Η Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου είναι
μια συγγραφέας πολυγραφότατη, η οποία με τα έργα της έχει καθιερωθεί ως μία από
τις κορυφαίες σύγχρονές μας λογοτέχνιδες. Το έργο της ποικίλει και κυμαίνεται
από το ιστορικό μυθιστόρημα στη νουβέλα, από την ποίηση στο θεατρικό λόγο και
από το μεταφυσικό μυθιστόρημα στην εφηβική λογοτεχνία. Η ικανότητά της να
μαγεύει τον αναγνώστη μέσα από την ιδιαίτερα γλαφυρή και ποιητική γραφή της είναι
ένα χάρισμα που πολύ λίγοι λογοτέχνες μπορούν να επιδείξουν. Η κ. Πόθου όμως,
το καταφέρνει με ευκολία και ο αναγνώστης όταν διαβάσει ένα έργο της δε μπορεί
παρά να θαυμάσει το σπάνιο αφηγηματικό της ταλέντο και να αναζητήσει και άλλα
βιβλία της. Αυτό συνέβη και στη δική μου περίπτωση όταν διάβασα την «Υψιπύλη»,
ένα συγκλονιστικό, αγωνιώδες και «επώδυνο», θα έλεγα, μυθιστόρημα που έμεινε για
πάντα χαραγμένο στη μνήμη μου.
Η γνωριμία μου με τη συγγραφέα έγινε
μέσω της λογοτεχνικής μου ομάδας «Φίλοι
Της Ελληνικής Λογοτεχνίας» και θεωρώ ιδιαίτερη τιμή το γεγονός της
παραχώρησης εκ μέρους της μιας συνέντευξης, μιας γραπτής συνομιλίας μας
καλύτερα, σχετικά με το τεράστιο λογοτεχνικό της έργο και τα δύο τελευταία και
πιο πρόσφατα μυθιστορήματά της, το «Η
Δίψα Με Καίει Εμένα Και Χάνομαι» και το «Συνέντευξη Με Το Φάντασμα Του Βάλτου». Την ευχαριστώ μέσα
από την καρδιά μου για την εξαιρετική αυτή τιμή και της εύχομαι ολόψυχα καλή
επιτυχία στα νέα της βιβλία!
1) Εάν
σκεφτεί κανείς το συνολικό σας έργο, σε όρους βιβλίων σας που έχουν εκδοθεί,
συνολικά 49 αν δεν απατώμαι, μπορεί μόνο να αισθανθεί δέος μπροστά σε μια
συγγραφέα του μεγέθους σας. Ορμώμενη λοιπόν, από αυτό το συναίσθημα, πείτε μου
κ. Πόθου, πότε νιώσατε την ανάγκη να εκφραστείτε συγγραφικά και γιατί;
Κι εγώ
αισθάνομαι κάποιο δέος σήμερα που, από την απόσταση του χρόνου, βλέπω τα βιβλία
που έχω γράψει. Όμως αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Τί έδωσαν τα βιβλία, αυτό έχει
σημασία. Ποιά ήταν η αγωνία τους και πώς αυτή η αγωνία πέρασε στον αναγνώστη
για να φωτίσει ίσως τις δικές του αγωνίες, να μπει στα υπαρξιακά μονοπάτια του
και να του δώσει τη δυνατότητα μιας άλλης θέασης του κόσμου.
Το ότι
έγραψα πολλά βιβλία ήταν καθαρά από μια δική μου προσωπική αγωνία να σπρώξω,
κάθε φορά, λίγο πιο πέρα τη δυνατότητα όρασης ή την ελπίδα μιας γνώσης άλλης,
που θα βοηθούσε εμένα πρώτη να βρω κάποιες απαντήσεις στα υπαρξιακά ή
μεταφυσικά ερωτήματα που με βασάνιζαν σαν άνθρωπο και λιγότερο σαν συγγραφέα.
Όσο για
το πότε νιώθει κανείς την ανάγκη της συγγραφής, αυτό υπάρχει ή δεν υπάρχει. Ή,
ακόμα, κατασκευάζεται στις μέρες μας.
2)
Έχετε γράψει ιστορικά και μεταφυσικά μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, ποίηση,
θεατρικά έργα, εφηβική λογοτεχνία… Ποιό είναι το αγαπημένο σας είδος, σε ποιό
διοχετεύετε τον περισσότερο χρόνο σας και για ποιο λόγο;
Όλα τα
βιβλία μου τα αγαπώ, σαν τη μάνα που αγαπάει όλα τα παιδιά της. Καθένα, είτε
ποίηση είναι, είτε μυθιστόρημα, είτε θεατρικό έργο αντιπροσωπεύει και ένα
κομμάτι από την ψυχή μου, από τον χρόνο μου, από τις αγωνίες που είχα τη
συγκεκριμένη στιγμή που το έγραφα. Και πάντα, είναι το τελευταίο μου εκείνο που
αγαπώ περισσότερο, στην προκειμένη περίπτωση τη «Συνέντευξη Με Το Φάντασμα Του Βάλτου». Είναι το πιο τρυφερό μου, το πιο ευάλωτο
μεταφυσικά, το πιο κοντά στην αλήθεια την «άλλη» που με βασανίζει αυτόν τον
καιρό, στη γνώση την άλλη που διαλύει το σκοτάδι, που σε κάνει να νιώθεις
δυνατός. Μοιάζει με τα «παράθυρα που ανοίγουν οι άγιοι και οι μάρτυρες για να
μπορούμε να επικοινωνούμε με αυτό που δεν φαίνεται».
Όμως,
επειδή και το προηγούμενο «Η Δίψα Με
καίει Εμένα Και Χάνομαι» είναι πολύ κοντά ακόμα στις πληγές που το γέννησαν,
και επειδή η «Συνέντευξη Με Το
Φάντασμα Του Βάλτου» γεννήθηκε από αυτό, πρέπει να πω πως τα δύο αυτά
τα συνδέει μια ίδια αγωνία να κατανοηθεί το «ακατανόητο», μια ίδια αναζήτηση
της αθέατης αλήθειας.
3) Πώς
και πότε προτιμάτε να συγγράφετε; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ώρα, διάθεση,
γεγονός, ή τόπος που σας εμπνέουν ή είναι κάτι που ρέει από μέσα σας αβίαστα
κάθε ώρα και στιγμή;
Δεν
γνωρίζω πώς θα ήταν, αν είχα την
πολυτέλεια να επιλέγω μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή διάθεση για να γράψω. Η
ζωή μου ήταν πάντα δύσκολη. Υπάλληλος στη Νομαρχία Αττικής, τα πρώτα χρόνια,
και από τα παράθυρα βλέπαμε τις ατέλειωτες διαδηλώσεις του «ένα ένα τέσσερα»
και κάθε τόσο να γίνονται εκλογές, σε εποχές που μετρούσαμε με το μολύβι μία μία
τις ψήφους ολονύκτια, σε απροσμέτρητες ώρες εργασίας. Κι εγώ να προσπαθώ να ξεκλέψω
ελάχιστο χρόνο για να διαβάσω, ή να γράψω το ελάχιστο. Ύστερα βέβαια ήρθαν
καλύτερα χρόνια και είμαι ευγνώμων και γι’ αυτό. Όσο για το πώς γράφω, να πω μόνο πως ένα από
τα πιο αγαπημένα μου βιβλία, το «Σπίτι
Μου Της Μικρασίας» αφιερωμένο στον πρόσφυγα πατέρα μου, το είχα γράψει,
ένα μεγάλο μέρος του, ταξιδεύοντας με το τρένο.
4) Πιστεύετε
ότι ο συγγραφέας πρέπει να έχει κάποιο επιστημονικό υπόβαθρο για να τιμήσει
αυτή του την ιδιότητα, ή αρκεί να διαθέτει το συγγραφικό ταλέντο και να έχει
την κατάλληλη έμπνευση; Η συγγραφική ιδιότητα είναι έμφυτη ή επίκτητη κατά τη
γνώμη σας;
Εξαρτάται
τι θέλει να γράψει κανείς. Μια νουβέλα μπορείς να τη γράψεις σε δυο
Σαββατοκύριακα – και χωρίς κανένα «υπόβαθρο». Όμως υπάρχουν βιβλία,
μυθιστορήματα αξιώσεων εν προκειμένω, που απαιτούν άπειρες γνώσεις επίμοχθες, έρευνα χρόνων,
διασταύρωση στοιχείων για τη γνησιότητα, μια απέραντη εμπειρική, πια, αλλά και
γνωσιακή έρευνα πάνω στο θέμα, όπως για παράδειγμα γίνεται σε ιστορικά
μυθιστορήματα. Αν και, προσωπικά, πιστεύω πως όλα τα μυθιστορήματα που
γράφουμε, δηλαδή και αυτά της υπαρξιακής αγωνίας ή αυτά με τον σύγχρονο
κοινωνικό προβληματισμό, δεν παύουν να είναι και ιστορικά, αφού είμαστε κομμάτι
του παγκόσμιου δράματος της Ιστορίας και βιώνουμε στην καθημερινότητά μας αυτά τα συνταρακτικά γεγονότα που παίζονται
στην παγκόσμια σκηνή και για μας – και, τις περισσότερες φορές, χωρίς εμάς, και
που όμως καθορίζουν τη ζωή μας.
Όμως,
και σε άλλα μυθιστορήματα, πολλές φορές είναι απαραίτητη η επιστημονική γνώση.
Μου έτυχε να διαβάζω έναν ολόκληρο χειμώνα σύγχρονες απόψεις της φυσικής, όταν
έγραφα την «Έκτη Σφραγίδα», ή
το «Με Τη Λάμπα Θυέλλης». Ή
όταν έγραφα τον «Άγγελο της Στάχτης»,
ένα χρόνο διάβαζα κείμενα για το «Ταξίδι
Της Ψυχής Στον Άδη», παραδόσεις και δημοτικό τραγούδι, Όμηρο, την
Ραψωδία της Νέκυιας, Παλατινή Ανθολογία, Ορφικά και άπειρα άλλα.
Και,
όχι, δεν φτάνει το «θείο» δώρο, το τάλαντο. Θα ήταν αφελής να το πιστεύει
κανείς αυτό. Η συγγραφή είναι μια επίπονη άσκηση, μια εσωτερική κατάκτηση, μια
βαθιά εμπειρική γνώση, προσωπική σου πια, που όμως θα πρέπει να έχει αφομοιώσει
μέσα της όλες τις άπειρες γνώσεις και εμπειρίες από επίπονη δουλειά, από
μελέτη, από παρατήρηση.
5) Η
συγγραφέας Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου είναι και αναγνώστρια; Ποιά λογοτεχνικά
είδη επιλέγετε ως αναγνώσματα συνήθως και ποιες οι επιρροές που δεχτήκατε;
Ήδη έχω
γράψει δύο βιβλία, το ένα πάνω στο έργο του Σάμιουελ Μπέκετ, που βαθιά επηρέασε
τη σκέψη μου και τη ζωή μου, και το βιβλίο που έγραψα «Samuel Beckett – Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης» είναι
από τα λίγα κείμενά μου που με κάνουν να αισθάνομαι ευγνώμων γιατί μπόρεσα και
το έγραψα. Και τώρα ελπίζω πως θα επανεκδοθεί, γιατί και πολλοί το ζητούν –
ήταν ένα ιδιαίτερο κείμενο.
6) Από όσο
ξέρω, είχατε προσωπική γνωριμία με τον Σάμιουελ Μπέκετ… Θέλετε να μας μιλήσετε;
Είχα
αυτή την τύχη να τον γνωρίσω από κοντά. Ξεκίνησα σαν μεταφράστρια του έργου του
«Oh Les Beaux Jours», που το είχα δει στο Παρισινό Odéon
και από εκεί ξεκίνησε μια αλληλογραφία. Ύστερα ο Μπέκετ διάβασε θεατρικά μου
έργα και ζήτησε να με γνωρίσει. Είναι από τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής
μου εκείνη η συνάντηση. Ένα πρόσωπο ασκητικό, σαν το έργο του. Ένα βλέμμα που
σήκωνε θαρρείς όλον τον πόνο και το αδιέξοδο της ανθρώπινης μοίρας. Κάποια
πράγματα γίνονται έτσι, σαν τυχαία στη ζωή μας, όμως μπορεί και να μην είναι
τυχαία.
7) Άλλα
βιβλία ή συγγραφείς που σας επηρέασαν;
Προτιμώ
να πω: που αγάπησα. Το δεύτερο βιβλίο που έγραψα ήταν για την ποίηση του Ελύτη «Οδυσσέας Ελύτης – Ένα όραμα του κόσμου».
Και το έγραψα με τη δική του βοήθεια. Είναι μεγάλη η ποίηση του Ελύτη. Κι εγώ
προσπάθησα να βρω τα αρχαιοελληνικά κοιτάσματά της, την ποίηση των ψαλμών, την
ιδιομορφία του υπερρεαλισμού. Θυμάμαι, πήγαινα κάθε Τρίτη στη Σκουφά και
διαβάζαμε μαζί τα κεφάλαια που είχα γράψει. Του άρεσε ο τρόπος που έβλεπα τον
οραματισμό της ποίησής του. Το βιβλίο επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις
Παπαδήμα, όμως μάλλον έμεινε σε μια μοναξιά. Κι ας είπε ο ίδιος πως ήταν ένα
βιβλίο που είδε σωστά την ποίησή του. Τα βιβλία, όπως και οι άνθρωποι, έχουν
μια προσωπική τους μοίρα.
8) Είναι
πασιφανές ότι για τα ιστορικά, ιδίως, μυθιστορήματά σας έχετε κάνει εκτεταμένη έρευνα για άντληση
ιστορικών στοιχείων. Πόσος χρόνος χρειάστηκε για την συγκέντρωση όλων των
απαιτούμενων πληροφοριών για τη συγγραφή του έπους σας «Πήραν Την Πόλη,
Πήραν Την» και πόσο εύκολη ήταν η αναβίωση της εποχής και της ατμόσφαιρας
εκείνης της περιόδου;
Όταν
μιλάμε για το «Πήραν την Πόλη, Πήραν Την»
πραγματικά δεν έχει σημασία πόσα χρόνια χρειάστηκαν για να γραφτεί, αλλά πόσα
χρόνια ετοιμαζόταν μέσα στην ψυχή και στο μυαλό. Πόσος απέραντος χρόνος
χρειάστηκε για να αισθανθώ έτοιμη να μπω στον δρόμο των δακρύων και της
αξημέρωτης νύχτας, στον δρόμο του αίματος και της θυσίας. Ήταν μια τρομακτικά
επώδυνη γραφή. Όμως, όση ψυχική οδύνη και αν μου κόστισε, όση ψυχή, θα πω και γι’
αυτό πως αισθάνομαι ευγνώμων που μπόρεσα και το έγραψα. Που μπόρεσα και το
τελείωσα. Γιατί, πολλές φορές έμεινα στο δρόμο και είπα δεν μπορώ άλλο – τόσο
οδυνόμενη ήταν η γραφή.
Όσο για
τα ιστορικά στοιχεία, χρόνια τα μάζευα από χρονογραφίες και ιστορικά τεκμήρια,
από παραδόσεις που έγιναν θρύλος, από ιερά κειμήλια που διασώθηκαν, από παλιές
προφητείες. Όμως πέρα από τα στοιχεία αυτά, εκείνο που είχα ανάγκη, όσο έγραφα
το μυθιστόρημα, ήταν να κάθομαι με τις ώρες μέσα στην Αγιά-Σοφιά, σε μια γωνιά
της, χωρίς να μιλώ και χωρίς να επικοινωνώ με το σήμερα, να δέχομαι μόνο τις
αντηχήσεις από τα γεγονότα εκείνα, από την κραυγή…
9) Έχετε
γράψει και το «Ξύλινο Τείχος» ένα επίσης μεγάλο ιστορικό μυθιστόρημα που
φέρνει στις μέρες μας τον αρχαίο κόσμο, την αντίληψη ζωής, τους αγώνες… Πείτε μας
λίγα λόγια για αυτό.
Αυτό
ήταν πιο δύσκολο από την άποψη συλλογής των ιστορικών στοιχείων, αλλά δεν είχε
την ίδια συναισθηματική φόρτιση, όπως το «Πήραν
Την Πόλη, Πήραν Την». Για να δώσω το μυθιστόρημα αυτό έπρεπε να διαβάσω
όλη τη φιλοσοφία ζωής του αρχαίου κόσμου, την αντίληψη που είχαν για τους θεούς
τους, για τη μοίρα, για την κοινωνική δικαιοσύνη, για τη Νέκυια. Έπρεπε να βρω
τη διάλεκτο της καθημερινής τους ζωής, μια έρευνα απίστευτα επίπονη. Για
παράδειγμα, έπρεπε να πω «μια κοτύλη νερό» (και όχι ένα ποτήρι) ή να πω τόσα
«στάδια» δρόμος (αφού δεν υπήρχε ακόμα το μέτρο ως μονάδα μέτρησης) ή έπρεπε να
μετρώ το χρόνο με τις Ολυμπιάδες. Και άπειρα άλλα. Έπρεπε να βρω τα στοιχεία
που έπλασαν τον Σπαρτιάτη με αυτά τα ιδανικά και μεγαλούργησε – και τα στοιχεία
που έπλασαν τον Αθηναίο, με τα εντελώς αντίθετα ιδανικά, και πάλι μεγαλούργησε.
Όμως,
χαίρομαι που το έγραψα. Ήθελα τα νέα παιδιά, όποτε μπορέσουν και το διαβάσουν,
να βρουν σε αυτό τις αλήθειες για τον αρχαίο κόσμο, τα αληθινά μεγέθη των
ανθρώπων εκείνων που αγάπησαν τον ίδιο τόπο με εμάς και την ίδια έννοια της
ελευθερίας.
10) Είναι
γνωστό πως η ιδιαίτερη πατρίδα σας είναι η Λήμνος. Κατά πόσο έχει επηρεάσει το
συγγραφικό σας έργο αυτό, ποια βιβλία
σας είναι «εμποτισμένα» και εμπνευσμένα από την ιστορία της, τους μύθους και
τους θρύλους της;
Η Λήμνος
υπάρχει σε όλα τα βιβλία μου, είτε γράφω γι’ αυτήν είτε όχι. Υπάρχει σαν τοπίο
και σαν ορφικό τραγούδι. Τα πιο δυνατά μου κείμενα τα έχω γράψει εκεί τα
καλοκαίρια που πηγαίνω. Υπάρχει μια αντήχηση από το πέρασμα του μεγάλου
πολιτισμού της που μπορεί να την αισθανθεί κανείς, μια περίεργη σύγκλιση του
χρόνου, μια μεταφυσική αύρα. Όλα αυτά δημιουργούν μια ποιητική του χώρου και
μου αρέσει να την αναζητώ με τη διαίσθηση όταν πηγαίνω. Ίσως, είναι μαζί και η
αντήχηση από τις αναμνήσεις της παιδικής,
της νεανικής ηλικίας, αλλά και μια βαθιά αγάπη,
η αγάπη που νιώθει ο κάθε άνθρωπος για τον ιδιαίτερο τόπο του, όπου έχει
ζήσει την πρώτη του μοναξιά και τα πρώτα του όνειρα.
Εσείς,
που έχετε αγαπήσει την «Υψιπύλη»
μου, μπορείτε να το δείτε αυτό. Πουθενά αλλού δεν θα μπορούσα να γράψω αυτές
τις σελίδες πάνω σε ένα μύθο τόσο ανελέητο – και που για μένα δεν ήταν μύθος
αλλά μια μακρινή, στα χρόνια της μητριαρχίας, πραγματικότητα . Και βέβαια, έχω γράψει κι άλλα βιβλία για τη
Λήμνο, τη «Μαρούλα της Λήμνου»,
τη «Δοξανιώ», βιβλία που
αγαπήθηκαν από χιλιάδες ελληνόπουλα και γίνονται κάθε χρόνο πανέμορφες εργασίες
στα σχολεία.
11) Στο προτελευταίο σας βιβλίο, το «Η Δίψα Με
Καίει Εμένα Και Χάνομαι» εξιστορείτε μια σύγχρονη ερωτική ιστορία και,
ταυτόχρονα, παρουσιάζετε την εικόνα της
επίκαιρης, γεμάτης αδιέξοδα,
τραυματισμένης Ελλάδας. Ποια είναι τα μηνύματα που θέλατε να περάσετε
στους αναγνώστες;
Τα
μηνύματα που δίνεις τα βρίσκει ο ίδιος ο αναγνώστης, αυτά που θα δει και αυτά
που δεν θα δει, αυτά που θα αγγίξουν τη δική του ψυχή. Εκείνο που εγώ ήθελα να
δώσω με το μυθιστόρημα ήταν, ακριβώς, η τραυματισμένη εικόνα μιας
καθημερινότητας λαβωμένης, το ερειπωμένο παρόν, όπως το είπα, η λέξη «καταρρέω»
και η λέξη «συντρίβομαι», η βίωση αυτής της συντριβής, με δυο λόγια, η
ταπείνωση της ζωής μας. Κι από την άλλη, η αγωνία της ηρωίδας μου να βρει μιαν
άλλη αλήθεια, μιαν άλλη δικαιοσύνη. Ποτέ σε ένα μυθιστόρημα δεν δίνεις έτοιμους
δρόμους να περπατήσει ο άλλος. Μιλάς για κάποια πράγματα που θα μπορούσαν να
ανοίξουν «δρόμο» στην ψυχή, αυτό μόνο.
12)
Υπάρχουν ορισμένα από τα παλαιότερα βιβλία σας, όπως «Ο Άγγελος Της Στάχτης»,
ή «Ο Νικηφόρος Φωκάς», από την «Τριλογία Της Λήμνου», ή «Ο Ιερός Ποταμός» τα οποία έχουν
εξαντληθεί και τα οποία αναζητούν οι αναγνώστες σας διακαώς. Υπάρχει κάποια
προοπτική επανακυκλοφόρησής τους;
Το
ελπίζω. Δύσκολοι οι καιροί και για τα βιβλία. Και η κατάργηση της ενιαίας τιμής
δεν μας βοηθάει. Ήδη σας είπα, λίγο πριν, πως ενδεχομένως θα επανακυκλοφορήσει
τώρα το βιβλίο μου «Samuel Beckett – Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης». Γράφω
ένα κεφάλαιο ακόμα για την μετά τον θάνατό του προσέγγισή μου στο έργο του, σε
συνδυασμό και με την αλληλογραφία που είχαμε.
13)
Εσείς, ως συγγραφέας με ένα τεράστιο έργο, ποια συμβουλή θα δίνατε στους νέους
επίδοξους συγγραφείς, που ονειρεύονται να δουν τα γραπτά τους στις προθήκες των
βιβλιοπωλείων;
Ε,
είναι μεγάλη συγκίνηση να δεις το βιβλίο σου, δηλαδή αυτό που γεννήθηκε από το
δικό σου μυαλό, στην προθήκη του
βιβλιοπωλείου και να είσαι νέος. Τους εύχομαι να ζήσουν όλες τις χαρές της
πνευματικής δημιουργίας. Η συγγραφή
προϋποθέτει απέραντο μόχθο και απάρνηση. Γιατί, αυτό που λέμε «ταλέντο» είναι
δουλειά στο μεγαλύτερο μέρος του – το είπαμε ήδη. Και, το πιο σημαντικό, πρέπει να θυμούνται
ότι, σε όποιο σημείο της επιτυχίας και αν φτάσουν, τίποτα δεν είναι δικό τους.
Είναι μια δωρεά που τους δόθηκε και που την τίμησαν.
14)
Κλείνοντας, και αφού σας ευχαριστήσω για την εξαιρετική τιμή που μου κάνατε,
πείτε μας ποιό θα είναι το επόμενο
βιβλίο σας, τι να περιμένουμε από εσάς;
Ό,τι
φέρει ο χρόνος. Αν φέρει. Να είστε καλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου