Η συγγραφέας Νικόλ – Άννα Μανιάτη μου «συστήθηκε» μέσα από τα βιβλία της, τα οποία και λάτρεψα, όλα ανεξαιρέτως! Έχω την τύχη και τη χαρά να έχω γνωρίσει και την ίδια από κοντά και αποκόμισα τις καλύτερες εντυπώσεις. Ήταν λοιπόν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη όταν πέρυσι διάβασα αυτό το μικρό διήγημά της, το οποίο βασίζεται σε πραγματικό βίωμά της. Πρόκειται για ένα περιστατικό από την εποχή που η συγγραφέας ήταν είκοσι ετών και δοκίμαζε την τύχη της, «τα φτερά της», στον στίβο της ζωής.
Εξεπλάγην με την ανακάλυψη ότι είχε από μια τόσο νεαρή ηλικία τη θέληση, την πυγμή και το «τσαγανό» να ζήσει τη ζωή της στο μέγιστο, να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί, να «κολυμπήσει στα βαθιά» με μόνα όπλα τις ικανότητες, την μόρφωση, το πείσμα, την ψυχική δύναμη και το θάρρος της. Η ιστορία που θα διαβάσετε αποτελεί ένα ανέκδοτο διήγημα της ίδιας για την εμπειρία που είχε πριν από χρόνια στη Γαλλία, μια παραμονή Πρωτοχρονιάς. Το κλίμα είναι εορταστικό, το ύφος πιο άμεσο και αρκετά διαφορετικό από ό,τι μας έχει συνηθίσει μέχρι τώρα η αγαπημένη συγγραφέας, ενώ τα συναισθήματα εναλλάσσονται από την περιέργεια στην αγωνία, από την απογοήτευση στη χαρά, από τη σοβαρότητα στο χιούμορ, από την αδιαφορία στην αλληλεγγύη.
Το διήγημα αυτό αποτελεί ένα ηχηρό μήνυμα αισιοδοξίας και ανθρωπιάς, ενώ μας κάνει υπερήφανους που είμαστε Έλληνες, άξιοι απόγονοι εκείνων που λάτρευαν τον Ξένιο Δία. Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός πως παντού θα βρεις έναν Έλληνα κι επειδή έχω ‘ιδία πείρα’ από την φιλοξενία και την αλληλεγγύη των ομογενών μας στο εξωτερικό, και συγκεκριμένα στην Αυστρία, το κείμενο αυτό με ‘αγγίζει’ ακόμα περισσότερο!
Ευχαριστώ ολόψυχα την Νικόλ – Άννα Μανιάτη που το μοιράστηκε μαζί μας και είχε την καλοσύνη να το παραχωρήσει στο μπλογκ μου. Η σημερινή ανάρτησή του γίνεται σκόπιμα, μια και είναι η ονομαστική γιορτή της συγγραφέως, ως ένας ‘φόρος τιμής’ και μια θερμή ευχαριστία!
Διαβάστε το Φίλοι μου και πιστέψτε ξανά στον Άνθρωπο, και δη, στον Έλληνα!!!
"Ο Καστανάς της πλατείας Champs Elysee."
Εν αναμονή των γιορτών και του ερχομού του Καινούριου Χρόνου – και όλοι ευχόμαστε να είναι καλύτερος από αυτόν που περνάμε – με πολλή Ελπίδα, αστείρευτη δύναμη, υγεία και αγάπη, καλώς να φτάσουν. Και εν τω μεταξύ, θυμήθηκα μια νεανική μου Πρωτοχρονιάτικη περιπέτεια στο Παρίσι, τότε που η αποκοτιά και η ανεμελιά των είκοσι χρόνων τα έβλεπε όλα δυνατά και προσιτά. Απολαύστε την και να θυμάστε πως τέτοιοι Έλληνες υπάρχουν, ακόμα και τώρα!
Ήμουν είκοσι χρονών (ωραίες εποχές) και μόλις είχα συμπληρώσει τις σπουδές SRN αλλά δεν είχα καμιά διάθεση να χωθώ όλη την υπόλοιπη ζωή μου προϊσταμένη σε θάλαμο νοσοκομείου. Ήθελα ν’ ανοίξω τα φτερά μου σε ταξίδια, να γνωρίσω άγνωστα μέρη, να ζήσω λίγο πιο έντονα.
Έκανα αίτηση στη RAF – Βασιλική Αεροπορία – και περίμενα με αγωνία μια απάντηση εξασκώντας μηχανικά τα καθήκοντα μου στο νοσοκομείο. Ακολούθησαν εξετάσεις γραπτές, ήρθε η σειρά της συνέντευξης και των ιατρικών εξετάσεων και πήρα την τελική απάντηση. Ήμουν πια επίσημα αποδεκτή για να αρχίσω την καριέρα που ονειρευόμουν, μόνο ένα εμπόδιο υπήρχε, να υπογράψει ο πατέρας μου, μιας που ήμουν κάτω των είκοσι ενός. Έφερε αντιρρήσεις, πολύ έντονες ομολογουμένως, προσπαθώντας να μου αλλάξει μυαλά. Τελικά υπέκυψε, υπέγραψε και βρέθηκα στο εκπαιδευτικό κέντρο για τη δίμηνη εκπαίδευση πριν την απόσπαση μου στο Χονγκ Κονγκ. Λόγω ψηλής βαθμολογίας ήμουν στο τμήμα Πύργου Ελέγχου.
Στην ιατρική εξέταση είχαν ελέγξει την όραση. Με τη βοήθεια των φακών επαφής δεν υπήρξε πρόβλημα αλλά κανείς δεν με ρώτησε αν χρησιμοποιώ φακούς. Τα γυαλιά ήταν αποδεκτά και το θεώρησα και γω φυσικό να μην το αναφέρω. Λίγο πριν την συμπλήρωση του χρόνου εκπαίδευσης και ενώ απολάμβανα τη συναδελφικότητα συνεκπαιδευόμενων, τις φιλίες που γεννήθηκαν και φυσικά τη γεμάτη υποσχέσεις καριέρα – για να μην αναφέρω και την υψηλής ραπτικής στολή του Ιβ Σεν Λοράν – κατέφθασε το γράμμα από το τμήμα κερατοκωνικών φακών του νοσοκομείου.
Κατέληξα ενώπιον υπευθύνων που ήθελαν να μάθουν την κατάσταση και αν ήμουν διατεθειμένη να ανταλλάξω τους φακούς με γυαλιά. Με μεγάλη αφέλεια εξήγησα ότι είχα κερατόκωνο και δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Στα σπάργανα τότε η μεταμόσχευση κερατοειδούς. Πολύ ευγενικά μου εξήγησαν πως το πόστο μου στον Πύργο Ελέγχου χρειαζόταν άψογη όραση και ο φακός μπορούσε να μετακινηθεί σε πολύ ακατάλληλη και κρίσιμη στιγμή προκαλώντας καταστροφικές συνέπειες.
Την επόμενη μέρα, Παραμονή Χριστουγέννων, βρέθηκα με τη βαλιτσούλα μου έξω από την καγκελόπορτα του εκπαιδευτικού Κέντρου. Η καριέρα μου στη Βασιλική Αεροπορία είχε πάρει άδοξο και απότομο τέλος! Ο μισθός όσο κρατούσε η εκπαίδευση, ασήμαντος. Δεν είχα μεγάλα αποθέματα. Σκέφτηκα να πάω στο σπίτι των γονιών μου, να περάσω Χριστούγεννα με τ’ αδέλφια μου και την οικογένεια, αλλά πώς θα αντιμετώπιζα τον πατέρα μου και να παραδεχόμουν ότι είχε δίκιο;
Η περηφάνια των είκοσι χρονών δεν με άφηνε. Πήρα ηττημένη το τρένο για Λονδίνο και νοίκιασα δωμάτιο σε πανσιόν για τρεις μέρες. Έπρεπε να κάνω οικονομία. Για δυο μέρες τα πάντα ήταν κλειστά δεν μπορούσα να κινηθώ για να ψάξω κάτι πρόχειρο μέχρι να βρω μια άλλη δουλειά. Στο νοσοκομείο που έφυγα απότομα χωρίς επαρκή χρόνο ενημέρωσης για την αναχώρηση μου, δεν ήμουν καθόλου ευπρόσδεκτη και δεν είχα και τόσο θράσος να παρουσιαστώ. Περίμενα μόνη μου μέσα στη πανσιόν να περάσουν οι δυο μέρες των Χριστουγέννων για να ξεχυθώ προς άγραν εργασίας, ότι να ήταν, προσωρινό για επιβίωση.
