«Η
ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ – Φύλακας Άγγελος», του
Παναγιώτη Σιδηρόπουλου - ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη
Εκδόσεις:
Αλκυών
Σελίδες:387
Τιμή:
15 €
Υπάρχουν κάποιες στιγμές στη ζωή μας
που πραγματικά αισθανόμαστε ότι υπάρχει κάποια ανώτερη δύναμη που μας
προστατεύει, κάποιος Φύλακας Άγγελος που μας καθοδηγεί ώστε να συναντηθούν οι
δρόμοι μας με κάποιων άλλων ανθρώπων που, υπό κανονικές συνθήκες και χωρίς ‘άνωθεν
παρέμβαση’, δε θα είχαν συναντηθεί ποτέ.
Αυτό ακριβώς αισθάνθηκα γνωρίζοντας
το συγγραφέα Παναγιώτη Σιδηρόπουλο και την εκπληκτική του «Τριλογία Των Αγγέλων». Ο συγγραφέας μέσα από το πρώτο αυτό
λογοτεχνικό του πόνημα θέτει τις βάσεις για μια πολλά υποσχόμενη πορεία, καθώς
η τριλογία του ξεκινά δυναμικά με το πρώτο μέρος της που τιτλοφορείται «Φύλακας Άγγελος». Πρόκειται για
ένα μυθιστόρημα φαντασίας, ένα βιβλίο συναρπαστικό με πλοκή ευρηματική και
ευφάνταστη που συνεπαίρνει τον αναγνώστη από την πρώτη κιόλας σελίδα. Η υπόθεσή
του είναι ασυνήθιστη, η δράση καταιγιστική, οι διάλογοι ολοζώντανοι και
παραστατικοί και η μυθοπλασία γεμάτη σασπένς και ανατροπές.
Ο
συγγραφέας επιχειρεί να απαντήσει σε κάποια από τα προαιώνια ερωτήματα που
εξακολουθούν να ταλανίζουν τον άνθρωπο, εδώ και χιλιάδες χρόνια, για τους
Αγγέλους και τους Δαίμονες. Εάν το επιτυγχάνει ή όχι θα το κρίνετε εσείς οι
αναγνώστες, διαβάζοντας αυτό το εκπληκτικό βιβλίο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα
απολαύσετε αυτό το μαγευτικό ‘ταξίδι’ στο έπακρο και θα ανυπομονείτε για τη
συνέχεια! Πολλά συγχαρητήρια στο συγγραφέα, τις θερμές μου ευχαριστίες στον
ίδιο και στις εκδόσεις Αλκυών για την παραχώρηση αυτής της πρώτης αποκλειστικής
προδημοσίευσης και τις καλύτερες ευχές μου για την επιτυχή πορεία του πρώτου
του αυτού βιβλίου!
Κεφάλαιο
1
Ένα
απαλό αεράκι φυσούσε. Ένα αεράκι, που με το χάδι του σου άφηνε μια αίσθηση
γαλήνης, που απάλυνε τον πόνο της ψυχής σου.
Μια πνοή δροσιάς στο καλοκαιρινό αυτό βραδάκι. Ένιωθες αυτήν τη δροσιά
που αγγίζει το δέρμα σου ακόμα πιο έντονη, κυρίως δίπλα στο ποτάμι που ο κόσμος
βγήκε για να απολαύσει την πανέμορφη πόλη. Τα μαγαζιά στέκονταν στη μια πλευρά,
πλημμυρισμένα με κόσμο. Αγέρωχα κτίρια ορθώνονταν από πίσω τους. Ομοιόμορφα
κτισμένα, διατηρούσαν όλα τους την παλαιότητα που τους απέδωσε ο χρόνος. Μπροστά
και ως την όχθη του ποταμού, που κύλαγε μερικά μέτρα πιο κάτω, βρισκόταν ένας
πλατύς πεζόδρομος. Ήταν φτιαγμένος με μαρμάρινες πλάκες, με αλλοιωμένη
επιφάνεια από το πέρασμα του χρόνου. Ακούγονταν τα χαρούμενα
βήματα των περαστικών. Τη δουλειά
του ήλιου τώρα πια είχε πάρει το ολόγιομο φεγγάρι και οι μπαρόκ φανοστάτες, που
έλουζαν τον τόπο με ένα ζεστό κίτρινο φως. Μπορούσες, μάλιστα, να μυρίσεις
νυχτολούλουδα, που πολλά απ’ αυτά ευημερούσαν στις ζαρντινιέρες των καφέ, αλλά
και στα παρτέρια του δρόμου. Πιο έντονη, ωστόσο, ήταν η μυρωδιά από την
απέναντι πλευρά του ποταμού. Εκεί θέριευε ένα πανέμορφο δάσος με ποικιλία
δέντρων. Πεύκα στην πλειονότητά τους, αλλά και λεύκες και πλατάνια.
Οι
καφετέριες γεμάτες κόσμο, ο καθένας να προσπαθεί να εκφράσει τις σκέψεις του
μέσα από συζητήσεις. Ψίθυροι, φωνές, τσακωμοί, γέλια. Μα αν παρατηρούσες, θα
μπορούσες να «ακούσεις» αγωνίες, φόβους,
προσδοκίες. Το σημαντικότερο όλων, έβλεπες ζωντάνια. Μια ζωή να κατακλύζει κάθε
σπιθαμή αυτού του τόπου.
O πεζόδρομος πλημμυρισμένος με
παιδιά και νέους, που χαίρονταν τη νιότη τους.
Μέσα σε
όλους αυτούς και ένας παράξενος τύπος, που δεν ταίριαζε με την εικόνα. Γύρω στα σαράντα, μα να
δείχνει γερασμένος, αποτυπώνοντας αισθήματα κούρασης και απογοήτευσης. Οι
ρυτίδες στο πρόσωπό του, σαν χαρακιές της ζωής, κατέγραφαν ένα λυπηρό παρελθόν.
Τα ρούχα του παλιά, φθαρμένα. Παπούτσια τρύπια και πολυκαιρισμένα. Ένα
ανθρώπινο ράκος. Περπατούσε ανάμεσα σε έναν τόσο διαφορετικό κόσμο χωρίς να
κοιτάζει, σαν μια μαύρη κηλίδα πάνω σε λευκό καμβά. Τα μάτια του έμεναν
καρφωμένα στον πλακόστρωτο δρόμο. Δεν
τόλμαγε να τα σηκώσει.
Περπατούσε
στο πλάι του, με τον ίδιο γοργό ρυθμό, ένας άντρας. Ένας άντρας καλοντυμένος, γύρω στα… Δεν θα
μπορούσες να καθορίσεις με επιτυχία την ηλικία του. Έμοιαζε για σαράντα με
σαράντα πέντε, αλλά το πρόσωπό του -τόσο όμορφο πρόσωπο- δεν είχε ηλικία.
Πρόσωπο αψεγάδιαστο και ροδαλό, μάτια χρωματισμένα με το βαθυγάλανο του
ωκεανού, σπινθηροβόλα και αινιγματικά. Οι δύο αυτοί τύποι εμφανισιακά είχαν
μεγάλη διαφορά, που άγγιζε τα όρια της αντίθεσης. Αντίθεση που επεκτεινόταν και
με τους κατοίκους της εν λόγω πόλης. Ούτε το αψεγάδιαστο κουστούμι, ούτε τα
κουρέλια, μα και οι διαθέσεις δημιουργούσαν ένα ακόμα κοντράστ.
Αν
και ήταν φανερό πως οι δυο τους δεν μπορεί να είχαν κάποια σχέση, ο βηματισμός
τους ήταν συγχρονισμένος προς την ίδια κατεύθυνση. Σταμάτησαν ταυτόχρονα πίσω
από ένα δέντρο κοντά στα κάγκελα του ποταμού, αλλά μακριά από τα φανάρια του
δρόμου. Μόνο τότε τα κουρασμένα μάτια σηκώθηκαν και κοίταξαν στην άλλη πλευρά
του πεζόδρομου, αναζητώντας μια ελπίδα και μια δόση ευτυχίας, που πάντα
υποστήριζε πως τόσο άδικα του κλέψανε. Πράγματι, για τους περισσότερους του
είδους του, το παράπονο ήταν και το πρώτο τους λιμάνι. Εδώ τα πράγματα ίσως
ήταν διαφορετικά. Μπορεί γιατί τα έβλεπες χαραγμένα σε κάθε σπιθαμή του σώματός
του.
Έβλεπε
την κόρη του. Κρυμμένος από τα μάτια της, προσπαθούσε να κλέψει λίγες στιγμές
από την ευτυχία της… αλλά μάταια. Το μόνο πράγμα που θα τον έκανε χαρούμενο,
είναι να μοιράζεται τη ζωή του με τον μοναδικό άνθρωπο που του απέμεινε να
αγαπάει. Σίγουρα, όμως, μόνο αρνητικά συναισθήματα πλημμυρίζεται ο ψυχισμός του
κοιτάζοντάς την από μακριά, μην μπορώντας να αδράξει την ευκαιρία να της πει
όλα όσα νιώθει… πόσο την αγαπάει. Η κόρη του τώρα πια είχε γίνει μια
παραίσθηση, που τον έκανε να διψά όλο και περισσότερο για ευτυχία και αγάπη.
«Πήγαινε
να της μιλήσεις. Θα καταλάβει. Σε αγαπάει. Πάντα σε αγαπούσε. Μην τα παρατάς.
Σε περιμένει. Σε ψάχνει. Δώσε της μια χαρά» του πρότεινε ο καλοντυμένος άντρας.
«Σταμάτα! Πού πας;»
Ο
γκριζομάλλης βημάτιζε πολύ γρηγορότερα τώρα πια. Θεοί και δαίμονες πίστευε πως
τον ακολουθούσαν. Τι κι αν ήταν μεταμορφωμένοι σε σκέψεις και αναμνήσεις;
Έπρεπε να απαλλαγεί απ’ αυτά το συντομότερο. Να κρυφτεί… ξανά. Τα μάτια του καρφώθηκαν
στον δρόμο. Συνέχεια μονολογούσε «Δεν είναι αυτός ο κόσμος για μένα. Δεν
μπορώ».
Ο
καλοντυμένος συνοδός του έκανε κόπο για να τον φτάσει. Μάταια προσπαθούσε να
τον πείσει να επιστρέψει στην κόρη του. Ο δύστυχος άντρας έμοιαζε να μην ακούει
τίποτα. Ο γρήγορος βηματισμός του φανέρωνε τον ψυχισμό του. Ήθελε να φύγει
μακριά από κάτι άπιαστο. Να εξαφανίσει την πίκρα, που του προκάλεσε η εικόνα
της κόρης του. Άλλωστε, δεν είχε καμία ελπίδα να την αγκαλιάσει ξανά. Γιατί να συνεχίσει να
ελπίζει;
Έτσι,
πέρασε αρκετές ώρες να περιπλανιέται σε όλο το μήκος του ποταμού. Δίχως νόημα ή
σκοπό. Χωρίς να μπορεί να πάει κάπου. Πλανιόταν άσκοπα, έχοντας κολλημένα τα
χέρια του στις τσέπες. Άλλοτε έπαιζε με τα σκαλιά του πεζόδρομου, ή με τις
πλάκες που πατούσε. Άλλοτε, πάλι, θαύμαζε τα σιντριβανάκια. Του άρεσε να βλέπει
το νερό να κυλάει τόσο αθώα. Πιο πολύ του άρεσαν τα χρώματα και ο ήχος του
νερού, γιατί, κατά παράξενο τρόπο, τον ανέβαζαν σε έναν ουρανό γεμάτο
αισιοδοξία.
Τίποτα
από αυτά, όμως, δεν κατάφερε να αναπληρώσει τη θέση ενός υπνωτικού ή
αντικαταθλιπτικού ή -ας είναι- τουλάχιστον ενός αγχολυτικού. Οι τύψεις
επέστρεφαν πάντα. Έτσι, συνέχισε να βαδίζει σε αυτόν τον άσκοπο Γολγοθά του,
μέχρι που βρέθηκε πάνω σε μια από τις γέφυρες. Ήταν φτιαγμένη από ξύλο, με σκοινιά
που τη συγκρατούσαν. Κατέληγαν σε στυλώματα, που βρίσκονταν στις άκρες της. Ένα
γεφύρι, που ταίριαζε απόλυτα με το ύφος και το στιλ της πόλης. Ακόμα και οι
πολλές επισκευές, που υπέστη στο πέρασμα του χρόνου, έγιναν με σεβασμό στην
αρμονία του τοπίου.
Το
βλέμμα του καρφώθηκε σε μια από τις κορυφές των κιόνων της γέφυρας. Σαν κάτι να
σκέφτηκε, παίρνοντας τον δρόμο προς τα εκεί.
«Όχι,
όχι, τι πας να κάνεις εκεί; Σταμάτα».
Ο
συνοδός… σαν να διέκοψε για μια στιγμή τις σκέψεις του.
Τίποτα
όμως. Οι ισχυρές σκέψεις επανήλθαν. Ο Νέλιο άρχισε να σκαρφαλώνει στην κολώνα.
Έφτασε στην κορυφή της και κάθισε. Η κορυφή ήταν επίπεδη, αν και στενή. Μετά
βίας φιλοξενούσε δύο άτομα, μιας και δύο τεράστια μπουλόνια είχαν αποφασίσει να
τη στηρίξουν. Δίπλα του κάθισε και ο όμορφος και προσεγμένος εμφανισιακά φίλος
του. Τα πάντα εκεί ψηλά έπαιρναν άλλο χρώμα. Ο αέρας, ανάκατος με την υγρασία
του δάσους, έφτανε εκεί πιο καθαρός, απαλλαγμένος από τη μυρωδιά του δρόμου και
των ανθρώπων.
Άκουγες
πιο καθαρά το απαλό θρόισμα των φύλλων. Οι κούκοι και τα νυχτοπούλια ήταν
απαλλαγμένα από τους ήχους της πόλης και οι ήχοι τους έφταναν καθαροί στα
αυτιά. Ακόμα και το φεγγάρι έμοιαζε να έχει περισσότερο φως. Το πιο όμορφο,
όμως, εκεί πάνω ήταν τα αστέρια. Αν και η απόσταση που τα χώριζε από τη γη δεν
ήταν ικανή να δικαιολογήσει αυτήν τη διαφορά, τα αστέρια είχαν έρθει πολύ πιο
κοντά στη γη. Σαν να είχαν πάρει ζωή και χόρευαν στον καθαρό ουρανό.
«Τι
κάνεις τώρα; Είναι σοβαρά πράγματα αυτά;»
Τότε
ο Νέλιο ξέσπασε σε κλάματα. Η καρδιά του
πονούσε και δεν μπορούσε πια να το κρύψει. Έμεινε στην κορυφή του στυλώματος
για ώρες. Χάζευε τους περαστικούς. Τις οικογένειες να διασκεδάζουν πάντα
ενωμένες. Μπορεί να ζήλευε. Μπορεί να ποθούσε να πάρει τη θέση τους. Σιγά σιγά
ο κόσμος αραίωνε. Έκανε το τοπίο πιο μουντό, πιο ήσυχο, κατάλληλο για σκέψη,
διαλογισμό, ίσως για κατάθλιψη. Σαν οι αναμνήσεις του να ήταν μια κλωστή που
μπλέχτηκε μια άκρη πάνω του, ενώ ο αέρας
την πέταξε στο κενό, ξετυλίγοντας το μεταξένιο νήμα στον αέρα.
Ήταν
δεκαέξι χρονών όταν γνώρισε την Άννη. Από τότε έμεναν μαζί, μέχρι η κακιά στιγμή να τους χωρίσει.
Την ημέρα που τη γνώρισε, είχε τα γενέθλιά του. Έβγαλε την παρέα να
διασκεδάσουν, με αποτέλεσμα να γνωρίσει ό,τι πιο όμορφο αντίκρισαν ποτέ τα
μάτια του. Ορκιζόταν αργότερα ότι το
προηγούμενο βράδυ την είχε δει στον ύπνο του. Από τότε, οι ζωές τους μπλέχτηκαν
με τέτοιον τρόπο, που το να είναι για πάντα μαζί ήταν μονόδρομος.
Στα
επόμενα χρόνια, ταξίδια και επιτυχίες ήταν μια ρουτίνα. Η αγάπη τους όμως όχι.
Για τον ίδιο, η μια επαγγελματική επιτυχία ακολουθούσε την άλλη, ενώ και η Άννη
έγινε δασκάλα σε σχολείο. Κατάφεραν να ορθώσουν δύο μεγάλες εταιρείες. Το
αποτέλεσμα της αγάπης τους επισφραγίστηκε με τον ερχομό της Έλμας.
Οι
πρώτες αυτές σκέψεις ελάφρυναν την ψυχή του. Ένα χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του.
Οι καλές στιγμές, όμως, δεν κρατάνε για πάντα. Οι κακές είναι αυτές που σου
μένουν, στοιχειώνοντας την ψυχή σου. Και αυτές που είχε ο Νέλιο… ήταν φοβερές.
Για
να μπορέσει να είναι κοντά της, παράτησε τη μια εταιρεία. Την πούλησε στη
συνέχεια, χάνοντας πολλά από τα χρήματά του. Αναπόφευκτα αυτό καταδίκασε και
την άλλη εταιρεία. Δεν τον ένοιαζαν όμως αυτά. Το μόνο του ενδιαφέρον
εστιαζόταν αποκλειστικά στην οικογένεια. Αν και άργησε να το καταλάβει, ο πόνος
που του έδωσε η γυναίκα του, τον βοήθησε να καταλάβει τι ακριβώς χρειαζόταν.
Αυτό που χρειαζόταν ήταν η οικογένειά του. Θα μπορούσε να αλλάξει τα πάντα για
χάρη της. Το προσπαθούσε. Το προσπαθούσε πολύ, με όλη του την καρδιά.
Είχε
πάψει πια να ασχολείται με πάθος στη δουλειά. Η δεύτερη εταιρεία πήρε την κάτω
βόλτα. Βρέθηκε να χρωστά τεράστια ποσά, που τον ανάγκασαν να κλείσει και τη
δεύτερη. Πούλησε και ακίνητα για να μπορέσει να ξεχρεώσει, μα δεν τα κατάφερε.
Στο τέλος, οι τράπεζες έκαναν κατάσχεση ακόμα και στο σπίτι που έμεναν.
Αναγκάστηκαν να μετακομίσουν αλλού και μερικούς μήνες μετά ακολούθησε ο χαμός
της Άννης.
Κατηγόρησε
τον εαυτό του για ό,τι έγινε. Αν πρόσεχε τη δουλειά, τότε τα πράγματα ίσως να
ήταν αλλιώς. Ίσως η Άννη να ζούσε. Μπορεί να τον άφηνε. Μπορεί να σταμάταγε να
τον αγαπάει πια. Σίγουρα θα την πλήγωνε πολύ… αλλά θα ζούσε. Δεν ήταν
υποχρεωμένη να υποστεί τέτοιους εξευτελισμούς. Δικαστικοί επιμελητές,
δικηγόροι, τηλέφωνα από τράπεζες και πολλά άλλα, που καθημερινά δυσχέραιναν το
βιοτικό τους επίπεδο, κάνοντάς τη μελαγχολική. Ούτε πίστευε ο ίδιος ότι θα
γινόταν το ατύχημα. Το ότι αυτός δεν πήρε από την αρχή μια δύσκολη απόφαση και
να την κρατήσει ως το τέλος, ήταν το μέγα λάθος του. Ήταν και ο υποσυνείδητος
λόγος που κατηγορούσε τον εαυτό του για τα κακά που τον έβρισκαν. Έβλεπε την
κόρη του, που τόσο του θύμιζε αυτήν. Ένιωθε να τον κατηγορεί. Καθόταν τα βράδια
στη βεράντα, προσπαθώντας να βάλει τάξη στο κουβάρι της ζωής του. Μάταια όμως.
Κατέληγε να ικετεύει τον Θεό να δώσει τέλος στη ζωή του. Δεν άντεχε άλλο. Αυτός
από λάθος έπεσε σ’ αυτόν τον κόσμο.
Οι
τελευταίες οικονομίες που δεν πειράχτηκαν, μετοχές και ομόλογα, έγιναν ρευστό.
Τις κατέθεσε στην τράπεζα στο όνομα της κόρης του. Έπρεπε να φύγει μακριά. Η
κακοτυχία που τον κυνηγούσε, θα μπορούσε να επηρεάσει και την Έλμα. Δεν θα το
άντεχε αυτό. Της άφησε ένα γράμμα φεύγοντας. Μαζί με το γράμμα, τα βιβλιάρια
της τράπεζας και κάποια πολύτιμα αντικείμενα. Προσπάθησε μέσα από λόγια να
εκφράσει τους λόγους που τον ανάγκαζαν να το κάνει αυτό. Δεν της είπε τίποτα
για όσα πραγματικά τον σκότωναν. Μόνο κάποιες δικαιολογίες, που ανεπιτυχώς
προσπαθούσαν να καλύψουν τις πράξεις απελπισίας του. Εκείνη τη μέρα η καρδιά
του έσπασε. Τα δάκρυα δεν σταματούσαν να τρέχουν από τα μάγουλα. Ένα πέπλο
σκιάσε όλες τις σκέψεις του, μα λίγο βοηθούσε στον πόνο. Πόσες φορές σκέφτηκε
εκείνη τη μέρα να γυρίσει πίσω πριν την Έλμα και να σκίσει το γράμμα.
Περιπλανιόταν
στους δρόμους. Κράτησε για τον εαυτό του ένα πενιχρό εισόδημα, για να μπορεί να
τρώει και να κοιμάται κάπου. Ο δρόμος, όμως, ήταν το μέρος που θα μπορούσε να
ξεχαστεί από την κόλαση που ζούσε. Εκεί συναντούσε κόσμο που δεν περνούσε το
μαρτύριο το δικό του. Ήταν ευτυχισμένοι. Ζούσαν τη στιγμή τους. Δεν τους ζήλευε
επ’ ουδενί ή δεν ήθελε το κακό τους. Μόνο μερικές στιγμές χαράς θα ζούσε απλά
με το να τους κοιτάζει. Όταν έφευγαν, οι σκέψεις γύριζαν, μα έτσι κι αλλιώς θα
επέστρεφαν, ή απλά δεν θα έφευγαν ποτέ.
Η
κουβαρίστρα άδειασε και έπεσε στο νερό. Το μεταξένιο νήμα ανέμιζε στον αέρα.
Έδειχνε ανατολικά, εκεί που σε λίγο θα έβγαινε ο ήλιος. Μόλις άρχισε να
χαράζει, ηρέμησε.
«Πρέπει
να γυρίσεις και να πεις στην κόρη σου τα πάντα. Πάνω απ’ όλα ότι την αγαπάς.
Αυτό θέλει να ακούσει. Κατέβα και πήγαινε. Μην χάνεις άλλο χρόνο. Η ζωή περνά
και είσαι για πολύ καιρό μόνος» τον συμβούλευε ο φίλος του.
Ο
σιωπηλός άντρας έμοιαζε αποφασισμένος.
Ίσως άκουσε αυτά τα λόγια, αλλά βαθιά μέσα του. Ίσως να ήταν τα «θέλω»
που του μιλούσαν. Γνώριζε, όμως, πως η σκληρή πραγματικότητα ήταν πάντα
αδυσώπητη. Ακόμα κι ένας άγγελος να φώναζε στο μυαλό του τα λόγια αυτά, η
ψυχολογία του ήταν πλέον άπειρα κομμάτια χαλασμένου παζλ. Σηκώθηκε. Το βλέμμα του άλλαξε, έγινε
απλανές.
«Ωραία.
Πάμε τώρα κάτω και θα πάμε στο σπίτι της. Εδώ κοντά μένει» αποκρίνεται ο
διπλανός του, φανερά ανακουφισμένος.
Ο
άντρας, όμως, δεν σκεφτόταν αυτό που τελικά νόμιζε ο φίλος του. Άπλωσε τα χέρια. Έκλεισε τα μάτια. Ένιωθε τον
αέρα να περνάει από πάνω του και γαλήνευε. Ένιωθε τον παράδεισο να είναι τόσο
κοντά του πρώτη φορά. Θα του έδινε ο Θεός ένα ζευγάρι τεράστια, ολόλευκα φτερά,
σαν αυτά που έχουν οι εκλεκτοί υπηρέτες του; Θα τον βοηθούσαν να φτάσει κοντά
Του. Να μπει στην αγκαλιά Του, να γίνει ένα με τον δημιουργό του.
«Ωχ,
όχι, όχι» φώναξε αναστατωμένος ο φίλος του.
Τότε, στα καταγάλανα μάτια του καθρεπτιζόταν η
εικόνα του άντρα να πέφτει στο κενό. Παραδόξως τον ακολούθησε. Ο χρόνος εκείνη
τη στιγμή επιβράδυνε θεαματικά, μέχρι που σταμάτησε. Βρήκε τον Νέλιο στον αέρα,
με τα χέρια απλωμένα και μια γαλήνια και ταυτόχρονα ανήσυχη έκφραση στο πρόσωπό
του. Σαν να φοβόταν τον θάνατο, αλλά να τον θεωρεί σαν λύση στα προβλήματά του.
Σαν μια αιώνια λύτρωση από αυτόν τον κόσμο, που, αν και φαίνεται χαρωπός, είναι
τόσο επώδυνος. Ο φίλος του, όμως, δεν υποτάχτηκε στους κανόνες του χρόνου. Σε
αυτή την απροσδόκητη παύση έδρασε με υπερβολική ταχύτητα. Έκανε μια στροφή και,
αντί να πέσει, ανέβηκε ψηλά στον ουρανό. Άφησε ένα αχνό αποτύπωμα, κάτι σαν
σύννεφο σε ανοδική μορφή και χάθηκε.
Λίγο
μετά, επέστρεψε με τον ίδιο τρόπο. Σαν μια σταγόνα στα ήρεμα σύννεφα του
ουρανού, έκανε την επάνοδό του. Πέρασε από μέσα τους. Τα ταρακούνησε, κάνοντας
να εμφανιστούν μικρά κυματάκια από το σημείο εισόδου του. Διέσχισε γρήγορα την
απόσταση ως τη γέφυρα, αφήνοντας πάντα το ίδιο ίχνος πίσω. Μόλις έφτασε κοντά στον
Νέλιο, ο χρόνος κύλησε και πάλι. Με μια περίτεχνη κίνηση του έπιασε τα πόδια,
θα έπεφτε πάνω στα βράχια, στις όχθες του ποταμού. Τον τράβηξε, όμως, προς το
νερό. Αν και σίγουρα θα χτυπούσε, τουλάχιστον δεν θα έχανε τη ζωή του.
Κεφάλαιο
2
Η
θάλασσα χάιδευε απαλά τις μύτες των βράχων. Λίγο πιο πίσω ορθωνόταν ένας
απότομος γκρεμός. Στην κορυφή του ήταν κτισμένο ένα ανθρώπινο δημιούργημα. Ένα
κτίσμα, που δεν συναντούσες στις πόλεις και την εξοχή. Ένα μοναστήρι εντελώς
διαφορετικό από αυτά που συναντούσε το ανθρώπινο μάτι στο πέρασμά του από τη
χώρα. Δομημένο με περίτεχνο τρόπο στην κορυφή του γκρεμού, αποκομμένο από την
υπόλοιπη γη, φάνταζε να αιωρείται στο πουθενά. Ήταν τρομερά δύσκολο να
καταλάβει κάποιος πώς κατάφεραν να το κτίσουν εκεί.
Σε
ένα από τα κελιά αυτού του παράξενου μέρους δέσποζε η φιγούρα ενός μοναχού.
Καθόταν σε μια αυτοσχέδια καρέκλα, μπροστά σε ένα μικρό γραφείο. Ήταν κοντός
και διατηρούσε μια φανταχτερή κοιλιά. Η άσπρη του γενειάδα και τα ολόλευκα
μαλλιά φανέρωναν έναν άνθρωπο περασμένης ηλικίας. Η σοφία του ήταν διάχυτη στον
χώρο, μιας και οι βιβλιοθήκες που υπήρχαν για να καλύπτουν τους τοίχους του
κελιού, ήταν φορτωμένες από διάφορους τόμους από βιβλία που ήταν γραμμένα εξ
ολοκλήρου στο χέρι από σοφούς μοναχούς. Ήταν σίγουρο ότι τα είχε μελετήσει όλα
ξανά και ξανά. Πολλά από αυτά είχαν ανεκτίμητη αξία. Γραμμένα εξ ολοκλήρου στο
χέρι, από ανθρώπους που πέρασαν όλη τους τη ζωή κοντά στον Θεό, έχοντας φτάσει
τόσο κοντά Του, που σχεδόν τον άγγιξαν. Οι μνήμες και η αφοσίωσή τους κατάφερε
να τους δώσει μια σοφία πέρα από την ανθρώπινη φύση. Τόσο μεγάλη, που ίσως να
έφτανε τις γνώσεις των αγγέλων. Βέβαια, οι τόμοι περιείχαν και άπειρες
πληροφορίες και για τους δαίμονες. Ήταν πάντα τόσο κοντά τους, όσο και οι
άγγελοι, μόνο που δεν είχαν τη δύναμη να τους επηρεάσουν. Όλη αυτή η γνώση
διαβάστηκε ξανά και ξανά από τον χοντρούλη μοναχό, ενώ ο ίδιος, με περίτεχνο
τρόπο, επιχειρούσε να τα μεταφέρει στους υπόλοιπους μοναχούς του μοναστηριού,
και τα κατάφερνε. Αυτό έκανε το συγκεκριμένο μοναστήρι ένα από τα σημαντικότερα
εκείνου του τόπου.
Η
διάθεσή του δεν ήταν και η καλύτερη τον τελευταίο καιρό. Στο γραφείο του πάνω
υπήρχαν αρκετές εφημερίδες και διάφορα αποκόμματα από άλλες παλιότερες
φυλλάδες. Τα παρατηρούσε εξονυχιστικά και κουνούσε με απογοήτευση το κεφάλι.
Στο μοναστήρι δεν υπήρχε ρεύμα. Όχι γιατί δεν μπορούσε, αλλά γιατί ο ίδιος δεν
επιθυμούσε να μπει σε αυτήν τη διαδικασία. Πίστευε πως η ζωή δεν έχει ανάγκη
από ανέσεις. Τουλάχιστον όχι το μοναστήρι του, μιας και ήταν ηγούμενος σε αυτό.
Προτιμούσε να ζει ασκητικά, όπως τόσοι άγιοι της εκκλησίας του. Όποια ενημέρωση
είχε, προερχόταν από τις εφημερίδες που του έφερναν κάθε εβδομάδα από την πόλη
ή από κουβέντες που είχε με τους καλεσμένους και τους επισκέπτες του
μοναστηριού.
Άφησε
για λίγο το διάβασμα και πήγε να πάρει ένα ποτήρι νερό. Κράτησε την κανάτα με
δεξιότητα, μα το μυαλό του τριγυρνούσε σε αυτά που μόλις είχε διαβάσει. Τον
ανησυχούσαν όλα αυτά που διάβαζε. Εδώ
και δεκαπέντε μέρες ο κόσμος έδειχνε να τρελαίνεται.
Όλα
άρχισαν με σφοδρές μάχες μεταξύ πιστών και άπιστων στη μέση ανατολή. Πάντα
υπήρχαν διαμάχες μεταξύ τους, μα τώρα τα πράγματα ξέφυγαν πέρα από κάθε έλεγχο.
Τα θύματα αυτού του πολέμου ξεπερνούσαν τα χίλια ημερησίως, ενώ ταυτόχρονα
έδειχνε να εξαπλώνεται η έχθρα και σε γειτονικά κράτη. Ένας πόλεμος ήταν προ
των πυλών και δεν θα μπορούσε κανένας να τον σταματήσει. Αν και κανένας Θεός
δεν θα ήθελε να βλέπει τους ανθρώπους του να σκοτώνονται έτσι, αυτοί, στο όνομά
Του, γίνονταν χασάπηδες με ολέθρια αποτελέσματα.
Το
επόμενο που του κέντρισε την προσοχή, ήταν η καταστροφή που υπέστη η μεγάλη
δύναμη του κόσμου. Οι ανατολικές ακτές της Αμερικής πλήγηκαν από έναν τρομερό
σεισμό. Ολόκληρες πόλεις θάφτηκαν κάτω από τα χαλάσματα, ενώ σε πολλές
περιπτώσεις η γη άνοιξε και κατάπιε
κτίρια. Τα θύματα είναι ανυπολόγιστα και όσες προσπάθειες και αν έγιναν για να
βοηθηθούν, ήταν πάντα ανεπαρκείς. Οι εφημερίδες προσφώνησαν τυχερούς όσους
κατάφεραν να γλιτώσουν από τον σεισμό, μα ο ίδιος διαφωνούσε. Πάνω κάτω ήξερε
τη μοίρα που τους περίμενε στη γωνία. Αν και τραβήχτηκαν στα εσώτερα της χώρας,
η τύχη τους δεν θα ήταν καλύτερη. Αντίθετα, θα αναγκάζονταν να βασανιστούν
περισσότερο, πριν τελικά παραδοθούν σε έναν σκληρό θάνατο.
Τα
κακά, όμως, δεν περιορίζονταν εκεί. Στην Αφρική, η κατάσταση βγήκε εκτός
ελέγχου. Ένας ιός είχε προσβάλει τους κατοίκους ενός μικρού χωριού. Στη
συνέχεια, εξαπλώθηκε γρήγορα στις πόλεις και από εκεί σε ολόκληρη τη χώρα.
Μάταια προσπαθούσαν να τον περιορίσουν. Εξαπλωνόταν τάχιστα και με θνησιμότητα
που υπερκάλυπτε το ενενήντα τοις εκατό. Ήταν απλά θέμα χρόνου το πότε θα
περνούσε και στις άλλες ηπείρους, με καταστροφικά για την ανθρωπότητα
αποτελέσματα. Το χειρότερο ήταν πως δεν υπήρχαν οχυρώματα για να σταματήσει
όλος αυτός ο χείμαρρος. Οι πολιτισμένες χώρες δεν μπόρεσαν να στείλουν έγκαιρα
τη βοήθειά τους για να σταματήσουν την εξάπλωση του ιού, βουτηγμένες και αυτές
στα προβλήματά τους.
Δεν
ήταν, όμως, μόνο οι άνθρωποι που προκαλούσαν την καταστροφή τους. Ακόμα και η
φύση εκδικούνταν με τον χειρότερο τρόπο τον άνθρωπο για όσα είχε τραβήξει από
αυτόν. Οι μεγάλοι παγετώνες στους πόλους της γης άρχισαν να
αποσταθεροποιούνται. Μεγάλα κομμάτια από αυτούς αποκολλήθηκαν και ξεκίνησαν ένα
ταξίδι στις θάλασσες του κόσμου. Σαν αποτέλεσμα είχε την τεράστια ανησυχία των
επιστημόνων για τη μεταβολή της θερμοκρασίας της θάλασσας. Όλα είχαν πάρει
πλέον μια μη αναστρέψιμη πορεία. Τα ρεύματα που διέσχιζαν τη θάλασσα, θα
μπορούσαν να μεταφέρουν τους παγετώνες σε απρόσμενες τοποθεσίες.
Στην
Ευρώπη, την Ασία και τη νότια Αμερική η φύση συνέχιζε το καταστροφικό της για
την ανθρωπότητα έργο. Το ένα μετά το άλλο τα μεγάλα ηφαίστεια άρχισαν έναν
χορό. Βρυχούνταν και γέμιζαν τον ουρανό με τεράστια σύννεφα καπνού, κάνοντας
τις εναέριες συγκοινωνίες αδύνατον να πραγματοποιηθούν. Η λάβα που ξεπηδούσε
από μέσα τους, σκέπαζε και κατάστρεφε τα πάντα στο πέρασμά της.
Τα
είχε διαβάσει ξανά και ξανά, προσπαθώντας να δώσει κάποια εξήγηση για ό,τι
έβλεπε να γίνεται στον κόσμο. Τις προηγούμενες ώρες κατέβασε έναν έναν τους
τόμους βιβλίων, ψάχνοντας για σημάδια που θα του έδιναν απαντήσεις. Σχεδόν δύο
μέρες έψαχνε τις απαντήσεις που γύρευε. Αυτό όμως που ανακάλυψε, ήταν πέρα από
τους φόβους του. Ξεπερνούσε και τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις. Η αποκάλυψή
του, όμως, δεν θα μπορούσε να ανακοινωθεί στους υπόλοιπους μοναχούς. Θα ήταν
ανούσιο. Δεν θα μπορούσε κανένας τους να κάνει κάτι. Αυτό όμως που έβλεπε
καθαρά, ήταν ο ρόλος που είχε ο ίδιος σε όλη αυτή την κατάσταση. Αν και του
ήταν δύσκολο να πάρει κάποιες αποφάσεις, δεν δίστασε να το κάνει. Ίσως γι’
αυτόν τον λόγο να τον κρατούσε ο Θεός ακόμα στη ζωή.
Τα
ροδαλά από το γέλιο μάγουλά του έμεναν ανέκφραστα. Δεν ήταν η ώρα να γελάσει.
Άλλωστε, αυτό το έκανε στο σύνολο της μέχρι τώρα ζωής του. Τα πράγματα είχαν
πάρει μια εξέχουσας σημασίας τροπή. Άφησε το ποτήρι στο τραπεζάκι, δίπλα στην
κανάτα, και περιεργάστηκε για λίγο το γραφείο. Σαν να ήταν η τελευταία φορά που
το έβλεπε. Αν και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εκεί, όλα αυτά που
γίνονταν, έμοιαζαν σαν ένα σημάδι που θα τον έβγαζαν από τον συνηθισμένο τρόπο
ζωής του. Του έδειχναν τον δρόμο της οριστικής εξόδου από το κελί του. Το μακρύ
ράσο κυλιόταν στο πάτωμα, στον δρόμο που πήρε για να γυρίσει ξανά στο γραφείο
του. Ήταν κατάμαυρο και καινούριο. Έβαλε το χέρι του στη μια τσέπη και έβγαλε
από μέσα μια καραμέλα. Την ξετύλιξε και την έβαλε στο στόμα του. Ήταν μια από
τις μικρές απολαύσεις που κρατούσε στο μοναστήρι. Κάθισε στην καρέκλα του και
συνέχισε το διάβασμα.
Η
πόρτα του κελιού του χτύπησε ελαφρά. Γύρισε το βλέμμα και την κοίταξε. Δεν
έδωσε μεγάλη σημασία. Δεν έτρεξε να ανοίξει. Επικεντρώθηκε ξανά στις εφημερίδες
που είχε μπροστά. Η πόρτα χτύπησε για δεύτερη φορά, λίγο πιο δυνατά τώρα.
Σκούπισε το πρόσωπό του, όχι για κάποιον ιδρώτα που κύλησε ή κάτι τέτοιο, μα
από την απελπισία γι’ αυτά που έπρεπε να κάνει. Του ήταν δύσκολο να περάσει
αυτή την κατάσταση, μα δεν μπορούσε να κάνει πίσω.
«Εμπρός;»
Η
ξύλινη πόρτα άνοιξε, για να περάσει μέσα ένας άλλος μοναχός. Φανερά πιο νέος
και σίγουρα με πιο μεγάλη όρεξη. Το χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
Παλιός φίλος και μαθητής του γέροντα, ήξερε καλά πως το κάλεσμά του σε εκείνο
το κελί είχε κάποιον σκοπό πέρα από τα συνηθισμένα. Πλησίασε στο γραφείο και
διατηρώντας το χαμόγελό του, μα με φόβο γι’ αυτά που θα άκουγε, του αποκρίθηκε:
«Ευλογείτε,
γέροντα».
Ο
γέροντας σήκωσε τη ματιά πάνω του. Του πρότεινε να κάτσει σε μια καρέκλα
απέναντι από το γραφείο. Η δύσκολη στιγμή είχε φτάσει και έπρεπε να πάρει
δύναμη να του ανακοινώσει τις αποφάσεις του.
«Παιδί
μου, ξέρεις καλά γιατί σε κάλεσα εδώ. Έτσι;»
«Το
φαντάζομαι, γέροντα, αν και δεν θέλω να το πιστέψω».
Ο
μοναχός έμοιαζε να κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα. Πάνω κάτω ήξερε τι θα του
έλεγε ο γέροντας. Τόσες φορές που κουβέντιαζαν, τον είχε προετοιμάσει για τα
μελλούμενα και τον σκοπό στη ζωή του. Του είχε πει ότι κάποια στιγμή θα έπρεπε
να εγκαταλείψει το μοναστήρι, για να κάνει αυτό που επιθυμούσε ο Θεός.
«Η
ώρα έφτασε. Πέρα από το τι θέλουμε εμείς για τον εαυτό μας, θα πρέπει να
μάθουμε τι θέλει Αυτός για εμάς. Όσον αφορά εμένα, η ώρα για να κάνω το θέλημά Του έφτασε. Η
δουλειά μου σε αυτό το μοναστήρι τελείωσε οριστικά».
«Μα
γέροντα, πώς μπορείς να αφήσεις το σπίτι σου; Και εδώ μπορείς να κάνεις αυτό
που πρέπει. Δεν χρειάζεται να εγκαταλείψεις την οικογένειά σου, για να κάνεις
το θέλημά Του. Τόσο καιρό εδώ κάνουμε τα αδύνατα δυνατά, για να είμαστε όσο πιο
κοντά Του γίνεται.
Έκανε
απελπισμένες προσπάθειες, για να του αλλάξει τη γνώμη. Επιστράτευσε καθετί που
θα μπορούσε να τον κάνει να λυγίσει και να αναιρέσει αυτή του την απόφαση.
Ήξερε όμως, βαθιά μέσα του, πως κάτι τέτοιο δεν θα γινόταν. Ο γέροντας
ετοιμαζόταν εδώ και καιρό γι’ αυτήν τη στιγμή.
«Παιδί
μου, έχεις δίκιο. Θα ήθελα κι εγώ να μείνω εδώ. Αυτό ήταν και θα είναι πάντα το
σπίτι μου. Εδώ μεγάλωσα και πέρασα πάνω από έναν αιώνα ζωής. Λες να θέλω έτσι
απλά να φύγω; Όχι. Πρέπει όμως να ακολουθήσω τη μοίρα μου, όποια και αν είναι
αυτή. Δεν μπορώ να παρακούσω το θέλημά Του».
Μην
μπορώντας να αποδεχτεί τη νέα κατάσταση, ο μοναχός σηκώθηκε από την καρέκλα του
και άρχισε να κάνει βόλτες πέρα δώθε στο δωμάτιο. Ο γέροντας, που τόσο καιρό
διοικούσε αυτό το μοναστήρι, τώρα θα
έφευγε. Πώς θα συνέχιζαν αυτοί; Μόνοι
τους; Στο μυαλό του σηματοδοτούνταν μια νέα εποχή και φοβόταν πως θα ήταν η
εποχή της παρακμής. Δεν μπορούσε να το δεχτεί. Θα έχανε ταυτόχρονα και τον
καλύτερό του φίλο, τον οδηγητή του.
«Σκέψου
το καλύτερα, γέροντα. Αν φύγεις από εδώ, τι θα γίνουν όλοι αυτοί που βασίζονται
πάνω σου; Πες μου, σε παρακαλώ, πώς θα συνεχίσει αυτό το μοναστήρι να
λειτουργεί χωρίς την παρουσία σου; Δεν σε νοιάζει;»
Ο
γέροντας τον κοίταξε επίμονα. Καταλάβαινε απόλυτα την ανησυχία του. Από παλιά,
όλοι οι μοναχοί είχαν για σταθερή τους τον ίδιο. Ό,τι και να γινόταν, ήξεραν
καλά πως θα έβρισκε μια λύση και έναν τρόπο για να διευθετήσει το κάθε θέμα.
Ακολουθούσαν τις εντολές του πιστά, χωρίς κανένα ίχνος γκρίνιας ή
δυσανασχέτησης.
«Σ’
ευχαριστώ, παιδί μου, για τα καλά σου λόγια. Πραγματικά με κάνεις περήφανο.
Σκέψου όμως… είμαι πάνω από εκατόν δέκα χρόνων και με βλέπεις, μπορώ να κάνω
σχεδόν τα πάντα. Έπρεπε να έχω πεθάνει εδώ και πολύ καιρό. Ο Κύριος, όμως,
επέλεξε να με κρατήσει στη ζωή για κάποιον σκοπό. Τα είπαμε αυτά. Ο σκοπός Του
τώρα είναι μπροστά μου. Δεν μπορώ να τον αφήσω και να κάνω ότι δεν κατάλαβα. Αν
είχα πεθάνει όταν έπρεπε, τότε τι θα κάνατε; Είναι απλά ο πόνος τού ότι θα σας
λείψω. Θα μπορέσετε να το ξεπεράσετε αυτό, όπως θα το ξεπερνούσατε αν είχα
πεθάνει πριν δέκα, είκοσι χρόνια. Δέξου τις αποφάσεις Του, χωρίς διαμαρτυρία».
Το
άγχος του μοναχού σαν να ηρέμησε. Καταλάβαινε ότι δεν θα μπορούσε να του
αλλάξει την απόφαση. Έπρεπε να δεχτεί τη νέα κατάσταση, όσο και να τον πονούσε.
Τουλάχιστον, έπρεπε να δει τι θα γίνει από εδώ και πέρα.
«Έχεις
αποφασίσει για το ποιος θα σε αντικαταστήσει; Είναι πολύ σημαντικό για εμάς».
«Και
βέβαια… γι’ αυτό άλλωστε σε κάλεσα εδώ. Ήταν ο βασικός λόγος, για να σε καλέσω.
Το πέρασα από σαράντα κύματα, για να μπορέσω να βρω τον κατάλληλο
αντικαταστάτη. Τελικά, κατάλαβα πως η απόφαση ήταν πολύ απλούστερη απ’ ό,τι
πίστευα. Ο Κύριος τα είχε όλα κανονισμένα. Μου τα έφερε τόσο απλά, που ούτε και
εγώ πίστευα το πόσο εύκολο ήταν να διαλέξω τον πιο άξιο αντικαταστάτη μου».
Ο
μοναχός δεν έδωσε μεγάλη βάση στα λεγόμενα του γέροντα. Αυτό που τον έκαιγε,
ήταν ότι θα έφευγε από το μοναστήρι. Όλα τα άλλα ήταν απλά, διαδικαστικά
θέματα. Το σίγουρο, όμως, ήταν ότι όποιος και να ήταν ο αντικαταστάτης του
γέροντα, δεν θα είχε ποτέ την ίδια καλοσύνη και το ίδιο κύρος με τον προκάτοχό
του.
Χωρίς
να συνεχίσει την κουβέντα, ο γέροντας κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Ο έρημος ο
μοναχός έμεινε στις σκέψεις του και δεν τον κατάλαβε. Μόνο όταν ακούστηκε η
βαριά ξύλινη πόρτα του κελιού, αντιλήφθηκε πως κάτι γινόταν. Σήκωσε το βλέμμα
του και μόλις είδε τον γέροντα να αποχωρεί, πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο. Έκανε
να περάσει έξω μαζί του, μα ο γέροντας τον σταμάτησε.
«Πού
πας, παιδί μου; Από εδώ και πέρα, αυτό θα είναι το κελί σου».
Μια
παγωμάρα πέρασε σε όλο του το κορμί. Αν και πριν είχε ξαφνιαστεί από την
απόφασή του να φύγει, τώρα ξαφνιαζόταν ακόμα περισσότερο. Δεν είχε
προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο. Η αδεξιότητα που είχε σε πολλά πράγματα και τα
αρκετά λάθη που έκανε, δεν επέτρεπαν ούτε καν να περάσει από το μυαλό του μια
σκέψη ότι θα μπορούσε ποτέ να γίνει ηγούμενος.
«Γέροντα…
τι λες;»
«Αυτό
που άκουσες. Εσύ θα είσαι ο αντικαταστάτης μου. Είναι το καλύτερο που μπορώ να
κάνω. Αύριο το πρωί, πριν αποχωρήσω από το μοναστήρι, θα το ανακοινώσω σε
όλους».
Του
κόπηκαν τα πόδια. Δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Αυτά που φοβόταν,
επαληθεύονταν. Ποτέ δεν περίμενε να γίνει αυτός ο ηγούμενος του μοναστηριού.
Ήταν απλά ένας μοναχός, που περνούσε την ώρα του κουβεντιάζοντας με τον
γέροντα. Τίποτα παραπάνω.
«Πάτερ
Φανούριε, αυτό που λέτε είναι μια σκέτη τρέλα. Πώς μπορώ εγώ να γίνω ηγούμενος
μοναστηριού; Υπάρχουν πολύ καλύτεροι από εμένα γι’ αυτήν τη θέση. Είναι σίγουρο
ότι δεν θα τα καταφέρω».
«Έχε
εμπιστοσύνη στη θέληση του Κυρίου, παιδί μου».
«Γέροντα,
εγώ κάνω το ένα λάθος πίσω από το άλλο. Δεν είναι και τα ασφαλέστερα χέρια, για
να αφήσεις μια τόσο σημαντική παράδοση. Υπάρχουν γέροντες εδώ, που θα
αξιοποιήσουν στο μέγιστο την εμπιστοσύνη σου».
«Το
σκέφτηκα καλά και πριν από εσένα, παιδί μου. Οι γέροντες έχουν άλλη δουλειά,
σημαντικότερη να κάνουν. Άλλωστε, δεν τους αρέσει να χάνουν τον χρόνο τους με
το να προσπαθούν να κάνουν το μοναστήρι να λειτουργεί. Τον περισσότερο χρόνο
τους τον αφιερώνουν στον διαλογισμό και την αναζήτηση. Πολλοί από αυτούς ίσως
να μην γνωρίζουν καν ποιος είναι ο ηγούμενος. Η θέση αυτή απαιτεί κάποιον
άλλον. Κάποιον που να έχει καλή καρδιά και η δικαιοσύνη να είναι σημαία του...
κάποιον σαν εσένα».
«Κάποιον
που να έχει εμπειρία. Να ξέρει να διαχειρίζεται καταστάσεις. Να μην είναι τόσο
ατσούμπαλος και άτσαλος, σαν εμένα. Είμαι η χειρότερη απόφαση που έχεις πάρει
ποτέ, γέροντα».
Ο
γέροντας σταμάτησε. Σκέφτηκε λίγο και γύρισε να τον κοιτάξει. Η ματιά του ήταν
τόσο ζεστή, τόσο καλόκαρδη και συμπονετική. Έκανε τον μοναχό να παραλύσει και
να κρεμαστεί από το στόμα του. Ό,τι και να έλεγε τότε ο γέροντας, αυτός θα το
ακολουθούσε κατά γράμμα.
«Παιδί
μου, σε ξέρω καλά. Ξέρω τι είσαι ικανός να κάνεις και τι όχι. Ίσως τώρα να
φοβάσαι τη νέα ευθύνη, μα είσαι ο καταλληλότερος γι’ αυτήν τη θέση. Όσα λάθη
και να έχεις κάνει, τα έχεις πληρώσει και με το παραπάνω. Έχεις μάθει από αυτά.
Τα λάθη σου κατάφεραν να σε κάνουν να σκέφτεσαι πιο ώριμα και συνετά. Σε
αντίθεση με τους άλλους γέροντες που μου λες, εσύ θα βαδίζεις με την καρδιά σου
και τις διδαχές που πήρες από εμένα. Ό,τι λάθος και να κάνεις από εδώ και πέρα,
θα είναι προϊόν της αγάπης σου για το μοναστήρι και μόνο. Θα πρέπει να τα
αγαπάς και να τα διορθώνεις, όπως έκανες μέχρι και τώρα. Έχω εμπιστοσύνη σ’ εσένα. Άλλωστε, ποιος
άνθρωπος δεν έχει κάνει λάθη; Κανένας. Και εγώ πρώτος απ’ όλους έχω πέσει στα
περισσότερα και βαρύτερα. Όταν προσπαθείς να κάνεις το σωστό, αυτά είναι μέρος
του και δεν πρέπει να τα φοβάσαι. Έρχονται δύσκολες μέρες και αυτό που
χρειάζεται αυτός ο τόπος είναι ένας άνθρωπος με τη δική σου πίστη».
Κατέβασε
το κεφάλι και έκλεισε την πόρτα πίσω του, αφήνοντας τον μοναχό μέσα στο γραφείο
του. Πήγαινε στο διαμέρισμά του, για να ξεκουραστεί. Η επόμενη μέρα μπορεί και
να ήταν η δυσκολότερη της ζωής του.
Το
πρωινό είχε φέρει τον ήλιο να φωτίζει τις πλαγιές του μοναστηριού. Ο γέροντας
Φανούριος είχε μαζέψει τα λιγοστά πράγματά του σε ένα δισάκι και, περιμένοντας
να τελειώσει η πρωινή προσευχή, συγκέντρωσε όλους τους μοναχούς στην εκκλησία,
για να τους μιλήσει. Εκεί, τους ανακοίνωσε την απόφασή του να εγκαταλείψει το
μοναστήρι και να διορίσει τον νέο του αντικαταστάτη. Οι κουβέντες του
δημιούργησαν ένα σούσουρο, που το διέκοψε με μια φωνή.
«Σταματήστε!
Είναι το θέλημα του Θεού να γίνουν έτσι τα πράγματα. Κανένας δεν μπορεί να το
σταματήσει αυτό. Έρχονται δύσκολες μέρες για όλους μας. Περιμένω από εσάς να
δείξετε τον καλύτερό σας εαυτό και να υπερασπιστείτε όλα αυτά που τόσα χρόνια
προσπαθούσαμε να χαρίσουμε στον κόσμο. Είμαστε η μοναδική ελπίδα της ανθρωπότητας
και μην το ξεχάσετε ποτέ αυτό. Εσείς, όπως κι εγώ, θα εκτελέσουμε στο έπακρο
τις αποστολές μας. Φεύγοντας, θα ήθελα να σας τονίσω πως η πίστη είναι το
σημαντικότερο όπλο μας απέναντι σε αυτό που μας απειλεί. Μην χάσετε την πίστη
σας για κανέναν λόγο».
Κατεβαίνοντας
από το βήμα, στην αίθουσα της εκκλησίας απλώθηκε ένα παρατεταμένο σούσουρο,
δυνατότερο από την προηγούμενη φορά. Ο γέροντας πήρε τον δρόμο του και κανένας
δεν είχε το μυαλό να τον αποχαιρετίσει. Μόνο ο μοναχός αντικαταστάτης του τον συνόδεψε
μέχρι την εξώπορτα. Όλοι οι άλλοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τι είχε γίνει και
για ποιον λόγο επιβαλλόταν η φυγή τού Φανούριου.
Για
πρώτη φορά μετά από καιρό, ο Φανούριος πλέον ήταν έξω από το μοναστήρι.
Περπάτησε στο χωμάτινο μονοπάτι, που θα τον οδηγούσε μακριά από εκεί, με σκοπό
να ολοκληρώσει την αποστολή του. Γύρω του υπήρχαν διάσπαρτα δέντρα, βγάζοντας
από μέσα τους μια υπέροχη μυρωδιά. Η πρασινάδα και ο ήχος των κυμάτων έκαναν
τον δρόμο του ευχάριστο. Ο καθαρός αέρας τον αναζωογονούσε και του έδινε δύναμη
να πάει παρακάτω. Αν και η κατάσταση ήταν εξαιρετικά κρίσιμη, αν και όδευε
ολοταχώς στο άγνωστο, το κέφι του δεν τον εγκατέλειπε. Σαν μια γκραβούρα
γελοιογράφου αυτός, ο τόσο σημαντικός άνθρωπος, περπατούσε γεμάτος χαρά για να
ολοκληρώσει τον σκοπό του. Η απόσταση από τη μονή ολοένα και μεγάλωνε, ώσπου
στο τέλος χάθηκε από το οπτικό του πεδίο. Ήταν πλέον μόνος σ’ έναν κόσμο που
τόσο λίγο ήξερε.
Κεφάλαιο
3
Ο
καθεδρικός ναός δέσποζε σε μια μεγάλη έκταση της ιταλικής επαρχίας. Αν και
κοντά στο Βατικανό, δεν είχε ιδιαίτερα θερμές σχέσεις μαζί του. Μάλλον ήταν
σχετικά αποκομμένη από το κύριο σώμα της εκκλησίας τους. Αυτό, όμως, δεν ήταν
πρόβλημα για τους ιερωμένους εκεί. Έκαναν τη δουλειά τους με τον καλύτερο
τρόπο, προσπαθώντας να προσφέρουν τα μέγιστα στους ανθρώπους της ενορίας τους.
Όση δουλειά και αν έκαναν όμως, αυτό που είχε τη μεγαλύτερη δύναμη ήταν ο ναός.
Χτισμένος στην κορυφή ενός λόφου, και με το ύψος του να ξεπερνάει τα είκοσι
μέτρα, δέσποζε από κάθε γωνιά της πόλης. Στολισμένος με βιτρό τζάμια και
παράθυρα, ενώ η βαριά, ξύλινη πόρτα του ήταν εντυπωσιακή. Στο εσωτερικό του, τα
πράγματα ήταν εξίσου εκθαμβωτικά. Μια τεράστια πλατεία, που ποτέ δεν κατάφερε
να γεμίσει με κόσμο, και κολώνες να στολίζουν τους διαδρόμους. Το ιερό ήταν διακοσμημένο
με παραστάσεις του Πανάγαθου και πλαισιωνόταν από αμέτρητα κεριά. Πιο πίσω τα
στασίδια, όλα φτιαγμένα από ξύλο, ήταν έτοιμα να φιλοξενήσουν τους πιστούς που
θα πήγαιναν στην επόμενη λειτουργία.
Εκεί,
ανάμεσα στα στασίδια και τον διάδρομο, έστεκαν τρεις φιγούρες ιερωμένων, που
κουβέντιαζαν. Οι δύο ήταν από τον ναό και η ηρεμία ήταν το κύριο χαρακτηριστικό
τους. Κουβέντιαζαν άνετα και σε αρκετά χαλαρούς τόνους. Ο τρίτος, όμως, διέφερε
πολύ. Ήταν ψηλός και λεπτός. Τα ρούχα του ήταν φανερά πιο φθαρμένα από τους
άλλους δύο και η ένταση στο πρόσωπό του φανερή. Έμοιαζε να τους ζητάει κάτι και
το απαιτούσε με τις σπασμωδικές κινήσεις των χεριών του. Εισέπραττε όμως
αρνητικές απαντήσεις, που έδιναν οι υπόλοιποι με το στόμα και την κίνηση του
κεφαλιού τους. Όσο και να προσπαθούσε να τους πείσει, ό,τι κι αν έκανε για να
τα καταφέρει, οι δύο ιερείς έμοιαζαν ανένδοτοι στην απόφασή τους.
Τελικά,
μετά από λίγη ώρα προσπάθειας από μέρους του, κατάλαβε πως δεν είχε καμία
ελπίδα να πάρει αυτό που ήθελε. Τους γύρισε την πλάτη και πήρε τον δρόμο της
εξόδου. Δεν είχε κανέναν λόγο να παραμείνει εκεί. Με γρήγορο βήμα διέσχισε τον
διάδρομο που οδηγούσε στην εξώπορτα, επιτρέποντας και στους δύο άλλους
ιερωμένους να κατευθυνθούν, μιλώντας μεταξύ τους, προς το ιερό.
Οι
πρώτες απογευματινές ώρες περνούσαν γρήγορα και σε λίγο θα έπεφτε το βραδάκι. Ο
ιερέας πέρασε την πόρτα και βγήκε στην αυλή του ναού. Ήταν φανερά ανήσυχος και
σε κάθε βήμα του μονολογούσε. Κυρίως οι βρισιές ήταν αυτές που θα άκουγε
κάποιος περαστικός. Τα παιδιά, που αυτή την ώρα έβλεπαν το προαύλιο του ναού
σαν έναν χώρο που θα μπορούσαν να παίξουν, σταμάτησαν και τον κοίταζαν
παραξενεμένα. Πρώτη φορά έβλεπαν έναν ιερέα σε τέτοια κατάσταση. Κυρίως,
παραξενεύτηκαν από τις διάσπαρτες κουβέντες, που άθελά του φώναζε και
παρέπεμπαν σε υβριστικό περιεχόμενο. Τον ίδιο, όμως, δεν τον ένοιαζε αυτό.
Διέσχισε όλο το μήκος της αυλής και χάθηκε σχεδόν τρέχοντας στα σοκάκια, όπου
το φως είχε σχεδόν χαθεί.
Λίγη
ώρα αργότερα, όταν είχε πέσει πλέον το σκοτάδι, βρέθηκε έξω από ένα σπίτι με
μια ξύλινη, κόκκινη πόρτα. Εκεί σταμάτησε. Την κοίταξε από πάνω ως κάτω. Το
σκέφτηκε λίγο, με την απογοήτευση να έχει ζωγραφιστεί πλέον στο πρόσωπό του.
Δεν είχε αποφασίσει αν τελικά θα έμπαινε μέσα, ή όχι. Κούνησε αρνητικά το
κεφάλι κάμποσες φορές. Σκέφτηκε ξανά και ξανά αν αυτό που θα έκανε, θα είχε
αποτέλεσμα ή όχι. Τελικά, πήρε την απόφαση, ανέβηκε τα δύο σκαλάκια και χτύπησε
την πόρτα. Μερικές στιγμές αργότερα, ακούστηκε από το πίσω μέρος ένας θόρυβος.
Η πόρτα άνοιξε και ξεπρόβαλε μπροστά του μια ηλικιωμένη κυρία. Λίγο ευτραφής,
με μαύρα ρούχα, και ένα μαντίλι να σκεπάζει τα μαλλιά της. Τον κάλεσε, το ίδιο
αγχωμένα, να περάσει μέσα. Σαν κάτι να ετοίμαζαν οι δυο τους, διέσχισαν τη
μικρή αυλή, με τα λουλούδια που μοσχοβολούσαν, και μπήκαν σε ένα μικρό, παλιό
διαμέρισμα. Τον έβαλε και κάθισε σ’ ένα στρογγυλό τραπεζάκι. Η ίδια πέρασε στην
κουζίνα και, λίγο αργότερα, του πρόσφερε ένα γλυκό κουταλιού. Κάθισε μαζί του,
ανυπομονώντας να της πει για κάποια καλά νέα. Ο ιερέας ήταν αμήχανος. Ήταν
φανερό πως δεν είχε να της πει καλά νέα. Η τηλεόραση, λίγο παραδίπλα, έπαιζε
τις ειδήσεις και του είχε τραβήξει το ενδιαφέρον από την αρχή.
Στην
Αγγλία, ο Τάμεσης είχε πλημμυρίσει και είχε σαν αποτέλεσμα πολλές περιοχές,
μαζί και το κέντρο του Λονδίνου, να πνιγούν στο νερό. Όλη η χώρα πλήττονταν από
σφοδρές καταιγίδες και πελώρια κύματα έπνιγαν τις ακτές της. Η χώρα παρέμενε
για δεύτερη εβδομάδα σε κατάσταση συναγερμού και οι αρχές δήλωναν ανίκανες να
κάνουν κάτι δραστικό. Ο παρουσιαστής μεταφέρθηκε στην Αμερική, που πλήττονταν
και αυτή με τη σειρά της από ανεμοστρόβιλους. Αν και δεν ήταν η εποχή τους,
αυτοί βρήκαν την ευκαιρία για να ταξιδέψουν στο κέντρο της χώρας. Στη συνέχεια,
αναφέρθηκε στη νότιο Αμερική. Εκεί οι τυφώνες κατάπιναν τη μια πόλη μετά την
άλλη. Ένα δράμα, που δεν έδειχνε να έχει τελειωμό. Λες και ο Θεός αποφάσισε να
καταστρέψει την ανθρωπότητα, ή μήπως ο άνθρωπος αποφάσισε να αυτοκτονήσει; Στην
Ευρώπη, οι λίμνες έβγαζαν συνέχεια νεκρά ψάρια, και στη Μεσόγειο, η θάλασσα
κατάφερε να ανέβει μερικά πόδια. Η Βενετία έγινε πλέον ένας τόπος που δεν
μπορούσες να ζήσεις. Δεν υπήρχαν καν δρόμοι και τα κτίρια ήταν, στην
πλειονότητά τους, μέσα στο νερό.
«Πες
μου, σε παρακαλώ, τι έγινε; Τι σου είπαν;»
Διέκοψε
τη σκέψη του η κυρία. Η αγωνία της να μάθει τα νέα, την έκανε να τον διακόψει
από την τηλεόραση. Η ίδιος ξεροκατάπιε, αφήνοντας ταυτόχρονα να φανεί πως δεν
είχε καλά νέα. Αν και την είχε προετοιμάσει από πριν, αυτό δεν ήταν κάτι που
ήθελε να ακούσει.
«Δεν
μπορούν να μας βοηθήσουν. Είναι πέρα από τις δυνάμεις τους, λένε. Κατά κύριο
λόγο δεν πιστεύουν αυτά που τους λέω. Το Βατικανό τούς έχει πει πως για κάθε
εξορκισμό θα πρέπει πρώτα να ενημερώνουν την εκκλησία και μετά αυτοί θα τους
στέλνουν τους εξορκιστές. Καμιά εμπλοκή δική τους. Όπως καταλαβαίνεις, ό,τι και
να έκανα για να τους πείσω, έπεσε στο κενό. Είμαστε μόνοι μας».
Βλέποντας
τη γυναίκα σε αυτή την κατάσταση, έσπευσε να συμπληρώσει.
«Αν
ήθελαν και το πίστευαν, θα μπορούσαν να βοηθήσουν. Ήταν στο χέρι τους. Το θέμα,
όμως, είναι ότι εδώ και καιρό το Βατικανό τούς έχει θέσει στο περιθώριο. Αν
κάνουν κάτι πέρα από τις εντολές του, τότε τα πράγματα ίσως να χειροτερεύσουν
και αυτό θα το υποστεί όλο το εκκλησίασμά τους. Το θεωρούσαν υποχρέωσή τους να
παραμείνουν ουδέτεροι αυτήν τη φορά. Δεν τους κατηγορώ. Έχουν μεγάλη ευθύνη».
Η
γυναίκα δεν μπορούσε να το πιστέψει. Οι τελευταίες της ελπίδες έπεσαν στο κενό.
Ήταν μόνο αυτή και ο ιερέας. Κανένας άλλος. Τραβήχτηκε σκεπτική στην καρέκλα
της.
«Σου
το είπα και την προηγούμενη φορά. Μπορούμε να το κάνουμε μόνοι μας. Αυτό που
έχει σημασία είναι να σωθεί το παιδί. Μην απογοητεύεσαι».
«Μόνος
σου; Με έναν τέτοιον δαίμονα; Είναι σαν να σου ζητάω να χάσεις τη ζωή σου έτσι
απλά. Εσύ ο ίδιος είπες ότι δεν είναι κάτι απλό. Δεν είναι ένας δαίμονας που
συναντάς κάθε μέρα. Ότι είναι δυνατός και έχει τη στήριξη του ίδιου του
σατανά».
«Δεν
θα είμαστε μόνοι μας. Θα έχουμε και τον Θεό μαζί μας. Δεν με έχει εγκαταλείψει
ακόμα. Τουλάχιστον αυτό πιστεύω ίσαμε τώρα. Αυτό που έχει σημασία είναι να
σώσουμε το παιδί. Είναι μόλις είκοσι και έχει όλη τη ζωή μπροστά της».
Η
κυρία έσκυψε το κεφάλι. Έγνεψε καταφατικά, ξέροντας πως δεν είχε άλλη επιλογή.
Δάκρυα κάλυψαν το πρόσωπό της και η προσπάθειά της να μην φανούν, την έκαναν να
τραβηχτεί ξανά στην κουζίνα. Χωρίς να χάσει χρόνο, ο ιερέας την ακολούθησε.
Καταλάβαινε απόλυτα την κατάσταση που βρισκόταν. Την ακούμπησε στον ώμο σαν
ένδειξη παρηγοριάς.
«Θα
κάνω ό,τι μπορώ. Πάμε τώρα. Είναι ώρα».
Κούνησε
καταφατικά το κεφάλι. Τον οδήγησε στον πάνω όροφο, με τα δάκρυα να μην
σταματάνε να τρέχουν ποτάμι από τα μάτια της. Ένας μικρός διάδρομος με πράσινες
πόρτες ήταν το πάνω μέρος του σπιτιού που αντίκρισε. Τα δωμάτια φάνταζαν έρημα
και σταμάτησαν μπροστά στο τελευταίο. Η γυναίκα ήταν αναστατωμένη. Ήξερε καλά
πως από εκείνη τη στιγμή και μετά, τα πάντα θα μπορούσαν να συμβούν. Είτε καλά, είτε κακά, αυτή θα έπρεπε να τα
δεχτεί. Το σαγόνι της έτρεμε, ενώ τα δάκρυα δεν είχαν σταματημό. Δείλιαζε
φανερά να πάει παρακάτω και ο φόβος της ήταν διάχυτος.
«Έχεις
τα πράγματα που σου ζήτησα έτοιμα;»
«Όλα
είναι μέσα».
Άνοιξε
την πόρτα και πέρασε στο εσωτερικό του δωματίου. Η γυναίκα έφυγε, όπως της είχε
πει. Θα έμενε στον κάτω όροφο και δεν θα ανέβαινε πάνω ό,τι και να γινόταν.
Ήταν σημαντικό, της είχε πει, γιατί ο δαίμονας θα επιχειρούσε να τη δελεάσει
και να την πάρει με το μέρος του. Τότε, θα είχε δυσκολότερο έργο να κάνει.
Στο
εσωτερικό του δωματίου, τα πράγματα ήταν όπως τα είχε ζητήσει. Ένα τραπεζάκι
στεκόταν στο κέντρο του δωματίου, έχοντας πάνω του μια κανάτα με αγιασμό. Τον
πήρε η γυναίκα από τον ναό την ίδια μέρα. Έναν ασημένιο σταυρό και ένα μαχαίρι
με δύο κόψεις. Παραδίπλα, υπήρχε μια ντουλάπα και στην απέναντι πλευρά ένα
παράθυρο, που έμενε διαρκώς κλειστό. Απέναντί του είχε το σημείο ενδιαφέροντός
του. Ένα σιδερένιο κρεβάτι, από τα πολύ παλιά, και πάνω του ήταν μια κοπέλα.
Εκείνη την ώρα κοιμόταν, μα η είσοδος του ιερέα την έκανε να ξυπνήσει. Ήταν σαν
να τον περίμενε. Άνοιξε τα μάτια, που είχαν πάρει ένα αλλιώτικο, διαφορετικό
χρώμα. Ήταν γκρι, σαν αυτά του λύκου, μα πιο αχνά. Το χρώμα τους ίσα που
φαινόταν. Ανασήκωσε το κεφάλι της και τα δύο βλέμματα συναντήθηκαν. Σίγουρα
αυτή η κοπέλα δεν ήταν ο εαυτός της. Ήταν κάτι άλλο που ζούσε μέσα της και την
υποχρέωνε να κάνει όλα αυτά που ανάγκασαν τη μητέρα της να φωνάξει τον ιερέα.
Αυτό το πράγμα, που ξύπνησε με την είσοδο του άντρα, έμοιαζε ικανοποιημένο με
την παρουσία του. Ανάγκασε την κοπέλα να του χαμογελάσει σατανικά, χωρίς όμως
να υποχωρεί ο θυμός της. Τα χέρια και τα πόδια της ήταν δεμένα στις άκρες του
κρεβατιού, όπως είχε προστάξει ο ίδιος. Αυτό την είχε εξοργίσει και την έκανε
ακόμα πιο επιθετική.
Προχώρησε
προς το τραπεζάκι, ακριβώς απέναντι από την κοπέλα. Άφησε τη δερμάτινη τσάντα
του στο πάτωμα και έβγαλε από μέσα ένα μεγάλο, χοντρό βιβλίο. Αν και δεν έδωσε
σημασία στην κοπελίτσα, ο δαίμονας μέσα της είχε καταλάβει τι επρόκειτο να
συμβεί και εξαγριώθηκε. Κουνούσε δυνατά χέρια και πόδια, σε μια προσπάθεια να
ελευθερωθεί, κάνοντας τις αλυσίδες να βρυχώνται. Ήταν καλά δεμένος και κατάλαβε
αμέσως ότι το να ελευθερωθεί, θα ήταν τρομερά δύσκολο. Ηρέμησε και έστρεψε το
βλέμμα στον ιερέα.
«Ήρθες…
σε περίμενα».
Ο
ιερέας δεν έδωσε σημασία στα λόγια του δαίμονα. Αν και μιλούσε μέσα από την
κοπέλα, αυτός μπορούσε να διακρίνει καθαρά αν τα λόγια ήταν αυτού, ή της
κοπέλας. Συνέχιζε τη δουλειά του, ψάχνοντας στο βιβλίο που κρατούσε κάποιο
κεφάλαιο για να ξεκινήσει. Όταν το βρήκε, άρχισε να λέει κάποια λόγια στα
λατινικά.
«Δεν
ξέρεις με ποιον έχεις να κάνεις, ξεμωραμένε γέρο. Αυτή είναι η τελευταία φορά
που προσπαθείς να διώξεις δαίμονα».
Ο
ιερέας συνέχιζε ατάραχος τη δουλειά του, χωρίς να δίνει σημασία στα λόγια του.
«Εσύ
δεν είσαι καν ιερέας. Ακόμα και οι δικοί σου σε διώξανε. Είσαι ένας απλός
γέρος, που προσπαθεί να αποδείξει ότι αξίζει κάτι. Θα φας το κεφάλι σου».
«Πες
μου ποιος είσαι, δαίμονα».
«Τι
σημασία έχει; Να ξέρεις ποιος σε στέλνει στον άλλον κόσμο; Όταν θα φτάσεις στην
κόλαση, τότε θα μάθεις και το όνομά μου. Θα το μάθεις τόσο καλά, που θα το
προφέρεις και θα πονάς».
«Πες
μου ποιος είσαι, δαίμονα».
Για
να τον αναγκάσει να μιλήσει, τον ράντισε με λίγο αγιασμό. Σαν αποτέλεσμα αυτό,
είχε να κάψει το κορίτσι σε κάθε σημείο που έπεσε ο αγιασμός. Ταυτόχρονα, ο
δαίμονας εξαγριώθηκε.
«Έλα,
Φάμπιο, έλα. Αν νομίζεις ότι με λίγο νεράκι θα καταφέρεις να με διώξεις, είσαι
γελασμένος. Εδώ θα αφήσεις την τελευταία σου πνοή και εσύ και η κοπέλα. Και να
ξέρεις… σου κάνω χάρη. Όλοι οι υπόλοιποι του είδους σου θα έχουν φρικτότερο
θάνατο από εσένα».
«Πώς
σε λένε, δαίμονα, και τι δουλειά έχεις εδώ;»
«Θέλεις
να μάθεις… Δεν μπορείς να περιμένεις… Χαλίμ με λένε, Φάμπιο. Να το θυμάσαι!
Χαλίμ! Όταν θα κατέβεις στην κόλαση, να ξέρεις πού είναι η θέση σου. Έχει πολύ
κόσμο εκεί κάτω και ίσως χαθείς».
Ενώ
ο δαίμονας σπάραζε από τα λόγια που διάβαζε ο ιερέας, ήταν φανερό ότι ήταν πολύ
δυνατότερος απ’ ό,τι έδειχνε. Ο Φάμπιο το είχε καταλάβει αυτό και μάλλον είχε
να κάνει με κάποιον από τους ανώτερους δαίμονες. Στο παρελθόν είχε βρεθεί
αντιμέτωπος με αμέτρητους δαίμονες. Οι περισσότεροι ήταν κατώτερου επιπέδου και
εύκολο να νικηθούν, ακόμα και από έναν καλό εξορκιστή. Μερικοί, όμως, έρχονταν
από τα ανώτερα στρώματα και για να καταφέρεις να τους στείλεις πίσω, θα έπρεπε
ο εξορκιστής να είναι από τους καλύτερους… και αν θα τα κατάφερνε. Τέτοιους
δαίμονες είχε αναγκάσει ο Φάμπιο να γυρίσουν πίσω, ολομόναχος, χωρίς τη βοήθεια
κάποιου. Ακόμα και δυνατότερους δαίμονες κατάφερε να νικήσει. Αυτούς που είχαν
θέση δίπλα στον διάβολο. Μόνο που τα πράγματα τότε ήταν διαφορετικά. Ήταν η
εποχή που η στήριξη του Βατικανού ήταν μαζί του. Τον βοηθούσαν σε ό,τι τους
ζητούσε και είχε πάντα μαζί του τα απαραίτητα σύνεργα για τη δουλειά που
αποφάσισε να κάνει.
Τώρα
όλα είχαν αλλάξει. Τον έδιωξαν από ιερέα, θεωρώντας ότι πάντα υπερβάλλει και
κατάντησε να τους είναι βάρος, χάνοντας την όποια βοήθεια και στήριξη του
δινόταν. Τα πάντα άλλαξαν από τότε. Κατάφερε να τα βάλει με τόσο ισχυρούς
δαίμονες και να νικήσει. Δεν ήξερε, όμως, μέχρι πότε θα γινόταν αυτό. Κάθε φορά
που ερχόταν αντιμέτωπος μαζί τους, δεν γνώριζε αν θα τα καταφέρει ή όχι. Για
μια στιγμή φοβήθηκε, και αυτό ο Χαλίμ δεν το άφησε να πάει χαμένο.
«Φοβάσαι,
Φάμπιο, ε; Έτσι πρέπει! Το κατάλαβες, όμως, ήρθε η αποκάλυψη! Διάβασες τα
σημάδια. Το βλέπω στα μάτια σου. Ξέρεις καλά ότι δεν υπάρχει επιστροφή από τον
αφανισμό σας, έτσι;»
Ο
ιερέας σταμάτησε για μια στιγμή. Ο δαίμονας είχε δίκιο. Είχε διαβάσει όλα τα
σημάδια. Όλα. Ίσως να ήταν μια ευκαιρία, πριν τον στείλει από εκεί που ήρθε, να
μάθει κάτι παραπάνω για τα μελλούμενα.
«Ποια
αποκάλυψη λες, Χαλίμ; Τίποτα δεν είναι αλήθεια».
«Έτσι
λες; Τότε πες μου... Γιατί οι άγγελοι αποτραβήχτηκαν; Γιατί είσαστε μόνοι σας;
Πόσο καιρό έχεις να συναντήσεις άγγελο;»
«Ποτέ
δεν συνάντησα άγγελο».
Αν
και η έκφραση στη φωνή του Φάμπιο φαινόταν καθαρά πως έλεγε αλήθεια, ο δαίμονας
σκέβρωσε τα φρύδια του. Κατάλαβε αμέσως πως του έλεγε ψέματα. Ακόμα και
ασυναίσθητα, ο Φάμπιο του έλεγε ψέματα. Ο δαίμονας ήξερε καλά πως σε όποια μάχη
και αν πήγαινε, είχε πάντα μαζί του μια στρατιά αγγέλους. Με τη βοήθειά τους
κατάφερνε όλες αυτές τις σημαντικές νίκες απέναντί τους. Ακόμα και αν ποτέ δεν
τους είχε δει πρόσωπο με πρόσωπο, θα είχε καταλάβει τουλάχιστον την παρουσία
και τη μέγιστη συνεισφορά τους στο έργο του.
«Ένας
ιερέας που λέει ψέματα. Χιλιάδες φορές τούς άκουγες να μιλάνε. Να σε διατάζουν
να κάνεις πράγματα, που, αν δεν ήταν εκεί, δεν θα τα έκανες. Τόσες φορές που σε
βοηθούσαν να μας διώξετε από τη γη».
«Έστω.
Ακόμα και έτσι να είναι, αυτό τι σε ενδιαφέρει;»
«Εμένα;
Τίποτα. Εσένα ενδιαφέρει, που τώρα πια είσαι μόνος σου. Ακόμα και ο εκλεκτός
σας αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του, χωρίς καν να τον ενοχλήσουμε. Έκανε
ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να κάνει. Ανέβηκε σε μια γέφυρα και βούτηξε στο κενό.
Τίποτα πια δεν υπάρχει, που να μπορεί να σας σώσει. Η επέλασή μας είναι πλέον
γεγονός. Ακόμα, όμως, δεν έχεις δει τίποτα. Σε λίγο θα δεις και δεν θα
πιστεύεις στα μάτια σου».
«Ποιος
εκλεκτός; Τι είναι αυτά που λες;»
«Δεν
ξέρεις; Δεν σου είπαν εσένα;»
«Τι
να μου πουν; Τι προσπαθείς να κάνεις; Δεν μπορείς να με κοροϊδέψεις, Χαλίμ. Δεν
είμαι χαζός».
«Όχι,
δεν είσαι, μα έχεις μείνει πολύ πίσω. Υπήρχε ένας άνθρωπος. Ένας, που η ζωή του
τα έφερε τόσο καλά. Η πίστη του στον Θεό ήταν τόσο μεγάλη. Ένας απλός άνθρωπος,
σαν όλους τους άλλους. Τότε, αποφάσισε ο Θεός σας πως η πίστη του θα σας σώσει.
Έστειλε όλα τα κακά πάνω του. Την μια αναποδιά πίσω από την άλλη, καταστρέφοντας
την άψογη ζωή του. Όταν χάθηκε η πίστη του, αποφάσισε πως δεν έχετε πλέον
ελπίδα. Πως δεν υπάρχει τίποτα να σας σώσει. Ανακάλεσε όλους τους αγγέλους
πίσω, αφήνοντάς τον μόνο. Αν κατάφερνε να βρει ξανά την πίστη του, μόνο τότε θα
άλλαζε την απόφασή του».
«Λες
ψέματα. Ως συνήθως, λες ψέματα».
«Θα
ήθελες, μα ξέρεις πως δεν λέω. Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος, κάτω από την πίεση του
Θεού, αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του. Ανέβηκε στην κορυφή μιας γέφυρας
και βούτηξε στο κενό. Εκεί τελειώνει κάθε ελπίδα για εσάς».
«Γιατί
μου τα λες όλα αυτά; Ποιος είναι ο σκοπός σου;»
«Σωστά
λες. Ποιος είναι ο σκοπός μου; Θέλω, μέχρι τη μέρα που θα συναντηθούμε ξανά, τη
μέρα που θα έρθουμε αντιμέτωποι σαν ίσοι, να ξέρεις. Να βασανίζεσαι γι’ αυτόν
που πίστευες πως σας αγαπά χωρίς όρους. Να μάθεις και να μετανιώσεις για ό,τι
του πρόσφερες μέχρι τώρα και, τέλος, να καταλάβεις το λάθος σου και να έρθεις
μαζί μας».
«Ο
θεός αγαπάει τα τέκνα του. Δεν θα μας αφήσει στα χέρια σας».
«Πίστευέ
το αυτό. Πίστευέ το δυνατά. Την ώρα που θα παίρνω την ψυχή σου, να περιμένεις
να σε σώσει ο Θεός σου. Αυτό κι αν έχει πλάκα. Υπάρχουν πράγματα που δεν ξέρεις
και άλλα που δεν έχεις καταλάβει καλά».
«Ξέρω
πολύ καλά τι πρέπει να κάνω για να σε διώξω».
«Δεν
έχει νόημα να το κάνεις αυτό. Δεν σκοπεύω, άλλωστε, να μείνω παραπάνω εδώ.
Πέτυχα τον σκοπό μου. Ήθελα να σε προετοιμάσω για την τελική μας μάχη. Να
κρατηθείς μέχρι τότε, για να μπορέσω εγώ να σου βγάλω τα έντερα από την κοιλιά.
Θέλω να έχω αυτή την ευχαρίστηση».
Για
μια στιγμή, ο Φάμπιο τα έχασε. Σίγουρα ό,τι άκουσε, ήταν πέρα από τη φαντασία
του. Πέρα απ’ ό,τι είχε μάθει για τους δαίμονες. Αν μπορούσε να μάθει κάτι
παραπάνω, καλό θα ήταν.
«Τι
έχετε σκοπό να κάνετε;»
«Τώρα
μιλάς σωστά. Όταν θα έρθει η ώρα, τότε θα κατέβουν οι λεγεώνες μας στη γη. Με
σάρκα και οστά, μα απέθαντοι. Θα σας σαρώσουν και θα χαθεί το ανθρώπινο είδος,
για να επανέλθει μετά δοξάζοντας εμάς. Ο Θεός σου κάλεσε όλους τους αγγέλους
πίσω και δεν υπάρχει σωτηρία. Τότε, που θα μπορώ να σε σκοτώσω με τα ίδια μου
τα χέρια. Τότε, θα έρθει το τέλος σου, Φάμπιο. Θα πληρώσεις για κάθε δαίμονα
που έστειλες πίσω με τους εξορκισμούς σου. Θα τα ξαναπούμε, λοιπόν, στο
μέλλον».
Το
σώμα της κοπέλας έπεσε με δύναμη στο κρεβάτι. Οι καρδιακοί παλμοί της
επανέρχονταν σιγά σιγά στο φυσιολογικό και η ανάσα της γινόταν πιο απαλή. Ο
δαίμονας την είχε πλέον αφήσει. Ο Φάμπιο έκλεισε το βιβλίο. Πήγε κοντά στην
κοπέλα και της έβγαλε τις αλυσίδες. Άνοιξε την πόρτα και φώναξε τη γυναίκα να
ανέβει πάνω. Εκείνη το περίμενε με αγωνία.
«Τι
έγινε; Πώς είναι το κορίτσι μου;»
Ο
ιερέας τής έγνεψε καταφατικά. Όλα ήταν καλά γι’ αυτή την οικογένεια. Ο δαίμονας
είχε κάνει τόσο κόπο, για να του δώσει ένα σαφές μήνυμα. Ο στόχος ήταν ο ίδιος
και όχι η κοπέλα. Έπρεπε να το καταλάβει. Κατέβασε το κεφάλι. Όσο και να
χαίρονταν οι δύο κοπέλες, αυτός δεν ήταν σε θέση να πάρει μέρος στη χαρά τους.
Έφυγε σιωπηλά, για να βρεθεί και πάλι στα στενά σοκάκια της πόλης. Είχε
τελειώσει μέσα του ένα κεφάλαιο της ζωής του. Άνοιγε ένα καινούριο όμως, πιο
δυνατό, πιο δύσκολο και δύσβατο, απ’ ό,τι είχε ζήσει μέχρι τότε. Στο μυαλό του
στριφογύριζαν τα λόγια του δαίμονα. Αν ήταν λίγο αφελής, λίγο μόνο, θα τον είχε
πιστέψει. Οπλίστηκε με δύναμη και υπομονή για όλα αυτά που επρόκειτο να έρθουν.
Είχε δίκιο για τα σημάδια. Επαληθεύτηκαν το ένα μετά το άλλο, φανερώνοντας
καθαρά πως η μεγάλη μάχη ήταν τόσο κοντά.
Η
όψη του, να περνάει ανάμεσα στα λιθόστρωτα σοκάκια, έμοιαζε με ένα φάντασμα που
δεν είχε κάποιον συγκεκριμένο σκοπό. Στην πραγματικότητα αυτό ήταν. Ένας
άνθρωπος, στόχος των χειρότερων δαιμόνων αυτού του κόσμου, αποκομμένος και
μόνος από τους υπόλοιπους του είδους του. Το γνώριζε πλέον καλά αυτό.
Καταλάβαινε ότι όποιος στεκόταν κοντά του, σίγουρα θα κινδύνευε. Το μόνο που
έπρεπε να κάνει, ήταν να εξαφανιστεί από προσώπου γης. Να μην πει πλέον
κουβέντα σε κανέναν. Άλλωστε, όλοι οι συνάδελφοί του τον θεωρούσαν τρελό. Ότι
προσπαθεί να βρει δαίμονες από εκεί που δεν υπάρχουν. Θεώρησαν πως του έχει
σαλέψει και βλέπει παντού δαίμονες, πρόφαση για να τους πείσει για το πόσο
καλός ιερέας ήταν. Αυτό έφερε την οργή του Βατικανού, που τον καθαίρεσε το
δίχως άλλο. Τώρα, μέσα από το κακό που βρήκε τούτον τον κόσμο, έπρεπε να μείνει
μόνος, για να μπορέσει να βρει τον δρόμο του. Όποιος ήταν δίπλα του, θα
κινδύνευε, και δεν ήταν σε θέση να ρισκάρει τη ζωή κανενός.
Επέστρεψε
στην τρώγλη που έμενε. Έβαλε σε έναν μικρό σάκο μερικά από τα απαραίτητα που θα
χρειαζόταν, και έφυγε. Ο δρόμος μπροστά του ήταν ανοιχτός. Αν και δεν ήξερε πού
θα πάει, ήξερε καλά ότι έπρεπε να φύγει. Η ελπίδα του, ο Θεός, θα του έδειχνε
τον δρόμο, τον βοήθησε για να κάνει το πρώτο και δυσκολότερο βήμα. Η σκέψη του
ήταν πάντα σε αυτό που συνάντησε λίγο πριν. Στον Χαλίμ και σε όσα του είπε. Ας
είχε τουλάχιστον τον Θεό βοηθό.
Υπόθεση Οπισθόφυλλου:
Υπόθεση Οπισθόφυλλου:
«Σε μια πανέμορφη ευρωπαϊκή πόλη ένας
μεσόκοπος άντρας, απόκληρος της ζωής, αποφασίζει να δώσει τέλος στη ρημαγμένη
και ανούσια ύπαρξή του βουτώντας με ορμή στο κενό, επιζητώντας το λυτρωτικό
θάνατο. Μαζί του, όμως, βουτάει και ο καλοντυμένος άντρας που τον συνοδεύει σε
κάθε βήμα του, ακόμα και σε αυτό που δεν έχει γυρισμό…
Σε
ένα ορθόδοξο μοναστήρι, χτισμένο ριψοκίνδυνα στην κορυφή ενός απότομου γκρεμού
σκαμμένου από τα κύματα, ο υπέργηρος μοναχός, με τη σεβάσμια κατάλευκη γενειάδα,
αποφασίζει να αφήσει το προστατευτικό κουκούλι του μοναστηριού όπου πέρασε όλη του
τη ζωή. Η αποστολή του μία και μοναδική: να προσφέρει την υπεραιωνόβια ζωή του ως
θυσία στο βωμό του Θεού που υπηρέτησε πιστά από παιδί…
Ένας
καθολικός ιερέας λογομαχεί με δύο ακόμα ανθρώπους του σχήματος μέσα σε έναν ναό
κοντά στο Βατικανό. Αγνοώντας συνειδητά την αρνητική απάντησή τους, εξακολουθεί
το επίπονο και επικίνδυνο έργο του: να πραγματοποιεί εξορκισμούς δαιμόνων με
μόνο όπλο του την ακλόνητη πίστη του στο Θεό…
Ταυτόχρονα,
ο πλανήτης κλονίζεται από τεράστιες οικολογικές καταστροφές, η Φύση εκδικείται
με το χειρότερο τρόπο, το μέλλον για το ανθρώπινο είδος φαντάζει ζοφερό,
προοιωνίζοντας την έλευση της Δευτέρας Παρουσίας. Οι Δαίμονες είναι
αποφασισμένοι να κυριαρχήσουν στις ανθρώπινες ψυχές, ενώ οι Άγγελοι είναι πολύτιμοι
αρωγοί στους λίγους εναπομείναντες θνητούς που έχουν το σθένος να ορθώσουν το
ανάστημά τους και να πολεμήσουν...»
Το
πρώτο μέρος της «Τριλογίας Των Αγγέλων» είναι ένα μυθιστόρημα φαντασίας
συναρπαστικό, το οποίο καθηλώνει τον αναγνώστη ευθύς εξ’ αρχής. Με υπόθεση
ασυνήθιστη, πλοκή ευρηματική, δράση καταιγιστική, διαλόγους ζωντανούς και
μυθοπλασία γεμάτη σασπένς και ανατροπές, ο συγγραφέας επιχειρεί να απαντήσει σε
κάποια από τα προαιώνια ερωτήματα που εξακολουθούν να ταλανίζουν τον άνθρωπο
για τους Αγγέλους και τους Δαίμονες. Εάν το επιτυγχάνει ή όχι θα το κρίνετε
εσείς οι αναγνώστες, διαβάζοντας αυτό το εκπληκτικό βιβλίο. Το μόνο σίγουρο
είναι ότι θα απολαύσετε αυτό το μαγευτικό ‘ταξίδι’ στο έπακρο και θα
ανυπομονείτε για τη συνέχεια!
Κλειώ
Τσαλαπάτη
Βιβλιοκριτικός,
Δημιουργός του Blog «Φίλοι
Της Λογοτεχνίας»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου