Εκδόσεις:
Μεταίχμιο
Σελίδες:
528
Τιμή:
16,92 €
Ημερομηνία
Κυκλοφορίας: 11/5/2017
Η πρώτη επαφή μου με την γραφή της Μαίρης
Κόντζογλου υπήρξε για μένα έρωτας με την πρώτη ματιά. Το αλησμόνητο και αξεπέραστο
μυθιστόρημά της «Περπάτα Με Τον Άγγελό
Σου» με μάγεψε και με συνεπήρε από την πρώτη κιόλας αράδα. Έκτοτε,
ακολούθησα ευλαβικά κάθε νέο συγγραφικό της πόνημα με τον ίδιο και αυξανόμενο
ενθουσιασμό, καθώς η εξαίρετη συγγραφέας δεν με έχει απογοητεύσει ποτέ. Είναι
ιδιαίτερη χαρά και τιμή, λοιπόν, να υποδέχομαι και φέτος το νέο ιστορικό της μυθιστόρημα
που κυκλοφορεί από τις αγαπημένες εκδόσεις Μεταίχμιο υπό τον τίτλο «Οι Μαγεμένες (Las
Incantadas)»
με ένα αντιπροσωπευτικό απόσπασμα για προδημοσίευση στους «Φίλους Της Λογοτεχνίας».
Είμαι απολύτως βέβαιη πως και το νέο συναρπαστικό μυθιστόρημα της κ. Κόντζογλου
θα ακολουθήσει τα επιτυχημένα χνάρια της εξαιρετικής τριλογίας της «Τα Παλιά Ασήμια» που προηγήθηκαν.
Της εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία στην πορεία του νέου βιβλίου της, ευχαριστώ
θερμά τις εκδόσεις Μεταίχμιο για την παραχώρηση του αποσπάσματος και σας προσκαλώ
να πάρετε μία γεύση από τις πολυαναμενόμενες «Μαγεμένες» της, που κυκλοφορούν στις
11 Μαΐου!
Απόσπασμα
από το μυθιστόρημα «ΟΙ ΜΑΓΕΜΕΝΕΣ (Las
Incantadas):
Βρέθηκε η Αννίκα στην αυλή με τα
σαβανωμένα δέντρα και ένα τρίτο, ενθαρρυντικό αυτή τη φορά, νιαούρισμα προσδιόρισε
το σημείο όπου την περίμεναν. Μάζεψε τη μακριά φούστα και τη φυλάκισε με τα δυο
της χέρια. Έπρεπε να κινηθεί πολύ γρήγορα. Τυχερή, ήταν τυχερή απόψε, ακόμα κι
αν κοιτούσε η μητέρα της από το παράθυρο, τίποτα δεν θα μπορούσε να διακρίνει,
ήδη χανόταν μέσα στο σύννεφο. Περνώντας δίπλα από το πηγάδι έριξε τον ξύλινο
κουβά με όλη της τη δύναμη και ευχήθηκε να φτάσει ως την κάμαρα πάνω ο πνιχτός
ήχος που έβγαλε καθώς έσμιξε με το νερό. Ευχήθηκε να έφτανε στ’ αυτιά της
αδελφής της, κυρίως σ’ εκείνης, για να γίνει πιστευτό αυτό που είχε προφασιστεί
προκειμένου να βγει έξω τέτοια ώρα, πως δηλαδή ήθελε να ρίξει νερό στο πρόσωπό
της για να ξυπνήσει. Από εκεί ως τη σκεπή ήταν πέντε δρασκελιές απόσταση, που
την κάλυψε σαν αερικό, και μετά, το ίδιο γρήγορα και αθόρυβα, σκαρφάλωσε στα
μουσκεμένα κεραμίδια πατώντας στη σιδεριά που έφραζε το παράθυρο του μαγειρειού
και σε μια εσοχή του τοίχου.
Ισορρόπησε στη δεύτερη προσπάθεια,
έριξε μια ματιά γύρω της για να βεβαιωθεί πως τίποτα δεν μπορούσε να διακρίνει,
άρα ούτε να τη διακρίνουν, και στάθηκε λίγο να αφουγκραστεί τη νύχτα που
φώλιαζε στην υγρασία. Άκουσε μόνο το μεθυσμένο τραγούδι κάποιου άνδρα που έσβηνε
καθώς απομακρυνόταν. Ύστερα τίποτα. Καμιά κίνηση, κανείς ήχος.
Έβγαλε σβέλτα τις χοντρές παντούφλες,
τις παράχωσε στην τσέπη της ριγέ υφαντής ρόμπας και διέσχισε το πλάτος του
σπιτιού τους βαδίζοντας με ευλυγισία πεπειραμένου κεραμιδόγατου, ενώ με το δεξί
της χέρι πιανόταν από το μάρμαρο που φιλοξενούσε τις μυθολογικές μορφές. Μεγάλη
περηφάνια την κατέκλυζε, εκτός από τη λαχτάρα να ανταμώσει τον Νικόλα, καθώς τα
παγωμένα δάχτυλά της χάιδευαν ασυναίσθητα τα σκαλίσματα του άγνωστου γλύπτη. Ο
παιδικός της φόβος για τις «Μαγεμένες» είχε πετάξει μακριά και οριστικά από
τότε που σ’ εκείνο το σημείο μπορούσε –όταν μπορούσε– να συναντήσει τον Νικόλα
και να ανταλλάξουν δυο κουβέντες κρυμμένοι ανάμεσα στο σπίτι και στη στοά, κάτω
από το ψυχρό βλέμμα του κοριτσιού με τον κύκνο.
Πολύ πριν προκύψουν όμως αυτές οι
συναντήσεις με τον Νικόλα, η Αννίκα είχε κάνει προόδους σχετικά με τη φοβία της
για τις «Μαγεμένες», από τη στιγμή που είχε αρχίσει να συναναστρέφεται
στενότερα τον πατέρα της και να μαθαίνει γράμματα.
Όταν
έφτασε στο τέλος της σκεπής, πάτησε στο πάνω μέρος μιας άλλης αρχαίας κολόνας,
χαμηλότερης από το σπίτι και, πιάνοντας το στιβαρό χέρι του Νικόλα που την
περίμενε ακριβώς από κάτω, πήδηξε με χάρη που θα ζήλευε και ο Λευτέρης. Πήδηξε
και με κομμένη την ανάσα βρέθηκε στην αγκαλιά του νέου, την υποδέχτηκε
μουσκεμένη από ομίχλη και ιδρώτα. Ύστερα και πριν προλάβει να γευτεί το φιλί
του, έσκυψε και πήρε στα χέρια τον Λευτέρη, τριβόταν με μανία στον ποδόγυρο του
φουστανιού της διαμαρτυρόμενος με μακρόσυρτα νιαουρίσματα που μπορούσαν να
αποβούν μοιραία για τη μυστικότητα της συνάντησης των δυο παιδιών. Ο γάτος
στριμώχτηκε ανάμεσα στα δυο στέρνα, στο λαχανιασμένο από την ανάβαση και τον
έρωτα κοριτσίστικο και στο καυτό από τον πόθο του αγοριού· στριμώχτηκε αλλά
βολεύτηκε και, με ένα τελευταίο νιαούρισμα σιγανό και χαδιάρικο αυτή τη φορά,
σιώπησε, αφού κέρδισε το τρυφερό χάδι της Αννίκας στο μετάξι της ράχης του.
«Άργησες…» γουργούρισε το κορίτσι όπως
ο γάτος, και ο Νικόλας απρόθυμα λευτέρωσε τα χείλη του από τον λαιμό της και
της έπιασε τα παγωμένα χέρια, τα έσφιξε μέσα στα δικά του.
Οι συναντήσεις τους πάντα είχαν
δυσκολία. Δεν ήταν μόνο απαγορευμένες. Ούτε μόνο ολιγόλεπτες. Τα δυο παιδιά
είχαν και το πρόβλημα της γλώσσας, η Χάννα είχε μάθει λίγα ελληνικά από τον
πατέρα της, όμως δεν τα μιλούσε με κάποιον. Ο Νικόλας μάθαινε λαντίνο με ταχείς
ρυθμούς, αλλά προηγούνταν όσα αφορούσαν τη δουλειά τους, στα ερωτόλογα είχε
μείνει πίσω.
Τα μάτια όμως… Τα μάτια συμπλήρωναν τα
κενά της επικοινωνίας, τα μάτια και οι χειρονομίες, οι σύντομες αγκαλιές, το
τύλιγμα μιας μπούκλας στον δείκτη του αγοριού, μια τρίχα που τίναζε όλο έννοια
εκείνη από την κάπα του.
«Σιγά, μιλά σιγά, πέρδικάμ’…» την
παρακάλεσε, γύρω τους η ομίχλη δημιουργούσε δίχτυ προστασίας από τα ανεπιθύμητα
μάτια, όμως οι ομιλίες και το λαχάνιασμά τους ίσως να ακούγονταν.
Και δεν έπρεπε να την εκθέσει,
τρελαινόταν στην ιδέα πόσα διακινδύνευε η αγαπημένη του όταν ερχόταν να τον
συναντήσει. Ούτε κι αυτός όμως έπρεπε να εκτεθεί, ήταν ταγμένος στον ιερό σκοπό
της απελευθέρωσης της πατρίδας από τον τουρκικό ζυγό, δεν έπρεπε να στερήσει
την Αδελφότητα από τις υπηρεσίες του. Τις όποιες, τέλος πάντων, υπηρεσίες του…
Ο Νικόλας πίστευε ακράδαντα πως δεν έκανε όσα θα έπρεπε, πως δεν ήταν τόσο
καλός όσο απαιτούσαν οι περιστάσεις.
«Σιγά, μιλά σιγά, πέρδικάμ’…»
επανέλαβε, ενώ τόσα ήθελε να της πει, πιο πολύ διψούσε να την ενημερώσει για
τις πρόσφατες εξελίξεις. Πράγμα που δεν επιτρεπόταν να κάνει, του είχαν
απαγορέψει να μιλήσει σε οποιονδήποτε. Αλλά… Αλλά η Αννίκα θα έπρεπε να μάθει
για την απουσία του, να μην αγωνιά που θα χανόταν τόσο καιρό.
Όταν
η συγκέντρωση είχε διαλυθεί, ο Νικόλας είχε μιλήσει με τον Δάσκαλο και το
αφεντικό του, και οι δυο του είχαν πει πως ήταν περήφανοι για κείνον, το παιδί
είχε συγκινηθεί και ντραπεί μαζί. Ύστερα, αφού του εξήγησαν τι έπρεπε να κάνει,
του είχαν ζητήσει να μην αναφέρει σε οποιονδήποτε την αποστολή που αναλάμβανε,
την αποστολή που το αφεντικό χρηματοδοτούσε.
Και πώς να φανταζόταν ποτέ ο έρμος ο
Νταβίντ εφέντη ότι ο Νικόλας, ο έμπιστος Νικόλας για τον οποίο προέβλεπε λαμπρό
μέλλον στο εμπόριο, που ο Δάσκαλος τον καμάρωνε για τη γενναιότητα και την
αφοσίωση στον αγώνα, πώς να φανταζόταν ποτέ ότι συναντιόταν στα κρυφά με τη
μικρή του θυγατέρα και ότι εκείνη θα ήταν ο μοναδικός άνθρωπος στον οποίο θα
αποκάλυπτε την αποστολή;
Το κορίτσι άγγιξε και πάλι τα χείλη
του με τα δικά της στέκοντας στις μύτες των ποδιών της. Τα λεπτά έτρεχαν
παραπατώντας στην υγρασία, δυο λεπτά, μόνο δυο λεπτά είχαν ακόμα στη διάθεσή
τους και θα χώριζαν. Όλος ο έρωτας μετατρεπόταν σε θάρρος και της έδινε δύναμη,
μπορεί να ήταν μικροκαμωμένη, αλλά τώρα αισθανόταν ψηλή και δυνατή, ο έρωτας
είχε κάνει φτερά να φυτρώσουν στις πλάτες της, μεγάλα, τεράστια φτερά, για μια
στιγμή πίστεψε πως ήταν ίδια με εκείνη τη μορφή σε μια από τις στήλες – την
αγέρωχη, στητή μορφή, που έμοιαζε λες και μόλις είχε κατέβει από τον ουρανό,
τόσο ζωντανές ήταν οι φτερούγες της.
«Άργησες…» επανέλαβε αμήχανα, χίλια
πράγματα είχε να του πει και όμως τώρα όλα χάνονταν, έσβηναν πάνω στους δείχτες
του ρολογιού και της έμενε μόνο τούτη η λέξη, άργησες, και ένα παράπονο που
ποτέ δεν θα φανέρωνε. Θα μπορούσαν άραγε ποτέ να βρεθούν, να μιλήσουν, να
κοιταχτούν, να αγγιχτούν σαν ελεύθεροι άνθρωποι;
Γιατί δεν ήταν μόνο ραγιάδες στους
Τούρκους· βουνά ολόκληρα τους χώριζαν οι διαφορές. Η Χάννα ήταν εβραία και ο
Νικόλας χριστιανός. Το αγόρι ήταν φτωχό, ορφανό και ξενιτεμένο· το κορίτσι
κρατούσε από εύπορη οικογένεια, ήταν μεγαλωμένη με όλα της τα καλά. Και σαν να
μην έφταναν τούτα όλα, ο Νικόλας ήταν στη δούλεψη του πατέρα της, παραγιός στο
εμπορικό του Νταβίντ εφέντη, που αγόραζε υφάσματα από Ανατολή και Δύση και τα
πουλούσε παντού, ακόμα και στην ελεύθερη Ελλάδα. Και όχι μόνο ήταν υπάλληλός
του ο Νικόλας, αλλά ήταν ο έμπιστος και ο αγαπημένος του υπάλληλος. Γι’ αυτό και
είχε αρχίσει να τον στέλνει σε μακρινά ταξίδια, μια φορά ως την
Κωνσταντινούπολη και μια ως το Μοναστήρι, να παραδώσει τα εμπορεύματα για τους
μεγάλους πελάτες. Γιατί του ’κοβε το μυαλό και ήταν παραπάνω από τίμιος.
Αν ποτέ το αφεντικό μάθαινε πως είχε
φιλήσει την κόρη του, θα την κούρευε έξω στον δρόμο, και εκείνον θα τον
παρέδιδε στους ζαπτιέδες, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Κι ας τον αγαπούσε σαν παιδί
του, όπως τον είχε ακούσει να ισχυρίζεται στη μάνα της, όταν κάποτε η Ρεμπέκκα
είχε ζητήσει από τον άνδρα της να διώξει τον Νικόλα και να πάρει στη δουλειά
έναν μικρανεψιό της. «Είναι καλό παιδί, άξιο και προκομμένο» της είχε πει. «Δεν
τον ξεχωρίζω από τις κόρες μου!» και δεν της είχε αφήσει περιθώρια για
διαμαρτυρίες.
Αναστέναξε η Αννίκα, την έπνιγε το αίσθημα
του δικαίου, την έπνιγε και κάτι άλλο, ακόμη δεν το ονόμαζε «δικαίωμα». Ούτε τα
βάσανα και οι προβληματισμοί της τελείωναν εδώ όμως. Η μάμα της –αυτό το είχε
κρυφακούσει– πριν λίγες μέρες είχε πει στη νόνα, στη δική της μάμα, πως μετά
τον γάμο της Εστέρ άνοιγε ο δρόμος και για τη μικρή. Το ’βαλε στα πόδια η
Αννίκα, λες και ήταν οχτώ χρονών και την κυνηγούσαν όλες οι «Μαγεμένες» μαζί.
Αναστέναξε μέσα στην αγκαλιά του
Νικόλα και δάκρυα ανέβηκαν στα ματάκια της. Φυσικά και ντρεπόταν να του έλεγε
τέτοιο πράγμα, πως ερχόταν η σειρά της για παντρειά δηλαδή, ακόμα κι αν
μπορούσε να το διατύπωνε στα ελληνικά.
«Αβέμ προβλήματε, Αννίκαμ’» την
απομάκρυνε κάπως από κοντά του το παλικάρι, όχι πως το ’θελε, όχι πως δεν του
έκαψαν την καρδιά οι απανωτοί αναστεναγμοί της, αλλά έπρεπε να της πει, και στη
φούρια του πάνω της μίλησε στα βλάχικα.
Τον κοίταξε με απορία. Τι συνέβαινε,
γιατί είχε αυτό το ύφος ο καλός της;
«Θα
φύγω, θα λείψω καμπόσο. Ίσως και δυο μήνες… Dos…» έδειξε με τα δάχτυλά του.
«Δεν ξέρω. Μπορεί και παραπάνω. Θα πάω…»
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου:
Θεσσαλονίκη,
στα βάθη των αιώνων: Μια βασίλισσα ερωτευµένη παράφορα µε τον Μεγαλέξανδρο
τρέχει µες στη νύχτα να συναντήσει τον εραστή της. Τα µάγια του απατηµένου
συζύγου της όµως θα µαρµαρώσουν αυτή και τη συνοδεία της. Οι µορφές τους θα
µείνουν για πάντα στη Στοά των Ειδώλων.
Περίπου
χίλια οχτακόσια χρόνια αργότερα, στην ίδια πόλη, που οι κάτοικοί της λατρεύουν
τρεις θεούς και µιλάνε αµέτρητες γλώσσες, ο παλαιογράφος Εµµανουέλ Μιλλέρ
επιχειρεί, µε τη συγκατάθεση του Σουλτάνου, να ξεριζώσει το αρχαίο µνηµείο των
«Μαγεµένων» και να τις πάει στη Γαλλία, να κοσµήσουν τα ανάκτορα και τα σπίτια
των ευγενών.
Στην
προσπάθειά του όµως αυτή, θα βρεθεί αντιµέτωπος µε µια χούφτα ξεχωριστούς
ανθρώπους: Τη Χάννα και τον Νικόλα, δυο ερωτευµένα παιδιά, που αγωνίζονται για
τη µαταίωση της αρπαγής του µνηµείου, ενώ παλεύουν για το δικαίωµά τους στην
αγάπη. Τον γλύπτη Αλέξανδρο ∆ηµητριάδη, που εµπνέεται από τους νεαρούς του
φίλους, και ρίχνεται στη µάχη µε αυτοθυσία. Και τον Νταβίντ εφέντη, τον
αρχαιολάτρη Εβραίο, που δίνει τον δικό του αγώνα ενάντια στην εποχή, τη φυλή
του και την κοινωνία, προσπαθώντας να κρατήσει κοντά τους τις «Μαγεµένες» και
να αποτρέψει την επανάληψη µελλοντικών διωγµών.
Μια
σαγηνευτική ιστορία, βασισµένη σε αληθινά γεγονότα, που σκαλίζεται µε έρωτα και
αίµα στα βυζαντινά τείχη, στα υγρά λιθόστρωτα, στις συναγωγές, στα παζάρια και
στα γεµάτα θρύλους και ατµούς χαµάµ της Σαλονίκης.
Στην
έκδοση περιλαμβάνεται QR code με πλούσιο πραγματολογικό υλικό για τις
«Μαγεμένες» και τη Θεσσαλονίκη εκείνης της εποχής.
H
πρώτη παρουσίαση θα λάβει χώρα στην 14η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου
Θεσσαλονίκης την Παρασκευή. Μπορείτε να βρείτε όλες τις λεπτομέρειες σχετικά με
την εκδήλωση εδώ:
κ. Μαίρη Κόντζογλου |
Βιογραφία
Μαίρης Κόντζογλου:
Η
Μαίρη Κόντζογλου γεννήθηκε, µεγάλωσε και συνεχίζει να µεγαλώνει στη
Θεσσαλονίκη. Έχει σπουδάσει Πολιτικές Επιστήµες στο Πάντειο Πανεπιστήµιο και
έχει εργασθεί σε µεγάλες ελληνικές εταιρείες, µε αντικείµενο πάντα την
Επικοινωνία.
Έχει
εκδώσει τα μυθιστορήματα Το Μέλι το Θαλασσινό (2008), Περπάτα µε τον άγγελό σου
(2009), Χίλιες ζωές απόψε (2013), καθώς και την τριλογία Οι μεσημβρινοί της
ζωής (2011) που αποτελείται από τα βιβλία Στους ήλιους του έρωτα, Στα φεγγάρια
της αλήθειας, Στη γη της αγάπης.
Επισκεφθείτε
τη σελίδα της στο facebook για να επικοινωνήσετε μαζί της.
Με
τη συγγραφέα µπορείτε να επικοινωνείτε στo mkontzo@gmail.com και στο facebook -
Μαίρη Κόντζογλου.
Από
τις Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ κυκλοφορεί η τριλογία της «Τα Παλιά Ασήμια»:
«Τα
Παλιά Ασήμια» (2014), «Μια Προσευχή για τα Παλιά Ασήμια» (2015), «Πέρα από τα
Παλιά Ασήμια» (2015).
Περισσότερες
πληροφορίες για το συνολικό συγγραφικό έργο της συγγραφέως στο επίσημο προφίλ της
στο site
των εκδόσεων Μεταίχμιο:
Διαβάστε
τις συνεντεύξεις που η συγγραφέας κ. Μαίρη Κόντζογλου είχε την καλοσύνη να
παραχωρήσει στους «Φίλους Της Λογοτεχνίας», με αφορμή τα προηγούμενα
βιβλία της, καθώς και τις κριτικές μου για την τριλογία της στους ακόλουθους
συνδέσμους:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου