Δημήτρης Μπατσιούλας |
Θεωρώ
εξαιρετική τιμή για μένα και το ιστολόγιό μου την παρούσα παραχώρηση συνέντευξης
από τον αγαπητό κ. Δημήτρη Μπατσιούλα, έναν άνθρωπο που διέπρεψε με τις σπουδές
και την στρατιωτική και επαγγελματική καριέρα του στην Ελλάδα και το εξωτερικό,
αλλά και έναν συγγραφέα με αξιοσημείωτη και ποιοτική πορεία στον στίβο της ελληνικής
λογοτεχνίας και, ειδικότερα, στον χώρο του απαιτητικού ιστορικού μυθιστορήματος.
Ιδιαίτερη, δε, χαρά μου προκαλεί το γεγονός ότι έχουμε μία κοινή, συναδελφική "θητεία" ως φοιτητές στα ιδιαίτερα
δύσκολα και απαιτητικά έδρανα της ΑΣΟΕΕ, καθώς – ακόμα και αν τα χρόνια φοίτησής
μας δεν συνέπεσαν – η "συμφοιτητική αλληλεγγύη"
και τα παρόμοια βιώματα αποτελούν σημαντικότατα κοινά στοιχεία.
Τον ευχαριστώ θερμά
για το χρόνο που διέθεσε για να απαντήσει στο ερωτηματολόγιο των «Φίλων Της Λογοτεχνίας»,
του εύχομαι καλή επιτυχία σε κάθε πόνημά του που έχει ήδη εκδοθεί ή πρόκειται
να εκδοθεί και σας προσκαλώ να διαβάσετε τις απαντήσεις του ώστε να γνωρίσετε
κι εσείς λίγο καλύτερα τον εξαίρετο συγγραφέα κ. Δημήτρη Μπατσιούλα!
1)
Αγαπητέ κ. Μπατσιούλα, μας έχετε ήδη χαρίσει τέσσερα εξαιρετικά έργα σας, με τα
βιβλία σας να απαριθμούν τρία ιστορικά μυθιστορήματα και ένα βιβλίο λαογραφίας. Ποιό ήταν το έναυσμα για την ενασχόλησή σας
με τον κόσμο της λογοτεχνίας και το αντικείμενο της συγγραφής;
Αγαπητή κυρία Τσαλαπάτη,
Κατ' αρχάς θα ήθελα να σας ευχαριστήσω που
ασχολείστε μαζί μου. Το ότι εκφράζεστε
τόσο κολακευτικά για τα βιβλία μου, μου δίνει ιδιαίτερη χαρά.
Ποιό ήταν το έναυσμα μου για την ενασχόληση με τον
κόσμο της λογοτεχνίας; Ίσως να είναι ένα από τα πιο παράδοξα. Το 1964
αποφοίτησα από το γυμνάσιο του χωριού μου, του Χρυσού Σερρών, και πήρα μέρος
στις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο, το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς. Έτσι
γινόταν τότε. Περιμένοντας τα αποτελέσματα των εξετάσεων μαζί με τους φίλους
μου και συμμαθητές μου ( που ακόμα συνδεόμαστε μ' εκείνη τη φιλία), κάναμε "ότι να ‘ναι" στο χωριό για να
περνάμε τον καιρό μας. Τότε με φώναξε στο σπίτι του ένας από τους δασκάλους που
είχα στο δημοτικό, ο Πασχάλης Παππούδας, που αργότερα έγινε και ιερέας και μού ‘δωκε
να διαβάσω το βιβλίο του Ντοστογιέφσκι «Έγκλημα
και Τιμωρία», για να μη "κοπροσκυλιάζω"
στους δρόμους ,όπως μ' είπε. Ήταν το πρώτο μη σχολικό βιβλίο πού ‘πεφτε στα
χέρια μου. Μέχρι τότε δεν είχα διαβάσει τίποτα άλλο εκτός από τα σχολικά
βιβλία, διότι για λόγους καθαρά οικονομικούς δε μπορούσα ούτε να
προσεγγίσω εξωσχολικά βιβλία. Διαβάζοντας το «Έγκλημα και Τιμωρία» είπα –συγχωρέστε μου την νεανική
έπαρση– "Κι' εγώ μπορώ να γράψω έτσι". Κι' αρχίνησα.
