«ΣΤΟ
ΔΡΟΜΟ ΤΩΝ ΑΡΩΜΑΤΩΝ», του Μάνθου Σκαργιώτη – Γράφει η Κλειώ
Τσαλαπάτη
Εκδόσεις:
Διόπτρα
Τιμή:
15,93 €
Πριν γράψω οτιδήποτε για αυτό το
αριστουργηματικό ιστορικό μυθιστόρημα, παρακαλώ σας Φίλοι μου, διαβάστε το
ακόλουθο αντιπροσωπευτικό απόσπασμα, το οποίο ξεχώρισα από τα πολλά που θα
μπορούσα να σας παραθέσω, για έναν κυρίως λόγο: ρίχνει άπλετο φως στην ‘άβυσσο’
που έχουμε για ψυχή εμείς οι Έλληνες με την ξεχωριστή πένα του χαρισματικού συγγραφέα
Μάνθου Σκαργιώτη!
Απόσπασμα
Σελίδες: 297 – 298:
(Από
το Τετράδιο του Κωσταντίνου Ντούλα)
«Εδωδά είχε
κι ο
Διγενής σας
το περβόλι
του. Κάποια
μέρα τραγούδαε κάτω
από ανθισμένη μηλιά.
Στη μέση
του τραγουδιού πλακώνουν
απελάτες αρματωμένοι ν’
αρπάξουν την
έμορφη γυναίκα
του οπού
καθόταν πλεύρα
του. Πιάνει
κείνος το
σπαθί και
τους θέρισε
όλους.
Αχ,
εσείς οι
Έλληνες! Ή
τρέχετε για
να φτάσετε
τους άλλους
ή καρτερείτε για
να σας
φτάσουν οι
άλλοι· δεν
είστε ποτέ
στην ώρα
σας. Και
περβατείτε καλύτερα,
όχι όντας
έχετε γερά
τα ποδάρια,
πάρεξ άμα
σας τα
κόψουν. Κι
όθε παγαίνετε
δε σας
ακλουθεί ο
δικός σας
ίσκιος, αλλά
ο ίσκιος
κεινού που
λαχταράτε να
μοιάσετε· τον
εαυτό σας,
μαθές, πάντα
τον έχετε
κάπου ξεχασμένο».
Είπε
ακόμα: «Κι
όποτε γονατίζετε, δε
γονατίζετε από
ταπεινοσύνη, αλλά
για να
ιδείτε αποκεί
χαμηλά πόσο
ψηλά φτάνει
το μπόι
σας. Είστε
παράξενη φάρα
Κωσταντίνε. Εύκολα
γένεστε αετοί,
εύκολα και
σαύρες. Να,
σκάβετε το
λάκκο τ’
αδερφού σας
και θάβετε
τον ξένο
που θα
σας κατηγορήσει για
αδερφοφάγωμα. Κλέβετε
με το
δεξί χέρι
και γυρίζετε
με το
ζερβό τα
κλεμμένα ωσάν
ευεργέτες. Αδικεύετε κουτουράδα, και
πέφτετε στη
φωτιά για
να βρει
ο αδικημένος το
δίκιο που
εσείς του
πήρατε».
Και
ξακολούθησε: «Αμπώχνετε
τον άλλο
στον γκρεμό
κι ευτύς
του δίνετε
το χέρι
να τόνε
σώσετε. Λύνετε
το σκοινί
απ’ το
λαιμό κάποιου,
ενώ ξεύρετε
πως με
το ίδιο
σκοινί ο
λυτρωμένος θα
σας κρεμάσει.
Η μεγαλοσύνη κι
η μικρότη
μονομαχούν εντός
σας. Αλλοπρόσαλλοι
είστε. Για
ό,τι
θωρείτε βάνετε
μάρτυρες τ’
αυτιά, για
ό,τι
ακούτε βάνετε
μάρτυρες τα
μάτια. Κι
άμα το
ψωμί σας
είναι λίγο,
πάντα σας
περισσεύει· άμα
είναι πολύ,
ποτές δε
σας φτάνει.
Σας γνώρισα
στη Βιέννη.
Σας γνώρισα
στην Αθήνα
και στην
Πόλη».
Και
το τράβαε:
«Χάνω το
νου μου
με σας.
Μιανού του’
χαν κόψει
το πεύκο
της αυλής
του και
κείνος καθότουν
ακόμα στον
ίσκιο του.
Απάντησα καμπόσους
που σπούδαζαν
την τέχνη
της αλήθειας
– γιατί, θαρρείς;
Για να
λέγουν καλύτερα
το ψέμα.
Έχετε άκρη;
Έναν άλλον
τον είχαν
ρίξει στη
σαβούρα κι
αυτός φερότουν
σαν να
‘ταν καπετάνιος.
Είδα και
πολλούς που
δεν ημπόρηγαν
να φέρουν
τα ρούχα
στα μέτρα
τους, κι
ήφερναν το
κορμί τους
στα μέτρα
των ρούχων».
«Άμα
είναι πατημένη
η πατρίδα
σου, έχεις
αυτιά, όχι
γλώσσα», είπα
για να
ειπώ.
«Χμ!
Και λεύτερη
να είναι
η πατρίδα
σας, όσο
μένετε μέσα
της, ούτε
την ηξεύρετε
ούτε την
πονείτε. Άμα
ξεπορτίσετε και
μισέψετε, μόνο
τότες τη
νιώθετε, αλλά
πάλι άγνωστη
σας μένει.
Τη νιώθετε
μόνο· σαν
το χτύπο
της φλέβας
σας. Ότι
σεις δε
χωράτε ούτε
στο σακί
ούτε στο
παλιοσάκι. Γι’
αυτό και
δε θα
γεράσετε ποτές».
Αισθάνομαι πραγματικά τυχερή που
μπόρεσα να πάρω στα χέρια μου και να διαβάσω αυτό το εξαίρετο μυθιστόρημα του
αγαπητού συγγραφέα Μάνθου Σκαργιώτη. Το υπέροχο εξώφυλλό του και η υπόθεση του
οπισθόφυλλου, που κεντρίζει την φαντασία κάθε ονειροπόλου αναγνώστη, έγιναν η
αιτία να το επιλέξω και να ‘ταξιδέψω’
σε καιρούς αλλοτινούς, σε εποχές ‘χαμένες’
στο παρελθόν και τη λήθη του χρόνου, με τρόπο μαγικό και αλησμόνητο! Ο
συγγραφέας, με την εκπληκτική αυτή έμπνευσή του να συνταιριάξει την παραλογή «Του Γιοφυριού Της Άρτας» με την
παραλογή «Του Νεκρού Αδερφού»,
χρησιμοποιώντας ατόφια ιστορικά γεγονότα και ευρηματική μυθοπλασία, μας χάρισε
ένα λογοτεχνικό έργο που θα μείνει στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας ως
ορόσημο. Οι επιβεβαιωμένες ιστορικές αναφορές του ακαδημαϊκού Γεωργίου Α. Μέγα,
που έχουν συμπεριληφθεί από τον κ. Σκαργιώτη στην αρχή του βιβλίου,
αποδεικνύουν ότι ο εντοιχισμός ζωντανών ανθρώπων μέσα σε κτίσματα ώστε αυτά να ‘στεριώσουν’ δεν ανήκει στη σφαίρα των
μύθων και των θρύλων μόνο αλλά σε μία ζοφερή, στενόμυαλη, σκοταδιστική αντίληψη
των δεισιδαιμόνων από την αρχαιότητα έως τους νεότερους χρόνους σε όλη την
Υφήλιο.
Ο χαρισματικός συγγραφέας, λοιπόν,
ορμώμενος από αυτές τις ανατριχιαστικές αναφορές έπλασε έναν ολόδικό του ‘μύθο’ με κύριο ήρωά του τον Κωσταντίνο
Ντούλα και το περιπετειώδες ‘οδοιπορικό’
του, την άλλη ‘Οδύσσειά’ του, που
ξεκινά από την τόσο οικεία σε εμάς Ήπειρο του 1612 και φτάνει μέχρι την τόσο
μυστηριακή και εξωτική Μεσοποταμία, αλλά και τις παραδουνάβιες χώρες, όπως η
Βλαχία που είναι συνυφασμένη με την πολυθρύλητη ιστορία του Βλάντ του Παλουκωτή.
Ο Κωσταντίνος αναλαμβάνει ένα ιερό καθήκον: να φέρει ασβέστη και χώμα από κάθε
γεφύρι όπου μέσα χτίστηκαν ζωντανές οι τρεις αδερφές του. Η μία – η Δέσποινα –
στο γεφύρι της Άρτας στον Άραχθο, η άλλη – η Αερινή – σε γεφύρι στον Ευφράτη,
στη Βαβυλώνα, και η τρίτη – η Όλγα – σε γεφύρι του Δούναβη στη Βλαχία. Η μάνα
του Κωσταντίνου, η Ναδίνα, εξορκίζει το γιο της να φύγει για να εκπληρώσει
αυτό το απαράβατο χρέος προς το νεκρό
πατέρα του, τον Δοσούλα, ώστε να μπορέσει να αναπαυτεί η βασανισμένη του ψυχή.
Ο ήρωάς μας αφήνει την χαροκαμένη
μάνα του και την πανέμορφη αρραβωνιαστικιά του, την Ανθή, και ξεκινά μία
περιπλάνηση που θα δοκιμάσει τις αντοχές του, την πίστη του στα ιερά και στα
όσια της πατρίδας του, την αγάπη του στην οικογένειά του και στις ιερές μνήμες
των αδικοχαμένων μελών της και την προσήλωσή του στον ένα και μοναδικό στόχο
του: την συγκέντρωση των λειψάνων των αδερφάδων του και την επιστροφή του στο
σπίτι του και τις ‘ρίζες του’. Το ‘χρέος’ αυτό του Κωσταντίνου γίνεται
για εμάς τους αναγνώστες η αφορμή να πραγματοποιήσουμε ένα συγκλονιστικό,
αλησμόνητο ταξίδι σε τόπους και χρόνους μακρινούς, αντιμετωπίζοντας ανθρώπους,
γεγονότα, καταστάσεις και τοπία που θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στο μυαλό
και στην καρδιά μας, σαν να ζήσαμε κι εμείς πραγματικά εκεί, μαζί με τον ήρωα
του βιβλίου.
Ο συγγραφέας τοποθετώντας την
ιστορία του στην οθωμανική αυτοκρατορία των αρχών του 17ου αιώνα μας
παρουσιάζει μία πιστή ιστορική αναπαράσταση της εποχής εκείνης, των ηθών, των
εθίμων, των ανθρώπων, των τοποθεσιών, της ντοπιολαλιάς κάθε φυλής και κάθε
κοινωνικής τάξης, ‘ζωγραφίζοντας’
ταυτόχρονα πάνω στον λογοτεχνικό ‘καμβά’
του ένα μνημειώδες, πολυπρόσωπο
ιστορικό μυθιστόρημα που κρατά τον αναγνώστη ‘δέσμιο’ από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα. Κάθε σελίδα, κάθε
γεγονός, κάθε ήρωας απαιτεί και κερδίζει την αμέριστη προσοχή και αφοσίωσή μας,
καθώς πρέπει να ξεδιαλύνουμε τα μυστήρια της υπόθεσης, να βρούμε τους
συσχετισμούς μεταξύ των ηρώων και των καλά υπολογισμένων πληροφοριών που μας
δίνονται σταδιακά από το συγγραφέα, έτσι ώστε να φτάσουμε δικαιωμένοι πίσω εκεί
που ξεκίνησαν όλα, στο χωριό Περβανά, στο σπίτι του Κωσταντίνου στην Ήπειρο.
Ο Μάνθος Σκαργιώτης, με αυστηρή προσήλωση στα
ιστορικά γεγονότα και την εκτεταμένη βιβλιογραφία που χρησιμοποίησε και
αναφέρει αναλυτικά στο τέλος του βιβλίου, αναπλάθει την πραγματική Ιστορία
συνυφαίνοντάς την εξαίσια και αρμονικά με την δική του μυθοπλασία, ζωντανεύοντας
μπροστά στα μάτια μας άπειρα γεγονότα και καταστάσεις. ‘Περπατάμε’ μαζί με τον Κωσταντίνο στα χνάρια των Μυρίων του Κύρου
και του διοικητή τους Ξενοφώντα και στα εδάφη που κατέκτησε ο μεγάλος
στρατηλάτης Αλέξανδρος, ‘μπαίνουμε’
σε πειρατικά και δουλεμπορικά καράβια μαζί με τον Ανεμοδούρα και τον αξέχαστο
και γλαφυρό Μανούσο, ‘φτάνουμε’ στη
Ρόδο και ‘γευόμαστε’ τον έρωτα στο
πρόσωπο της μοναχικής και διψασμένης για αγάπη Λενιώς, ‘ταξιδεύουμε’
μέχρι την Κύπρο και ‘απολαμβάνουμε’
την κυπριακή φιλοξενία ενώ ‘συγκινούμαστε’
από την άγουρη ομορφιά της Ολίβιας, ‘ξεστρατίζουμε’
στο Χαλέπι και ‘χανόμαστε’ μέσα στις
θύμησες της χαμένης αγάπης της Κλαούντια, ‘κατευθυνόμαστε’
ολοένα και πιο βαθιά μέσα στην μυστηριακή Ασία μέχρι την Βαβυλώνα, ‘ανηφορίζουμε’ προς την Τραπεζούντα, ‘σαλπάρουμε’ στην Μαύρη Θάλασσα, ‘περιδιαβαίνουμε’ τα δαιδαλώδη, γραφικά
και πολύχρωμα σοκάκια της αρχόντισσας όλων των πόλεων, της Πόλης, ‘ανεβαίνουμε’ τις δασώδεις παραδουνάβιες
χώρες με τον πλατύ Δούναβη και τα επιβλητικά Καρπάθια και ‘καταλήγουμε’ στην πανέμορφη και αγαπημένη Ήπειρο, εκεί όπου όλα ‘μπαίνουν’ στη θέση τους, εκεί που το
άδικο ‘περπατάει’ χέρι – χέρι με το
δίκιο και η αξέχαστη περιπλάνησή μας μαζί με τον πολύπαθο Κωσταντίνο φτάνει
στο τέλος της, ένα τέλος που ως αναγνώστρια δεν ήθελα ποτέ να φτάσει…
Θα μπορούσα να γράψω πολλά ακόμη για το
συγκλονιστικό αυτό μυθιστόρημα του αγαπητού συγγραφέα Μάνθου Σκαργιώτη, αλλά
όσα και να γράψω θα το αδικήσουν. Κανείς δεν μπορεί να ‘φτάσει’ έστω και ένα μικρό κομμάτι από αυτό το μεγαλειώδες
λογοτεχνικό έργο το οποίο δεν πρέπει να λείπει από καμία βιβλιοθήκη. Πολλά
συγχαρητήρια στον κ. Σκαργιώτη για το αριστούργημά του και σας προτείνω
ανεπιφύλακτα να το διαβάσετε! Δεν θα το λησμονήσετε ποτέ!
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου:
"Τι
έχω αδερφό στην ξενιτιά μη λάχει και περάσει".
«Με
το που γυρίζει από τα μακρινά ξένα ο Κωσταντίνος Ντούλας ξορκίζεται να
εκτελέσει την τελευταία επιθυμία του νεκρού πατέρα του. Πριν από μερικά χρόνια
οι τρεις αδερφές του είχαν θυσιαστεί για να στεριώσουν τρία ονομαστά γεφύρια:
του Δούναβη, του Ευφράτη και της Άρτας. Ο πατέρας του δεν θα βρει αναπαμό, αν ο
Κωσταντίνος δεν πάει στα τρία γεφύρια για να φέρει από εκεί λίγο ασβέστη και
λίγο χώμα.
Ο
δρόμος του απ’ την Ήπειρο ως τη Μεσοποταμία και τις παραδουνάβιες χώρες είναι
στρωμένος με περιπέτειες και κινδύνους. Πειρατές, δουλέμποροι, θεομπαίχτες
καλόγεροι, αιχμαλωσίες, καμηλιέρηδες, περιστασιακοί έρωτες, ληστές, βεδουίνοι,
ιεροφάντες, σύντομες μα βαθιές φιλίες, μάγοι, φοβισμένα στόματα, αδυσώπητες
αναμετρήσεις, δερβίσηδες, ανατολίτικη λαγνεία, σκοτεινές ιεροτελεστίες,
τεκέδες, απαγωγές, αφιλόξενες στέπες και μέσα σ’ όλα μια αγάπη αναμμένο
κάρβουνο κάτω απ’ τη στάχτη.
Ακόμα
όμως κι αν καταφέρει να γλιτώσει και γυρίσει πίσω στη μικρή πατρίδα του, τον
περιμένουν ο δήμιος για ένα έγκλημα που διαπράχτηκε τη μέρα της αναχώρησής του,
ο προδότης της παιδικής φιλίας, η μάνα στην άκρη του γκρεμού κι η
αρραβωνιαστικιά του ριγμένη ανάμεσα σε σφυρί και αμόνι.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου