«ΚΑΘΕ ΕΦΤΑ
ΚΑΙ ΠΕΝΤΕ ΜΗΝΕΣ», του Γιώργου
Πετρέλλη – Γράφει η Κλειώ
Τσαλαπάτη
Εκδόσεις: Πάπυρος
Σελίδες: 134
Εκδόσεις: Πάπυρος
Σελίδες: 134
Τιμή:
10€
Οι περισσότεροι από εμάς ήρθαμε πρώτη
φορά σε επαφή με τον γραπτό λόγο μέσα από τα παραμύθια που μας διάβαζαν πρώτα
οι γονείς μας και μετά, όταν μάθαμε ανάγνωση και γραφή, διαβάζαμε μόνοι μας.
Συνήθως, υπήρχαν κάποια απ’ αυτά τα αναγνώσματα για παιδιά τα οποία μας έκαναν
τόσο βαθιά εντύπωση που θέλαμε να ζούμε πάλι τη μαγεία τους κάθε βράδυ, ξανά
και ξανά, έστω και αν είχαμε αποστηθίσει τέλεια κάθε λέξη, κάθε κόμμα, κάθε
τελεία και, συχνά, ήμασταν εμείς που διορθώναμε τους κουρασμένους και άγρυπνους
γονείς μας, όταν προσπαθούσαν έντεχνα και συγκαλυμμένα να παραλείψουν κάποια
παράγραφο, ώστε να τελειώσουν γρηγορότερα το παραμύθι και να μας κοιμίσουν νωρίτερα…
Αυτές οι ευτυχισμένες και ξέγνοιαστες στιγμές ποτέ δεν χάνονται τελείως από τη
μνήμη μας, απλά βρίσκονται σε ύπνωση, σε κατάσταση αναμονής, και αρκεί μια
ιστορία σαν και τη νουβέλα του αγαπητού συγγραφέα Γιώργου Πετρέλλη, για να
αφυπνίσει όλες μας τις αισθήσεις, να επαναφέρει ολοζώντανες τις παιδικές μας
αναμνήσεις και να ενεργοποιήσει την «εν δυνάμει» παιδικότητα του καθενός μας.
Τότε, είναι σαν να ξυπνάμε από τον χρόνιο «λήθαργο» της ενηλικίωσής μας και να
επιστρέφουμε στη δική μας «Χώρα του Ποτέ», όπου οι ρεαλιστικοί νόμοι των μεγάλων
παύουν να ισχύουν και πολλά και θαυμαστά μπορούν να συμβούν.
Η νουβέλα «Κάθε Εφτά
και Πέντε Μήνες» είναι ένα μικρό «διαμαντάκι», μια αλληγορική
ιστορία φαντασίας, η οποία μαγεύει τον αναγνώστη από την πρώτη έως την
τελευταία σελίδα της, αιχμαλωτίζοντάς τον μέσα στην πρωτότυπη υπόθεσή της που –όσο
«παραμυθένια» και αν φαίνεται– είναι εντυπωσιακές οι εν γένει ομοιότητες και
αναλογίες με τη δική μας πεζή και ορθολογική
πραγματικότητα. Ο συγγραφέας μάς μεταφέρει σε έναν τόπο μαγικό μακριά
από όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους και πολιτισμούς, όπου βρίσκεται ένα
απομονωμένο χωριό που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με την Ατλαντίδα σε μικρογραφία.
Ο τόπος αυτός –του οποίου το μεταγενέστερο όνομα θα ανακαλύψετε μόνο στο τέλος
του βιβλίου, και το οποίο είναι απολύτως συμβολικό– είναι ένα καθ’ όλα αυτάρκες
χωριό, χωρίς σαφή χωροχρονική τοποθέτηση. Όμως, οι σχετικά ασυνήθιστοι κάτοικοί
του εφαρμόζουν και βασίζονται στην οικονομία της ανταλλαγής. Η έννοια και η
μορφή του μέσου συναλλαγής που εμείς ονομάζουμε «χρήμα» τούς είναι παντελώς
άγνωστη και γι’ αυτό, ίσως, είναι πολύ πιο ευτυχισμένοι και ξέγνοιαστοι από
εμάς. Οτιδήποτε διαθέτουν ή παράγουν αλλά δεν χρειάζονται, το ανταλλάσσουν με
τους συντοπίτες τους ή με έναν πραματευτή –ο οποίος είναι και ο μόνος ξένος επισκέπτης
στον παράξενο αυτόν τόπο–, ώστε να προμηθευτούν ό,τι τους λείπει.
Το χωριό αυτό βρίσκεται σε έναν κόλπο
ο οποίος βρέχεται από τη «μέσα» θάλασσα, όπου οι χωρικοί ψαρεύουν. Μακρύτερα,
το υδάτινο σύνορο είναι η «έξω» θάλασσα ενώ, από την αντίθετη πλευρά, ένα
πανύψηλο βουνό αποτελεί το σύνορο του χωριού από τον υπόλοιπο κόσμο και πίσω
από αυτό κανείς δεν τολμάει να περιπλανηθεί, καθώς εκεί μαίνεται ένας αιώνιος
πόλεμος, της ύπαρξης του οποίου οι ατράνταχτες αποδείξεις είναι οι εκρήξεις, η
αντανάκλαση των πύρινων εστιών και ο καπνός· αποδείξεις τις οποίες οι κάτοικοι
δεν έχουν κανένα λόγο να αμφισβητήσουν. Κανείς, ή σχεδόν κανείς, δεν
επισκέπτεται ποτέ αυτό το αξιοπερίεργο, μοναδικό χωριό που στην ουσία είναι «άχρονο»,
αφού κάθε εφτά χρόνια και πέντε μήνες ο χρόνος γυρνάει πίσω, με αποτέλεσμα οι
κάτοικοί του να είναι ουσιαστικά αθάνατοι! Ο μόνος καλοδεχούμενος επισκέπτης
είναι ο πραματευτής, ο οποίος έχει βρει ένα μυστικό πέρασμα από το οποίο
πηγαινοέρχεται και για τον οποίο το πισωγύρισμα του χρόνου δεν ισχύει.
Ο Γιώργος Πετρέλλης δημιουργεί ένα
ολόκληρο, ασυνήθιστο, παραμυθένιο σύμπαν μέσα σε αυτό το παράξενο χωριό, όπου
υπάρχουν κάτοικοι όπως η κυρα-Γεσθημανή και η αδερφή της Φριγιλιάνα, οι δίδυμες
αλλά και τόσο διαφορετικές κόρες της πρώτης –η γοργόνα Βικτωρία και η
τριανταφυλλένια Αρετή–, η ζητιάνα Μπέλκα, τα Αλλόκοτα, ο Καπετάν Προεστός, αλλά
και ξένοι όπως ο Οσμάν, ο Τοφού Σε Νόρι Τάκι, η Ταμάρα, η Σωτηρία και η Γεσμάν.
Ο συγγραφέας παρασύρει τον αναγνώστη σε έναν μυθικό κόσμο όπου αθώα κορίτσια
μετατρέπονται σε γοργόνες, από τον πόθο τους για το απαγορευμένο και γι’ αυτό
που δεν μπορούν να έχουν, ή βγάζουν τριαντάφυλλα στο μπράτσο τους που αναδίνουν
εξαίσια μυρωδιά και αλλάζουν χρώμα ανάλογα με την ψυχική τους διάθεση. Τροχοί
κρυμμένοι μέσα σε κοιλότητες βράχων έχουν τη δύναμη να ανατρέψουν την τάξη του
σύμπαντος και να γυρίσουν τον χρόνο πίσω, γούρνες με θαυματουργό ιαματικό νερό
μπορούν να γιατρέψουν κάθε αρρώστια, δύο βραστά αυγά μπορούν να συντηρήσουν στη
ζωή έναν άνθρωπο για πολλά χρόνια –όχι όμως χωρίς οδυνηρές συνέπειες– ενώ η
ευτυχία και η αγάπη μπορεί να βρεθεί απρόσμενα ακόμα και δίπλα σε έναν άνδρα-ψάρι
ή έναν πολυγαμικό μουσουλμάνο.
Όμως, η ευημερία, η ειρήνη, η ανοχή, η
ανεκτικότητα, η ευτυχία, η ολιγαρκής και αιώνια ζωή μέσα σε έναν παραδεισένιο
τόπο, μπορεί να ανατραπεί από τα στοιχεία και την εκδίκηση της Φύσης, αλλά και
από την οκνηρία, τον εφησυχασμό και την αλλοίωση ενός λαού ο οποίος αρκείται
στα έτοιμα και παύει να μοχθεί πάνω από τη μάνα Γη που του προσφέρει τα πάντα.
Ένα σεντούκι με χρυσά «κουμπιά», ή φλουριά όπως θα τα αποκαλούσαμε εμείς, τα
οποία είναι κυριολεκτικά ανεξάντλητα, δεν μπορούν να προσφέρουν απολύτως τίποτα
ωφέλιμο σε μια τέτοια αυτάρκη κοινωνία, παρά μόνο να τη «διαβρώσουν», να τη
μετατρέψουν σε μη παραγωγική και να οδηγήσουν τα μέλη της σε μαρασμό, απληστία
και κορεσμό των επουσιωδών, αλλά και έλλειψη των ουσιωδών και των πραγματικά
απαραίτητων για έναν άνθρωπο.