Μπήκα σε ένα γραφείο και μετά από πολλή συζήτηση για προσόντα που δεν είχα, μου πρότειναν κάτι που μου φάνηκε σωτήρια λύση. Δεν είχα προσόντα για τίποτα, εκτός από το πτυχίο της προϊσταμένης, και με μόνη βάση αυτό μου πρότεινε να εργαστώ στο Παρίσι κοντά σε οικογένεια με παιδιά. Με κοίταξε πολύ εξεταστικά και τελικά επέλεξε μια οικογένεια για την οποία δυσκολευόταν να βρει κατάλληλο άνθρωπο λόγω μόρφωσης. Τα περισσότερα κορίτσια που ζητούσαν να απομακρυνθούν από την πατρίδα τους ήταν ανώριμα και με υποτυπώδη μόρφωση, η οικογένεια αυτή περίμενε τρεις μήνες για την κατάλληλη υποψήφια. Μου εξήγησε ότι ήταν αριστοκρατική οικογένεια Γάλλων που ζητούσε Αγγλίδα για να μιλάει και να παίζει δυο ώρες τη μέρα με το δίχρονο αγοράκι τους. Σε αντάλλαγμα διέθεταν δωμάτιο με δικό του μπάνιο, ελεύθερα πρωινά, μισθό – πολύ καλύτερο από ότι μου εξήγησε από τις άλλες οικογένειες – και αντιμετώπιση σαν μέλος της οικογένειας. Άμεση πρόσληψη αν ήταν δυνατόν. Το εισιτήριο πληρωμένο. Δέχτηκα. Μου έγραψε τη διεύθυνση, ανέλαβε να ενημερώσει την οικογένεια ότι θα ήμουν εκεί στις 2 του Γενάρη και έφυγα από το γραφείο του ανακουφισμένη.
Όταν όμως έφτασα στην πανσιόν διαπίστωσα ότι τα λεφτά δεν θα με έφταναν να περάσω άλλες τρεις νύχτες και να αντιμετωπίσω τυχόν απρόοπτα στο Παρίσι. Άλλαξα το εισιτήριο και έφυγα παραμονή πρωτοχρονιάς. Σαν έφτανα θα περνούσα τη μέρα γυρίζοντας στην πόλη, να δω από κοντά όσα άκουγα για την ‘Πόλη του Φωτός’ και μαζί με τόσους άλλους που ξεχύνονταν στους δρόμους γιορτάζοντας θα περνούσε το βράδυ και με το πρωινό θα αναζητούσα τη διεύθυνση της οικογένειας. Εύκολες λύσεις και με τόση αισιοδοξία! Μετά από τόσα χρόνια ανατριχιάζω ακόμα με την τόλμη μου!
Έζησα ένα φρικιαστικό πέρασμα της Μάγχης με τρικυμία που με άφησε εξαντλημένη σωματικά μια που η θάλασσα με ζάλιζε και με γέμισε απαισιοδοξία. Όταν μετά από ώρες κατέβηκα στο σταθμό του τρένου είχα κιόλας μετανιώσει για την αποκοτιά μου. Δεν γύριζα σπιτάκι μου με την οικογένεια μου αντί να ταλαιπωρούμαι με αυτό τον απάνθρωπο τρόπο σε άγνωστη πόλη; Έχασα Χριστούγεννα, απόψε θα έχανα και Πρωτοχρονιά, άξιζαν αυτά περισσότερο από μια κατσάδα από τον συντηρητικό πατέρα μου;
Περιπλανιόμουν φορτωμένη μαύρες σκέψεις και τελικά μπήκα σε ένα μπιστρό. Λεφτά ή όχι το στομάχι διαμαρτυρόταν και χρειαζόμουν κάτι ζεστό. Έχετε βρεθεί ποτέ χειμώνα στο Παρίσι; Και πριν δεκαετίες μάλιστα; Το κρύο περονιάζει το κόκαλο και έχεις την εντύπωση πως αν αγγίξεις τη μύτη σου θα ξεκολλήσει σαν ένα κομμάτι πάγος.
Αναζωογονημένη ξανάρχισα το περπάτημα με τη βαλιτσούλα να μοιάζει τεράστιο βάρος και βρέθηκα επιτέλους στην μαγευτική πλατεία του Champs Elysee. Τα φώτα, η γιορταστική ατμόσφαιρα, η πολυκοσμία και η ακατάπαυστη κίνηση με αναθάρρεψαν. Για λίγο ξέχασα την κούραση, την ταλαιπωρία, την αβεβαιότητα και στάθηκα σε ένα πεζοδρόμιο και απολάμβανα τα πάντα γύρω μου. Και ξύπνησε μέσα μου η νοσταλγία και η βαριά επιθυμία να βρεθώ μέσα σε ζεστή ατμόσφαιρα σπιτική, να ανήκω σε μια ομάδα ανθρώπων που θα μου απηύθυναν μια κουβέντα, μια ευχή.
Πέντε ώρες ακόμα για την αλλαγή του χρόνου, είχα μπροστά μου καιρό. Πήρα το χαρτάκι με τη διεύθυνση που μου έγραψε ο ατζέντης και ρώτησα κάποιον να μου πει πού ακριβώς βρισκόταν η περιοχή. Με ευχάριστη έκπληξη με πληροφόρησε πως ήταν το Σεν Κλου, μία από τις αριστοκρατικές συνοικίες στα περίχωρα του Παρισιού. Πάλι λεφτά για προαστιακό! Όμως υπήρχε και το τηλέφωνο σημειωμένο που δεν είχα δει πριν. Το αποφάσισα. Θα έπαιρνα τηλέφωνο και θα τους ανακοίνωνα ότι ήρθα νωρίτερα, μπορούσα να καταφτάσω απόψε; Απόφαση απελπισίας φυσικά, αλλά είχα άλλη επιλογή;
Επιστράτευσα όλες τις γνώσεις μου των Γαλλικών.
«Οικία Ντε Μινβιέλ!» μου απάντησε μια νεανική φωνή.
«Μπορώ να μιλήσω στον κύριο Ντε Μινβιέλ παρακαλώ;»
«Ο κύριος υπουργός δεν βρίσκεται εδώ. Θα γυρίσουν αύριο απόγευμα.»
Υπουργός; Τι υπουργός; Λάθος νούμερο πήρα; Επανέλαβα το νούμερο στην κοπέλα και ξαναζήτησα να μιλήσω στην κυρία αυτή τη φορά.
«Ναι,» μου επιβεβαίωσε το νούμερο, «αλλά ο κύριος κόμης και η σύζυγος του απουσιάζουν. Σας το είπα. Ξαναδοκιμάστε αύριο.»
Τι στην ευχή συνέβαινε εδώ; Από ότι ήξερα πρώτη του χρόνου ήτανε, όχι πρωταπριλιά. Δεν ήξερα τι να σκεφτώ, κόμης και υπουργός; Πολύ απίθανο για να είναι αληθινό. Όμως δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσα να κάνω, θα περίμενα την επομένη και θα ανακάλυπτα αν η νεαρή με κορόιδευε ή αν είχα επιτέλους τόση τύχη ώστε να βρω θέση – έστω και σαν παρέα ενός πιτσιρικά – στο σπίτι ενός κόμη και μάλιστα υπουργού της Γαλλίας.
Ξαναμέτρησα τα λεφτά που μου είχαν απομείνει. Το τρένο αύριο για το Σεν Κλου και άντε κανένα ζεστό καφέ με κρουασάν για πρωινό. Αλλά για ξενοδοχείο ούτε συζήτηση. Η καρδιά μου βούλιαξε, το κρύο με περόνιαζε και οι ώρες που απλώνονταν μπροστά μου ατέλειωτες. Η κούραση άρχισε να με καταβάλλει, όλα τα άλλα στην ηλικία που ήμουν μου φαίνονταν απλά εμπόδια. Και τότε άκουσα τη φωνή του, δυνατή, πεντακάθαρη και αναμφίβολα ελληνική.
«Περάστε κορόιδα του κερατά! Κοπιάστε βρε αλήτες, για ζεστά, νόστιμα κάστανα, που στο λαιμό να σας κάτσουν! Εδώ τα καλά κάστανα, χαραμοφάηδες!»
Πλησίασα διστακτικά.
«Καλησπέρα πατριώτη.» είπα δειλά. «Γιατί βρίζεις;»
Με κοίταξε καλά-καλά, έριξε μια ματιά στη βαλιτσούλα που έσερνα, πρόσεξε την κατακόκκινη μύτη και τα ξυλιασμένα δάκτυλα και με ρώτησε χαμογελώντας.
«Πόση ώρα είσαι εδώ στην πλατεία κορίτσι μου;»
«Κάμποση, αλλά δεν σε είδα.»
«Ούτε και πολλοί άλλοι συμπατριώτες με βλέπουν μέσα σ’ αυτή την οχλαγωγία και την κίνηση. Βρίζω ελληνικά και σαν και σένα πλησιάζουν από περιέργεια. Δεν είναι για να πουλήσω κάστανα που το κάνω, μα για να πω μια ευχή στη γλώσσα μου, να δω πατριωτάκια. Να νιώσω λίγη Ελλάδα.»
«Και πιάνει το κόλπο;»
«Κάτσε εδώ λίγη ώρα και θα δεις.»
Είχε δίκιο. Πέρασαν έλληνες τουρίστες, έλληνες που ζούσαν μόνιμα στο Παρίσι, ζευγάρια και παρέες. Η ώρα περνούσε ευχάριστα και όπως στεκόμουν κοντά στη φουφού η ζέστα με συνέφερε. Και η κουβέντα. Μου μίλησε για τη ζωή του, τον αγώνα του, την οικογένεια του. Με ρώτησε για μένα. Του είπα τα πάντα χωρίς ντροπή, δεν θα τον ξανάβλεπα.
«Πάρε!» μου λέει. «Ζεστά κάστανα, να στυλωθείς κομμάτι. Πού θα μείνεις απόψε;»
Του ομολόγησα τη θέση μου. Δεν μίλησε, δεν με μάλωσε για την απερισκεψία μου, δεν με έκρινε και νόμισα πως το έσβησε κιόλας από το μυαλό του.
«Καλή χρονιά!» μου είπε κάποια στιγμή. «Ο καινούριος χρόνος να σου φερθεί με καλοσύνη.»
«Καλή χρονιά!» του απάντησα συγκινημένη.
Μείναμε λίγο ακόμα στην πλατεία μέχρι που η κίνηση και οι πελάτες του αραίωσαν και άρχισε να μαζεύει και να τακτοποιεί τα πράγματα του. Ετοιμάστηκα να τον αποχαιρετήσω και να τον ευχαριστήσω για τη φιλοξενία του δίπλα στη φουφού, όταν γύρισε αποφασιστικά και μου είπε:
«Έλα, πάρ’ την βαλίτσα σου και πάμε. Το πανηγύρι εδώ τέλειωσε.»
«Μα πού θα πάμε;» ρώτησα με κάποιο φόβο.
«Σπίτι μου. Η γυναίκα μου περιμένει με το τραπέζι στρωμένο και τα παιδιά δεν θα κοιμηθούν απόψε αν δεν με δουν με τα δώρα τους. Έλα, μη φοβάσαι, δεν σ’ αφήνω μέσα στους δρόμους γιορτάρα μέρα. Πάμε.»
Ο καστανάς της πλατείας Σανς Ελυζέ με φιλοξένησε στο σπίτι του εκείνο το βράδυ και το επόμενο, με τη οικογένεια του. Μου έστρωσαν στον καναπέ και με δέχτηκαν σαν δικό τους άνθρωπο. Η ανθρωπιά τους μου έφερε δάκρυα στα μάτια. Φτωχός, βιοπαλαιστής σε ξένο τόπο, με καρδιά πιο ζεστή από τη ζέστα της φουφούς του, πρόσφερε απλόχερα φιλοξενία και αγάπη σε ένα άμυαλο, επιπόλαιο κορίτσι είκοσι χρονών που βρέθηκε στο δρόμο του. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτήν την οικογένεια, δεν θα ξεχάσω ποτέ τον τρόπο που τον γνώρισα.
Όπως αποδείχτηκε μετά στο σπίτι που με δέχτηκαν για το παιδάκι τους, ήταν πράγματι υποκόμης, αριστοκράτης, και… ο υπουργός Γεωργίας της Γαλλίας. Μέσα από την υπουργική λιμουζίνα γνώρισα πολλά μέρη του Παρισιού και αρκετά κάστρα στα περίχωρα, που ανήκαν είτε στη δική του οικογένεια, είτε στης πανέμορφης και αριστοκρατικής συζύγου του και ήμουν πάντα μέλος της οικογένειας. Άντεξα έξη μήνες, αλλά η ανήσυχη φύση μου δεν με άφηνε να επαναπαυθώ σε κάτι τόσο, για μένα, υποτιμητικό.
Ξαναγύρισα στο Λονδίνο, ικανοποίησα τη δίψα μου για ταξίδια δουλεύοντας ένα χρόνο σαν αεροσυνοδός στην Dan Air, και μετά αποφάσισα να γυρίσω στα θρανία για το ΒΑ και το Μάστερ στην φιλολογία. Αυτό που πολύ αργότερα με βοήθησε να αντεπεξέλθω σε μια δύσκολη ζωή στην Ελλάδα.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτή την περιπέτεια στο Παρίσι, ή την παραμονή μου κοντά στον τότε υπουργό, αλλά όσο ευγενικά και ανθρώπινα και να μου είχαν φερθεί η ανθρωπιά και η ζεστασιά του καστανά στην πλατεία Σανς Ελυζέ θα μου μείνει για πάντα μια πολύτιμη ανάμνηση. Μια ανάμνηση που μου ξυπνάει αναμνήσεις του αλλοτινού έλληνα με τη γενναιόδωρη καρδιά!
Υπάρχει αυτός ο Έλληνας! Ακόμα και σήμερα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου