Εκδόσεις:
Ζαχαρόπουλος, Μαλλιάρης, Γκοβόστη
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από
τις εκδόσεις Γκοβόστη.
«Όσο κι
αν πάσχιζαν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπινες ψυχές, στοιβαγμένες σ'
εκείνο τον στενάχωρο τόπο, να τον παραμορφώσουν, όσο κι αν τον είχαν βουλιάξει
στην πέτρα για να μη φυτρώνει τίποτε πάνω στη γη συνθλίβοντας και το παραμικρό
χορταράκι που ξεμυτούσε, όσο κι αν έπνιγαν τον αέρα στην αιθαλομίχλη του
κάρβουνου και του πετρελαίου, όσο κι αν καταστρέφανε τα δέντρα και αποδιώχνανε
όλα τα ζώα και τα πουλιά, τόσο περισσότερο η άνοιξη φανέρωνε το αιώνιο μεγαλείο
της, ακόμα και μέσα στην πόλη. Ο ήλιος ζέσταινε τη φύση, η χλόη ζωντανεμένη
φύτρωνε και καταπρασίνιζε το χώμα, όπου είχε ακόμη απομείνει, όχι μονάχα στα
παρτέρια, μα κι ανάμεσα στις πλάκες των λιθόστρωτων λεωφόρων. Οι σημύδες, οι
λεύκες, οι αγριοκερασιές ξετύλιγαν τα γυαλιστερά και μυρωδάτα φύλλα τους, στις
φλαμουριές τα φουσκωμένα μπουμπούκια βιάζονταν να σκάσουν, οι κουρούνες, τα
σπουργίτια και τα περιστέρια ετοιμάζονταν γοργόφτερα μέσα σ' αυτό τ'
ανοιξιάτικο γιορτάσι για τις καινούργιες τους φωλιές κι οι μύγες κάτω απ' το
ζεστό ήλιο ζουζούνιζαν νωχελικά πάνω στους τοίχους. Γιόρταζε η πλάση όλη, τα
φυτά, τα πουλιά, τα έντομα, τα μικρά παιδιά. Μονάχα οι μεγάλοι συνέχιζαν
απτόητοι να εξαπατούν και να βασανίζουν ο ένας τον άλλον. Αυτό το ιερό
τελετουργικό του ανοιξιάτικου πρωινού, αυτή η ομορφιά του θείου κόσμου, δώρο σ'
όλα τα πλάσματα της γης που τους υποσχόταν την ειρήνη, την ομόνοια και την
αγάπη, δεν άγγιζε τις ψυχές τους. Μοναδική, ζωτική τους έγνοια ήταν τι θα
μηχανεύονταν οι ίδιοι για να καταδυναστεύουν ο ένας τον άλλον.»
Με
αυτή τη μαγική εικόνα ξεκινά το τελευταίο του μεγάλο μυθιστόρημα ο Λέων
Τολστόι. Οι ανθρώπινες μηχανορραφίες και μισαλλοδοξίες δε στερούν από τη φύση
και το Δημιουργό των πάντων να συνεχίζουν να εκτελούν το έργο τους. Η ομορφιά
ενυπάρχει παντού όσο κι αν οι άνθρωποι πασχίζουν να την καταπνίξουν με τον
εγωισμό τους.
Όντας
ριζοσπάστης χριστιανός και εμπνευσμένος από τα Ιερά Ευαγγέλια, η «Ανάσταση» συνιστά έναν ύμνο στην
ευαγγελική επιταγή, «Μην κρίνεις για να
μην κριθείς». Ο Νεχλιούντοφ, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας και δεσμευμένος
με μία γυναίκα της τάξης του, λαμβάνει κλήση να παρουσιαστεί στο δικαστήριο
ώστε να εκπληρώσει το κοινωνικό του καθήκον ως ένορκος. Εκεί η μοίρα του
επιφυλάσσει μια έκπληξη όταν αντικρίζει στο εδώλιο την Κατιούσα, την κοπέλα που
δούλευε ως υπηρέτρια στο σπίτι των θείων του και την οποία εξαπάτησε και
αποπλάνησε κατά την επίσκεψή του την
περίοδο που ήταν φαντάρος.
Από
την πλευρά της η Κατιούσα κρύβει μια πολύ στενόχωρη ιστορία. Έμεινε έγκυος από
το Νεχλιούντοφ, πράγμα που στάθηκε αφορμή να εκδιωχθεί από το σπίτι. Όταν χάνει
και το παιδί της μένει μόνη στο δρόμο χωρίς υπόληψη, χρήματα κι εργασία. Κι
έτσι αρχίζει η ηθική κατάπτωση. Αναγκάζεται να δουλέψει σαν πόρνη, ώσπου μια
μέρα βρίσκεται άδικα κατηγορούμενη για κλοπή και φόνο. Και θα αθωωνόταν αν όλα
πήγαιναν όπως θα έπρεπε, αλλά καταδικάζεται σε καταναγκαστικά έργα και τότε ο
Νεχλιούντοφ αποφασίζει να κάνει την αυτοκριτική του και να επιδίωξη την
προσωπική του ανάσταση. Είναι ολοφάνερο ποιος θα πρέπει να είναι ο σκοπός της
ζωής του στο εξής. Οφείλει να σώσει το θύμα του.
Το
βιβλίο αποτελεί ένα δριμύ ‘κατηγορώ’ απέναντι στην εκκλησία, στην πολιτεία,
στην κυβέρνηση, στη δικαιοσύνη και, τέλος, στην ίδια την κοινωνία. Σ’ έναν
κόσμο, που όλοι οι θεσμοί έχουν καταβαραθρωθεί, η ανθρωπιά κι η κατανόηση
παλεύουν να διατηρηθούν. Από τη μία, ο Νεχλιούντοφ στην προσπάθειά του να σώσει
την Κατιούσα κι από την άλλη, η Κατιούσα παραδομένη στα δεινά που της επέβαλλαν,
έρχονται αντιμέτωποι με την ανθρώπινη αδιαφορία, την προσωπική φιλοδοξία και
ματαιοδοξία, την αδράνεια, τη γραφειοκρατία και τη γενικότερη υποκρισία όλων.
Σε όλες αυτές τις δυσκολίες οι ήρωες μας, και κυρίως ο Νεχλιούντοφ, καλούνται
να θυμηθούν ότι είναι άνθρωποι, πλασμένοι από ένα ανώτερο Ον, που έχουν έρθει
στη γη για να διατελέσουν κάποιο θεάρεστο έργο. Έτσι, λοιπόν, η «Ανάσταση», κυμαίνεται σε
δύο βασικούς άξονες. Ο πρώτος αφορά στο δικαίωμα του καθενός να μετανοήσει και
ο δεύτερος στο βασικό ερώτημα, πώς ενώ είμαστε άνθρωποι μπορούμε και κρίνουμε ο
ένας τον άλλον.
Δε
θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι η «Ανάσταση»
είναι η συνέχεια της υπαρξιακής αναζήτησης του συγγραφέα, αμέσως μετά την «Άννα Καρένινα». Εκεί ο Τολστόι
κατακερμάτισε την ηθική υποκρισία της αριστοκρατίας με αποτέλεσμα τώρα, σε αυτό
του το μυθιστόρημα, να απογειώνεται σε ένα πνευματικό κρεσέντο που στόχο έχει
να προβληματίσει. Διαβάζοντάς του ο κάθε αναγνώστης θα θελήσει να ξεκινήσει ένα
ταξίδι για να βρει τη δική του ανάσταση.
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου:
«Η
"Ανάσταση" του Τολστόι είναι μια από τις τελευταίες δυνατές
τσεκουριές στο σαπισμένο δέντρο του τσαρικού καθεστώτος στα τέλη του περασμένου
αιώνα. Ο Τολστόι χτυπάει ανελέητα τα σαθρά οχυρά του - οικογένεια, θρησκεία,
δικαιοσύνη, πατρίδα, όπως τα είχε καταντήσει - σαρκάζει φαρμακερά τους πάντες
και τα πάντα και φανερώνει όλη τη συμπάθειά του στο φτωχό λαό και στους
αγωνιστές που παλεύουν να τον βγάλουν από την εκμετάλλευση κι από το σκοτάδι
της αμάθειας. Η "Ανάσταση" είναι ένα από τα μεγάλα έργα του Τολστόι,
γραμμένο στα εβδομήντα του χρόνια και συμπυκνώνει όλες τις εμπειρίες, όλη τη
σοφία του μεγάλου συγγραφέα. Είναι ένα έργο κλασικό διαχρονικό και πάντα
επίκαιρο. Έχει μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες και είναι από τα πρώτα σε
πωλήσεις έργα του Λέοντος Τολστόι.
Η
προοδευτική Ρωσία δέχτηκε την "Ανάσταση" με ενθουσιασμό, τονίζοντας
ιδιαίτερα την τόλμη του μεγάλου συγγραφέα στο ξεσκέπασμα της κοινωνίας της
εκμετάλλευσης από τη μια, και στη σωστή περιγραφή της βασανισμένης ζωής του
απλού λαού, από την άλλη.
Χαρακτηριστικό είναι από την άποψη αυτή το γράμμα του γνωστού Ρώσου κριτικού τέχνης και κοινωνικού παράγοντα Β. Β. Στάσοβ, που έγραφε στον Τολστόι την 1η του Γενάρη του 1900: "Ζωγραφίσατε με ένα πελώριο πινέλο όλη τη νέα μας ανθρώπινη γενιά, που προχωρεί προς μια νέα ζωή και μπαίνει σε νέους δρόμους, και πώς τη ζωγραφίσατε!... Να πώς αρχίζει, λοιπόν, ο καινούριος αιώνας".»
Χαρακτηριστικό είναι από την άποψη αυτή το γράμμα του γνωστού Ρώσου κριτικού τέχνης και κοινωνικού παράγοντα Β. Β. Στάσοβ, που έγραφε στον Τολστόι την 1η του Γενάρη του 1900: "Ζωγραφίσατε με ένα πελώριο πινέλο όλη τη νέα μας ανθρώπινη γενιά, που προχωρεί προς μια νέα ζωή και μπαίνει σε νέους δρόμους, και πώς τη ζωγραφίσατε!... Να πώς αρχίζει, λοιπόν, ο καινούριος αιώνας".»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου