Ταξίδια Μέσα Από Τη Λογοτεχνία!

Η Λογοτεχνία είναι για μένα ένα «παράθυρο» σ' έναν μαγικό κόσμο. Κάθε βιβλίο μάς ταξιδεύει σε κόσμους πραγματικούς ή φανταστικούς, τωρινούς, μελλοντικούς ή παρελθοντικούς. Ένα είναι το μόνο σίγουρο, κάθε βιβλίο που μας ενθουσιάζει, μας εντυπωσιάζει ή μας μαγεύει θέλουμε να το μοιραστούμε με άλλους φίλους-αναγνώστες. Έτσι κι εγώ, θέλω να μοιραστώ μαζί σας όσα βιβλία με ενθουσίασαν και με «γέμισαν» με πρωτόγνωρες ιδέες, εικόνες και συναισθήματα. Σαφώς και η άποψη του κάθε αναγνώστη είναι μοναδική και ένα βιβλίο που εμείς λατρέψαμε μπορεί κάποιος άλλος να το αντιπάθησε ή ακόμα και να το μίσησε... Μέσα από αυτήν την οπτική θεωρώ φρόνιμο να μη σχολιάζω όσα βιβλία δεν με εντυπωσίασαν ή με άφησαν αδιάφορη, διότι η άποψή μου είναι απολύτως υποκειμενική. Δεν θα ήθελα να προκαταλάβω αρνητικά κανέναν αναγνώστη, αποτρέποντάς τον από το να διαβάσει ένα βιβλίο το οποίο, ενδεχομένως, να τον ενθουσιάσει. Κάθε βιβλίο απαιτεί το κατάλληλο περιβάλλον, το υπόβαθρο και την ανάλογη διάθεση για να εκτιμηθεί, οπότε καλό θα είναι να μην απορρίπτουμε ποτέ τίποτα. Η έκφραση και αποτύπωση της δικής μου γνώμης για κάθε βιβλίο -αλλά και των απόψεων και σχολιασμών άλλων φίλων-συγγραφέων-αναγνωστών, που αναγράφονται στη σχετική κατηγορία-, έχουν ως μοναδικό σκοπό να εκφράσουν τον θαυμασμό μας για ορισμένα βιβλία που θεωρούμε άξια λόγου και θέλουμε να γίνουν ευρέως γνωστά, βοηθώντας έτσι τους αναγνώστες στην επιλογή του επόμενου βιβλίου που θα διαβάσουν. Πάντοτε με το μεγαλύτερο σεβασμό και θαυμασμό για όλους τους συγγραφείς, που μέσα από τις σελίδες των βιβλίων τους μας «ταξιδεύουν» μακριά από την εκάστοτε πραγματικότητα ή μας βοηθούν να την κατανοήσουμε καλύτερα, αλλά σε κάθε περίπτωση στολίζουν την ψυχή μας, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ!

Κλειώ Ισιδ. Τσαλαπάτη

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

«ΑΘΛΟΣ – Τριλογία των ΙΒ’» - ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ, της Βίβιαν Φόρτη - Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

«ΑΘΛΟΣ – Τριλογία των ΙΒ’» - ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ, της Βίβιαν Φόρτη - Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

Εκδόσεις: Momentum Books
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 19/11/2015

            Η λογοτεχνία φαντασίας είναι, κατά την γνώμη μου, ένα πολύ δύσκολο λογοτεχνικό είδος. Τα όρια μεταξύ, φαντασίας, ονειροπόλησης, αληθοφανούς, ψεύτικου, ή ακόμα και αστείου, είναι συχνά δυσδιάκριτα. Λίγοι είναι εκείνοι οι συγγραφείς, διεθνώς, που αφήνοντας αχαλίνωτη τη δημιουργική τους φαντασία αποτύπωσαν στο χαρτί κόσμους φανταστικούς, ήρωες που μένουν χαραγμένοι για πάντα στη μνήμη των αναγνωστών και ιδανικά που, αν και βγαλμένα μέσα από ανύπαρκτες πραγματικότητες, μοιάζουν τόσο, μα τόσο αληθινά και ιδεώδη.
            Στην ελληνική φανταστική λογοτεχνία οι συγγραφείς που θεωρούνται άξιοι εκπρόσωποί της είναι ακόμα λιγότεροι, όμως διόλου δεν υστερούν από τους ξένους ομότεχνούς τους. Μία τέτοια συγγραφέας είναι και η Βίβιαν Φόρτη, η οποία μας εξέπληξε με το πρώτο μυθιστόρημά της, τον «Μύθο», συνέχισε να μας ξαφνιάζει ευχάριστα με τη συνέχειά του, το «Έρεβος» και τώρα έρχεται να ολοκληρώσει την επική τριλογία φαντασίας της με υπέρτιτλο «Τριλογία των ΙΒ’» με το τρίτο και τελευταίο μέρος της, τον «Άθλο», το οποίο αναμένεται να μας ενθουσιάσει ακόμα περισσότερο.
            Για όσους δεν γνωρίζετε την υπόθεση και τους ήρωες της τριλογίας αυτής, θα σας παραπέμψω στις αντίστοιχες κριτικές μου για τα δύο πρώτα μέρη. Οφείλω, όμως, να ομολογήσω πως πρόκειται για μία από τις πιο ευφάνταστες και ευρηματικές ιστορίες φαντασίας που βασίζονται και εμπνέονται από την ελληνική μυθολογία. Μύθοι, θρύλοι, ήρωες και αρχαίοι θεοί συνδυάζονται άψογα χαρίζοντας στους αναγνώστες μία εξαιρετική και ενδιαφέρουσα μυθοπλασία, προσφέροντάς τους ταυτόχρονα και την ευκαιρία να ξαναθυμηθούν ή να γνωρίσουν από την αρχή πολλά ξεχασμένα, άγνωστα, ή πασίγνωστα στοιχεία της δαιδαλώδους ελληνικής μυθολογίας, η οποία επιτέλους παίρνει τις διαστάσεις που της αναλογούν αλλά και τον σεβασμό που της οφείλουμε.
            Ευχαριστώ θερμά τις εκδόσεις Momentum για την προδημοσίευση του ακόλουθου αποσπάσματος στο ιστολόγιο των «Φίλων Της Λογοτεχνίας», εύχομαι καλή επιτυχία στη συγγραφέα Βίβιαν Φόρτη και να είναι καλοτάξιδο και αυτό το τρίτο μέρος της αξιόλογης τριλογίας της.

Απόσπασμα:

«Το σπίτι ήταν σκοτεινό, αλλά υπήρχε ένα μικρό φως που έβγαινε από το παράθυρο. Η μητέρα μου δεν αγαπούσε το σκοτάδι, όπως κι εγώ άλλωστε. Πάντα άφηνε ένα μικρό φως αναμμένο να φωτίζει το σπίτι και να διαχέεται από το μπροστινό παράθυρο του σαλονιού.  Ήξερα ακριβώς από ποιο αμπαζούρ προερχόταν το φως. Ένα μικρό ασημένιο τοποθετημένο πάνω στο πιάνο. Στο πιάνο όπου ο Φοίβος μου έπαιξε μία και μοναδική φορά το κομμάτι με το οποίο με νανούριζε η μαμά μου και μου είχε δώσει το οικογενειακό μου παρατσούκλι μου: “Belle”.
Μου έκανε εντύπωση που η μητέρα μου κατοικούσε ακόμα εκεί. Πόσο θάρρος είχε αυτή η γυναίκα, τι δύναμη ψυχής! Η μορφή της κυριαρχούσε στη σκέψη μου καθώς ανέβαινα τον λοφίσκο και στάθηκα λίγο έξω στον κήπο.
Κοιτούσα το πατρικό μου, αλλά δεν τολμούσα να μπω. Ήταν ένα μεγάλο σπίτι και κάποτε δεν μας χωρούσε όλους καλά-καλά! Γεμάτες οι ντουλάπες, ένα σωρό πράγματα στις αποθήκες… και κόσμος! Πολύς κόσμος! Αλήθεια, πόσοι άνθρωποι είχαν περάσει από εκεί! Πόσα τραπέζια, παιδικά πάρτι, γιορτές…
Με ένα σφίξιμο στην καρδιά θυμήθηκα εκείνη την Πρωτοχρονιά που ο Φοίβος είχε έρθει από την Αμερική για να είναι κοντά μου. Τότε είχα θεωρήσει ότι η μεγαλύτερη δυσκολία που είχα να αντιμετωπίσω ήταν η οικογένειά μου και οι αντιδράσεις της. Πόσο μικρή και ανώριμη ήμουν! Αλλά αθώα και ευτυχισμένη.
Δεν είχα κλειδιά, αλλά υπήρχε το επιπλέον κλειδί για ώρα ανάγκης. Πέρασα στο πίσω μέρος του σπιτιού και στην κρυψώνα μας δίπλα στο γκαράζ, μετακίνησα το τούβλο. Ήταν εκεί.
Μπήκα νιώθοντας περίπου παρείσακτη, μην ξέροντας πού να σταθώ και πώς να προετοιμάσω την ξαφνική μου εμφάνισή  στην μητέρα μου, η οποία όπου και να ήταν θα επέστρεφε.
Το σπίτι ήταν ίδιο. Είχε παραμείνει ίδιο όπως το είχα αφήσει, αλλά δεν θύμιζε πια εστία. Περπάτησα μέχρι το καθιστικό που φωτιζόταν αχνά από το αμπαζούρ.
Κάθισα αρκετή ώρα εκεί βυθισμένη στις αναμνήσεις μου. Πόσο μου είχε λείψει, πόσο μεγάλο κενό είχε αφήσει η απουσία της στη ζωή μου… Τίποτα και κανείς δεν μπορεί να καλύψει αυτό το κενό, την απουσία της μητρικής παρουσίας, στη ζωή ενός ανθρώπου… Δάκρυα κύλησαν στα μάτια μου καθώς μου ήρθαν στο μυαλό τα λόγια του Ελύτη: «Κι ένα τέταρτο μητέρας αρκεί για δέκα ζωές, και πάλι κάτι θα περισσέψει που να το ανακράξεις σε στιγμή μεγάλου κινδύνου». Ναι, τέτοια μητέρα ήταν η μητέρα μου…
Κάποια στιγμή άκουσα το κλειδί να γυρίζει στην πόρτα. Σηκώθηκα και κρύφτηκα στις σκιές σαν τον κλέφτη.
Μπήκε στο καθιστικό χτυπώντας τα τακούνια της, όπως πάντα.
Άφησε την τσάντα της στην πολυθρόνα απέναντι από το τζάκι. Ήταν μία απλή μεγάλη τσάντα από σκούρο δέρμα. Άθελά μου σκέφτηκα τις επώνυμες τσάντες που κρατούσε πάντα με τόση χάρη και τις άφηνε να γλιστρούν στο ελαφρώς καμπυλωμένο, με ανοδική πορεία μπράτσο της. 
Χαμογέλασα. Ξαφνικά κατάλαβα τι την έκανε τόσο διαφορετική. Είχε πάψει να είναι τόσο πολύ επιτηδευμένη. Κάθισε στην πολυθρόνα και έσκυψε να βγάλει τα παπούτσια της. Κινήθηκα ανεπαίσθητα χωρίς καν να το συνειδητοποιήσω.
Στράφηκε ταραγμένη προς το μέρος μου.
«Είναι κανείς εκεί;» ρώτησε.
«Εγώ είμαι, μαμά», είπα όσο πιο απαλά μπορούσα.
Σηκώθηκε αργά. Έκανα ένα βήμα προς το μέρος της, περνώντας στη φωτεινή άλω του μικρού φωτιστικού.
Με κοίταξε στυλώνοντας τα κατάμαυρα μάτια της επάνω μου.  Κάτι σαν χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της.
«Το ήξερα», ψιθύρισε πιο πολύ στον εαυτό της πάρα σε εμένα, «το ήξερα ότι είσαι ζωντανή… αν είχες φύγει… θα το ένιωθα, μέσα στην καρδιά μου».
Έκλεισε τα μάτια και αμέσως μετά τα κάλυψε με τα χέρια της. Δεν κουνήθηκε από τη θέση της, δεν έσπευσε να με αγκαλιάσει μόνο καθόταν εκεί στητή, ακίνητη  χωρίς να βγάζει κανένα ήχο μέσα στο απόκοσμο σχεδόν ημίφως και είχε καλύψει τα μάτια της με τα χέρια της σαν να μην ήθελε να δω την έκφρασή της… ή σαν παιδί που φοβόταν ή κρυβόταν…
Και τότε άρχισε να κουνιέται μπρος-πίσω, ανεπαίσθητα στην αρχή,  πιο έντονα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και ξαφνικά ένας περίεργος ήχος βγήκε από το στόμα της. Μια περίεργη κραυγή μακρόσυρτη, ανατριχιαστική σαν να υπέφερε και μαζί σαν να έβρισκε ανακούφιση. Κάλυψα τα λίγα μέτρα που μας χώριζαν με δυο δρασκελιές και την έκλεισα μέσα στα χέρια μου. Αρπάχτηκε από πάνω μου και με έσφιξε στην αγκαλιά της.
«Δάφνη μου, κοριτσάκι μου, μωρό μου», την άκουγα να λέει μέσα από ανάσες που ακούγονταν πιο πολύ σαν ρόγχος.
Πέρασαν αρκετά λεπτά πριν ηρεμήσει. Όταν κάπως ηρέμησε την πήγα ώς τον καναπέ και την έβαλα να καθίσει. Τα μάτια της γλίστρησαν στο πρόσωπό μου σαν χάδι.
«Παιδί μου», είπε απαλά.
Άπλωσε το χέρι της και μου χάιδεψε το μάγουλο. Έκλεισα τα μάτια. Τα χέρια της ήταν πιο τραχιά από όσο θυμόμουν. Ολόκληρη ήταν πιο τραχιά από όσο θυμόμουν. Ακόμα και το βλέμμα της. Ακόμα και η φωνή της.
 «Μαμά…», άρχισα.
Της τα εξήγησα όλα, τα έπιασα όλα από την αρχή. Από την πρώτη ημέρα στο πανεπιστήμιο, την πρώτη ώρα, την πρώτη στιγμή. Κι έφτασα στο τέλος όσο πιο σύντομα μπορούσα. Το τέλος. Τη μετάβασή της στην Υπερβορεία. Μόνο για τον μπαμπά δεν της είπα τίποτα. Αισθανόμουν πολύ αδύναμη για να το διαχειριστώ εκείνη τη στιγμή.
Με άκουσε χωρίς να με διακόψει. Μου έδινε την εντύπωση ότι κατέγραφε με προσοχή κάθε μου λέξη. Ήμουν σίγουρη ότι το πήρε αρκετά καλά. Μέχρι που μου μίλησε. Η φωνή της μόλις που ακούστηκε, όταν μου είπε:
«Μπορώ να έχω ένα ποτήρι νερό, παρακαλώ;»
Πήγα βιαστικά ώς την κουζίνα και επέστρεψα με ένα μεγάλο ποτήρι γεμάτο νερό.
Το πήρε με ευγνωμοσύνη. Ήπια μια γερή γουλιά και το ακούμπησε δίπλα της προσεκτικά σαν αν φοβόταν μήπως της πέσει από τα χέρια.
Σήκωσε το κεφάλι.
«Πότε θα φύγουμε;»
«Τώρα. Δεν υπάρχει χρόνος».
«Να ετοιμάσω τα πράγματά μου».
«Δεν θα χρειαστείς τίποτα στην Υπερβορεία. Θα σε προμηθεύσουμε εμείς με τα απαραίτητα».
Εμείς; σκέφτηκα αόριστα.
Σηκώθηκε αδιαμαρτύρητα.
«Είμαι έτοιμη», είπε.
Χαμογέλασα. Πάντα ήταν έτοιμη. Πάντα. Στο σχολείο της, στο σπίτι της, στις κοινωνικές της συναναστροφές.
«Πρέπει να πάμε στους Δελφούς πρώτα», συμπλήρωσα.
Με κοίταξε με απορία.
«Εκεί είναι η πύλη», είπα νιώθοντας μέχρι τα βάθη της ψυχής μου πόσο περίεργο θα ακουγόταν αυτό σε κάποιον μη μυημένο.
Όμως εκείνη ήταν η μαμά μου. Η σούπερ μαμά μου… Σούπερ… My super girl έπαιζε το mp3 player στο αυτοκίνητο. «Σου το αφιερώνω» της έλεγε ο μπαμπάς μου…
Τα μάτια της ήταν ακόμα θολά, αλλά χαμογέλασε απαλά.
«Όταν μου μιλούσες με ενθουσιασμό για τον Χάρι Πότερ και το Κύπελλο της φωτιάς που στην πραγματικότητα ήταν μία πύλη που οδηγούσε τους ήρωες σε έναν άλλο κόσμο μόλις το άγγιζαν, απλά φοβόμουν μήπως μετά από αυτό σταματήσεις να διαβάζεις σοβαρή λογοτεχνία και ασχολείσαι μόνο με τη λογοτεχνία του φανταστικού».
Χαμογέλασα κι εγώ. Ακόμα  μία αναλαμπή από το φωτεινό παρελθόν παρεισέφρησε στο μυαλό μου και φώτισε το σκοτάδι γύρω μας και μέσα μας. Είναι πιο εύκολο να φωτίζεις το σκοτάδι, όταν είναι παρούσα η μαμά.
«Η λογοτεχνία του φανταστικού γενικότερα, αλλά και ο Χάρι Πότερ ειδικότερα, πάντα και για πάντα και για πάντα, είναι σοβαρή λογοτεχνία», είπα για πολλοστή φορά.
Στη φωνή μου άκουσα κάτι από το παλιό πείσμα.
Κούνησε το κεφάλι της με τον τρόπο που μόνο οι καθηγήτριες φιλολογίας το κάνουν.
«Τελικά όχι μόνο είμαστε αυτά που διαβάζουμε, αλλά εσύ έγινες αυτά που διάβαζες».
Της άπλωσα το χέρι.
«Πάμε, κυρία καθηγήτρια», της είπα.
Μου το έσφιξε απαλά. Με εμπιστοσύνη.
Μόνο να μην προδώσω την εμπιστοσύνη που μου δείχνει… Θεέ μου, να μην προδώσω την εμπιστοσύνη της!

***

Ήταν όλοι συγκεντρωμένοι γύρω μου. Οι κάτοικοι της μυθικής Υπερβορείας. περίμεναν να τους μιλήσω. Και τότε μίλησα:
«Υπερβόρειοι», ξεκίνησα και η φωνή μου ακούστηκε στεντόρεια.
Θεέ μου, ποια είμαι; Σε τι μεταλλάχθηκα; Ποια είμαι; Ποια είμαι;
«Δεν είμαι μία από εσάς. Ξύπνησα μία ημέρα στη γη σας φερμένη εδώ χωρίς τη θέλησή μου. Ο αέρας που ανέπνεα δεν ήταν δικός μου, δεν με έφτανε. Το νερό σας δεν με ξεδιψούσε και η έλλειψη της αίσθησης του βάρους τρέλαινε το μυαλό μου. Έκλαιγα και είχα απελπιστεί. Όλα ξένα, όλα διαφορετικά.
Μία ξένη είχε επιφορτιστεί να με φροντίζει, ένα κορίτσι που τότε δεν γνώριζα, μα  κατόπιν έγινε αδερφή μου. Ο πόνος της απώλειάς μου ήταν τεράστιος και με δυσκολία στάθηκα στα πόδια μου για να φτάσω μέχρι αυτό εδώ το μέρος όπου βρίσκομαι τώρα και σας μιλώ. Εδώ ακριβώς με οδήγησαν τα βήματά μου κι εδώ ακριβώς βρήκε παρηγοριά η ψυχή μου δίπλα στον δάσκαλό μου, τον δάσκαλο του άντρα μου, του Απόλλωνα.
»Έτσι ήρθε στη ζωή μου ο Άβαρις. Ήρθε και έμεινε για πάντα. Με παρηγόρησε, με γιάτρεψε, με δίδαξε. Με έμαθε πώς να ζω εδώ, πώς να κινούμαι και πώς να συνυπάρχω. Και με έμαθε κι άλλα πολλά. Στην πραγματικότητα με έκανε αυτό που είμαι σήμερα. Κι αυτή που στέκεται μπροστά σας και σας μιλάει, είναι αυτή που είμαι σήμερα, αυτή που έφτιαξε Άβαρις.
»Τότε, όταν  ήρθε η ώρα να φύγω, ήμουν ήδη μία από εσάς. Το μόνο που επιθυμούσα ήταν να βρεθώ πάλι εδώ ανάμεσά σας, δίπλα στον δάσκαλό μου και να εξακολουθώ να μαθαίνω. Όμως και πάλι δεν βρέθηκα εδώ από επιλογή, βρέθηκα από ανάγκη. Μα, όταν πάτησα το πόδι μου στο χώμα της γης σας, το ένιωσα βαθιά μέσα μου ότι εδώ ανήκω κι ότι γι’ αυτή τη γη και γι’ αυτούς τους ανθρώπους αξίζει να αγωνιστώ.
»Σας είπα πριν λίγο ότι η γυναίκα που στέκεται μπροστά σας αυτή τη στιγμή είναι το δημιούργημα του Άβαρι. Είμαι αυτή που σμίλεψε προκειμένου να σταθώ απέναντι σε κάθε εχθρό της γενιάς μας. Και αυτό έχω σκοπό να κάνω.
»Υπερβόρειοι, η συμφορά μάς χτύπησε και όπως πάντα η συμφορά χτυπάει σε πολλές μεριές. Οφείλω να σας πω την αλήθεια, όχι μόνο γιατί ο μοναδικός τρόπος να υπάρξει μία ελπίδα να αντιδράσουμε και να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας αλλά και ό,τι αγαπάμε, ό,τι είναι πολύτιμο για εμάς, υφίσταται μόνο αν ξέρουμε την απόλυτη αλήθεια, αλλά και γιατί με αλήθεια με δίδαξε εκείνος. Χωρίς υπεκφυγές, χωρίς ωραιοποιήσεις. Καθαρή, απόλυτη, αλήθεια κοφτερή σαν ατσάλι.
»Οι Δώδεκα έπεσαν σε Λήθη. Χωρίς αυτούς είμαστε απροστάτευτοι. Δεν είμαστε πολεμικός λαός. Ζούμε ειρηνικά και με αγάπη καθώς ο ίσκιος των Δώδεκα μας προστάτευε. Κι έπειτα ήταν κι ο Άβαρις. Ο Άβαρις ήταν πάντα έτοιμος να μας υπερασπιστεί. Και όλοι το ήξεραν και κανείς δεν αποτολμούσε μία επίθεση εναντίον μας. Όμως τώρα μείναμε μόνοι μας. Κι ο δάσκαλός μας με δίδαξε πολλά, όμως όχι τη χρήση της πτητικής του μηχανής».
Αισθανόμουν τους Υπερβορείους σαν ένα σώμα, μία ψυχή, όλους δικούς μου, όλους ενωμένους. Δεν μιλούσαν. Με κοιτούσαν.
«Οι Αριμασποί είναι μία πολεμική φυλή, εμείς πάλι όχι».
Έκανα μία παύση. Να τους πω για την πτητική μηχανή του Άβαρι;
Μόλις εκείνη την ώρα διέκρινα μέσα στο πλήθος τη Μελισσάνθη. Δίπλα της η μητέρα μου και τα παιδιά μου. Κάρφωσα τα μάτια μου στα μάτια της Μελισάνθης. Ένα γλυκό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη  της. Το βλέμμα μου γλίστρησε στα γαλάζια μάτια των παιδιών μου, τα μάτια του πάτερα τους χρωματισμένα με το ύφος που μόνο αυτοί είχαν.
Ο τρόπος που κοιτάζουν όλοι τους…
«Όμως εμείς είμαστε τα παιδιά των Δώδεκα, τους φέρουμε εντός μας, τους κουβαλάμε στο αίμα μας και σαν παιδιά τους θα πολεμήσουμε Κι αν εκείνοι βρίσκονται ακόμα  στη Λήθη είναι σαν να μας φροντίζουν, σαν να μας προσέχουν πάντα. Και με αυτή τη σκέψη θα ριχτούμε στη μάχη. Το άρμα του Άβαρι ίσως έρθει προς βοήθειά μας, ίσως όχι. Κάνεις δεν ξέρει. Αλλά οφείλουμε να παλέψουμε για τον κόσμο μας και για εκείνους που μας προστάτευσαν και μας προστατεύουν ακόμα κι αν βρίσκονται στο πιο βαθύ σκοτάδι. Γι’ αυτούς και για τον κόσμο μας θα αγωνισθούμε. Είθε ο ίσκιος τους να μας προστατεύει».
Σιωπή. Και ξαφνικά ένας Γηραιός χτύπησε το μπαστούνι του στο έδαφος. Συνέχισε να το χτυπάει ρυθμικά και ένας-ένας τον μιμήθηκαν όλοι. Οι Υπερβόρειοι φώναξαν δυνατά και κούνησαν τα χέρια τους. Μου θύμιζαν τους συμμαθητές μου όταν ο διευθυντής ανακοίνωνε την εκδρομή του σχολείου. Αυτό ήταν οι Υπερβόρειοι… Παιδιά.
Είμαστε χαμένοι…, σκέφτηκα, αντικειμενικά χαμένοι.

«ΑΘΛΟΣ – Τριλογία των ΙΒ’», της Βίβιαν Φόρτη
Εκδόσεις: Momentum Books
Σελίδες: 461
Τιμή: 14,31 €

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

«Η Λήθη διεκδικεί τους Δώδεκα και η Δάφνη ξεκινά μία μοναχική πορεία αυτογνωσίας και ωριμότητας από την Υπερβορεία έως τον Κάτω Κόσμο, αναζητώντας το πανάρχαιο αντικείμενο που θα διαλύσει το επικείμενο έρεβος.
Αυτός είναι ο δικός της Άθλος. Δίπλα της θα σταθούν ο τελευταίος των Ατλάντων, ένας Τραντέλληνας που φέρει το όνομα ενός αρχαίου βασιλιά και ένας μυθικός ήρωας που αντέχει αιώνες τώρα μία σκληρή μοίρα…
Μια αρχαία κληρονομιά θα έρθει στο φως. Μια απελπισμένη μάχη θα δοθεί για να σωθεί η ανθρωπότητα. Κι ένας έρωτας θα γεννηθεί και θα πεθάνει, γιατί «Ο Άθλος και ο Κίνδυνος είναι να κρατήσεις δικιά σου την καρδιά που κέρδισες, πρίγκιπα».
Μια επική περιπέτεια σε γνωστούς και άγνωστους κόσμους, σε παράλληλα σύμπαντα και σε ξεχασμένες από το χρόνο γωνιές της Γης, που ολοκληρώνει την τριλογία των Δώδεκα της Βίβιαν Φόρτη.

Έγραψαν για το Έρεβος:

«Το Έρεβος, για τους λάτρεις της φανταστικής λογοτεχνίας  αλλά και για τους εν γένει αναγνώστες, είναι η όαση μιας εκπληκτικής και αστείρευτης φαντασίας. Η συγγραφέας καταφέρνει να σαγηνεύει με την πλοκή και το συγγραφικό στιλ της ενώ δημιουργεί αριστοτεχνικά δομημένους ήρωες . Το Έρεβος είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι που θα μαγέψει τον αναγνώστη».
Δημήτρης Βαρβαρήγος, συγγραφέας

«Στο Έρεβος η συγγραφέας δομεί με αριστοτεχνικό τρόπο τους ήρωές της που κινούνται στο όριο του μύθου και του ρεαλισμού, του φωτός και του σκότους, του έρωτα και του μίσους, του θανάτου και της αθανασίας. Η παράθεση πλούσιων αναφορών από την ελληνική μυθολογία, καθώς και αναφορών σε άλλα αριστουργήματα της λογοτεχνίας, είναι δηλωτικό της έρευνας που έκανε η συγγραφέας ενώ αυτό που καθιστά το βιβλίο αξιόλογο είναι η πολλαπλή ερμηνεία του, η πολλαπλή προσέγγισή του και η επιθυμία που δημιουργείται στον αναγνώστη για πολλαπλές αναγνώσεις».
Diavasame.gr. , Ευμορφία Ζήση, φιλόλογος-βιβλιοκριτικός

«ΕΡΕΒΟΣ – Τριλογία Των ΙΒ’», της Βίβιαν Φόρτη

Εκδόσεις: Momentum Books
Σελίδες: 552
Τιμή: 11,83 €

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:


«"Έλα, μακάριε Λυτρωτή, εξολοθρευτή του Τιτυού, Φοίβε Λυκωρέα...

Εσύ που έχεις χρυσή λύρα, γονιμοποιέ και προστάτη των γεωργών, Πύθιε, Τιτάνα... Άγριε, πνεύμα του φωτός, αγαπημένε, δόξα της νιότης..."
Ο Φοίβος έχει επιτέλους βρει δίπλα στη Δάφνη, τη γαλήνη και την ευτυχία που αναζητούσε αιώνες. Η αποδοχή και η προστασία του αδιαφιλονίκητου ηγέτη των Δώδεκα, τους προσφέρει ασφάλεια. Έτσι τουλάχιστον, πιστεύουν...
Όμως, οι αρχαίοι εχθροί του Φωτός εισβάλλουν στη σύγχρονη εποχή, χρησιμοποιώντας συμμάχους ισχυρότατους και ικανούς.
Εκεί που τελειώνει ο Μύθος, η Δάφνη θα συναντήσει το Έρεβος. Και ο Απόλλων θα πολεμήσει εναντίον του, με τον τρόπο που μόνο ένας από τους Δώδεκα μπορεί.»

Διαβάστε ολόκληρη την κριτική για το «ΕΡΕΒΟΣ» στον ακόλουθο σύνδεσμο:

«ΜΥΘΟΣ – Τριλογία Των ΙΒ’», της Βίβιαν Φόρτη

Εκδόσεις: Διόπτρα
Σελίδες: 552

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:


«Το να ερωτευτείς τον καθηγητή σου είναι οπωσδήποτε κλισέ, αλλά και πώς μπορείς να το αποφύγεις όταν το βλέμμα του είναι τόσο σοφό και διαπεραστικό;


Η Δάφνη Δημητριάδη, δευτεροετής φοιτήτρια στην Αμερική, θα ερωτευτεί με την πρώτη ματιά τον εντυπωσιακό καθηγητή Φοίβο Κρίστιαν. Αγνοώντας τα σημάδια της λογικής και ακολουθώντας το ένστικτό της, θα δέσει τη ζωή της με το επικίνδυνο πεπρωμένο του. Το πεπρωμένο και τη βαριά ευθύνη να ανήκεις στον μυστηριώδη κύκλο των Δώδεκα.

Μέσα από τις σελίδες του Μύθου, ξεδιπλώνεται μια σύγχρονη ερωτική ιστορία κεντημένη με την ελληνική μυθολογία, αγωνία και δυνατά συναισθήματα. Η Βίβιαν Φόρτη ανοίγει μια ελάχιστη χαραμάδα για έναν κόσμο θρύλων, σε ένα βιβλίο που δεν θα μπορείς να αφήσεις από τα χέρια σου!»

Διαβάστε ολόκληρη την κριτική για τον «ΜΥΘΟ» στον ακόλουθο σύνδεσμο:

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

Συνέντευξη με την ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΜΑΚΡΗ - Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

            Την εξαίρετη και πολύ αγαπητή συγγραφέα κ. Βικτώρια Μακρή, είχα την τιμή να την γνωρίσω και από κοντά, πέρα από την διαδικτυακή μας γνωριμία. Οι εντυπώσεις που μου άφησε ήταν άριστες, όχι μόνο σαν ποιοτική συγγραφέας αλλά και σαν άνθρωπος. Η καλλιέργεια, η έμφυτη ευγένεια, η βαθιά ευαισθησία για ό,τι συμβαίνει γύρω της, η οξυδέρκεια και ο περιεκτικός λόγος της θεωρώ ότι είναι σπάνια προτερήματα και ιδιαίτερα γνωρίσματα μιας άξιας εκπροσώπου της ελληνικής λογοτεχνίας, η οποία μας έχει χαρίσει ήδη τρία πολύ αξιόλογα μυθιστορήματα, αλλά και στίχους που έχουν μελοποιηθεί, καθώς και βραβευμένα διηγήματα.
Τα βιβλία της κοσμούν εδώ και πολύ καιρό την βιβλιοθήκη μου και αυτές τις μέρες διαβάζω το πολύ πρόσφατο έργο της «Μια Νύχτα Με Τον Τσέχωφ», ένα μυθιστόρημα καθηλωτικό και συνταρακτικό, όχι μόνο για το κυρίως θέμα του αλλά και για όλες τις προεκτάσεις και τους προβληματισμούς που εκφράζει η αγαπητή συγγραφέας εμβόλιμα στη ροή της πλοκής. Προβληματισμοί και ερωτήματα που θέτει σε εμάς τους αναγνώστες, τα οποία δείχνουν την βαθιά ευαισθητοποίηση της κ. Μακρή σε όσα φριχτά και απάνθρωπα συμβαίνουν γύρω μας  στους πιο άτυχους συνανθρώπους μας, κάτι που, προσωπικά, θεωρώ αξιοθαύμαστο, δυσεύρετο και αξιέπαινο στους χαλεπούς καιρούς του εγωκεντρισμού και της φιλαυτίας που διανύουμε…
Με αφορμή, λοιπόν, αυτό το νέο της βιβλίο, είχε την καλοσύνη να μου διαθέσει κάποιον από το χρόνο της για να απαντήσει στις ερωτήσεις των «Φίλων Της Λογοτεχνίας» και με αυτή την ευκαιρία να γνωρίσετε κι εσείς οι αναγνώστες μας λίγο καλύτερα την εξαίρετη συγγραφέα. Την ευχαριστώ θερμά γι’ αυτό και της εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία σε κάθε πόνημά της!

1) Αγαπητή κ. Μακρή, μας έχετε ήδη χαρίσει τρία εξαιρετικά μυθιστορήματα με διαφορετική θεματολογία το καθένα, με πιο πρόσφατό σας το «Μια Νύχτα Με Τον Τσέχωφ». Ποιό ήταν το έναυσμα για την ενασχόλησή σας με τον κόσμο της λογοτεχνίας και το αντικείμενο της συγγραφής;

Κυρία Τσαλαπάτη, έναυσμα για να ασχοληθεί κάποιος με τον κόσμο της λογοτεχνίας είναι η ίδια η ψυχή του. Αφουγκράζεται τις βαθιές εσωτερικές ανάγκες του και, αργά ή γρήγορα, τις εκφράζει. Ξεχειλίζουν από μόνες τους, δεν συγκρατούνται. Από  μικρό παιδί διάβαζα λογοτεχνικά βιβλία που δεν ήσαν για την ηλικία μου. Πρωτόπιασα στα χέρια μου την «Ανάσταση» του Τολστόι δώδεκα χρονών κοριτσάκι. Με μάγεψε και δεν ήξερα το λόγο που με μάγεψε. Το ξαναδιάβασα αργότερα, και το διάβαζα σχεδόν κάθε χρόνο μέχρι να μπορέσω να καταλάβω γιατί άγγιξε την παιδική ψυχή μου η ιστορία ενός αριστοκράτη πρίγκιπα που δημιούργησε ερωτική σχέση με την υπηρέτριά του, αυτή αργότερα κατέληξε πόρνη, κατηγορήθηκε για δολοφονία, στάλθηκε στη Σιβηρία, και μαθαίνοντάς το αυτό ο πρίγκιπας εγκατέλειψε την πλούσια και άνετη ζωή του και πήγε κι αυτός στη Σιβηρία για να συμπαρασταθεί στην πρώην υπηρέτριά του, επειδή αισθάνθηκε ένοχος και ηθικός αυτουργός για την κατάληξή της και ήθελε να επανορθώσει, να «αναστηθεί» εσωτερικά. Ας πούμε, λοιπόν, πως έναυσμα για να ασχοληθώ με τον κόσμο της λογοτεχνίας ήταν η μαγεία που ασκούσε μέσα μου από μικρό παιδί η μυρωδιά των βιβλίων καθώς τα άνοιγα για να τα διαβάσω. Αξεπέραστη αυτή η μυρωδιά! Η ίδια η αύρα των συγγραφέων!                     

2) Από πού αντλείτε την έμπνευση για κάθε έργο σας και πόσο δύσκολο είναι να  συγκεντρώσετε τις απαραίτητες πληροφορίες, ώστε να συνδυάσετε τυχόν ιστορικά γεγονότα, τόπους και μυθοπλασία στα βιβλία σας;

Έμπνευση κυρία Τσαλαπάτη αντλώ από όσα βουρλίζουν το μυαλό μου και κάποια στιγμή κάνουν μια μπραφ… και βγαίνουν έξω. Δεν πιέζομαι για να εμπνευστώ. Οι σκέψεις και οι ιδέες που θέλω να καταγράψω σε βιβλία υπάρχουν ήδη μέσα μου και απλώς χρειάζομαι χρόνο και καλή ψυχική διάθεση για να το κάνω. Μπορεί να μου δώσει έναυσμα για να γράψω ένα διήγημα ένα μικρό παιδί που κάθεται επί μισή ώρα σκυμμένο και χαϊδεύει τρυφερά ένα γατάκι, την ώρα που ο κόσμος γύρω του στην κυριολεξία καίγεται.  Αλλά το μικρό παιδί είναι το αγαθό πεδίο του ανθρώπου, είναι ο άνθρωπος που ακόμα δεν έχει εκφράσει τη λογική και λειτουργεί μόνο ψυχικά. Και αυτό είναι πανέμορφο, σε γοητεύει, γι’ αυτό λατρεύουμε τα παιδάκια, και γι’ αυτό μπορεί κάλλιστα ένας συγγραφέας να εμπνευστεί από μια τέτοια εικόνα ενός παιδιού.

3) Πιστεύετε πως ο συγγραφέας πρέπει να ταξιδεύει ώστε να έχει κάποια βιώματα από τις χώρες τις οποίες τυχόν περιγράφει στα βιβλία του και πόσο εφικτό είναι αυτό στην πράξη κατά τη γνώμη σας; Θεωρείτε πως τα ταξίδια είναι απαραίτητα, ούτως ή άλλως, και για τη “διεύρυνση των οριζόντων” του;

Κανένα ταξίδι δεν είναι απαραίτητο, αγαπημένη μου κυρία Τσαλαπάτη, καθώς η ανθρώπινη φαντασία έχει τη δυνατότητα να πηγαίνει πιο μακριά από οποιοδήποτε ταξιδιωτικό προορισμό. Tα ταξίδια ως εμπειρία και βέβαια είναι ωραία και μακάρι να υπάρχει η δυνατότητα να γίνονται, όμως ως εκεί. Ο Παπαδιαμάντης, για παράδειγμα, είχε μόνο την εμπειρία του νησιού που γεννήθηκε, του Αγίου Όρους που είχε πάει για ένα διάστημα και λίγο της Αθήνας, και παρόλα αυτά έγραψε παγκόσμια διαμάντια. Γιατί, το ταξίδι για αυτόν ήταν εσωτερική υπόθεση, ήταν πορεία στην ψυχοσύνθεση της  Φραγκογιαννούς της φόνισσας, του μπάρμπα Γιαννιού, της Μοσχούλας, της Σταχομαζώχτρας, του Ζάχου, δεν τον αφορούσε να βλέπει καινούργια μέρη για να εμπνέεται, έσκυβε με σεβασμό και προσήλωση στα βιώματα των απλών φτωχών ανθρώπων και εκεί τα ‘έβλεπε’ όλα. Εμένα μου αρέσει πολύ, εκτός από ανθρώπους, να περιγράφω τοπία, κυρίως θαλασσινά και αμπελώνες. Και, όσο με βοηθάει πάνω σε αυτό κάποιο ταξίδι που ενδεχομένως έχω κάνει σε κάποιο μέρος σχετικό, έχει καλώς. Τα υπόλοιπα που δεν έχω δει τα προσθέτω με τη φαντασία μου, απλά πράματα…

4) Έχετε συμπεριλάβει ποτέ σε κάποια από τα βιβλία σας προσωπικά σας βιώματα; Πόσο εύκολο, ή επώδυνο ήταν αυτό και πόσο εφικτή ήταν η αντικειμενική προσέγγισή τους συγγραφικά;

Ναι, είναι πολλά τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που έχω βάλει και στα μυθιστορήματά μου και στα διηγήματα. Και όταν λέω ‘αυτοβιογραφικά’, δεν αναφέρομαι πάντα σε βιώματα που έζησα εγώ, καθώς πηγή έμπνευσης αποτελεί ολόκληρος ο περίγυρός μου. Μπορεί το αφτί μου να ‘πιάσει’ μια ατάκα μέσα στο μετρό από κάποιους που μιλάνε. Αν μου αρέσει η ατάκα αυτή, το σίγουρο είναι πως κάπου θα την γράψω. Με το ίδιο σκεπτικό, αν πέσει στην αντίληψή μου περιστατικό που με εμπνεύσει, θα το καταγράψω. Έχω ήδη περιγράψει στα βιβλία μου κομμάτια ολόκληρα από τη ζωή των φίλων μου, από τους έρωτες και τους χωρισμούς τους, από τον πόνο του θανάτου και τη χαρά, από τα αδιέξοδά τους. Είτε όμως καταγράφω δικά μου βιωματικά στοιχεία είτε άλλων, αυτό πράγματι δεν γίνεται ανώδυνα. Στο προηγούμενο βιβλίο μου, την «Casta Diva», αναφέρω το θάνατο μιας φίλης μου, τον περνάω μέσα από τον θάνατο μιας φίλης της ηρωίδας, της τυφλής Μαρίας. Όταν έγραφα το συγκεκριμένο κεφάλαιο το χέρι μου έτρεμε. Έτρεμα ολόκληρη… Αντικειμενικός δεν μπορείς να είσαι ποτέ όταν ως συγγραφέας γράφεις για σένα και τον κόσμο που σε περιβάλει. Αντικειμενικοί είναι, ή τουλάχιστον οφείλουν να είναι, οι πολιτικοί σχολιαστές. Ο συγγραφέας γράφει μέσα από το ρεύμα που περνάει από μέσα του. Και το ρεύμα αυτό δεν είναι πάντα βελούδινο ούτε ανώδυνο…

5) Στα βιβλία σας έχετε καταπιαστεί με ποικίλα και ενδιαφέροντα θέματα κοινωνικού και ερωτικού περιεχομένου. Πιστεύετε πως το επιστημονικό υπόβαθρο είναι απαραίτητο για τη συγγραφή ενός βιβλίου, ή αρκεί το έμφυτο συγγραφικό ταλέντο;

Ο Παπαδιαμάντης, κυρία Τσαλαπάτη – για να επανέλθω στον αγαπημένο μου – φοίτησε κάποια χρόνια στη φιλοσοφική και μετά εγκατέλειψε για οικογενειακούς και οικονομικούς λόγους. Από την άλλη βέβαια, τρεις άλλοι μεγάλοι λογοτέχνες, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Τσέχωφ και ο Ντοστογιέφσκι, ήσαν γιατροί. Στις βιογραφίες τους διαβάζουμε ότι σπούδασαν κυρίως για βιοποριστικούς λόγους και επειδή αυτό ικανοποιούσε την οικογένειά τους, ότι ο δικός τους βαθύς πόθος ήταν η λογοτεχνία. Δεν νομίζω ότι η ιατρική σχολή προσέθεσε κάτι στην ικανότητα των μεγάλων αυτών συγγραφέων να γράψουν αριστουργήματα. Ο Καρκαβίτσας κατέγραψε τη θάλασσα και τους ανθρώπους της, ο Τσέχωφ και ο Ντοστογιέφσκι βούτηξαν βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή και την ξεγύμνωσαν μπροστά στα μάτια των αναγνωστών. Με ή χωρίς δίπλωμα ιατρικής το ίδιο θα έκαναν, η εσωτερική μόρφωση είναι χαρακτηριστικό των ευφυών ανθρώπων, δεν έχει να κάνει με πτυχία. Πτυχία παίρνουν εκατομμύρια στον κόσμο. Πόσοι όμως γράφουν ένα «Υπόγειο», ή έναν «Ζητιάνο»

6) Υπάρχει κάποιο μοτίβο ως προς το πότε σας “επισκέπτεται” η συγγραφική σας  έμπνευση; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ώρα, διάθεση, ή τόπος ίσως, που να σας προδιαθέτει να γράψετε, ή είναι κάτι που “ρέει” αβίαστα από μέσα σας συνέχεια;

Η διάθεση να γράφει κάποιος δεν κουμαντάρεται. Είναι ροή, πρέπει απλώς να πειθαρχείς σ’ αυτή τη ροή και να κάθεσαι να γράφεις. Σε διακόπτουν μόνο αναπάντεχα γεγονότα, όπως συνέβη σε μένα με το θάνατο και των δύο γονιών μου, οι οποίοι πέθαναν με διαφορά έξι μήνες ο ένας από τον άλλον. Εκεί είχα διακόψει το γράψιμο γιατί ένοιωσα πως έχασα τον κόσμο όλο. Κλονίστηκα. Όταν έφυγε ο πατέρας μου πρώτος, πήγαινα κάθε μέρα στον τάφο του και τον έπλενα. Ήταν άνοιξη και ήθελα να λαμποκοπάει το μάρμαρο στον ήλιο. Σε μερικούς μήνες έφυγε και η μητέρα μου. Τότε δεν μπόρεσα να ξαναπάω στο νεκροταφείο. Δεν άντεχα στη θέα δύο τάφων και, μάλιστα, χειμώνα με τους αέρηδες που βρώμιζαν τους τάφους με τα ξερά φύλλα που σκορπούσαν. Έβαζα τα κλάματα σαν παιδάκι. Άργησα να ξαναμπορέσω να γράψω, διαφορετικά το βιβλίο αυτό, «Μια Νύχτα με τον Τσέχωφ», θα είχε βγει ένα χρόνο νωρίτερα. Υπό ΚΣ, που λέγαμε και στο σχολείο, υπό κανονικές συνθήκες, εμένα τουλάχιστον μου αρκεί ένα φλιτζάνι αρωματικό τσάι και εφόσον έχω το θέμα μέσα μου κάθομαι και γράφω.

7) Όταν ολοκληρώνετε ένα νέο βιβλίο σας αρκείστε στη δική σας μόνο αξιολόγηση, πριν προχωρήσετε στην έκδοσή του, ή αναζητάτε πρώτα τη γνώμη κάποιου οικείου σας προσώπου του οποίου την κρίση εμπιστεύεστε;

Εάν επικυρωθεί μέσα μου ότι αυτό που έγραψα είναι καλό, ότι έχει ολοκληρωθεί και μπορώ να το παραδώσω στον εκδοτικό οίκο, το παραδίδω και απλώς οι δικοί μου χαίρονται που θα βγει ένα καινούργιο μου βιβλίο. Εάν ζητήσεις τη γνώμη κάποιου άλλου υπάρχει ο κίνδυνος να μπλοκαριστείς, να ακούσεις μια άλλη εκτίμηση για αυτό που έγραψες, να προβληματιστείς αν πρέπει να κάνεις αλλαγές και να μπεις σ’ έναν φαύλο κύκλο. Καλό είναι να εμπιστεύεσαι διαισθητικά το έργο σου, άλλωστε μετά θα ακολουθήσει το έμπειρο μάτι του επιμελητή που θα αναλάβει το βιβλίο και τυχόν λάθη, ή παραλήψεις θα διορθωθούν.

8) Από τα τρία μυθιστορήματά σας υπάρχει κάποιο το οποίο ξεχωρίζετε, στο οποίο ίσως έχετε μεγαλύτερη αδυναμία και γιατί; Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για το καθένα από αυτά, ώστε να τα γνωρίσουν και οι αναγνώστες μας και, γιατί όχι, “την ιστορία πίσω από την ιστορία” του καθενός;

Βαθιά μέσα μου η μεγάλη μου αγάπη είναι το πρώτο μου μυθιστόρημα, το «Ελεύθεροι Φυλακισμένοι». Πρόκειται για την παράλληλη αφήγηση δύο ανθρώπων που δεν γνωρίστηκαν ποτέ στη ζωή τους, ενός περιπτερά κι ενός φυλακισμένου. Ο περιπτεράς αν και βρίσκεται έξω, στον κόσμο, εντούτοις είναι ένας φυλακισμένος άνθρωπος στους φόβους του και στην ατολμία του, ενώ ο φυλακισμένος έχει καταφέρει να αισθάνεται ελεύθερος παρόλο που βρίσκεται μέσα σ’ ένα κελί φυλακής,  γιατί έτσι νοιώθει η ψυχή του. Αυτά τα δύο άτομα ουσιαστικά είμαι εγώ, είναι δύο όψεις του εαυτού μου, καθώς πολλές φορές στη ζωή μου έχει χρειαστεί να δώσω πάλη με διάφορους φόβους, προκειμένου να αφήσω την ψυχή μου να εκφραστεί ελεύθερα. Για το βιβλίο αυτό μού έχουν κάνει μια ενδιαφέρουσα ερώτηση, “πώς κατάφερα και έγραψα για δύο άντρες εγώ μια γυναίκα, πώς μπήκα στην ψυχοσύνθεσή τους”. Η αλήθεια είναι πως όταν το έγραφα δεν το είχα συνειδητοποιήσει αυτό, ότι δηλαδή ασχολούμαι με την ψυχοσύνθεση δύο ανδρών. Όταν όμως εκ των υστέρων ρωτήθηκα και κάθισα και το σκέφτηκα, η απάντηση που έδωσα σε αυτόν που ρώτησε αλλά και στον εαυτό μου είναι ότι, τις στιγμές που έγραφα γινόμουν ο άντρας που ζει μέσα σ’ έναν περιπτερά και σ’ έναν φυλακισμένο αντίστοιχα, και ξαναγινόμουν η γυναίκα όταν σταματούσα το γράψιμο. Εν ολίγοις, τα πάντα είναι θέμα ένωσης. Όχι ταύτισης, που προϋποθέτει εξωτερική ενδεχομένως μόνο μελέτη κάποιου, αλλά ένωσης, η οποία είναι κάτι πιο βαθύ. Το επόμενο βιβλίο μου, η «Casta Diva», είναι η ιστορία της Μαρίας που γεννήθηκε τυφλή και την παρακολουθώ στον τρόπο που ‘βλέπει’ με τη δική της εσωτερική όραση τη ζωή, τον έρωτα, το θάνατο, τον πόνο και την ευτυχία. Αναρωτιέται τι είναι το φως, μια λέξη που ακούει συχνά γύρω της, ρωτάει τους άλλους να της πουν, αλλά δεν παίρνει ποτέ μια απάντηση που να την καλύπτει και, εντέλει, προς το τέλος της ζωής της και μέσα από όλα τα βιώματά της δίνει αυτή στους άλλους τον δικό της ορισμό για το φως, ορισμό που εμπεριέχει βέβαια και μια φιλοσοφική διάθεση, καθώς καταλήγει στην ερμηνεία πως φως είναι η ίδια η αγάπη,  ότι, όποιος δεν έχει αγαπήσει είναι τυφλός…

9) Η συγγραφέας  Βικτώρια Μακρή  βρίσκει το χρόνο να διαβάζει και για δική της  ευχαρίστηση και όχι μόνο για έρευνα πάνω σε κάποιο μελλοντικό βιβλίο της; Όταν συμβαίνει αυτό, ποιό είδος λογοτεχνίας προτιμάτε περισσότερο ως αναγνώστρια και γιατί;

Χρόνο για διάβασμα έχω, διάθεση ψάχνω κυρίως να βρω. Κι όταν διαβάζω, διαβάζω βιβλία φίλων συγγραφέων για να σχολιάσουμε κατόπιν πάνω σε αυτό και, επίσης, διαβάζω κάποιο καινούργιο βιβλίο από την ξένη λογοτεχνία για το οποίο θα έχω ακούσει κάποια καλά λόγια. Ουσιαστικά όμως, θεωρώ πως έχω σταματήσει τη μελέτη μου πάνω στη λογοτεχνία, από τότε που ολοκλήρωσα την ανάγνωση των περισσοτέρων λογοτεχνικών βιβλίων που ήθελα να διαβάσω, τόσο από τους Έλληνες συγγραφείς όσο και τους παγκόσμιους. Αν κάποιος έχει διαβάσει κλασική λογοτεχνία, εκεί μπορεί και να βάλει τελεία. Διότι, τί άλλο να διαβάσει κανείς μετά τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι… 

10) Ποιά είναι τα αγαπημένα σας βιβλία και συγγραφείς; Θεωρείτε ότι έχετε δεχθεί επιρροές από κάποιους ομότεχνούς σας, Έλληνες ή ξένους, σύγχρονους ή κλασσικούς, στο δικό σας τρόπο γραφής, ύφους ή θεματολογίας;

Αγαπημένοι μου συγγραφείς είναι οι κλασικοί, είμαι παλαιάς κοπής άτομο, και κατ’ επέκταση από αυτούς έχω επηρεαστεί, καθώς τους θεωρώ εσαεί δασκάλους μου: Παπαδιαμάντης, Ντοστογιέφσκι, Τσέχωφ, Πολυδούρη, Τολστόι, Ελύτης, Κάλβος, Σολωμός, Καραγάτσης, Καββαδίας,  Κάφκα, Βιρτζίνια Γουλφ, Εμίλ Ζολά, Ντάριο Φο, Ίταλο Καλβίνο, Εμπειρίκος.

11) Από την ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία υπάρχει κάποιο βιβλίο το οποίο έχετε λατρέψει και το οποίο “ζηλεύετε” ως λογοτεχνικό έργο και θα θέλατε να έχετε συγγράψει εσείς;

«Η Αγάπη Άργησε μια Μέρα», Λιλή Ζωγράφου. Λατρεμένο!

12) Πιστεύετε πως οι συγγραφείς οφείλουν να προβληματίζουν τους αναγνώστες “κεντρίζοντας” τη σκέψη τους, ή ο σκοπός των βιβλίων τους θα έπρεπε να είναι καθαρά και μόνο ψυχαγωγικός; Εσείς, ποιά μηνύματα επιδιώκετε να “περάσετε” στους αναγνώστες σας και σε ποιό είδος αναγνωστικού κοινού, συνήθως, απευθύνεστε μέσα από το συγγραφικό έργο σας;

Θεωρώ πως, όταν ολοκληρώνεις την ανάγνωση ενός καλού λογοτεχνικού βιβλίου, δεν είσαι ίδιος με αυτό που ήσουν πριν διαβάσεις το βιβλίο. Η λογοτεχνία είναι η πνευματική τροφή μας. Όπως το σώμα μας τρέφεται με την υλική τροφή για να κρατηθεί στη ζωή, υπάρχει και η πνευματική αντίστοιχη για τον μέσα εαυτό μας. Και όπως υπάρχουν βλαβερές τροφές που δεν κάνουν καλό στην υγεία μας, λιπαρά ας πούμε ή διάφορα ληγμένα σκευάσματα, αντίστοιχα υπάρχουν και βιβλία που απλώς δεν ωφελούν σε τίποτα τον αναγνώστη – για να μην πω ότι μπορεί και να τον βλάψουν κιόλας. Δεν επιδιώκω να περνάω μηνύματα στους αναγνώστες, θα είμαι ευχαριστημένη εάν θυμούνται με καλό τρόπο το βιβλίο μου για καιρό μετά την ανάγνωσή του και δεν θα έχει κλείσει η ιστορία του μέσα τους,  με το που έκλεισαν την τελευταία σελίδα.

13) Θεωρείτε ότι ο συγγραφέας θα πρέπει να ασχολείται με διαφορετικά είδη λογοτεχνίας και να πειραματίζεται θεματολογικά, ρισκάροντας το υπάρχον αναγνωστικό του κοινό, ή θα όφειλε να εμμένει στο είδος που τον έχει καθιερώσει;

Θα σας απαντήσω και πάλι κυρία Τσαλαπάτη, ότι κανόνες στη συγγραφή δεν υπάρχουν, ούτε παραγγελίες. Εάν κάποιος συγγραφέας θέλει να δοκιμάσει να γράψει ένα λογοτεχνικό είδος που δεν έχει ξαναγράψει καλώς να το κάνει, αυτό θα σημαίνει πως αυτό αισθάνεται να κάνει. Δεν είναι εφημερίδα το βιβλίο, ούτε συντάκτης ο συγγραφέας για να γράφει άρθρα κατά παραγγελία του διευθυντή της εφημερίδας και της επικαιρότητας. Εγώ π.χ. αγαπάω πολύ την ποίηση του Νίκου Καββαδία και όταν διάβασα ένα από τα ελάχιστα πεζά που έχει γράψει, το «Λι», ένα σύντομο διήγημα, ξετρελάθηκα, γιατί μόνο ένας ποιητής εντέλει θα μπορούσε να περιγράψει με τέτοιο λυρισμό μια μικρή κινεζούλα, όπως έκανε ο Καββαδίας. Όταν αγαπάς έναν συγγραφέα και το έργο του, τον ακολουθείς σε ό,τι και να γράψει. Τον εμπιστεύεσαι.

14) Είχατε κάποιους “ενδοιασμούς” όταν αποφασίσατε να δώσετε το πρώτο σας βιβλίο προς έκδοση, τους «Ελεύθερους Φυλακισμένους»; Αγωνιούσατε ως προς την αποδοχή που θα τύχαινε από το αναγνωστικό κοινό;  Ο τρόπος γραφής σας και τα ασυνήθιστα κοινωνικά θέματα με τα οποία συνήθως καταπιάνεστε,  πιστεύετε πως παίζουν το δικό τους ρόλο στην αποδοχή αυτή;

Αγωνιούσα, ναι… Και, παρόλο που όπως σας είπα πριν, θεωρώ πως καλό είναι ο συγγραφέας να μην ζητάει γνώμες για κάποιο υπό έκδοση βιβλίο του για να μην επηρεάζεται και μπαίνει σε φαύλο κύκλο διορθώσεων, στο πρώτο μου βιβλίο εντέλει είχα ζητήσει γνώμες. Είχα διαβάσει το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου σε δύο άτομα, που δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους. Το ένα ήταν μια φίλη μου εξαιρετικά διαβασμένη και με κοφτερό μυαλό και το δεύτερο ένας ποιητής, ένας διανοητής. Άκουσα εξαιρετικά λόγια και από τους δύο, κάτι που δεν το περίμενα, είναι η αλήθεια. Έλεγα, όλο και κάποια παρατήρηση θα μου κάνουν, κάτι θα μου πουν για κάτι που, ενδεχομένως, δεν έχω γράψει καλά, και όμως πήρα επαίνους και από τους δύο. Αναθάρρησα και όταν ολοκλήρωσα το βιβλίο το έδωσα στον εκδοτικό οίκο πιο σίγουρη ότι δεν θα απορριφθεί. Όπως και έγινε.

15) Θεωρείτε πως η πραγματικότητα μπορεί να αποτελέσει  πηγή έμπνευσης και προβληματισμού για ένα συγγραφέα και, ειδικότερα, οι τόσο δύσκολες και  τραγικές καταστάσεις που βιώνουμε τελευταία στην πατρίδα μας;

Ναι, έτσι είναι κυρία Τσαλαπάτη. Και θα συμπληρώσω τη λέξη, δυστυχώς έτσι είναι. Πάντα η τραγικότητα ενός, ή και περισσοτέρων γεγονότων, αποτελεί πηγή έμπνευσης για τους συγγραφείς. Επίσης, κατά έναν μαγικό τρόπο, ποτέ δεν θυμάμαι την ευτυχία να γίνεται θέμα βιβλίου, σε αντίθεση με τον πόνο. Και αναφέρομαι βέβαια στη σοβαρή λογοτεχνία και όχι στα λεγόμενα βιβλία περιπτέρου, τα ΒιΠερ. Ο πόνος και η ανάγκη λύτρωσής του έδιναν πάντα υλικό να γράφουν ποίηση οι μεγαλύτεροι παγκοσμίως ποιητές και μυθιστορήματα οι μεγαλύτεροι πεζογράφοι. Ο θάνατος, ο πόλεμος, η φτώχεια, η πείνα, η ορφάνια, το Ολοκαύτωμα, οι παγκόσμιοι πόλεμοι, οι εμφύλιοι, η μετανάστευση, οι πρόσφυγες, όλα αυτά καταγράφονται όχι μόνο στην ανθρώπινη μνήμη αλλά και σε βιβλία, σε θεατρικά έργα, γίνονται μουσική, ποίηση, σινεμά, διηγήματα. Μακάρι κάποτε η ανθρωπότητα να εμπνέεται μονάχα από τη χαρά. Έως τότε όμως, οι μουσικοί μας θα μελοποιούν ένα «Άξιον Εστί» εμπνευσμένο από την ανάγκη της ανθρώπινης δυστυχίας να περάσει στη λύτρωση, οι θεατρικοί συγγραφείς θα γράφουν έναν «Γυάλινο Κόσμο» στον οποίο ουσιαστικά ζούμε όσο δεν αποφασίζουμε αυτόν τον γυάλινο κόσμο να τον κομματιάσουμε και οι συγγραφείς μας θα γράφουν ένα «Υπόγειο» και μια γερόντισσα που σάλεψε από την αφόρητη δυστυχία κι έγινε «Φόνισσα».  

16) Η αγάπη σας για το θέατρο, τη μουσική, τη ζωγραφική και γενικά τις Τέχνες  κατά πόσο επηρεάζει την αντίστοιχη συγγραφική σας ιδιότητα και την επιλογή των θεμάτων των βιβλίων σας; Πιστεύετε πως οι Καλές Τέχνες και η Λογοτεχνία είναι “συγκοινωνούντα δοχεία”, ή δεν αλληλοεπηρεάζονται;  

Ναι, βέβαια οι Καλές Τέχνες είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Ουσιαστικά, κορυφαία μορφή τέχνης είναι η ποίηση. Λέμε, επί παραδείγματι, ότι οι ταινίες του Θεόδωρου Αγγελόπουλου είναι ποίηση με εικόνες, τον Ρώσο κινηματογραφιστή Αντρέι Ταρκόφσκι τον αποκαλούν  ποιητή της εικόνας, προσωπικά έχω δει ταινίες που με ενέπνευσαν και γύρισα στο σπίτι μου και κάθισα κι έγραψα. Ή αν ακούσω  ένα μουσικό κομμάτι που θα ‘μιλήσει’ στην ψυχή μου, επίσης και αυτό θα με κάνει να θέλω να γράψω. Όλες οι τέχνες ουσιαστικά είναι μία, απλώς εκφράζονται με διάφορες μορφές.

17) Εσείς, με  την έως τώρα πείρα σας στον χώρο της συγγραφής, τί θα συμβουλεύατε όλους τους νέους επίδοξους συγγραφείς, που ονειρεύονται να δουν κάποτε ένα βιβλίο τους στις προθήκες των βιβλιοπωλείων και, ιδιαίτερα, εν μέσω αυτής της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας;

Ακούω αρκετά συχνά την ατάκα, ‘δεν δίνω το χειρόγραφό μου σε εκδότη, γιατί φοβάμαι την απόρριψη’. Κυρία Τσαλαπάτη, εάν δεν χτυπήσεις πόρτες, πόρτες δεν σου ανοίγονται. Τελεία. Κακά τα ψέματα. Εδώ δεν χωράνε εγωισμοί του τύπου, ‘δεν θέλω να πληγωθώ, δεν θέλω να στενοχωρήσω τον αγαπημένο εαυτό μου’. Να τον στενοχωρήσεις! Γιατί όχι. Να το τσαλακώσεις το εγώ σου. Ναι, θα πάρεις και απορρίψεις από εκδοτικούς, αλλά αν δεν χτυπήσεις την πόρτα τους να τους πεις πως θέλεις να βγάλεις βιβλίο, πώς έχεις την απαίτηση να ξέρουν αυτοί πως εσύ θέλεις να βγάλεις βιβλίο, ώστε να έρθουν αυτοί να σου χτυπήσουν την πόρτα! Έτσι λοιπόν, μια καλή συμβουλή σε όλους αυτούς που γράφουν και πιστεύουν ότι το χειρόγραφό τους αξίζει να γίνει βιβλίο, είναι να πάρουν τους δρόμους και να δίνουν το γραπτό τους σε εκδοτικούς. Κάπου είχα διαβάσει ότι το χειρόγραφο του «Χάρι Πότερ» το είχαν απορρίψει συνολικά 12 εκδότες. Η συγγραφέας του όμως επέμενε. Και να τι έγινε. Είναι και το άλλο: αν δεν θέλει κάποιος να χτυπάει πόρτες εκδοτών, είναι και γιατί κατά βάθος δεν πιστεύει ότι το έργο του αξίζει. Για να εκδόσεις όμως βιβλίο θέλει να πιστεύεις ότι το έργο σου είναι καλό και κυρίως να το προφυλάσσεις από τις παγίδες που σου στήνει το εγώ: εάν σου λέει, για παράδειγμα,  ο εαυτός σου ‘εγώ δεν χτυπάω πόρτες, άσε το γραπτό στο συρτάρι και θα δούμε τι θα γίνει’, τρέξε στον κοντινότερο καθρέφτη και κοιτάξου. Το πιο πιθανό είναι να αντικρίσεις έναν βλάκα που έχει μάθει να αρκείται στη μιζέρια. 

18) Κλείνοντας και, αφού σας ευχαριστήσω θερμά για την τιμή της παραχώρησης  αυτής της συνέντευξης, θα ήθελα να σας ευχηθώ ολόψυχα καλή επιτυχία σε όλα σας τα βιβλία και, ειδικότερα, στο πιο πρόσφατο εξαιρετικό μυθιστόρημά σας, «Μια Νύχτα Με Τον Τσέχωφ», και να σας ρωτήσω για τα άμεσα συγγραφικά σας σχέδια. Τι να περιμένουμε από εσάς στο μέλλον;

Σας ευχαριστώ κυρία Τσαλαπάτη που με συμπεριλαμβάνετε στο εξαιρετικό blog λογοτεχνίας που έχετε στο διαδίκτυο. Είναι υπηρεσία αυτό που κάνετε, όταν στις μέρες μας ισοπεδώνονται  αξίες του πολιτισμού χάρη του χρήματος – το οποίο και δεν υπάρχει κιόλας! – κι εσείς αφιερώνετε ώρες ολόκληρες για να συνεισφέρετε αυτό που μπορείτε στο χώρο της λογοτεχνίας, τότε ναι, αυτό που κάνετε είναι υπηρεσία στον πολιτισμό και σας αξίζουν συγχαρητήρια! Σε ό,τι αφορά το ερώτημά σας,  έχω ξεκινήσει ήδη το επόμενο μυθιστόρημα, είναι πολύ νωρίς ακόμα για να πω κάτι για αυτό, και παράλληλα γράφω με πολύ αργό ρυθμό γιατί δυσκολεύομαι ένα θεατρικό έργο, που το έχω ξεκινήσει εδώ και καιρό. Σας ευχαριστώ για τη φιλοξενία σας και εύχομαι να αυξηθούν στο internet τα blogs που δίνουν, όπως το δικό σας, λόγο στο βιβλίο.

Βιογραφία Βικτώριας Μακρή:

Η Βικτώρια Μακρή γεννήθηκε στην Πάτρα και μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου και κατοικεί. Άρχισε να ασχολείται με το γράψιμο κατά τη διάρκεια των σπουδών της στο Πολυτεχνείο. Έχει γράψει στίχους οι οποίοι έχουν μελοποιηθεί από τον Νίκο Μαμαγκάκη και την Καλλιόπη Τσουπάκη, καθώς και διηγήματα, τα περισσότερα εκ των οποίων, έχουν βραβευθεί σε Λογοτεχνικούς Διαγωνισμούς. Συνεργάζεται με ηλεκτρονικά έντυπα λογοτεχνικού και πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Το 2012 απέσπασε το πρώτο βραβείο στον 2ο Διαγωνισμό Διηγήματος της ιστοσελίδας eyelands.gr με το διήγημα «Παράθυρο με θέα στο Μυρτώο Πέλαγος», ενώ το 2013 συμμετείχε στο συλλογή διηγημάτων «Μια παράξενη Κυριακή» των εκδόσεων Αρχίγραμμα, με το διήγημα «Η Κυριακή της Γοργόνας». Το 2014 τιμήθηκε με το 2ο βραβείο στον 1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Δοκιμίου του περιοδικού Νέα Σκέψη, με το δοκίμιο «Η Ατομική Βούληση ως Δύναμη Κοινωνικής Ανασυγκρότησης». Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της «Ελεύθεροι Φυλακισμένοι» , «Casta Diva» και «Μια Νύχτα Με Τον Τσέχωφ».

Βιβλιογραφία Βικτώριας Μακρή:

«ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ»
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Σελίδες: 392
Τιμή: 13,95 €

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

«Κύριε Τσέχωφ, στο έργο σας Οι Τρεις Αδελφές, θέτετε έναν προβληματισμό. Λέτε μέσα από έναν ήρωά σας, «συχνά σκέφτομαι, τι θα γινόταν αν κάποιος ξανάρχιζε τη ζωή του από την αρχή και μάλιστα συνειδητά. Φαντάζομαι τότε πως θα προσπαθούσαμε να μην επαναλάβουμε τον παλιό μας εαυτό, να μην ξαναπράξουμε κάποια λάθη…»
Αγαπημένε μου κύριε Τσέχωφ, απόψε θα ’θελα να σας εξομολογηθώ κάποια λάθη δικά μου που δε θα ’θελα να ξανακάνω αν είχα την ευκαιρία να ξεκινήσω τη ζωή μου από την αρχή…

Αυτό είναι το όνειρο της Μαργιότας: να καθόταν με τον αγαπημένο της Τσέχωφ σ’ ένα απόμερο τραπεζάκι σ’ ένα μπαρ, να μοιράζονταν ένα ποτήρι κρασί και να τα λέγανε. Να μιλούσαν για τη ζωή που δεν είναι παρά ένα παιχνίδι, στο οποίο άλλοτε καλούμαστε να παίξουμε χωρίς πρόβα, άμαθοι και άβγαλτοι, κι άλλοτε να παραμένουμε στην άκρη, σαν ηθοποιοί χωρίς ρόλο. 

Μαργιότα, Βέλγω, Άννα. Τρεις γυναίκες, τρεις αδελφές. 

Ένα μυθιστόρημα για τον έρωτα και τον πόνο, την εγκατάλειψη και την ευτυχία, όλα όσα επαναλαμβάνονται στις ζωές των ανθρώπων σαν σελίδες θεατρικού έργου που δεν ολοκληρώθηκε ακόμα.»

«CASTA DIVA»
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Σελίδες: 544
Τιμή: 15,93 €

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:
   
«Αν ήξερα πόσο πόνο έχει η αγάπη, δε θα σε είχα αγαπήσει», Κάλλας. «Εγώ θα σε είχα αγαπήσει, Θεοτόκη μου, ακόμα κι αν ήξερα πως χωρίς εσένα δε θα είχα γνωρίσει τον πόνο ποτέ… Νιώθω πως θα ερχόμουν να σε βρω σαν την ψυχή που ενσαρκώνεται, γνωρίζοντας από πριν πως το σώμα τούτο θα τη βασανίσει…» 

Η Μαρία γεννήθηκε τυφλή. Έλεγε η μητέρα της πως, καθώς την κρατούσε στην αγκαλιά της, είδε στα μάτια της την ομορφιά της μουσικής, που την ακούς αλλά δεν τη βλέπεις. Σαν τα τραγούδια που λέει η Κάλλας ήταν∙ σαν την Casta Diva… Τόσο όμορφη! Και τότε αποφάσισε να τη βαφτίσει Μαρία και να τη φωνάζει Κάλλας. 

Παιδί ακόμα η Κάλλας, γνωρίζεται με τον Θεοτόκη. Μικρός και εκείνος, οχτώ χρόνων. «Θέλεις να είμαι τα μάτια σου; Να σου λέω τι βλέπω;» της προτείνει με αθωότητα ο Θεοτόκης… 

Αγαπήθηκαν πολύ. Και πόνεσαν πολύ. Όλη τους τη ζωή για τον έρωτα και την αγάπη την έζησαν. Για εκείνη την απρόσμενη στιγμή της ευτυχίας που στέκεται στα χέρια κι ύστερα πάλι ξαφνικά, σαν νεράκι που σκάει στην ακροθαλασσιά, χάνεται στα κύματα.»

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΙ»
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Σελίδες: 328
Τιμή: 13,95 €

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

«O ένας, οι μόνες κουβέντες που είχε πει στη ζωή του ήταν "τα ρέστα σας"... Εγκλωβισμένος και αυτός και η ζωή του και η ψυχή του στο περίπτερο όπου εργαζόταν χρόνια. Σαν κελί το περίπτερο, σαν φυλακή ο εαυτός του. Έτσι ένιωθε. Έτσι είχε επιλέξει να νιώθει. Άτολμος. Φοβισμένος. Ένα "σπίτι" απέναντι από το περίπτερό του, αλλά έρωτα δε γνώρισε ποτέ. Τις γυναίκες που δούλευαν στο "σπίτι" τις κοίταζε, τις ξανακοίταζε, τις ποθούσε, τις ξαναποθούσε, "τα ρέστα σας" τους έλεγε όταν έρχονταν ν'' αγοράσουν τσίχλες με άρωμα δυόσμο, αλλά μετά χαμήλωνε τα μάτια κατακόκκινος… Ο άλλος, αληθινά φυλακισμένος αυτός. Για έγκλημα. Δεκαεννέα χρόνια κάθειρξη. Σε πραγματικό κελί εκείνος. Με φεγγίτη ψηλά, με καρέκλα που την έβαζε κάτω από το φεγγίτη και σκαρφάλωνε να κοιτάξει έξω· εκεί όπου ήταν η ψυχή του. Ανεγκλώβιστη. Ελεύθερη, όπως γεννήθηκε. Αδιαπραγμάτευτη στη δυστυχία, στη μιζέρια. Προορισμένη να βρίσκεται μέσα κι έξω από την ύλη. Και πέρα από τα όρια της λογικής. Και πέρα από οποιαδήποτε όρια. Βίοι παράλληλοι οι δυο τους, δρόμοι παράλληλοι, που δε συναντήθηκαν ποτέ. Περιπτεράς και φυλακισμένος. Άγνωστοι μεταξύ τους. Ξένοι. Ως το τέλος. Ή περίπου ως το τέλος...»

Πηγή: Βικτώρια Μακρή - Εκδόσεις Ψυχογιός

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

«ΜΙΑ ΑΝΑΣΑ ΠΡΙΝ», της Όλγας Μπακοπούλου – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

«ΜΙΑ ΑΝΑΣΑ ΠΡΙΝ», της Όλγας Μπακοπούλου – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη
Εκδόσεις: Momentum Books
Σελίδες: 394
Τιμή: 12,90 €

            Πόσες φορές έχουμε δει στις ειδήσεις, ή στις εφημερίδες πολεμικά ρεπορτάζ που μας έχουν συγκλονίσει με την αγριότητα και την αμεσότητα της αναμετάδοσης σκηνών φρίκης, καταστροφής και οδύνης; Πόσες από αυτές τις φορές έχουμε άραγε αναρωτηθεί ποιός κρύβεται πίσω από τη λήψη αυτών των φωτογραφιών ή βίντεο, που μας παρουσιάζουν εικόνες από περιοχές που ταράσσονται από βομβαρδισμούς, εκτελέσεις ή πολεμικές συρράξεις; Προσωπικά, έχω υπάρξει θεατής, εκούσια ή ακούσια, πολλών τέτοιων στιγμιότυπων στα ΜΜΕ εμβαθύνοντας στο φριχτό θέμα των ρεπορτάζ, στα αίτια των πολεμικών συρράξεων, στους ανθρώπους που υποφέρουν ή σφαγιάζονται, στις συνέπειες των βομβαρδισμών, στην τυχόν εμπλοκή διαφόρων εσωτερικών ή εξωγενών παραγόντων, που συνέβαλαν ή προκάλεσαν την κορύφωση της σύγκρουσης σε μια χώρα, κοντινή ή μακρινή, δεν έχει σημασία… Ποτέ όμως, οφείλω να ομολογήσω, δεν έχω αναρωτηθεί για τους δημοσιογράφους που καλύπτουν αυτά τα γεγονότα, τους πολεμικούς ανταποκριτές, τους φωτορεπόρτερ που βρίσκονται πάντα στην πρώτη γραμμή “κυνηγώντας” την αποκλειστικότητα, την μεγάλη είδηση.
            Το βιβλίο «Μια Ανάσα Πριν»,  το πρώτο μυθιστόρημα της Όλγας Μπακοπούλου, έχει σαν κύριο θέμα του αυτό ακριβώς: τη ζωή μιας πολεμικής φωτορεπόρτερ, της Μάγδας, η οποία πάντα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, με οποιοδήποτε κόστος, αρκεί να “τραβήξει” την κατάλληλη φωτογραφία, αυτή που αποκαλύπτει την αλήθεια της εκάστοτε φριχτής πραγματικότητας. Η συγγραφέας, βασιζόμενη σε αυτό το πολύ ενδιαφέρον θέμα, γράφει ένα από τα πιο καθηλωτικά ψυχολογικά θρίλερ που έχω διαβάσει τελευταία, για να δανειστώ τον χαρακτηρισμό του κ. Καραγιάννη που βρίσκεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Η γραφή της ζωντανή, μεστή, απέριττη και κοφτερή, μας βάζει κατευθείαν στο κλίμα της πραγματικότητας που βιώνουν αυτοί οι φωτορεπόρτερ, μιας πραγματικότητας τόσο ζοφερής και επικίνδυνης που εμείς, οι εφησυχασμένοι πολίτες, δεν μπορούμε καν να διανοηθούμε όταν παρακολουθούμε τους πολεμικούς ανταποκριτές να μας αναμεταδίδουν τη ροή της επικαιρότητας από εμπόλεμες ζώνες, κοιτάζοντας τα διάφορα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
            Η ηρωίδα του βιβλίου είναι μια δυναμική γυναίκα, αποφασιστική και ισχυρογνώμων, που δεν απομακρύνεται εύκολα από τον στόχο της, ο οποίος δεν είναι άλλος από την αποκλειστικότητα, από την λήψη εκείνης της φωτογραφίας που θα απεικονίζει την πραγματική ουσία κάθε γεγονότος, εκείνης της συνέντευξης που θα αποτελεί παγκόσμια πρωτιά. Ορμώμενη από αυτή την ανάγκη της δεν διστάζει να βγει στην πρώτη γραμμή, αψηφώντας τους κινδύνους που ελλοχεύουν απροκάλυπτα γύρω της, τις σφαίρες και τα διασταυρούμενα πυρά, καθώς και τις συμβουλές των εμπειρότερων συναδέλφων της, που μπροστά στην απειλή της ίδιας της ζωής τους οπισθοχωρούν και αναζητούν καταφύγιο και προστασία. Εκείνη ορμά μπροστά, πρώτη, προσπαθώντας να βρει εκείνο ακριβώς το “κάδρο” που θα κάνει τη διαφορά, που θα αιχμαλωτίσει την αλήθεια των γεγονότων όπως εκείνη τα βιώνει εκείνη τη στιγμή. Όμως, είναι αυτό αρκετό ακόμα και μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια; Ποιά θα είναι η επιλογή της Μάγδας όταν κληθεί να επιλέξει ανάμεσα στην καριέρα, την αναγνώριση, τον αδυσώπητο ανταγωνισμό ανάμεσα στους εκπροσώπους της δημοσιογραφίας και της επικαιρότητας, αλλά και την ίδια  της  την επιβίωση;
            Η συγγραφέας μας ανοίγει ένα παράθυρο σε έναν κόσμο διαφορετικό αλλά συνάμα και τόσο οικείο. Μας παρουσιάζει με κινηματογραφική ακρίβεια τις συνθήκες με τις οποίες βρίσκονται συνεχώς αντιμέτωποι οι μάχιμοι φωτορεπόρτερ και στις αποστολές τους στις εμπόλεμες ζώνες, αλλά και στην καθημερινή τους ζωή, ανάμεσα στους συναδέλφους και τους εργοδότες τους. Κυρίως, μας σκιαγραφεί τους χαρακτήρες, τις συμπεριφορές, τις αγωνίες, τους φόβους και τα διλήμματα που αντιμετωπίζουν αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι πολλές φορές “περνούν διά πυρός και σιδήρου” όταν καλούνται να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους εν μέσω βομβαρδισμών ή συμπλοκών στις διάφορες πολεμικές ανταποκρίσεις τους. Όμως, το κυριότερο ερώτημα  το οποίο θέτει η συγγραφέας στην ηρωίδα και, κατ΄επέκταση και σ’ εμάς, είναι αν τελικά αξίζει να θυσιάσει κάποιος την προοπτική της ήρεμης και ανέφελης ζωής και την οικογένεια που θα μπορούσε να αποκτήσει, εν’ ονόματι της καριέρας και της αναγνώρισης. Τί θα βαρύνει περισσότερο όταν τελικά φτάνοντας ένα βήμα πριν από το θάνατο κάνουμε τον “απολογισμό” μας και αναλογιστούμε τα καλώς ή κακώς κείμενα  της πρότερης ζωής μας;  
            Διαβάζοντας το εξαιρετικό μυθιστόρημα «Μια Ανάσα Πριν» θα βιώσετε ανεπανάληπτες εμπειρίες μαζί με την ηρωίδα του, την Μάγδα. Θα μπείτε κυριολεκτικά στις εμπόλεμες ζώνες, θα παρακολουθήσετε τους πολεμικούς ανταποκριτές και τους φωτορεπόρτερ να προσπαθούν να αιχμαλωτίσουν εκείνες τις σκηνές του πολέμου που θα κόψουν την ανάσα, που θα κάνουν τη μεγαλύτερη αίσθηση, προσπαθώντας ταυτόχρονα να καλυφθούν πίσω από γκρεμισμένα σπίτια και τοίχους διάτρητους από τις σφαίρες. Θα νιώσετε την άμμο να μπαίνει στα ρουθούνια και το στόμα σας ενώ διανύετε την αχανή έρημο σε μια αραβική χώρα, προσπαθώντας να προλάβετε μιαν ακόμη παγκόσμια ή εθνική αποκλειστικότητα για το κανάλι σας. Θα μυρίσετε τον καπνό της καψαλισμένης σάρκας και τη δυσωδία του θανάτου και των παράπλευρων απωλειών που πάντοτε αφήνει πίσω της μια πολεμική σύρραξη. Θα αισθανθείτε το μυαλό σας να προσπαθεί να διακρίνει ποιά είναι η αληθινή σας ζωή και ποιά αυτή που δεν είχατε την αντοχή, το σθένος ή την τόλμη να ζήσετε. Και τέλος, θα καταδυθείτε στα πανέμορφα και απύθμενα νερά του Αιγαίου επιδιώκοντας να βρείτε το τέλος σε μιαν αρχή ή την αρχή ενός τέλους.
            Οφείλω θερμά συγχαρητήρια στην Όλγα Μπακοπούλου για ένα βιβλίο πρωτότυπο, συναρπαστικό και πολυεπίπεδο, το οποίο, πραγματικά, θα ήθελα να δω στην κινηματογραφική μεταφορά του. Περιμένοντας με ανυπομονησία το επόμενο μυθιστόρημά της, της εύχομαι κάθε επιτυχία στο «Μια Ανάσα Πριν» και σας συνιστώ ανεπιφύλακτα να το διαβάσετε, Φίλοι μου!    

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

«Μια σύγχρονη γυναίκα, δυναμική και αποφασιστική, αναγκάζεται να επιλέξει ανάμεσα σε δυο ζωές. Νόμιζε ότι είχε ήδη διαλέξει είκοσι χρόνια πριν: όταν άγγιζε το κλείστρο για να τραβήξει εκείνη τη φωτογραφία, διάλεγε μέσα της τον κόσμο στον οποίο ανήκε. Πίστευε ότι είχε ήδη πληρώσει το τίμημα της επιλογής της. Αλλά όταν θα έρθει η στιγμή να επιλέξει ξανά, ποια ζωή θα κρατήσει;
Η απάντηση που πρέπει να δώσει σε ελάχιστα δευτερόλεπτα είναι καθοριστική. Ναι ή όχι;
"Τι είδος είσαι, μπορείς να μου πεις;", φώναξε ο Ρόμπερτ. "Τι είδος δημοσιογράφου είσαι;" επανέλαβε πιο δυνατά, ακολουθώντας την στο διάδρομο.
"Το είδος που ενδιαφέρεται για την αλήθεια. Αυτό είμαι", είχε αποκριθεί εκνευρισμένα.
Τότε.
Τώρα το ίδιο πάθος τη στροβιλίζει σε μια δίνη, την ακινητοποιεί πίσω από μια φυσαλίδα. Για ακόμη μια φορά αντιμέτωπη με μια επιλογή.
Μια ανάσα πριν...»

«Δυνατό, γρήγορο, ευκολοδιάβαστο. Ένα ψυχολογικό θρίλερ που σε κρατάει μέχρι την τελευταία σελίδα. Πολύ καλοδουλεμένο. Εξαιρετική η απόδοση της ιδιότητας και του χαρακτήρα της ηρωίδας. Δύσκολα πιστεύεις ότι η συγγραφέας δεν είναι μάχιμη φωτορεπόρτερ».
Μιχάλης Καραγιάννης, φωτορεπόρτερ-μέλος του φωτοειδησεογραφικού πρακτορείου Phasma News Photo