2)
Από πού αντλείτε την έμπνευση για κάθε έργο σας και κάθε χαρακτήρα και πόσο
δύσκολο είναι να συγκεντρώσετε τις
απαραίτητες πληροφορίες, όταν αυτές απαιτούνται, ώστε να συνδυάσετε τυχόν
ιστορικά γεγονότα, τόπους και μυθοπλασία στα βιβλία σας;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα την εποχή που οι εξωτερικές
επιδράσεις ήταν ανύπαρκτες, για να μη πω ότι μερικές, όπως αυτές από την
τηλεόραση, δεν ήταν ούτε καν στη σφαίρα της φαντασίας, χωρίς ηλεκτρικό
ρεύμα στα σπίτια μέχρι τα μισά της δεκαετίας του 1950. Παρά τις δυσκολίες της, όμως,
αυτή η εποχή είχε και μια ευλογημένη πλευρά. Ο κόσμος μιλούσε, συζητούσε,
διηγούνταν. Οι γυναίκες μαζεύονταν στις γειτονιές, οι άνδρες στα καφενεία και
στις γιορτές. Κι' εγώ άκουγα και μάθαινα. Μερικές φορές κακολογώ τον εαυτό μου
που "άφησα και πέθαναν"
μερικοί άνθρωποι που από τις διηγήσεις τους και τα στοιχεία τους θα μπορούσα να
γράψω άλλα τόσα βιβλία. Κι έτσι, όταν αρχίνησα να γράφω, δεν είχα παρά να
συνδυάσω αυτά που άκουσα και έμαθα, να τα διασταυρώσω και με άλλες πηγές και να
επαληθεύσω τα ιστορικά γεγονότα με τα επίσημα ιστορικά στοιχεία.
3)
Συνήθως, οι περισσότεροι συγγραφείς είτε έχουν σπουδάσει κάποιο αντικείμενο,
είτε ασκούν ως επάγγελμα κάτι εντελώς διαφορετικό από την συγγραφική τους ιδιότητα,
αλλά και τις σπουδές τους. Θα θέλατε να μας μιλήσετε σχετικά με αυτό και να μας
πείτε πόσο αρμονικός είναι ο συνδυασμός όλων αυτών και κατά πόσο
αλληλοεπηρεάζονται οι επιμέρους ιδιότητές σας;
Δεν έχω μπερδέψει ποτέ την εργασία μου με οτιδήποτε
άλλο. Φεύγοντας από τη δουλειά μου την "κλείδωνα"
στο γραφείο, δεν πήρα ποτέ δουλειά στο σπίτι κι όταν καμιά φορά μ' έπαιρναν από
την υπηρεσία τηλέφωνο στο σπίτι για να με ρωτήσουν για κάποιο θέμα, θα ‘λεγα
ότι δυσκολευόμουνα να απαντήσω. Το πρωί όταν ξεκινούσα για τη δουλειά ήταν σαν
να άνοιγαν τα λογικά μου. Το αντίστοιχο συνέβαινε και συμβαίνει με το γράψιμο.
4)
Έχετε συμπεριλάβει ποτέ στα βιβλία σας κάποια προσωπικά σας βιώματα; Πόσο
εύκολο, ή επώδυνο ήταν αυτό και πόσο εφικτή ήταν η αντικειμενική προσέγγισή
τους συγγραφικά;
Πιστεύω ότι δεν έχω συμπεριλάβει στα βιβλία μου
προσωπικά βιώματα, ειδικά στα ιστορικά μυθιστορήματα όπου έπρεπε να σταθώ "απ' έξω", γιατί αλλιώς θα
χανόταν η αντικειμενικότητα των γεγονότων. Ο πατέρας μου και οι φίλοι του
υπηρέτησαν σχεδόν πέντε χρόνια στρατιώτες στον Ελληνικό Στρατό κατά τον Εμφύλιο
Πόλεμο και, επειδή μέχρι τότε δεν είχαν βγει παραέξω από το χωριό για να έχουν
και άλλες εμπειρίες και παραστάσεις, μέρα και νύχτα ολοχρονίς για τα γεγονότα
εκείνα μιλούσαν. Θα ‘λεγα ότι μεγάλωσα με "αντικομουνιστικές
ενέσεις". Επομένως, αν ήθελα να αποδώσω κατά το μέγιστο την
αντικειμενικότητα των γεγονότων εκείνων, έπρεπε να σταθώ "απ' έξω" και να ακούσω το ίδιο προσεκτικά και τις δύο
πλευρές με καθαρή ουδετερότητα.
5)
Στα βιβλία σας έχετε καταπιαστεί με πολλά και διαφορετικά θέματα, ενώ στα έργα σας
κυρίαρχο ρόλο παίζει η ιστορική πραγματικότητα. Θεωρείτε, ίσως, ότι η Ιστορία
αποτελεί μια σημαντική "πηγή
ιδεών" για έναν συγγραφέα;
Για μένα η Ιστορία είναι το παρελθόν, το παρόν και
το μέλλον του κάθε λαού. Η γραπτή Ιστορία, με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν
επηρεάζεται από διάφορα παράξενα κέντρα εξουσίας για να στρογγυλεύει τις γωνίες
και να μη λέει την αλήθεια, όπως πολύ φοβούμαι ότι συμβαίνει τα τελευταία
χρόνια με τα σχολικά βιβλία, αλλά και η Ιστορία που μεταφέρεται από γενιά σε
γενιά με τον προφορικό λόγο και τις διηγήσεις, είναι η παρακαταθήκη των λαών.
Θέλω να πιστεύω ότι γεγονότα που συνέβησαν σε χρόνους απροσδιόριστους
μεταφέρθηκαν από γενιά σε γενιά με τις διηγήσεις, τους μύθους κι' έφτασαν μέχρι
την Ιστορία.
6)
Πιστεύετε πως το επιστημονικό υπόβαθρο είναι απαραίτητο για τη συγγραφή ενός
βιβλίου, ή αρκεί το έμφυτο συγγραφικό ταλέντο, η φαντασία και οι εμπειρίες του
συγγραφέα;
Άποψη μου είναι ότι το "γράψιμο" είναι χάρισμα που το δίνει στον άνθρωπο αυτός
που έχει την εξουσία να το δίνει. Χρειάζεται κάποιο επιστημονικό υπόβαθρο για
να γραφτεί ένα βιβλίο, αλλά μη ξεχνάμε ότι άνθρωποι που ήξεραν πολύ λίγα
γράμματα έγραψαν αριστουργήματα, όπως ο Μακρυγιάννης.
7)
Υπάρχει κάποιο μοτίβο ως προς το πότε σας "επισκέπτεται"
η συγγραφική σας έμπνευση; Υπάρχει
κάποια συγκεκριμένη ώρα, διάθεση, ή τόπος ίσως, που να σας προδιαθέτει να
γράψετε, ή είναι κάτι που "ρέει"
αβίαστα από μέσα σας συνέχεια;
Όχι, δεν έχω τέτοια προβλήματα, ότι δηλαδή ξαφνικά
μού ‘ρθε η έμπνευση, τα παρατάω όλα, ξυπνώ τη νύχτα κ.λ.π. για να καθίσω και να γράψω. Γράφω σε οποιαδήποτε
κανονική ώρα, σε οποιοδήποτε τόπο, ακόμα και με την τηλεόραση ανοιχτή απέναντί
μου. Προτού να ξεκινήσω ένα βιβλίο, το γράφω στο μυαλό μου, φτάνω στο τέλος κι
ύστερα είναι σα να κάνω αντιγραφή. Συμβαίνει να μη γράψω για διάφορους λόγους
για μεγάλο χρονικό διάστημα, αν όμως ξανακαθίσω είναι σα να μη είχα σταματήσει
ποτέ.
8)
Όταν ολοκληρώνετε ένα νέο μυθιστόρημά σας αρκείστε στη δική σας μόνο γνώμη και
αξιολόγηση, πριν προχωρήσετε στην έκδοσή του, ή αναζητάτε πρώτα την άποψη
κάποιου οικείου σας προσώπου του οποίου την κρίση εμπιστεύεστε;
Έχω τη γυναίκα μου, τη Λένκα, που διαβάζει και
κριτικάρει ένα-ένα κεφάλαιο. Είναι σα να συγγράφουμε μαζί. Από κει και μετά
επαφίεμαι στον εκδότη.
9)
Από τα βιβλία σας υπάρχει κάποιο το
οποίο ξεχωρίζετε, στο οποίο ίσως έχετε μεγαλύτερη αδυναμία και γιατί; Θα θέλατε
να μας πείτε λίγα λόγια για το κάθε έργο σας και, γιατί όχι, την ιστορία "πίσω από την ιστορία" του
καθενός;
Όχι δεν ξεχωρίζω τα βιβλία μου. Τα θεωρώ όλα τα
ίδια. Και η "ιστορία πίσω από την
ιστορία" για το καθένα από αυτά:
«ΤΑ
ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ»: Για αρκετούς
χειμώνες ο φίλος του πατέρα μου Γιάννης Θαλάσσης δούλευε στο σπίτι μας στο
παστάλιασμα του καπνού μεροκάματο. Αυτόν τον είχαν πάρει οι Βούλγαροι στα
ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ. Ονόματα, τοποθεσίες, γεγονότα. Προσέγγισα δυο τρία από
αυτά τα ονόματα και τους ζήτησα επί πλέον πληροφορίες. Κι ενώ μέχρι τότε τους
άκουγα να τα διηγιούνται, μόλις άκουσαν ότι θα γράψω βιβλίο, "κουμπώθηκαν". Οπότε άλλαξα
τακτική. Τους παρέσερνα σε διηγήσεις και τότε έλεγαν όσα θα τους ρωτούσα.
Ο Γιάννης Θαλάσσης, μετά τα
ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ, επιστρατεύτηκε σαν στρατιώτης και πήρε μέρος σε όλο τον Εμφύλιο
Πόλεμο, μαζί με τον πατέρα μου και από τις διηγήσεις τους έγραψα το τμήμα του «ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗ» που αναφέρεται
στον Ελληνικό Στρατό.
«Ο
ΔΙΣΤΙΧΗΖΜΕΝΟΣ ΚΟΜΟΝΙΣΤΗΣ»: Ο
πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Γιώργος Τούμπαλης, ήταν αδελφός της γιαγιάς μου
από τη μεριά της μητέρας μου. Με τα καμώματά του μεγάλωσα. Όταν κυκλοφόρησε το
βιβλίο αντιμετώπισα και αντιμετωπίζω ακόμα προβλήματα από συγγενείς μερικών που
αναφέρονται στο βιβλίο. «Γιατί και ποιός
σού ‘δωκε το δικαίωμα να γράψεις αυτά που γράφεις για τον πατέρα μου» και
κάτι τέτοια.
«Ο
ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΑΡΑΛΗΣ»: Όσοι μ' έβλεπαν να
συναναστρέφομαι τον Καπετάν Παραλή, με κατηγορούσαν λέγοντας τι δουλειά έχεις
με αυτό το παρτάλι και δεν του πρέπει να
του γράψεις και βιβλίο.
«Η
ΤΟΠΟΛΙΑΝΗ ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ»:
Ήταν το χρέος μου προς το χωριό μου.
10)
Ο συγγραφέας Δημήτρης Μπατσιούλας βρίσκει το χρόνο να διαβάζει και για δική του
ευχαρίστηση και όχι μόνο για έρευνα πάνω σε κάποιο μελλοντικό βιβλίο του;
Εφόσον συμβαίνει αυτό, ποιό είδος λογοτεχνίας προτιμάτε περισσότερο ως αναγνώστης
και γιατί;
Ο συγγραφέας Δημήτρης Μπατσιούλας διαβάζει τα πάντα
και παντού. Θα ‘λεγα ότι στις προτεραιότητες μου είναι τα ιστορικά βιβλία -
μυθιστορήματα, τα κοινωνικοοικονομικά και τελευταία έρχονται τα αγαπησιάρικα.
Τα διαβάζω κι αυτά και τα τελειώνω. Το μοναδικό βιβλίο που δεν τέλειωσα και το
άφησα από τη σελίδα 80 του πρώτου τεύχους της τριλογίας ήταν "οι πενήντα αποχρώσεις του
γκρι", γιατί δε μπορούσα να φανταστώ ότι είναι δυνατό να γίνονται
και κάτι τέτοια.
11)
Ποιά είναι τα αγαπημένα σας βιβλία και συγγραφείς; Θεωρείτε ότι έχετε δεχθεί
επιρροές από κάποιους ομότεχνούς σας, έλληνες ή ξένους, σύγχρονους ή
κλασσικούς, στο δικό σας τρόπο γραφής, ύφους ή θεματολογίας;
Όπως ανέφερα και παραπάνω, τα αγαπημένα μου βιβλία
είναι τα ιστορικά και τα μυθιστορήματα που στηρίζονται στην ιστορία. Δεν μπορώ
να υποστηρίξω ότι το συγγραφικό μου χάρισμα είναι ερμητικά κλεισμένο και δεν
επηρεάζεται από τα τεκταινόμενα στο χώρο της συγγραφής.
12)
Από την ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία υπάρχει κάποιο βιβλίο το οποίο έχετε
λατρέψει, το οποίο "ζηλεύετε" ως λογοτεχνικό έργο και θα θέλατε, ή
ονειρεύεστε να έχετε συγγράψει εσείς;
Φοβούμαι ότι αν επιλέξω κάποιο ή κάποια βιβλία θα
αδικήσω άλλα τόσα ή και περισσότερα.
13)
Πιστεύετε πως ο συγγραφέας πρέπει να ταξιδεύει ώστε να έχει κάποια βιώματα από
τις χώρες και τις τοποθεσίες τις οποίες, τυχόν, περιγράφει στα βιβλία του και
πόσο εφικτό είναι αυτό στην πράξη κατά τη γνώμη σας; Είναι απαραίτητο κάτι
τέτοιο, απλά και μόνο, για την "διεύρυνση
των οριζόντων" του;
Πιστεύω ότι ο συγγραφέας πρέπει να επισκέπτεται τα
μέρη στα οποία διαδραματίζεται το έργο του για να είναι κατ' αρχήν σωστή η
περιγραφή του. Και, επί πλέον, ότι και κάτι παραπάνω θα μάθει συζητώντας με
τους κατοίκους της περιοχής, όπως συνέβη και με μένα και στα τρία ιστορικά
μυθιστορήματα μου.
14)
Θεωρείτε ότι ο συγγραφέας θα πρέπει να ασχολείται με διαφορετικά είδη
λογοτεχνίας και να "πειραματίζεται"
θεματολογικά, ρισκάροντας το υπάρχον αναγνωστικό του κοινό, ή θα όφειλε να
εμμένει στο είδος που τον έχει καθιερώσει;
Εξαρτάται από την "εξειδίκευση" του συγγραφέα. Ένας επιστήμονας, λόγου χάρη,
δε νομίζω να μπορεί να ξεκολλήσει από το αντικείμενο του. Ενώ ένας "ελεύθερος" συγγραφέας μπορεί
και πρέπει να ασχολείται με πολλά αντικείμενα. Φτάνει μετά από το τελείωμα του
κάθε του βιβλίου να "γιομίζει"
ξανά το μυαλό του. Γιατί το λέω αυτό; Όταν τέλειωσα το πρώτο μου βιβλίο, «ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ», θυμάμαι είπα
στη γυναίκα μου ότι "άδειασε"
το μυαλό μου και δεν ξέρω αν θα μπορέσω να γράψω άλλο βιβλίο, γιατί νόμιζα ό,τι
ήταν να πω το είπα, ό,τι μηνύματα ήθελα να περάσω προς τα έξω τα πέρασα.
Κι όμως έγραψα άλλα τέσσερα βιβλία (το πέμπτο στη σειρά παραμένει ακόμη
ανέκδοτο γιατί τα παιδιά του κεντρικού ήρωα διστάζουν να εκδοθεί) και συνεχίζω
να γράφω.
15)
Πιστεύετε πως οι συγγραφείς οφείλουν να προβληματίζουν τους αναγνώστες "κεντρίζοντας" τη σκέψη τους,
ή ο σκοπός των βιβλίων τους θα έπρεπε να είναι καθαρά και μόνο ψυχαγωγικός;
Εσείς, ποιά μηνύματα επιδιώκετε να "περάσετε"
στους αναγνώστες σας και σε ποιό είδος αναγνωστικού κοινού, συνήθως,
απευθύνεστε μέσα από το συγγραφικό έργο σας;
Σ' αυτό σας το ερώτημα περιλαμβάνεται όλη η
φιλοσοφία της συγγραφής. Γιατί γράφει κάποιος ένα βιβλίο; Για δικιά του
ευχαρίστηση, για να περάσει αυτά που πιστεύει στους άλλους και να τους
φέρει προς τη μεριά του ή να τους προβληματίσει, να τους υποκινήσει να μπουν
έστω και ασυνείδητα στο ρόλο και στη μορφή των ηρώων του; Είναι ερωτήματα που
εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ ακόμα να απαντήσω. Τότε θα μου πείτε γιατί γράφεις;
Και πάλι δεν μπορώ να απαντήσω.
16)
Θεωρείτε πως η σύγχρονη πραγματικότητα μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για ένα συγγραφέα και,
ειδικότερα, οι τόσο δύσκολες καταστάσεις που βιώνουμε τελευταία στην πατρίδα
μας; Ή μήπως το ζητούμενο από τους αναγνώστες είναι ακριβώς η "φυγή" από αυτήν την ζοφερή
πραγματικότητα;
Όλες οι εποχές έχουν τη δικιά τους ξεχωριστή
πραγματικότητα. Η ζοφερή κατάσταση που βιώνουμε τελευταία στην πατρίδα μας, με
γυρίζει πίσω στις δεκαετίες του 1950 και 1960 που μας παράδερνε η φτώχεια, η
ανέχεια και η πείνα, με αποτέλεσμα ο κόσμος να αφήνει τα χωριά του και να
φεύγει προς τις πόλεις και στο εξωτερικό. Οι συγγραφείς, οι καλλιτέχνες, οι
σκηνοθέτες της εποχής εκείνης , έχουν περιγράψει τις συνθήκες εκείνες με έναν
ανεπανάληπτο τρόπο. Θα ήταν ευχής έργο να γίνει και τώρα κάτι τέτοιο. Όμως,
τότε γράφτηκαν για το ψωμί που έλειπε, για τα μπαλωμένα ρούχα, για το ένα
ζευγάρι παπούτσια που είχε το σπίτι και να το φορούν τα παλικάρια εναλλάξ όταν
πήγαιναν να κοινωνήσουν, για τους γιατρούς που δεν υπήρχαν και όλα τα έκανε η
μαμή. Τώρα γκρινιάζουμε γιατί χάσαμε, έστω οι πιο πολλοί, αυτά που δε
μπορούσαμε να φανταστούμε ότι θα αποκτήσουμε. Και πέστε ότι περνούν όλα αυτά σε
βιβλία. Θα έρθουν όμως η τηλεόραση
και το internet να τα αποδομήσουν
δείχνοντας εικόνες που μας κάνουν να νομίζουμε ότι ζούμε σε άλλη χώρα και το
ζητούμενο είναι αυτό ακριβώς που λέτε, η "φυγή"
από τη ζοφερή πραγματικότητα.
17)
Είχατε κάποιους "ενδοιασμούς"
όταν αποφασίσατε να δώσετε το πρώτο σας βιβλίο προς έκδοση; Αγωνιούσατε ως προς
την αποδοχή που θα τύχαινε από το αναγνωστικό κοινό; Η θεματολογία των
περισσοτέρων βιβλίων σας, πιστεύετε πως παίζει τον δικό της ρόλο στην αποδοχή
αυτή;
Σαφέστατα και είχα ενδοιασμούς και αγωνία για το τι
έγραψα και τα οποία μετριάστηκαν όταν πήρα τις πρώτες θετικές κριτικές.
18)
Εσείς, με την έως τώρα πείρα σας στον
χώρο της συγγραφής, τί θα συμβουλεύατε όλους τους νέους επίδοξους συγγραφείς,
που ονειρεύονται να δουν κάποτε ένα βιβλίο τους στις προθήκες των βιβλιοπωλείων
και, ιδιαίτερα, εν μέσω αυτής της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας;
Να μη απογοητεύονται και ειδικά που τώρα είναι
λιγότερο δαπανηρή η έκδοση ενός βιβλίου από ότι ήταν προτού μερικά
χρόνια. Για όλα τα βιβλία, για όλα τα θέματα υπάρχουν και αντίστοιχοι
αναγνώστες, γι' αυτό εξ άλλου και η θεματολογία είναι ευρύτατη και ανεξάντλητη.
19)
Κλείνοντας και, αφού σας ευχαριστήσω θερμά για την τιμή της παραχώρησης αυτής της συνέντευξης, θα ήθελα να σας ευχηθώ
ολόψυχα καλή επιτυχία σε όλα σας τα βιβλία και να σας ρωτήσω για τα άμεσα
συγγραφικά σας σχέδια. Τί να περιμένουμε από εσάς στο μέλλον;
Εγώ σας ευχαριστώ για την συνέντευξη και τις ευχές
σας. Γράφω ένα ιστορικό - κοινωνικό μυθιστόρημα θα έλεγα, με βάση τους
Αναστενάρηδες και θα χαρώ να ακούσω την άποψή σας γι’ αυτό όταν τελειώσει.
Ο Δημήτρης Μπατσιούλας γεννήθηκε το 1946 στο Χρυσό
Σερρών από γονείς καπνοπαραγωγούς, όπου τελείωσε και το εξατάξιο Γυμνάσιο.
Σπούδασε στην Αθήνα, στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών
(ΑΣΟΕΕ και τώρα Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών), εργαζόμενος παράλληλα σε
διάφορες δουλειές για να καλύψει τα έξοδα σπουδών και διαμονής του στην Αθήνα.
Το 1971 και ενώ υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία στην Πολεμική Αεροπορία,
πήρε μέρος στις εξετάσεις της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων όπου πέτυχε ως
Οικονομικός Αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας
του στο Πολεμικό Ναυτικό υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις, πολεμικά πλοία, κέντρο
εφοδιασμού Ναυτικού, Οικονομική Επιθεώρηση Πολεμικού Ναυτικού, κλπ. Το 1981, κατόπιν
επιτυχών εξετάσεων στην αρμόδια υπηρεσία του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, μετέβη
στην ανωτέρω χώρα για εκπαίδευση στο εφοδιαστικό σύστημα των Ενόπλων Δυνάμεων
του ΝΑΤΟ. Το 1991 τοποθετήθηκε στο Γραφείο του Ναυτικού Ακολούθου στην πρώην
πρωτεύουσα της Γερμανίας, Βόννη, ως οικονομικός Αξιωματικός, για δύο χρόνια και
το 1998 υπέβαλε την παραίτηση του και αποστρατεύτηκε με το βαθμό του
Αρχιπλοιάρχου. Από τότε απασχολείται σε εταιρεία του κλάδου του αυτοκινήτου σε
διευθυντική θέση. Είναι παντρεμένος με την Ελένη, υπάλληλο του Υπουργείου
Οικονομικών και έχουν δύο γιους, το Στέργιο και το Νίκο, που έχουν σπουδάσει
πληροφορική και διατηρούν εκδοτικό οίκο. Το πρώτο του βιβλίο «Τα Ντουρντουβάκια» εκδόθηκε το
2006 και αναφέρεται τόσο στην κουλτούρα του τόπου καταγωγής του όσο και στη
Βουλγαρική κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη από το 1941 μέχρι το 1944.
Η συλλογή και διασταύρωση στοιχείων για το έργο αυτό είχε ξεκινήσει από τα
φοιτητικά του χρόνια. Το δεύτερό του βιβλίο που φέρει τον ανορθόγραφο τίτλο «Ο Διστιχηζμένος Κομονιστής»
εκδόθηκε το 2007 και αναφέρεται στις καταγεγραμμένες σκέψεις και απόψεις ενός
απλού μαχητή του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και συγκεκριμένα του αδελφού της
γιαγιάς του από τη μεριά της μάνας του. Το 2011 εξέδωσε το τρίτο του βιβλίο το «Ο Καπετάν Παραλής» και το
2013, το τέταρτό του βιβλίο, «Η
Τοπολιάνη Στο Διάβα Του Χρόνου».
«Η ΤΟΠΟΛΙΑΝΗ ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ
ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ» (2013)
Εκδόσεις: Ν. & Σ. Μπατσιούλας
Σελίδες: 140
Τιμή: 9,86 €
Υπόθεση Οπισθόφυλλου:
«Μύθοι, θρύλοι, ιστορίες, παραμύθια, κατορθώματα,
ονειράτα και οι ερμηνείες τους, γιόμιζαν τον χρόνο στις ατελείωτες ώρες της
δουλειάς στα καπνά, στα καφενεία μα και στις γειτονιές όπου μαζώνονταν οι
γυναίκες και συζητούσαν με τις ώρες πλέκοντας παράλληλα.
Τοπολιάνη Σερρών, το κατοπινό Χρυσό, όπως ονομάστηκε μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους το 1912-13. Η νέα ονομασία δόθηκε όχι γιατί είχε ή έχει και κρύβει χρυσάφι, αλλά γιατί η επιτροπή που επισκέφθηκε το χωριό για να διαπιστώσει αν το όνομά του υπήρχε προτού την τουρκοκρατία ή προέκυψε κατά τη διάρκειά της, δεν πείσθηκε από τους κατοίκους ότι ήταν προγενέστερο της και βλέποντας τα χρυσαφικά που είχαν κρεμασμένες οι γυναίκες στα στήθια τους και λαμπύριζαν στον ήλιο, το ονόμασαν Χρυσός.»
Τοπολιάνη Σερρών, το κατοπινό Χρυσό, όπως ονομάστηκε μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους το 1912-13. Η νέα ονομασία δόθηκε όχι γιατί είχε ή έχει και κρύβει χρυσάφι, αλλά γιατί η επιτροπή που επισκέφθηκε το χωριό για να διαπιστώσει αν το όνομά του υπήρχε προτού την τουρκοκρατία ή προέκυψε κατά τη διάρκειά της, δεν πείσθηκε από τους κατοίκους ότι ήταν προγενέστερο της και βλέποντας τα χρυσαφικά που είχαν κρεμασμένες οι γυναίκες στα στήθια τους και λαμπύριζαν στον ήλιο, το ονόμασαν Χρυσός.»
Εκδόσεις: Ν. & Σ. Μπατσιούλας
Σελίδες: 452
Τιμή: 9,56 €
Υπόθεση Οπισθόφυλλου:
«Η συμφωνία της Βάρκιζας τον Φεβρουάριο του 1945. Ο
αφοπλισμός του ΕΛΑΣ. Κι αμέσως μετά η τρομοκρατία που αρχικά εξαπέλυσαν οι
παρακρατικές οργανώσεις της δεξιάς εναντίον των κομμουνιστών, για να εξελιχθεί
σε επίσημη κρατική πολιτική με την ψήφιση του Γ’ ψηφίσματος.
Ο εμφύλιος πόλεμος ήταν θέμα χρόνου. Δύο παιδικοί
φίλοι, μαζί στα κάτεργα της Βουλγαρίας κατά την κατοχή, βρέθηκαν αντίπαλοι στον
πόλεμο εκείνο. Ο ένας, θύμα της τρομοκρατίας της δεξιάς, αναγκάστηκε να βγει
στο βουνό. Ο άλλος επιστρατεύτηκε στον ελληνικό στρατό. Ο πρώτος, τεταρτοετής
φοιτητής της νομικής, επιλέχθηκε για την εφαρμογή ειδικών προγραμμάτων του
Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος και της Προσωρινής Κυβέρνησης του Βουνού: τη
λειτουργία των σχολείων στη σλαβομακεδονική γλώσσα στο κράτος της «Ελεύθερης
Ελλάδας» και τη μεταφορά των μικρών παιδιών από αυτές τις περιοχές στα
κομμουνιστικά κράτη. Ο δεύτερος, αγρότης και έφεδρος επιλοχίας ολμιστής του
ελληνικού στρατού, να σπαράζει η καρδιά του κάθε φορά που έριχνε με τον όλμο
του, φοβούμενος ότι σκότωσε αγνάδια του τον παιδικό του φίλο.
Μετά τα «Ντουρντουβάκια» και τον «Διστιχηζμένο
Κομονιστή» το νέο ιστορικό μυθιστόρημα του Δημήτρη Μπατσιούλα φωτίζει
«άγνωστες» πτυχές της δημιουργίας του κράτους των Σκοπίων και του
παιδομαζώματος.»
«Ο ΔΙΣΤΙΧΗΖΜΕΝΟΣ ΚΟΜΟΝΙΣΤΗΣ» (2007)
Εκδόσεις: Ν. & Σ. Μπατσιούλας
Σελίδες: 720
Τιμή: 17,83 €
Υπόθεση Οπισθόφυλλου:
«Η δικτατορία του Μεταξά, η κατοχή, ο εμφύλιος
πόλεμος και το ανατολικό μπλοκ, μέσα από μια αληθινή ιστορία, όπως δεν τα
διαβάσατε ποτέ!
Ο Γιώργος Τούμπαλης ήταν ένας άνθρωπος με κοφτερό
μυαλό και ελάχιστα φυσικά χαρίσματα, που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα χωριό
έξω από τις Σέρρες. Στην έκτη δημοτικού έμελλε να γίνει το γεγονός που καθόρισε
τη μετέπειτα πορεία της ζωής του. Ο δάσκαλός του τον μύησε στον κομμουνισμό.
Ακολούθησε το κυνήγι από τη δικτατορία Μεταξά, η Βουλγαρική κατοχή κατά τον Β'
Παγκόσμιο πόλεμο, το βουνό, ο εμφύλιος και η αυτοεξορία στα κολχόζ της
Βουλγαρίας.
Μια πέρα για πέρα αληθινή ιστορία για έναν
κατατρεγμένο, άτυχο, ταλαιπωρημένο, αμετανόητο αγωνιστή, που εξοργίζει,
συγκινεί, επαναφέρει μνήμες και δίνει το στίγμα μιας ολόκληρης γενιάς μέσα από
μια συναρπαστική αφήγηση.»
Εκδόσεις: Ν. & Σ. Μπατσιούλας
Σελίδες: 816
Τιμή: 17,83 €
Υπόθεση Οπισθόφυλλου:
«1941-1944.
Βουλγαρική κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη από το Στρυμώνα μέχρι τον
Έβρο. Οι Έλληνες υπομένουν πείνα, βασανιστήρια, ξυλοδαρμούς και προπαγάνδα για
τη Μεγάλη Βουλγαρία του Αιγαίου... Τα γεγονότα και οι σφαγές του άμαχου
πληθυσμού στις 29 Σεπτεμβρίου του 1941 στη Δράμα και τα περίχωρά της, το Δοξάτο
καθώς και στο Νέο Σκοπό Σερρών. Η ομηρία όλων των παλικαριών από τις
κατεχόμενες περιοχές, για να μην υπάρξει αντίσταση κατά των κατοχικών δυνάμεων
και η κατάταξή τους στα τάγματα εργασίας του Βουλγαρικού στρατού - στα
ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ -. Η καταναγκαστική εργασία μεσ' το λιοπύρι, στα βουνά και στους
κάμπους της Βουλγαρίας για να περάσουν δρόμοι και σιδηροδρομικές γραμμές, με
πενήντα δράμια νερό κάθε δυο ώρες, με ελάχιστο κακοφτιαγμένο φαγητό και άγριους
ξυλοδαρμούς. Όλα αυτά βέβαια μπορούσαν να τα γλυτώσουν, έφτανε να απαρνιόνταν
την Ελληνική τους υπηκοότητα και να γραφόταν Βούλγαροι...
Η ζωή στο χωριό για το Στέργιο Αλεξανδρή, λοχία
στους Παληουριώνες, ένα από τα οχυρά της γραμμής Μεταξά κατά την εισβολή των
χιτλερικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, επιφυλάσσει οδυνηρές εμπειρίες. Η πάλη
ανάμεσα στο χρέος για την πατρίδα και την αγάπη για την οικογένεια και τους
φίλους, ο έρωτας και η αβεβαιότητα για το μέλλον, η πνιγμένη υπερηφάνεια
μπροστά στον αγώνα για προσωπική επιβίωση και το φόβο για αντίποινα στην
οικογένεια, η δοκιμασία των προσωπικών σχέσεων μέσα σε ένα περιβάλλον προπαγάνδας
και καχυποψίας και η συγκλονιστική αλληλεγγύη των κατατρεγμένων...
Μια δυνατή ιστορία βασισμένη πάνω σε πραγματικές
μαρτυρίες και ιστορικά γεγονότα, μια κατάθεση ψυχής και ένας φόρος τιμής για
μια από τις σκοτεινότερες περιόδους της Γης των Μακεδόνων.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου