Ελένη Κεκροπούλου |
1)
Αγαπητή κ. Κεκροπούλου, μας έχετε ήδη χαρίσει πέντε εξαιρετικά μυθιστορήματα, με
πιο πρόσφατο μυθιστόρημά σας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανός με τίτλο «Το Σημάδι Του Κάιν». Ποιό ήταν το έναυσμα για την ενασχόλησή σας
με τον κόσμο της λογοτεχνίας και το αντικείμενο της συγγραφής;
Υποθέτω ότι η συγγραφή ήρθε ως
αποτέλεσμα της μακρόχρονης θητείας μου, δηλαδή τριανταοκτώ συναπτά έτη, στον
χώρο της μετάφρασης, της επιμέλειας και
διόρθωσης κειμένων, καθώς και του scouting.
Από παιδί δεν θυμάμαι να είχα όνειρο να γίνω συγγραφέας, αν και διάβαζα πολύ τα πάντα, και σε ηλικία 12
ετών κέρδισα ένα πανελλήνιο βραβείο διηγήματος στη Διάπλαση των Παίδων…
Φανταστείτε πόσο παλιά είμαι!
2)
Από πού αντλείτε την έμπνευση για κάθε έργο σας και κάθε χαρακτήρα και πόσο
δύσκολο είναι να συγκεντρώσετε τις
απαραίτητες πληροφορίες, όταν αυτές απαιτούνται, ώστε να συνδυάσετε τυχόν
ιστορικά γεγονότα, τόπους και μυθοπλασία στα βιβλία σας;
Την έμπνευση μου τη δίνουν τα διαβάσματά
μου. Όταν με γοητεύσει μια εποχή ή κάποια ιστορικά πρόσωπα, σαν ντετέκτιβ
αρχίζω να ψάχνω στοιχεία για τη ζωή τους. Αν ανακαλύψω κάτι που θα κεντρίσει το
ενδιαφέρον μου, ύστερα πέφτω με τα μούτρα στη μελέτη του κοινωνικού και
ιστορικού περιβάλλοντος, και με έναν μαγικό τρόπο, μου ανοίγονται όλες οι
πόρτες, και η ιστορία γράφεται σχεδόν μόνη της, λες και οι ήρωές μου (πάντα
αληθινά πρόσωπα) καθοδηγούν το χέρι και την πένα μου.
3)
Συνήθως, οι περισσότεροι συγγραφείς έχουν σπουδάσει κάποιο αντικείμενο, είτε
ασκούν ως επάγγελμα κάτι εντελώς διαφορετικό από την συγγραφική τους ιδιότητα, αν
και εσείς ασχολείστε με το μεταφραστικό και εκδοτικό κομμάτι του βιβλίου εδώ
και χρόνια. Θα θέλατε να μας μιλήσετε σχετικά με αυτό και να μας πείτε πόσο
αρμονικός είναι ο συνδυασμός όλων αυτών και κατά πόσο αλληλοεπηρεάζονται οι
επιμέρους ιδιότητές σας;
Η θητεία μου στη μετάφραση, την οποία
δεν επέλεξα ως επάγγελμα παρά μόνο από ανάγκη,
σε μια εποχή που ήθελα να είμαι κοντά στα παιδιά μου, υπήρξε
καθοριστική. Το προσόν μου νομίζω ότι είναι πως δεν κάνω τίποτε σαν αγγαρεία.
Με ό,τι καταπιάνομαι μαθαίνω να το αγαπάω και να το κάνω δικό μου. Επί δεκαοκτώ
χρόνια, συναπτά, και τα Σαββατοκύριακα μέσα, υπηρέτησα τον χώρο της μετάφρασης
με απόλυτη συνέπεια. Μετέφρασα από
Άρλεκιν, μέχρι Τζον Λε Καρέ και Ζόρζε Αμάντο και Γουίλμπουρ Σμιθ και
Φρανσουάζ Σαγκάν και Μεντόθα, αλλά και
Νομπελίστες, όπως η Ναντίν Γκόρντιμερ, ο Ντέρεκ Ουόλκοτ (πήρα γι᾽ αυτό και πρώτο βραβείο μετάφρασης),
μεσαιωνικά κείμενα, επίσης, καθώς και Παρμενίδη και Πλούταρχο και Πλάτωνα.
Έγινε η μετάφραση έρωτας, και μεγάλο σχολείο και τελικά με οδήγησε στη
συγγραφή. Οι σπουδές μου δεν είναι πάντως άσχετες. Εκτός από τη Νομική,
σπούδασα και ξένες γλώσσες κατά σύστημα και κατ’ εξακολούθησιν, κι
ακόμη συνεχίζω.
4)
Έχετε συμπεριλάβει ποτέ στα βιβλία σας κάποια προσωπικά σας βιώματα; Πόσο
εύκολο, ή επώδυνο ήταν αυτό και πόσο εφικτή ήταν η αντικειμενική προσέγγισή
τους συγγραφικά;
Αντίθετα από πολλούς συγγραφείς που το
κάνουν και είναι εμφανές, όταν διαθέτεις την εμπειρία της πολυετούς επιμέλειας διαφορετικών ειδών γραφής όπως εγώ, λειτουργείς πιο εγκεφαλικά. Εγώ
γράφω επαγγελματικά, ψυχρόαιμα, και ελάχιστα, έως καθόλου, συναισθηματικά.
Μπορεί πολλές φορές τα βιβλία μου να συγκινούν, αλλά δεν οφείλεται αυτό στην
καταγραφή του δικού μου συναισθήματος, αλλά στην σκηνοθετική καταγραφή του
συναισθήματος που θεωρώ ότι πρέπει να διακατέχει κατά την συγκεκριμένη στιγμή και σκηνή, τον ήρωά μου ή
τους ήρωές μου. Ακολουθώ τα συναισθήματα
των ηρώων μου μέσα στο πλαίσιο που αυτοί κινούνται, λειτουργώντας περισσότερο
σαν σκηνοθέτης, παρά σαν ηθοποιός. Τους παρακολουθώ, σαν να παρακολουθώ ταινία
ή θεατρικό έργο και διορθώνω και ξαναδιορθώνω άπειρες φορές μια σκηνή ή έναν
διάλογο, ώστε να δίνει αληθοφάνεια. Την αντικειμενική προσέγγιση κυνηγώ μετά
μανίας, ακριβώς και λόγω του είδους στο οποίο επιδίδομαι. Το ιστορικό
μυθιστόρημα, ή μάλλον η μυθιστοριοποημένη Ιστορία, είναι το πιο δύσκολο είδος
γραφής, και θέλω να το υπηρετώ με
απόλυτη ενάργεια και ψυχρή αντικειμενικότητα η οποία υποστηρίζεται από
μεγάλη βιβλιογραφία που την εξαντλώ.
5)
Στα βιβλία σας έχετε καταπιαστεί με πολλά και διαφορετικά θέματα, ενώ κυρίαρχο
ρόλο παίζει η ιστορική πραγματικότητα της εκάστοτε χρονολογικής τοποθέτησης της
μυθοπλασίας σας. Θεωρείτε, ίσως, ότι η Ιστορία αποτελεί μια σημαντική και
ανεξάντλητη "πηγή ιδεών"
για έναν συγγραφέα;
Η Ιστορία είναι όντως μια ανεξάντλητη
πηγή ιδεών για έναν συγγραφέα σαν κι εμένα, αλλά όχι η "επίσημη" Ιστορία που έχει γραφεί με σκοπιμότητα. Εγώ
κυνηγώ αυτά που έχει κρύψει ή κρύβει με μεγάλη επιμέλεια η Ιστορία όπως την
μάθαμε ή την ξέρουμε. Κι αυτό άρχισε με την «Αγγέλικα
τη Μαντενούτα». Από τότε μ’ έχει κυριέψει ένας οίστρος γι’ αυτό το
είδος ιστορικού μυθιστορήματος. Βέβαια, γράφω και σύγχρονα μυθιστορήματα, όπως
το αλμοδοβαρικό μου «Σκέψου Εμένα όταν
Πονάς», τίτλος κλεμμένος από ένα υπέροχο τραγούδι της Λουθ Κασάλ, κι αυτό είναι ένα εντελώς άλλο είδος, που
νομίζω ότι το υπηρετώ με συνέπεια.
6)
Πιστεύετε πως το επιστημονικό υπόβαθρο είναι απαραίτητο για τη συγγραφή ενός
βιβλίου, ή αρκεί το έμφυτο συγγραφικό ταλέντο, η φαντασία και οι εμπειρίες του
συγγραφέα;
Δεν πιστεύω στο ταλέντο, αν ταλέντο εννοούμε
κάτι αόριστα θεόπνευστο και άλλα τέτοια πράσινα άλογα. Πιστεύω στην
καλλιέργεια, στη μόρφωση, στο ατέλειωτο διάβασμα, στις εμπειρίες ζωής, στην
παρατηρητικότητα, στην κρίση, στη μελέτη της γραμματικής και του συντακτικού,
στη μελέτη της γλώσσας, και πολύ λιγότερο στη φαντασία. Ταλέντο, είναι κατ’ εμέ, το απόσταγμα όλων
αυτών που προανέφερα. Κάτι πολύ συγκεκριμένο και διόλου αόριστο. Εγώ,
παραδείγματος χάριν, δεν θα διανοούμην ποτέ να γίνω συγγραφέας πριν γεμίσω με εμπειρίες τις μπαταρίες της ζωής
μου, αν και το πρώτο μου βιβλίο το έγραψα σε ηλικία τριάντα έξι ετών. Όμως τη «Λασκαρίνα» την έγραψα όταν ακόμη ήμουν μεταφράστρια,
γιατί μου την είχε παραγγείλει η Γιώτα Λιβάνη, η οποία επέμενε ότι μπορούσα να
το κάνω. Όχι γιατί επέλεξα εγώ το θέμα.
Απλώς δέχθηκα την πρόκληση. Εγώ επέλεξα να μπω για τα καλά στη συγγραφή
δεκαέξι χρόνια αργότερα, και να "ξεκινήσω"
απ’ την αρχή, με την «Αγγέλικα τη
Μαντενούτα», την οποία θεωρώ ουσιαστικά ως το πρωτόλειό μου.