Ο συγγραφέας, μέσα από αυτή την
ευφάνταστη και ευρηματική ιστορία του, μας λέει τις πιο αδιαπραγμάτευτες
αλήθειες. Μας μιλά για τον έρωτα και τον τρόπο με τον οποίο αυτός μπορεί να
ομορφύνει ή να ασχημύνει τη ζωή του καθενός μας, για το ότι η αγάπη δε γνωρίζει
σύνορα, κανόνες, συγγένειες, θρησκείες ή στερεότυπα, για τη συντροφικότητα που μπορεί
να βρεθεί ακόμα και στις πιο περίεργες εκφάνσεις της ζωής μας, για την
αλληλεγγύη, την ελεημοσύνη και τον απαράβατο κανόνα του σύμπαντος που
υπαγορεύει πως «ό,τι κάνουμε, το πληρωνόμαστε», αλλά κυρίως για τον σεβασμό που
πρέπει να επιδεικνύουμε απέναντι στη Φύση και τους νόμους της, καθώς χωρίς τα
εφόδια που μας προσφέρει εδώ και χιλιετίες είμαστε απολύτως χαμένοι. Η νουβέλα «Κάθε Εφτά
και Πέντε Μήνες» είναι μια συναρπαστική ιστορία στην οποία ο
κάθε αναγνώστης θα βρει και διαφορετικά ίσως στοιχεία, άλλες ερμηνείες, κρυφά
νοήματα που θα μιλήσουν απευθείας στην καρδιά και την ψυχή του, αλλά κυρίως θα
του φέρουν στον νου εκείνη την όμορφη και λησμονημένη «μυρωδιά» της χαμένης παιδικότητάς
μας, την οποία πάντα θα αναπολούμε, όσων ετών κι αν γίνουμε! Πολλά και θερμά
συγχαρητήρια στον Γιώργο Πετρέλλη για το πανέμορφο αυτό παραμύθι του που καλό
θα ήταν να διαβάσουν όλοι οι ενήλικες, έτσι, για να θυμηθούν λίγο πώς είναι να
νιώθει κανείς ξανά παιδί!
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου:
«"Σ’
έναν τόπο μοναχικό, σ’ έναν κόλπο που χωρίζει τη μέσα από την έξω θάλασσα,
βρίσκεται το χωριό της κυρά Γεσθημανής, της αδελφής της τής Φριγιλιάνας, των
θυγατέρων τους, της Βικτωρίας και της Αρετής, της ζητιάνας Μπέλκας, των
Αλλόκοτων… Είναι ένας τόπος παραδείσιος• μια παράξενη Ατλαντίδα, όπου ο χρόνος
κινείται για εφτά χρόνια και πέντε μήνες, κι ύστερα ξαναγυρνάει πίσω, ώστε τα
πάντα ν’ αλλάζουν και να μένουν ίδια. Και πάρε δώσε με τον έξω κόσμο δεν έχουν•
ένα πανύψηλο βουνό, πέρα απ’ το οποίο μαίνεται ένας αιώνιος πόλεμος, κρατάει το
χωριό απομονωμένο. Μόνος ξένος, μόνος επισκέπτης, είναι ένας πραματευτής που
περνάει μέσα από ένα μυστικό πέρασμα και φέρνει την πραμάτεια του, την οποία
ανταλλάσσει με ό,τι διαθέτουν οι κάτοικοι. Όμως αυτός ο ονειρικός τόπος αρχίζει
να απειλείται: το ηφαίστειο ψηλά στο βουνό βρυχάται, η θάλασσα κοχλάζει, το
περιβάλλον καταστρέφεται, η ζωή γίνεται αβίωτη. Δεν έχουν άλλη επιλογή: πρέπει
να φύγουν..."
Το
μυθιστόρημα του Γιώργου Πετρέλλη είναι ένα σύγχρονο "παραμύθι", μια
γοητευτική αλληγορία για τη ζωή, τον έρωτα, τα πρωτογενή στοιχεία που συνέχουν
τις κοινωνίες μα κι εκείνα που λειτουργούν διαλυτικά και τις ανατρέπουν. Μιλάει
με την αβίαστη, αλληγορική γλώσσα της φαντασίας για τα μεγάλα και τα
διαχρονικά, δημιουργώντας ένα αφήγημα που αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου