Εκδόσεις:
Εκών
Σελίδες:
872
Τιμή:
18 €
Είναι κάποιες φορές που διαβάζεις
ένα βιβλίο και αυτό σε «αλώνει»
κυριολεκτικά από την πρώτη στιγμή, από την πρώτη σελίδα. Για όσο διάστημα
διαρκεί η ανάγνωσή του, «χάνεσαι»
μέσα σε όσα αυτό εξιστορεί και όταν τελειώνει, θαρρείς πως πρόκειται να
αποχωριστείς ένα κομμάτι καταδικό σου πλέον. Πρέπει να περάσει, λοιπόν, κάποιο
εύλογο χρονικό διάστημα ώστε να μπορέσεις να «συμβιβαστείς» με τον αποχωρισμό του αναγνωστικού σου συντρόφου, να διαχειριστείς
όλα τα συναισθήματα που αυτός σου «γέννησε»
και κατόπιν να βρεις τα κατάλληλα λόγια να εκφραστείς για μια τέτοια μεγαλειώδη
αναγνωστική εμπειρία. Όλα τα παραπάνω με απέτρεψαν από το να γράψω νωρίτερα όλα
όσα ένιωσα διαβάζοντας το επικό, αριστουργηματικό, ιστορικό μυθιστόρημα του
Χαρίτωνα Γιωτάκη με τίτλο «Εμαυτόν και
μετά απάντων». Έπρεπε να αποκοπώ συναισθηματικά από όσα «βίωσα» διαβάζοντας αυτό το
βιβλίο και μετά να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου και να προσπαθήσω να τις
περιγράψω, προσπαθώντας να μην παραλείψω κάτι αλλά και να αντεπεξέλθω στις
τεράστιες απαιτήσεις ενός τέτοιου αξιοθαύμαστου πονήματος.
Είναι απορίας άξιο το γεγονός ότι
λατρεύω τα ιστορικά μυθιστορήματα, ενώ στο σχολείο απεχθανόμουν το μάθημα της
Ιστορίας, αν και αναγκαστικά τη μάθαινα παπαγαλιστί
για να διατηρώ υψηλή τη βαθμολογία μου, καθώς θεωρούσα εντελώς στείρα, άχρηστη
και ανούσια τη συνεχή παράθεση γεγονότων, ονομάτων και ημερομηνιών, αφού μετά
την αποστήθισή τους, σχεδόν τα διέγραφα όλα από το μυαλό μου, μια και δεν μου
άφηναν κανένα συναίσθημα. Αντίθετα, την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια» τις είχα
λατρέψει και ήταν από τα πρώτα αναγνώσματά μου, ακόμα και εξωσχολικά. Τα
αισθήματα αυτά της υπερηφάνειας για την ιστορία μας και τα ανδραγαθήματα των
ηρωικών αρχαίων προγόνων μας τα ένιωσα ξανά και σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό
διαβάζοντας το νέο βιβλίο του Χαρίτωνα Γιωτάκη. Αλήθεια, πόσο πιο κερδισμένοι θα ήταν οι μαθητές στα σχολεία μας εάν
διδάσκονταν το μάθημα της Ιστορίας μέσα από τέτοια προσεγμένα ιστορικά
μυθιστορήματα και όχι από αλλοιωμένα κείμενα που παρουσιάζουν κατευθυνόμενες εκδοχές
της Ιστορίας, συχνά μετονομάζοντας τις «καταστροφές»
σε «συνωστισμούς»…;
Η ατόφια και αντικειμενική Ιστορία, συνδυασμένη
με την ευρηματική μυθοπλασία του συγγραφέα με παρέσυρε 2.500 χρόνια πίσω στην Αθήνα του 501 π.Χ.,
χαρίζοντάς μου ανεπανάληπτες εμπειρίες. Η τεράστια και ουσιαστική έρευνα που
αναμφισβήτητα έκανε ο συγγραφέας, κάτι που διακρίνει κάθε αναγνώστης ακόμα και
αν δεν προσέξει την εκτεταμένη βιβλιογραφία και το παράρτημα που παραθέτονται
στο τέλος του βιβλίου, του επέτρεψε να ανασυνθέσει άψογα –έως και στην
τελευταία, φαινομενικά ασήμαντη, λεπτομέρεια– τη ζωή, την καθημερινότητα, τις
συνήθειες, τα έθιμα, τον οπλισμό, τη στρατιωτική εκπαίδευση, την πολιτική και
πολιτισμική πραγματικότητα και ολόκληρη την κοινωνία των Αθηναίων της εποχής,
των Σπαρτιατών, αλλά και των υπολοίπων Ελλήνων, ακόμα και των Περσών και των
Ιώνων.
Είναι πραγματικά σπάνια και
δυσεύρετη η ικανότητα ενός συγγραφέα να μπορεί να ανασυνθέσει το μακρινό
παρελθόν με τέτοιο εκπληκτικό και πειστικό τρόπο που να αισθάνεται ο αναγνώστης
ότι παρακολουθεί μια κινηματογραφική ταινία από εκείνες τις επικές, που μένουν
ανέγγιχτες στο πέρασμα του χρόνου γιατί είναι προσεγμένες μέχρι και στην
τελευταία τους λεπτομέρεια. Το ταξίδι μας ξεκινά μαζί με τον δεκαεννιάχρονο
ήρωά μας, τον Κλεομήδη, γιο του Ευγενούς Ιππονίκου, ο οποίος επιστρέφει στα
πάτρια εδάφη της Αθήνας μετά τη δωδεκάχρονη σκληρή εκπαίδευσή του στην
περίφημη «Αγωγή» των Σπαρτιατών. Ο ευγενής νέος, με εμφανή τα σημάδια στο σώμα
και στην ψυχή του από τη σκληρή, σχεδόν απάνθρωπη πολυετή πολεμική εκπαίδευσή
του, αλλά και στον λιτό τρόπο ζωής των Σπαρτιατών, αγωνίζεται να μάθει και να
συνηθίσει εκ νέου τον αθηναϊκό τρόπο ζωής αλλά και τις υποχρεώσεις που
απορρέουν από την εξέχουσα κοινωνική του θέση. Και όλα αυτά για να μπει και
πάλι σε μία άλλη, ακόμα σκληρότερη εκπαίδευση για άλλα δύο χρόνια, αυτήν του
Αθηναίου Οπλίτου και στην περίφημη «Εταιρεία».
Ο Χαρίτωνας Γιωτάκης αναπαριστά με
περισσή δεξιοτεχνία ολόκληρη τη σκληρότατη δοκιμασία των εκπαιδευόμενων Αθηναίων
Οπλιτών, που μόνο οι επίλεκτοι γόνοι των πλούσιων αθηναίων αριστοκρατών είχαν
τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν, αφού μόνο αυτοί μπορούσαν να πληρώσουν τα
υψηλά δίδακτρα και τον ακριβό εξοπλισμό για τη θητεία τους. Δεν γνώριζα πάρα πολλά
από τα στοιχεία που εμβόλιμα μας παραθέτει ο συγγραφέας μέσα στην ενδιαφέρουσα
μυθοπλασία και, ειλικρινά, εντυπωσιάστηκα με το θάρρος, την αντοχή, την
εξυπνάδα, το κουράγιο και την ικανότητα των αθηναίων εφήβων να αντέξουν μια
εκπαίδευση κατά πολύ σκληρότερη από εκείνη των Σπαρτιατών, ώστε να μάθουν να
πολεμούν «εμαυτόν και μετά απάντων»,
δηλαδή και μόνοι τους και μαζί με όλους. Η φράση αυτή αποτελεί και ένα μικρό
απόσπασμα από τον όρκο του Αθηναίου Οπλίτου, ενώ εντυπωσιακή ήταν η σκηνή της «παράστασης», κάτι σαν τελετή
αποφοίτησης δηλαδή, που έδιναν οι νεαροί Οπλίτες μπροστά σε όλους τους
αθηναίους συγγενείς, φίλους, εκπαιδευτές και απλούς θεατές μετά το πέρας της εκπαίδευσής
τους, «χορεύοντας» με πλήρη
στρατιωτική εξάρτυση τον πολεμικό χορό Πυρρίχη, που ίσως και να αποτελεί τον
αρχαίο «πρόγονο» του
γνωστού σε όλους μας Πυρρίχιου χορού των Ποντίων.
Ο αναγνώστης έχει ήδη «εγκατασταθεί» στην Αθήνα του 499
π.Χ. και η μαγική περιπλάνησή του συνεχίζεται με «όχημα» το ανεπανάληπτο αυτό ιστορικό μυθιστόρημα. Ο
συγγραφέας μάς ξεναγεί στην καθημερινότητα του Οπλίτου, πλέον, Ευγενούς Κλεομήδη,
στη σχέση του με τον αυστηρό πατέρα του Ιππόνικο και τον αδελφικό φίλο του
Αριστοναύτη, στην προσπάθειά του να
μάθει να φέρεται ως γνήσιος αριστοκρατικός γόνος και να κατανοήσει τις
πολιτικές μεθοδεύσεις και τους χειρισμούς των διαφόρων κοινωνικών τάξεων της
πόλης του, στον απρόσμενο και καταλυτικό έρωτά του για την Κλευίχα, στη δυσοίωνη
αντιπαλότητά του με τον θηριώδη Κοσμητή Μέλιτα, αλλά και στη φυσική ανέλιξή
του στην ηγεσία της πόλης των Αθηνών. Και όλα αυτά εν μέσω της Μηδικής απειλής
εξ’ ανατολών, που κορυφώνεται με την αλησμόνητη αναπαράσταση της επικής μάχης
του Μαραθώνα εναντίον των εισβολέων Περσών και της ακόμα επικότερης περιγραφής της
ναυμαχίας της Σαλαμίνας, όπου ο πόλεμος μεταφέρεται πάνω από τα «Ξύλινα Τείχη»
και ο Οπλίτης Κλεομήδης εξελίσσεται σε Τριήραρχο…
Πόσο ανεπαρκείς μου φαίνονται αυτές οι ακροθιγείς
περιγραφές για τέτοιας υψίστης ιστορικής αξίας γεγονότα, αλλά και για αυτό το
αξεπέραστο πόνημα του Χαρίτωνα Γιωτάκη, ο οποίος κατόρθωσε το ακατόρθωτο: κατάφερε
να μας ταξιδέψει στον χρόνο
και στον χώρο, επιτρέποντάς μας να «δούμε»,
να «νιώσουμε», να «γευτούμε», να «αφουγκραστούμε» πολλά από εκείνες
τις επικές, ηρωικές στιγμές των αρχαίων προγόνων μας, που δεν δείλιασαν να υψώσουν
το περήφανο ανάστημά τους ενάντια σε έναν γιγάντιο, σαρωτικό εχθρό απέναντι στον
οποίο όλοι οι υπόλοιποι λαοί «γονάτιζαν», μήδιζαν, χωρίς δεύτερη
σκέψη. Ακόμα και οι γενναίοι –και τόσο παινεμένοι, ανά τους αιώνες, για
την αυτοθυσία τους στις Θερμοπύλες– Σπαρτιάτες, πάντοτε στάθμιζαν όλους τους παράγοντες
προτού λάβουν μέρος σε μια μάχη, με μόνο τους στόχο τη διασφάλιση της νίκης με
κάθε τρόπο. Οι Αθηναίοι, στα αδιαμφισβήτητα αυτά ιστορικά γεγονότα, απέδειξαν το απαράμιλλο
θάρρος, την ανδρεία και την αυτοθυσία τους αψηφώντας τις αποκαρδιωτικές πιθανότητες
για νίκη, όπως και τις ορδές των βαρβάρων Περσών και, νικώντας κατά κράτος τα μηδικά
στρατεύματα, απέδειξαν στην Ιστορία πως οι λίγοι μπορούν να νικήσουν τους πολλούς,
αρκεί να είναι αποφασισμένοι με κάθε θυσία να «μην ντροπιάσουν τα ιερά όπλα των προγόνων τους»!
Αξίζουν πολλά και θερμά συγχαρητήρια στον συγγραφέα
Χαρίτωνα Γιωτάκη για το πραγματικά ανεπανάληπτο αυτό έργο του, το «Εμαυτόν και Μετά Απάντων», γιατί
πέρα από μια σοβαρή και αξιόπιστη διδαχή Ιστορίας, είναι ένα μυθιστόρημα επικό
και αξιομνημόνευτο, το οποίο αξίζει να διαβάσει κάθε Έλληνας αναγνώστης, και όχι
μόνο, αλλά κυρίως γιατί μας υπενθυμίζει πως πρέπει να είμαστε υπερήφανοι που είμαστε
Έλληνες, να ακολουθούμε το παράδειγμα των ένδοξων προγόνων μας και να μη σκύβουμε
το κεφάλι στον οποιονδήποτε επίδοξο κατακτητή! Διαβάστε το, Φίλοι μου!
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου:
«Αθήνα,
501 π.Χ.
Ο Κλεομήδης, ο γιος του ισχυρού Αθηναίου αριστοκράτη Ιππονίκου, επιστρέφει στην Αθήνα μετά την ολοκλήρωση της δωδεκαετούς σκληρότατης μαθητείας του στο φρικιαστικό σύστημα εκπαιδεύσεως παίδων, τη Σπαρτιατική Αγωγή. Θεωρώντας ότι το τρομακτικότερο μέρος του βίου του έχει παρέλθει, ενσωματώνεται στην πολιτικοστρατιωτική κοινωνική δομή των Αθηνών αντιλαμβανόμενος ότι η ζωή στην Πόλη αυτή τού επιφυλάσσει αναπάντεχα βίαιες εξελίξεις.
Ακολουθεί η εκπαίδευσή του στην «Εταιρεία», το διετές στρατιωτικό πρόγραμμα των εφήβων, όπου λαμβάνει τη σκληρότατη εκπαίδευση του Αθηναίου οπλίτου. Κατόπιν αυτού, εντάσσεται στην κοινωνία της Πόλεώς του, ελισσόμενος γύρω από καταστάσεις βίας, υπόγειων ενεργειών και δολιότητος και μετέχοντας στη μαχητική αντιμετώπιση κάθε εχθροπραξίας που επιχειρούν εναντίον των Αθηνών οι έξωθεν αλλά και οι εκ των ένδον εχθροί της Πατρίδος του.
Η φιλία, η συντροφικότητα αλλά, κυρίως, η αγάπη επεμβαίνουν με σφοδρότητα στη ζωή του, κατευθύνοντας την πορεία της. Στην πεδιάδα του Μαραθώνος δοξάζεται, αλλά στο πεδίο της μάχης του έρωτα συντρίβεται ολοκληρωτικά!
Αναρριχάται στην ηγεσία της Πόλεως, κινούμενος ανάμεσα στις αμφίρροπες καταστάσεις και τις εσωτερικές έριδες που επιβάλλουν οι ισχυρότεροι πολιτικοί άνδρες της εποχής του. Σύντομα, ο περσικός κίνδυνος κάνει ξανά τη φρικαλέα εμφάνισή του∙ όμως, τώρα πλέον η ορμητική φάλαγγα οπλιτών αντικαθίσταται από το φονικό έμβολο της Τριήρους. Οι Αθηναίοι, «Ελλήνων Προμαχούντες», όπως πάντα, δεν υπολογίζουν κανέναν κίνδυνο και χωρίς δεύτερη σκέψη διατάσσουν άμεση έφοδο, αυτή τη φορά όχι από το σταθερό πεδίο του Μαραθώνος, αλλά πάνω από τα «Ξύλινα Τείχη»…»
Ο Κλεομήδης, ο γιος του ισχυρού Αθηναίου αριστοκράτη Ιππονίκου, επιστρέφει στην Αθήνα μετά την ολοκλήρωση της δωδεκαετούς σκληρότατης μαθητείας του στο φρικιαστικό σύστημα εκπαιδεύσεως παίδων, τη Σπαρτιατική Αγωγή. Θεωρώντας ότι το τρομακτικότερο μέρος του βίου του έχει παρέλθει, ενσωματώνεται στην πολιτικοστρατιωτική κοινωνική δομή των Αθηνών αντιλαμβανόμενος ότι η ζωή στην Πόλη αυτή τού επιφυλάσσει αναπάντεχα βίαιες εξελίξεις.
Ακολουθεί η εκπαίδευσή του στην «Εταιρεία», το διετές στρατιωτικό πρόγραμμα των εφήβων, όπου λαμβάνει τη σκληρότατη εκπαίδευση του Αθηναίου οπλίτου. Κατόπιν αυτού, εντάσσεται στην κοινωνία της Πόλεώς του, ελισσόμενος γύρω από καταστάσεις βίας, υπόγειων ενεργειών και δολιότητος και μετέχοντας στη μαχητική αντιμετώπιση κάθε εχθροπραξίας που επιχειρούν εναντίον των Αθηνών οι έξωθεν αλλά και οι εκ των ένδον εχθροί της Πατρίδος του.
Η φιλία, η συντροφικότητα αλλά, κυρίως, η αγάπη επεμβαίνουν με σφοδρότητα στη ζωή του, κατευθύνοντας την πορεία της. Στην πεδιάδα του Μαραθώνος δοξάζεται, αλλά στο πεδίο της μάχης του έρωτα συντρίβεται ολοκληρωτικά!
Αναρριχάται στην ηγεσία της Πόλεως, κινούμενος ανάμεσα στις αμφίρροπες καταστάσεις και τις εσωτερικές έριδες που επιβάλλουν οι ισχυρότεροι πολιτικοί άνδρες της εποχής του. Σύντομα, ο περσικός κίνδυνος κάνει ξανά τη φρικαλέα εμφάνισή του∙ όμως, τώρα πλέον η ορμητική φάλαγγα οπλιτών αντικαθίσταται από το φονικό έμβολο της Τριήρους. Οι Αθηναίοι, «Ελλήνων Προμαχούντες», όπως πάντα, δεν υπολογίζουν κανέναν κίνδυνο και χωρίς δεύτερη σκέψη διατάσσουν άμεση έφοδο, αυτή τη φορά όχι από το σταθερό πεδίο του Μαραθώνος, αλλά πάνω από τα «Ξύλινα Τείχη»…»
Κλειώ, σε ευχαριστώ θερμώς για τα υπέροχα σχόλιά σου σχετικά με το εν λόγω σύγγραμμά μου. Η (διθυραμβική -όπως τολμώ να την χαρακτηρίσω εγώ) κριτική σου, με ενθαρρύνει και αποτελεί βατήρα λογοτεχνικού σθένους για τις μελλοντικές μου συγγραφικές προσπάθειες!!...
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαρίτων Γιωτάκης.
Αγαπητέ μου Χαρίτωνα, έγραψα μόνο όσα αποκόμισα διαβάζοντας το αριστουργηματικό σου αυτό πόνημα! Ένα έργο μνημειώδους σημασίας και αξίας, το οποίο πρέπει να διαβαστεί από όλους! Πολλά και θερμά συγχαρητήρια και πάλι και πάντα με τέτοιες εμπνεύσεις!
ΑπάντησηΔιαγραφή