7)
Υπάρχει κάποιο μοτίβο ως προς το πότε σας "επισκέπτεται"
η συγγραφική σας έμπνευση; Υπάρχει
κάποια συγκεκριμένη ώρα, διάθεση, ή τόπος ίσως, που να σας προδιαθέτει να
γράψετε, ή είναι κάτι που "ρέει"
αβίαστα από μέσα σας συνέχεια;
Η έμπνευση δεν με επισκέπτεται, αλλά
συναντιόμαστε ξαφνικά, μέσα σε κάποιο βιβλίο, όταν σκέπτομαι κάτι που έχω
διαβάσει και ξαναδιαβάσει πολλές φορές
και μου έχει κάνει εντύπωση. Αν επιλέξω το θέμα μου, (ή ίσως να με
επιλέγει κι αυτό…) μετά ακολουθεί ένα νοερό πλάνο και έπειτα κάθομαι,
αποφασιστικά και με ωράριο συγκεκριμένο
και γράφω. Μόλις γράψω τον τίτλο του βιβλίου (είναι το πρώτο με το οποίο ξεκινώ
ένα βιβλίο) και την πρώτη αράδα του πρώτου κεφαλαίου, μετά δεν σταματώ. Δεν
ξέρω πώς γίνεται αυτό, αλλά αρκεί να γράψω τις τρεις πρώτες γραμμές. Ύστερα,
ό,τι έχει αποθηκευτεί στο πίσω μέρος του μυαλού μου όσον καιρό μελετώ τη
βιβλιογραφία μου, αρχίζει και σχηματοποιείται στην οθόνη του υπολογιστή – με
τον οποίο έχω ερωτική σχέση. Εγώ κι
αυτός. Γράφω πάντα και μόνο στην οθόνη. Ακόμη και τη Λασκαρίνα την έγραψα το ‘93, σε έναν από τους πρώτους υπολογιστές
που είχαν κάνει την εμφάνισή τους στην ελληνική αγορά, έναν Acer σε περιβάλλον DOS.
8)
Όταν ολοκληρώνετε ένα νέο μυθιστόρημά σας αρκείστε στη δική σας μόνο γνώμη και
αξιολόγηση, πριν προχωρήσετε στην έκδοσή του, ή αναζητάτε πρώτα την άποψη
κάποιου οικείου σας προσώπου του οποίου την κρίση εμπιστεύεστε;
Μέχρι τώρα η πρώτη που διαβάζει τα
βιβλία μου, είναι η Κική Κοκκίνου, παλιά φίλη και έμπειρη μεταφράστρια και
αναγνώστρια. Όμως όταν τελειώσω κάτι,
ξέρω καλά τι είναι αυτό, και δεν έχω δεύτερες σκέψεις. Άλλωστε, έχω δουλέψει
τρεις δεκαετίες ως σκάουτερ, που σημαίνει «ανιχνευτής συγγραφέων». Πολλοί
σήμερα διάσημοι Έλληνες αλλά και ξένοι συγγραφείς, έχουν περάσει από τα μάτια
μου, όταν ήταν παντελώς άπειροι και
άγνωστοι.
9)
Από τα πέντε μυθιστορήματά σας υπάρχει
κάποιο το οποίο ξεχωρίζετε, στο οποίο ίσως έχετε μεγαλύτερη αδυναμία και γιατί;
Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για το κάθε βιβλίο σας και, γιατί όχι, την
ιστορία "πίσω από την ιστορία"
του καθενός;
Δεν ξεχωρίζω κανένα. Το καθένα είναι
εντελώς διαφορετικό από το άλλο, και όλα
αποτελούν για μένα παρελθόν. Δεν θεωρώ καθόλου ότι μου ανήκουν πια.
Είναι παιδιά που έχω κόψει τον ομφάλιο λώρο που με συνέδεε μαζί τους. Ήδη όταν
ένα βιβλίο τελειώνει, αρχίζω να κυοφορώ το επόμενο. Η «Λασκαρίνα», είναι μια απλή βιογραφία. Η «Αγγέλικα» είναι ο αγώνας μου
να αποκαλύψω μια κρυμμένη αλήθεια και να
δικαιώσω αυτό το κορίτσι που οι βιογράφοι του εθνικού μας ποιητή το αμαύρωσαν,
κι έκρυψαν κάτω από το χαλί την πραγματική τραγική ιστορία της. Τα «Αγρίμια» μου είναι η ιστορία του
λαού μας, πονεμένη και ματωμένη, απαλλαγμένη από εθνικά εξωραϊστικά στολίδια
και μελό τσιτάτα, βασισμένη σε μια
σπάνια πρωτογενή βιβλιογραφία της εποχής εκείνης. Μετέφρασα δύο καταπληκτικά
ανέκδοτα και άγνωστα βενετικά κείμενα του 1470.
Η Μετάφραση, ήταν το μεγάλο μου σχολείο! Το «Σκέψου Εμένα όταν Πονάς», είναι η τραγική ιστορία μιας
φίλης μου που την έζησα ημέρα με την ημέρα και χρόνο με τον χρόνο και μου
δημιούργησε τεράστιες απορίες, ερωτηματικά και αγωνίες για τη σχέση της μάνας
με την κόρη (εγώ έχω δύο κόρες). «Το Σημάδι του Κάιν» είναι κάτι
σαν το «Όσα παίρνει ο Άνεμος»,
τουλάχιστον μ’ αυτή τη λογική το "σκηνοθέτησα",
περνώντας όμως μέσα όλα τα διπλωματικά και πολιτικά γεγονότα μιας συνταρακτικής
εποχής, άγνωστης εν πολλοίς στους Έλληνες, καθώς και τον "ατυχή" πόλεμο του 1897 που κόντεψε να μας κοστίσει μια
δεύτερη ολέθρια και οριστική Οθωμανική κατοχή. Αυτό το διάστημα ολοκληρώνω ένα
θεατρικό έργο, πειθόμενη στα λόγια της Ιούς Μαρμαρινού που θεωρεί ότι μπορώ να
γράψω ακόμη και θεατρικό. Είδομεν.
10)
Η συγγραφέας Ελένη Κεκροπούλου βρίσκει
το χρόνο να διαβάζει και για δική της ευχαρίστηση και όχι μόνο για έρευνα πάνω
σε κάποιο μελλοντικό βιβλίο της; Εφόσον συμβαίνει αυτό, ποιό είδος λογοτεχνίας
προτιμάτε περισσότερο ως αναγνώστρια και γιατί;
Όλος μου σχεδόν ο χρόνος είναι μόνο
διάβασμα. Όχι μόνο εξαιτίας (και χάριν)
της δουλειάς μου που απαιτεί να παρακολουθώ όλες τις τάσεις της λογοτεχνίας
παγκοσμίως, αλλά και γιατί το διάβασμα εξακολουθεί να είναι ένα αλκοολίκι, μια
λατρεία, ένας αιώνιος έρωτας, ένα ναρκωτικό σε κάθε άγχος, πόνο ή ανησυχία.
Είναι το Πρόζακ μου, είναι Οξυγόνο. Διαβάζω
όπως αναπνέω τα πάντα, αλλά προτιμώ τα δοκίμια φιλοσοφίας και
ιστορίας. Αν θέλουμε να τα κατατάξουμε
μαθησιακά, η λογοτεχνία είναι το λύκειο. Το δοκίμιο και τον non fiction βιβλίο είναι το πανεπιστήμιο της
ανάγνωσης. Ξεχνιέμαι μόνο με κλασική μουσική. Τα βιβλία με αφυπνίζουν και με
δυναμώνουν.
11)
Ποιά είναι τα αγαπημένα σας βιβλία και συγγραφείς; Θεωρείτε ότι έχετε δεχθεί
επιρροές από κάποιους ομότεχνούς σας, έλληνες ή ξένους, σύγχρονους ή
κλασσικούς, στο δικό σας τρόπο γραφής, ύφους ή θεματολογίας;
Αγαπημένα βιβλία είναι πολλά. Και
συγγραφείς επίσης. Κορυφαίοι, Αισχύλος –
Σοφοκλής – Ευριπίδης. Ιλιάδα – Οδύσσεια – Θεογονία. Έπειτα όλος ο Σαίξπηρ και ο Δάντης. Το αχτύπητο τρίο Ντίκενς, Ουάιλντ και Τολστόι.
Οι ασύγκριτοι Αμερικανοί, Στάινμπεκ-Χέμινγουεϊ – Φώκνερ. Και επίσης
Ντοστογιέφκι, Γκόγκολ, Ντάσιελ Χάμετ, Τζον Λε Καρέ, Ντον Ντελίλο, Ροΐδης,
Παπαδιαμάντης, Βιζυηνός, Ραγκαβής, Πετσάλης – Διομήδης, Τερζάκης, Αθανασιάδης,
Καλλιγάς, Τσίρκας, Ρώμας, Θεοτόκης, και φυσικά Καζαντζάκης. Και σύγχρονοι
αρκετοί…
Έχω επηρεαστεί απ’ όλους, έχω αντιγράψει
και αντιγράφω, εννοείται, τους πάντες, γιατί δεν υπάρχει παρθενογένεση, έχουν
ειπωθεί και γραφτεί παντού τα πάντα. Ωστόσο
θήτευσα στο «Μεγάλο Σχολείο» που είναι η αγγλοσαξονική λογοτεχνική σχολή
του υπερρεαλισμού.
12)
Από την ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία υπάρχει κάποιο βιβλίο το οποίο έχετε
λατρέψει, το οποίο "ζηλεύετε" ως λογοτεχνικό έργο και θα θέλατε, ή
ονειρεύεστε να έχετε συγγράψει εσείς;
Την «Ορέστεια»
του Αισχύλου. Τον «Πόλεμο και Ειρήνη»
του Τολστόι. Τους «Άθλιους»
του Ουγκώ. Τις «Μεγάλες Προσδοκίες»
του Ντίκενς.
13)
Πιστεύετε πως ο συγγραφέας πρέπει να ταξιδεύει ώστε να έχει κάποια βιώματα από
τις χώρες και τις τοποθεσίες τις οποίες, τυχόν, περιγράφει στα βιβλία του και
πόσο εφικτό είναι αυτό στην πράξη κατά τη γνώμη σας; Είναι απαραίτητο κάτι
τέτοιο, απλά και μόνο, για την "διεύρυνση
των οριζόντων" του;
Δεν μπορώ να δώσω μια ξεκάθαρη απάντηση
σ’ αυτό, αν και τα ταξίδια μου έχουν προσθέσει γνώσεις και μ’ αρέσει να
επισκέπτομαι τους τόπους για τους οποίους γράφω, για να αφουγκράζομαι το "πνεύμα" τους. Ασφαλώς δεν θα περιέγραφα τόσο καλά τη
Θεσσαλία και τα Τρίκαλα ιδιαίτερα στον «Κάιν»,
αν δεν τα είχα ζήσει. Ωστόσο στα «Αγρίμια»
μου περιγράφω μια μεσαιωνική Αθήνα και μια βενετική Χαλκίδα, που μπορεί να μην
τις έζησα, αλλά το πλήθος των βιβλίων–πηγών που διάβασα με έβαλαν πολύ καλά
μέσα στο κλίμα της εποχής. Η ικανότητα
πνευματικής σύνθεσης ενός συγγραφέα μπορεί να βασίζεται και μόνο σε εικόνες ή
σε γραπτά άλλων συγγραφέων για την περιγραφή ενός τόπου κατά τη συγγραφή ενός βιβλίου. Ασφαλώς , όμως,
τα ταξίδια σου δίνουν αυτό το κάτι παραπάνω.
14)
Θεωρείτε ότι ο συγγραφέας θα πρέπει να ασχολείται με διαφορετικά είδη
λογοτεχνίας και να "πειραματίζεται"
θεματολογικά, ρισκάροντας το υπάρχον αναγνωστικό του κοινό, ή θα όφειλε να
εμμένει στο είδος που τον έχει καθιερώσει;
Αν μπορεί να υπηρετήσει διαφορετικά
είδη, γιατί όχι; Μόνο εδώ στη χώρα αυτή νομίζουμε ότι κάθε κατεργάρης πρέπει να
κάθεται στον πάγκο του. Εμένα μου αρέσει να αλλάζω πάγκους και σκοπεύω να το
κάνω. Μισώ την επανάληψη κι άλλωστε έχω εκπαιδευτεί σε πολλά διαφορετικά είδη,
τα οποία σκοπεύω να δοκιμάσω, στον χρόνο που θα μου δώσει ο Θεός ή ο Χρόνος να
ζήσω. Αν ευδοκιμήσουν έχει καλώς. Αν όχι, τουλάχιστον θα έχω αποκομίσει την
εμπειρία. Πάντως ό,τι και να κάνω, αυτό
θα εμπεριέχει τον απόλυτο σεβασμό μου προς τον αναγνώστη. Βέβαια, και το
αναγνωστικό κοινό έχει ευθύνη για τα βιβλία που διαβάζει. Πρέπει κι αυτό να
δοκιμάζει και να πειραματίζεται με νέα αναγνώσματα. Όσο πιο πολύ διαβάζει, τόσο
το καλύτερο για τον ελληνικό πολιτισμό.
15)
Πιστεύετε πως οι συγγραφείς οφείλουν να προβληματίζουν τους αναγνώστες "κεντρίζοντας" τη σκέψη τους,
ή ο σκοπός των βιβλίων τους θα έπρεπε να είναι καθαρά και μόνο ψυχαγωγικός;
Εσείς, ποιά μηνύματα επιδιώκετε να "περάσετε"
στους αναγνώστες σας και σε ποιό είδος αναγνωστικού κοινού, συνήθως,
απευθύνεστε μέσα από το συγγραφικό έργο σας;
Εγώ προσωπικά θέλω να αφήνω πολλά
περιθώρια σκέψης στον αναγνώστη μου. Θέλω να βγάζει εκείνος τα συμπεράσματά του
ή να τον βοηθώ να εκμαιεύει από μέσα του τις απαντήσεις που χρειάζεται με βάση
τα πραγματικά περιστατικά που έχει μπροστά του. Υπάρχουν και καθαρά ψυχαγωγικά
βιβλία, που τα ξεχνάς μόλις τα κλείσεις,
ή τα χαρίζεις για να τα ξεφορτωθείς σε βιβλιοθήκες όπου δεν πατάει
κανείς, αλλά υπάρχουν και ευεργετικά βιβλία που ψυχαγωγούν συνάμα, που θέλεις
να τα βάλεις στη βιβλιοθήκη σου σε περίοπτο σημείο και με την πρώτη ευκαιρία να
τα ξαναδιαβάσεις. Αυτά τα τελευταία είναι η πραγματική λογοτεχνία. Το μήνυμα
που θέλω να περάσω εγώ στον αναγνώστη είναι «Ερευνάτε
τας Γραφάς». Δεν θέλω ούτε να τον διδάξω, ούτε να του κουνήσω το δάχτυλο
σαν δάσκαλος που τα ξέρει όλα. Απλώς του μεταφέρω ό,τι πολύτιμο έχω καταφέρει
με πολύ διάβασμα να ξεσκαλίσω, του μεταλαμπαδεύω τη γνώση που έχω αποκομίσει,
γιατί αυτό είναι το καθήκον μας απέναντι στον αναγνώστη.
16)
Θεωρείτε πως η σύγχρονη πραγματικότητα μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για ένα συγγραφέα και,
ειδικότερα, οι τόσο δύσκολες καταστάσεις που βιώνουμε τελευταία στην πατρίδα
μας; Ή μήπως το ζητούμενο από τους αναγνώστες είναι ακριβώς η "φυγή" από αυτήν την ζοφερή
πραγματικότητα;
Καμία φυγή! Τη μόνη φυγή που αγαπώ,
είναι αυτή στη μουσική. Τη Φούγκα. Τα βιβλία δεν πρέπει να είναι φυγή, ταξίδι
(αμάν εκείνη η φράση, «ένα βιβλίο που σε
ταξιδεύει»!) Τα βιβλία πρέπει να είναι απόλαυση, μάθηση, εμπέδωση,
παραδειγματισμός, αποφυγή… Τα βιβλία είναι πνευματική τροφή. Να σε χορταίνουν
και να σε θρέφουν πρέπει. Να είναι με
δυο λόγια, χρήσιμα. Αλλιώς διαβάζεις κι ένα Άρλεκιν για να ξεχνιέσαι. Είναι πιο
τίμιο το Άρλεκιν.
Και βέβαια μπορεί να αποτελέσει πηγή
έμπνευσης η σύγχρονη πραγματικότητα. Είναι πάμπολλοι οι συγγραφείς σε όλον τον
κόσμο που το κάνουν αυτό.
17)
Είχατε κάποιους "ενδοιασμούς"
όταν αποφασίσατε να δώσετε το πρώτο σας βιβλίο προς έκδοση; Αγωνιούσατε ως προς
την αποδοχή που θα τύχαινε από το αναγνωστικό κοινό; Η θεματολογία των
περισσοτέρων βιβλίων σας, πιστεύετε πως παίζει τον δικό της ρόλο στην αποδοχή
αυτή;
Τον μόνο ενδοιασμό που είχα ήταν ότι δεν
είχα επιλέξει εγώ το θέμα – όπως σας είπα η Λασκαρίνα ήταν βιβλίο επί
παραγγελία. Αλλά τώρα, μετά από τόσα χρόνια, δεν ξέρω με τι θέμα θα άρχιζα, αν
όχι μ’ αυτό. Πάντως μερικά πράγματα έρχονται μόνα τους, χωρίς να κυνηγάς. Όσο για την αποδοχή ενός βιβλίου,
ασφαλώς όλοι οι συγγραφείς την επιζητούν
και την επιδιώκουν. Δεν θυμάμαι πάντως να αγωνιούσα, γιατί ήξερα καλά τί είχα
γράψει: μια ιστορική μονογραφία. Την υπηρέτησα με εντιμότητα και θα μπορούσα
απέναντι σε οποιονδήποτε κακόπιστο να υποστηρίξω το θέμα μου. Η «Λασκαρίνα» είχε τελικά πολύ
μεγάλη αποδοχή και καταπληκτικές κριτικές.
Όσο για τη θεματολογία των βιβλίων μου, την επιλέγω με γνώμονα την
υποχρέωσή μου να προσφέρω στο κοινό κάτι χρήσιμο και ωφέλιμο. Αλλιώς καλύτερα
να καλλιεργήσω τον κήπο μου, κατά τη Βολταιρική ρήση…
18)
Εσείς, με την έως τώρα πείρα σας στον
χώρο της συγγραφής και των εκδόσεων, τί θα συμβουλεύατε όλους τους νέους
επίδοξους συγγραφείς, που ονειρεύονται να δουν κάποτε ένα βιβλίο τους στις προθήκες
των βιβλιοπωλείων και, ιδιαίτερα, εν μέσω αυτής της δύσκολης οικονομικής
συγκυρίας;
Θα τους συμβούλευα πριν αρχίσουν να
γράφουν, να διαβάσουν πολύ. Να διαβάσουν τους αρχαίους τραγικούς πρωτίστως και
να θυμούνται τι είπε ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του. «Έστιν
ουν τραγωδία, μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας…» Αυτή είναι η
πεμπτουσία της συγγραφής ενός μυθιστορήματος που την αγνοούν οι περισσότεροι
συγγραφείς. Έπειτα να διαβάσουν τα πάντα. Από σοφτ μυθιστορήματα έως Ίψεν και επιστημονική φαντασία. Πρώτα
θητεύεις στην ανάγνωση παντός είδους και μετά αποπειράσαι να εντρυφήσεις στη
γραφή. Δεν αρκεί να γράφεις καλές εκθέσεις στο σχολείο. Και εννοείται ότι
οφείλεις να υπηρετήσεις τη μεγάλη Βασίλισσα, την υπέρτατη Θεά, την ελληνική
γλώσσα. Εσύ την υπηρετείς, δεν σε υπηρετεί εκείνη. Οι περισσότεροι νέοι
συγγραφείς δεν ξέρουν να συντάσσουν… Ας τους πει κάποιος ότι η σχολή «γράφω όπως μού ‘ρθει γιατί αυτό δίνει
αμεσότητα», δεν υπάρχει σε κανένα
μέρος του κόσμου. Όλα τα κείμενα υπόκεινται σε γραμματικούς και συντακτικούς
κανόνες και η ποιητική άδεια είναι μόνο η εξαίρεση στον κανόνα της «ποιητικής». Έπειτα, οι συγγραφείς έχουν
απόλυτη και άμεση ευθύνη για την πορεία και την εξέλιξη της Γλώσσας.
19)
Κλείνοντας και, αφού σας ευχαριστήσω θερμά για την τιμή της παραχώρησης αυτής της συνέντευξης, θα ήθελα να σας ευχηθώ
ολόψυχα καλή επιτυχία σε όλα σας τα βιβλία αλλά, ειδικότερα, στο νέο μυθιστόρημά σας «Το Σημάδι Του Κάιν», και να σας ρωτήσω για τα άμεσα
συγγραφικά σας σχέδια. Τί να περιμένουμε από εσάς στο μέλλον;
Το Σημάδι του Κάιν είναι ένα πολύ
φιλόδοξο μυθιστόρημα που έχει ξεπεράσει παρά τους χαλεπούς καιρούς ήδη την
δέκατη πέμπτη χιλιάδα σε πωλήσεις. Ευχαριστώ τους θερμούς αναγνώστες μου, άνδρες
και γυναίκες που με στηρίζουν με την αγάπη και την προτίμησή τους, και μου
δίνουν τη δυνατότητα να συνεχίσω να εργάζομαι
με πίστη κι αφοσίωση γι’ αυτούς. Τώρα ολοκληρώνω ένα θεατρικό έργο, με
τίτλο «Κλυταιμνήστρα» που το
έχω κυριολεκτικά ερωτευθεί, γιατί με έχει κατακυριέψει ο Αισχύλος, και εξακολουθώ να μελετώ μια ογκώδη
βιβλιογραφία (το καλύτερό μου κομμάτι κατά τη διαδικασία της συγγραφής) για το
ιστορικό μυθιστόρημα που έχω ήδη στα σκαριά εδώ κι έναν χρόνο, με τίτλο «Αναστασία
η Ρωμιά Σουλτάνα» και θα είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό μιας ακόμη εποχής ελληνικής δουλείας στους
Οθωμανούς.
Θα ήθελα κι εγώ με τη σειρά μου να σας
ευχαριστήσω ολόψυχα για την συνέντευξη αυτή. Η τιμή ήταν όλη
δική μου. Χίλια ευχαριστώ.
Η Ελένη Κεκροπούλου γεννήθηκε
στον Ζυγό της Καβάλας, αλλά μεγάλωσε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Σπούδασε στο
Καποδιστριακό πολιτικές επιστήμες και νομικά, καθώς και ξένες γλώσσες.
Εργάζεται στον εκδοτικό χώρο εδώ και τριάντα οκτώ χρόνια ως μεταφράστρια, επιμελήτρια,
εκδότρια και συγγραφέας.
Το συγγραφικό της έργο:
Παιδικά:
• Πες μου, μπαμπά, μια ιστορία, σε
παρακαλώ (ιστορίες του Αισώπου για μικρά παιδιά μεταφρασμένες από το πρωτότυπο,
με εικονογράφηση της Κατερίνας Βερούτσου).
Ιστορικά
Μυθιστορήματα:
• Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η Καπετάνισσα
• Αγγέλικα η Μαντενούτα
• Σαν τα Κυνηγημένα Αγρίμια
• Το Σημάδι Του Κάιν
Κοινωνικά
Μυθιστορήματα:
• Σκέψου Εμένα Όταν Πονάς
Δηλώνει μαθήτρια διά βίου, διαβάζει
ακατάπαυστα τα πάντα, αλλά κυρίως τους μεγάλους Έλληνες κλασικούς και εστιάζει
στη μελέτη της Iστορίας, ελληνικής και ευρωπαϊκής. Αγαπά την κλασική μουσική,
την όπερα, το θέατρο, την τζαζ, το Τρίτο Πρόγραμμα, την ατμόσφαιρα των
μουσείων, τους αρχαιολογικούς χώρους και τους μεγάλους περιπάτους. Είναι
παντρεμένη εδώ και τριάντα τέσσερα χρόνια με τον Γιάννη Χαραλαμπάκο, σύντροφο
και συναγωνιστή στη ζωή, με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά.
Βιβλιογραφία Ελένης
Κεκροπούλου:
«ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ ΤΟΥ ΚΑΪΝ»
Εκδόσεις: Ωκεανός (2015)
Σελίδες: 864
Τιμή: 16,15 €
Υπόθεση Οπισθόφυλλου:
«1881. Η Θεσσαλία με την Συνθήκη της
Κωνσταντινουπόλεως επιστρέφει στους κόλπους της μητέρας Ελλάδας. Πολλοί Έλληνες
της Μικρασίας αγοράζουν μεγάλα τσιφλίκια και έρχονται για εγκατάσταση στον
θεσσαλικό κάμπο που βράζει από την αντίδραση των εξαθλιωμένων αγροτών που
βλέπουν τα όνειρά τους να σβήνουν. Ο Αχιλλέας Κωνσταντινίδης,
γυιός μεγαλοτσιφλικά των Τρικάλων, πνεύμα ανήσυχο και μεγάλος γυναικάς,
από ένα γύρισμα της Τύχης και της Ανάγκης, θα βρεθεί αρραβωνιασμένος με τη
μικρή ορφανή Ειρήνη, το κορίτσι που ονειρευόταν να παντρευτεί ο μικρότερος
αδελφός του ο ευαίσθητος κι ονειροπόλος Χριστόφορος. Ανάμεσα στα δυο
αδέλφια σιγοκαίει ο συγκαλυμμένος ανταγωνισμός και το μίσος. Ο ένας οπαδός
ένθερμος του Δηλιγιάννη κι ο άλλος Τρικουπικός, θα στέκονται πάντοτε απέναντι ο
ένας στον άλλον. Το μόνο που τους ενώνει, είναι ο τυφλός έρωτας για την ίδια
γυναίκα. Το ξέσπασμα του Ελληνοτουρκικού Πολέμου το 1897 θα φέρει τη χώρα στο
χείλος της καταστροφής και τα δυο αδέλφια θα δουν τις ζωές τους να
ανατρέπονται…»
«ΣΚΕΨΟΥ ΕΜΕΝΑ ΟΤΑΝ ΠΟΝΑΣ»
Εκδόσεις: Ωκεανός (2014)
Σελίδες: 640
Τιμή: 16 €
Υπόθεση Οπισθόφυλλου:
«Σαν αισθαντικό τραγούδι της Λουθ Κασάλ,
σαν ερωτικός θρήνος, διαγράφεται η ζωή των τεσσάρων γυναικών της οικογένειας
Αλεξιάδη. Η Αλίκη, η Εύα, η Λία, η Αμαλία… θύματα όλες της ανδρικής υπεροχής,
του αρσενικού που ονειρεύονται ότι θα φέρει την ολοκλήρωσή τους… ή την
καταστροφή τους. Και το αβυσσαλέο μίσος κόρης και μάνας που ανατρέπει τραγικά
τις ζωές όλων.»
Μια ιστορία ανθρώπινων παθών, με ήρωες αληθινά πρόσωπα, που
υποφέρουν από τα λάθη που επιλέγουν οι ίδιοι να κάνουν…
«ΣΑΝ ΤΑ ΚΥΝΗΓΗΜΕΝΑ ΑΓΡΙΜΙΑ»
Εκδόσεις: Ωκεανός (2014)
Σελίδες: 720
Τιμή: 18 €
Υπόθεση Οπισθόφυλλου:
«Ο Παντελής, η αγαπημένη του Τρισεύγενη
και τα τρία παιδιά τους, νύχτα φεύγουν από το χωριό τους εκεί κοντά
στα Τέμπη, για να γλυτώσουν από το παιδομάζωμα. Μετά από μεγάλη ταλαιπωρία, θα
φθάσουν στη Χαλκίδα, στο βενετικό βασίλειο του Νεγροπόντε, το κόσμημα της
Θαλασσοκράτειρας Βενετίας. Θα εγκατασταθούν εκεί πιστεύοντας πως τα βάσανά τους
τέλειωσαν… Ο Λάμπρος Χαλκοκονδύλης, της μεγάλης αρχοντικής οικογένειας των
Αθηνών, μυστικός πράκτορας του Μαχμούτ Πασά, του μεγάλου βεζίρη της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, γόνου της βυζαντινής οικογένειας των Αγγέλων Φιλανθρωπινών,
ελπίζει στην ανατροπή του Μεχμέτ Φατίχ, πουλώντας ταυτόχρονα εκδούλευση και
στους Βενετούς…
Και στον καμβά αυτόν, οι Έλληνες,
Γραικοί στη μια μεριά του Αιγαίου και Ρωμιοί στην άλλη, πάντα διχασμένοι, έρμα
στη γαλέρα πότε του Βενετσιάνου πότε του Οθωμανού, βιώνουν μια μακρά περίοδο
σκότους και δυστυχίας. Κι ωστόσο, ο απλός λαός, δεν παύει να ελπίζει, να
ερωτεύεται, να κάνει παιδιά και να ονειρεύεται… να σπρώχνει τη ζωή
να προχωρήσει...»
Ένα μυθιστόρημα γεμάτο περιπέτεια και δράση που φέρνει με
ιστορική ακρίβεια στο φως τα σκοτεινά πρώτα χρόνια της οθωμανικής
κατάκτησης.
Από τη συγγραφέα του bestseller «Αγγέλικα, η Μαντενούτα».
Εκδόσεις: Ωκεανός (2009)
Σελίδες: 568
Τιμή: 19 €
Υπόθεση Οπισθόφυλλου:
«Το όνομά της Αγγέλικα Νίκλη. Όμορφη σαν
την ίδια την αναδυομένη Αφροδίτη…
Ο πατέρας της, ένας κατατρεγμένος
Μανιάτης, θύμα της φτώχιας και της ανάγκης, την πούλησε στον βαθύπλουτο
«Ταμπακιέρη», τον Ζακυνθινό κόντε Σαλαμόν. Αυτός θα απαρνηθεί τη γυναίκα
του και τα παιδιά του, και θα απειλήσει με αποκλήρωση τον νόμιμο γυιό του Ροβέρτο,
επειδή συντάχθηκε με τους Δημοκρατικούς που αγωνίζονταν για την ένωση των
Επτανήσων με την Ελλάδα…
Από την ανίερη ένωση του ηλικιωμένου
κόντε με την μικρή ερωμένη του, θα γεννηθούν τρεις γυιοί. Ο πρώτος θα γίνει
ένας σπουδαίος ποιητής. Ο δεύτερος σημαντική πολιτική προσωπικότητα των
Επτανήσων. Και ο τρίτος, γυιός μεταθανάτιος του κόντε, θα χάσει όλα του τα
προνόμια… Μετά από χρόνια, θα αγωνιστεί για να κερδίσει το όνομα και την
περιουσία που του στέρησαν τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια του. Θα αγωνιστεί
και για την χαμένη τιμή της μάνας του, σε μια δίκη που θα αφήσει εποχή στα
Επτάνησα. Την Δίκη των αδελφών Σολομών.»
Εκδόσεις: Ωκεανός (2009)
Σελίδες: 320
Τιμή: 14 €
Υπόθεση Οπισθόφυλλου:
«Η Λασκαρίνα
Μπουμπουλίνα γεννήθηκε το 1771 σε μια υγρή φυλακή της Κωνσταντινούπολης.
Μεγάλωσε μέσα στα πλούτη, στις Σπέτσες. Δεκαεπτά ετών παντρεύτηκε τον πλούσιο καπετάνιο
Δημήτρη Γιάννουζα αλλά σύντομα έμεινε χήρα. Ο δεύτερος άνδρας της, ο Δημήτριος
Μπούμπουλης, την λάτρεψε και της έμαθε ν’ αγαπά τη θάλασσα και την ριψοκίνδυνη
ζωή.
Πάμπλουτη και δυναμική, αγαπήθηκε και μισήθηκε όσο
καμιά άλλη Ελληνίδα στην εποχή της. Η φήμη της ξεπέρασε τα σύνορα της
τουρκοκρατούμενης Ελλάδας κι οι εφημερίδες της Ευρώπης εικόνιζαν σκίτσα της. Ο
τσάρος της πρόσφερε την προστασία του όταν η Υψηλή Πύλη την κυνήγησε. Η
πανίσχυρη βαλιδέ-σουλτάνα, μητέρα του Μαχμούτ Β΄ της χάρισε την εύνοιά της κι η
Ιστορία της χάρισε μια περίοπτη θέση στις σελίδες της.»
Διαβάστε ολόκληρη την κριτική για το βιβλίο «Λασκαρίνα
Μπουμπουλίνα» στον ακόλουθο σύνδεσμο: http://filoithslogotexnias.blogspot.gr/2015/12/blog-post_18.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου