"ΑΕΤΟΙ ΚΑΙ ΛΥΚΟΙ", του Βαγγέλη Κούτα
Γράφει η Αργυρούλα Τσιριγώτη
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Σελίδες:416
Τιμή: 14,94 ευρώ
Μια ιστορία που έγινε θρύλος
Η άγρια δολοφονία του πατέρα τους και ο όρκος εκδίκησης δύο αγοριών, οκτώ και δέκα χρόνων, που προσπαθούν να επιβιώσουν μόνα τους στις ψηλές κορφές της Πίνδου. Στα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν, τα παιδιά θα μεγαλώσουν αναζητώντας τους φονιάδες του πατέρα τους. Θα έρθει η στιγμή της εκδίκησης και της τιμωρίας των ενόχων;
Μια διαδρομή σαν βγαλμένη από παραμύθι.
Ένα μυθιστόρημα που σηματοδοτεί την αρχή του τέλους για τη δράση των παρανόμων της υπαίθρου την εποχή του Μεσοπολέμου.
ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ:
Την ιστορία αυτή θα μπορούσε να τη διαβάσει κανείς από διάφορες πηγές. Αυτό που κάνει διαφορετικό το βιβλίο του Βαγγέλη Κούτα είναι ότι στηριγμένος σε αφηγήσεις και σε αντίστοιχα βιβλία που αναφέρονται στην ιστορία αυτή- αφηγείται παρουσιάζοντας τόσο την εποχή, τους ανθρώπους και τη στάση τους απέναντι στο φαινόμενο της ληστείας όσο και τη διαφθορά του κράτους, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τέτοια φαινόμενα χρησιμοποιώντας τους πιο βάναυσους τρόπους, όταν δεν επρόκειτο για “δικούς” του ανθρώπους, τους οποίους αντιθέτως κάλυπτε πάση θυσία.
Επίσης αποτελεί μια ψυχογραφία των ανθρώπων της εποχής: Μέσα από την εξέλιξη των Ρεντζαίων μπορούμε να δούμε την επίδραση του τρόπου απονομής της δικαιοσύνης στη διαμόρφωση των ανθρώπων που αποτελούν τα θύματα του τρόπου αυτού.
Ενδεικτικά παραθέτω αποσπάσματα του βιβλίου:
"Ο Καρατζάς ήταν άγριος άντρας και δεν φοβόταν, «αλλά ο διάολος έχει πολλά ποδάρια» σκεφτόταν, έμπειρος καθώς ήταν όλα του τα χρόνια στην παρανομία. Είχε γερές πλάτες τους Γιολδασαίους, συγγενείς του μεγαλοτσελιγκάδες, και ένιωθε ασφαλής. Οι αρχές σέβονταν και φοβούνταν αυτή τη μεγάλη φαμίλια της Φανερωμένης, που δυνάστευε τα χωριά του Κακοσουλιού, και έκλειναν τα μάτια στις παρανομίες τους.
Εξάλλου, όλοι έπαιρναν από λίγο ύστερα από κάθε ληστεία, και έτσι δεν υπήρχε πρόβλημα. Νοικοκυραίοι άνθρωποι με κοπάδια ήταν και το μεγάλο βιος τους τους εξασφάλιζε άλλοθι για να ενεργούν ανενόχλητοι και υπεράνω πάσης υποψίας. «Έχουν πλάτες τους κομματάρχες και τις αρχές» ψιθύριζαν πίσω από τις κλειστές πόρτες οι φτωχοί χωρικοί. Ούτε να το σκεφτούν δεν τολμούσαν ότι κάποιος μπορεί να πειράξει τον άνθρωπο αυτόν και κουνούσαν τα κεφάλια με οίκτο για τα δυο παιδιά, που θα πήγαιναν χαμένα όπως ο πατέρας τους. Ήδη το μέλλον τους, από τη στιγμή που τόλμησαν να τα βάλουν με τον Καρατζά, προδιαγραφόταν μικρό και σκέφτονταν τη μάνα τους, που θα έμενε μοναχή της εκεί πάνω, μέσα στην παγωνιά, για μήνες και χρόνια, μετά τον βέβαιο χαμό τους από το ασκέρι του αρχιληστή.
Οι Τούρκοι είχαν φύγει, μα τούτοι ήταν πιο σατράπηδες από τους κατακτητές. Από τη μια οι χωροφύλακες, που τους τρομοκρατούσαν, και από την άλλη οι Καρατζάδες, που δεν τους άφηναν να νιώσουν ούτε μια μέρα την ανακούφιση της ελευθερίας από τον κατακτητή. Καμιά προκοπή και καμιά ελευθερία. Τα χαράτσια ήταν τώρα πιο πολλά και, αποκομμένοι από τον κόσμο, κάπου κάπου μάθαιναν από κάναν γραμματιζούμενο για τους πολέμους ή κάποιον στρατιώτη που είχε τερματιστεί η θητεία του λόγω τραυματισμού ή ανηκέστου βλάβης. που σήμαινε κομμένο χέρι, πόδι ή χαμένο μάτι. Τα νέα των ανοιχτών μετώπων στα σύνορα της χώρας και οι φοβερές διηγήσεις τους παρηγορούσαν, και έτσι υπέφεραν με στωικότητα τη φτωχική ζωή τους.
Ήταν ευχαριστημένοι που ζούσαν στη δική τους κοινωνία με λιγότερους κινδύνους από τους άλλους Έλληνες που βρίσκονταν στα μέτωπα και όπου αλλού υπήρχαν εστίες μαχών. Πέντε χρόνια μόνο είχαν ηρεμήσει και τούτοι. Οι ανάσες τους ακόμη μύριζαν σκλαβιά και είχαν άπειρους συγγενείς που είχαν χαθεί σαν σκυλιά από τους Τούρκους. Σαν χτες είχαν γιορτάσει την απελευθέρωση, χορεύοντας και προπηλακίζοντας τους δυνάστες κοτζαμπάσηδες και τα υπολείμματα των κατακτητών."
Υπόθεση Οπισθόφυλλου:
"ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΘΡΥΛΟΣ.
Η άγρια δολοφονία του πατέρα τους και ο όρκος εκδίκησης δύο αγοριών, οκτώ και δέκα χρόνων, που προσπαθούν να επιβιώσουν μόνα τους στις ψηλές κορφές της Πίνδου. Στα χρόνια που θ' ακολουθήσουν, τα παιδιά θα μεγαλώσουν αναζητώντας τους φονιάδες του πατέρα τους. Θα έρθει η στιγμή της εκδίκησης και της τιμωρίας των ενόχων;
Μια διαδρομή σαν βγαλμένη από παραμύθι.
ΕΡΩΤΑΣ - ΠΑΡΑΝΟΜΙΑ - ΔΟΞΑ.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΛΗΣΤΑΡΧΩΝ ΡΕΝΤΖΑΙΩΝ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΕ ΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ.
Ένα μυθιστόρημα που σηματοδοτεί την αρχή του τέλους για τη δράση των παρανόμων της υπαίθρου την εποχή του Μεσοπολέμου."
Γράφει η Αργυρούλα Τσιριγώτη
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Σελίδες:416
Τιμή: 14,94 ευρώ
Μια ιστορία που έγινε θρύλος
Η άγρια δολοφονία του πατέρα τους και ο όρκος εκδίκησης δύο αγοριών, οκτώ και δέκα χρόνων, που προσπαθούν να επιβιώσουν μόνα τους στις ψηλές κορφές της Πίνδου. Στα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν, τα παιδιά θα μεγαλώσουν αναζητώντας τους φονιάδες του πατέρα τους. Θα έρθει η στιγμή της εκδίκησης και της τιμωρίας των ενόχων;
Μια διαδρομή σαν βγαλμένη από παραμύθι.
Ένα μυθιστόρημα που σηματοδοτεί την αρχή του τέλους για τη δράση των παρανόμων της υπαίθρου την εποχή του Μεσοπολέμου.
ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ:
Την ιστορία αυτή θα μπορούσε να τη διαβάσει κανείς από διάφορες πηγές. Αυτό που κάνει διαφορετικό το βιβλίο του Βαγγέλη Κούτα είναι ότι στηριγμένος σε αφηγήσεις και σε αντίστοιχα βιβλία που αναφέρονται στην ιστορία αυτή- αφηγείται παρουσιάζοντας τόσο την εποχή, τους ανθρώπους και τη στάση τους απέναντι στο φαινόμενο της ληστείας όσο και τη διαφθορά του κράτους, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τέτοια φαινόμενα χρησιμοποιώντας τους πιο βάναυσους τρόπους, όταν δεν επρόκειτο για “δικούς” του ανθρώπους, τους οποίους αντιθέτως κάλυπτε πάση θυσία.
Επίσης αποτελεί μια ψυχογραφία των ανθρώπων της εποχής: Μέσα από την εξέλιξη των Ρεντζαίων μπορούμε να δούμε την επίδραση του τρόπου απονομής της δικαιοσύνης στη διαμόρφωση των ανθρώπων που αποτελούν τα θύματα του τρόπου αυτού.
Ενδεικτικά παραθέτω αποσπάσματα του βιβλίου:
"Ο Καρατζάς ήταν άγριος άντρας και δεν φοβόταν, «αλλά ο διάολος έχει πολλά ποδάρια» σκεφτόταν, έμπειρος καθώς ήταν όλα του τα χρόνια στην παρανομία. Είχε γερές πλάτες τους Γιολδασαίους, συγγενείς του μεγαλοτσελιγκάδες, και ένιωθε ασφαλής. Οι αρχές σέβονταν και φοβούνταν αυτή τη μεγάλη φαμίλια της Φανερωμένης, που δυνάστευε τα χωριά του Κακοσουλιού, και έκλειναν τα μάτια στις παρανομίες τους.
Εξάλλου, όλοι έπαιρναν από λίγο ύστερα από κάθε ληστεία, και έτσι δεν υπήρχε πρόβλημα. Νοικοκυραίοι άνθρωποι με κοπάδια ήταν και το μεγάλο βιος τους τους εξασφάλιζε άλλοθι για να ενεργούν ανενόχλητοι και υπεράνω πάσης υποψίας. «Έχουν πλάτες τους κομματάρχες και τις αρχές» ψιθύριζαν πίσω από τις κλειστές πόρτες οι φτωχοί χωρικοί. Ούτε να το σκεφτούν δεν τολμούσαν ότι κάποιος μπορεί να πειράξει τον άνθρωπο αυτόν και κουνούσαν τα κεφάλια με οίκτο για τα δυο παιδιά, που θα πήγαιναν χαμένα όπως ο πατέρας τους. Ήδη το μέλλον τους, από τη στιγμή που τόλμησαν να τα βάλουν με τον Καρατζά, προδιαγραφόταν μικρό και σκέφτονταν τη μάνα τους, που θα έμενε μοναχή της εκεί πάνω, μέσα στην παγωνιά, για μήνες και χρόνια, μετά τον βέβαιο χαμό τους από το ασκέρι του αρχιληστή.
Οι Τούρκοι είχαν φύγει, μα τούτοι ήταν πιο σατράπηδες από τους κατακτητές. Από τη μια οι χωροφύλακες, που τους τρομοκρατούσαν, και από την άλλη οι Καρατζάδες, που δεν τους άφηναν να νιώσουν ούτε μια μέρα την ανακούφιση της ελευθερίας από τον κατακτητή. Καμιά προκοπή και καμιά ελευθερία. Τα χαράτσια ήταν τώρα πιο πολλά και, αποκομμένοι από τον κόσμο, κάπου κάπου μάθαιναν από κάναν γραμματιζούμενο για τους πολέμους ή κάποιον στρατιώτη που είχε τερματιστεί η θητεία του λόγω τραυματισμού ή ανηκέστου βλάβης. που σήμαινε κομμένο χέρι, πόδι ή χαμένο μάτι. Τα νέα των ανοιχτών μετώπων στα σύνορα της χώρας και οι φοβερές διηγήσεις τους παρηγορούσαν, και έτσι υπέφεραν με στωικότητα τη φτωχική ζωή τους.
Ήταν ευχαριστημένοι που ζούσαν στη δική τους κοινωνία με λιγότερους κινδύνους από τους άλλους Έλληνες που βρίσκονταν στα μέτωπα και όπου αλλού υπήρχαν εστίες μαχών. Πέντε χρόνια μόνο είχαν ηρεμήσει και τούτοι. Οι ανάσες τους ακόμη μύριζαν σκλαβιά και είχαν άπειρους συγγενείς που είχαν χαθεί σαν σκυλιά από τους Τούρκους. Σαν χτες είχαν γιορτάσει την απελευθέρωση, χορεύοντας και προπηλακίζοντας τους δυνάστες κοτζαμπάσηδες και τα υπολείμματα των κατακτητών."
Υπόθεση Οπισθόφυλλου:
"ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΘΡΥΛΟΣ.
Η άγρια δολοφονία του πατέρα τους και ο όρκος εκδίκησης δύο αγοριών, οκτώ και δέκα χρόνων, που προσπαθούν να επιβιώσουν μόνα τους στις ψηλές κορφές της Πίνδου. Στα χρόνια που θ' ακολουθήσουν, τα παιδιά θα μεγαλώσουν αναζητώντας τους φονιάδες του πατέρα τους. Θα έρθει η στιγμή της εκδίκησης και της τιμωρίας των ενόχων;
Μια διαδρομή σαν βγαλμένη από παραμύθι.
ΕΡΩΤΑΣ - ΠΑΡΑΝΟΜΙΑ - ΔΟΞΑ.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΛΗΣΤΑΡΧΩΝ ΡΕΝΤΖΑΙΩΝ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΕ ΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ.
Ένα μυθιστόρημα που σηματοδοτεί την αρχή του τέλους για τη δράση των παρανόμων της υπαίθρου την εποχή του Μεσοπολέμου."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου