«Η
ΦΟΝΙΣΣΑ», του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη – Γράφει
η Κλειώ Τσαλαπάτη
Εκδόσεις:
Καρακώτσογλου
Σελίδες:
192
Τιμή:
9€
Το μυθιστόρημα αυτό είναι αδιαμφισβήτητα
ένα από τα ορόσημα της ελληνικής λογοτεχνίας. Τόσο το θέμα του, πρωτοποριακό
για την εποχή και τη χρονολογική του τοποθέτηση, όσο και το ύφος και ο τρόπος
γραφής του καταδεικνύουν τη μέγιστη σημασία, επιρροή και συμβολή του Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη στο έργο πολλών μεταγενέστερών του συγγραφέων. Οι περισσότεροι από
εμάς το έχουν διαβάσει σε κάποιο σημείο της ενήλικης ή και εφηβικής ζωής τους,
αλλά πόσο ικανός άραγε είναι ο κάθε αναγνώστης να διακρίνει όλα τα νοήματα και
τη σε βάθος σημασία αυτού του αριστουργήματος με μία και μόνο ανάγνωσή του; Αν
κρίνω από τον εαυτό μου, η τωρινή ανάγνωσή του ήταν ασύγκριτα πιο ουσιαστική
από την αντίστοιχή του στην εφηβική μου ηλικία.
Ο «κοσμοκαλόγερος» της ελληνικής
λογοτεχνίας μάς χάρισε ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα παγκοσμίως με ηρωίδα του
μία δολοφόνο κατ’ εξακολούθηση ή serial killer, όπως έχει επικρατήσει να
αποκαλούμε τους κατά συρροή δολοφόνους. Η γριά Χαδούλα, ή Φραγκογιαννού, είναι
μία ηρωίδα που γεννά στον αναγνώστη ανάμικτα και αντικρουόμενα συναισθήματα,
καθώς η συμπεριφορά της δε διαμορφώνεται από το μίσος, την εκδίκηση ή τη
διαστροφή για τα θύματά της, όπως συμβαίνει με τους περισσότερους εγκληματίες,
αλλά από το διαστρεβλωμένο έλεος και την παρεξηγημένη συναίσθηση της αβάσταχτης
–σύμφωνα με την ίδια– μοίρας των κοριτσιών, σε μια εποχή όπου οι γυναίκες
θεωρούνταν κατώτερα όντα σε σχέση με τους άντρες, ενώ οι οικογένειες διέκριναν τα
τέκνα τους σε «παιδιά» και «κορίτσια»…
Ο Παπαδιαμάντης, χρησιμοποιώντας
γλώσσα γλαφυρή –γνήσια παραδοσιακή ντοπιολαλιά σε όλο της το μεγαλείο–, αλλά
και υποδόριο, ανεπαίσθητο μαύρο χιούμορ, αναπαριστά τη ζωή και τις συνήθειες
του αγροτικού και του αστικού κόσμου της εποχής εκείνης. Οι χωρικοί, οι
φουστανελάδες, οι «ταχτικοί», οι άνθρωποι του νόμου δηλαδή, με τα μικρά ρόπαλα στα
ζωνάρια τους που είχαν χαραγμένη την επιγραφή «Η Ισχύς του Νόμου», τα παιδιά με τα αθώα παιχνίδια τους, οι
βοσκοί, τα καφενεία, τα αγροτικά σπίτια με τους κοινόχρηστους αυλόγυρούς τους
και τα «φονικά» πηγάδια τους, οι στάνες-εν δυνάμει κρυψώνες, οι φυλακές της
Χαλκίδας με όλους τους «παρεξηγημένους» ενοίκους τους, οι ακροθαλασσιές-τυφλοί
και ανηλεείς «δήμιοι», η στέρνα-φέρετρο για δύο αθώα μικρά κορίτσια, το
παραγώνι δίπλα στο τζάκι με το πρώτο θύμα-εγγονή της Φόνισσας… Όλα αυτά
συνθέτουν ένα απαράμιλλο έργο, ένα περίτεχνο ψηφιδωτό από αξέχαστους ήρωες οι
ζωές των οποίων διασταυρώνονται κάποια στιγμή με αυτήν της αδίστακτης
Φραγκογιαννούς, άλλοτε ακίνδυνα και άλλοτε μοιραία.
Αυτή η «πρωτοπόρα» για την εποχή της serial killer είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα
καθ’ όλα συνηθισμένη, που σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα περνούσε
απαρατήρητη. Έχει τα παιδιά της, τα εγγόνια της, το φτωχικό της σπίτι και τη
μικρή περιουσία που της έδωσε ως προίκα ο πατέρας της κι εκείνη την αυγάτισε.
Όμως, η υποβόσκουσα πικρία της για τη σκληρή της μοίρα, αυτήν της υπηρέτριας
των γονιών της, της σκλάβας του συζύγου της, της δούλας των παιδιών της και,
τέλος, της υπηρέτριας των εγγονιών της, φέρνει στην επιφάνεια ένα κρυμμένο
μίσος και μια βαθιά απέχθεια για τα θηλυκά. Παρά το γεγονός ότι και η ίδια είναι
μάνα κοριτσιών, θεωρεί πως τα κορίτσια «δεν έχουν στον ήλιο μοίρα» σε αυτή την
ανδροκρατούμενη κοινωνία, όπου κάθε θηλυκό που γεννιέται έχει μια
προκαθορισμένη μοίρα γεμάτη δεινά, για το ίδιο και για την οικογένειά του. Ο
συγγραφέας, μέσα από τις περίεργες και αμφιλεγόμενες αντιλήψεις της ηρωίδας του,
κατορθώνει να αναπαραστήσει όλα τα έθιμα της εποχής και μέσω αυτής να εκφράσει
ίσως και τη δική του απαξίωση για πολλά από αυτά, όπως τον άδικο θεσμό του προικοσυμφώνου
που συνηθιζόταν τότε, ώστε οι γονείς να «εξαγοράζουν» έναν γαμπρό για το κάθε
κορίτσι τους, ώστε να μην τους «μείνει στο ράφι».
Η ηρωίδα του Παπαδιαμάντη θεωρεί,
λοιπόν, πως τα κορίτσια είναι βάρος για τους γονείς τους και βάρος για τους
ίδιους τους εαυτούς, καθώς δεν έχουν να προσμένουν σε καμιά απολύτως καλύτερη
μοίρα από τη δική της. Έτσι, καλό είναι «να μη σώνουν» και να πεθαίνουν νωρίς,
όσο ακόμα είναι μικρά και δεν έχουν να αφήσουν πίσω τους πολλές μνήμες και
μεγάλο πόνο από την απώλειά τους. Οι πεποιθήσεις της αυτές θα την οδηγήσουν στη
δολοφονία πέντε κοριτσιών, δύο εκ των οποίων ήταν βρέφη, και αρχής γενομένης
από τη νεογέννητη εγγονή της. Ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει σταδιακά πώς μπορεί
ένα φυσιολογικό ανθρώπινο πλάσμα να χάσει κάθε αίσθηση του καλού και του κακού,
να μετονομάσει τον φόνο «έλεος» και το έγκλημα «λύτρωση». Όμως, ταυτόχρονα, τονίζει
και την πανταχού παρούσα συνείδηση η οποία, μέσω των τύψεων, εισβάλει ακόμα και
στο πιο θολωμένο μυαλό και διεκδικεί το δικό της μερτικό.
Η γριά Χαδούλα, ή Φραγκογιαννού, είναι
μία ηρωίδα μοναδική στην ελληνική λογοτεχνία, απόλυτα ψυχογραφημένη και
σκιαγραφημένη από τον μεγάλο συγγραφέα, που μετατρέπεται σταδιακά σε Φόνισσα, η
οποία δολοφονώντας τα μικρά κορίτσια θεωρεί ότι, αφενός, γλιτώνει τα ίδια από
τη μιζέρια μιας ζωής γεμάτης βάσανα, υποταγή και πόνο και, αφετέρου, τους
δύστυχους γονείς τους από την αγωνία της αποκατάστασής τους. Όσο όμως κι αν η
Φόνισσα επιχειρεί να ξεφύγει από τους διώκτες της και τη «δαγκάνα» του Νόμου, που
την κυνηγούν ανελέητα ώστε να πληρώσει για τα κρίματά της, δεν υπάρχει κανένα
απάγκιο γι’ αυτήν, καμία εξιλέωση, καμία άφεση. Η Θεία Δίκη θα διεκδικήσει το
ακέραιο τίμημα για τις άδικες δολοφονίες που εκείνη διέπραξε και θα το πάρει με
αμετάκλητο και τραγικό τρόπο. Εν τέλει, Φίλοι μου, «Η
Φόνισσα» είναι ένα βιβλίο κλασσικό, αριστουργηματικό και
ανεπανάληπτο, ένα κόσμημα της ελληνικής, και όχι μόνο, λογοτεχνίας το οποίο
πρέπει να διαβάσει κάθε αναγνώστης που σέβεται τον εαυτό του.
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου & Σχόλια:
«Το
έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ανήκει σε ένα χαρακτηριστικό είδος του οποίου
δεν υπάρχει κάτι ανάλογο σε αυτό τον τομέα. Η μίξη της καθαρεύουσας του 19ου
αιώνα με τη "λαϊκή" γλώσσα αποτελεί μια εξαιρετική πρωτοτυπία που
ξαφνιάζει τον αναγνώστη και του δημιουργεί ένα ευχάριστο συναίσθημα που τον κάνει
να απολαμβάνει τη θαυμάσια χρήση του λόγου από τον "κοσμοκαλόγερο"
της ελληνικής πεζογραφίας. Παράλληλα, η υπόθεση όλων των διηγημάτων και των
μυθιστορημάτων του απεικονίζει γλαφυρά τη ζωή και τις συνήθειες τόσο του
αστικού όσο και του αγροτικού κόσμου εκείνης της εποχής.
H
«Φόνισσα» (1903) κατέχει, κατά
γενική ομολογία, ξεχωριστή θέση στο έργο του Παπαδιαμάντη. Ξεχωριστή και με τις
δύο σημασίες της λέξης: και ιδιαίτερη και εξέχουσα. Aν δεν υπήρχε η «Φόνισσα», το έργο αυτό θα έμενε
λειψό, όσο τουλάχιστον αφορά το πρόβλημα του κακού, πρόβλημα που δεσπόζει στο
παπαδιαμαντικό έργο. Xωρίς τη «Φόνισσα»
το έργο του Παπαδιαμάντη θα ήταν εντελώς διαφορετικό. Tο κακό που διαπράττει η
γραία Xαδούλα δεν είναι το καθημερινό κακό, το συνηθισμένο, το κοινωνικό, αλλά
το μέγα κακό, το ριζικό, το ασυγχώρητο.
Η
φόνισσα, η συγκλονιστική νουβέλα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, θεωρείται το
αριστούργημά του. Η σύλληψη, ο μύθος και η γλώσσα του συνθέτουν ένα λογοτεχνικό
έργο αξεπέραστο μέχρι σήμερα. Η αφήγηση γοργή, συχνά συμβολική, μα πάντα
συναρπαστική, γίνεται το όχημα μιας "παράξενης" ιστορίας, όπου τα
εγκλήματα σχεδόν δικαιώνονται από την πρόθεση της ίδιας της Φραγκογιαννούς.
Θρησκεία, έρωτας, ελληνικά ήθη, όλα δοσμένα με μοναδικό τρόπο από τον "Άγιο" των ελληνικών γραμμάτων. Και όπως έλεγε χαρακτηριστικά και ο ίδιος: "Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη."»
Θρησκεία, έρωτας, ελληνικά ήθη, όλα δοσμένα με μοναδικό τρόπο από τον "Άγιο" των ελληνικών γραμμάτων. Και όπως έλεγε χαρακτηριστικά και ο ίδιος: "Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη."»
Πηγή:
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου