Εκδόσεις:
Άνεμος Εκδοτική
Σελίδες:
320
Τιμή:
13,50 €
Αυτό είναι το δεύτερο μυθιστόρημα
του συγγραφέα Χρήστου Φλουρή και ομολογώ πως με ενθουσίασε το ίδιο με το πρώτο
του, τις «Ιφιγένειες». Πρόκειται
για ένα όμορφο, καλογραμμένο, συγκινητικό και πολύ τρυφερό βιβλίο που τοποθετείται
χρονικά λίγο πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1920, στην Κρήτη. Η περίοδος είναι από τις πλέον γνωστές ιστορικά, αλλά και τις πλέον μαρτυρικές και επώδυνες για όλους
τους Έλληνες και ειδικά τους Μικρασιάτες. Παρόλα ταύτα ο συγγραφέας δεν επικεντρώνεται
τόσο στα γεγονότα αυτά καθ’ εαυτά, αλλά σε μια απρόσμενη ερωτική ιστορία μεταξύ
ενός μουσουλμάνου και μιας χριστιανής, με φόντο όλα τα συνταρακτικά γεγονότα της
περιόδου εκείνης.
Όμως, ας πιάσουμε το μίτο από την
αρχή… Βρισκόμαστε στην Κρήτη του 1920, σε ένα μικρό χωριό όπου συνυπάρχουν
ειρηνικά εδώ και πολλά χρόνια μουσουλμάνοι κάτοικοι και χριστιανοί αντίστοιχα. Οι μεν
προσεύχονται στον Αλλάχ, ή Μουχαμέτη, δεν τρώνε χοιρινό, δεν πίνουν αλκοόλ και
ακολουθούν πιστά τις προσταγές του Προφήτη τους, τις προσευχές και το Ραμαζάνι
τους, όπως αυτά αναφέρονται στο Κοράνι. Οι δε προσεύχονται στο Θεό, ακολουθούν τις
προσταγές της Καινής Διαθήκης, νηστεύουν, προσεύχονται και εκκλησιάζονται συχνά
πυκνά. Οι διαφορές των δύο φυλών λίγες, ενώ οι ομοιότητές τους πολλές. Συνεργάζονται,
συνυπάρχουν ειρηνικά και κανείς δεν ενοχλείται από την παρουσία του άλλου, ενώ
μιλούν την ίδια γλώσσα, την ελληνική με τους ιδιωματισμούς της Κρήτης, μοιράζονται
και μοχθούν πάνω στην την ίδια γη, αναπνέουν τον ίδιο μυρωμένο, ελεύθερο αέρα.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό συναντάμε τους
δύο βασικούς ήρωες του μυθιστορήματός μας, τον Ομέρ και τον Γιώργη, έναν Τούρκο
κι έναν Έλληνα. Δύο έφηβοι που γειτονεύουν και μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες για
τη ζωή και τον Πλάστη, μόνο που τον ονομάζουν διαφορετικά. Η καθημερινή επαφή τους,
οι ανησυχίες του Ομέρ σχετικά με το Αλλάχ, έναν άγριο και αδυσώπητο παντοδύναμο
Θεό που επιβλέπει τα πάντα και τιμωρεί όποιον παραβαίνει τις εντολές του, και η
ορθολογική και ξεκάθαρη αντίληψή του Γιώργη απέναντι στον Θεό, τον οποίο σέβεται, αγαπά
αλλά δε φοβάται, οδηγεί στην αδερφική φιλία τους δύο αλλόθρησκους νέους, μια
φιλία που θα κρατήσει σε όλη τους τη ζωή.
Όμως τα ιστορικά γεγονότα, η
Μικρασιατική καταστροφή το 1922 και η συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το
Φλεβάρη του 1923 για την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ των δύο χωρών, ξεριζώνει από
την γενέτειρά τους, την Κρήτη, τον Ομέρ και την οικογένειά του, μαζί με πολλούς
άλλους δύστυχους μουσουλμάνους, που βλέπουν τα όνειρα που είχαν χτίσει στην γη
που γεννήθηκαν και θεωρούσαν πατρίδα τους να γκρεμίζονται με μία μόνο υπογραφή
των ισχυρών της εποχής, οι οποίοι καθόριζαν την μοίρα τους και τη ζωή τους.
Ο Ομέρ, μαζί με τους δικούς του,
ξεριζώνεται από τα πάτρια εδάφη του, αφήνοντας κάποια κομμάτια από τις «ρίζες
του», όπως πολύ γλαφυρά μας περιγράφει ο συγγραφέας, και αναγκάζεται μαζί με
χιλιάδες ομοθρήσκους του να «ξαναριζώσει» στην πολύπαθη Σμύρνη και στα σπίτια
και τις περιουσίες που αναγκάστηκαν να αφήσουν βίαια οι Μικρασιάτες Έλληνες, είτε
κατά την καταστροφή της Σμύρνης, είτε μετά με την ανταλλαγή πληθυσμών. Ο Γιώργης,
χάνει τον αδελφοποιητό του Ομέρ και βλέπει την μέχρι τότε ανθηρή κοινότητα των
μουσουλμάνων να μαραζώνει και να σβήνει κάθε ίχνος ζωής.
Οι δύο νέοι αναγκάζονται να μάθουν
σε έναν νέο τρόπο ζωής, σε μια νέα πραγματικότητα και σε νέες συνθήκες, είτε τους
αρέσει είτε όχι. Ο Ομέρ ακολουθεί υπάκουα τον τρόπο ζωής που τους επιβάλλουν οι
τουρκικές αρχές, μαθαίνει να μιλάει μόνο τουρκικά και να κερδίζει τα προς το ζην
δουλεύοντας ως λιμενεργάτης στο λιμάνι της Σμύρνης. Ο Γιώργης δεν μπορεί να
υποφέρει άλλο τον δικό του τρόπο ζωής, όπως μέχρι τότε είχε διαμορφωθεί και
εγκαταλείπει την οικογένεια και το κοπάδι του για να γίνει ναύτης σε εμπορικό
καράβι, ώστε να ξεφύγει από τα ασφυκτικά όρια του χωριού του. Πάντα όμως, η φιλία
τους παραμένει ζωντανή και η σφραγίδα της είναι ένα μισό νόμισμα που φοράει ο
καθένας στο λαιμό του, τα δύο μισά του ολόκληρου, όπως ήταν και η ζωή τους κάποτε.
Η μοίρα επιφυλάσσει πολλά ακόμα στους
δυο νέους και εμείς ζούμε μαζί τους δυο ζωές, βιώνοντας τις στεναχώριες και
απογοητεύσεις τους, τις χαρές και τους έρωτές τους, τους κινδύνους και τους δισταγμούς
τους και τέλος τις αποφάσεις ζωής που καλούνται να πάρουν και τα διλήμματά τους.
Τα «κύματα» από τα οποία θα περάσουν πολλά αλλά όταν η μοίρα και το ίδιο το Σύμπαν
αποφασίζει να ενώσει δύο μισά, μέρη τους ίδιου συνόλου εξ’ αρχής, τότε οι άνθρωποι
δεν έχουν παρά να ακολουθήσουν, ειδικά όταν είναι ο έρωτας εκείνος που δίνει τις
προσταγές.
Η «Σπίθα» είναι ένα μυθιστόρημα που
θα σας κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον από την πρώτη έως την τελευταία του σελίδα,
θα σας κάνει να αναθεωρήσετε πολλές από τις απόψεις σας για τον γειτονικό αλλόθρησκο
λαό, που μας έχουν μάθει να εχθρευόμαστε, αλλά και για το Θεό και την δύναμη του ίδιου
του ανθρώπου που υπάρχει μέσα του. Όσο για το υπέροχο εξώφυλλο του βιβλίου και την εικόνα της
Κωνσταντινούπολης, θα πρέπει να το διαβάσετε για να μάθετε ποια είναι η σχέση
του με την ιστορία που μας διηγείται ο αγαπητός συγγραφέας. Πολλά συγχαρητήρια
στο Χρήστο Φλουρή για το δεύτερο πόνημά του και σας το προτείνω ανεπιφύλακτα!
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου:
«"...Πάντα
θα βρίσκεται μια πηγή με νερό πλάι στη μεγάλη μας δίψα, πάντα θα βρίσκεται μια
χαραμάδα με φως στο απόλυτο σκοτάδι... Μπορεί ο Θεός να μας έπλασε από πηλό, μα
έβαλε μέσα σ' εκείνη τη φτηνή μάζα άφθονη ελπίδα και την ζύμωσε με τη σάρκα μας
μαζί, με το είναι μας ολόκληρο. Η ελπίδα του ανθρώπου είναι ο Θεός που κουβαλάει
μέσα του, ο καλός Θεός, που δεν τον τιμωρεί μόνο, δεν τον βασανίζει, δεν τον
απειλεί με τις κόλασες και τα καζάνια με την πίσσα, μα του δίνει δύναμη να
σταθεί στα πόδια του και να κουβαλήσει τη ζωή του παραπέρα".
Σε
αυτή τη διαπίστωση θα καταλήξει προς το τέλος των περιπετειών του ένας
μουσουλμάνος που αναγκάζεται να φύγει από την Κρήτη με την ανταλλαγή των
πληθυσμών, αφήνοντας πίσω του το σπίτι του και τον πιστό χριστιανό φίλο του.
Ένας έρωτας που θα γεννηθεί στα ερείπια της Σμύρνης θα αναθερμάνει μέσα του την
πίστη πως θα καταφέρει να ριζώσει σ' εκείνη τη γη, κι ας έχει αφήσει τις μισές
του ρίζες στον τόπο που γεννήθηκε.
Όταν
κι αυτός ο έρωτας, θύμα της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού, θα κινδυνεύσει να
οδηγηθεί στη ματαίωση, παίρνει δύναμη μονάχα από τη στέρεα πεποίθηση πως
"όλοι μέσα μας κουβαλάμε τη σπίθα που μέλλεται να γίνει πυρκαγιά. Αρκεί να
σκάψουμε κάτω από τ' αποκαΐδια και να την βρούμε, κι ύστερα να βάλουμε πάνω της
προσανάμματα και να φυσήξουμε, για ν' ανάψει ξανά η φωτιά, η φωτιά εκείνη που
θα δαμάσει τ' ατσάλινα κελεύσματα της μοίρας και που θα κάνει να γίνει το θαύμα
μπροστά στα ίδια μας τα μάτια".»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου