Εκδόσεις:
Ψυχογιός
Σελίδες:
560
Τιμή:
16,92 €
Ο
Θοδωρής Παπαθεοδώρου είναι ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Τον
ξεχώρισα από το πρώτο κιόλας βιβλίο του και όλα του, ή σχεδόν όλα του, κοσμούν
τη βιβλιοθήκη μου (μου λείπουν το «Σαν
Ταξιδιάρικα Πουλιά», που το δάνεισα χωρίς ποτέ να μου το επιστρέψουν, και
το «Οι 7 Ουρανοί Της Ευτυχίας»
του οποίου περιμένω την επανέκδοση).
Άνθρωπος
που αποφεύγει τη δημοσιότητα, ως χαρακτήρας χαμηλών τόνων, αλλά τα κείμενά του
υψηλών προδιαγραφών, σε καθηλώνει διαβάζοντάς τον γιατί γράφει για τους
αναγνώστες του και τους βάζει μέσα στις ιστορίες του ώστε να συμπάσχουν με τους
ήρωές του. Ο Παπαθεοδώρου δεν γράφει για να γράψει, γράφει μόνο όταν έχει κάτι
να πει κι αυτό το λέει μέσα από τα έργα του.
Διάβασα
σε κάποια κριτική φίλης αναγνώστριας ότι ο Παπαθεοδώρου διακρίνεται για την
αντικειμενικότητά του. Λάθος εκτίμηση! Όταν τον ρώτησαν στην παρουσίαση αν
είναι υποκειμενικό το βιβλίο, απάντησε με την ευθύτητα που τον διακρίνει:
«Ναι, είναι υποκειμενικό γιατί έχει τη ματιά
του συγγραφέα. Έχω υπηρετήσει τις ιδέες μου και είναι περήφανοι γι’ αυτό ο πατέρας
μου και η γυναίκα μου!»
Μου έχει
κάνει τρομερή εντύπωση η ειλικρίνειά του!
Όταν
πήρα τις «Ζωές Του Φθινοπώρου»
ξενύχτησα τρεις βραδιές, βυθισμένη στις σελίδες αυτού του συγκλονιστικού
βιβλίου, αλλά όσο κι αν ο συγγραφέας προτρέπει τους αναγνώστες του να είναι
αισιόδοξοι, δεν μπορώ να πω ότι ‘ξημερώθηκα’ χαρούμενη!
Συγκλονίστηκα
κυριολεκτικά γιατί η κοφτερή πένα του έβαλε βαθιά το μαχαίρι στο κόκκαλο και
έζησα ιστορίες που δεν διαδραματίστηκαν μόνο στην παλιά Αθήνα, αλλά τις
συναντάς και στη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα. Διαβάζεις και απορείς,
θαυμάζοντας το πώς ‘πλάθει’ και πώς ‘χτίζει’ τις ρημαγμένες ζωές του Λουκά, του
Αγησίλαου, της Αργυρούλας, της Φρόσως , της Άννας της θεατρίνας και τόσων άλλων!
Θα
συγκινηθείς, θα δακρύσεις, θα χαμογελάσεις πικρά, θα θυμώσεις, θα οργιστείς! Ένα τεράστιο
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ στον μεγάλο αυτόν συγγραφέα για όσα μας προσέφερε και για όσα θα μας
προσφέρει ακόμα στο μέλλον!!!
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου:
«Αθήνα,
1966
Η πλατεία
Ηρώων, η οδός Ήβης, η οδός Νυμφών, τόποι και δρόμοι σαν όλους τους τόπους και
δρόμους της Αθήνας, μικροί, ασήμαντοι, λυπημένοι, τυραννικοί, μα κι απέραντα
τρυφεροί. Έχουν πολλή σκόνη, πολύ βάσανο, πολλές γυναίκες, πολλά παιδιά, πολλή
φασαρία και πολλή σιωπή. Σ’ αυτούς τους δρόμους γεννιούνται και πεθαίνουν οι
επιθυμίες και τα όνειρα των ανθρώπων που έρχονται κάθε δειλινό με το γλυκό
αεράκι και χάνονται κάθε αυγή με τη θλιβερή σειρήνα της φάμπρικας.
Οι
ελπίδες του νεαρού Λουκά, η νοσταλγία του ξεπεσμένου «Κόμη», ο αδιέξοδος έρωτας
του μεσόκοπου Αγησίλαου, η γονατισμένη ζωή της εργάτριας Αργυρούλας, ο σκληρός
Βλάσης και η εξαπατημένη Φρόσω, η απογοήτευση της Άννας που ικετεύει για δυο
λέξεις τρυφερές, ο φιλότιμος Σπύρος κι ο γοητευτικός Αλέκος που την πολιορκούν,
αλλά κι η θεατρίνα, ο χαφιές, ο τραμπούκος, οι παπατζήδες, οι πόρνες, οι
ιδρωμένοι άντρες στα μηχανουργεία και οι γυναίκες που βρίζονται στα
κεφαλόσκαλα, προτού αγκαλιαστούν και σταυροφιληθούν ξανά αλλάζοντας λόγια
συγγνώμης κι αγάπης.
Ζωές
γλυκές και ζωές φαρμακωμένες, αξιοπρεπείς και μικρόψυχες, τραχιές και τρυφερές.
Άλλες εύκολες, άλλες δύσκολες, άλλες ακύμαντες κι άλλες φουρτουνιασμένες. Ζωές
ασπρόμαυρες, γρατζουνισμένες, φθαρμένες, μα και ζωές ανυπόφερτα νοσταλγικές.»
…και
δυο λόγια από τον συγγραφέα:
«Έχουν
κουραστεί πια τα μάτια μας τον τελευταίο καιρό, έχει γονατίσει η ψυχή μας.
Βαρυθυμιά, καταχνιά κι αποξένωση γύρω μας.
Μια
εποχή άλλη γύρευα για το επόμενο μυθιστόρημά μου, μια εποχή να ψιθυρίσει γλυκά
στην καρδιά μου, παρά τις δοκιμασίες της βιοπάλης και του μόχθου που μπορεί να
κουβαλούσε στη ράχη της. Με ανοιχτές πόρτες κι ανοιχτές αγκαλιές. Με χέρια
απλωμένα, με χείλη που γελούσαν και μάτια που δάκρυζαν. Με πρόσωπα που
κοιτούσαν με θέρμη και γνοιάση άλλα πρόσωπα, κι όχι πανάκριβες, παγερές οθόνες.
Αυτή τη γλυκόπικρη μα ανθρώπινη εποχή γύρευα να στήσω στις σελίδες μου λέξη τη
λέξη. Να νιώσω τα βάσανα και τις χαρές της, να τη ζήσω ξανά, σαν μια ασπρόμαυρη
ελληνική ταινία που χίλιες φορές την έχεις δει, κι όμως, χίλιες φορές θα την
ξανάβλεπες. Σ’ αυτές τις τόσο μακρινές μα και τόσο κοντινές μέρες ήθελα να
χαθώ. Μ’ αυτές τις τόσο μακρινές, μα και τόσο κοντινές ζωές να ονειρευτώ.
Τούτο
το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας, αγαπητοί αναγνώστες, είναι περισσότερο μια
μυθοπλασία, παρά μια ιστορική αναπαράσταση. Αν και διατήρησα την ιστορική
ακρίβεια στα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα, αλλά και την περιρρέουσα
ατμόσφαιρα της εποχής, οφείλω να επισημάνω πως δεν πρόκειται για ένα καθαρό
ιστορικό μυθιστόρημα όπως η ‘Τετραλογία του Εμφυλίου’ που έχει
προηγηθεί.
Σε
μεγάλο μέρος της αφήγησης έχω αλλάξει τα ονόματα των δρόμων και των πλατειών
αυτής της αθηναϊκής γειτονιάς για να συνάδουν με τη σκηνογραφία του ονείρου που
είχε στηθεί μέσα μου όσον καιρό έγραφα αυτό το βιβλίο.
Το
κτίριο Δουρούτη, εμβληματικό οικοδόμημα της πόλεως των Αθηνών, που τώρα
στεγάζει την Πινακοθήκη του Δήμου, δεν περιγράφεται με ιστορική ακρίβεια.
Επίσης, το κομμάτι της αφήγησης που αφορά τον ιδιοκτήτη και ιδρυτή της
Μεταξουργίας Δουρούτη έχει τροποποιηθεί για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς της
αφήγησης.
Παρά
ταύτα, συγχωρήστε μου την αυθαιρεσία, κράτησα το όνομα για τη συμβολική του
σημασία, σαν ένα κέντρο αναφοράς στην ιστορική αυτή γειτονιά της Αθήνας. Για να
την αποδώσω έτσι όπως την ονειρεύτηκα και την «έζησα».
Αν έχω
καταφέρει να ζήσετε και να ονειρευτείτε κι εσείς μέσα σ’ αυτό το γλυκόπικρο και
νοσταλγικό σκηνικό, θα έχω αξιωθεί περισσότερα από όσα προσδοκούσα.
Αλλά
αυτό… εσείς θα το κρίνετε.»
Σας
ευχαριστώ από καρδιάς
Θοδωρής
Παπαθεοδώρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου