Ταξίδια Μέσα Από Τη Λογοτεχνία!

Η Λογοτεχνία είναι για μένα ένα «παράθυρο» σ' έναν μαγικό κόσμο. Κάθε βιβλίο μάς ταξιδεύει σε κόσμους πραγματικούς ή φανταστικούς, τωρινούς, μελλοντικούς ή παρελθοντικούς. Ένα είναι το μόνο σίγουρο, κάθε βιβλίο που μας ενθουσιάζει, μας εντυπωσιάζει ή μας μαγεύει θέλουμε να το μοιραστούμε με άλλους φίλους-αναγνώστες. Έτσι κι εγώ, θέλω να μοιραστώ μαζί σας όσα βιβλία με ενθουσίασαν και με «γέμισαν» με πρωτόγνωρες ιδέες, εικόνες και συναισθήματα. Σαφώς και η άποψη του κάθε αναγνώστη είναι μοναδική και ένα βιβλίο που εμείς λατρέψαμε μπορεί κάποιος άλλος να το αντιπάθησε ή ακόμα και να το μίσησε... Μέσα από αυτήν την οπτική θεωρώ φρόνιμο να μη σχολιάζω όσα βιβλία δεν με εντυπωσίασαν ή με άφησαν αδιάφορη, διότι η άποψή μου είναι απολύτως υποκειμενική. Δεν θα ήθελα να προκαταλάβω αρνητικά κανέναν αναγνώστη, αποτρέποντάς τον από το να διαβάσει ένα βιβλίο το οποίο, ενδεχομένως, να τον ενθουσιάσει. Κάθε βιβλίο απαιτεί το κατάλληλο περιβάλλον, το υπόβαθρο και την ανάλογη διάθεση για να εκτιμηθεί, οπότε καλό θα είναι να μην απορρίπτουμε ποτέ τίποτα. Η έκφραση και αποτύπωση της δικής μου γνώμης για κάθε βιβλίο -αλλά και των απόψεων και σχολιασμών άλλων φίλων-συγγραφέων-αναγνωστών, που αναγράφονται στη σχετική κατηγορία-, έχουν ως μοναδικό σκοπό να εκφράσουν τον θαυμασμό μας για ορισμένα βιβλία που θεωρούμε άξια λόγου και θέλουμε να γίνουν ευρέως γνωστά, βοηθώντας έτσι τους αναγνώστες στην επιλογή του επόμενου βιβλίου που θα διαβάσουν. Πάντοτε με το μεγαλύτερο σεβασμό και θαυμασμό για όλους τους συγγραφείς, που μέσα από τις σελίδες των βιβλίων τους μας «ταξιδεύουν» μακριά από την εκάστοτε πραγματικότητα ή μας βοηθούν να την κατανοήσουμε καλύτερα, αλλά σε κάθε περίπτωση στολίζουν την ψυχή μας, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ!

Κλειώ Ισιδ. Τσαλαπάτη

Τετάρτη 26 Απριλίου 2017

Προδημοσίευση «ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΑΚΟΥΓΕ ΤΙΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ», του Γιάννη Φιλιππίδη – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη


Προδημοσίευση «ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΑΚΟΥΓΕ ΤΙΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ», του Γιάννη Φιλιππίδη – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη
Εκδόσεις: Άνεμος
Σελίδες: 320
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 28/4/2017

          Είναι κάποιες φορές που μαγεύεσαι από το πρώτο βιβλίο ενός συγγραφέα που θα πάρεις στα χέρια σου, καθώς η γραφή του σε καθηλώνει, το θέμα ή θέματα τα οποία πραγματεύεται σου κεντρίζουν απίστευτα το ενδιαφέρον, το χιούμορ και η συγκίνηση εναλλάσσονται συνεχώς προκαλώντας σου ανάμικτα συναισθήματα το ίδιο δυνατά και, τέλος, η αίσθηση αναγνωστικής πληρότητας που νιώθεις μόλις το τελειώσεις χαράσσεται μέσα σου ανεξίτηλα. Κάτι ανάλογο μου συνέβη με το πρώτο αλησμόνητο βιβλίο του Γιάννη Φιλιππίδη που πήρα στα χέρια μου, για όσους δεν το γνωρίζουν ακόμα θα το ξαναγράψω για μία ακόμη φορά, το «Μα, Το Ψάρι Είναι Φρούτο» το οποίο ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα και διά παντός. Από εκεί και πέρα, ήμουν απολύτως πεπεισμένη πως θα ακολουθώ αυτόν το συγγραφέα σε κάθε συγγραφική του απόπειρα με κλειστά τα μάτια, ούσα βέβαιη πως δεν θα με απογοητεύσει ποτέ. Η πεποίθησή μου αυτή επιβεβαιώθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και η τύχη στάθηκε καλή μαζί μου επιτρέποντάς μου να τον γνωρίσω από κοντά και να έχω την τιμή να τον αποκαλώ πλέον φίλο καρδιάς.  
Έτσι, για να μην σας κουράζω περαιτέρω, είχα την χαρά να διαβάσω από τους πρώτους το νέο, συγκλονιστικό, δέκατο βιβλίο του Γιάννη που κυκλοφορεί από την αγαπημένη Άνεμος Εκδοτική με τίτλο «Εκείνος Που Άκουγε Τις Επιθυμίες Των Άλλων». Ένα μυθιστόρημα το οποίο λάτρεψα από την πρώτη σελίδα, καθώς μιλάει απευθείας στην καρδιά του αναγνώστη επικαλούμενο το ευγενέστερο των συναισθημάτων του ανθρώπου, την αγάπη. Αγάπη ατόφια, δοκιμασμένη, ισχυρή, αναλλοίωτη, αγάπη που αντέχει στις φουρτούνες, στις αντιξοότητες και τις απρόσμενες δοκιμασίες, αγάπη που καθορίζει την ύπαρξη του ενός μέσα από την ζωή του άλλου. Ένα βιβλίο φορτισμένο συναισθηματικά, ένα συγκινητικό ξέσπασμα ψυχής, μία αυτούσια κατάθεση αγάπης του Γαβριήλ για την σύντροφο και σύζυγό του Αγγελική, δοσμένο μέσα από την μοναδική, αξεπέραστη γραφή του Γιάννη Φιλιππίδη. Ευχαριστώ θερμά τον ίδιο και τον εκδότη του Ανέμου, τον Νικόλα Τελλίδη για την παραχώρηση αυτού του τόσο αντιπροσωπευτικού αποσπάσματος από το νέο μυθιστόρημά τους στους «Φίλους Της Λογοτεχνίας», εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία και να είναι καλοτάξιδο και, εσάς τους αναγνώστες που αγαπάτε την καλή σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, σας προτείνω να μην το χάσετε!

Απόσπασμα (Σελίδες 246 έως 258)

δύο τσιγάρα κι ένας διπλός εσπρέσο αργότερα

Με καταλαμβάνει συχνά η ανάγκη να κατέβω μέχρι την είσοδο. Όχι μόνο για την αναγκαία πρόσληψη νικοτίνης. Είναι στην πραγματικότητα οι λέξεις μου που τελειώνουν, και χρειάζομαι μια έστω και για λίγο μετακίνηση, να περπατήσω, ν’ αναπνεύσω καλύτερα, να ’ρθουν να με βρούνε οι καινούργιες. Και κοίτα να δεις πώς γίνεται και συμβαίνει. Κατέβαινα με την πεποίθηση ότι έχω κολλήσει και πως δεν μπορώ να ζυγίσω τι, πόσα και ποια γεγονότα ή πληροφορίες μπορεί να περάσουν σ’ ένα χειρόγραφο που ξεκίνησε για σένα ως επιστολή με άμεσο στόχο την αυτοψυχοθεραπεία μου και τώρα, δες, αρχίζει να γίνεται το βιβλίο της προσωπικής μας ιστορίας. Γράφοντας, συχνά αναρωτιέμαι τι δεν είναι αναγκαίο αλλά πιο πολύ πόσες και ποιες κορυφαίες στιγμές μας δεν πρέπει να παραλείψω. Χωρίς αμφιβολία, καταγράφω ό,τι έρχεται μπροστά μου ξανά πιο ζωντανό, πιο εύκολα, αυτό ορίζω ως πρωτεύον τη στιγμή που ξαναπιάνω μολύβι. Έξω από το νοσοκομείο, πριν λίγο, είδα μια περίεργη σύναξη δεκάδων τσιγγάνων, που κινούνταν ή άλλαζαν κατεύθυνση σαν ένα ομοιογενές σώμα. Σίγουρα κάποιος δικός τους έχει πάθει κάτι σοβαρό. Κι αυτοί οι άνθρωποι παρατάνε σπίτια και καλύβια και τρέχουν στην ανάγκη. Και τότε θυμήθηκα μια φιγούρα, μια παλιά μνήμη ξυπνούσε μέσα στο μυαλό μου, που όλο και πλούταινε σε χαρακτηριστικά. Τέτοιες ξεχωριστές στιγμές δεν θέλω να παραλείψω εδώ.
Ήτανε καλοκαίρι, χαρά Θεού. Τελειωμένες και οι δικές μου υποχρεώσεις και οι δικές σου. Ηλικία και χρόνος; Θα πρέπει να ήταν κανένα εξάμηνο πριν ξανανέβουμε Μακεδονία για το φανταρικό μου. Είχαμε ξεκινήσει με την πρόθεση να πάμε στο αρχαιολογικό μουσείο, αυτό της Πατησίων, αλλά δεν ήθελες να κατέβουμε Πολυτεχνείο, ανεβήκαμε Κάνιγγος. Είχαμε αγοράσει ένα στερεοφωνικό που έπαιζε πια cd, και συ ήσουν ανυπόμονη να μεγαλώσεις την ανύπαρκτη ακόμα συλλογή σου. Μετά από ώρες γύρας από δισκάδικο σε δισκάδικο, μας έβγαλε πάλι ο δρόμος Στουρνάρη και Πατησίων, σπίτι ακόμα να πάμε με τέτοια λιακάδα δεν θέλαμε, είπαμε πως ήτανε γραφτό σήμερα να πιούμε καφέ έξω από το μουσείο. Κι αυτό ακριβώς κάναμε.
Εσύ είχες αγοράσει τέσσερα δισκάκια σ’ εξωφρενικά υψηλή για τα μέτρα της σημερινής εποχής τιμή, και δαγκώναμε τα καλαμάκια από τους παγωμένους φραπέδες μας. Δεν θα ’χαμε καπνίσει περισσότερα από δύο τσιγάρα, όταν μας πλησίασε μια τσιγγάνα, ευτραφής και χρωματιστή. Μας κοίταξε διερευνητικά. Ξεχωρίζαμε σαν τις μύγες μες στο γάλα ανάμεσα στους αλλοεθνείς τουρίστες, ότι με μας θα ’κανε δουλειά, εμείς ήμασταν οι μπροστινότεροι Έλληνες και μάλιστα ελληνάκια συμπαθή στην όψη και γελαστά.
«Ποιο καλό αγόρι θα με κεράσει ένα τσιγάρο;» με ρώτησε, και κοιτώντας με στα μάτια, αθέλητα για κείνη, ομολογούσε την πρόθεση να βγάλει ένα χαρτζιλίκι από μας.
Αθώα, σχετικά, σκέψη. Ανταπέδωσα με χαμόγελο. Σε δευτερόλεπτα, ρουφούσε διψασμένα τον καπνό του και τέντωνε την πλάτη της προς τα πίσω, να ισιώσει, έκανε σίγουρα δρόμο καθημερινά η ξένη γυναίκα. Σε δυο μεγάλες πάνινες τσάντες έκρυβε από δαντέλες μέχρι διπλόφαρδα σεντόνια. Σε μας, όμως, σιγά μην πουλούσε σεντόνια και δαντέλες. Γιατί είχε σταματήσει στα σχεδόν εικοσάχρονα;
«Εσύ» με ρώτησε και διέκρινα έντονη επιθυμία να μάθει, «τίνος παιδί είσαι;»
Εσένα σου ξέφυγε ένα γέλιο και γω κατάλαβα την πλάνη της: τα καλοκαίρια μαυρίζω πάντα πολύ, τραβάω τον ήλιο πριν να σφίξουνε οι ζέστες, είναι κι ο μισός εαυτός μου που ’χει καταγωγή από τον Πόντο, μελαχρινός ο μπαμπάς, μελαχρινός κι εγώ, καταμελάχρινος.
«Του Στέφανου και της Ευγενίας παιδί είμαι» χαριτολόγησα εγώ.
Εκείνη, πάλι, το ’λεγε στα σοβαρά:
«Δεν είσαι παιδί τους, αγόρι μου, σίγουρα κάποιοι δικοί μας θα σε δώσανε».
Δεν απάντησα, ήξερα τη μάνα μου, στους γονείς μου έμοιαζα φανερά, κι αν με είχαν υιοθετήσει οι άνθρωποι, θα είχαν σίγουρα βρει έναν ομαλό γλυκό τρόπο για να μου πούνε την αλήθεια, έτσι κι αλλιώς για μένα αυτοί ήταν οι γονείς μου, ακόμα κι αν κάποιος μου έλεγε πράγματι ότι δεν είναι οι φυσικοί. Δεν της είπα τίποτα, είχε ήδη πλησιάσει εσένα, σου ’χε κιόλας ανοίξει την παλάμη. Εσφαλμένα, θαρρώ, συμπέρανα ότι εντελώς τζάμπα θα πάει το κατοσταρικάκι, ήτανε η λανθασμένη της κρίση για μένα που με είχε σιγουρέψει ότι πρόκειται για μια επαγγελματία πλανεύτρα του θυμικού των ανθρώπων που συναντούσε, το να λέει μοίρες σίγουρα της εξασφάλιζε περισσότερα από τα είδη προικός.
«Εσύ, βρε κοπελιά μου, παράξενο χέρι έχεις. Τι βλέπω, δεν μπορώ να διαβάσω σωστά. Το παλικαράκι από δω είναι γκόμενος; Εγώ εδώ γιατί βλέπω ότι είναι σαν αδερφός σου; Κάτσε γιατί τα ’χασα η γυναίκα».
«Γκόμενος, γκόμενος!» επανέλαβες εσύ θριαμβευτικά, έδειχνες να το διασκεδάζεις.
«Με δουλεύετε, βρομόπαιδα, ναι;»
«Αλήθεια σας λέει!» την διαβεβαίωσα εγώ σε πληθυντικό ευγενείας.
Με κοίταξε δύσπιστα.
«Εσείς οι δυο με μπερδεύετε πολύ!» αντέδρασε και ξανακοίταξε το χέρι σου. «Μακριά και όμορφη ζωή βλέπω, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι θα κάνεις εσύ, πρόοδο κι ευτυχία διαβάζω. Αλλά, συγχώρα με πουλάκι μου, πόσα χρόνια είσαι μ’ αυτό τον άνθρωπο; Εδώ πέρα βλέπω ήδη μια ζωή γραμμένη, περπατημένη, πώς να το πω...»
Με κοίταζες με το πονηρότερο βλέμμα του κόσμου, γεμάτη τσαχπινιά. Η ξένη γυναίκα μάς νικούσε κατά κράτος. Κάτι έβρισκε. Μήπως δεν ήτανε τόσο άσχετη όσο νόμισα;
«Πολλά» απάντησες εσύ.
«Πόσα πολλά, τζιέρι μου; Η ζωή σου εσένα είναι καπαρωμένη από την αρχή της! Χριστέ και Παναγιά, θα τρελαθώ».
Περίμενες αντιδράσεις, αλλά η τσιγγάνα στράφηκε σε μένα.
«Να δω και το δικό σου χέρι».
Την κοίταξα διερευνητικά.
«Εγώ διακόσιες δραχμές δεν σας δίνω» είχε ξυπνήσει ο έμπορος μέσα μου, πριν καν υπάρξω ως τέτοιος. «Αν βολεύεστε με κανά κατοστάρικο, ευχαρίστως...»
Άρπαξε ανυπόμονη το χέρι που της ήταν αναγκαίο.
«Εσύ είσαι ο αδερφός της!»
«Όχι» απάντησα μονολεκτικά, αλλά ξαφνικά ένα άγχος στιγμιαίο έκανε την παλάμη μου να ιδρώσει. Μήπως στ’ αλήθεια κάτι έβλεπε; Και ποιος ήμουν, εγώ ειδικά, για ν’ αποκλείσω οποιοδήποτε ψυχικό φαινόμενο; Την είδα να σκύβει και να σταυρώνεται. Τσιγγάνα και θρήσκα; Φοβότανε με κάτι που έβλεπε;
«Σίγουρα με το κορίτσι δεν είσαστε αδέρφια. Αλλά κάτι είσαστε, κάτι πολύ. Κάτι που φεύγει πίσω σε χρόνια παλιά, την ίδια στιγμή δείχνει να τραβάει βαθιά στο μέλλον. Έχετε όμοιες τις πιο δυνατές σας γραμμές. Θα ζήσετε μαζί για πολύ. Πόσο πολύ, δεν θα με ρωτήσεις, θα φανώ ψεύτρα, δεν ξέρω. Όταν όμως έρθει η στιγμή να χωριστείτε, θα φύγετε όπως ήρθατε σ’ αυτό τον κόσμο: με μικρή διαφορά».
Προσπάθησα να διεισδύσω στη σκέψη της. Άκουσα ότι θέλει να τελειώνει μαζί μας και να φύγει.
«Πότε και με πόση διαφορά;» ρώτησα επιμένοντας εγώ, και τα κεφάλια μας ήρθανε στην ίδια ευθεία.
Την παρακολουθούσα να με κοιτάει, σχεδόν την ένιωθα – τι πρωτόγνωρο συναίσθημα, να μπορεί να δει αυτή πράγματα από μένα, είχα σαστίσει! Είχα όμως τόσο τεντωμένες κρυφές και φανερές αισθήσεις, που αν με ακουμπούσες απροειδοποίητα, θα σε χαστούκιζα πριν σε κοιτάξω.
«Πότε και με πόση διαφορά;» επανέλαβα· τώρα ήμουν εγώ ο ζητιάνος, όχι εκείνη η περήφανη γυναίκα με τα παραιτημένα στήθη, το παραπανίσιο βάρος και τα πολύχρωμα ρούχα.
«Σου το είπα» μου τόνισε, «το πότε δεν το βλέπω» είπε και το βλέμμα της έδειχνε τώρα συμπάθεια. «Αλλά είναι γραμμένο να ζήσετε τη ζωή σας μαζί, πολύ. Κι όταν φύγετε, θα φύγετε ο ένας ψάχνοντας τον άλλον. Και πού ξέρεις, παλικαράκι της φακής, μπορεί σ’ έναν άλλον κόσμο να ξανασυναντιόμαστε, τουλάχιστον μ’ αυτούς που θέλουμε. Εσείς τώρα δεν θα πείτε ευχαριστώ σε μένα, θα σηκωθώ και θα φύγω, θα με χαιρετήσετε μόνο. Γιατί είδα πολλά καλά στις ζωές σας και θέλω να ’μαι σίγουρη ότι τα πιο όμορφα θα ’ρθουν. Κι ας είναι τυχερό να σας πονέσουν οι απώλειες των αγαπημένων σας».
Τι έλεγε τώρα; Τα ’χαμε ψιλοπαίξει.
«Ποιος από μας θα φύγει πρώτος;» τόλμησα να ρωτήσω εγώ, λες και απευθυνόμουν σ’ έναν άνθρωπο που γνώριζε καλά το παρελθόν και το μέλλον μου.
Με κοίταξε αινιγματικά. Κάτι με σιγούρευε ότι γνώριζε.
«Και για ποιες απώλειες αγαπημένων μιλάτε;» είχες ρωτήσει εσύ, ενώ η ξένη γυναίκα έπαιρνε στον ώμο την προίκα της.
«Αυτά, καρδούλες μου, και να τα βλέπω, είμαι ορκισμένη να μην τα λέω. Η ζωή καμιά φορά μάς καίει, ακόμα και χωρίς τον ήλιο που ξεροψήνει κάθε μέρα εμένα. Αλλά μας καίει αλήθεια. Κι ο χρόνος μάς καίει, μη νομίζεις. Μας πετάει σε μια λαμαρίνα καυτή στον μεσημεριανό ήλιο. Και μετά βγαίνουμε με καψίματα. Καμένοι, ναι, αλλά και πιο σοφοί».
Πριν φύγει, πήγα να της δώσω διπλό το κέρμα των εκατό δραχμών.
«Όχι, αγόρι μου» αρνήθηκε. «Από σας τους δυο δεν θέλω λεφτά, βρίσκω εύκολα πελατεία και μη σκας» τέλειωσε και στράφηκε πάλι σε σένα.
«Κι αυτόν εδώ τον μπαγάσα κοίταξε να τον προσέχεις, γιατί αυτό που φαίνεται δεν είναι. Ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο αυτό».
Τώρα είχα αληθινά θράσος. Προκαλούσα τη σχέση μου με την έννοια ειλικρίνεια;
«Μπορείτε να εξηγήσετε στο κορίτσι μας από δω τι της κρύβω;»
Με κοίταξε σαστισμένη, κάτι έβλεπε σε μένα. Και γω γιατί ξαφνικά ψαχνόμουν; Ούτε που ήξερα. Δεν απευθύνθηκε σε μένα. Με κοίταξε μια τελευταία φορά πριν στραφεί ολόκληρη προς το επόμενό της δρομολόγιο και μου είπε χαλαρά:
«Εσύ, αγόρι μου, ζεις μ’ ένα χάρισμα. Ο Θεός να σε φυλάει, να το χρησιμοποιήσεις μόνο για το καλό».
Απομείναμε σιωπηλοί και μόνοι.
«Είχε λες κανένα δίκιο η μάντισσα;»
«Μάντισσα σε ημιαπασχόληση, τον υπόλοιπο καιρό της πουλάει σεντόνια» είπα χωρίς ίχνος σνομπισμού στη φωνή.
Απλώς η γυναίκα είχε πει την απόλυτη αλήθεια. Για τα μέλλοντα δεν είχαμε μάθει περισσότερα. Εκείνη όμως η συνάντηση είχε υπάρξει. Κι έκανα τα πάντα για να σου πάρω το μυαλό, να σε ταξιδέψω γρήγορα σε άλλα, πριν συνειδητοποιήσεις το τι άκουσες. Από τη μεριά σου, ζούσες πάντα με την πεποίθηση ότι ελέγχεις κάθε κύτταρό μου. Οπότε, από τις ευκολότερες φοιτητικές μας ακόμα συνήθειες ήτανε ν’ αγοράσουμε μια παγωμένη πορτοκαλάδα για να συνοδεύσουμε το μπουκάλι της βότκας που έστεκε προκλητική στο ταμείο του σουπερμάρκετ. Και, πίστεψέ με, εκείνο το απόγευμα μεθύσαμε σε λάθος ώρα ακούγοντας τα καινούργια ψηφιακά πια δισκάκια σου. Αλλά όχι μόνο δεν είχα το κουράγιο να εξομολογηθώ, αν με ρωτούσες, τι είδους μυστικά σου κρύβω, αλλά συνέβαινε κάτι και σε μένα εκείνο το απόγευμα, ήμασταν παιδιά κι οι στιγμές ξανάρχονται ακόμα δυνατές και χρωματισμένες με συναισθήματα: ήθελα και γω να ξεχάσω ότι διαφέρω σε κάτι από τους άλλους, Αγγελική μου. Ότι παρακρατώ μια τόσο δυνατή αλήθεια μόνο για μένα. Επιθυμούσα όσο τίποτα να νιώσω ότι είχα υπάρξει μέχρι τότε αθώος, για κάθε μου πράξη και για κάθε μου πιθανό αδίκημα, που μοναδικό στόχο είχε την ευτυχία μας ή την ευτυχία σου.

Δεν είμαι μάντης, δεν υπήρξα ποτέ μου θεός. Κι όμως, ομολογώ ότι θα ’θελα να είχα υπάρξει κι από τα δύο. Ένας προφήτης που θα μάντευε το μέλλον, ίσως και να μπορούσε να το ανατρέψει. Και στα μαύρα σύννεφα της μέχρι τώρα ζωής, ευχήθηκα κι άλλες φορές να ’μαι θεός για λίγο. Μόνο περιστασιακά, αρκετά είχα μεγαλώσει ακούγοντας συχνότερα άχρηστες σκέψεις ανθρώπων που με κύκλωναν. Κάποια γεγονότα που φέρνουνε δυστυχία θα ’θελα να μπορούσα ν’ αλλάξω. Μου δόθηκε και μένα ένα χάρισμα, χάθηκε ο κόσμος να είναι λίγο πιο χρήσιμο για μένα και τους αγαπημένους μου; Μεγάλωσα με την πεποίθηση ότι μπορώ ν’ ακούω τους άλλους, αφού είχα το προνόμιο ν’ απολαμβάνω τις εσωτερικές σκέψεις και προθέσεις τους. Αυτό μ’ έκανε καλό σύντροφο, καλό γιο για τους γρήγορα χαμένους γονείς μου, ικανό ως επαγγελματία, επιπλέον και τίμιο, μιας κι είχα πάρει πρότυπα συμπεριφοράς από μάνα και πατέρα, να ’μαι άξιος και να ’χω ήθος σε κάθε καθημερινή μου κίνηση. Κάποιους θανάτους, ωστόσο, σαν και των γονιών μου, θα τους είχα αναστείλει για το βαθύτερο μέλλον, θα ’χα διασώσει τον αδερφό μου, θα μπορούσα με μια σκέψη να σε κάνω να μ’ αγαπάς σαν θεό δικό σου, ολοδικό σου. Αλλά αυτό ήθελα; Όχι βέβαια, το ζήτημα ήτανε για μένα να μ’ αγαπήσεις και να μείνεις οριστικά μαζί μου επειδή θα το ’θελες, αρκετά με τις παραπανίσιες δυνάμεις και τις παράξενες τσιγγάνες, μικρά παιδιά ήμασταν, θα βλέπαμε και θα πράτταμε.

Έτρεξαν χρόνια από τότε. Οι καιροί και οι στιγμές που θα ’ρχονταν στις ζωές μας θα επιβεβαίωναν το αυτονόητο: θα προχωρούσαμε μπροστά χωρίς την ανάγκη άλλων δυνάμεων – υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη από τα ίδια μας τα συναισθήματα; Δεν λέω, υπήρξα χαϊδεμένο παιδί από αυτή την ίδια τη διαφορετική μου φύση, προικισμένος με μια διεισδυτικότητα που με βοηθούσε να παίρνω αποφάσεις καλύτερες για όλους μας, αφού συνήθως ήξερα τα θέλω των άλλων.
Αντιλαμβάνεσαι τώρα ότι ζω μια ολόκληρη ζωή πλάι σου αφουγκραζόμενος κάθε σου λαχτάρα, αμέτρητες ειπωμένες φράσεις που ’σουνα σίγουρη πως δεν τις άκουγε κανείς; Μ’ έβλεπες τακτικά να κάνω πράγματα που ευχόσουν και ποτέ δεν κατάλαβες πως τρέχει κάτι μη κανονικό με μένα. Καμιά φορά γελούσες με τον συντονισμό μας στη σκέψη, το ’χουν αυτό τα πολύ δεμένα ζευγάρια, ποτέ δεν έβαλες με τον νου σου κάτι παραπέρα από το απολύτως φυσικό, ασυνήθιστα πολλά τα χρόνια που ήμασταν μαζί. Κι ίσως λόγω της μακράς σχέσης μας με τον χρόνο, κάποιες σκέψεις σου το ’χες αυτονόητο πως θα τις καταλάβαινα.
Ξέρεις τι αντιλαμβάνομαι μεγαλώνοντας; Σιγουρεύομαι για το γεγονός ότι αυτός ο αλλιώτικος τρόπος να βλέπω τους άλλους και όσα συνέβαιναν κατέληξε να με κάνει πιο ευαίσθητο σίγουρα, ίσως και αρκετά καλύτερο άνθρωπο. Ψήθηκε η ψυχή μου εσωτερικά, μαθαίνοντας ότι υπάρχουν επιθυμίες που είναι για καλό. Και άλλες, πάλι, που στόχευαν στο κακό, το λίγο περισσότερο κακό ή το πολύ παραπάνω. Το χάρισμα μ’ έκανε να μπορώ να διακρίνω τις χαλκευμένες συμπεριφορές από τις φυσιολογικές των κανονικών ανθρώπων.
Κάτω από τ’ ασθενικά μου φτερά, υπήρξαν φορές που ένιωσα προικισμένος, η ικανότητά μου να σας αγκαλιάσω και να σας προστατεύσω από λανθασμένες συναναστροφές δρούσε καίρια, με άμεσο αποτέλεσμα το να μπορείτε να ζείτε πιο ήσυχες, χωρίς τους λάθος ανθρώπους στο στενό μας περιβάλλον. Όποιος είχε λεκιασμένες σκέψεις έβγαινε γρήγορα από το τοπίο, εγώ το φρόντιζα, το θεωρούσα ιερό μου καθήκον. Πέρα απ’ αυτό, όμως, ο χαρακτήρας μου διαμορφώθηκε με τρόπο κακομαθημένο. Ένιωθα πως τα ’χαμε όλα και πως τίποτα δεν θα μας άγγιζε. Υπήρξα αμνήμων κι εγωιστής. Οι θάνατοι των γονιών μου έφευγαν από ψυχική άμυνα δική μου στα παραπίσω κουτάκια του μυαλού μου.
Το ενδεχόμενο να σε χάσω με αχρηστεύει, με κάνει αδύναμο, μικρό, άφαντο, αλλά κυρίως άχρηστο, με καθιστά θεατή των εξελίξεων, η ζωή με καθηλώνει σαν αθλητή στην εξέδρα της.

Μέρες πριν ξεκίνησα να γράφω την ιστορία μας από την αρχή, με την παιδιάστικη πεποίθηση πως, αν ξυπνήσεις και δεν θυμάσαι, θα την διαβάσεις και θα τα μάθεις όλα. Μα πόσο αφελής μπορεί να γίνει ένας άνθρωπος; Το μόνο που μπορεί να κάνει αυτή η αφήγηση είναι να σου εγείρει μνήμες που ζήσαμε, να σου περάσει στο μέτρο του εφικτού τον δικό μου πατενταρισμένο τρόπο να βλέπω τα πράγματα, ίσως σου κρατήσει μια ενδιαφέρουσα συντροφιά όταν πια θ’ αναρρώνεις φυσιολογικά. Αν όμως ξυπνήσεις και δεν αναγνωρίζεις τίποτα και κανέναν, ακόμα κι αν προσπαθήσεις, αδυνατώ να φανταστώ τις αντιδράσεις σου. Θα μάθεις σ’ αυτή την περίπτωση από την αρχή να επικοινωνείς μαζί μου με τρόπους που από πάντα χαρακτήριζαν εσένα κι εμένα. Αλλά θέλω να πιστεύω ότι θα θυμάσαι. Κάτι που βέβαια προϋποθέτει τη βασική και στοχευμένη μου ελπίδα: να ξυπνήσεις ομαλά και να ’σαι γερή. Να συνεχίσω να σ’ έχω δίπλα μου, να μοιραζόμαστε παλιές και καινούργιες σκέψεις, κάτω από το πρίσμα τής γνώσης που θα σου δώσουν όσα αφανέρωτα μυστικά διάβασες εδώ.

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

«Την εποχή των αθώων σκέψεων και των ανοιχτών παραθύρων, γεννιούνται με διαφορά δεκατεσσάρων ημερών, μέσα στον ίδιο Απρίλη, δύο φωτεινά πλάσματα, σε αντικρινά σπίτια παλιών φιλενάδων. Ο δρόμος που χωρίζει τα σπίτια τους είναι κι ο ίδιος που θα τους ενώσει για πάντα. Αρχές της δεκαετίας του ’70, και τα παιδιά θα συνδεθούν μ’ έναν πρωτόφαντο κι οριστικό τρόπο. Οριστικό;
Ο μικρός Γαβριήλ γεννιέται μ’ ένα παράξενο χάρισμα: ν’ ακούει τις επιθυμίες, τις ευχές, τις προσευχές και τις λαχτάρες όσων τον πλησίαζαν, χωρίς να το επιδιώκει ο ίδιος. Θα μπορέσει ένα άγουρο παιδί να τιθασεύσει προς όφελος του καλού ένα τέτοιο ψυχικό του πλεονέκτημα ή θα χαθεί στα δαιδαλώδη μονοπάτια της πονηρής ανθρώπινης φύσης;
Μαζί θα νιώσουν τα κορμιά τους να μεγαλώνουν, τις σκέψεις τους να γίνονται πιο ώριμες, πιο ενήλικες. Θα διδαχτούν εύκολα τον τρόπο να λειτουργούν συντροφικά, να εκφράζουν με τις πράξεις τους τη θέρμη τού ενός για τον άλλον στις καρδιές τους.
Η Αγγελική δεν γνωρίζει για το χάρισμα από επιλογή τού αγοριού. Κι έπειτα, μια τέτοια δύναμη θα σταθεί άξια να βοηθήσει όταν οι δύο παντοτινά ερωτευμένοι άνθρωποι βρεθούν με τις ζωές τους να κρέμονται από μία μόνο κλωστή;»

Β αυτάκι
«...Oι λέξεις είναι σημαντικές, επειδή εκφράζουν την ίδια τη ζωή. Την καταγράφουν, την αποτυπώνουν. Αλλά χωρίς ζωή, οι λέξεις χάνουν τον αναφορικό τους χαρακτήρα, μετατρέπουνε τα γεγονότα σε μνήμες, που θα θαφτούν με τον καιρό στην οριστική σκόνη της λήθης. Φιλοσοφώ για την κόλαση και τον παράδεισο, αλλά το παρόν τρέχει εδώ, εδώ συμβαίνει τώρα οτιδήποτε καλό ή κακό, γιατί ζωή είναι η διαδοχή από τη μια στιγμή στην άλλη.…»



2 σχόλια:

  1. Εξαιρετικό το απόσπασμα κι εγώ απλά υποκλίνομαι!
    Κι όπως πάντα κατατοπιστική και άκρως ενδιαφέρουσα η αναφορά - κριτική σου Κλειώ μου!
    Καλή και με χωρίς όρια πορεία στο έργο του Κ. Γιάννη Φιλιππίδη εύχομαι ολόψυχα!
    Και σ' εσένα εύχομαι Κλειώ μου να συνεχίσεις έτσι όπως εσύ ξέρεις το ακάματο δημιουργικό σου έργο που δίνει πνοή στη δική μας προσπάθεια, αλλά κι επίσης που συμβάλει με αυτόν τον τόσο εποικοδομητικό τρόπο στην διακίνηση του βιβλίου γενικά! Εγώ προσωπικά σ' ευχαριστώ από καρδιάς γι' αυτό το ιδιαίτερα εξαιρετικό σου εγχείρημα!
    Την καλημέρα της καρδιάς μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή