Μιχάλης Μπουναρτζίδης |
Κάποιες φορές το διαδίκτυο μας δίνει τη δυνατότητα να έρθουμε σε επαφή με ανθρώπους που διαφορετικά δεν θα είχαμε την ευκαιρία να επικοινωνήσουμε και γι’
αυτό θα του είμαι αιώνια ευγνώμων. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ο αγαπητός και
εξαίρετος συγγραφέας Μιχάλης Μπουναρτζίδης, ο οποίος διέθεσε αρκετό από το χρόνο
του για να απαντήσει στις ερωτήσεις μου για τους «Φίλους Της Λογοτεχνίας» σχετικά με τη λογοτεχνία, την
συγγραφή, τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς του για την ενσωμάτωση στην
μυθοπλασία και εξιστόρηση σχετικά άγνωστων πτυχών της Ιστορίας μας που θα πρέπει
να μάθουμε ως Έλληνες, αλλά και την ουσιαστική και βαθιά αγάπη του για το
ελληνικό και ξένο βιβλίο.
Διαβάζοντας
τις απαντήσεις του θα διαπιστώσετε κι εσείς πως πρόκειται για έναν άνθρωπο αυθόρμητο,
αληθινό και βαθιά σκεπτόμενο, ο οποίος έχει ήδη αφήσει το στίγμα του στον κόσμο
της ποιοτικής ελληνικής λογοτεχνίας – κι ας μην το παραδέχεται ακόμα ο ίδιος –
με χιούμορ πηγαίο και καυστικό, που επιλέγει να πει τα πράγματα με το όνομά τους.
Τον ευχαριστώ θερμά για τον χρόνο που διέθεσε για την συγκεκριμένη συνέντευξη,
αλλά και για την άμεση ανταπόκρισή του στο κάλεσμά μου, χαρίζοντάς μας εκτενείς
και ουσιαστικές απαντήσεις, δίνοντάς μας έτσι την ευκαιρία να γνωρίσουμε λίγο
καλύτερα τον συγγραφέα και άνθρωπο Μιχάλη Μπουναρτζίδη. Του εύχομαι επίσης, να
είναι καλοτάξιδο και επιτυχημένο το νέο του βιβλίο, «Η Περιπλάνηση Ενός Βιολιού», που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες
και σας προσκαλώ να διαβάσετε τη συνέντευξή του και να τον γνωρίσετε κι εσείς λίγο
καλύτερα, μέσα από τις πολύ ενδιαφέρουσες απαντήσεις του!
Κλειώ Ι. Τσαλαπάτη
Κλειώ Ι. Τσαλαπάτη
1)
Αγαπητέ κ. Μπουναρτζίδη μας έχετε ήδη χαρίσει δύο εξαιρετικά ιστορικά μυθιστορήματα.
Ποιό ήταν το έναυσμα για την ενασχόλησή σας με τον κόσμο της λογοτεχνίας και το
αντικείμενο της συγγραφής;
Στην αρχή, μια διευκρίνιση. Το δεύτερο βιβλίο μου, «Η Περιπλάνηση Ενός Βιολιού», εγώ
δεν το χαρακτηρίζω μόνο ιστορικό, αλλά και πολιτικό και αισθηματικό.
Τώρα, η ενασχόληση με τη λογοτεχνία, έχει δύο σκέλη.
Το ένα, είναι το διάβασμα. Μ’ αυτό ασχολήθηκα από πολύ μικρός. Φρόντισε γι’
αυτό η μητέρα μου, αλλά φυσικά αποδείχθηκε πως μου άρεσε κι εμένα, αλλιώς ό,τι
και να κάνει ο γονιός, αποτέλεσμα δεν υπάρχει. Το άλλο σκέλος είναι το γράψιμο.
Παλιά, λίγοι προχωρούσαν σ’ αυτό, οι δυνατότητες ήταν περιορισμένες και
λιγότεροι άνθρωποι τότε, ήξεραν γράμματα για να διαβάσουν. Σήμερα, παρατηρώ πως
όλο και περισσότεροι επιχειρούν να γράψουν και να εκδοθούν. (Το εκδοθούν δεν είναι λάθος, πιστεύω πως όταν κάποιος
θέλει να διαβαστούν αυτά που γράφει, εκδίδεται – με ό,τι αυτό συνεπάγεται). Με
το γράψιμο αποφάσισα ν’ ασχοληθώ πολύ αργά και για συγκεκριμένο λόγο.
Ασχολούμενος ερασιτεχνικά με τη μελέτη της ιστορίας, διαπίστωσα πως δεν υπήρχε
ούτε ένα βιβλίο, με τη μορφή μυθιστορήματος, που να αφηγείται την ιστορία της
πατρίδας μου, της Θράκης. Αντίθετα, για το δράμα της Σμύρνης, που ήταν μια
μικρή – χρονικά, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων – στιγμή στη σύγχρονη ιστορία,
έχουν γραφεί πάμπολλα μυθιστορήματα, τα περισσότερα είναι γνωστά σε όλους, κι
ανάμεσά τους υπάρχουν βιβλία – σταθμοί στα Ελληνικά γράμματα. Για το δράμα της
Θράκης όμως, εκεί στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου
αιώνα, που κράτησε σαράντα χρόνια, δεν έχει γράψει κανείς. Πάντα αναφέρομαι σε
μυθιστορήματα, που τα διαβάζει ο πολύς κόσμος, όχι σε ιστορικές πραγματείες και
δοκίμια. Έτσι το αποφάσισα, ήθελα η «Προσευχή
Για τις Καινούργιες Πατρίδες» να είναι μια προσφορά στους ανθρώπους της
Θράκης πρώτα απ’ όλα, αλλά και στους υπόλοιπους Έλληνες. Αποδείχθηκε πως πολλοί
λίγοι γνώριζαν, αλλά μετά απ’ αυτό το
βιβλίο έγιναν κάπως περισσότεροι.
2)
Από πού αντλείτε την έμπνευση για κάθε έργο σας και πόσο δύσκολο είναι να συγκεντρώσετε τις απαραίτητες πληροφορίες,
ώστε να συνδυάσετε ιστορικά γεγονότα, τοποθεσίες και μυθοπλασία στα βιβλία σας;
Για το πρώτο βιβλίο, όπου οι κύριοι «ήρωες» ήταν
πρόσωπα υπαρκτά, οι ιδιαιτερότητες στο πέρασμά τους από τη ζωή ήταν μια καλή "μαγιά". Συγκεκριμένα, ο ένας
παππούς μου υπηρέτησε σε τρεις στρατούς, Οθωμανικό, Βουλγάρικο και Ελληνικό. Ο
άλλος παππούς κατάφερε να γλυτώσει απ’ όλους αλλά όχι και από την δεκαοκτάμηνη "ομηρεία" στα κάτεργα της
Βουλγαρίας, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο τελευταίο κεφάλαιο
της «Προσευχής», που είναι
κάτι σαν σημείωμα του συγγραφέα, γράφω ανάμεσα στα άλλα:
«Αυτά τα λίγα
όμως που ήξερα, όταν άρχισα να τα βάζω σε μια σειρά, έφτιαχναν αχνά βέβαια,
αλλά την έφτιαχναν, την ιστορία του τόπου και των ανθρώπων του, την ιστορία
μιας μεγάλης πατρίδας, της Θράκης ολόκληρης, την εποχή που γεννήθηκαν και
μεγάλωσαν οι παππούδες κι οι γιαγιάδες μου, και που έτυχε να είναι μια εποχή
που γύρισε ανάποδα ο κόσμος!..
Αυτά τα
κομμάτια, τα γνωστά, άμα στηθούν στη σειρά κι όπως πρέπει, μοιάζουν μ εκείνα τα
σπασμένα αρχαία, που τα ξεθάβουν οι αρχαιολόγοι, τα ταιριάζουν κι έπειτα βάζουν
τη φαντασία τους να δουλέψει να συμπληρώσουν ό,τι λείπει, για να
ξαναζωντανέψουν έπειτα την εποχή τους…
Εδώ δε
χρειάστηκε φαντασία για να φτιαχτεί ό,τι λείπει... Τα κομμάτια που λείπουν,
εύκολα συμπληρώνονται απ την ιστορία, την γραμμένη και ειπωμένη… Η φαντασία
χρειάστηκε μόνο για να ταιριάσουν οι άνθρωποι, οι παππούδες, μέσα στα γεγονότα
μιας εποχής, μέσα στην ιστορία αυτής της μεγάλης πατρίδας, αυτής της πατρίδας
της τόσο παραμελημένης…
Τα κομμάτια
που λείπουν απ τη ζωή των παππούδων, είναι πιο πολλά απ αυτά που ξέρω εγώ, αλλά
όπως είπα πιο πάνω, υπήρξε χώρος αρκετός να χωρέσει τα βάσανα του τόπου και των
ανθρώπων του.
Αυτά που
είναι πραγματικά, είναι λίγα, αλλά φτάνουν για να ξαναζωντανέψουν το πέρασμα απ
τη ζωή, κάποιων ανθρώπων που ήταν ασήμαντοι, που αν υπήρξαν ή δεν υπήρξαν, δεν
το κατάλαβαν παρά μόνο οι κοντινοί τους, που μπερδεύτηκαν στη λαίλαπα που
σάρωσε τον κόσμο τους, και που κανένας δεν τους ρώτησε τη γνώμη τους για
τίποτε…»
Το να συγκεντρώσω τις απαραίτητες πληροφορίες, δεν
ήταν δύσκολο, ήταν όμως επίπονο και κυρίως απαιτούσε πολλή προσοχή και
υπευθυνότητα στην αξιολόγηση και την αξιοποίησή τους. Σημειώστε, πως υπήρξαν
στιγμές, που για να γραφτεί μια παράγραφος, χρειάστηκε να διαβαστούν εκατό
σελίδες, κι αυτό δεν είναι υπερβολή. Το ίδιο συνέβη και στο δεύτερο βιβλίο, την
«Περιπλάνηση Ενός Βιολιού»,
εκεί μάλιστα ήταν ακόμη πιο δύσκολα τα πράγματα γιατί το θέμα δεν ήταν ένα,
όπως η Θράκη, αλλά πολλά, η Θεσσαλονίκη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, του Διχασμού
και της μεγάλης πυρκαγιάς, η Ελληνική εκστρατεία στην Ουκρανία, ο Ρώσικος
εμφύλιος, το Βερολίνο της ανόδου των Ναζί και, κυρίως, ο Ισπανικός εμφύλιος. Η
έμπνευση για τον μύθο σ’ αυτό το δεύτερο βιβλίο, ήρθε εύκολα κι απλά, ήταν δύο
φανταστικά πρόσωπα που πλαισίωναν κάποιες στιγμές του πρώτου, όμως το φτιάξιμο
και το στήσιμο της ιστορίας, μου πήρε πάνω από τέσσερα χρόνια.
3)
Πιστεύετε πως ο συγγραφέας πρέπει να ταξιδεύει ώστε να έχει κάποια βιώματα από
τις χώρες τις οποίες τυχόν περιγράφει στα βιβλία του και πόσο εφικτό είναι αυτό
στην πράξη κατά τη γνώμη σας; Θεωρείτε πως είναι απαραίτητο κάτι τέτοιο, απλά
και μόνο, για την "διεύρυνση των
οριζόντων" του;
Πιστεύω πως είναι καλό να συμβαίνει, γιατί μόνο έτσι
μπορεί ο γραφιάς να κάνει τον αναγνώστη να "μυρίσει"
τη μυρωδιά ενός τόπου. Βέβαια, αυτό δεν είναι πάντα εύκολο. Στην «Προσευχή» κατάφερα να πάω στους
τόπους που διαδραματίζονται οι ιστορίες, ή είχα πάει πιο πριν, γενικά ήταν πιο
εύκολο. Στην «Περιπλάνηση»
ήταν πιο δύσκολο. Σας μεταφέρω εδώ ένα απόσπασμα από το σημείωμα του συγγραφέα,
στο τέλος του βιβλίου:
«Το ίδιο
συνέβη και με τους τόπους, η Θεσσαλονίκη είναι σχεδόν πατρίδα μου, την έχω
ζήσει από μικρός∙ τα στενά δρομάκια της Βαρκελώνης και της Ταρραγκόνας τα έχω
περπατήσει, η αίσθηση και η μυρωδιά δεν μου είναι άγνωστη. Για την εκστρατεία
στην Ουκρανία, υπάρχουν επίσης πολλά και αξιόπιστα στοιχεία, μαζεμένα μάλιστα
τα πιο πολλά απ’ την Πηνελόπη Δέλτα. Η ατμόσφαιρα όμως των χρόνων της μεγάλης
πείνας μετά τον Ρώσικο εμφύλιο, δεν είναι εύκολο να αποδοθεί μόνο από στεγνά
ιστορικά κείμενα, κι’ εκεί οφείλω να δηλώσω πως η προσφυγή σε σελίδες της Άυν
Ράντ, της Πωλίνας Σίμονς, ακόμη και της Αντονέλλα Σαλομόνι, ήταν καθοριστική,
το ίδιο δε συνέβη όταν χρειάστηκε να ζωγραφιστούν εικόνες της Αγίας
Πετρούπολης, -Πέτρογκραντ στη διάρκεια της αφήγησης και μετέπειτα Λένινγκραντ-,
ομολογώ πως το Google Earth είναι πολύ λίγο για να αποδώσει την "αίσθηση",
που μόνο οι λέξεις μπορούν να δώσουν.»
Πιστεύω πως απ’ αυτό, γίνεται κατανοητή η δυσκολία. Βέβαια, σε ό,τι αφορά την Ουκρανία, ή
τη Σιβηρία, δεν είναι και τόσο δύσκολο να ζωγραφίσει κανείς έρημους και
χιονισμένους τόπους. Αναφέρομαι όμως και στο Πέτρογκραντ, Λένινγκραντ, σήμερα
Αγία Πετρούπολη. Για το ξετύλιγμα της ιστορίας, την διάλεξα, αυτήν και όχι τη
Μόσχα π.χ., γιατί απ’ ό,τι έχω διαβάσει κι έχω ακούσει, αυτή η πόλη δεν έχει "ψυχή", δεν έχει "μυρωδιά". Φτιάχτηκε για
κάποιο λόγο, σε μια στιγμή της ιστορίας, από την θέληση ενός ανθρώπου, αγέρωχη,
επιβλητική, κυρίαρχη, για να κυβερνάει μια αυτοκρατορία, και να γίνει η ψεύτικη
βιτρίνα της προς την Ευρώπη… δεν γεννήθηκε για να μεγαλώσει και να ζυμωθεί με
το χρόνο και με τους ανθρώπους. Έτσι, ήταν πιο εύκολο να αποφύγω ατοπήματα.
Τελικά, πιστεύω πως είναι καλό ο γραφιάς να γράφει
ιστορίες που περπατάνε σε τόπους που έχει νιώσει την ανάσα τους, κι όταν δεν
μπορεί να το αποφύγει γιατί το χρειάζεται η πλοκή, να καταφεύγει σε "θολώματα"
ιμπρεσιονιστικά και να μη προσπαθεί να χωθεί στα βάθη της ψυχής τους, το
πιθανότερο είναι να λαθέψει, παραδείγματα υπάρχουν πολλά.
4)
Έχετε συμπεριλάβει ποτέ σε βιβλία σας κάποια προσωπικά σας βιώματα; Πόσο
εύκολο, ή επώδυνο ήταν αυτό και πόσο εφικτή ήταν η αντικειμενική προσέγγισή
τους συγγραφικά;
Φυσικά, αυτό και να θέλει κανείς να το αποφύγει, δεν
γίνεται. Κάθε γραμμή, είναι ο εαυτός του γραφιά, η ψυχή του, τα λάθη του, οι
εφιάλτες του, ίσως τα ανεκπλήρωτα όνειρα, αλλά και οι προσδοκίες του. Επώδυνο
μπορεί να είναι κάποιες φορές, άλλοτε πάλι γίνεται και λυτρωτικό. Έτσι
λειτουργεί, κι αυτό που λέτε "αντικειμενική
προσέγγιση" δεν έχει θέση, η ψυχή και η ανάσα του συγγραφέα σε κάθε
αράδα, είναι κάτι που απλώς συμβαίνει. Αν δεν συμβαίνει, τότε κάτι είναι λάθος.
5)
Στα βιβλία σας έχετε καταπιαστεί κυρίως με ιστορικά γεγονότα και μάλιστα τέτοια
που έχουν "στιγματίσει"
τους λαούς. Πιστεύετε πως το επιστημονικό υπόβαθρο είναι απαραίτητο για τη
συγγραφή ενός βιβλίου, ή αρκεί το έμφυτο συγγραφικό ταλέντο;
Δεν πιστεύω πως το επιστημονικό υπόβαθρο είναι
καθοριστικός παράγοντας, αλλά αν κατά τύχη υπάρχει, δεν φτάνει μόνο αυτό για να
γραφτεί ένα ιστορικό μυθιστόρημα, μπορεί ο επιστήμονας να μην έχει συγγραφικό
ταλέντο. Αντίθετα, θεωρώ πως η αγάπη για τη μελέτη της ιστορίας, η συνέπεια και
η αίσθηση ευθύνης του συγγραφέα απέναντι στον αναγνώστη, αν συνδυαστούν με
συγγραφικό ταλέντο, μπορούν να χαρίσουν στους αναγνώστες εξαιρετικά ιστορικά
μυθιστορήματα.
6)
Υπάρχει κάποιο μοτίβο ως προς το πότε σας "επισκέπτεται"
η συγγραφική σας έμπνευση; Υπάρχει
κάποια συγκεκριμένη ώρα, διάθεση, ή τόπος ίσως, που να σας προδιαθέτει να
γράψετε, ή είναι κάτι που "ρέει"
αβίαστα από μέσα σας συνέχεια;
Ήταν
στιγμές, που περίμενα να με "επισκεφτεί", αλλά δεν γινόταν τίποτε,
αυτά ήταν στην αρχή, στο ξεκίνημα. Αργότερα κατάλαβα πως έπρεπε να "χτυπάω
κάρτα". Τι εννοώ μ’
αυτό… Το γράψιμο θέλει "στρώσιμο" στην καρέκλα, ανελλιπώς, έχεις δεν έχεις "έμπνευση" και διάθεση. Αυτά έρχονται
γράφοντας, σβήνοντας, ξαναγράφοντας, και ξαφνικά νιώθεις πως όλα αρχίζουν να
τρέχουν, να "ρέουν",
δεν προλαβαίνεις το πληκτρολόγιο και κάποια στιγμή σταματάς να πάρεις ανάσα και
αυτοθαυμάζεσαι… λες μέσα σου "τι έγραψα ο …….!". Αν όμως τα ξαναδείς την
άλλη μέρα - εγώ το κάνω πριν πάω παρακάτω - σίγουρα κάτι αλλάζεις, κάτι
προσθέτεις, κάτι αφαιρείς… έτσι γίνεται, ή τουλάχιστον έτσι κάνω εγώ.
7)
Όταν ολοκληρώνετε ένα νέο μυθιστόρημά σας αρκείστε στη δική σας μόνο
αξιολόγηση, πριν προχωρήσετε στην έκδοσή του, ή αναζητάτε πρώτα τη γνώμη
κάποιου οικείου σας προσώπου του οποίου την κρίση εμπιστεύεστε;
Η
πρώτη που διαβάζει τα γραπτά είναι η γυναίκα μου, που έχει ψυχρό και σίγουρο
μάτι και πιάνει αμέσως το στραβό, έπειτα δύο φίλες που έχω εμπιστοσύνη στης
μιας το ένστικτο και στης άλλης την καθαρή ματιά και τέλος ένας φίλος που έχει
διαβάσει τις μισές βιβλιοθήκες της Γαλλίας, της Ισπανίας και του τόπου μας.
8)
Από τα δύο μυθιστορήματά σας υπάρχει κάποιο το οποίο ξεχωρίζετε, στο οποίο ίσως
έχετε μεγαλύτερη αδυναμία και γιατί; Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για το
καθένα και, γιατί όχι, την ιστορία "πίσω
από την ιστορία" του καθενός;
Η
«Προσευχή Για Τις Καινούργιες Πατρίδες»,
ήταν το πρώτο μου "παιδί",
ανέφερα παραπάνω τους λόγους που με ώθησαν να το κάνω. Το θεώρησα σαν μια
ελάχιστη προσφορά στον τόπο μου κι όσοι το διάβασαν, το αγκάλιασαν και μ’
ευχαρίστησαν γι’ αυτό. Είναι
μυθιστόρημα, αλλά τα κυριότερα πρόσωπα έχουν περάσει απ’ αυτή τη ζωή, και τα
γεγονότα είναι γεγονότα. Αυτό σημαίνει πως δεν υπήρξε και πολύ μεγάλη ελευθερία
ούτε στην πλοκή, ούτε στους χαρακτήρες, ούτε στο ταξίδι στο χρόνο και στους
τόπους. Όταν τέλειωσε όμως ένιωσα άδειος, είχε μπει το "σαράκι" μέσα μου κι ήθελα να γράψω
κι άλλο.
«Η περιπλάνηση ενός βιολιού», η
αρχική ιδέα γι’ αυτήν που ήρθε ξαφνικά, εύκολα κι αβίαστα, αποδείχθηκε ευλογία
για μένα. Ειδικά ύστερα από κάποιους μήνες στην αρχή και κάποιες σελίδες, όταν
ξέμπλεξα κι άλλαξα ορισμένα πράγματα, χάρηκα κυριολεκτικά να τη γράφω. Ας
πούμε, όταν άλλαξα τον φίλο του Θωμά τον Πασκάλ, και από Γάλλο λιποτάκτη, τον
έκανα Μαξίμ, Ρώσο αξιωματικό του Κόκκινου Στρατού, όλα ήρθαν στη θέση τους κι
άρχισαν να τρέχουν. Το ίδιο κι όταν βρήκα τους "κακούς", χωρίς κακούς δεν στρώνει
παραμύθι. Τελικά, μάλλον έχω αδυναμία στην «Περιπλάνηση»,
όχι γιατί είναι καινούργια, αλλά γιατί, όντας παραμύθι, μ’ έκανε να νιώθω θεός,
αφού καθόριζα όπως ήθελα τις τύχες των ανθρώπων που έφτιαχνα. Σας βεβαιώνω πως
είναι σπουδαίο το συναίσθημα.
9)
Ο συγγραφέας Μιχάλης Μπουναρτζίδης βρίσκει το χρόνο να διαβάζει και για δική του
ευχαρίστηση και όχι μόνο για έρευνα πάνω σε κάποιο μελλοντικό βιβλίο του; Όταν
συμβαίνει αυτό, ποιό είδος λογοτεχνίας προτιμάτε περισσότερο ως αναγνώστης και
γιατί;
Διαβάζω
για δική μου ευχαρίστηση, τα μεσημέρια κυρίως τα αφιερώνω στο διάβασμα. Δεν
γίνεται να περάσει μεσημέρι τουλάχιστον, χωρίς να διαβάσω κάτι. Δεν διαβάζω
μόνο λογοτεχνία, αλλά και δοκίμια και διάφορες έρευνες για ποικίλα θέματα. Από
την λογοτεχνία διαβάζω όλα τα είδη, μόνο δύο αποφεύγω. Τα μελό αισθηματικά, που
αν διαβάσεις ένα, είναι σαν να τα διάβασες όλα με μικρές παραλλαγές, κι αυτά
που ασχολούνται με την καθημερινότητα, σε χρόνο ενεστώτα, προσπαθώντας να την
αναλύσουν και να την εξηγήσουν. Για να εξηγήσει και να αναλύσει το σήμερα ο
γραφιάς, θα στραφεί μοιραία σ’ αυτό που λέμε Ιστορία, αν θέλει να κάνει
λογοτεχνία, αν δεν το κάνει είναι ρεπορτάζ. Πιστεύω πως κάθε σήμερα, πρέπει
πρώτα να ωριμάζει, να "σιτεύει", να περνάει η πατίνα του χρόνου από πάνω του, κι έτσι,
νομοτελειακά, πέφτει στα χέρια του μελλοντικού συγγραφέα. Πολλοί δεν θα
συμφωνήσουν μ’ αυτή την άποψη, αλλά αυτή είναι η δική μου. Ίσως να υπάρχει κι
ένας επιπλέον λόγος που αποφεύγω να διαβάζω την λογοτεχνία του σήμερα, κι αυτός
είναι πως δεν το αντέχω γιατί δεν με "ταξιδεύει", δεν μ’ αφήνει να ξεφύγω. Το σήμερα το ζω, δεν το θέλω
και στα διαβάσματά μου. Έτσι κι αλλιώς, όταν καλούμαι να το ερμηνεύσω και να το
ξεδιαλύνω, πάλι στην γνώση του χρόνου που πέρασε θα καταφύγω.
10)
Ποιά είναι τα αγαπημένα σας βιβλία και συγγραφείς; Θεωρείτε ότι έχετε δεχθεί
επιρροές από κάποιους ομότεχνούς σας, έλληνες ή ξένους, σύγχρονους ή
κλασσικούς, στο δικό σας τρόπο γραφής, ύφους ή θεματολογίας;
Αγαπημένοι
συγγραφείς; Ο Καζαντζάκης, πρώτα και πάνω απ’ όλους. Ο Καραγάτσης, ο Λουντέμης,
η Διδώ Σωτηρίου. Ο Στρατής Τσίρκας, η Μάρω Δούκα. Ο Νίκος Θέμελης, ο Ισίδωρος
Ζουργός, ο Βαγγέλης Μαυρουδής. Η Μαριάννα Κορομηλά, ο Σουρούνης, ο Μίσσιος.
Όλοι τους για κάποιο λόγο. Ο Τζον Στάινμπεκ, ο Τσαβαρία, ο Μάρκες, ο Στιγκ
Λάρσον, ο Μωρίς Ατιά, ο Ιζό, ο Ρεμάρκ, ο Ρεβέρτε, ο Ισαάκ Ασίμωφ, ο Ριμπακόφ, ο
Κάρλος Ρουίς Ζαφόν. Κι αυτοί για κάποιους λόγους. Σίγουρα κάτι παίρνει κανείς
απ’ όλους όσους διάβασε, φτάνει να μη γίνεται συνειδητά, σαν μίμηση. Αν τύχει
και το κάνει, πρέπει να το δηλώνει, να είναι τίμιος με τους αναγνώστες του.
11)
Από την ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία υπάρχει κάποιο βιβλίο το οποίο έχετε
λατρέψει και το οποίο "ζηλεύετε"
ως λογοτεχνικό έργο και θα θέλατε να έχετε συγγράψει εσείς;
Πολλά
βιβλία έχω λατρέψει και τα έχω διαβάσει τέσσερις και πέντε φορές. Τρεις φορές
όμως, έκλαψα από ζήλεια γιατί δεν τα έγραψα εγώ, ήταν «Τα Σταφύλια της Οργής» του Στάινμπεκ – και ιδιαίτερα η
τελευταία σελίδα του – η «Σκιά του ανέμου» του Κάρλος
Ρουίς Ζαφόν και η «Η Αηδονόπιττα»
του Ισίδωρου Ζουργού.
12)
Πιστεύετε πως οι συγγραφείς οφείλουν να προβληματίζουν τους αναγνώστες "κεντρίζοντας" τη σκέψη τους,
ή ο σκοπός των βιβλίων τους θα έπρεπε να είναι καθαρά και μόνο ψυχαγωγικός;
Εσείς, ποιά μηνύματα επιδιώκετε να "περάσετε"
στους αναγνώστες σας και σε ποιό είδος αναγνωστικού κοινού, συνήθως,
απευθύνεστε μέσα από το συγγραφικό έργο σας;
Πιστεύω
πως οι συγγραφείς οφείλουν να κεντρίζουν τους αναγνώστες με γνώση, αυτή είναι η προσφορά τους και η
αποστολή τους. Οφείλουν να το κάνουν με τον πιο απλό – όχι απλοϊκό – και εύπεπτο τρόπο μπορούν να σκαρώσουν, γιατί
το επίπεδο του αναγνωστικού κοινού δεν είναι ένα, και είναι χρέος τους να το
ανεβάσουν. Το "καθαρά ψυχαγωγικός"
δεν το καταλαβαίνω. Για ψυχαγωγία άδεια και ανούσια, υπάρχει η τηλεόραση. Στο
κάτω-κάτω, οι συγγραφείς που το όνομά τους έμεινε για πάντα, έκαναν αυτό, "κέντρισαν" τους αναγνώστες. Εγώ
τουλάχιστον, δεν θυμάμαι κανένα συγγραφέα "Άρλεκιν", κι έπειτα, κάνουν κακό και στη φύση… Ξέρετε πόσα δάση
χρειάζεται να κοπούν για χαρτί που γίνεται άχρηστο;
13)
Θεωρείτε ότι ο συγγραφέας θα πρέπει να ασχολείται με διαφορετικά είδη
λογοτεχνίας και να πειραματίζεται θεματολογικά, ρισκάροντας το υπάρχον
αναγνωστικό του κοινό, ή θα όφειλε να εμμένει στο είδος που τον έχει
καθιερώσει;
Αυτό
δεν το ξέρω και δεν έχω δική μου εμπειρία, αποφάσισα να γράψω αρκετά αργά. Αλλά
αν κρίνω απ’ όσους έχουν καθιερωθεί, σ’ όλον τον κόσμο αλλά και στον τόπο μας,
είναι αναγνωρίσιμα τα έργα τους που θεματολογικά τουλάχιστον, δεν διαφέρουν και
πολύ μεταξύ τους. Να δώσω ένα παράδειγμα; Τον Ζουργό τον λάτρεψα για την «Αηδονόπιττα», τη «Σκιά της Πεταλούδας», και τον «Ματίας Αλμοσίνο». Ο Φράουστ και
τα Ανεμώλια, δεν μου άφησαν τίποτε, ούτε η «Μαρίνα»
του Ζαφόν. Αυτή βέβαια είναι μια εντελώς προσωπική εκτίμηση, και ίσως να μην
είναι κανόνας.
Έπειτα
είναι και για ποιόν γράφει ο συγγραφέας, είναι πολλοί που λένε πως γράφουν μόνο
για τον εαυτό τους, κι αν αρέσει στον κόσμο, άρεσε. Αυτό, αν ήδη είναι
καθιερωμένος κάποιος, ή αν έχει λεφτά για ξόδεμα στους εκδότες, αν δεν τον
ξέρει κανείς. Σκέφτομαι τώρα τον Τζέημς Τζόυς και τον «Οδυσσέα». Όλοι μιλάνε για αριστούργημα, αλλά βρείτε μου έναν
που το κατάλαβε. Σκέφτομαι και τον Ουμπέρτο Έκο, μετά το «Όνομα του Ρόδου», άντε και το «Εκκρεμές του Φουκώ», ξεφουρνίζει
ό,τι του κατέβει.
14)
Είχατε κάποιους "ενδοιασμούς"
όταν αποφασίσατε να δώσετε το πρώτο σας βιβλίο προς έκδοση; Αγωνιούσατε ως προς
την αποδοχή που θα τύχαινε από το αναγνωστικό κοινό; Τα ιστορικά γεγονότα που
αποτελούν την κύρια θεματολογία στα βιβλία σας, πιστεύετε πως παίζουν το δικό
τους ρόλο στην αποδοχή αυτή;
Ενδοιασμούς δεν είχα όταν το αποφάσισα, αγωνία είχα
αν θα βρεθεί εκδότης. Στην «Προσευχή»
διάλεξα ανάμεσα σε τέσσερις κι αυτό με "ανέβασε"
στα μάτια μου. Συμμετείχα βέβαια και με ένα μικρό ποσοστό στο κόστος, καλό
είναι να μην κρυβόμαστε, στο κάτω-κάτω δεν με ήξερε κανείς. Αμέσως μετά ήταν η
σειρά της αγωνίας για την αποδοχή, αλλά αυτή δεν ξέρω αν μετριέται μόνο με
νούμερα, γιατί σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να συνυπολογίζεται και το μερίδιο
του εκδότη στην αγορά. Σήμερα, αυτή αγωνία, τουλάχιστον για την «Προσευχή», έχει παρέλθει. Δεν
νομίζω πως είναι μόνο τα ιστορικά γεγονότα που παίζουν ρόλο στην αποδοχή, είναι
κυρίως ο τρόπος που τα προσφέρει ο συγγραφέας στο κοινό. «Η Περιπλάνηση Ενός Βιολιού», δεν είναι μόνο ιστορικό
αφήγημα, τα ιστορικά γεγονότα είναι μόνο ο καμβάς. Έχει πολλά επίπεδα. Γι’ αυτό
το βιβλίο έχω πολλή αγωνία, ίσως επειδή έχω ανεβάσει τον πήχη μόνος μου.
15)
Θεωρείτε πως η πραγματικότητα μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για ένα συγγραφέα και,
ειδικότερα, οι τόσο δύσκολες καταστάσεις που βιώνουμε τελευταία στην πατρίδα
μας; Μήπως αποτελέσουν "ιστορικές
πηγές" και έμπνευση για τους μελλοντικούς συγγραφείς, όπως για εμάς το
περίφημο Κραχ, η "Μεγάλη Ύφεση"
του 1929 - 1939;
Στην ερώτηση με αριθμό 9, έχω την εντύπωση πως ήδη
έχω απαντήσει. Το ότι οι δύσκολες καταστάσεις που βιώνουμε σήμερα, θα
αποτελέσουν θεματική πηγή για μελλοντικούς συγγραφείς, είναι παραπάνω από
βέβαιο.
16)
Οι σπουδές σας και η ενασχόλησή σας με τις Θετικές Επιστήμες και τα Οικονομικά
θεωρείτε ότι έχουν επηρεάσει τον τρόπο σκέψης σας και την διαμόρφωση της
τωρινής συγγραφικής σας "ταυτότητας";
Όχι.
Δεν έχουν καμία σχέση το ένα με το άλλο. Είναι μάλιστα στιγμές που σκέφτομαι
πως αν γυρνούσαν τα πράγματα πολλά χρόνια πίσω, θα ακολουθούσα κλασσικές
σπουδές. Μπορούσα να το κάνω, στο Γυμνάσιο της εποχής μου έπαιρνα 20 και στα
Αρχαία και στα Νέα, και στα Μαθηματικά και στη Φυσική. Απλώς ήταν πιο στη "μόδα" εκείνες τις μακρινές
εποχές, η "θετική"
κατεύθυνση, όπως ακούω να τη λένε τώρα.
17)
Εσείς, με την έως τώρα πείρα σας στον
χώρο της συγγραφής, τί θα συμβουλεύατε όλους τους νέους επίδοξους συγγραφείς,
που ονειρεύονται να δουν κάποτε ένα βιβλίο τους στις προθήκες των βιβλιοπωλείων
και ιδιαίτερα εν μέσω αυτής της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας;
Η
πείρα μου στο χώρο της συγγραφής, είναι ελάχιστη και αισθάνομαι πολύ μικρός για
να δίνω συμβουλές σε επίδοξους συγγραφείς. Θα θυμίσω μόνο μια ρήση του Κώστα
του Μουρσελά που απευθυνόμενος σε επίδοξους συγγραφείς - ανάμεσά τους κι εγώ -
είχε πει: «Να διαβάζετε χίλιες σελίδες
για να γράψετε μία, κι αυτό πάλι να το σκεφθείτε πολύ πριν το κάνετε».
18)
Κλείνοντας και, αφού σας ευχαριστήσω θερμά για την τιμή της παραχώρησης αυτής της συνέντευξης, θα ήθελα να σας ευχηθώ
ολόψυχα καλή επιτυχία σε κάθε έργο σας, και ειδικότερα, στο πιο πρόσφατο
εξαιρετικό μυθιστόρημά σας «Η
Περιπλάνηση Ενός Βιολιού», και
να σας ρωτήσω για τα άμεσα συγγραφικά σας σχέδια. Τι να περιμένουμε από εσάς
στο μέλλον;
Δεν
ξέρω αν πρέπει να περιμένουμε κάτι, κι εσείς κι εγώ. Η «Περιπλάνηση» έχει ολοκληρωθεί εδώ κι ένα χρόνο, και σ’ όλο αυτό το
διάστημα έχω γράψει τέσσερις σελίδες όλες κι όλες. Αναρωτιέμαι αν έχω κάτι να
πω ακόμη, αισθάνομαι "ξεζουμισμένος" απ’ αυτό το βιβλίο, δεν το
κρύβω πως με διέλυσε, οι εφιάλτες μου είναι εκεί μέσα. Ένας φίλος καλός, που
δεν διστάζει να επισημαίνει τα στραβά μου, μου είπε, «Πρέπει να το σκεφτείς πολύ, αν θα γράψεις, τι θα γράψεις, μετά απ’
αυτό. Φοβάμαι πως βρήκες ταβάνι πολύ γρήγορα. Θυμήσου τον Γκάτσο, μετά την
Αμοργό, όπου τα είπε όλα, δεν εξέδωσε τίποτε άλλο. Έγραφε μόνο στίχους,
τραγούδια, μετάφραζε θεατρικά, αλλά συλλογή άλλη δεν έβγαλε». Δικά του
είναι τα λόγια, όχι δικά μου.
Ο
Μιχάλης Μπουναρτζίδης γεννήθηκε το 1947 στην Ξάνθη, όπου και τελείωσε το
σχολείο. Σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Κατέχει τίτλους
μεταπτυχιακών σπουδών και έχει γράψει εργασίες πάνω στις θετικές επιστήμες και
στα οικονομικά. Το 2010 κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα, «Προσευχή Για Τις Καινούργιες Πατρίδες».
«Η Περιπλάνηση Ενός Βιολιού»
που κυκλοφόρησε φέτος είναι το δεύτερο βιβλίο του.
Βιβλιογραφία
Μιχάλη Μπουναρτζίδη :
«Η
ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΙΟΛΙΟΥ»
«Μια μυθιστορηματική διαδρομή στην Ευρώπη του
Μεσοπολέμου»
Εκδόσεις:
Κέδρος
Σελίδες:
496
Τιμή:
14,94 €
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου:
«Ο
Αλέκο εφέντης φτάνει απ’ τη Φώκαια της Μικρασίας, το 1914, στη Θεσσαλονίκη με
τη γυναίκα και τα πέντε παιδιά του, ανάμεσά τους και τον έφηβο Θωμά.
Η ζωή του Θωμά θα συνδεθεί μ’ ένα βιολί που προέρχεται κι αυτό από τη Μικρασία. Οι δυο τους ανταμώνουν στα χώματα του προσφυγικού καταυλισμού στο Ζεϊτενλίκ, σ’ έναν απρογραμμάτιστο χορό που ξεσήκωσε η γκάιντα κάποιου Θρακιώτη πρόσφυγα. Το βιολί γίνεται η αφορμή για ένα ακόμη αντάμωμα: ο Θωμάς γνωρίζει την Ελβίρα, τη θυγατέρα ενός Εβραίου υφασματέμπορα, στη Σαλονίκη του Διχασμού και της μεγάλης πυρκαγιάς.
Ύστερα από μερικά χρόνια, ο Θωμάς, άντρας πια, και το βιολί συναντιούνται μ’ έναν ταγματάρχη του Κόκκινου Στρατού στις παγωμένες ερημιές της Ουκρανίας, κατά τη διάρκεια του ρωσικού εμφυλίου.
Ο άντρας και το βιολί περιπλανιούνται στην ταραγμένη Ευρώπη του Μεσοπολέμου. Ζουν παρέα στα χαμαιτυπεία του Βερολίνου, της μητρόπολης των παθών, την εποχή της ανόδου των ναζί. Τα γυρίσματα της μοίρας τούς φέρνουν στην αναρχική Βαρκελώνη του 1936, στα χρόνια του ισπανικού εμφυλίου, την ημέρα της κηδείας του Μπουαναβεντούρα Ντουρούτι.
Περίπου τρία χρόνια μετά, η περιπλάνηση συνεχίζεται…»
Η ζωή του Θωμά θα συνδεθεί μ’ ένα βιολί που προέρχεται κι αυτό από τη Μικρασία. Οι δυο τους ανταμώνουν στα χώματα του προσφυγικού καταυλισμού στο Ζεϊτενλίκ, σ’ έναν απρογραμμάτιστο χορό που ξεσήκωσε η γκάιντα κάποιου Θρακιώτη πρόσφυγα. Το βιολί γίνεται η αφορμή για ένα ακόμη αντάμωμα: ο Θωμάς γνωρίζει την Ελβίρα, τη θυγατέρα ενός Εβραίου υφασματέμπορα, στη Σαλονίκη του Διχασμού και της μεγάλης πυρκαγιάς.
Ύστερα από μερικά χρόνια, ο Θωμάς, άντρας πια, και το βιολί συναντιούνται μ’ έναν ταγματάρχη του Κόκκινου Στρατού στις παγωμένες ερημιές της Ουκρανίας, κατά τη διάρκεια του ρωσικού εμφυλίου.
Ο άντρας και το βιολί περιπλανιούνται στην ταραγμένη Ευρώπη του Μεσοπολέμου. Ζουν παρέα στα χαμαιτυπεία του Βερολίνου, της μητρόπολης των παθών, την εποχή της ανόδου των ναζί. Τα γυρίσματα της μοίρας τούς φέρνουν στην αναρχική Βαρκελώνη του 1936, στα χρόνια του ισπανικού εμφυλίου, την ημέρα της κηδείας του Μπουαναβεντούρα Ντουρούτι.
Περίπου τρία χρόνια μετά, η περιπλάνηση συνεχίζεται…»
«ΠΡΟΣΕΥΧΗ
ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ»
Εκδόσεις:
Επτάλοφος
Σελίδες:
490
Τιμή:
12,11 €
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου:
«Δύο
ιστορίες σαν μυθιστόρημα εξελίσσονται παράλληλα, ξεκινάνε το 1882 στην
Αδριανούπολη και κοντά σ αυτήν, όταν έρχονται στη ζωή δυο άνθρωποι που έζησαν,
στ αλήθεια, και σταματάνε το 1922· είναι τα χρόνια που ο ένας πόλεμος μετά τον
άλλον, άλλαξαν τον κόσμο τους, στη Θράκη που γεννήθηκαν, στην Ελλάδα, στον
ευρύτερο βαλκανικό χώρο, σ’ ολόκληρη την Ευρώπη...
Κάποια πρόσωπα και κάποιες δικές τους αφηγήσεις, πάνε και υφαίνονται και μπλέκουν και γίνονται ένα, με την Ιστορία την γραμμένη, αυτή που συνέβη και δεν αλλάζει... έτσι προχωράνε οι δυο ιστορίες που μπορεί να έγιναν έτσι, αλλά μπορεί κι αλλιώς, σημασία έχει να ξέρουμε πώς φτάσαμε μέχρι εδώ, δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα, όπως τα βλέπουμε και τα ζούμε σήμερα.
Πολλά "γιατί" βρίσκουν απαντήσεις, αναζητώντας τις σ όλο το χώρο ανάμεσα στη γραμμή που τρέχει απ τη Σαλονίκη στη Σόφια, μετά στην Οδησσό, κι από κει στην Πόλη και πίσω, "γιατί" που κρύβουν ιστορίες και δράματα, προσωπικά, οικογενειακά αλλά κυρίως εθνικά, κρύβουν διωγμούς, συμπόνια, θάνατο, ανθρωπιά, ντροπές, εξιλέωση...»
Κάποια πρόσωπα και κάποιες δικές τους αφηγήσεις, πάνε και υφαίνονται και μπλέκουν και γίνονται ένα, με την Ιστορία την γραμμένη, αυτή που συνέβη και δεν αλλάζει... έτσι προχωράνε οι δυο ιστορίες που μπορεί να έγιναν έτσι, αλλά μπορεί κι αλλιώς, σημασία έχει να ξέρουμε πώς φτάσαμε μέχρι εδώ, δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα, όπως τα βλέπουμε και τα ζούμε σήμερα.
Πολλά "γιατί" βρίσκουν απαντήσεις, αναζητώντας τις σ όλο το χώρο ανάμεσα στη γραμμή που τρέχει απ τη Σαλονίκη στη Σόφια, μετά στην Οδησσό, κι από κει στην Πόλη και πίσω, "γιατί" που κρύβουν ιστορίες και δράματα, προσωπικά, οικογενειακά αλλά κυρίως εθνικά, κρύβουν διωγμούς, συμπόνια, θάνατο, ανθρωπιά, ντροπές, εξιλέωση...»
Ειλικρινά εξαιρετική συνέντευξη. Σε αντίθεση με άλλες παρόμοιες συνεντεύξεις εδώ ο αναγνώστης μαθαίνει πολλά για τον τρόπο που ο συγγραφέας Μιχάλης Μπουναρτζίδης έγραψε τα δυο θαυμάσια του βιβλία. Με απασχολούσε διαρκώς κατά την ανάγνωση το που και πως βρήκε ο φίλος Μιχάλης όλες τις πληροφορίες που βρίσκει και τις "εμπλέκει" στα έργα του. Λέει πως το "Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΙΟΛΙΟΥ" του πήρε 4 χρόνια να το ολοκληρώσει. Ειλικρινά ομολογώ ότι επειδή αυτό διαβάζω τώρα με έχει βαθύτατα εντυπωσιάσει η πληθώρα ιστορικών και άλλων λεπτομερειών που με διδάσκουν αλλά και μου χαρίζουν την απόλαυση της ανάγνωσης ενος θαυμαστού βιβλίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας ευχαριστώ θερμά αγαπητέ κ. Παπαχαραλάμπους για τα επαινετικά σας λόγια! Προσπάθησα οι ερωτήσεις μου να φανούν αντάξιες του εξαίρετου Μιχάλη και σίγουρα οι απαντήσεις του ήταν πέρα από τις προσδοκίες μου! Τον ευχαριστώ πολύ για το χρόνο που μου διέθεσε και εύχομαι πολλοί αναγνώστες να διαβάσουν και να εκτιμήσουν το αξιόλογο έργο του!
ΔιαγραφήΕίχα διαβάσει πριν κάποια χρόνια και είχα ενθουσιαστεί, την Προσευχή για τις καινούργιες πατρίδες, του Μιχάλη Μπουναρτζίδη. Είχα εντυπωσιαστεί και από την γραφή του, και από το μέγεθος της δουλειάς που έγινε σ’ αυτό το βιβλίο. Όταν είδα λοιπόν την έκδοση του νέου του βιβλίου, έσπευσα να το προμηθευτώ, ελπίζοντας πως εκείνο, το πρώτο, δεν ήταν απλώς ένα πυροτέχνημα. Το τέλειωσα, σαν πρώτη ανάγνωση γιατί θα επακολουθήσουν κι άλλες, μέσα σε λίγες μέρες, κυριολεκτικά με συνεπήρε. Δεν θα κάνω σύγκριση, γιατί το πρώτο βασιζόταν αρκετά στην ιστορία πραγματικών προσώπων, ενώ η Περιπλάνηση είναι καθαρή μυθιστορία. Όμως, θεωρώ πως η Περιπλάνηση είναι κάποια σκαλιά πιο πάνω. Λόγω και της ιδιότητάς μου, είμαι φιλόλογος, μπορώ να βεβαιώσω χωρίς πολλή σκέψη, πως ο συγγραφέας έχει μια μοναδική ικανότητα να περιγράφει χωρίς να πλατειάζει, με λίγες λέξεις να βάζει μέσα στη σκηνή τον αναγνώστη και ταυτόχρονα να τον φορτίζει συναισθηματικά, όλα αυτά με λίγες λέξεις. Μοναδικό, κάποιοι αναγνωρισμένοι συγγραφείς χρειάζονται σελίδες για το ίδιο αποτέλεσμα που ο κ. Μπουναρτζίδης πετυχαίνει μέσα σε μια παράγραφο. Αποτέλεσμα να μην υπάρχει κενό, να μην υπάρχει πουθενά αυτό που λέμε «κοιλιά», να είναι «γεμάτες» οι πεντακόσιες σελίδες του, να τρέχει η ιστορία, να θέλει ο αναγνώστης να δει τι θα γίνει πιο κάτω, και ταυτόχρονα να μη θέλει να τελειώσει η μαγεία της περιπλάνησης. Θεματολογικά τώρα, πιστεύω πως είναι ένα μοναδικό δέσιμο, πέρα από την συγκλονιστική αισθηματική ιστορία που ξετυλίγεται χωρίς να γίνεται ούτε στιγμή μελό, ένα μοναδικό δέσιμο κάποιων μεγάλων στιγμών της ιστορίας, όπως είναι ο εμφύλιος στη Ρωσία μετά την επανάσταση του 1917, ο Ισπανικός εμφύλιος 1936-39, ο Διχασμός και η μεγάλη πυρκαγιά στη Θεσσαλονίκη, η εκστρατεία στην Ουκρανία το 1919, η άνοδος των Ναζί. Θα χαρακτηρίσω άφοβα την Περιπλάνηση ενός βιολιού, μια από τις μεγάλες στιγμές της μεταπολεμικής Ελληνικής λογοτεχνίας. Μαίρη Σηφάκη-Νάϊτ
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας ευχαριστώ πολύ αγαπητή κ. Νάϊτ για το σχόλιό σας και την εμπεριστατωμένη κριτική σας για ένα βιβλίο από τα πιο αξιόλογα καταπώς φαίνεται που κυκλοφόρησαν το 2015. Ομολογουμένως ένα ιστορικό μυθιστόρημα που αξίζει να διαβαστεί από τους πιο απαιτητικούς αναγνώστες και για το οποίο αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στον αγαπητό Μιχάλη!
Διαγραφή