Εκδόσεις:
Πάπυρος
Σελίδες: 280
Σελίδες: 280
Υπό έκδοση
Έχω την ιδιαίτερη χαρά και τιμή να
μοιραστώ μαζί σας ένα μικρό απόσπασμα από το πρώτο μυθιστόρημα της αγαπητής ποιήτριας,
βιβλιοκριτικού και book
agent Αγγέλας Γαβρίλη. Ο τίτλος
του βιβλίου «Ίσκρα» και η υπόθεσή
του άκρως ενδιαφέρουσα και μυστηριακή.
Με γραφή που ρέει αβίαστα σχηματίζοντας
ολοζώντανες εικόνες στη φαντασία του αναγνώστη, με υπόθεση που κεντρίζει καίρια
και ακατάπαυστα το ενδιαφέρον του, με μύθους, θρύλους και ντόπιες παραδόσεις που παίρνουν
σάρκα και οστά και συνυφαίνονται αρμονικά με την απτή και οικεία πραγματικότητα, η
συγγραφέας θεωρώ πως κάνει ένα εντυπωσιακό ξεκίνημα στην πεζογραφία και μάλιστα,
στο δύσκολο για τα ελληνικά δεδομένα είδος της λογοτεχνίας φαντασίας.
Νομίζω
πως το «στοίχημα» κερδήθηκε ήδη και είμαι βέβαιη πως η «Ίσκρα» της θα κερδίσει πολλούς φανατικούς αναγνώστες – μία άλλωστε
είμαι κι εγώ η ίδια – οι οποίοι θα περιμένουν με ανυπομονησία και τα επόμενα συγγραφικά της βήματα.
Της εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία και σας προτρέπω να ‘χαθείτε’ σε έναν κόσμο
μυστηριακό και γοητευτικό!
Απόσπασμα
Βιβλίου (Σελίδες: 1 – 24)
Et in
Arcadia ego
Όταν τελικά πήρε το πτυχίο της
- με ένα χρόνο καθυστέρηση αλλά με βαθμό υψηλό, απόμεινε χωρίς σκοπό και
κατεύθυνση. Και τώρα, τι; Να ψάξει για δουλειά σχετική με τις σπουδές της; Είχε
τελειώσει θεατρολογία και εξ όσων γνώριζε, στην Ελλάδα οι θεατρολόγοι δεν
αποτελούσαν και είδη πρώτης ανάγκης... Να ξεκινήσει ένα μεταπτυχιακό και να
συνεχίσει να δουλεύει στο βιβλιοπωλείο; Της φάνηκε ως πιο ρεαλιστικό σενάριο
και επιπλέον κέρδιζε ένα-δύο χρόνια μέχρι να αποφασίσει τι θα κάνει παρακάτω
στη ζωή της.
Βέβαια και το μεταπτυχιακό δεν
ήταν εύκολο σχέδιο, για το εξωτερικό δεν υπήρχαν χρήματα και για το ελληνικό
πανεπιστήμιο, έπρεπε να έχεις διασυνδέσεις ή με καθηγητές (δεν είχε) ή με τις
κομματικές νεολαίες της σχολής: οι μόνες επαφές που είχε ήταν με κάτι δύστυχους
αριστεριστές, που τσακώνονταν με όλους τους άλλους και μεταξύ τους για τα
πάντα, από την κατάσταση στις τουαλέτες της σχολής μέχρι το πότε θα γίνει η
παγκόσμια επανάσταση. Και επειδή το δεύτερο το έβλεπε να αργεί κάπως, άρχισε να
ψάχνει εναλλακτικές στο θέμα του μεταπτυχιακού εδώ.
Τυχαία, έμαθε από μια
συμφοιτήτρια που η αδερφή της σπούδαζε στα Γιάννενα, ότι πρόσφατα εκεί ιδρύθηκε
ένα καινούριο τμήμα («Πολιτιστική Διαχείριση» και τα συναφή), και ότι είχαν και
κάποια μεταπτυχιακά. Έκανε αίτηση, μπας και...
Δεν το περίμενε, αλλά την πήραν
και βρέθηκε Αύγουστο στα άδεια από φοιτητές Γιάννενα που έβραζαν στη ζέστη, να
ψάχνει σπίτι και δουλειά.
Όταν είδε την Παμβώτιδα να
αστράφτει στον πρωινό ήλιο, είπε μέσα της «εδώ».
Αλλά μια βδομάδα αργότερα, δεν
είχε καταφέρει τίποτα. Έπινε καφέ σε ένα μικρό μπιστρό, όταν είδε απέναντι ένα
μαγαζάκι που της τράβηξε την προσοχή. Πήγε να το χαζέψει - ασημένια κοσμήματα
και διάφορες άλλες «καλλιτεχνικές δημιουργίες»: μάσκες, κούκλες, περίεργα
διακοσμητικά. Λεφτά για ξόδεμα δεν είχε, αλλά μπήκε. Και καλά έκανε, γιατί
δίπλα στο ταμείο μια μικρή χειρόγραφη ταμπελίτσα έλεγε πως έψαχναν part time
πωλήτρια.
Το νέο της αφεντικό, η Έρικα,
ήταν μια πενηντάρα χίπισσα: τα μακριά της μαλλιά τα άφηνε στο φυσικό τους
γκρίζο και έκαναν μεγάλη αντίθεση με το νεανικό της πρόσωπο και το λεπτό,
νευρικό κορμί έφηβης που διατηρούσε. Τα ασημένια δαχτυλίδια που φορούσε σε όλα
της τα δάχτυλα, οι σειρές με χαϊμαλιά στο λαιμό της και τα ινδικά της φορέματα,
την έκαναν να μοιάζει άρτι αφιχθείσα από το Woodstock.
Η Έρικα ήταν χαρά θεού
άνθρωπος, όλο χαμόγελα και ζάχαρη στην τραγουδιστή φωνή της. Είπαν τα της
δουλειάς, την ήθελε κυρίως για τα απογεύματα και τα πρωινά του Σαββάτου που
αυτή έφευγε στο Πάπιγκο: είχαν ανακαινίσει ένα παλιό σπίτι με τον Πέτρο, τον
σύντροφό της που έμενε μόνιμα στο βουνό. Τα λεφτά που θα έπαιρνε ήταν βέβαια
λίγα αλλά το κόστος ζωής στα Γιάννενα, πλην των ενοικίων, ήταν γενικά χαμηλό. Άλλωστε,
πάντα στα λίγα ήταν μαθημένη.
«Και πού θα μείνεις;», τη
ρώτησε εν τέλει.
«Είδα κάτι διαμερίσματα, αλλά
πανάκριβα ρε συ...»
«Έχουν ξιπαστεί οι Γιαννιώτες
επειδή έχουν ζήτηση τα σπίτια από τους φοιτητές και ζητάνε ό,τι θέλουν... Άσε,
θα πάμε κάπου μαζί».
Έκλεισε το μαγαζί, είχε πάει
πια τρεις, και άρχισαν να ανηφορίζουν προς την είσοδο του κάστρου.
Από την πρώτη στιγμή που ήρθε
στα Γιάννενα και περπάτησε τη μικρή πολιτεία του κάστρου, την ερωτεύτηκε. Τι τυχεροί, σκεφτόταν, όσοι μένουν εδώ, στα παλιά αλλά
καλοστεκούμενα σπίτια. Τις θύμιζαν γυναίκες που υπήρξαν πολύ όμορφες στα
νιάτα τους και διατηρούν ακόμα και σε μεγάλη ηλικία το σχήμα και τον αέρα της
ομορφιάς τους. Σπίτια-μητέρες που είχαν στεγάσει και μεγαλώσει πολλές γενιές,
ανέβαιναν σε σειρές το λόφο και πάνω του, στέμμα σε βασίλισσας κεφάλι, ήταν ο
κλειστός περίβολος με τις πολεμίστρες.
Ιδρωμένες από την πηχτή ζέστη
και την άπνοια, σταμάτησαν σε ένα διώροφο με αυλή. Η Έρικα χτύπησε το κουδούνι
κάτω, μια κοπέλα τους άνοιξε. Με το μωρό της στην αγκαλιά μισοκοιμισμένο κι όλο
γκρίνια, κι έναν μουρλό σκύλο να ανεβαίνει μπροστά τους τα σκαλιά, τους άνοιξε
το επάνω σπίτι: δύο δωμάτια, ένα μπάνιο αξιοπρεπές και μια κουζίνα μεγάλη και
φωτεινή. Όταν είδε το ξύλινο χαγιάτι της, της ήρθε να βάλει τα κλάματα από τη
χαρά της κι όταν άκουσε την τιμή, δεν το πίστευε.
«Δεν έχει βέβαια κεντρική
θέρμανση», της είπε η Κατερίνα, έτσι έλεγαν την υποψήφια σπιτονοικοκυρά της. «Πρέπει
να στο πω γιατί το χειμώνα εδώ κάνει πολύ κρύο. Θα έχεις βέβαια τη στόφα με τα
ξύλα, αλλά πρέπει να βάλεις και ηλεκτρικά καλοριφέρ ή μικρές σόμπες στα
δωμάτια».
Χωρίς δεύτερη σκέψη, έβγαλε από
την τσάντα της όσα λεφτά είχε μαζί της και δώσανε τα χέρια.
***
Δύο χρόνια έμεινε στα Γιάννενα,
τα πιο ευτυχισμένα της ζωής της. Οι μέρες κυλούσαν αργά, σαν νωχελικές γάτες
που λιάζονται με τις ώρες. «Αν θες να καταλάβεις τι σημαίνει είμαι ευτυχισμένος
που είμαι ζωντανός, κοίτα τα σκυλιά και τις γάτες πώς ξαπλώνουν στον ήλιο», της
είπε κάποτε η Έρικα.
Γνώρισε ανθρώπους όμορφους,
μέσα κι έξω, που της άνοιξαν τα σπίτια τους και τις ζωές τους: παρέες, γλέντια,
εκδρομές στο βουνό, αλλά και ρεφενέ για να μαγειρέψουν όλοι μαζί όταν τα
οικονομικά ήταν δύσκολα. Τους γεμάτους ομίχλες χειμώνες, η κουζίνα της γινόταν
το επίκεντρο του νέου της κύκλου, εκεί μαζεύονταν όλοι: «Έχεις την πιο όμορφη
κουζίνα στα Γιάννενα», της έλεγαν.
Κι εκείνη που το μαγείρεμα δεν
το είχε ποτέ σε μεγάλη υπόληψη, ήξερε-δεν ήξερε τα βασικά, έμαθε από την Έρικα
φαγητά μπελαλίδικα, και χωριάτικες πίτες, και γλυκά. Όταν έφτιαχνε μηλόπιτα,
μοσχοβολούσε όλη γειτονιά: η Κατερίνα με την κοιλιά στο στόμα, έγκυος στο
δεύτερο παιδί της, ανέβαινε τη σκάλα ξελιγωμένη.
«Έλεος», της έλεγε, «θα γεννήσω
η γκαστρωμένη... ένα κομμάτι δώσε μου!»
Ένα μόνο τη χαλούσε στα
Γιάννενα, το χασίσι κυκλοφορούσε πιο ελεύθερα από το τσιγάρο. Εντάξει, δεν είχε
πρόβλημα να μοιραστεί έναν μπάφο με την παρέα, αλλά να στρίβουν οι πάντες
μανιωδώς επί 24ωρου βάσεως... Περνούσαν τη ζωή τους μέσα σε ένα σύννεφο και
ξόδευαν όλα τα λεφτά τους στο χόρτο.
Σ’ αυτό δεν τους ακολουθούσε,
ήθελε να είναι σε εγρήγορση, όχι κοιμισμένη.
Ειδικά τη ζωή της εκεί, ήθελε
να τη θυμάται με κάθε λεπτομέρεια, ήξερε πως δεν θα κρατούσε πολύ… Τη λατρεμένη
της κουζίνα με το ξύλινο πάτωμα που έτριζε, το χαγιάτι που διάβαζε βολεμένη στον
χαμηλό καναπέ του με τη μοβ φλοκάτη… Το τρελόσκυλο της Κατερίνας και τα ξανθά
σαν ηλιοτρόπια μωρά της που χαλούσαν τον κόσμο στην αυλή… Τη λίμνη που της
μίλαγε κάθε φορά που το βλέμμα της χανόταν στα νερά της… Το κάστρο που το
περπάταγε με τις ώρες και δεν το χόρταινε… Τις ομίχλες που κατέβαιναν ύπουλα
μέσα στη νύχτα - το πρωί ξύπναγες και δεν έβλεπες τίποτα από τα παράθυρα. Τα
άνοιγε τότε διάπλατα και την άφηνε να μπει το σπίτι, να της αφηγηθεί τις
αρχαίες ιστορίες που κουβαλούσε...
***
Η μαυροφορεμένη γιαγιά, την
τράβηξε σχεδόν με το ζόρι μέσα στο χαμηλό σπίτι της. Της έψησε καφέ, έπειτα
έλυσε το τσεμπέρι της κι άρχισε πάνω από ένα ποτήρι νερό με λάδι να μουρμουράει
λόγια μυστικά.
Έκλεισε εκείνη τα μάτια της:
μετά από τόσες ώρες οινοποσίας στο πασχαλινό τραπέζι, το κεφάλι της πήγαινε να
σπάσει. Είχαν ανέβει στο χωριό που έμεναν ο Πέτρος με την Έρικα, μεγάλη παρέα,
καμιά δεκάρια άτομα, να ψήσουν όλοι μαζί. Μια και δεν έτρωγε ούτε αρνί ούτε
κοκορέτσι, περιορίστηκε στις σαλάτες και το κρασί. Όταν πήγε κάποια στιγμή να
σηκωθεί, έχασε τον κόσμο.
Η γιαγιά Ανδρομάχη, γειτόνισσα
της Έρικας, την παρακολουθούσε από ώρα, σχεδόν από τη στιγμή που μπήκαν στην
αυλή - την είχαν καλέσει γιατί δεν είχε πια κανέναν στο κόσμο, να κάνει μαζί
τους Πάσχα. Μόλις την είδε να ζαλίζεται, λες και βρήκε την ευκαιρία, όρμησε να
την πάρει σπίτι της που είχε ησυχία, να ξαπλώσει λίγο. Πήγε κακήν-κακώς κι
έπεσε στο μιντέρι. Όση ώρα η γιαγιά έψελνε τα δικά της να την ξεματιάσει, τα
μάτια της έτρεχαν νερό.
«Στο ’πα, κόρη μου, έχεις μάτι,
καρφωμένο είσαι...», της είπε εντέλει. «Πιες τώρα και το καφεδάκι σου να
συνέλθεις».
Ήπιε δύο τζούρες καφέ, κάπως
συνέφερε. Κοίταξε γύρω το φτωχικό νοικοκυριό, γλύκανε η καρδιά της από την
απλότητα και την πάστρα του. Δίπλα τους σε ένα μπουφέ, μια σειρά παλιές
φωτογραφίες: διέκρινε μια ξανθιά, νταρντάνα γυναίκα κι ένα σπαθάτο άντρα δίπλα
της, καθιστό. Της έφερε πιο κοντά την
κορνίζα, να τη δει καλύτερα:
«Αμέ τι νόμιζες, έτσι σαράβαλο
ήμουνα πάντα! Κάποτε η ομορφάδα μου μέχρι τραγούδι γίνηκε... Μου το ’φτιαξε ο
Κωνσταντής, το στεφάνι μου ντε, ήταν μουσικός και γύρναγε όλα τα χωριά στα
πανηγύρια και τους γάμους…»
«Αλήθεια, πολύ όμορφη!»
«Ε, κι εσύ καλή είσαι! Ποιος
είναι το ταίρι σου από τα παιδιά της παρέας;»
«Κανένας, κυρα-Ανδρομάχη,
είμαι... αταίριαστη».
«Ε, δεν θ’ άνοιξε ακόμα το
τυχερό σου. Κι εγώ άργησα να τον βρω τον Κωνσταντή μου... Μου φέρνανε τα
προξενιά και τα ’διωχνα! Η μάνα μου καημό το ’χε να με παντρέψει, έτρεχε σε όλα
τα ξωκλήσια κι έκανε τάματα. Αλλά μια μέρα άκουσα ένα βιολί από το καφενείο του
χωριού. Μόλις είχα γυρίσει από τα ξύλα και πλενόμουν στην αυλή. Μισοπλυμένη
έτρεξα στο καφενείο, τάχα κάτι να ψωνίσω. Με το που τον είδα να παίζει, είπα ή
αυτόν θα πάρω ή κανέναν. Και τον επήρα και ας μην τον θέλανε τα γονικά μου...»
«Όπως τα λέτε, όλα είναι
τυχερά...»
Η γιαγιά τώρα σοβάρεψε και της
τράβηξε το χέρι της. Κοίταξε για ώρα την παλάμη της, ανέκφραστη.
«Κόρη μου, δύσκολο δρόμο είχες
μέχρι τώρα κι ακόμα... έχει ανηφόρα. Μα θα τα βρεις αυτά που ψάχνεις, μακριά
πολύ θα πας και θα ξανάρθεις, μα θα τα βρεις. Κι από άντρηδες… ουου! Ένα σωρό
βλέπω... Κοίτα μόνο να διαλέξεις τον καλύτερο».
«Τον “Κωνσταντή” μου ψάχνω,
αλλά μάλλον αργεί ακόμα!», είπε γελώντας.
«Θα σε βρει αυτός, όταν έρθει η
ώρα, μη σκας! Μπροστά σου θα βγει, εκεί που δεν το περιμένεις».
Μάζεψε το χέρι της, ήπιε την
τελευταία γουλιά από τον καφέ και σηκώθηκε να φύγει.
«Ευχαριστώ για όλα...»
Η γιαγιά την τράβηξε κάτω.
«Κάτι ήθελα να σου πω ακόμα...»,
δίστασε. «Μπορεί να γέρασα, αλλά πρόσωπα και πιο πολύ μάτια δεν ξεχνάω... Και
τα δικά σου, είναι ίδια με καποιανής που ήξερα παλιά...»
Χώθηκε στο μικρό δωμάτιο, την
άκουσε να ψάχνει κάτι. Γύρισε με μια ακόμα φωτογραφία, κιτρινισμένη και θολή.
«Πάμε έξω που έχει φως, να σου
δείξω».
Βγήκαν στην αυλή και την
κοίταξε πάλι στο μεσημεριανό φως: καμιά δεκάρια άντρες και γυναίκες οπλισμένοι,
σε μια πλατεία.
«Αυτή είμαι εγώ και ετούτος
δίπλα μου ο αδερφός μου ο μικρός, τον κρέμασαν τα σκυλιά τα μαύρα... Είχαμε
πάρει τα βουνά τότε, για τη λαοκρατία... Ο Κωνσταντής μου ήτανε ξόριστος, ούτε
που ήξερα αν ζούσε. Χρόνια κάναμε να ανταμώσουμε ξανά. Και πάλι άλλα βάσανα μας
βρήκανε μετά...»
Τώρα έτρεχαν τα δικά της μάτια,
νερό πικρό.
«Ελάτε, πάνε αυτά περάσανε, δεν
κάνει να τα θυμάστε και να στεναχωριέστε».
«Και ρωτάς αν τα ξεχνάω ποτέ;
Μα άλλο θέλω να σου πω… Αυτή πίσω τη βλέπεις, την ψηλή με την κοτσίδα;»
Η «ψηλή με την κοτσίδα» ήταν η
κοπέλα στη δική της φωτογραφία, αυτή που κουβαλούσε χρόνια τώρα.
«Την ξέρω», ψέλλισε. «Δηλαδή
δεν ξέρω ποια είναι, αλλά την έχω κι εγώ σε μιαν άλλη... με έναν άντρα
μελαχρινό με γένια».
«Αμ, στο ’πα πως δεν
ξεκουτιάνα! Ρούσσα τηνε λέγανε και ήμασταν συναγωνίστριες. Ήταν από ένα χωριό
κάτω από το αυλάκι, στον Μοριά.. Από ’κει κρατάς κι εσύ;»
«Ναι, η μάνα μου δηλαδή. Αλλά
δεν έχω πάει ποτέ στα μέρη αυτά, μεγάλωσα στην Αθήνα».
«Κάποια συγγένισσά σας θα ήταν
δίχως άλλο η Ρούσσα... δεν μπορεί, της μοιάζεις πολύ».
Ξανακοίταξε πιο προσεκτικά, ναι
υπήρχε ομοιότητα. Πώς δεν το είχε προσέξει τόσο καιρό;
Η γιαγιά της είπε όσα θυμόταν.
Δεν ήταν πολλά. Συμφώνησαν ν’ ανέβει πάλι στο χωριό με τη δική της φωτογραφία,
μήπως ξέρει και τον άντρα.
Δεν πρόλαβαν, λίγες μέρες αργότερα
έμαθε από την Έρικα ότι πέθανε στον ύπνο της η Ανδρομάχη.
Γολιάθ
Ήταν Σεπτέμβρης, ο τελευταίος
της στα Γιάννενα, μια και τελείωνε το μεταπτυχιακό ώς τα Χριστούγεννα. Η παρέα
πέρασε από το σπίτι για μερικές ώρες, κάθισαν στην αυλή και τα ήπιαν - κάποιος
πρότεινε συνέχεια σε τσιπουράδικο. Δεν τους ακολούθησε, δεν είχε διάθεση.
Μάζεψε όπως-όπως και άραξε στο κρεβάτι της αγκαλιά με τον υπολογιστή, να δει καμιά
ταινία. Την πήρε ο ύπνος και ξύπνησε από τον ήχο μιας καταρρακτώδους βροχής,
βγήκε αλαφιασμένη στο μπαλκόνι να μαζέψει κάτι ρούχα.
Στο φως μιας αστραπής που
χώρισε στα δύο τον ουρανό, είδε έναν άντρα, περισσότερο τη φιγούρα του παρά το
πρόσωπό του, να στέκει μισοκρυμμένος στην απέναντι γωνία. Κοντοστάθηκε αλλά
πριν προλάβει να σκεφτεί οτιδήποτε, άκουσε το κουδούνι της να χτυπά επίμονα. Κάτι έγινε, λαχτάρησε κι έτρεξε στην
πόρτα. Η Έρικα, παπί από τη βροχή, της ζήτησε ν’ ανέβει πάνω. Της έφερε μια πετσέτα
να στεγνώσει κάπως, πρόσεξε την έκφρασή της: ανήσυχη, όχι - σε αγωνία.
«Συνέβη κάτι; Όλα καλά; Ο
Πέτρος;»
Εκείνη την κοίταξε ίσια στα
μάτια, σαν τη ζύγιζε.
«Θέλω να σου μιλήσω», της είπε
με έναν τόνο αυστηρότητας αταίριαστο στη γλυκύτητά της, «αλλά ό,τι πούμε απόψε
εδώ, μένει εδώ. Είτε ναι πεις είτε όχι, δεν θα μιλήσεις ποτέ σε κανέναν».
«Σ’ ακούω».
«Θέλω να φιλοξενήσεις για ένα
διάστημα, κάποιον. Σου δίνω το λόγο μου πως είναι άτομο σπαθί, δεν έχεις να
φοβηθείς τίποτα. Αλλά όσο μείνει ούτε θα τον ρωτήσεις τι και πώς, ούτε θα πεις
σε κανέναν ότι είναι εδώ».
«Καλά ρε συ, ποιος είναι, ο
Τρότσκι και κρύβεται από τους σταλινικούς πράκτορες;», πήγε να αστειευτεί, αλλά
το βλέμμα της άλλης την έκοψε.
«Θέλω μια απάντηση, τώρα όμως».
Άναψε τσιγάρο να κερδίσει χρόνο.
Πώς να δεχτεί έναν άγνωστο μέσα στο σπίτι της; Αλλά και πώς να πει όχι στην
Έρικα που ούτε η μάνα της δεν της είχε φερθεί έτσι; Και για να της το ζητάει με
τέτοιο τρόπο... πάει να πει, ανάγκη μεγάλη.
«Εντάξει».
Η λέξη τής ξέφυγε σχεδόν παρά
τη θέλησή της.
Χωρίς άλλη κουβέντα, η Έρικα
κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες και επέστρεψε το ίδιο γρήγορα, με έναν άντρα
μελαχρινό και πανύψηλο, τόσο που σκοτείνιασε το σπίτι όλο με τον ίσκιο του.
Απόμεινε να τον κοιτάει, να στάζει νερά ολόκληρος πάνω στο πάτωμα.
Έγιναν κάποιες τυπικές
συστάσεις, της είπε ένα όνομα, ψεύτικο προφανώς, με προφορά βαριά, βουνίσια.
Τον πήγε στο πίσω δωμάτιο που
το είχε βοηθητικό, μάζεψε πρόχειρα κάποια δικά της ρούχα. Άνοιξε μια πολυθρόνα
που γινόταν κρεβάτι και έστρωσε, έπειτα έκλεισε πίσω της την πόρτα και κάθισαν
με την Έρικα στην κουζίνα.
«Λοιπόν, μια και απ’ ό,τι
καταλαβαίνω παίζω κι εγώ το κεφάλι μου εδώ, πες μου ό,τι τέλος πάντων μπορείς
να μου πεις, να ξέρω τι μου γίνεται».
Την είδε να ζορίζεται, περίμενε.
«Το μόνο που μπορώ να σου πω,
είναι σύντροφος του Πέτρου και κρύβεται, αυτό θα το κατάλαβες».
«Τι λες, ρε κοπελιά; Και από
πού είναι σύντροφοι, δηλαδή; Από το αντάρτικο; Τι είναι αυτά τα κουλά;»
«Δεν γίνεται να σου εξηγήσω
παραπάνω, είναι καλύτερα έτσι. Στην τελική, αν θελήσει θα σου πει περισσότερα
μόνος του».
Την παράτησε σύξυλη και έφυγε
μέσα στη βροχή. Έπεσε να κοιμηθεί κι αυτή, αλλά πού... Δύο φορές σηκώθηκε να
κλειδώσει την πόρτα του δωματίου της αλλά το μετάνιωσε, ντράπηκε.
Τελικά, τα μάτια της έκλεισαν
από την κούραση κι είδε όνειρο πως ένας άντρας ψηλός ώς τον ουρανό, την έκλεινε
στην παλάμη του και την έσφιγγε, ώσπου άκουγε τα κόκαλά της να τρίζουν από την
πίεση.
Όταν ξύπνησε, τον βρήκε στην
κουζίνα σαν τον νοικοκύρη, να φτιάχνει αβγά μάτια.
«Καλημέρα», του είπε
διστακτικά.
Της χαμογέλασε, μα το χαμόγελο
δεν γλύκανε καθόλου τα χαρακτηριστικά του: πυκνά, σγουρά μαλλιά και φρύδια,
μύτη αετίσια, δυο λεπτές γραμμές τα χείλη του. Δεν είχε μάτια, είχε δύο μαύρες
τρύπες που την κατάπιαν ολόκληρη από την κορυφή έως τα νύχια.
Της θύμιζε ένα άγριο,
μεγαλόσωμο σκυλί στην παιδική γειτονιά της: κατάμαυρο και πυκνόμαλλο, ήταν ο
φόβος και ο τρόμος των παιδιών που δεν περνούσαν ποτέ μπροστά από την αυλή του.
Γολιάθ το έλεγαν και ήταν όνομα και πράγμα.
Τράβηξε το βλέμμα της και πήγε
να φτιάξει καφέ. Εκείνος κάθισε να φάει, έπειτα έπλυνε το πιάτο του και γύρισε
στο δωμάτιό του. Δεν είχε καλά-καλά πιει τον καφέ της, όταν ξαναμπήκε στην
κουζίνα με μια δεσμίδα χρήματα, πολλά χρήματα.
«Θα χρειαστώ κάποια πράγματα, στα
έχω γράψει εδώ. Αν περισσέψουν, μπορείς να ψωνίσεις για το σπίτι ή για σένα».
Της γύρισε την πλάτη και χώθηκε
πάλι μέσα.
Μπήκε στο μπάνιο να ετοιμαστεί
και έριξε μια μούντζα στο είδωλό της, στον καθρέφτη: «Να μαλάκα, πού πήγες κι
έμπλεξες!»
***
«Ποιοί είναι αυτοί;»
Τον βρήκε στο δωμάτιό της, με
την περίφημη φωτογραφία που λες και τη στοίχειωνε κι έβγαινε συνεχώς μπροστά
της. Τουλάχιστον είχε μάθει το όνομα της κοπέλας που ήταν εγκλωβισμένη εκεί
μέσα, σε μια αιώνια νεότητα. Αλλά δεν ήθελε να του πει τίποτα για όλα αυτά,
ήθελε να του πει να τσακιστεί έξω και να την αφήσει ήσυχη.
«Δεν ξέρω, την ξέθαψα στο
πατρικό μου, τυχαία. Κανείς δεν ήξερε ποιοι είναι ή δεν ήθελαν να πουν. Απλά
μου άρεσε και την κράτησα».
«Και γιατί σου άρεσε;»
Α, μάλιστα… αυτό ήταν ολόκληρη
συζήτηση στην περίπτωσή του. Ένα μήνα τώρα, ζήτημα αν είχαν πει τρεις
κουβέντες: τις περισσότερες ώρες τις περνούσε κλεισμένος στην τρύπα του, ένας
θεός ξέρει τι έκανε εκεί μέσα. Έβγαινε για να φάει και να χρησιμοποιήσει το
μπάνιο. Α, ναι… και για να της δώσει διαταγές και λεφτά, από δαύτα είχε
μπόλικα, λες και τα γεννούσε. Αυτή μαγείρευε, του έφερνε όσα της ζητούσε -ρούχα,
κάρτες κινητών, τσιγάρα-, και εκεί τελείωναν οι παρτίδες τους.
«Από καλλιτεχνικής απόψεως»,
τον ειρωνεύτηκε, «όχι ιδεολογικώς!»
Το βλέμμα-καρφί ενεργοποιήθηκε
ξανά και την ακινητοποίησε. Την πλησίασε τόσο που μπορούσε να τον μυρίζει,
μύριζε... χώμα; Ναι, χώμα βρεγμένο. Ανατρίχιασε καθώς τα τεράστια χέρια του την
τράβηξαν πάνω του και την εγκλώβισαν: κατέβηκαν πιο χαμηλά, την πίεζε τώρα με
δύναμη στο κάτω μέρος του σώματός του. Την έριξε με δύναμη στο κρεβάτι, έκανε
αυτή να φύγει, την έσπρωξε απότομα πάλι πίσω.
«Κάτσε ’κει», μούγκρισε. «Δεν
θα σε βιάσω... δεν θα σε ακουμπήσω καν».
Γονάτισε μπροστά της: της
έβγαλε βιαστικά τις μπότες, της κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχο, τα
πέταξε κουβάρι σε μια γωνιά.
Είχε παγώσει από το φόβο της.
Εκείνος άρχισε να τρέμει
σύγκορμος. Το σώμα του έμοιαζε να υποφέρει. Παιδευόταν...
Ένας βαθύς, λαρυγγικός ήχος σαν
να τον έπνιγαν, βγήκε από μέσα του.
Όταν ηρέμησε κάπως και ξαναβρήκε την
αυτοκυριαρχία του, την άφησε μόνη της. Έτρεξε στη μπανιέρα να πλυθεί και πάλι
τρέχοντας πίσω. Κι αυτή τη φορά, κλείδωσε την πόρτα.
Αλλά σε λίγο τον άκουσε να της
χτυπάει. Δεν απάντησε, αυτός επέμενε. Αναγκάστηκε τελικά να του ανοίξει.
«Έλα στην κουζίνα, να
μιλήσουμε...»
Δεν είχε και πολλά περιθώρια,
τον ακολούθησε. Κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας, δίπλα στην πόρτα - σε
ετοιμότητα. Εκείνος είχε τα μάτια στο πάτωμα. Ντρεπόταν;
Της μίλησε χωρίς να την
κοιτάει.
«Συγγνώμη... δεν είμαι βιαστής
ή κανάς ανώμαλος. Τις συντρόφισσες τις σεβάστηκα πάντα. Αλλά είμαι πολύ
καιρό... χωρίς γυναίκα, έχασα τον έλεγχο. Δεν θα σου έκανα κακό ποτέ, ούτε μια
τρίχα από τα μαλλιά σου. Να σε δω ήθελα μόνο, να σε μυρίσω...»
Ήταν η πρώτη φορά που τον
έβλεπε ευάλωτο, με κάποιο ανθρώπινο συναίσθημα στην έκφρασή του. Το μυαλό της
δούλεψε γρήγορα, ίσως αυτή να ήταν η μοναδική ευκαιρία να μάθει τι συμβαίνει...
Τον πλησίασε, του χάιδεψε τα
άγρια μαλλιά του, τα σκληρά χαρακτηριστικά του προσώπου του. Κάθισε πάνω του με
τα πόδια ανοιχτά, τον ένιωσε να σκληραίνει μέσα από το τζιν του.
«Εντάξει», του είπε, «καταλαβαίνω.
Αλλά με αιφνιδίασες, φοβήθηκα... Δεν σε ξέρω καθόλου, ούτε τι κάνεις ξέρω ούτε
γιατί κρύβεσαι».
Χώθηκε στην αγκαλιά του κι
άρχισε να του τρίβεται, τον άκουσε να βογκάει.
«Αν με εμπιστευόσουν… θα ήταν
διαφορετικά, θα μπορούσα να βοηθήσω...»
Τον φιλούσε τώρα απαλά στο
λαιμό, του έβγαλε τη μακό μπλούζα, τα χέρια της έτρεχαν στο αρκουδίσιο στήθος
του, στην πλάτη…
***
Το πρωί την ξύπνησε με ένα
χαμόγελο μέχρι τα αφτιά, με καφέ έτοιμο και μια τεράστια ομελέτα που έφαγαν
μαζί στο κρεβάτι.
Κι έπειτα, της τα είπε όλα:
ληστείες τραπεζών, καταζητούμενος... Κάτι άστραψε μέσα στο μυαλό της.
Ντο τα
πρες κοτσίδε τε
Μια μέρα ξύπνησε και δεν τον βρήκε
σπίτι.
Αυτό
ήταν… Έφυγε, πήγαν όλα στράφι, φοβήθηκε.
Επανεμφανίστηκε μια βδομάδα
αργότερα.
«Φεύγω σε δυο μέρες.
Κανονίστηκε, θα περάσω στην Αλβανία. Αλλά έχω κάνει τα κουμάντα μου, δεν θα
έχεις πια κανέναν ανάγκη...»
Της έφερε από το δωμάτιό του
ένα σάκο. Όταν τον άνοιξε και είδε τα λεφτά μέσα, έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
«Δικά σου».
Την πήραν τα κλάματα: χαρά,
ανακούφιση, ενοχή, όλα μαζί. Χώθηκε στην τεράστια αγκαλιά του κι έκλαιγε με
αναφιλητά. Ξέσπασε κι έπειτα κοιμήθηκε έτσι, κουρνιασμένη στο στήθος του.
Την ξύπνησε μερικές ώρες
αργότερα. Η νύχτα είχε πέσει και το σπίτι ήταν πια σκοτεινό.
«Ντύσου», της είπε.
Μισοκοιμισμένη, έτρεξε πρώτα να
σιγουρέψει το σάκο, πίσω από το πλυντήριο. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της,
έπιασε πρόχειρα σε κοτσίδα τα μαλλιά της, έβαλε κι ένα χοντρό πουλόβερ, μέσα
Νοέμβρη κι είχε ήδη κρύο. Και τις μπότες της που δεν τις αποχωριζόταν χρόνια
τώρα - τις είχε αγοράσει από έναν παραδοσιακό τεχνίτη στην Κρήτη και είχαν
βγάλει και με το παραπάνω τα λεφτά τους.
Έτρωγε κάτι κουλουράκια όταν
μπήκε στην κουζίνα, της άρπαξε το ένα από το στόμα.
«Βάλε σε ένα σάκο δυο μπουκάλια
νερό, κανά φρούτο. Και την πίτα μην ξεχάσεις... Α, και τα κουλούρια...» είπε,
βουτώντας άλλα δύο από τη σακούλα. «Θα πάμε εκδρομή».
Μάζεψε τα πράγματα,
παραξενεμένη αλλά χαρούμενη. Πριν φύγουν πήρε παραμάσχαλα εκείνος τη μπουκάλα
με το τσίπουρο και σε μια σακούλα δύο δωδεκάδες αβγά, ακόμα μες τη χάρτινη συσκευασία
τους - τα έτρωγε πέντε-πέντε, δεν τον προλάβαινε.
«Τι τα θες αυτά;», τον ρώτησε.
«Του αρέσουν», της είπε κοφτά
και βγήκαν από το σπίτι.
Κάτω τους περίμενε η Έρικα, με
το αυτοκίνητό της. Ξεκίνησαν μες τη μαύρη νύχτα ν’ ανεβαίνουν την Τύμφη,
υπέθεσε ότι θα πήγαιναν στο σπίτι στο βουνό, στον Πέτρο. Ο άλλος, βολεμένος
φαρδύς-πλατύς στο πίσω κάθισμα, έπινε τσίπουρο και τραγουδούσε, με τη σπηλαιώδη
φωνή του, κάτι που έμοιαζε με δημοτικό, αλλά σε γλώσσα ακαταλαβίστικη:
Ντο τα πρες κοτσίδε γκλιάτε…
«Τι
έπαθες;», τον ρώτησε γελώντας. «Μέθυσες κιόλας και παραμιλάς;»
Άρχισε να της τραβάει
παιχνιδιάρικα την κοτσίδα της:
Ντο τα πρες, άιντε μόι,
Ντο τα πρες κοτσίδε σι
«Τι είναι αυτά που λες, ρε συ;»
«Αρβανίτικα δεν ξέρεις; Και μας
κάνεις και τη μορφωμένη!»
«Και τι θέλει να πει ο
Αρβανίτης ποιητής;»
«Λέει πως θα κόψει τη μακριά
κοτσίδα της κοπέλας που του αρέσει...»
Αλλά το μυαλό της ήταν ήδη
αλλού και όχι στις αρβανίτικες κοτσίδες. Γιατί δεν πήραν τη στροφή για το χωριό
- συνέχισαν. Άρχισε ν’ αγριεύεται…
Ρε λες
να με πάνε για φούντο, αυτοί οι δύο; Να φοβήθηκαν μην τους καρφώσω;
Όσο ανέβαιναν στις ερημιές του
βουνού, την έζωναν τα φίδια. Τελικά έφτασαν γύρω στις 3 τα ξημερώματα, σε ένα
κτίσμα που έμοιαζε με ορεινό καταφύγιο. Κατέβηκαν μόνο οι δύο τους, η Έρικα
τους χαιρέτησε βιαστικά και πήρε το δρόμο της επιστροφής.
Αυτό
ήταν. Εδώ θα με φάει. Τετέλεσται.
«Έλα, μην κάθεσαι έχουμε
περπάτημα».
«Δεν πάω πουθενά, αν δεν μου
εξηγήσεις τι γίνεται».
«Δεν σου είπα; Εκδρομή».
«Εκδρομή πού, στον Άλλο Κόσμο;»
Γέλασε τόσο βροντερά που την
τρόμαξε. Όπως οι δράκοι στα παραμύθια.
«Πιες λίγο τσίπουρο να
ζεσταθείς και πάμε, πρέπει να προλάβουμε το ξημέρωμα».
Ε,
βέβαια! Το ξημέρωμα γίνονται οι εκτελέσεις.
Ήπιε τσίπουρο να πάρει
κουράγιο. Το φιλοσόφησε: Στην τελική,
ό,τι μου γράφει...
Ξεθεωμένη από τον ποδαρόδρομο,
έμεινε, όταν επιτέλους έφτασαν, να κοιτάζει την ωραιότερη λίμνη που είχε δει
ποτέ. Ακόμα και μέσα στο σκοτάδι, η ομορφιά της ακτινοβολούσε, με μια σκοτεινή
λάμψη μέσα από τα αδιαφανή νερά της.
Κάθισε εξαντλημένη, χωρίς να
μπορεί να τραβήξει το βλέμμα της από τη λίμνη. Ο άλλος στρώθηκε δίπλα της κι
άρχισε να τρώει ό,τι κουβαλούσαν στο σάκο. Εκείνη προτίμησε το τσίπουρο, άναψε
κι ένα τσιγάρο και περίμενε να δει τη συνέχεια.
«Είναι η Δρακόλιμνη», της είπε
όταν τελείωσε. «Δεν έχεις έρθει ξανά;»
Το ήθελε πολύ, αλλά δύο χρόνια
δεν είχε καταφέρει να πάει. Και να που έγινε τώρα, λες να είναι το τελευταίο
μέρος που θα δει σ’ αυτή τη γη;
Όταν το πρώτο φως άρχισε να
χαράζει στον ορίζοντα, της έκανε νόημα με το χέρι «τσιμουδιά». Καθώς ο ήλιος
σιγά-σιγά ανέβαινε, τα νερά έφεγγαν τώρα χρυσαφένια. Αλλά κάτι σάλευε μέσα
τους, δεν ήταν πια ακίνητα.
Όταν είδε εκείνο το μεγάλο, όλο
λέπια πράσινα, κεφάλι να προβάλει και έπειτα το φιδίσιο σώμα να το ακολουθεί,
άρχισε να τρέμει. Την αγκάλιασε:
«Μην κουνηθείς καθόλου, ό,τι κι
αν γίνει», μόλις που της ψιθύρισε στο αφτί.
Το πλάσμα ήταν τώρα ολόκληρο
έξω από το νερό, στην απέναντι όχθη της μικρής λίμνης. Με τα κοντά σαυρίσια
πόδια του, περπάτησε αργά προς ένα ύψωμα και έπειτα στάθηκε: ο ήλιος ήταν
ακριβώς από πάνω του, το έλουζε φως και οι φολίδες του έλαμπαν. Έμεινε εκεί
ακίνητο, να ρουφά αχτίδες και ζέστη.
Δεν είχε φωνή στο στόμα της
καθόλου. Ακόμα κι όταν τον είδε να σηκώνεται και να το πλησιάζει κρατώντας το
σάκο, δεν μπόρεσε να βγάλει άχνα. Κάλυψε τη μισή περίπου απόσταση που τους
χώριζε από το τεράστιο ερπετό κι έπειτα στάθηκε και… του σφύριξε; Ναι, ένα
σφύριγμα μακρόσυρτο και κάπως τραγουδιστό, δεν είχε ξανακούσει κάτι τέτοιο.
Γύρισε αυτό το κεφάλι του απότομα και τον κοίταξε, δεν σάλεψε όμως καθόλου. Του
ανταπέδωσε το περίεργο σφύριγμα. Τώρα το πλησίασε κι άλλο, ήταν μπροστά του.
Έβγαλε από το σάκο τις καρτέλες με τα αβγά και τα άφησε ένα-ένα στα πόδια του:
τα μύρισε εκείνο κι άρχισε να τα τρώει. Σιγά-σιγά, χωρίς να γυρίσει την πλάτη
του στο πλάσμα, επέστρεψε δίπλα της.
Έμειναν έτσι, πόση ώρα; Ο
χρόνος εδώ μετρούσε αλλιώς. Όταν ο ήλιος ανέβηκε πια ψηλά και έλαμψε όλο το
βουνό γύρω, το ερπετό με τον ίδιο αργό βηματισμό γύρισε στη λίμνη και χάθηκε
στα νερά της.
Σε όλη τη διαδρομή μέχρι το
καταφύγιο, ήταν αμίλητοι. Πάλευε να χωρέσει στο μυαλό της, αυτό που είχε δει.
Αλλά η καρδιά της ήταν χαρούμενη και τραγουδούσε - όχι, σφύριζε με εκείνο τον
παράξενο τρόπο που αντηχούσε ακόμα στ’ αφτιά της.
Όταν έφτασαν, κάθισαν έξω από
το καταφύγιο να κάνουν τσιγάρο.
«Θα έρθει η Έρικα», της είπε, «να
μας πάρει όπου να ’ναι. Θα περάσουμε τη μέρα στο χωριό και το βράδυ θα μας
κατεβάσει στα Γιάννενα».
Δεν μπορούσε να μην τον
ρωτήσει:
«Τι ήταν αυτό; Και πώς... πώς
του μίλησες; Πώς δεν σου επιτέθηκε;»
Γέλασε πάλι και η ηχώ επέστρεψε
το γέλιο του πολλαπλό.
«Αυτός είναι... ο παππούς μου.
Να φάει τον εγγονό του;»
«Πες μου κι άσε τις βλακείες.
Σ’ ευχαριστώ που με έφερες να το δω, αλλά θέλω να ξέρω τι είδα».
«Τίποτα δεν είδες. Μέθυσες από
το τσίπουρο και έπεσες ξερή, τώρα τι παραμύθια έφτιαξες μες το μυαλό σου...»
Το αυτοκίνητο της Έρικας,
διέκοψε την κουβέντα. Μπήκαν μέσα και κατέβηκαν στο χωριό. Αργότερα, όταν
έμειναν μόνες μπροστά στο τζάκι, προσπάθησε ξανά να μάθει.
«Το έχεις δει; Και μη μου πεις
κι εσύ, ότι μέθυσα από τσίπουρο!»
«Έτσι σου είπε;»
«Ναι...»
«Ε, τότε έτσι έγινε».
«Δεν μου λες, ρε Έρικα, με
έχετε βάλει όλοι στη μέση και με δουλεύετε;»
Σηκώθηκε και της έφερε ένα
βιβλίο, με τις λαϊκές παραδόσεις της Ηπείρου. Της το άνοιξε σε μια σελίδα και
βγήκε να πάει να ψωνίσει.
Άρχισε να διαβάζει:
...Σύμφωνα με τις τοπικές
παραδόσεις, στις δύο δρακολίμνες της Τύμφης και του Σμόλικα, ζουν εκτός από
τους αλπικούς τρίτωνες, τα μικρά αμφίβια ερπετά των ορεινών περιοχών, και δύο
«δράκοι»: οι ντόπιοι τους περιγράφουν ως γιγάντια φίδια με πράσινα λέπια και
κοντά πόδια σαύρας, που βγαίνουν από τις λίμνες κυρίως την ανατολή όπου
λιάζονται στον ήλιο, αλλά και το σούρουπο για να κυνηγήσουν. Για να μην
επιτίθενται στα αιγοπρόβατα ή και σε ανθρώπους ακόμα, οι κάτοικοι των χωριών
της περιοχής τούς αφήνουν δίπλα στις λίμνες τους, τα πιο γέρικα από τα ζώα τους.
Στις προχριστιανικές εποχές,
έχουμε μαρτυρίες ότι μια φορά το χρόνο, στην πρώτη πανσέληνο του νέου έτους,
έδιναν ως προσφορά στους δράκους από ένα μικρό παιδί: αγόρι στη δράκαινα που
κατοικεί στο Σμόλικα και κορίτσι στο δράκο της Τύμφης. Η παράδοση λέει ότι οι
δύο λίμνες επικοινωνούν υπογείως και στα βάθη του βουνού, είναι η σπηλιά που
κατοικεί το ζευγάρι των δράκων.
Πολλοί ηλικιωμένοι ισχυρίζονται
ότι τους έχουν δει και τους έχουν ακούσει «να τραγουδάνε», με ένα σφύριγμα που
δεν μοιάζει με κανέναν άλλο ήχο ανθρώπου ή ζώου.
Ο αρσενικός δράκος, πάντα
σύμφωνα με τις τοπικές δοξασίες, αρέσκεται μάλιστα να ζευγαρώνει και με
γυναίκες: τις υπνωτίζει με το βλέμμα του και τις ακινητοποιεί. Από την ένωση
αυτή γεννιούνται κάποτε παιδιά, τα λεγόμενα «δρακοπαίδια». Αν και έχουν
ανθρώπινη μορφή, είναι πανύψηλα και σωματώδη, πέρα από τα συνηθισμένα ανθρώπινα
μέτρα. Και είναι τα μόνα που μπορούν να μιλήσουν τη «γλώσσα» των δράκων και να
μιμηθούν το σφύριγμά τους...
***
Επέστρεψαν στα Γιάννενα αργά,
έπεσαν να κοιμηθούν, ο καθένας στο δωμάτιό του. Άλλαξε γνώμη κι έτρεξε ξυπόλητη
να χωθεί στο δικό του κρεβάτι - κοιμόταν ήδη βαριά. Κοιμήθηκε κι αυτή. Ποτέ στη
ζωή της δεν είχε νιώσει τόσο ασφαλής όσο εκείνο το βράδυ, μέσα στην αγκαλιά του
δράκου της.
Ξύπνησε μόνη της σε ένα άδειο
δωμάτιο. Τα πράγματά του έλειπαν. Το ίδιο και η κοτσίδα της.
***
Ήταν Δεκέμβρης όταν
επιβιβάστηκε στο ΚΤΕΛ για Αθήνα. Η Έρικα της χάιδεψε βουρκωμένη το
κοντοκουρεμένο κεφάλι της και της έδωσε ένα από τα δαχτυλίδια της. Φιλήθηκαν κι
έπειτα μπήκε μέσα χωρίς να πουν αντίο - μόνο καλή τύχη. Δεν πήρε σχεδόν τίποτα
μαζί της, εκτός από τα ρούχα της και τον υπολογιστή της. Όλα τα άλλα τα άφησε
στην Κατερίνα, να τα δώσει όπου νομίζει. Στην πολύωρη διαδρομή δεν έκλεισε
μάτι. Φτάνοντας, βρέθηκε με ταξί σε ένα ξενοδοχείο. Και πάλι έμεινε άγρυπνη έως
τα ξημερώματα. Πρωί-πρωί ήταν στην τράπεζα: έκανε κατάθεση κι έπειτα έβγαλε ένα
εισιτήριο χωρίς επιστροφή.
The Garden
of England
Με το που άνοιξε το παράθυρο
της μικρής σοφίτας, ο «γείτονάς» της, ένα κοτσύφι, μπήκε βιαστικό μες το
δωμάτιο - είχε τη φωλιά του στο δέντρο που ακουμπούσε τα κλαδιά του στο
περβάζι. Έκανε γρήγορα ένα γύρω στο ταβάνι κι έπειτα κάθισε στην κορυφή της
ψηλής βιβλιοθήκης και άρχισε να κελαηδάει.
«Τι έγινε φίλε μου, σου έλειψα
σήμερα και με μαλώνεις;»
Το κοτσύφι σταμάτησε το
τραγούδι του απότομα και την κοίταξε, με γερμένο στο πλάι το κεφάλι του. Πέταξε
ξαφνικά και πάλι από το ανοιχτό παράθυρο στο δέντρο του αλλά καθώς φτερούγισε
απότομα φεύγοντας από τη βιβλιοθήκη, έριξε στο πάτωμα ένα γυαλιστερό
αντικείμενο: ήταν ένα παλιό κλειδί, περίτεχνο και όμορφο, με τη λαβή του σε
σχήμα καρδιάς.
Το δοκίμασε στην πόρτα της ντουλάπας,
δεν ταίριαζε, ούτε και στην πόρτα του δωματίου. Υπέθεσε ότι είχε ξεμείνει
ξεχασμένο, από κάποιο παλιό έπιπλο που είχε πάρει την άγουσα. Της άρεσε και
θέλησε να το κρατήσει, για γούρι - το πέρασε στη θήκη με τα κλειδιά της.
Κάθισε στο φαρδύ περβάζι και
κοίταξε τη μικρή πολιτεία που απλωνόταν μέσα στο καταπράσινο τοπίο του Κεντ, με
τις αιχμηρές κορυφές του καθεδρικού ναού να ξεχωρίζουν στο βάθος. Ο κήπος της
Αγγλίας, έτσι ονόμαζαν το Κεντ και ήταν ταιριαστό: πράσινο έως εκεί που
έβλεπες, το υπέροχο, σμαραγδί πράσινο που έμοιαζε να ανήκει σε μια άλλη
πραγματικότητα, και γεμάτο κήπους, περιβόλια και καλλιέργειες φουντουκιάς και
λυκίσκου. Μια μικρή Εδέμ – ή τουλάχιστον, έτσι έμοιαζε στα μάτια κάποιου που
μεγάλωσε σε μια πόλη όπου οι κάτοικοί της έκοβαν τα δέντρα ως ενοχλητικά και
άχρηστα. Ακόμα θυμόταν, το κλάμα που έριξε όταν ο δήμος έκοψε το δέντρο μπροστά
στο πατρικό της: το αγαπούσε τόσο, που μέχρι και όνομα τού είχε δώσει κρυφά.
Όταν γύρισε από το σχολείο ένα μεσημέρι και το είδε νεκρό, αρρώστησε από τη
στεναχώρια της, λες και πέθανε άνθρωπος…
Χάιδεψε με αγάπη τα κλειδιά του
φοιτητικού της σπιτιού στην Αθήνα, έπειτα εκείνου στα Γιάννενα και τέλος αυτά
του τωρινού της σπιτιού, στο Καντέρμπουρι. Της άρεσε να το αποκαλεί με το
αστείο ελληνικό του όνομα, Καντερβουρία, που
είχε βρει σε παλιές μεταφράσεις, όπως πειράζουμε χαϊδευτικά όσους αγαπάμε. Το
δυσκολοπρόφερτο για τους μη Άγγλους όνομα, σε τίποτα δεν μπορούσε να μειώσει
την ομορφιά της μικρής πόλης: κανάλια, γέφυρες και γοτθικά κτήρια, σπίτια όπου
περίμενες να βγουν από την είσοδο η Χιονάτη με τους επτά νάνους… Μια πόλη όπου
θα μπορούσες να κρυφτείς από το χρόνο,
αν αποφάσιζες να ζήσεις εκεί για πάντα.
Μοιραζόταν το μικρό,
κουκλίστικο σπίτι που λειτουργούσε ως πανσιόν, με την ιδιοκτήτρια και άλλες δύο
συγκατοίκους, επίσης φοιτήτριες: τη Βίκη, μια καστανή κοπέλα ήσυχη και αθόρυβη,
κρυμμένη μονίμως πίσω από τα βιβλία της και τα μυωπικά της γυαλιά και τη Ράντα,
μια πανέμορφη Ινδή - την «αγαπημένη του Κρίσνα», αυτό σήμαινε το όνομά της, και
όχι μόνο. Η Ράντα ήταν η αγαπημένη του κόσμου όλου για την ομορφιά της, το
γελαστό της πρόσωπο και την υπέροχη φωνή της: όταν την άκουσε σε μια μουσική
βραδιά που οργάνωσε ο φοιτητικός σύλλογος, να τραγουδάει ινδικά τραγούδια,
δάκρυα άρχισαν να κυλάνε ανεξέλεγκτα από τα μάτια της κι ας μην καταλάβαινε
τους στίχους - αρκούσε το συναίσθημα και το πάθος της φωνής της.
Ήταν ευχαριστημένη με τις
συγκατοίκους της, ως μεγαλύτερη στην ηλικία υιοθέτησε τον ρόλο της μεγάλης
αδερφής και πρόσεχε τις «μικρές». Κάθε μέρα στις 8 πριν φύγουν για το
πανεπιστήμιο, έπαιρναν όλες μαζί πρωινό στον κάτω όροφο όπου κατοικούσε η
Μάργκαρετ, η ιδιοκτήτρια του σπιτιού: γύρω στα εξήντα αλλά καλοδιατηρημένη,
εκτός από το δέρμα της που όπως στις περισσότερες Αγγλίδες είχε σταφιδιάσει
μάλλον από τα τριάντα, ίσως επειδή ήταν τόσο αψεγάδιαστα όμορφο στα είκοσι.
Είχε δύο μεγάλες κόρες, που κατοικούσαν στο Λονδίνο και παρά το γεγονός ότι
ήταν μικρή η απόσταση με το τρένο και ακόμα λιγότερη οδικώς, ούτε εκείνη
πήγαινε να τις επισκεφτεί, ούτε αυτές έρχονταν να τη δουν.
Πάντως μαζί τους ήταν άψογη και
πάντα πρόθυμη να βοηθήσει στα μικροπροβλήματα της καθημερινότητας. Στο μόνο που
επέμενε και μάλιστα απολύτως, ήταν ότι δεν επέτρεπε στα «κορίτσια της» όπως τις
αποκαλούσε, να φέρνουν άντρες στα δωμάτιά τους: «Είμαι υπεύθυνη απέναντι στους
γονείς σας», τους επαναλάμβανε συνεχώς.
Έτσι το όμορφο σπίτι αν και
γαλάζιο, παρέμενε αυστηρώς θηλέων, αφού ακόμα και το σκυλί της Μάργκαρετ, ένα
κοκκινομάλλικο και φασαριόζικο κανίς, ήταν γένους θηλυκού. Αλλά περνούσαν
όμορφα ακόμα όταν έμεναν σπίτι χωρίς αντρική παρέα: μαγείρευαν η καθεμία με τη
σειρά στην στενόμακρη κουζίνα, έπαιζαν χαρτιά ή έβλεπαν ταινίες, με το κανίς να
στρώνεται πρώτο και καλύτερο στον καναπέ, πιάνοντας θέση για την προβολή.
Κατά καιρούς η σπιτονοικοκυρά
τους τις καλούσε στη λέσχη της για τσάι,
μπριτζ και… βραδιές μπίνγκο: διασκέδαζε αφάνταστα αυτή τη συναναστροφή με τα
ζωντανά απολιθώματα που είχαν μείνει
στην εποχή της βρετανικής αυτοκρατορίας και την παρατηρούσαν ως εξωτικό φρούτο
από μια υπανάπτυκτη, μακρινή χώρα.
Ο αγαπημένος της ήταν ο
στρατηγός που είχε υπηρετήσει στην Ελλάδα στον πόλεμο, αλλά και αργότερα στον Εμφύλιο:
μιλούσαν με τις ώρες για τα γεγονότα της εποχής εκείνης και της αφηγούταν με
βρετανικό φλέγμα «πώς η αυτοκρατορία γλύτωσε τον ελληνικό λαό από τον
κομμουνισμό»: «Αν δεν ήμασταν εμείς, αγαπητό μου παιδί, η χώρα σας θα ήταν
σήμερα Αλβανία!»
Τα βράδια που το έσκαγαν με το
τρένο για το Λονδίνο, ξενύχταγαν στα μικρά club με ζωντανή μουσική και έτρωγαν
για πρωινό σουβλάκια σε ελληνικά μαγαζιά ή κινέζικο από καντίνες στο δρόμο. Μετά
γύρναγαν καρφί στο Κεντ, για να προλάβουν τα μαθήματα.
Ω ναι,
περνούσαν όμορφα...
Κι
έπειτα ήταν και ο Ντέιβιντ: βοηθός καθηγητή στη σχολή, γύρω στα τριανταπέντε,
από την πρώτη στιγμή ένιωσαν ένα αμοιβαίο ρεύμα συμπάθειας να τους φέρνει
κοντά. Έκαναν παρέα, πού και πού κατέληγαν στο κρεβάτι μαζί, αν και
ομολογουμένως δεν ήταν το δυνατό του σημείο. Είχε μια καλοσύνη όμως μέσα του
που της άρεσε, την ανακούφιζε και την έκανε να νιώθει κάπως πιο ήρεμη.
Αλλά όλοι οι παράδεισοι έχουν
ημερομηνία λήξης. Το είχε μάθει αυτό ήδη. Κι αυτός έληγε όπου να ’ναι: σύντομα,
δύο μήνες έμεναν, τελείωνε και με αυτό το μεταπτυχιακό και θα έμενε και πάλι
επί ξύλου κρεμάμενη, χωρίς σκοπό, χωρίς πυξίδα.
Φυσικά, θα συνέχιζε με τις
σπουδές.
Διδακτορικό
και μετά βλέπουμε, ήταν η τελευταία της σκέψη, μαζεύοντας πετσέτες, σαμπουάν
και αφρόλουτρο για να πάει στο μπάνιο.
Και
ίσως μια δουλειά… Στο Λονδίνο…
Χαμογέλασε ανακουφισμένη καθώς
βυθιζόταν στη ζεστή αγκαλιά της μικρής, πράσινης μπανιέρας.
Μια
δουλειά στο Λονδίνο…
***
Μετά από ώρες διαβάσματος και ατελείωτων σημειώσεων,
σηκώθηκε από την καρέκλα να ξεμουδιάσει κάνοντας μερικά βήματα μέσα στο μικρό
γραφείο - όσο αυτό ήταν δυνατόν βέβαια, με τις στοίβες των βιβλίων που
ξεφύτρωναν κολλητά η μία στην άλλη και συνεχώς ανέβαιναν...
Ο Ντέιβιντ σήκωσε κι αυτός το βλέμμα του από τις
σημειώσεις του, απηυδισμένος.
«Τι λες, να παραγγείλουμε κάτι να φάμε; Είμαι νηστικός
όλη μέρα, εσύ έχεις φάει πριν έρθεις;»
«Όχι. Να πάρουμε κινέζικο;»
Λίγο αργότερα με το πακέτα του φαγητού και τα πιάτα
τους διάσπαρτα στο χαμηλό τραπεζάκι του καθιστικού, συζητούσαν για το θέμα της
έρευνάς του: τις δίκες μαγείας στην περιοχή του Κεντ τον 16ο και 17ο αιώνα. Τον
βοηθούσε γιατί έβρισκε το θέμα ενδιαφέρον, αλλά και γιατί το ήθελε. Της είχε
φερθεί πολύ εντάξει, και αυτός ήταν ένας τρόπος να του ανταποδώσει τη φιλία
του. Ειδικά τώρα, που θα έφευγε για το Λονδίνο σε έναν μήνα περίπου, αισθανόταν
κάπως άσχημα που θα τον άφηνε πίσω, και προσπαθούσε να περνάει αρκετό χρόνο
μαζί του.
Συχνά εκείνες τις μέρες σκεφτόταν γιατί δεν
ερωτευόμαστε αυτούς που μας φέρονται με τον καλύτερο τρόπο. Αν η καλοσύνη και η
ευγένεια δεν αρκούν για να κερδίσουν την καρδιά μας, τότε μήπως εμείς είμαστε
διεστραμμένοι και όχι οι άλλοι ανεπαρκείς;
Πάντως, η έρευνα την είχε επηρεάσει πολύ. Είχε
εντυπωσιαστεί από τις τόσες πολλές περιπτώσεις γυναικών που κατηγορήθηκαν για
μαγεία και οδηγήθηκαν οι περισσότερες στο θάνατο, με σχεδόν γελοίες κατηγορίες
για τα σημερινά δεδομένα.
«Μα είναι δυνατόν», τον ρώτησε καθώς άναβε τσιγάρο
μετά το φαγητό, «να καταδικάζουν σε βασανιστήρια και θάνατο τόσες γυναίκες με
τέτοιες ανοησίες;»
Έμεινε να την κοιτάζει σοβαρός, σαν να ζύγιζε τις
σκέψεις του.
«Δεν ήταν η μαγεία το θέμα, ήταν ο φόβος: ένας
μηχανισμός παραγωγής τρόμου για να κρατάνε τις μάζες υπό έλεγχο, κάτι σαν τον
σημερινό “πόλεμο κατά της τρομοκρατίας” ή την υστερία του Ψυχρού Πολέμου τη
δεκαετία του ’50», της απάντησε τελικά.
Έκανε μια παύση και της ζήτησε ένα τσιγάρο. Τον
κοίταξε έκπληκτη, γιατί ήξερε ότι δεν κάπνιζε, αλλά δεν το σχολίασε για να μην
διακόψει τον ειρμό του. Απολάμβανε πάντα τις συζητήσεις μαζί του.
«Αλλά βέβαια, υπάρχει και ο διαχρονικός, αντρικός
φόβος για τις γυναίκες, για το γυναικείο σώμα πιο σωστά», συνέχισε εκείνος.
«Όλες οι γυναίκες είναι μάγισσες, δημιουργούν με το σώμα τους ζωή. Εμείς οι
άντρες είμαστε το μέσο. Αλλά τα σχέδια της δημιουργίας είναι τυπωμένα στο
γυναικείο σώμα. Αυτή είναι η δύναμή σας και ο λόγος που κάποιοι άντρες σας
φοβούνται τόσο, ειδικά εκείνοι που διεκδικούν την εκπροσώπηση του θεού επί της
γης».
«Ναι, αλλά αυτό δεν είναι μαγεία, είναι βιολογία...
Γιατί τις κατηγόρησαν ως μάγισσες;»
«Γιατί πολύ απλά, αυτό “πουλούσε” τότε στον
εξαθλιωμένο και αμόρφωτο πληθυσμό. Και γιατί είναι πιο εύκολο και βολικό να
κατηγορείς το διάβολο και τους υπηρέτες του για τα δεινά μιας κοινωνίας, από το
να κάνεις ας πούμε αναδιανομή της γης ή να δώσεις πολιτικά δικαιώματα ή να
δημιουργήσεις κοινωνικό κράτος. Ρίξε το φταίξιμο στον Σατανά, στους Εβραίους,
στους κομμουνιστές, στους τρομοκράτες, μπορείς να συμπληρώσεις ό,τι θέλεις εδώ,
και κάνε τα πλήθη που εκμεταλλεύεσαι, να φοβούνται και τη σκιά τους και να
επιζητούν την “προστασία” σου…»
«Ναι, εσύ όμως ως επιστήμονας, τι πιστεύεις; Υπάρχει
περίπτωση αυτές οι γυναίκες να είχαν πράγματι κάποια σχέση με την άσκηση
μαγείας;»
«Οι περισσότερες όχι. Ήταν μοναχικές, φτωχές συνήθως
γυναίκες, που ζούσαν στο περιθώριο της κοινωνίας κι αποτελούσαν τον εύκολο
στόχο στην εκστρατεία τρόμου εκείνης της εποχής: πολλές απ’ αυτές ήταν μητέρες εκτός
γάμου με τα παιδιά τους να θεωρούνται αυτομάτως “σπέρματα του Σατανά” ή
ψυχασθενείς, με τα συμπτώματα της ασθένειάς τους να ερμηνεύονται ως αποδείξεις
δαιμονισμού. Άλλες ήταν μαίες ή είχαν γνώσεις πρακτικής ιατρικής και
βοτανολογίας, που τις κατήγγειλαν ως μάγισσες οι συγγενείς μιας εγκύου ή ενός
ασθενούς, αν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά σε έναν τοκετό ή σε μια προσπάθεια
θεραπείας ενός αρρώστου. Υπήρχαν και εκείνες που έπεφταν θύματα φθόνου ή
εκδίκησης, συνήθως από άλλες γυναίκες. Έπειτα, είναι πιθανόν να υπήρχαν αρκετοί
που παρέμεναν πιστοί στην παλιά, φυσική λατρεία, πριν το χριστιανισμό, σήμερα
θα τους ονομάζαμε παγανιστές. Και τέλος, ναι, κάποιες απ’ αυτές τις γυναίκες,
οι λιγότερες, μπορεί πράγματι να ήταν μάγισσες…»
«Άρα πιστεύεις στη μαγεία; Θέλω να πω την αποδέχεσαι
ως μία λατρεία ή ως μια τέχνη;»
«Θα το θέσω ως εξής: Πόσο νομίζεις ότι απέχουν οι
επιστήμες από τη μαγεία; Η σημερινή επιστήμη ήταν η μαγεία περασμένων αιώνων.
Έχεις διαβάσει την Οδύσσεια, δεν είναι;»
«Στο σχολείο, αλλά τι σχέση έχει αυτό;»
«Θυμάσαι τα πλοία των Φαιάκων, αυτά που μετέφεραν τον
Οδυσσέα στην Ιθάκη; Στη ραψωδία θ...
«Δεν καταλαβαίνω...»
«Ο Όμηρος τα περιγράφει ως εξής: δεν είχαν τιμόνι ούτε
κουπιά αλλά “μαντεύουνε το νου του ανθρώπου”, και λέει ότι τα πλοία αυτά
γνωρίζουν όλων των λαών τις χώρες. Πώς θα το εξηγούσες αυτό; Μαγεία ή σύγχρονη
επιστήμη;»
«Αν στοιχημάτιζα τα λεφτά μου, θα ποντάριζα στην
ποιητική φαντασία».
Εκείνος γέλασε.
«Είσαι πεισματάρα, αλλά ξέρεις ότι έχω δίκιο...»
«Εγώ σε ρωτάω άλλα κι εσύ απαντάς άλλα...», είπε
κάνοντας μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας. «Το πας γύρω-γύρω, ενώ εγώ θέλω τη γνώμη
σου για τη μαγεία αυτή καθαυτή. Υπήρξαν ή υπάρχουν ακόμα μάγισσες, με την
κυριολεκτική έννοια της λέξης;»
Το βλέμμα του σκοτείνιασε. Ήταν φανερό πως εδώ υπήρχε
κάτι, κάτι που δίσταζε να της πει κι αυτό την εξιτάριζε περισσότερο.
«Δεν ξέρω αν πρέπει να στο πω αυτό...»
«Έλα, μη με παιδεύεις...», τον διέκοψε.
Δεν της απάντησε. Έβαλε ουίσκι σε δύο ποτήρια και της
πρόσφερε το ένα. Είχε βαρεθεί να διαμαρτύρεται, οπότε ανέβασε τα πόδια στην
πολυθρόνα και κάθισε οκλαδόν με το ποτήρι ανά χείρας, περιμένοντας αναγκαστικά να
αποφασίσει αν θα της μιλήσει γι’ αυτό που είχε στο μυαλό του ή όχι.
Άρχισε τελικά να μιλά χωρίς να την κοιτάζει, το βλέμμα
του ήταν καρφωμένο στις φωτογραφίες που μόλις και ξεπρόβαλαν στριμωγμένες
ανάμεσα σε ξέχειλα βιβλία, στα ράφια της βιβλιοθήκης του.
«Έχασα τους γονείς μου σε τροχαίο, όταν ήμουν επτά
ετών. Μέχρι τα 18 μου που έφυγα για το πανεπιστήμιο, μεγάλωσα με μια θεία μου
στο..., δεν έχει σημασία, σε ένα μικρό χωριό στην Κορνουάλλη. Ήταν χήρα, χωρίς
παιδιά, μια γυναίκα σκληρή και αυταρχική, που όλοι τη σέβονταν. Ή έτσι
έδειχναν. Στην πραγματικότητα, αυτό που ενέπνεε στους γύρω της ήταν ο φόβος.
Καθαρός, πρωτόγονος φόβος... Κι εγώ την έτρεμα, ζούσα αθόρυβα σαν το ποντίκι σε
ένα σπίτι γεμάτο γάτες...
»Πάντα ντυμένη στα μαύρα, με μακριά φορέματα μιας
άλλης εποχής, και ένα πρόσωπο αγέλαστο, αν και καλοδιατηρημένο για την ηλικία
της. Ήταν γύρω στα σαράντα όταν με ανέλαβε, αν και έμοιαζε μικρότερη - και
παρέμεινε έτσι, όσο τη θυμάμαι. Κι είμαι σχεδόν σίγουρος, αν και δεν έχω πια
καμία επαφή μαζί της, ότι ακόμα και σήμερα δεν θα έχει αλλάξει πολύ… Πάντως, αν
ντυνόταν διαφορετικά κι αν έσκαγε και κανά χαμόγελο πότε-πότε, θα μπορούσε να
την πεις και όμορφη γυναίκα... Ειδικά τα μάτια της... είχαν το πιο περίεργο
χρώμα που έχω δει ποτέ... πράσινα σκούρα με χρυσά στίγματα, όπως έχει το
κεχριμπάρι...
»Ζούσε μόνη της πριν έρθω εγώ στο σπίτι της, ένα
πέτρινο, σκοτεινό μαυσωλείο αναμνήσεων, με ελάχιστες επαφές με τους υπόλοιπους
κατοίκους του χωριού, παρά μόνο για τα απαραίτητα. Από κάτι μισόλογα από την
κουτσομπόλα στο μπακάλικο του χωριού, όπου με έστελνε να ψωνίσω, έμαθα πως τον
άντρα της τον χτύπησε κεραυνός ένα βράδυ που γυρνούσε από το ραντεβού του με
την ερωμένη του. Και ότι μερικούς μήνες πριν το θάνατό του, το μοναδικό παιδί
της θείας μου, ένα ασθενικό αγοράκι, πέθανε λίγες μέρες μετά τον τοκετό, στη
θερμοκοιτίδα του μαιευτηρίου. Ίσως και γι’ αυτό να με ανέλαβε, δεν ξέρω...
»Πάντως, το μόνο πλάσμα που λάτρευε και φρόντιζε με
μια αγάπη που ποτέ δεν έδειξε σε μένα, ήταν η γάτα της: μαύρη σαν την άβυσσο με
μάτια που σε υπνώτιζαν. Συχνά είχα την εντύπωση ότι εκείνη η γάτα με
παρακολουθούσε... Και κάθε βράδυ, πριν ανέβω στο δωμάτιό μου για ύπνο, την
άκουγα να μιλάει στη γάτα, καθώς τη χάιδευε, ενώ κάθονταν οι δυο τους μπροστά
στο τζάκι... Αλλά αυτό που με ανατρίχιαζε είναι ότι η θεία μου δεν έλεγε στη
γάτα τρυφερά λόγια όπως κάνουν πολλοί που αγαπούν τα κατοικίδια τους... Η θεία
μου της έκανε ερωτήσεις και μετά σχολίαζε ή απαντούσε σε λόγια, που δεν είχα
ακούσει... Ήταν σαν να ακούς τη μία πλευρά ενός διαλόγου, σαν να ακούς κάποιον
να μιλά στο τηλέφωνο... Μόνο που το τηλέφωνο του σπιτιού ήταν στο χολ της
εισόδου και η θεία μου δεν μιλούσε ποτέ, λες και η συσκευή δεν υπήρχε. Ήμουν
σίγουρος ότι συζητούσε εκείνα τα βράδια με τη γάτα...»
«Ε, βέβαια, κάθε κακιά μάγισσα έχει τη μαύρη γάτα της,
πηγαίνει πακέτο με τη δουλειά», τον ειρωνεύτηκε, περισσότερο ως αστείο όμως,
για να ελαφρύνει τη βαριά ατμόσφαιρα.
Γύρισε και την κοίταξε με βλέμμα θολό, σαν να
ξαφνιάστηκε από τη φωνή της που του θύμισε την παρουσία της.
«Τελικά, τι απέγινε με τη θεία σου»; επέμεινε εκείνη.
«Ήταν μάγισσα, αυτό θέλεις να μου πεις;»
Δίστασε για λίγο πριν συνεχίσει την αφήγησή του.
«Δεν ξέρω... Όσα χρόνια έζησα μαζί της, κρατούσα
απόσταση ασφαλείας. Δεν την ενοχλούσα σε τίποτα, ήμουν καλός μαθητής στο
σχολείο και προσεκτικός στη συμπεριφορά μου στο σπίτι: τακτοποιούσα το δωμάτιό
μου, έκανα και μερικές βοηθητικές δουλειές, άκουγα μουσική μόνο με ακουστικά
και διάβαζα ώρες ατελείωτες περιπετειώδη μυθιστορήματα από τη βιβλιοθήκη του
άντρα της και βιβλία μυθολογίας - έτσι αγάπησα και τους αρχαίους πολιτισμούς.
Αλλά την είχα δει πολλά βράδια, να βγαίνει αργά το βράδυ από το σπίτι, χωρίς να
ξέρω πού πηγαίνει και χωρίς να τολμάω να ρωτήσω. Και πάντα την ακολουθούσε και
η γάτα... Κι έπειτα, όταν ήμουν 15, συνέβη κάτι που ακόμα και σήμερα με
βασανίζει...»
Τώρα κρεμόταν από τα χείλη του και δυσανασχέτησε όταν
σταμάτησε να μιλάει και ήπιε δύο γουλιές ουίσκι. Πριν προλάβει να
διαμαρτυρηθεί, άκουσε ξανά τη φωνή του:
«Στο σχολείο, δεν είχα φίλους. Με απέφευγαν ως το
“ορφανό”, αλλά παρά τη σκληρότητα των παιδιών δεν με κορόιδευαν, έμοιαζαν να με
φοβούνται... Ώσπου μια συμμαθήτριά μου, ήρθε και με βρήκε στο σχόλασμα. Μου
ζήτησε να έρθει μαζί μου μέχρι το σπίτι γιατί ήθελε να μιλήσει στη θεία μου.
Όταν τη ρώτησα για ποιο θέμα, αρνήθηκε να μου απαντήσει, αλλά φαινόταν χάλια:
τα μάτια της κόκκινα από το κλάμα, με μεγάλους μαύρους κύκλους, τα μαλλιά της
άλουστα να κρέμονται λαδωμένα, τα ρούχα της τσαλακωμένα και βρόμικα.
Περπατήσαμε αμίλητοι όλη τη διαδρομή. Όταν φτάσαμε, έκανα τις συστάσεις κι
έπειτα κλείστηκαν οι δυο τους στο καθιστικό. Εκείνο το βράδυ η θεία μου βγήκε
ξανά...»
Χτύπησε το κινητό της και πετάχτηκε όρθια από την
τρομάρα της, ρίχνοντας το ποτήρι στην μοκέτα - ευτυχώς δεν έσπασε και επιπλέον
ήταν άδειο από ώρα. Ήταν η Βίκη που τη ρωτούσε τι θα ήθελε να μαγειρέψει για
δείπνο, αφού ήταν η σειρά της. Της απάντησε ότι έχει ήδη φάει και ότι θ’
αργήσει να γυρίσει, και της το έκλεισε βιαστικά.
Ο Ντέιβιντ σηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει νευρικά
στο δωμάτιο. Έπειτα, πήρε το γεμάτο τασάκι και τα πιάτα, και τα πήγε στην
κουζίνα. Όταν επέστρεψε, έβαλε ένα ακόμα ουίσκι. «Θέλεις;» τη ρώτησε με το
βλέμμα. Του έγνεψε καταφατικά.
Τελικά, ξανακάθισε ακριβώς στην ίδια θέση, γερμένος
μπροστά με το ποτήρι σφιχτά στα δύο του χέρια. Έγειρε κι εκείνη πίσω στην
πολυθρόνα της, λες και τελείωσε το διάλλειμα και ανυπομονούσε για τη συνέχεια
της θεατρικής παράστασης.
«Λίγες μέρες μετά, το σχολείο αλλά και όλο το χωριό,
αναστατώθηκε από την είδηση: μια 16χρονη μαθήτρια είχε εξαφανιστεί και η
αστυνομία φοβόταν ότι έπεσε θύμα βιασμού ή δολοφονίας ή και τα δύο...»
«Η κοπέλα που επισκέφτηκε τη θεία σου;»
«Όχι, η κοπέλα που της έκλεψε το αγόρι εξαφανίστηκε...
Όλοι το ήξεραν στο σχολείο, αλλά εγώ όχι γιατί δεν μου μιλούσε κανένας, ότι
λίγους μήνες πριν το αγόρι της κοπέλας που επισκέφθηκε τη θεία μου, τη χώρισε
και τα έφτιαξε με μια φίλη τους - αυτό το κορίτσι είχε εξαφανιστεί. Και δεν
βρέθηκε ποτέ, ούτε το παραμικρό ίχνος της...»
Χαμήλωσε το βλέμμα του και πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Παρακολουθώ ακόμα την υπόθεση, τσεκάροντας τις
τοπικές εφημερίδες από καιρό σε καιρό», συμπλήρωσε σχεδόν ψιθυριστά.
Σηκώθηκε από την πολυθρόνα και πήγε να κάτσει στην
αγκαλιά του, από μια ενστικτώδη ανάγκη για ανθρώπινη επαφή.
«Μα δεν είναι όλες οι μάγισσες κακές», του είπε
περισσότερο για να τον πειράξει και να του αλλάξει τη διάθεση. «Εσύ δεν είπες
ότι όλες οι γυναίκες είναι μάγισσες, αφού δίνουν ζωή;»
«Και το πιστεύω. Όλες οι γυναίκες είναι μάγισσες, αλλά
για γίνει μια γυναίκα μαύρη μάγισσα, χρειάζεται να έχει περάσει με την πλευρά
του θανάτου. Πρέπει να έχει πεθάνει... μέσα της. Πρέπει κάποιος ή κάτι, να της
έχει σκοτώσει την καρδιά...»
Ανατρίχιασε με τα λόγια του και κρύφτηκε στην αγκαλιά
του. Έμειναν έτσι ώς το πρωί.
Φεύγοντας την επόμενη μέρα, το πρώτο πράγμα που είδε
στην πρασιά μπροστά στο σπίτι του, ήταν μια μαύρη γάτα που την κοιτούσε σοβαρή,
με το τρίχωμά της να γυαλίζει στον ήλιο.
Την προσπέρασε βιαστικά, ταραγμένη από την ανάμνηση
της βραδινής συζήτησης, αλλά πριν απομακρυνθεί, επέστρεψε και πλησίασε τη γάτα
που τώρα είχε ξαπλώσει στο γκαζόν και είχε ξεκινήσει την πρωινή της
καθαριότητα.
«Δεν ξέρω αν είσαι καλή ή κακιά μάγισσα», της είπε
χαμηλόφωνα χαϊδεύοντας τη γούνα της, «αλλά να ξέρεις ότι αυτός είναι από τη
δική μας πλευρά. Να τον προσέχεις τώρα που θα φύγω...»
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου:
«Το
όνομά της δεν είναι Ίσκρα, αυτό διάλεξε για να πει την ιστορία της. Όχι για
συνωμοτικούς λόγους, ούτε ως καλλιτεχνικό ψευδώνυμο - απλά η ταυτότητά της δεν
έχει σημασία, αποτελεί το εξωτερικό περίβλημα μέσα στο οποίο κατοικεί ή
κρύβεται, ανάλογα με την περίπτωση. Κι επειδή όλα κάτι σημαίνουν, σε μια βόρεια
και όχι πολύ μακρινή γλώσσα, σημαίνει σπίθα. Κι αυτό ακριβώς είναι...»
Ένα ψυχολογικό
μυθιστόρημα φαντασίας, η ιστορία μιας γυναίκας που το αίμα της, τής κληροδοτεί
μια φύση αρχέγονη, η οποία σφραγίζει τη ζωή της και τις περιπλανήσεις της,
καθώς αναζητά έναν τόπο για να ριζώσει.
Έρωτες
χαμένοι και έρωτες ανίκητοι, θρύλοι που ζωντανεύουν στη σύγχρονη
πραγματικότητα, το άδικο αυτού του κόσμου και το πείσμα για ζωή…
Βιογραφικό
Αγγέλας Γαβρίλη.
Η
Αγγέλα Γαβρίλη σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στην Ελλάδα και την
Αγγλία, ενώ παρακολούθησε σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής στο Εθνικό Κέντρο
Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ). Είναι editor στο ελληνικό πρακτορείο εκπροσώπησης συγγραφέων
Book Agency και βιβλιοκριτικός στο ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και τον
πολιτισμό, Diavasame.gr.
Το
2009 εκδόθηκε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο ΑΡΚ, Ποιήματα σε πέντε
πράξεις (εκδόσεις Γαβριηλίδης) που ήταν υποψήφια για τα βραβεία του
«Διαβάζω» ενώ το 2010 και το 2012 συμμετείχε στις δύο συλλογικές εκδόσεις της
«Ομάδας από Ποίηση» (εκδόσεις Γαβριηλίδης). Τον Απρίλιο του 2013 κυκλοφόρησε η
δεύτερη ποιητική της συλλογή, Iridium (εκδόσεις Momentum).
Ζει
και εργάζεται στην Αθήνα. Η «Ίσκρα» από τις εκδόσεις Πάπυρος, είναι το πρώτο
της μυθιστόρημα.
Πολύ ενδιαφέρουσα εισαγωγή στο πόνημα. Εξάπτει την διάθεση για καθολική ανάγνωση του έργου. Συγχαρητήρια στην συγγραφέα. Και ευχαριστούμε την οικοδέσποινα για τις επιλογές και την προσφορά της.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ Ελένη μου για τα καλά σου λόγια! Νομίζω πως πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα, με στοιχεία που εμένα προσωπικά με ενθουσιάζουν! Κάθε επιτυχία να έχει η Αγγέλα και την ευχαριστώ που με τίμησε παραχωρώντας μου το απόσπασμα αυτό!
Διαγραφή