«ΦΙΛΑ
ΜΕ, ΑΓΓΕΛΕ ΜΟΥ… ΦΥΛΑ ΜΕ…» – ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ, του
Παναγιώτη Σιδηρόπουλου – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη
Εκδόσεις:
Αλκυών
Σελίδες:
430
Τιμή:
16 €
Τον αγαπητό Παναγιώτη Σιδηρόπουλο
τον γνωρίσαμε μέσα από το πρώτο μέρος της τριλογίας του με τίτλο «Η
Τριλογία Των Αγγέλων 1 – Φύλακας Άγγελος», ένα μυθιστόρημα φαντασίας
που άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις και συνάρπασε τους θαυμαστές του είδους, και όχι μόνο! Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί το δεύτερο βιβλίο
του, το οποίο δεν είναι μεν το δεύτερο μέρος της τριλογίας του – αυτό θα πρέπει
να το περιμένουμε για λίγο καιρό ακόμα, αλλά σας υπόσχομαι πως θα είναι "χορταστικό" και σε ποσότητα και σε
περιεχόμενο και θα μας "αποζημιώσει" απόλυτα – αλλά ένα νέο,
αυτοτελές μυθιστόρημα, με διαφορετικό θέμα και με τον πρωτότυπο τίτλο –
λογοπαίγνιο «Φίλα με, Άγγελέ μου… Φύλα
Με». Ευχαριστώ θερμά τον συγγραφέα, όπως και τις εκδόσεις Αλκυών, που
τιμούν το ιστολόγιο των «Φίλων Της Λογοτεχνίας»,
ακόμα μία φορά, παραχωρώντας μου μία αποκλειστική προδημοσίευση από το νέο
μυθιστόρημά τους. Σας προσκαλώ, λοιπόν, να διαβάσετε το ακόλουθο απόσπασμα για
να πάρετε μία πρώτη γεύση του νέου βιβλίου του Παναγιώτη Σιδηρόπουλου και του
εύχομαι ολόψυχα κάθε επιτυχία στο νέο του πόνημα!
Απόσπασμα
(Σελίδες: 1 έως 15)
«Κεφάλαιο 1.
Σ’ αυτό το ανοιξιάτικο βράδυ, η πόλη, σχεδόν στην
πλειονότητά της, έμοιαζε να κοιμάται. Η δροσιά, μαζί µε την απαλή υγρασία,
φανέρωναν πως το καλοκαίρι ερχόταν µε γοργούς ρυθμούς. Η κίνηση στους δρόμους
ήταν ελάχιστη. Υπήρχαν µόνο μερικά διάσπαρτα αυτοκίνητα, εκεί όπου μετά από
λίγη ώρα θα μποτιλιαρίζονταν. Τα κίτρινα φώτα χάριζαν το άπλετο φως τους ως τις
τελευταίες στιγμές τής βραδιάς. Στα ανατολικά ο ουρανός άρχισε να ανάβει. Από
στιγμή σε στιγμή θα ξημέρωνε, κάνοντας την πόλη να ξυπνήσει. Οι πρώτες ακτίνες
του ήλιου συναγωνίζονταν για το ποια θα φτάσει πρώτη πάνω από την πόλη. Απ’
όλες τους ξεχώρισε µία. Άφησε τις υπόλοιπες πίσω και έτρεξε στον κατάμαυρο
ουρανό για να φωτίσει πρώτη τη νέα μέρα. Σαν ένα μικρό φιδάκι, µε λαμπερό
κεφαλάκι και απαστράπτουσα ουρίτσα, µε ένα χαμογελαστό πρόσωπο, έτρεχε
αδιάκοπα, μέχρι που συνάντησε ένα σύννεφο. Το µάτι της έλαμψε. Ήταν ώρα για
παιχνίδι! Χωρίς να το σκεφτεί και πολύ, βούτηξε μέσα του και ενώ του χάριζε
λίγο από το φως της, άρχισε να το χτυπάει για να φουντώσει, όπως κάνουν οι
άνθρωποι στα μαξιλάρια τους. Στη συνέχεια, βγήκε από την απέναντι πλευρά και
λίγο παρακάτω γύρισε να δει το αποτέλεσμά της. Το σύννεφο είχε πάρει πανέμορφες
αποχρώσεις του κόκκινου, του µοβ, του κίτρινου και του λευκού. Ένα περήφανο
γελάκι έσκασε ξανά και γύρισε για τον δρόμο της προς την πόλη.
Τώρα έψαχνε κάτι. Σαν να την είχαν δασκαλέψει πού έπρεπε να
πάει, πλανιόταν πάνω από τα σπίτια ψάχνοντας. Τελικά, βρήκε τον προορισμό της.
Ήταν ένα χαμηλό, παλιό σπίτι, χτισμένο στη φτωχότερη γειτονιά της πόλης. Ήταν
βαμμένο ώχρα, µε πράσινα παράθυρα, µα η εγκατάλειψη στο πέρασμα του χρόνου το
έκανε να ξεθωριάσει και να ξεφλουδίσει. Η οροφή του σκεπαζόταν µε κεραμίδια,
που άλλα ήταν σπασμένα και άλλα βρόμικα, έχοντας πάνω τους βρύα από τις πολλές
χειμωνιάτικες βροχές. ∆εν υπήρχαν και
πολλά σπίτια σαν κι αυτό. Αντάμωνες κυρίως ψηλές, έντεχνα οικοδομημένες
πολυκατοικίες, που φιλοξενούσαν πλήθος ενοικιαστών, εκμεταλλευόμενες τον χώρο
που έπιαναν στη γη. Το μικρό αυτό φιδάκι, η ηλιαχτίδα, που κατάφερε πρώτη να
φτάσει στην πόλη, το γνώρισε. Κοίταξε στην ανατολή. Όλες οι φιλενάδες της
ερχόντουσαν σχηματίζοντας ένα μπούγιο. Ο ουρανός έσβηνε ένα ένα τα αστέρια του,
καθώς και τα φώτα της πόλης, που τελείωναν το λειτούργημά τους, αποσύρονταν.
Τώρα το µόνο σκοτεινό μέρος ήταν η δύση, και αυτή όχι για πολύ. Γνώριζε ότι δεν
είχε την πολυτέλεια να ρεμβάζει από εκεί ψηλά την πλάση, αλλά δεν χρειαζόταν
και να αγχωθεί. Κούνησε την ουρά της για να της δώσει ώθηση, πήρε το σοβαρό της
ύφος και βούτηξε μονομιάς προς το παλιό σπίτι. Πέρασε περίτεχνα από µια
σπασμένη γρίλια, διαπέρασε το τζάμι, µε αποτέλεσμα να βρεθεί σε ένα δωμάτιο.
Τώρα αιωρούνταν σαν πυγολαμπίδα στο κέντρο του.
Επεξεργαζόταν µε απορία τον χώρο γύρω της. Αυτό που της έκανε εντύπωση ήταν ότι
και το εσωτερικό τού διαμερίσματος βρισκόταν στην ίδια κατάσταση µε το
εξωτερικό . Ήταν µια γκαρσονιέρα του δευτέρου ορόφου. Από τους τοίχους είχε
ξεκολλήσει η ταπετσαρία σε πολλά σημεία και κρεμόταν δίνοντας ατημέλητη, άσχημη
εντύπωση. Το ταβάνι δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο χρώμα. Μάλλον θα ήταν λευκό
που χάλασε από την πολυκαιρία. Είχε παντού στάμπες, μιας και το νερό, που
έτρεχε από εκεί τις βροχερές μέρες, δημιουργούσε σε πολλά σημεία ακόμα και
μούχλα. Μια πολύ μικρή κουζίνα υπήρχε στα αριστερά της. Η έλλειψη χώρου έκανε
τις κατσαρόλες να στοιβάζονται η µία πάνω στην άλλη, ενώ τα ντουλάπια, τόσο
μικρά και ξεχαρβαλωμένα, δεν μπορούσε να φανταστεί τι μπορεί να είχαν μέσα
τους. Ακόμα και η βρύση έσταζε µε έναν βασανιστικά αργό ρυθμό. Παραδίπλα, ένα
ξύλινο, παλιό τραπέζι έπαιρνε την αξιοσέβαστη θέση της τραπεζαρίας. Μόνο µε δύο
καρέκλες, ετοιμόρροπες κι αυτές. Ένας μπορντό καναπές, από αυτούς που µε µια
κίνηση μετατρέπονταν σε ντιβάνι, δέσποζε στον μικρό χώρο. Γεμάτος από ρούχα
γυναικεία, διπλωμένα και τακτοποιημένα πάνω του. Πιο δίπλα έστεκε ένα κουτί που
φιλοξενούσε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή. Ήταν ακόμα αναμμένος, µε τα καλώδιά
του να οδηγούν στην πρίζα. Ακριβώς από πίσω και λίγο πιο πάνω στεκόταν µια
βιβλιοθήκη. Μικρών διαστάσεων βέβαια, µε ράφια στραβωμένα από το βάρος των
βιβλίων. Σε αυτό το έπιπλο δεν υπήρχε χώρος να ακουμπήσεις ούτε µια καρφίτσα.
Φρόντισαν να τον εκμεταλλευτούν ως και την τελευταία του σπιθαμή. Τα πιο
απογοητευτικά έμοιαζαν να είναι τα ντοσιέ. Οι σελίδες τους αναγκαστικά έβγαιναν
έξω από αυτά, ενώ ακόμα και κλεισμένα, ήταν τόσο σφιχτά, που αν επιχειρούσες να
τα ανοίξεις, το πιθανότερο θα ήταν να εκραγούν γεμίζοντας τον τόπο χαρτομάνι.
Δίπλα τους, σε μικρή απόσταση, διέκρινες στοίβες από μυθιστορήματα.
Είχαν την ικανότητα να κλείνουν μέσα τους καινούριους, διαφορετικούς κόσμους,
από αυτούς που είχε μάθει να ζει. Ταξίδια του νου σε ζωές και καταστάσεις
ανθρώπων τόσο παραστατικές και προσιτές, που ήταν σίγουρο ότι ο αναγνώστης τους
θα έµπαινε στο δίλημμα να βάλει τον εαυτό του στη θέση του ήρωα. Της άρεσε να
διαβάζει μυθιστορήματα στον ελεύθερο της χρόνο. Μέσα από τα βιβλία προσπαθούσε
να ταυτιστεί µε τον πρωταγωνιστή, και µε αυτόν τον τρόπο να ξεφύγει από τη
νοσηρή, ανυπόφορη πραγματικότητα που ζούσε. Ήθελε να ζήσει κάτι διαφορετικό.
Κάτι που της άξιζε. Ίσως µια θαλπωρή και οικειότητα στο οικογενειακό περιβάλλον
που ποτέ δεν γνώρισε. Ίσως να περνά καλά µε τους πραγματικούς της φίλους, που
θα τη στήριζαν σε ό,τι κι αν έκανε. Ίσως να γνώριζε τον πραγματικό έρωτα που
ποτέ δεν πίστεψε πως υπήρχε. Αναζητούσε να βιώσει ένα δείγμα από τα παραπάνω,
έστω και στον φανταστικό κόσμο των βιβλίων. Διάβαζε συνήθως τα βράδια που
γυρνούσε κουρασμένη από τη δουλειά και είχε ανάγκη µια ανάσα. Τα ρομαντικά μυθιστορήματα της χάριζαν αυτό
που έλειπε από τη ζωή της μέχρι τώρα. Την αίσθηση ότι κάποιος την προσέχει,
κάποιος την αγαπάει. Ήταν και τα μόνα που φαίνονταν να είχαν χρησιμοποιηθεί
πρόσφατα. Το µόνο κακό ήταν όταν τελείωνε το διάβασμα. Η επιστροφή στην πραγματικότητα
κατάφερνε πάντα να της αφήνει µια έντονη πίκρα µε νοσταλγία, ανακατεμένα τόσο
καλά που θα μπορούσαν να τη ρίξουν σε κατάθλιψη. Αυτό που την έσωζε ήταν ο νους
που ταξίδευε µόνος του για αρκετές ώρες μετά σ’ αυτές τις ιστορίες.
Στην απέναντι πλευρά, δέσποζε µια τετράφυλλη ντουλάπα. Κατ’
όνομα µόνο, γιατί τα τρία από τα τέσσερα φύλλα της έλειπαν. Μόνο ένα ήταν στη
θέση του, αλλά ποιος ξέρει για πόσο καιρό ακόμα; Κατά συνέπεια, η ματιά μπορούσε
εύκολα να δει το περιεχόμενό της. Χρωματιστά φορέματα, το ένα κρεμασμένο δίπλα
στο άλλο, πάντα τακτοποιημένα, και στον πάτο της διπλωμένα παντελόνια και μπλούζες.
Χειμωνιάτικα και καλοκαιρινά, όλα μπερδεμένα, δεν σου επέτρεπαν να τα
ξεχωρίσεις. Σίγουρα θα κρατούσαν υγρασία, µε αποτέλεσμα να την αποτρέπουν να τα
χρησιμοποιεί τακτικά. Μπορούσες να το καταλάβεις εύκολα από τη συρταριέρα στο
πλάι. Το ξύλο τους, διαβρωμένο από την υγρασία, φιλοξενούσε τα εσώρουχα και τις
πετσέτες της. Ένα άθλιο μέρος, που θα έκανε ήρωα όποιον προσπαθούσε να μείνει
εκεί.
Η ακτίνα έμεινε αποσβολωμένη να κοιτάζει γύρω της. Ήταν μικρούλα
και δεν ήξερε από αυτά. Σε λίγο θα ερχόντουσαν και οι φίλες της. Έπρεπε να
προλάβει. Σταμάτησε να χαζεύει τον χώρο και επικεντρώθηκε σε αυτό που είχε σημασία.
Αυτό για το οποίο έκανε όλη αυτήν τη διαδρομή τόσο γρήγορα. Τότε είδε αυτό που
πραγματικά έψαχνε. Ήταν ξαπλωμένο πάνω σ’ ένα παλιό, ξύλινο, αρχοντικό κρεβάτι
και σκεπασμένο µ’ ένα απαλό πάπλωμα. Ήταν φανερή η αντίθεση του μοντέρνου παπλώματος
µε τα υπόλοιπα παλιά έπιπλα του δωματίου. Η ηλιαχτίδα εστίασε περισσότερο. Είδε
ένα κεφάλι να προεξέχει από την άκρη του παπλώματος, µε τα μαλλιά αχτένιστα από
τον ύπνο να το αγκαλιάζουν. Το χαμόγελο επέστρεψε και πάλι στο πρόσωπό της.
Ξεστόμισε ένα “χα” τόσο γλυκά και πονηρά. Τα είχε καταφέρει! Αυτή ήταν… Καστανομάλλα,
µε λεπτά χαρακτηριστικά. Αν και δεν μπορούσε να τη δει εξονυχιστικά, παρατήρησε
τα µάτια, που ήταν ο στόχος της. Ήταν βέβαια κλειστά, µα αφήνανε µια πολύ λεπτή
χαραμάδα που µε τέχνη θα μπορούσε να τρυπώσει μέσα τους. Ανασκουμπώθηκε.
Σούφρωσε τα φρύδια της και πραγματοποίησε τον σκοπό της. Βούτηξε άλλη µια φορά,
µε στόχο τα µάτια της κοπέλας. Θα έκανε αυτό που την πρόσταξαν να κάνει. Ήταν
το ορόσημο για ν’ αλλάξει µια για πάντα η ζωή τής κοπέλας.
Η κοπέλα, ενοχλημένη από την ακτίνα, άνοιξε τα πρησμένα
µάτια της αργά. Από τη σπασμένη γρίλια το φως έπεφτε κατευθείαν πάνω της. Το
φως του ήλιου μετέτρεπε το καστανό τους χρώμα σ’ ένα βαθύ μελί µε κίτρινες
αποχρώσεις. Σκέφτηκε ότι έπρεπε κάποια στιγμή να το φτιάξει, αλλά πώς; Γύρισε
πλευρό να κοιμηθεί ξανά. Για λίγο ακόμα. Τα πλούσια, πανέμορφα μαλλιά της
σκέπασαν το πρόσωπο για µια φορά ακόμα, παραμερίζοντας το κοκαλάκι που τα
κρατούσε όλο το βράδυ, αφήνοντάς τα να µπλεχτούν. Ήταν όμως η ώρα να ξυπνήσει
και αυτό το γνώριζε καλά το ξυπνητήρι της. Άρχισε έναν άχαρο και εκκωφαντικό θόρυβο.
Η ώρα είχε πάει έξι. Η κοπέλα το χτύπησε µε δύναμη να σταματήσει και έβαλε το μαξιλάρι
πάνω στο κεφάλι της. Ήταν βάρβαρη ώρα.
Αν και ο ύπνος έδειχνε να της φεύγει, δεν είχε καμία διάθεση
να σηκωθεί. Μόνο όταν µια σκέψη τής υπενθύμισε το πόσες φορές έχει αργήσει για
τη δουλειά, την έκανε να τιναχτεί. Ανακάθισε µε απογοήτευση στο κρεβάτι. «Γιατί
να µην είναι Κυριακή;» σκέφτηκε. Πέταξε το πάπλωμα και σηκώθηκε µε προορισμό το
μπάνιο. Είχε ύψος κοντά στο ένα εβδομήντα. Σπαστά μαλλιά που φτάνανε μέχρι το
µέσο της πλάτης. Τα µάτια της σχιστά, µε μεγάλες βλεφαρίδες, και µια μυτούλα γαλλικού
τύπου. Ροδοκόκκινα μάγουλα και χείλια λεπτά, µα αισθησιακά. Ένα πανέμορφο,
χωρίς ατέλειες πρόσωπο, ανέπαφο από μακιγιάζ και πράγματα που προσπαθούν να
κάνουν µια γυναίκα όμορφη. Ένα τέτοιο πρόσωπο φυσικής ομορφιάς δεν χρειαζόταν
τη βοήθεια καλλυντικών για να ομορφύνει περισσότερο, και στην ιδέα μιας τέτοιας
προσπάθειας, το αποτέλεσμα θα ήταν µάλλον αποτυχημένο. Φορούσε µόνο τα εσώρουχά
της. Λευκό σουτιέν µε ροζ, μικρά λουλουδάκια, ασορτί µε το σλιπάκι της, που
αγκάλιαζε τους καλοφτιαγμένους γοφούς της. Δεν είχαν τη δύναμη όμως να
κολακεύσουν το σώμα της. Ήταν παλιά, αναχρονιστικά, εφηβικά και φθαρμένα από
την πολλή χρήση. Στα είκοσι έξι της χρόνια πια δεν είχε τη δυνατότητα να
αγοράσει καινούρια. Παρ’ όλα αυτά το σώμα της διαγραφόταν εξαίσιο. Το στήθος
της ήταν πλούσιο, στητό και σφιχτό. Η μέση της κρατιόταν άριστα µε όσο λίπος θα
μπορούσε να την κάνει θελκτική. Όσο κατέβαινες από τους ώμους της και έφτανες
προς τα κάτω χαμηλά στην πλάτη της, έβλεπες τα λακκάκια που δημιουργούσε η μέση.
Προειδοποιούσαν πως από εκεί και κάτω αρχίζει ένα ενδιαφέρον -για τους άντρες-
σημείο του σώματός της. Τα πόδια, καλλίγραμμα και μακριά, ακουμπούσαν ξυπόλυτα
το ξύλινο πάτωμα του διαμερίσματος.
Ανακάτεψε τα μαλλιά σε µια προσπάθεια να ξυπνήσει και ετοίμασε
τη μικρή ντουζιέρα για ένα γρήγορο μπάνιο. Τη βοήθησε να ξυπνήσει. Με το μπουρνούζι
ακόμα τυλιγμένο γύρω της κάθισε στην ετοιμόρροπη καρέκλα. Κρατούσε ένα μπολ µε
δημητριακά, που θα της έδιναν την απαραίτητη ενέργεια για να αρχίσει τη μέρα
της. Δεν υπήρχε καθόλου όρεξη να πάει στη δουλειά. Ήταν ένα βάσανο στο μυαλό
της. Όση ώρα έτρωγε το πρωινό, σκεφτόταν το τι θα επακολουθούσε. Τα πειράγματα
των συναδέλφων, ο εξευτελισμός που ήταν αναγκασμένη να υποστεί, τα πικρόχολα
σχόλια που θα ρίχνανε ακόμα πιο κάτω την αυτοεκτίμησή της. Δεν είχε όμως καμία
πολυτέλεια να παραιτηθεί, αν και το ήθελε πολύ. Με τα λιγοστά λεφτά που
έπαιρνε, κατάφερνε να πληρώνει το ενοίκιο και τα έξοδα για την επιβίωσή της.
Παράτησε τις άσχημες σκέψεις και ξεκίνησε να ετοιμάζεται για
τη δουλειά όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Αρχικά φόρεσε τα γυαλιά της. Ένα τεράστιο
ζευγάρι γυαλιών, µε μεγάλο και βαθύ φακό που κατάστρεφε τα πανέμορφα µάτια της.
Δεν είχε ούτε την οικονομική άνεση, ούτε το ελάχιστο ενδιαφέρον να κοιτάξει την
εμφάνισή της και να αγοράσει φακούς επαφής. Φόρεσε ένα σετ φρεσκοπλυμένα
εσώρουχα, που δεν είχαν καμία διαφορά, εμφανισιακά, µε τα προηγούμενα. Η φούστα
της ήταν μακριά και φαρδιά. Έκρυβε άριστα όλο το πόδι της και της πρόσθετε ακόμα
δέκα χρόνια στην ηλικία. Ένα μπλουζάκι που πρέπει να το είχε από την παιδική
της ηλικία και µια γκρίζα ζακέτα µε μικρά κουμπιά και καθόλου σχέδια πάνω της.
Ήταν τέτοια η απογοήτευσή της για τη νέα μέρα, που ούτε τα μαλλιά της δεν
χτένισε. Άλλωστε ούτε και τις προηγούμενες μέρες έκανε κάτι τέτοιο. Δεν είχε
λόγο να βελτιώσει την εμφάνισή της.
Η μισοκατεστραμμένη πόρτα του διαμερίσματός της άνοιξε. Ξεκινούσε
για τη δουλειά. Κατέβηκε τις σκάλες, μιας και δεν υπήρχε ασανσέρ στο κτίριο.
Βγαίνοντας στον δρόμο, έψαξε για το αυτοκίνητό της. Ήταν εκεί μπροστά. Ένας
σκαραβαίος λευκού χρώματος, σε άθλια κατάσταση. Τα λάστιχά του ήταν πάντα σε
άθλια κατάσταση. Ούτε υαλοκαθαριστήρες υπήρχαν, ούτε κεραία. Βέβαια και το
κασετόφωνο είχε χαλάσει πολύ καιρό πριν. Είχε σχισμένα καθίσματα, σπασμένα
χερούλια, διακόπτες που από τη χρήση πέρασαν ανεπιστρεπτί στην αχρηστία. Ο
κινητήρας έκανε έναν εκκωφαντικό θόρυβο μόλις έπαιρνε μπροστά, µάλλον από την
εξάτμιση, ενώ όταν ζοριζόταν περισσότερο η μηχανή, ο θόρυβος επιδεινωνόταν.
Άφηνε πάντα τη σφραγίδα του σε όποιο σημείο πάρκαρε. Μια μεγάλη κηλίδα από
λάδι. Μπήκε μέσα µε την ελπίδα ότι θα κατάφερνε να το κάνει να πάρει μπροστά.
Από το συνεργείο τής ζητήσανε ένα υπέρογκο ποσό για να καταφέρουν να της το κάνουν
αμάξι, µα αυτή δεν μπορούσε να τα δώσει. Θα το οδηγούσε μέχρι όσο άντεχε. Μετά
θα μετακινούνταν µε τη δημοτική συγκοινωνία.
Με δύο δυνατά σκαντζαρίσματα κατάφερε να πάρει την απόφαση
να ξεκινήσει και να µην την ταλαιπωρήσει σήμερα. Με ένα επιφώνημα ανακούφισης
οδήγησε μέχρι το κέντρο της πόλης. Σε όλο τον δρόμο χιλιάδες σκέψεις κατέκλυζαν
το μυαλό της. Ειδικότερα στα μικρά μποτιλιαρίσματα
που συναντούσε. Πάντα ονειρευόταν να πάει διακοπές σε ένα εξωτικό μέρος. Να μπορεί
να χαρεί τις παραλίες µε ένα μικροσκοπικό μπικίνι, όπως έβλεπε στην τηλεόραση
και σε ταινίες που µόνο από το λάπτοπ μπορούσε να δει, μιας και το σινεμά ήταν κάτι
απαγορευμένο για τα οικονομικά της. Θα μπορούσε εκεί να ζήσει και τον μεγάλο
έρωτα, που µε τέχνη θα έκλεβε το μυαλό και τη σκέψη της.
Μέχρι τότε δεν είχε κάποιον δεσμό. Ούτε καν εφήμερο. Για να
πήγαινε διακοπές, όμως, θα έπρεπε να είχε λεφτά. Οι λογαριασμοί τής ρουφούσαν
όλα τα χρήματα που έπαιρνε, µαζί µε τα όνειρά της. Όνειρα που ίσως κάποτε θα μπορούσαν
να γίνουν πραγματικά. Εκείνες οι μπότες που είχε δει και τις ήθελε, αλλά δεν
μπορούσε να τις αποκτήσει. Το περίτεχνο σχέδιό τους. Η ομορφιά που δίνανε στη
βιτρίνα. Να μπορούσε να τις κάνει δικές της. Να τις έδειχνε στις φίλες της, που
κάθε λίγο και λιγάκι θα την έπαιρναν τηλέφωνο για να την καλέσουν για καφέ και
βραδινή έξοδο. Ονειρευόταν να βγαίνει στον δρόμο και να χαιρετάει αμέτρητους
περαστικούς που την αναγνώριζαν και τη σεβόντουσαν. Σαν µια ντίβα του σινεμά,
που αποφάσισε να κάνει µια βόλτα στους δρόμους της πόλης. Να ήταν πάντα χαμογελαστή
και να µην σκεφτόταν τόσο άσχημα πράγματα. Το κέντρο της πόλης, όμως, ήταν μπροστά
της. Όσο και να λάτρευε να ονειροπολεί, ήταν υποχρεωμένη να επιστρέψει στην
πεζή πραγματικότητα και σε όλα αυτά που θα επακολουθούσαν µε την είσοδό της στα
γραφεία και τη δουλειά. Οι σκέψεις της αναγκαστικά προσγειώθηκαν.
Πάρκαρε δύο τετράγωνα παρακάτω από τη δουλειά. Είχε τον
σκοπό της που το έκανε αυτό. Από τη µια, δεν ήθελε να δουν οι συνάδελφοι το
φτωχό αυτοκίνητό της. Το παλαιότερο που υπήρχε εκεί ήταν τριετίας και σε άριστη
κατάσταση. Άκρα αντίθεση µε το δικό της. Θα έβρισκαν τροφή για να τη μειώσουν
ακόμα περισσότερο. Από την άλλη, δεν θα μπορούσε να βρει εύκολα παρκάρισμα
κοντά στη δουλειά. Υπήρχαν βέβαια και άλλοι λόγοι. Ο πιο σοβαρός εκείνη την
περίοδο ήταν ότι ήθελε να περπατήσει τις τετράγωνες πλάκες που κάλυπταν το
πεζοδρόμιο. Όχι για να κάνει γυμναστική ή βόλτα, αλλά για να περάσει από τη
βιτρίνα µε τα όμορφα µποτάκια που τόσο επιθυμούσε. Θα είχε τη δυνατότητα να
ονειρευτεί για λίγο ακόμα, πριν κλειστεί στο κτίριο όπου περνούσε τις
περισσότερες ώρες της ημέρας. Αυτός ήταν, µάλλον, και ο σημαντικότερος λόγος
που πάρκαρε τόσο μακριά από τη δουλειά. Συνέχισε τον δρόμο της µε τα πόδια.
Περνούσε έξω από τις βιτρίνες των καταστημάτων χωρίς να δίνει σημασία. Άλλωστε
δεν θα μπορούσε να αγοράσει τίποτα απ’ ό,τι έβλεπε. Μόνο σε µια συγκεκριμένη
βιτρίνα στεκόταν πάντα. Είχε απέξω ένα ζευγάρι µποτάκια µε τακούνι. Ήταν δερμάτινα,
σε μπεζ χρώμα, καλυμμένα από µια μαύρη δαντέλα που τους έδινε έναν πιο επίσημο
τόνο. Πίστευε ότι πάνω στο πόδι της θα έδειχναν αισθησιακά και θα την έκαναν
πιο θελκτική και ερωτική. Φανταζόταν τα δάχτυλα του ποδιού της μέσα από αυτό το
µποτάκι. Βαμμένα και περιποιημένα έτσι… που να φάνταζαν τόσο όμορφα.
Το μυαλό της ταξίδευε µ’ αυτές τις σκέψεις και πάντα
επέστρεφε µε το ταμπελάκι της τιμής. Στην αρχή την τρόμαζε, µα μετά φανταζόταν
πως μπορεί να γινόταν κάτι και να κέρδιζε αυτά τα λεφτά. Ακόμα και οι πωλήτριες
από μέσα καθόντουσαν και τη χάζευαν. Δεν θα ταίριαζαν µε τίποτα πάνω της. Θα
καταστρέφονταν στη στιγμή. Αργότερα κατάλαβαν ότι αδυνατούσε να τα αγοράσει και
άρχισαν να τη σχολιάζουν αρνητικά. Μάλιστα αποφάσισαν και κάποια στιγμή να της
κάνουν µια μικρή φάρσα για να περάσουν πιο εύκολα οι βαρετές ώρες μέσα στο μαγαζί.
Βλέποντας τις πωλήτριες να την περιεργάζονται, να ανταλλάσσουν σχόλια και
ειρωνικά γελάκια, ντράπηκε και συνέχισε τον δρόμο της προς τη δουλειά. Το µόνο
που είχε πλέον στο μυαλό της ήταν πώς θα αντιμετωπίσει τους συναδέλφους της. Οι
μεγάλες πόρτες της διαφημιστικής εταιρείας ήταν μπροστά. Με µια βαθιά ανάσα τις
έσπρωξε και μπήκε μέσα. Ο εφιάλτης ξεκινούσε.
Κεφάλαιο 2.
Οι φύλακες του κτιρίου που βρίσκονταν στην πόρτα, έριξαν µια
γρήγορη, αδιάφορη, έως και απαξιωτική ματιά στην Έλλη, καθώς πήγαινε στη
δουλειά της. Σε όλους όσοι περνούσαν από εκεί τούς μιλούσαν µε τα καλύτερα
λόγια. Τους ευχόντουσαν µια από καρδιάς καλημέρα και τους άνοιγαν την πόρτα του
ασανσέρ. Στην Έλλη, όμως, το µόνο που έλεγαν ήταν να τους φέρει έναν καφέ ή
κάτι να τσιμπήσουν, και αυτό το έκαναν µε κρύα καρδιά. Συνήθως προτιμούσαν να
πάρουν τηλέφωνο και να παραγγείλουν. Τους εξυπηρετούσε για να µην έρθουν σε άμεση
επαφή µε την ξενέρωτη. Πέρασε από μπροστά τους µε το κεφάλι κατεβασμένο. Έριξε
µόνο µια ματιά στα κρυφά και συνέχισε για το ασανσέρ. Πάτησε το κουμπί του
τέταρτου ορόφου. Ένα επιφώνημα ανακούφισης βγήκε άθελά του από μέσα της.
Σε όλη τη διαδρομή παρακαλούσε η σημερινή μέρα να είναι καλύτερη από τις προηγούμενες. Τώρα
δεν μπορούσε να ονειρευτεί πλέον. Αυτό το μέρος δεν χωρούσε ούτε την ίδια, ούτε
τα όνειρά της. Έπρεπε να προστατεύει κάθε στιγμή τον εαυτό της. Μέσα στο μυαλό
της κυριαρχούσε ένα αίσθημα κλειστοφοβίας. Μια αίσθηση ότι θα πέσουν οι τοίχοι
να την πλακώσουν. Ήθελε να σπρώξει την πόρτα και να βγει γρήγορα έξω, στον
καθαρό αέρα, να ανασάνει. Αν το έκανε όμως… η δουλειά της; Όχι… δεν μπορούσε.
Χαμήλωσε το κεφάλι και προσπάθησε να υποτάξει το μυαλό πως πρέπει να αποδεχτεί
τη μοίρα της. Όπως έκανε πάντα… προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της ότι δεν ήταν
αυτή, ότι ήταν κάποια άλλη που δεν είχε κανένα δικαίωμα να ζητάει. Καταδικασμένη
να ζει αυτή την άθλια καθημερινότητα, έπρεπε να υπομένει όλα τα κακά. Και πάντα
έπιανε. Πάντα υποδυόταν κάποια άλλη και, όταν σχόλαγε, γινόταν η Έλλη. Και βγαίνοντας
από το κτίριο μπορούσε να χαμογελάσει ξανά.»
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου:
«Η
αγάπη εμπεριέχει δύο συστατικά. Την μαγεία και την δύναμη και άθροισμα αυτών η
αγάπη. Ένα συναίσθημα που από κάποιους αμφισβητείται δικαιολογημένα, είτε λόγω
της άυλης σύστασής της, είτε επειδή δεν την έχουν γνωρίσει πραγματικά. Στον αντίποδα
βρίσκονται αυτοί που η αγάπη δίνει νόημα και ουσία στην ύπαρξη τους. Πόση δύναμη μπορεί να έχει η αγάπη; Ο χρόνος
μπορεί να επουλώσει τις πληγές ή απλά καταφέρνει να τις κουκουλώσει;
“Έλλη”. Αυτό το όνομα ποτέ δεν
βγήκε από τα χείλη των ανθρώπων που αγαπούσε. Υπήρχε στ’ αλήθεια κάποιος που να
αγαπούσε την Έλλη ή η ίδια να τον αγαπούσε; Δεν έτυχε… Δεδομένου ότι μεγάλωσε σε ένα ορφανοτροφείο
και χωρίς κάποιον να νοιάζεται για εκείνη ουσιαστικά, μετατράπηκε σε έναν
αντικοινωνικό άνθρωπο. Όταν πια έφτασε τα 18, το ίδρυμα την έδιωξε βρίσκοντάς
της μια μικρή δουλειά για να βγάζει τα προς το ζην...
Αυτή
η κοπέλα, αν και είχε κάτι το όμορφο, αγνό και ιδιαίτερο, η ζωή πάντα την τραβούσε
πίσω και την καταρράκωνε. Η τωρινή αμφίεση της έκρυβε μια απίστευτη ομορφιά. Η
χαρισματική και ανεπτυγμένη προσωπικότητα, η καλοζούσα φαντασία, η ισχυρή δύναμη
θέλησης μεγάλωναν σιγά - σιγά μέσα της. Χαμένη στους ονειρικούς κόσμους των
βιβλίων περίμενε την στιγμή που κάτι θα άλλαζε στην ζωή της και προσευχόταν γι’
αυτό. Η αγάπη ήταν αυτό που δεν είχε ποτέ και το αναζητούσε όσο τίποτα άλλο
στον κόσμο…
Το
κομβικό σημείο που άλλαξε ολοκληρωτικά τη ζωή της ήταν ένα ατύχημα. Ένας
μυστηριώδης άντρας, τέλειος απ’ όλες τις πλευρές, μπήκε στην ζωή της... Όταν τα
βλέμματα τους συναντήθηκαν, η Έλλη ένιωσε μια έκρηξη μέσα της. Ενώ προσπαθεί να
ανακαλύψει την πραγματική του ταυτότητα πέφτει στα δίχτυα του έρωτα. Αυτό που
τελικά ανακαλύπτει δεν το χωρά ο ανθρώπινος νους... Τί ήταν εκείνο που
αναζητούσε εν τέλει; Ποτέ δεν το φανταζόταν…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου