λανθασμένο τρόπο. Η στείρα και αντιπαιδαγωγική παράθεση πάμπολλων ημερομηνιών, γεγονότων και ονομάτων, τα οποία αναγκάζονται να αποστηθίσουν οι μαθητές τη μία μέρα για να τα ξεχάσουν την επομένη, δεν συνδέεται με την ουσιαστική μετάδοση στις νέες γενιές της πραγματικής σημασίας των ιστορικών γεγονότων και των συνεπειών τους στους λαούς, στις ζωές των ανθρώπων και στη συνείδηση και στην ταυτότητα ενός ολόκληρου έθνους, με παράδοση και ιστορία χιλιετιών όπως το δικό μας. Είναι πραγματικό ευτύχημα, συνεπώς, για όλους τους φιλαναγνώστες η ύπαρξη τέτοιων σοβαρών ιστορικών μυθιστορημάτων, τα οποία μας διδάσκουν ξανά τις πιο ένδοξες στιγμές της Ιστορίας μας και με τρόπο αλησμόνητο, αφού απευθύνονται πλέον στο συναίσθημα και την ίδια μας την υπερηφάνεια ως απόγονοι λαμπρών προγόνων. Και πρέπει να τις θεωρούμε ένδοξες ακόμα κι αν ηττηθήκαμε, διότι αυτά που έχουν σημασία πραγματικά δεν είναι απλά τα «στεγνά» γεγονότα, αλλά η μακρά και επίπονη πορεία ενός ολόκληρου λαού μέχρι εκεί, ο αγώνας και η σθεναρή αντίστασή του, η πίστη του στα υψηλά ιδανικά, στην πατρίδα, στη θρησκεία και στην ελευθερία, και η προθυμία του να συναντήσει τον θάνατο μαχόμενος εθελοντικά και με το κεφάλι ψηλά.  
          Η συγγραφέας, με εκείνη την ξεχωριστή ευαισθησία που τη διακρίνει σε όλα της τα έργα και που ταυτόχρονα την καθιστά μοναδική στον χώρο της, ξεκινά την περιγραφή των τελευταίων, ζοφερών και πονεμένων ημερών της κατακρεουργημένης και «ετοιμοθάνατης» αυτοκρατορίας του Βυζαντίου μέσα από τις αναμνήσεις του φανταστικού ήρωά της, του Πορφύριου, του οποίου τα γενέθλια τυχαίνει να συμπίπτουν με την αποφράδα εκείνη ημέρα που η Πόλη έπεσε. Στις 29 Μαΐου γεννημένος ο Πορφύριος, λοιπόν, είκοσι τρία χρόνια πριν από την Άλωση και από τη σπηλιά όπου ασκητεύει, τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια στη γενέτειρά του τη Λήμνο μετά την πτώση του Βυζαντίου, καταγράφει τις ματωμένες μνήμες του με σκοπό να τις παραδώσει με κάποιον τρόπο, κάποτε, στον γιο του τον Κωνσταντίνο, τον οποίο η παλιά προφητεία θέλει ελευθερωτή της Πόλης. Ο ήρωάς μας συνδέεται με την προφητεία αυτή μέσω ενός κύκλου ώχρας που έχει σαν σφραγίδα στο μέτωπό του, ο οποίος άλλοτε φεγγοβολά και άλλοτε ματώνει. Η μυθική αυτή διάσταση του κεντρικού ήρωα, η γενναιότητά του και το γεγονός ότι κατάφερε να επιβιώσει σκληρά μαχόμενος δίπλα σε άλλες ιστορικές, αν και μυθικών διαστάσεων, προσωπικότητες, τον «εξυψώνει» τόσο ώστε να μπορεί να συγκριθεί μαζί τους στις ανδραγαθίες και τη γενναιότητα, αλλά και να συμβαδίσει επάξια δίπλα τους.  
      Η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου κατορθώνει το ακατόρθωτο: μας κάνει υπερήφανους για τους ένδοξους αυτούς προγόνους μας σε μία ιστορική στιγμή της απόλυτης καταστροφής και ήττας μας. Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει, ούτε να αγνοήσει τον υπεράνθρωπο αγώνα όλων αυτών των λιγοστών επιφανών, αλλά και των πολλών αφανών, ηρώων της πολιορκίας της Πόλης ενάντια στους ξεκούραστους και αναρίθμητους στρατιώτες του Μεχμέτ, οι οποίοι αναπληρώνονταν συνεχώς, σε αντίθεση με τους καταπονημένους, υποσιτισμένους και ελάχιστους, σε σχέση με τους πολιορκητές τους, Βυζαντινούς. 
    Ο τραγικός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο θρυλικός Μαρμαρωμένος Βασιλιάς, ο οποίος αγωνίζεται ψυχικά και σωματικά μέχρι να ξοδέψει και την τελευταία ρανίδα του αίματός του για να υπερασπίσει μία αυτοκρατορία κατακερματισμένη, «φυλλορροούσα» και αλληλοσπαρασσόμενη -που αποτελεί τον «ίσκιο» του παλαιού, κραταιού Βυζαντίου-, αποκτά πραγματική υπόσταση μέσα από τη χαρισματική πένα της συγγραφέως. Μία μορφή εξυψωμένη λόγω του θάρρους και της πίστης του έως τέλους στην αλληλεγγύη των χριστιανικών λαών, ανατολικών και δυτικών, έστω και αν προδόθηκε οικτρά από αυτούς αφού του «γύρισαν την πλάτη» αφήνοντάς τον μόνο του να πασχίσει για το ακατόρθωτο. 
    Ο αγώνας ηρωικών μορφών, που περνούν στη σφαίρα της αθανασίας λόγω του μεγαλείου τους, όπως ο γενοβέζος Ιωάννης Ιουστινιάνης, ο Αρχάγγελος με τη μαύρη φορεσιά, ο αρχιστράτηγος των Βυζαντινών, αυτός ο ατρόμητος πολεμιστής που ήρθε εθελοντικά να προσθέσει τον εαυτό του στους 6.937 μάχιμους Βυζαντινούς και ξένους, ενάντια στις εκατοντάδες χιλιάδες των στρατιωτών του Μεχμέτ, που πολέμησε και αντιστάθηκε γενναιότερα από κάθε άλλον Έλληνα ενάντια στη βάρβαρη, εχθρική λαίλαπα. 
    Η καθημερινή μάχη για επιβίωση και ο συγκλονιστικός αγώνας του άμαχου πληθυσμού που, ενάντια σε κάθε προσδοκία, έβγαινε από τα καταφύγιά του, ανέβαινε στα χαλάσματα των τειχών και αγωνιζόταν με νύχια και δόντια νυχθημερόν για να συνδράμει στην επιδιόρθωση των ζημιών από τις συνεχείς, καθημερινές βομβάρδες των εχθρών που ξέβραζαν τα αμέτρητα κανόνια τους, τα συμβατικά ή τα «θερία» σαν κι εκείνο του εξωμότη Ουρβανού. Ο υπεράνθρωπος αγώνας των γυναικών, των γερόντων, ακόμα και των μικρών παιδιών, να υψώσουν ξανά τα «λαβωμένα» τείχη της Βασιλεύουσας με πέτρες, κοφίνια γεμάτα χώμα, δέρματα, ξύλα, κάποιες φορές ακόμα και ταφόπλακες από φρεσκοσκαμμένους τάφους, μη λησμονώντας κατόπιν να εξασφαλίσουν εκ νέου τον αιώνιο «ύπνο» των πρόσφατα κεκοιμημένων τους.
       Το επικό, αριστουργηματικό, ιστορικό μυθιστόρημα «Πήραν Την Πόλη, Πήραν Την…» είναι απλά ανεπανάληπτο. Είναι, όπως έχει γράψει και η ίδια η συγγραφέας κάπου, ένα χρονικό της «μεγάλης μνήμης», αυτής που δεν πρέπει να ξεχαστεί ποτέ και από κανέναν Έλληνα. Είναι η αναλυτική και σε βάθος καταγραφή των αδιαμφισβήτητων ιστορικών γεγονότων και συσχετισμών, όπως: η υπεροχή του βυζαντινού πολιτισμού σε σχέση με τον σχετικά νεοσύστατο ισλαμικό, οι καταστροφικές συνέπειες της εσωτερικής, και όχι μόνο, διχόνοιας ανάμεσα στους ίδιους τους Βυζαντινούς, στα χριστιανικά κράτη Δύσης και Ανατολής, αλλά και η αριθμητική υπεροχή των φουσάτων και του πολεμικού εξοπλισμού του Μωάμεθ και η οργισμένη εμμονή και το πείσμα του νεαρού σουλτάνου να «πατήσει» στην Πόλη ως κατακτητής της, η συστηματική δολιοφθορά και προδοσία εκ μέρους πολλών χριστιανών, συμπεριλαμβανομένων και των βυζαντινών πλουσίων και κληρικών, που αρνήθηκαν να ανοίξουν τις κρύπτες και τα σεντούκια τους για να βοηθήσουν με τον αμύθητο πλούτο τους την υπεράσπιση, τον εξοπλισμό και τον δίκαιο αγώνα της Βασιλεύουσας… 
    Η λογοτέχνιδα Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου επιτυγχάνει μέσα από αυτό το αξεπέραστο, κορυφαίο έργο της να συγκεράσει του θρύλους και τις προφητείες με την ατόφια, αντικειμενική Ιστορία, αποδεικνύοντας ότι το αόρατο και το άπιαστο μπορεί να είναι ενίοτε πιο δυνατό και πραγματικό από το ορατό και το χειροπιαστό. Η Ιστορία μας, που δεν πρέπει να λησμονηθεί, ζωντανεύει μέσα από τις σελίδες του κλασσικού αυτού έργου της για το οποίο όσα συγχαρητήρια και αν της απευθύνουμε δεν θα είναι ποτέ αρκετά. Ένα βιβλίο που πρέπει να διαβαστεί από όλες τις γενιές Ελλήνων ξανά και ξανά και να υπάρχει σε κάθε βιβλιοθήκη!   

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

«Είκοσι ένα µυθιστορήµατα σε πολλαπλές ανατυπώσεις. Έξι βιβλία ποιητικής πρόζας. Δύο δοκιμίου (Beckett, Ελύτης). Θεατρικά της έργα έχουν παιχτεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αμέτρητες συνεργασίες σε εφημερίδες και περιοδικά. Επίσης, έχει γράψει ποίηση, δώδεκα ποιητικές συλλογές και τον συγκεντρωτικό τόμο Μαζεύω τα υπάρχοντά µου. Βιβλία της έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί στα γαλλικά, σουηδικά και αγγλικά και διδάσκονται σε πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού. Έξι διδακτορικές εργασίες έχουν γίνει πάνω στα βιβλία της, στα πανεπιστήμια Αθηνών, Πάτρας και Μπάρι. Είναι πτυχιούχος του Παντείου και της Σορβόννης, όπου, µε υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, σπούδασε αισθητική και ιστορία θεάτρου. Πατρίδα της η Λήμνος φιλτάτη. Πήραν την Πόλη, πήραν την... είναι το ιστορικό μυθιστόρημα που μίλησε στην ψυχή του αναγνώστη. Ίσως γιατί ο σημερινός άνθρωπος, της παγκοσμιο­ποίησης και της αβεβαιότητας, αισθάνεται την ανάγκη να βρει τις ρίζες του και την ιστορία του, την καθαρότητα της ελληνικότητάς του.»

«Προσπάθησα να δώσω στον ήρωά µου, τον Πορφύριο, κάποιες μαγικές ιδιότητες, μυθικές. Γιατί τα πρόσωπα που περνούν στις διαστάσεις του θρύλου είναι τρισμέγιστα. Κι εγώ έπρεπε να εναρμονίσω στις ίδιες αναλογίες τα δικά µου πρόσωπα του μύθου, αυτά που έπλασα, για να μπορούν να σταθούν πλάι στα πραγματικά. Πιστεύω πως ο μύθος µου ο πολύ ανθρώπινος έκανε το ογκώδες αυτό μυθιστόρημα να αγαπηθεί έτσι όπως αγαπήθηκε από τους αναγνώστες. Παράλληλα µε τα τραγικά ιστορικά γεγονότα, ξετυλίγεται το ανθρώπινο δράμα του ήρωά µου, το υπαρξιακό του δράμα, σαν µια αναγωγή στην οδυνηρή περιπέτεια ολόκληρου του θυσιασθέντος ελληνισμού».

Ύστερα από είκοσι χρόνια και είκοσι δύο επανεκδόσεις, το κλασικό πλέον έργο της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου σε µια νέα διαδρομή στον Χρόνο. Το Πήραν την Πόλη, πήραν την… ζωντανεύει τις τελευταίες ημέρες της σπαρασσόμενης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Λεπτό προς λεπτό καταγράφει τις πενήντα επτά ημέρες πολιορκίας της Βασιλεύουσας έως την Άλωση. Με τη δύναμη του ποιητικού ενορατικού λόγου, αλλά και µε αναλυτική διείσδυση και θέση έναντι της ιστορίας, η συγγραφέας δίνει την ύστατη αγωνία, τον ύστατο αγώνα, που στάθηκε ορόσημο στη νεότερη ιστορία του ελληνισμού. Όμως, πέρα από αυτό, και µε μυθικό άξονα τον ήρωά της, δίνει τη συγκλονιστική πορεία της παρακμής του Βυζαντίου, καθώς και την οδυνηρή περιπέτεια του ελληνισμού μετά την καταστροφή.

«Είναι μεγάλη η συγκίνηση που νιώθω, καθώς, ύστερα από είκοσι χρόνια, το μυθιστόρημα αυτό ξεκινά το νέο ταξίδι του στον Χρόνο. Αισθάνομαι σαν να το έγραψα χτες. Τόσο ζωντανή στη σκέψη µου η κάθε λέξη του. Η κάθε στιγµή αγωνίας που χαράχτηκε μέσα στο μυαλό µου σαν όρκος. Με τέτοια δύναμη γράφτηκε. Όπως έχω ήδη πει, εκείνο που µε ενδιέφερε ήταν να βρω αυτό που σχεδόν πάντα μένει έξω από την ιστορία: Το πάθος, το θαύµα, τον όρκο της ψυχής, το ρίγος. Να βρω το μεγαλείο εκείνων των τραγικών πολιορκημένων, που η θυσία τους, ο τιμηµένος θάνατος που επέλεξαν, έγινε σύμβολο στη συνείδηση του Γένους. Και όλα αυτά προσπάθησα να τα περάσω μέσα από την οδύνη της Μιας Συνείδησης, της Μιας μοναχικής κραυγής, αυτής του ήρωά µου, του νεαρού πολεµιστή από τη Λήµνο. Μόνον έτσι η ιστορία µπορεί να γίνει προσωπική µας αλήθεια. Να φτάσει στην υπέρβαση και στην αυτογνωσιακή κάθαρση».
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου