«ΤΟ
ΧΑΜΕΝΟ ΝΟΜΠΕΛ – Μια Αληθινή Ιστορία», του Κώστα Αρκουδέα – Γράφει η φιλόλογος-ψυχολόγος Έφη
Μπουκουβάλα – Κλώντζα
Εκδόσεις:
Καστανιώτη
Σελίδες:
576
Τιμή:
17,17 €
«Το Νόμπελ της καρδιάς μας»
«Ο
δημιουργός παλεύει με ουσία σκληρή, αόρατη, ανώτερη του»,
γράφει στο κύκνειο άσμα του, στη μυθιστορηματική αυτοβιογραφία του, «Αναφορά στον Γκρέκο», ο Νίκος Καζαντζάκης.
Ισόβιος
αγώνας και ασίγαστη αγωνία του δημιουργού να προσδώσει μορφή στην άυλη ιδέα. Ζεύοντας στη δούλεψή του, δαμάζοντας τα 24 μολυβένια
στρατιωτάκια, να σμιλέψει την ακατέργαστη ύλη, να τη λαξέψει, να την
μετουσιώσει σε πνεύμα, να μεταλλάξει το πηχτό έσω σκοτάδι σε φως. Αφοσιωμένος,
απόλυτα εστιασμένος στο έργο, πασχίζει ο
πνευματικός εργάτης να ανιχνεύσει κάτω από την κρούστα, την επιδερμίδα, το
επικαιρικό περίβλημα των πραγμάτων, μιαν ουσία πυρηνική, αιώνια, ακατάλυτη στον
διάβα του χρόνου. Αέναος άθλος, που η ουσία του αποτυπώνεται εναργέστατα στην
παραστατικότατη ποιητική αυτοπεριγραφή που ακολουθεί, συντεθειμένη από σύμβολα
προσφιλή στον Καζαντζάκη: «Είμαι σαν ένας μεταξοσκώληκας» γράφει ο
Καζαντζάκης στον στενό φίλο του, ποιητή Άγγελο Σικελιανό, από το Ηράκλειο το 1924, «που
έφαγε όλα τα φύλλα της μουριάς που του αναλογούσαν, τα μετέτρεψε σε μετάξι και
τώρα κουνάει το κεφάλι του δεξιά ζερβά, και ξετυλίγει από το σπλάχνο του και
στερεώνει στον αέρα την πολύτιμη ουσία.»
Χαρακτηριστική
τάση ενός άλλου μεταξοσκώληκα, του Κώστα Αρκουδέα, αποτελεί η περιδιάβαση σε
διαφορετική περιοχή της λογοτεχνίας με κάθε νέο του βιβλίο. Έχει περιηγηθεί στο
ιστορικό μυθιστόρημα, επιστημονικό νουάρ, παιδικό, διήγημα, νουβέλα, παραμύθι.
Με την τελευταία συγγραφική δουλειά του πραγματοποιεί στροφή από τη μυθοπλασία
στο ντοκουμέντο, στον δοκιμιακό λόγο, στη λογοτεχνική, μυθιστορηματική
τεκμηριωμένη πραγματεία, στην τεκμηριωτική πεζογραφία. Πρόκειται για γοητευτικό
είδος γραφής, που συμβάλλει στην
πολυπρισματική θεώρηση και στον
ολόπλευρο φωτισμό ενός θέματος που έως τώρα έχει παραμείνει στο ημίφως ή
στο σκοτάδι.
Θεματικός πυρήνας του έργου η υπόθεση
ενός χαμένου για τα ελληνικά γράμματα Νόμπελ, το χρονικό μιας πραγματικής
ιστορίας, της υποψηφιότητας του Νίκου Καζαντζάκη, κατά τη δεκαετία 1946 ως 1957
για το Νόμπελ λογοτεχνίας. Το διεθνώς αναγνωρισμένο βραβείο θεωρείται ότι
εξασφαλίζει στον διακριθέντα μια θέση στο πάνθεον των αθανάτων. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας: «Η συμβολική αξία του Νόμπελ είναι
ανυπολόγιστη, τόσο για εκείνον που βραβεύεται όσο και για τη χώρα που
εκπροσωπεί. Στο πρόσωπό του αναγνωρίζεται η καλλιτεχνική παράδοση της χώρας
του, η οποία με τον τρόπο αυτό τονώνει την αυτοπεποίθησή της και ανεβάζει τις
μετοχές της στο λογοτεχνικό χρηματιστήριο, ανοίγοντας παράλληλα τον δρόμο στους
νεότερους δημιουργούς.»
Για
όλους αυτούς τους λόγους, καθώς και
από αδήριτη, προαιώνια ανάγκη κάθε
δημιουργού να αφήσει τα απέθαντα, ανεξίτηλα χνάρια του στον αέναο χρόνο, ο
Νίκος Καζαντζάκης, μεταξύ άλλων Ελλήνων λογοτεχνών, επιδίωξε με όλες του τις
δυνάμεις την κατάκτησή του. Η υποψηφιότητά του, ωστόσο, προκάλεσε εμφύλιο πόλεμο στον χώρο των ιδεών,
συσπειρώνοντας συντονισμένα εναντίον του το αρτηριοσκληρωτικό, συντηρητικό
κατεστημένο της εποχής, εκκλησιαστικό, πολιτικό και ακαδημαϊκό, το οποίο
αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Κρητικού συγγραφέα μια φοβερή απειλή, έναν από τους
μεγαλύτερους εχθρούς του, έναν υπαρκτό δημόσιο κίνδυνο και του προσάπτει τις
κατηγορίες του άθεου, του κομμουνιστή και του διαφθορέα των νέων, κηρύσσοντάς
τον κυριολεκτικά υπό διωγμόν. Εναντίον του επιστρατεύονται όλα τα μέσα, θεμιτά
και αθέμιτα, προκειμένου να αποφευχθεί η βράβευσή του, όποτε η πλάστιγγα της
Σουηδικής Ακαδημίας έδειχνε να γέρνει προς το μέρος του.
Ο Κώστας Αρκουδέας ανασύρει οδηγία του Υπουργείου
Παιδείας προς την Ακαδημία Αθηνών, στις 11 Ιουνίου του ’46, χρονιά που
συζητούνταν το ενδεχόμενο κοινής υποψηφιότητας για Νόμπελ των Καζαντζάκη και
Σικελιανού. Στο σχετικό έγγραφο δηλωνόταν ξεκάθαρα ότι το πρόσωπο που θα
προτεινόταν από ελληνικής πλευράς επισήμως, πέρα από το πνευματικό του έργο,
έπρεπε να τυγχάνει "γενικής
αναγνωρίσεως" και "δια την
εθνικήν του αντίληψιν": «…πρόσωπον αντάξιον καθ’ όλα της τιμητικής
ταύτης υποψηφιότητος και απολαύον της γενικής αναγνωρίσεως, τόσον διά το
πνευματικόν έργον του, όσον και διά την εθνικήν του αντίληψιν.»
Η
Ακαδημία Αθηνών υπάκουσε στα κυβερνητικά κελεύσματα, παραγνωρίζοντας
ενδεχομένως την αισθητική αξία λογοτεχνικών έργων υψηλής ποιότητας, επειδή ο
δημιουργός τους δεν έφερε την εθνικόφρονα βούλα, ως σφραγίδα γνησιότητας και
εγγύησης. Οι παρεμβάσεις της Ακαδημίας
Αθηνών, αλλά και της επίσημης ελληνικής πολιτείας εν κρυπτώ θα επεκταθούν και
εκτός Ελλάδας, προς τη Σουηδική Ακαδημία τη δεκαετία που θα ακολουθήσει, γεγονός που «θα παραμείνει ένα πνευματικό αίσχος για τους νεοέλληνες», όπως έγραψε
ο – ενημερωμένος από έγκυρες πηγές σχετικά με το παρασκήνιο – Καζαντζάκης,
εκφράζοντας την πίκρα του στον επιστήθιο φίλο του Παντελή Πρεβελάκη. Ξεκάθαρη
εντολή από ελληνικής πλευράς προς τη Σουηδική Ακαδημία: «…να μη δοθεί το βραβείο Νόμπελ σε ριζοσπαστικούς Έλληνες, γιατί κάτι
τέτοιο θα’ ναι βλαβερό για την ειρηνική πολιτική των Αγγλοσαξόνων».
Πνευματικός εμφύλιος πόλεμος ακήρυχτος
που βαθαίνει την πληγή του εμφύλιου σπαραγμού των όπλων, με την οποία συμπίπτει
χρονικά. Η εμφύλια έριδα, ο φατριασμός,
ο διχασμός, αυτό το αρχέγονο ανεπούλωτο τραύμα της ράτσας μας, το στίγμα του
Κάιν, που μας ακολουθεί σαν κατάρα, σαν προπατορικό αμάρτημα. «Θέλει, λέει, να ’ναι λεύτερος. Σκοτώστε
τον!», αντλούμε χαρακτηριστικά από τους
«Αδελφοφάδες» του
Καζαντζάκη, φράση πασίδηλα αυτοαναφορική.
Η πνευματική πραγματικότητα, ως γνωστόν,
δεν λαμβάνει χώρα σε κοινωνικό κενό, σε πολιτικά ανενεργό χώρο, αντίθετα
εύλογα αναπαριστά το ευρύτερο
κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι. Πνευματική και πολιτική πραγματικότητα
διαπλέκονται αξεδιάλυτα ανατροφοδοτούμενες αμοιβαία, ως συγκοινωνούντα δοχεία,
οπότε οι ίντριγκες, οι δολοπλοκίες, οι μηχανορραφίες, οι διαξιφισμοί, ολόκληρο
το παρασκήνιο της εμφύλιας πνευματικής έριδας για αποτροπή της βράβευσης του
Νίκου Καζαντζάκη εγγράφεται στο ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο που την παράγει. Στα
ταραγμένα, πέτρινα χρόνια, της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής Ελλάδας, όπου
γράφονται επονείδιστες σελίδες της
σύγχρονης Ιστορίας μας, κηλιδωμένες από νωπό αδελφικό αίμα. Υπό το κράτος
οξυμμένων πνευμάτων και εξημμένων παθών, μέσα σε κλίμα φόβου, πόλωσης, φανατισμού, ακροτήτων, μέσα στην ατμόσφαιρα
της φρίκης του καθημερινού θανάτου, όπου άνισοι, ασύμμετροι συσχετισμοί
δυνάμεων επιβάλλουν το άσπρο – μαύρο, χωρίς ενδιάμεσες αποχρώσεις από τη
νηφάλια σύνθεση, από τον συγκερασμό των
αντιθέσεων. Σε μια τέτοια τεταμένη ατμόσφαιρα η
ανθρωπιστική καζαντζάκεια κραυγή, που αγωνιά να ανυψώσει τον άνθρωπο από
τη χαμέρπεια και τον εκπεσμό του σε κτήνος, ηχεί αιρετική, ύποπτη, λίαν επικίνδυνη και
βάλλεται πανταχόθεν.
«
Αν απαντούμε στο μίσος με το μίσος, ποτέ δε θα σβήσει από τον κόσμο το μίσος».
«…θα φτάσει σίγουρα η μέρα
της τέλειας φίλιωσης, δηλαδή της αναγνώρισης και του αντιπάλου και της λεύτερης
συμμετοχής του στη μεγάλη σύνθεση, που τη λένε κόσμο, πάει να πει αρμονία ».
Έτσι,
γύρω από τον άξονα του Νόμπελ, με όχημα την πνευματική εμφύλια διαμάχη γύρω από
την άκαρπη εν τέλει διεκδίκηση του διεθνώς αναγνωρισμένου βραβείου λογοτεχνίας
από τον Καζαντζάκη, σε ένα πρώτο επίπεδο, παρακολουθούμε τη γλαφυρή εξιστόρηση
της διαδρομής του κορυφαίου Έλληνα πνευματικού δημιουργού, των σημαντικών σταθμών της ζωής του, των περιπετειών του
προσωπικού βίου και της πνευματικής του
οδύσσειας. Γινόμαστε μάρτυρες του αγώνα και της αγωνίας του. Μέσα από
πολυφωνική, πολυπρισματική θεώρηση που μας επιτρέπουν η αλληλογραφία,
αποσπάσματα από τα έργα του, οι βιογράφοι του, αλλά και οι μαρτυρίες στενών
συνεργατών, φίλων, αγαπημένων προσώπων, αλλά και του απλού λαού σκιαγραφείται
και φωτίζεται ολόπλευρα η προσωπικότητα του Κρητικού συγγραφέα.
Ταυτόχρονα, σε ένα δεύτερο επίπεδο αναβιώνει η πολυσύνθετη ιστορικο – κοινωνική ατμόσφαιρα
μιας εποχής. Συντίθεται το πολιτικο – κοινωνικο – λογοτεχνικό ψηφιδωτό της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής
Ελλάδας.
Έτσι
το ειδικό εντάσσεται στο γενικό και μαζί με την υπόθεση του χαμένου βραβείου
Νόμπελ για τα ελληνικά γράμματα έχουμε το παράλληλο αφήγημα μιας πολυδαίδαλης
όσο και οδυνηρής εποχής, της οδύσσειας του πνευματικού και πολιτικού κόσμου της
Ελλάδας που διήλθε μέσα από τις συμπληγάδες των αντιθέσεων και διαμόρφωσε τις
συνθήκες των ημερών μας.
«Το Χαμένο Νόμπελ» πέφτει ως
απροσδόκητο, μη αναμενόμενο βότσαλο στη λίμνη της ατάραχης, ανυποψίαστης
συνείδησής μας, διαγράφοντας ομόκεντρους κύκλους γύρω από αυτόν τον κεντρικό
θεματικό άξονα, που όλο και ξεμακραίνουν, αλαργεύουν, καλύπτοντας τομείς πέραν
της λογοτεχνίας, όπως η Ιστορία και η πολιτική, ενώ ταυτόχρονα απλώνονται στον
χώρο και στον χρόνο, συνθέτοντας την ιστορική, πολιτικοκοινωνική και λογοτεχνική πραγματικότητα, όχι μόνο της
εμφυλιακής/μετεμφυλιακής Ελλάδας, αλλά ολόκληρου του 20ού αιώνα, καθώς
αγκαλιάζει ό, τι σημαντικό συνέβαινε τότε στην εγχώρια και τη διεθνή πνευματική
σκηνή. Έτσι, στο βιβλίο αυτό παρελαύνουν
προσωπικότητες όπως οι Παλαμάς, Καβάφης,
Παπαδιαμάντης, Σικελιανός, Σεφέρης,
Ελύτης, Ρίτσος, αλλά και διάσημοι νομπελίστες όπως οι, Έσσε, Ζιντ,
Έλιοτ, Χέμινγουεϊ, Καμύ.
Εμβληματικές
μορφές της παγκόσμιας διανόησης και των γραμμάτων που κατέκτησαν ή όχι το
Νόμπελ λογοτεχνίας, με τη ζωή και το έργο τους εύληπτα παρουσιασμένα, από την
αφηγηματική δεξιότητα του δημιουργού, ο οποίος έχει διυλίσει και μας προσφέρει
το απόσταγμα της πνευματικής παραγωγής τους, την πεμπτουσία, με διεισδυτικό
κριτικό πνεύμα και λογοτεχνικότητα ύφους που γοητεύει, παρασύρει και
μαγνητίζει.
Ο Κώστας Αρκουδέας συμπεριλαμβάνοντας στο
έργο του κορυφαίες μορφές, "ιερά
τέρατα", γίγαντες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που δεν έχουν
αξιωθεί με την εξέχουσα διάκριση του Νόμπελ, αλλά έχουν τιμηθεί με μια
περίοπτη θέση στο πάνθεον του αναγνωστικού κοινού, θέτει έναν καίριο προβληματισμό:
αν έχει απονεμηθεί τελικά το Νόμπελ λογοτεχνίας πάντα στους αξιότερους, με τον
πιο εξελιγμένο λογισμό, που το έργο τους διαπνέεται από ιδεαλισμό, σε όσους
δημιουργούν έργο έξοχο με ιδεολογικές προεκτάσεις, όπως ήταν η αρχική πρόθεση
του Σουηδού Άλφρεντ Νόμπελ, που το εμπνεύστηκε και το θεσμοθέτησε.
Κραυγαλέα η απουσία από τον κατάλογο των
βραβευθέντων με νόμπελ, αλλά τιμηθέντων στη συνείδηση της ανθρωπότητας
συγγραφέων όπως οι: Άντον Τσέχοφ, Λέο Τολστόι. Χένρι Τζέιμς, Φραντς Κάφκα,
Χέρμαν Μπροχ, Ρόμπερτ Μούζιλ, Τζόζεφ Κόνραντ, Βιρτζίνια Γουλφ, Μπέρτολτ Μπρεχτ,
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Φερνάντο Πεσσόα, Τζορτζ Όργουελ, Ντίλαν Τόμας, Χούλιο
Κορτάσαρ. Μεταξύ αυτών και ο Νίκος
Καζαντζάκης.
Χωρίς φόβο, αλλά με πάθος, ο συγγραφέας,
δίχως να απαξιώνει, βέβαια, τον διεθνή θεσμό και την απονομή του κορυφαίου
αυτού βραβείου εν γένει, τονίζει ότι
δεν δόθηκε σε όλες τις μορφές που τους
άξιζε και αποκαλύπτει αιχμηρές αλήθειες: τις μεγάλες αστοχίες, τις αδικίες,
τις πολιτικές σκοπιμότητες που ενίοτε
εξυπηρετεί σε διεθνές επίπεδο, τα αμφιλεγόμενα, επισφαλή κριτήρια απονομής του
και την αποστασιοποίησή τους από τις αρχικές προθέσεις των θεμελιωτών του
θεσμού, την παρείσφρηση του υποκειμενικού στοιχείου στην επιλογή, την πρόκριση
συχνά ενός λογοτέχνη, όχι στη βάση της υψηλής αισθητικής αξίας του έργου του,
αλλά ανάλογα με τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, τις ιστορικές συγκυρίες και το
κλίμα της εποχής. Έτσι, ο συγγραφέας ευθαρσώς υπογραμμίζει τη μέσω άδηλων
διεργασιών διαφοροποίηση των κριτηρίων της Σουηδικής Ακαδημίας, και την
προσαρμογή τους εν πολλοίς με χαμαιλεόντειο τρόπο στο πνεύμα των καιρών.
Ο συγγραφέας δεν καταθέτει απλώς την
προσωπική του άποψη και υποκειμενική ερμηνεία, αλλά προς επίρρωση των θέσεών
του, με τη νηφαλιότητα και την αντικειμενικότητα ενός λογοτέχνη – μελετητή παρέχει πλουσιότατο ερευνητικό υλικό,
τεκμήρια, αδιαμφισβήτητες αποδείξεις. Έτσι, εξαντλητική βιβλιογραφική
αναζήτηση, αξιολογότατο αρχειακό υλικό, διασταύρωση πηγών για την εγκυρότητα
και αξιοπιστία τους, έγγραφα–ντοκουμέντα, προσωπικές μαρτυρίες,
ιστορικοφιλολογικές παρεκβάσεις, εγκιβωτισμό βιογραφιών έγκριτων λογοτεχνών, επιστολές,
άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, αποσπάσματα από βιβλία, συνθέτουν ένα
πολύχρωμο ψηφιδωτό, που θα μπορούσε να αποτελεί ένα ευφάνταστο μυθιστόρημα,
αλλά δεν είναι παρά η ιστορική αλήθεια.
Με την αφειδώλευτη παράθεση όλων αυτών
των διακειμενικών αναφορών, εύλογα παρακάμπτεται η γραμμική χρονικά
διαδοχή των γεγονότων και η αφήγηση
ανελίσσεται σπειροειδώς, μέσα από παλινδρομήσεις και χρονικά άλματα,
περιελισσόμενη, ωστόσο, γύρω από σταθερό θεματικό άξονα: την υπόθεση του
χαμένου Νόμπελ του Νίκου Καζαντζάκη και την παράλληλη αφήγηση της διαδρομής
του.
Έτσι
το υλικό συνειρμικά, θεματικά διασυνδεδεμένο και οργανωμένο πάνω σε σταθερό
ακρογωνιαίο λίθο, χτίζει στιβαρό αρχιτεκτονικό οικοδόμημα γερά αρμολογημένο, με
συνεκτικό ιστό τον λόγο. Λόγο, τεκμηριωμένο
εμπεριστατωμένο, δοκιμιακό, ρωμαλέο λόγο, σφριγηλή και νευρώδη γραφή,
που ισοζυγιάζει και συνταιριάζει αρμονικά τετράγωνη, λογική επιχειρηματολογία,
αλλά και ακραιφνή, γνήσια, ατόφια ευαισθησία, χωρίς ωστόσο εξάρσεις και συναισθηματική υπερχείλιση. Γιατί, ακόμη και
σε ακραίες, έντονα φορτισμένες, συγκλονιστικές στιγμές, η γραφίδα τηρεί
αντιστικτικά το μέτρο, κορυφώνοντας έτσι τη συγκινησιακή απήχηση.
Πρόκειται
για σοβαρότατο ανάγνωσμα, πολλαπλώς
ενδιαφέρουσα μελέτη, άκρως διδακτική αφήγηση που υποβάλλει γόνιμους,
εποικοδομητικούς προβληματισμούς πάνω στη διαχρονική μας φυσιογνωμία,
καθιστώντας φανερό ότι ο πολιτικός και κοινωνικός εκπεσμός έχει την αντίστοιχη
πνευματική του αντανάκλαση.
Ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με όλες
εκείνες τις βασικές κακοδαιμονίες της σύγχρονης Ελλάδας: εμπάθεια,
μετριοκρατία, αναξιοκρατία, θεσμούς σε εσχάτη ανυποληψία και σε αγαστή διαπλοκή,
διαγκωνισμούς, παρεμβάσεις του ξένου παράγοντα, επιτροπεία, κηδεμόνευση,
«μνημόνια». Καθώς, «Βίγλα αψηλή στα φρένα
μας η μνήμη», όπως λέει ο Νίκος Καζαντζάκης, επιβεβλημένη η στροφή στο παρελθόν, η
ανακίνηση της ιστορικής μνήμης, της «μνήμης
που καίει», κατά τον Οδυσσέα Ελύτη, για εναργέστερη κατανόηση του παρόντος
και για δυναμική επανεκκίνηση προς τα εμπρός.
Σύγγραμμα εκτενές που διαβάζεται, όμως, απνευστί. Με τρεμάμενη καρδιά,
διατρέχοντάς το, αναγνώρισα ξεχωριστά αποσπάσματα που με συγκίνησαν και τα υπογράμμισα,
όταν διάβαζα την «Αναφορά στον Γκρέκο»
και άλλα έργα του Νίκου Καζαντζάκη. Πρόκειται για άρτια σύνθεση. Είναι μια
ολοκληρωμένη, τεκμηριωμένη πραγματεία. Μια αληθινή ιστορία, ειπωμένη με
αψεγάδιαστη μυθιστορηματική πλοκή, κλιμάκωση αγωνίας και δραματική κορύφωση.
Αλλά και κάθαρση. Γιατί, ο Κώστας
Αρκουδέας με τεκμήρια και αποδείξεις, προπάντων με υψηλό αίσθημα ευθύνης και
ευσυνειδησία, αναψηλαφώντας μια υπόθεση απροκάλυπτης εθνικής αναξιοπρέπειας,
αναδεικνύει ένα ιστορικό λάθος, ανασκευάζοντας τις ανερμάτιστες κατηγορίες σε
βάρος του Καζαντζάκη, αυτές του άθεου, του κομμουνιστή και του διαφθορέα των
νέων, του δημόσιου κινδύνου, αποκαθιστά εκ των υστέρων το γόητρό του, και
αποτίει φόρο τιμής, χωρίς να αγιοποιεί πρόσωπα και χωρίς να ωραιοποιεί ή
να εξιδανικεύει καταστάσεις.
Και,
καθώς οι ποιητές με την ευρύτερη σημασία του όρου είναι οι μη αναγνωρισμένοι
νομοθέτες, οι άτυποι, ανεπίσημοι δικαστές αυτού του κόσμου, ο συγγραφέας μας απονέμει
δικαιοσύνη... Απονέμει δικαιοσύνη σε έναν κορυφαίο δημιουργό που το μόνο
λογοτεχνικό βραβείο που αξιώθηκε ήταν το ’56,
στο χείλος όντας του θανάτου, ένα χρόνο πριν πεθάνει, το βραβείο
Ειρήνης, αλλά στην απονομή που πραγματοποιήθηκε στη Βιέννη, παρουσία όλων των
μελών του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης, η Ελλάδα έλαμψε διά της απουσίας της,
αφού ούτε καν ο πρέσβης μας δεν παρευρέθηκε.
Απονέμει ακόμη δικαιοσύνη σ’ έναν άνθρωπο
που όταν η επίσημη ελληνική πολιτεία τον κατέτρεχε και τον ανάγκαζε σε
αυτοεξορία στη Γαλλία, αρνήθηκε την προσφορά βοήθειας από τη Νορβηγική
κυβέρνηση που του παραχωρούσε υπηκοότητα και διαβατήριο, ώστε να μετακινείται
με την άνεσή του, λέγοντας για την Ελλάδα που τον πλήγωνε, την Ελλάδα που συχνά
πληγώνει τα άξια τέκνα της: «Ζω στην
ξενιτιά, μα η καρδιά μου περιφέρεται στην Ελλάδα. Όπου πάω, την κρατώ ανάμεσα
στα δόντια μου σαν φύλλο δάφνης».
Ένας
ιδεαλιστής, ανθρωπιστής που όπως λέει: «…ονειροπολώ
μια καλύτερη ανθρωπότητα και μάχομαι να
τη διατυπώσω. Διατυπώνοντάς τη, την ευκολύνω
θαρρώ να ’ρθει…. Ξυπνώ ξημερώματα. Ζεύγομαι στη δουλειά, βιάζομαι να διατυπώσω ολάκερη την ψυχή μου πριν
πεθάνω, να μην αφήσω παρά λίγα κόκαλα στον Χάρο, να πάρει κόκαλα και διόλου ψυχή».
Που έχει απόλυτη επίγνωση της ηθικής ευθύνης του πνευματικού ανθρώπου,
ευθύνης με διαχρονική ισχύ: «Σήμερα ο συγγραφέας,
αν είναι πραγματικά ζωντανός, είναι ένας άνθρωπος που υποφέρει και ανησυχεί
βλέποντας την πραγματικότητα. Συνεργάζεται με όλες τις δυνάμεις του φωτός, που
επιζούν ακόμα, για να προχωρήσει λίγο το βαρύ πεπρωμένο του ανθρώπου. Ο
συγγραφέας σήμερα, εφόσον μένει πιστός στην αποστολή του, είναι ένας μαχητής».
Ένας πνευματικός δημιουργός που έχει ακόμη απόλυτη επίγνωση των αδικιών που
έχει υποστεί: «Αν υπήρχε δικαστήριο τιμής
στις πνευματικές αδικίες που γίνονται, θα έκανα αγωγή για να μη χαθεί το δίκιο.
Μα τέτοια δικαστήρια δεν υπάρχουν. Δικαζόμαστε, λοιπόν, ενώπιον του καιρού».
Μόνος κριτής, ο καιρός. Το ανώτατο αγαθό
κατά τον Καζαντζάκη, αυτός ο αδυσώπητος,
άτεγκτος, αλλά τόσο αντικειμενικός και αμερόληπτος δικαιοκρίτης, που άλλοτε
δικαιώνει και άλλοτε καταβαραθρώνει το έργο
των δημιουργών. Και στην περίπτωση του Καζαντζάκη έδρασε αναλόγως,
επιδαψιλεύοντας, παρέχοντάς του αφειδώλευτα διεθνή ακτινοβολία, αναγνώριση και
απήχηση του έργου του.
Δια στόματος Νικηφόρου
Βρεττάκου, του ποιητή της αγάπης και της ειρήνης, αναγνωρίζεται το χρέος
απέναντι στο μεγάλο Κρήτα δημιουργό: «Νομίζω
όμως πως υπάρχει ένα χρέος ανεξόφλητο απέναντι σ’ αυτή τη μορφή. Όχι χρέος
ατομικά δικό μου. Ένα χρέος που πέφτει σε όλους όσοι μπορούν, κι όσο το
χρέος μένει ανεξόφλητο, γίνεται τόσο και
πιο πολύ δικό του για όποιον μπορεί… Ο Καζαντζάκης δεν αποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο. Δεν είναι
ένας συγγραφέας που έχει αρχή και τέλος, που κρίνεται από το κάθε βιβλίο του
χωριστά ή και μόνο από το σύνολο των βιβλίων του, αν θέλετε. Προεκτείνεται και
πέρα από αυτά. Τα βιβλία του βρίσκονται σε συνάρτηση με μια αλληλουχία καταστάσεων, εννοιών και
πραγμάτων, και πρέπει να εξεταστούν κάτω
από ένα ειδικό φως». Και συνεχίζει ο Νικηφόρος Βρεττάκος: «Ο Καζαντζάκης… απόμεινε ένας καλής
προαίρεσης και αναμφισβήτητης καθαρότητας ανθρωπιστής. Υπήρξε ένα από τα
ειλικρινέστερα παιδιά του αιώνα του».
Κι
από άλλα σημεία αντιγράφουμε χαρακτηρισμούς που του αποδόθηκαν: «ήταν ένας
συγγραφέας που ενδιαφερόταν για τον άνθρωπο στο σύνολό του», «καρδιά μικρού παιδιού», λέει η αφοσιωμένη
σύντροφός του Ελένη, κι ακόμη "μια άγρυπνη συνείδηση" «με έντονες μεταφυσικές αναζητήσεις», "άνθρωπος με εξελιγμένο λογικό".
Και πόσο σπαρακτική, συγκλονιστική
ανατριχιαστική η αναγνώριση όταν προέρχεται από τον απλό άνθρωπο του λαού, «έναν ηλικιωμένο άντρα με λεβέντικη
κορμοστασιά, με μουστάκες και στιβάνια, τον καπετάν Μανούσακα, βγαλμένο θαρρείς
από τις σελίδες του Καπετάν Μιχάλη», που στον αποχαιρετισμό του Καζαντζάκη,
«άρπαξε την κάσα και την κράτησε λέγοντας: «Τουτουσές
τσ’ ανθρώπους δεν τσοι θάβουνε νεκροθάφτες».
Είναι
ο ίδιος που ρίχνει σπονδή στον τάφο του Καζαντζάκη, ψιθυρίζοντας: «Λίγο χώμα απ' τα χανιώτικα βουνά, για να
σου κρατά συντροφιά. Ήσουνα καλός Κρητικός,
άνθρωπος δικός μας, ένα κομμάτι από τη σάρκα μας. Η μάνα Κρήτη είναι
περήφανη για σένα». Και με τι συναισθήματα να δεχτεί κανείς την τιμητική
θέση Νορβηγού κριτικού σε εφημερίδα ότι:
«Ο
Καζαντζάκης δεν χρειάζεται το Νόμπελ. Αυτό που νιώσαμε όλοι εμείς διαβάζοντας
τα βιβλία του είναι η ανταμοιβή του».
«Το
Χαμένο Νόμπελ», καταλήγει
ο Κώστας Αρκουδέας, «είναι το άυλο
τρόπαιο της αμάθειας και του φανατισμού απέναντι στο ταλέντο και τη
δημιουργικότητα».
Έφη Μπουκουβάλα – Κλώντζα,
φιλόλογος–ψυχολόγος
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου:
«Την
άνοιξη του 1947, ενώ η Ελλάδα σπαράσσεται από τον Εμφύλιο, ο Νίκος Καζαντζάκης
θέτει από κοινού υποψηφιότητα με τον Άγγελο Σικελιανό για το Νόμπελ
Λογοτεχνίας. Η υποψηφιότητά του συσπειρώνει το συντηρητικό κατεστημένο της
εποχής, που βλέπει στο πρόσωπο του Κρητικού συγγραφέα έναν από τους
μεγαλύτερούς του εχθρούς. Εναντίον του επιστρατεύονται όλα τα μέσα, θεμιτά και
αθέμιτα, προκειμένου να αποφευχθεί η βράβευσή του. Από την άλλη, ο Καζαντζάκης
προσπαθεί μόνος του για μια δεκαετία να κατακτήσει το Νόμπελ, αντιμετωπίζοντας
θεούς και δαίμονες.
Προσωπικές μαρτυρίες, επιστολές, άρθρα, αποσπάσματα από βιβλία και έγγραφα-ντοκουμέντα συνθέτουν ένα πολύχρωμο παζλ, που θα μπορούσε να αποτελεί ένα ευφάνταστο μυθιστόρημα, αλλά δεν είναι παρά η ιστορική αλήθεια. Στο βιβλίο αυτό συναντάμε προσωπικότητες όπως ο Παλαμάς, ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης και ο Ρίτσος, αλλά και διάσημους νομπελίστες όπως ο Έσσε, ο Ζιντ, ο Έλιοτ, ο Χέμινγουεϊ και ο Καμύ. Πάνω απ' όλα, όμως, γινόμαστε μάρτυρες της οδύσσειας του πνευματικού και πολιτικού κόσμου της Ελλάδας στον 20ό αιώνα, που διήλθε μέσα από τις συμπληγάδες των αντιθέσεων και διαμόρφωσε τις συνθήκες των ημερών μας.»
Προσωπικές μαρτυρίες, επιστολές, άρθρα, αποσπάσματα από βιβλία και έγγραφα-ντοκουμέντα συνθέτουν ένα πολύχρωμο παζλ, που θα μπορούσε να αποτελεί ένα ευφάνταστο μυθιστόρημα, αλλά δεν είναι παρά η ιστορική αλήθεια. Στο βιβλίο αυτό συναντάμε προσωπικότητες όπως ο Παλαμάς, ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης και ο Ρίτσος, αλλά και διάσημους νομπελίστες όπως ο Έσσε, ο Ζιντ, ο Έλιοτ, ο Χέμινγουεϊ και ο Καμύ. Πάνω απ' όλα, όμως, γινόμαστε μάρτυρες της οδύσσειας του πνευματικού και πολιτικού κόσμου της Ελλάδας στον 20ό αιώνα, που διήλθε μέσα από τις συμπληγάδες των αντιθέσεων και διαμόρφωσε τις συνθήκες των ημερών μας.»
Βιογραφία
Κώστα Αρκουδέα:
Ο
Κώστας Αρκουδέας γεννήθηκε στην Αθήνα την Καθαρά Δευτέρα του 1958. Μετά
από πολλές περιπλανήσεις, επέστρεψε στην πρωτεύουσα και εργάστηκε στο Υπουργείο
Πολιτισμού, στο οποίο παραμένει μέχρι σήμερα. Δημοσίευσε για πρώτη φορά το 1986
τη συλλογή ιστοριών «Άσ’ τον Μπομπ Μάρλεϋ να περιμένει». Στη
συνέχεια εξέδωσε την τριλογία «Η πόλη με τα χίλια πρόσωπα» (1987)
και το μυθιστόρημα με εγκιβωτισμένα διηγήματα «Το τραγούδι των
τροπικών» (1988).
Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα «Τα κατά Αιγαίον πάθη» (1994), «Ποτέ
τον ίδιο δρόμο» (1999), «Ο πειρατής» (2003), «Ο
Μεγαλέξανδρος και η σκιά του» (2004), «Ο αριθμός του
Θεού» (2008) και «Παράφορο πάθος» (2013).
Εξέδωσε ακόμα τις νουβέλες «Και πρόσεχε να μην πετρώσεις» (1996), «Και
τώρα δεν είναι αργά» (2014), τη συλλογή διηγημάτων «Όλες
οι μέρες Κυριακή» (2000), το απάνθισμα μικρών κειμένων «Τα
σιγκλάκια» (2010) και το παραμύθι «Η πολύχρωμη
σβούρα» (2013). «Το χαμένο Νόμπελ – Μια αληθινή ιστορία» (2015)
είναι η τελευταία του δουλειά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου