Ταξίδια Μέσα Από Τη Λογοτεχνία!

Η Λογοτεχνία είναι για μένα ένα «παράθυρο» σ' έναν μαγικό κόσμο. Κάθε βιβλίο μάς ταξιδεύει σε κόσμους πραγματικούς ή φανταστικούς, τωρινούς, μελλοντικούς ή παρελθοντικούς. Ένα είναι το μόνο σίγουρο, κάθε βιβλίο που μας ενθουσιάζει, μας εντυπωσιάζει ή μας μαγεύει θέλουμε να το μοιραστούμε με άλλους φίλους-αναγνώστες. Έτσι κι εγώ, θέλω να μοιραστώ μαζί σας όσα βιβλία με ενθουσίασαν και με «γέμισαν» με πρωτόγνωρες ιδέες, εικόνες και συναισθήματα. Σαφώς και η άποψη του κάθε αναγνώστη είναι μοναδική και ένα βιβλίο που εμείς λατρέψαμε μπορεί κάποιος άλλος να το αντιπάθησε ή ακόμα και να το μίσησε... Μέσα από αυτήν την οπτική θεωρώ φρόνιμο να μη σχολιάζω όσα βιβλία δεν με εντυπωσίασαν ή με άφησαν αδιάφορη, διότι η άποψή μου είναι απολύτως υποκειμενική. Δεν θα ήθελα να προκαταλάβω αρνητικά κανέναν αναγνώστη, αποτρέποντάς τον από το να διαβάσει ένα βιβλίο το οποίο, ενδεχομένως, να τον ενθουσιάσει. Κάθε βιβλίο απαιτεί το κατάλληλο περιβάλλον, το υπόβαθρο και την ανάλογη διάθεση για να εκτιμηθεί, οπότε καλό θα είναι να μην απορρίπτουμε ποτέ τίποτα. Η έκφραση και αποτύπωση της δικής μου γνώμης για κάθε βιβλίο -αλλά και των απόψεων και σχολιασμών άλλων φίλων-συγγραφέων-αναγνωστών, που αναγράφονται στη σχετική κατηγορία-, έχουν ως μοναδικό σκοπό να εκφράσουν τον θαυμασμό μας για ορισμένα βιβλία που θεωρούμε άξια λόγου και θέλουμε να γίνουν ευρέως γνωστά, βοηθώντας έτσι τους αναγνώστες στην επιλογή του επόμενου βιβλίου που θα διαβάσουν. Πάντοτε με το μεγαλύτερο σεβασμό και θαυμασμό για όλους τους συγγραφείς, που μέσα από τις σελίδες των βιβλίων τους μας «ταξιδεύουν» μακριά από την εκάστοτε πραγματικότητα ή μας βοηθούν να την κατανοήσουμε καλύτερα, αλλά σε κάθε περίπτωση στολίζουν την ψυχή μας, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ!

Κλειώ Ισιδ. Τσαλαπάτη

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

Συνέντευξη με τον ΜΑΝΘΟ ΣΚΑΡΓΙΩΤΗ - Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

Μάνθος Σκαργιώτης
            Η αναγνωστική μου "γνωριμία" με τον αγαπητό συγγραφέα Μάνθο Σκαργιώτη έγινε μέσα από το πιο πρόσφατο και εξαιρετικό μυθιστόρημα του «Στο Δρόμο Των Αρωμάτων», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα. Το βιβλίο αυτό μου κέντρισε το ενδιαφέρον αρχικά από το εκπληκτικό του εξώφυλλο, πραγματικό έργο τέχνης, αλλά κατόπιν από την ασυνήθιστη και σαγηνευτική υπόθεση του οπισθόφυλλού του. Η αδυναμία μου στα ιστορικά μυθιστορήματα δεν είναι άγνωστη σε όσους από εσάς παρακολουθείτε αυτό το ιστολόγιο. Πάντα με σαγήνευε ο συνδυασμός της ατόφιας Ιστορίας, γεγονότων γνωστών ή λησμονημένων στο πέρασμα του χρόνου, με την ευρηματική μυθοπλασία που απορρέει απευθείας από το μυαλό κάθε συγγραφέα. Στην περίπτωση του Μάνθου Σκαργιώτη το συνταίριασμα αυτό ήταν μοναδικό και το αποτέλεσμα, το ιστορικό του μυθιστόρημα «Στο Δρόμο Των Αρωμάτων», αποτελεί ένα λογοτεχνικό αριστούργημα διαχρονικής αξίας, που παρασύρει τον αναγνώστη σε μια ατέλειωτη περιπλάνηση, η οποία εύχεται να μην τελειώσει ποτέ.
            Είναι, λοιπόν, ιδιαίτερη τιμή και χαρά για μένα να φιλοξενώ σήμερα στους «Φίλους Της Λογοτεχνίας» τον κ. Σκαργιώτη, ο οποίος δέχτηκε με μεγάλη χαρά να απαντήσει στο ερωτηματολόγιό μου, αποκαλύπτοντάς μας έναν εξαίρετο, ευγενικό και ιδιαίτερα σεμνό λογοτέχνη, ο οποίος μας δίνει την δυνατότητα μέσα από τις απαντήσεις του να γνωρίσουμε λίγο καλύτερα τον ίδιο, το σημαντικό έργο του και τις απόψεις του για τη λογοτεχνία και την συγγραφή. Τον ευχαριστώ θερμά για το χρόνο του, του εύχομαι να είναι καλοτάξιδα όλα τα βιβλία του και, ιδιαίτερα το τελευταίο αριστουργηματικό μυθιστόρημά του και σας προσκαλώ να διαβάσετε τη συνέντευξή του, ώστε να γνωρίσετε κι εσείς λίγο καλύτερα τον εξαίρετο συγγραφέα!

1) Αγαπητέ κ. Σκαργιώτη, είστε ένας συγγραφέας που συνδυάζει την πεζογραφία με την ποίηση εξίσου επιτυχημένα, ενώ το πιο πρόσφατο βιβλίο σας με τίτλο «Στο Δρόμο Των Αρωμάτων», από τις εκδόσεις Διόπτρα, είναι ένα από τα πιο αξιόλογα ιστορικά μυθιστορήματα που έχω διαβάσει έως τώρα. Ποιό ήταν το έναυσμα για την ενασχόλησή σας με τον κόσμο της λογοτεχνίας και το αντικείμενο της συγγραφής;

Ο καθένας μας, κ. Τσαλαπάτη, έχει κάτι μέσα του που δεν τον αφήνει να ησυχάσει. Οπότε ψάχνει να βρει τρόπο να το βγάλει για να ισορροπήσει και να αντέξει. Άλλος θα σκάψει το χωράφι (δεν εννοώ τον επαγγελματία αγρότη ή αυτόν που δεν μπορεί να αγοράσει λαχανικά), άλλος θα σκαλίσει την πέτρα ή το ξύλο, άλλος θα παίξει δηλωτή, άλλος θα τραγουδήσει κλπ. Εγώ βρήκα τον τρόπο που ένιωσα ότι μου ταιριάζει περισσότερο: τη συγγραφή. Πώς ξεκίνησε; Δεν μπορώ να το προσδιορίσω με ακρίβεια. Υποθέτω πως ήταν αποτέλεσμα του θαυμασμού μου για τα κείμενα και τους συγγραφείς που διάβαζα στο δημοτικό και στο γυμνάσιο· η μαγεία τους συνεχίζεται αμείωτη ακόμα. Ίσως έπαιξαν το ρόλο τους και οι αφηγήσεις που άκουγα παιδί, οι κουβέντες των μεγαλύτερων, τα τραγούδια του τόπου μου. Ακόμα κι ο ίδιος ο τόπος μου με τις ομορφιές του και τις ιδιοτροπίες του. Όλα αυτά και άλλα ανεξιχνίαστα μου άνοιξαν την πόρτα της λογοτεχνίας. Λειτούργησαν, ας πούμε, μέσα μου σαν δυναμίτης βραδύκαυστου φιτιλιού που κάποια στιγμή εξερράγη.   

2) Από πού αντλείτε την έμπνευση για κάθε έργο σας και πόσο δύσκολο είναι να  συγκεντρώσετε τις απαραίτητες πληροφορίες, ώστε να συνδυάσετε τυχόν ιστορικά γεγονότα, τόπους και μυθοπλασία στα βιβλία σας;

Δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι "τόποι" άντλησης. Η έμπνευση έρχεται μόνη της μέσω των πέντε αισθήσεων. Όταν περπατάς, όταν έχεις αϋπνία, όταν διαβάζεις, όταν συζητάς με κάποιον. Κι όταν έρθει η πρώτη έμπνευση, αυτή η πρώτη γίνεται όχημα της δεύτερης, η δεύτερη της τρίτης κ.ο.κ. Αλυσίδα. Όσο για τις πληροφορίες, ναι, χρειάζονται για οτιδήποτε γράψει κάποιος. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα. Σ’ αυτή την περίπτωση, δεν αρκούν μόνο οι πληροφορίες με τις οποίες θα "χτίσει" το μυθιστόρημα, αλλά όλες εκείνες με τις οποίες θα αναπλάσει τον κόσμο της συγκεκριμένης εποχής. Πρώτα για να τον κατανοήσει ο ίδιος και ύστερα για να εξασφαλίσει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να ξέρει πολύ καλά πού "βρίσκεται". Είναι επομένως μια εξαντλητική και συνάμα γοητευτική περιπέτεια. Γοητευτική, γιατί κατά τη διάρκεια της συγγραφής, αλλά και μετά, νιώθει πως ζει και σ’ εκείνη την εποχή. Μεγάλο προνόμιο. Πολλαπλασιάζει αυτό που είπε ο Σολωμός "μέγα καλό και πρώτο", τη ζωή του.    

3) Πιστεύετε πως ο συγγραφέας πρέπει να ταξιδεύει ώστε να έχει κάποια βιώματα από τις χώρες τις οποίες τυχόν περιγράφει στα βιβλία του και πόσο εφικτό είναι αυτό στην πράξη κατά τη γνώμη σας, ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή; Θεωρείτε πως είναι απαραίτητο κάτι τέτοιο, απλά και μόνο, για την "διεύρυνση των οριζόντων" του, ή αρκεί η έρευνα και η φαντασία;

Τα ταξίδια είναι από κάθε άποψη καλά. Οι διευρυμένοι ορίζοντες αναμφισβήτητα προσθέτουν στη δημιουργία. Στην εποχή μας περιορίστηκαν οι δυνατότητες επίσκεψης σε άλλες χώρες εξαιτίας της κρίσης. Συνάμα όμως, η εποχή μας (περισσότερο από τις παλιότερες) εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις για να γνωρίσουμε ξένους τόπους και λαούς χωρίς να βγούμε από το σπίτι μας. Εννοώ μέσω του διαδικτύου και της βιβλιογραφίας φυσικά. Δεν είναι επομένως εκ των ων ουκ άνευ το ταξίδι. Ο Παλαμάς έκανε στον «Δωδεκάλογο Του Γύφτου» καταπληκτικές περιγραφές τόπων στους οποίους δεν είχε πατήσει το πόδι του ποτέ. Αρκεί η έρευνα και η φαντασία. Ο συγγραφέας, άλλωστε, δεν φωτογραφίζει, αλλά πλάθει με τα υλικά που έχει στη διάθεσή του.    

4) Έχετε συμπεριλάβει ποτέ σε βιβλία σας κάποια προσωπικά σας βιώματα; Πόσο εύκολο, ή επώδυνο ήταν αυτό και πόσο εφικτή ήταν η αντικειμενική προσέγγισή τους συγγραφικά;

Στη μυθοπλασία θέλει δε θέλει ο συγγραφέας θα περάσει προσωπικά βιώματα. Αυτά όμως τα προσαρμόζει στην ιδιοσυγκρασία ενός ή περισσότερων προσώπων του έργου του. Δεν μπορεί να τα παρουσιάσει αυτούσια, όπως δηλαδή τα "χειρίστηκε" ο ίδιος στη συγκεκριμένη στιγμή που τα είχε. Επομένως, δε θα τα προσεγγίσει αντικειμενικά, αλλά όπως απαιτεί ο χαρακτήρας του προσώπου που τα βιώνει μυθιστορηματικά. Η προσωπική ευχαρίστηση ή οδύνη του συγγραφέα, κατά τη διάρκεια της συγγραφής, θα προκύπτει μόνο από τη συναισθηματική σχέση του με το πλαστό πρόσωπο. Εντέλει, ούτε αντικειμενική προσέγγιση βιωμάτων γίνεται ούτε τίθεται θέμα προσωπικού ψυχικού πόνου. Αν η θύμησή τους τον στενοχωρεί, αυτό είναι άλλο ζήτημα.

5) Στα βιβλία σας έχετε καταπιαστεί με ποικίλα θέματα ιστορικού, κοινωνικού, δραματικού περιεχομένου. Πιστεύετε πως το επιστημονικό υπόβαθρο είναι απαραίτητο για τη συγγραφή ενός βιβλίου, ή αρκεί το έμφυτο συγγραφικό ταλέντο;

Η επιστήμη πάντα βοηθά. Σε εφοδιάζει με λιγότερα ή περισσότερα όπλα για να αγωνιστείς με αξιώσεις στον κοινωνικό στίβο. Η δική μου επιστήμη, η φιλολογία, εκτός αυτού, είναι απαραίτητη για το χειρισμό της γλώσσας, τη δομή της παραγράφου, τη χρήση της λέξης, την οργάνωση του λόγου. Γιατί δεν αρκεί μόνο το τι θα πεις, αλλά και πώς θα το πεις. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως όσοι δεν είναι φιλόλογοι δε γράφουν σωστά. Γνωρίζω πολλούς συγγραφείς που γράφουν πολύ καλύτερα από έναν φιλόλογο, όπως φιλόλογους που ταλαιπωρούν τη γλώσσα. Βέβαια, πρέπει να υπάρχει συγγραφικό ταλέντο. Τα φιλολογικά εφόδια, αν δεν υπάρχουν εξαρχής, κατακτώνται με την άσκηση. Και ο τρόπος συγγραφής είναι μια άσκηση που διαρκεί όσο και η συγγραφική ζωή.  

6) Υπάρχει κάποιο μοτίβο ως προς το πότε σας "επισκέπτεται" η συγγραφική σας  έμπνευση; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ώρα, διάθεση, ή τόπος ίσως, που να σας προδιαθέτει να γράψετε, ή είναι κάτι που "ρέει" αβίαστα από μέσα σας συνέχεια; Με ποιο κριτήριο επιλέγετε το θέμα του επόμενου μυθιστορήματός σας;

Συγκεκριμένη ώρα ή τόπος όχι. Μπορεί οπουδήποτε και οποτεδήποτε να νιώσω μια λάμψη. Αλλά όπως το λέει η λέξη: λάμψη (που κρατάει δηλ. κάποια δευτερόλεπτα). Ας πούμε, σαν τίτλος κεφαλαίου, σκηνής, παραγράφου. Ύστερα χρειάζεται ένα είδος μυσταγωγίας: σταδιακή αποκοπή από τα γύρω μου και την τρέχουσα πραγματικότητα, είσοδος στον κόσμο του εν αρχή ή εν εξελίξει μυθιστορήματος, εγκλιματισμός στο περιβάλλον του και κατόπιν απόπειρα ανάπτυξης της παραγράφου ή της σκηνής ή του κεφαλαίου. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας μπορεί να με "επισκεφτούν" και άλλες εμπνεύσεις, που αυτές θα είμαι έτοιμος να τις κουμαντάρω και να τις αναπτύξω. Η μυσταγωγία και η ανάπτυξη γίνεται κατά κανόνα στο γραφείο μου. Ως προς την επιλογή του θέματος του επόμενου μυθιστορήματος: δεν μπορεί να προκαθοριστεί ούτε είναι εύκολο να εξηγηθεί. Προκύπτει ως εσωτερική ανάγκη που συνδέεται με την τρέχουσα πραγματικότητα, με τα σύγχρονα προβλήματα. Σε καμιά περίπτωση δεν εξετάζω τι πουλάει τη συγκεκριμένη εποχή, για να καταπιαστώ με σχετικό θέμα. Κι αυτό, γιατί δεν είμαι επαγγελματίας συγγραφέας ούτε έχω άγχος για να βρίσκομαι στην επικαιρότητα.  

7) Όταν ολοκληρώνετε ένα νέο μυθιστόρημά σας αρκείστε στη δική σας μόνο αξιολόγηση, πριν προχωρήσετε στην έκδοσή του, ή αναζητάτε πρώτα τη γνώμη κάποιου οικείου σας προσώπου του οποίου την κρίση εμπιστεύεστε;

Συζητώ γενικώς το θέμα με τους δικούς μου ανθρώπους· με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Ίσως και με έναν-δυο φίλους.

8) Από τα εννέα βιβλία σας υπάρχει κάποιο το οποίο ξεχωρίζετε, στο οποίο ίσως έχετε μεγαλύτερη αδυναμία και γιατί; Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για το καθένα και, γιατί όχι, την ιστορία "πίσω από την ιστορία" του καθενός;

Δύσκολη η απάντηση στο πρώτο ερώτημα. Μάλλον αδύνατη. Όσο για το άλλο ερώτημα, ευχαρίστως.

Τα δυο ποιητικά βιβλία γράφτηκαν στα φοιτητικά χρόνια μου. Οι «Ματωμένοι Σάρακες» είναι το πρόσωπο της δικτατορίας των συνταγματαρχών όπως το έβλεπε ένα εικοσάχρονο παιδί, ενώ το δεύτερο, «Στο ρυθμό της Κύπρου», είναι ένα τραγούδι για το μαρτυρικό νησί καθώς αντιστεκόταν στους Τούρκους εισβολείς το 1974.

Τα μυθιστορήματα:

«Το Λαθραίο». Αναφέρεται στα καπνά. Η εμπορία τους ήταν ανέκαθεν υπό κρατικό έλεγχο. Παλιότερα, σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, πολλοί μικρέμποροι έκαναν λαθρεμπόριο. Ο Γιώργος Ζήκος, το κεντρικό πρόσωπο αυτής της ιστορίας, ήταν ένας από εκείνους που, νύχτα σε νύχτα και με το φόβο της αστυνομίας και του προδότη, κουβαλούσαν λαθραίο από τον παραγωγό στον καπνέμπορο. Τόπος: ορεινά χωριά της Ηπείρου. Χρόνος: Λίγο πριν λίγο μετά το 1960. Στιγματισμένη η οικογένεια του Γιώργου πληρώνει την έντιμη στάση του τόσο στην Κατοχή όσο και στον Εμφύλιο και μπαίνει μέσα σε μια μεγάλη περιπέτεια (δίκη, φυλάκιση, εκτόπιση, δολοφονία, κατατρεγμός, ξενιτιά). Μια τραγωδία χωρίς τέλος που δείχνει με ζωντανά χρώματα τις απώλειες του Ελληνισμού και το σκληρό πρόσωπο της ελληνικής υπαίθρου μετά τη ματωμένη δεκαετία του 1940-50.
«Η Αλάνα Με Τις Ακονόπετρες». Η δράση εκτυλίσσεται στην Αθήνα. Θέμα: Η νεολαία της δεκαετίας του ‘90, τα προβλήματα και τα αδιέξοδά της. Ποιος ο ρόλος του σχολείου και της οικογένειας; Οι καταλήψεις δεν οδηγούν πουθενά, αντίθετα γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Το άτομο συντρίβεται στις μυλόπετρες μιας αλλοπρόσαλλης καθημερινότητας. Ο Αλέξης, ο πρωταγωνιστής αυτής της ιστορίας, απεικονίζει μια κοινωνία χωρίς αρχές, χωρίς αξίες και προσανατολισμό. Από υπάκουος και "υπήκοος" αρχικά, βλέπει κατόπιν να ξυπνάει καθυστερημένα η επαναστατικότητά του. Και, καθώς δεν του είχε επιτραπεί να διαμορφώσει στην ώρα του ελεύθερη προσωπικότητα, δεν ξέρει –ενώ θέλει– πώς να επαναστατήσει. Οπότε μοιραία έρχεται ο συμβιβασμός. Αλλά και μια απρόβλεπτη εξέλιξη.
 «Ουδέτερη Ζώνη». Οι βορειοηπειρώτες Πέτρος και Βιολέτα αναγκάζονται να φύγουν από την πατρίδα τους. Περνώντας χιονισμένα βουνά και δύσβατες πλαγιές, κατευθύνονται με τα παιδιά τους προς την Ελλάδα για αναζήτηση καλύτερης τύχης. Το όνειρό τους όμως γίνεται εφιάλτης. Το πληρώνουν με ανθρώπινες ζωές και ψυχική οδύνη. Η ελληνική πολιτεία βρίσκεται σε σύγχυση, η εκκλησία είναι αδιάφορη, οι άνθρωποι ξένοι και συχνά εχθρικοί. Στην άγνωστή τους πόλη «υποδοχής» οι παγίδες για τα μικρά παιδιά πολλές, ατιθάσευτοι οι φόβοι του πατέρα. Περιπλανώνται απροστάτευτοι και ανήμποροι. Όμως στην κορυφή του βουνού, σ’ ένα οροπέδιο, υπάρχει η ουδέτερη ζώνη. Το πρωτόγονο, το αδοκίμαστο. Αυτό που δεν μολύνθηκε από κανένα κοινωνικό σύστημα, από κανένα οικονομικό συμφέρον. Θα το επιλέξουν; Κι αν ναι, θα μπορέσει η φύση να δώσει στους εναπομείναντες της οικογένειας ό,τι δεν θέλησαν οι άνθρωποι να δώσουν;
«Δώδεκα Μήνες, Δεκατρία Φεγγάρια». Οι σχέσεις μιας παντρεμένης γυναίκας και ενός μοναχικού άντρα εξελίσσονται σε ορμητικό έρωτα. Η Ελένη αγαπά τον άντρα της και το παιδί τους, αλλά στον Στέφανο βλέπει το πάθος που δεν έζησε. Ένα μυστηριώδες όνειρο θα οδηγήσει τον Στέφανο στην Ήπειρο για μια εναγώνια αναζήτηση. Εκεί επισκέπτεται ένα χωριό δίπλα στον Άραχθο και παριστάνοντας τον βιολόγο συλλέγει πληροφορίες για πρόσωπα και πράγματα και ιδιαίτερα για το μοναστήρι, όπου κρύβονται μυστικά. Ακροβατώντας πάνω από απρόβλεπτα γεγονότα, κι ενώ εμμέσως προκάλεσε τον ερχομό της Ελένης σ’ αυτό το χωριό, ανακαλύπτει κομμάτια της οικογενειακής του ιστορίας και περνά δυο εξαντλητικές νύχτες. Τη νύχτα του φόβου και τη νύχτα του έρωτα… Όμως δώδεκα οι μήνες, δεκατρία τα φεγγάρια. Πώς να χωρέσει ο έρωτας μέσα στο χρόνο; Ως πού μπορεί να οδηγήσει αυτό το ανελέητο πάθος;
«Το Παρελθόν Επιστρέφει Από Τον Άλλο Δρόμο». Την κασέλα του γάμου, στις βαλκανικές χώρες, την κρατάει η γυναίκα σε όλη τη ζωή της. Εκεί φυλάει τη γαμήλια φορεσιά, το στεφανοχάρτι και πολύτιμα υφαντά. Μέσα της φυλακίζεται και το πνεύμα του κακού. Λένε πως, αν οι συγγενείς, τη μέρα του θανάτου της ιδιοκτήτριας, δεν κάψουν την κασέλα, το πνεύμα απελευθερώνεται και φέρνει κακοτυχία… Η υπόθεση του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται στην Ελλάδα, στη Γιουγκοσλαβία και στη Ρουμανία. Ο Γιοβάν Λάντοβιτς αναζητά τη νυφιάτικη κασέλα που είχε κατασκευάσει ο πεθερός του Μενέλαος (εκτοπισμένος μετά το 1949) για την αδελφή του, πριν ο ίδιος στρατευτεί, στην περίοδο του Εμφυλίου. Μια περιπετειώδης αναζήτηση, εν μέσω φόβων και μυστηριωδών δολοφονιών που περιπλέκουν τα πράγματα. Με φόντο το ανθρώπινο δράμα που, μετά τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία, παρέμενε ανοιχτή πληγή.  Πρόκειται για μια ιστορία η οποία ποτίζεται από τις υπόγειες φλέβες που ενώνουν τους βαλκανικούς λαούς.
«Ένα Κλειδί, Τρεις Πόρτες». Βασίζεται σε αληθινή ιστορία. Πρωταγωνιστές αυτής (της αληθινής) ήταν τρία πρόσωπα: μάνα, πατέρας και γιος. Η μάνα με τον γιο δολοφόνησαν με άγριο τρόπο τον βάρβαρο πατέρα. Πάνω σ’ αυτόν τον καμβά αναπτύσσεται το μυθιστόρημα στο οποίο ενυφαίνονται ένα πλήθος πλασματικών και πραγματικών γεγονότων, που συμβαίνουν στα χρόνια της δικτατορίας και αποκαλύπτονται είκοσι επτά χρόνια μετά. Ένας αγνοημένος "νεκρός", μια καλόγρια, ένας βουλευτής, ο αμφιλεγόμενου ήθους μητροπολίτης, μια εμβρόντητη σύζυγος, ο υιοθετημένος γιος, ο γέρος που κρατούσε μυστικά, η μισοσαλεμένη μάνα, όλοι παραδίνονται στη δίνη των συνεπειών των πράξεών τους. Αποκαλύπτεται έτσι η ελληνική κοινωνία με τους κατασκευασμένους ήρωες, τη συμπαιγνία των πολιτικών και της εκκλησίας, με τα σφοδρά ερωτικά και πολιτικά πάθη, με τα μεταπολιτευτικά ήθη της.
«Στο Δρόμο Των αρωμάτων». Το μυθιστόρημα συνεχίζει την παραλογή «Του Γιοφυριού Της Άρτας». Ο αδερφός (τι, έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει), ο Κωσταντίνος, γυρίζει από τα ξένα, βρίσκει το σπίτι του ρημαγμένο και οφείλει να εκτελέσει την τελευταία επιθυμία του νεκρού πατέρα: να πάει στα τρία γεφύρια –του Δούναβη, του Ευφράτη και της Άρτας– όπου θυσίασαν τις αδερφές του, και να φέρει από εκεί λίγο ασβέστη και λίγο χώμα, για να τα βάλει στο μνήμα του. Μόνο τότε θ’ αναπαυτεί η ψυχή του πατέρα. Ο δρόμος του γεμάτος περιπέτειες. Πειρατές, δουλέμποροι, αιχμαλωσίες, απαγωγές, ωραίες γυναίκες, μάγοι, αδυσώπητες αναμετρήσεις, σύντομες μα αληθινές φιλίες, σκοτεινές ιεροτελεστίες, ανατολίτικη λαγνεία, απρόοπτα, ανατροπές… Πίσω, στη μικρή πατρίδα του, τον περιμένουν ο δήμιος για ένα έγκλημα που έγινε τη μέρα της αναχώρησής του, ο προδότης της παιδικής φιλίας, η μάνα στην άκρη του γκρεμού κι η αρραβωνιαστικιά του ριγμένη ανάμεσα σε σφυρί κι αμόνι.         

9) Ο συγγραφέας  Μάνθος Σκαργιώτης βρίσκει το χρόνο να διαβάζει και για δική του ευχαρίστηση και όχι μόνο για έρευνα πάνω σε κάποιο μελλοντικό βιβλίο του; Εφόσον συμβαίνει αυτό, ποιό είδος λογοτεχνίας προτιμάτε περισσότερο ως αναγνώστης και γιατί;

Φροντίζω πάντα να βρίσκω χρόνο για διάβασμα. Λογοτεχνία, δοκίμια, εφημερίδες, άρθρα ποικίλου περιεχομένου, λαογραφικά κείμενα, ιστορία… Από τα λογοτεχνικά βιβλία προτιμώ καθετί που πιστεύω ότι έχει να μου δώσει κάτι. Αυτά δηλαδή που τα λέμε κοινωνικά (αν και, θα έλεγε κάποιος, πως κάτω απ’ αυτή την ομπρέλα χωράνε σχεδόν όλα τα είδη), ιστορικά μυθιστορήματα, διηγήματα, ποίηση... Τί δεν διαβάζω: Δεν μ’ ενδιαφέρουν τα θρίλερ, τα επιστημονικής φαντασίας και τα τρέχουσας (αγοραίας) αισθηματολογίας.

10)  Από την ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία υπάρχει κάποιο βιβλίο το οποίο έχετε λατρέψει και το οποίο "ζηλεύετε" ως λογοτεχνικό έργο και θα θέλατε να έχετε συγγράψει εσείς;

Λάτρεψα αρκετά ελληνικά και ξένα βιβλία. Ποτέ όμως δεν πέρασε απ’ το νου μου πως κάποιο θα ήθελα να το είχα γράψει εγώ. Ούτε τώρα τολμώ να σκεφτώ κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό να το πω αλλιώς: ζήλεψα τον τρόπο που χειρίστηκαν το θέμα τους οι συγγραφείς των λατρεμένων βιβλίων.

11) Ποιά είναι τα αγαπημένα σας βιβλία και συγγραφείς; Θεωρείτε ότι έχετε δεχθεί επιρροές από κάποιους ομότεχνούς σας, έλληνες ή ξένους, σύγχρονους ή κλασσικούς, στο δικό σας τρόπο γραφής, ύφους ή θεματολογίας;

Το «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι, τον «Κατάδικο» του Θεοτόκη, τα «Σταφύλια Της Οργής» του Στάινμπεκ, τα «Ποιήματα» του Γιώργου Κοτζιούλα και άλλα ακόμη. Μαζί μ’ αυτούς αγαπημένοι μου συγγραφείς είναι και εκείνοι που με άγγιξαν (όπως είπα σε προηγούμενη ερώτηση) με τα έργα τους στα χρόνια του δημοτικού και του γυμνασίου: Παπαντωνίου, Καρκαβίτσας, Δροσίνης, Βιζυηνός, Κουρτίδης, Σπεράντσας, Παπαδιαμάντης, Τέλλος Άγρας, Γρανίτσας, Βουτυράς. Αυτό δε σημαίνει πως θα διάβαζα με ευχαρίστηση ολόκληρο το έργο κάθε αγαπημένου συγγραφέα. Γιατί δεν είναι όλα θαυμαστά τα βιβλία ενός θαυμάσιου λογοτέχνη. Όσο για επιρροές, από πολλούς δέχτηκα. Όλοι οι συγγραφείς που μέσω των κειμένων τους γνώρισα, Έλληνες και ξένοι, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, με δίδασκαν δημιουργική γραφή. Και οι καλοί και οι λιγότερο καλοί. Γιατί διαβάζοντας μαθαίνει κανείς τι να επιδιώκει και τι να αποφεύγει. Όσο αφορά τη θεματολογία, αυτό είναι καθαρά θέμα προσωπικό και εξαρτάται από τον τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας.

12)  Πιστεύετε πως οι συγγραφείς οφείλουν να προβληματίζουν τους αναγνώστες "κεντρίζοντας" τη σκέψη τους, ή ο σκοπός των βιβλίων τους θα έπρεπε να είναι καθαρά και μόνο ψυχαγωγικός; Εσείς, ποιά μηνύματα επιδιώκετε να "περάσετε" στους αναγνώστες σας και σε ποιό είδος αναγνωστικού κοινού, συνήθως, απευθύνεστε μέσα από το συγγραφικό έργο σας;

Αναμφισβήτητα, οι συγγραφείς οφείλουν και να ψυχαγωγούν και να προβληματίζουν. Άλλωστε, μέσα από την ψυχαγωγία (όχι διασκέδαση) το κέντρισμα της σκέψης έρχεται έτσι κι αλλιώς. Ως προς τα μηνύματα, πιστεύω πως αυτά δεν πρέπει να αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά να βγαίνουν, αν βγαίνουν, αβίαστα από τις σελίδες του βιβλίου. Εκείνο που θέλω είναι να φτιάχνω μια μυθιστορηματική "κοινωνία" με τους δικούς της κανόνες, κώδικες αξιών, νόμους, προσανατολισμούς. Οι συμπεριφορές των προσώπων που δρουν μέσα σ’ αυτή ενδέχεται να λειτουργούν ως μηνύματα. Αυτά θα τα δει ο αναγνώστης κυρίως όταν ρίχνει λοξές ματιές στο κείμενο. Όσο για το αναγνωστικό κοινό, απευθύνομαι σ’ αυτούς που δεν αναζητούν τη συνταγή του εύπεπτου (σχέσεις αντρόγυνου, μοίρα, ένοχο παρελθόν, ξαφνικός έρωτας, μοιχεία, κρυφή ζωή, σύγκρουση, πόλεμος, εκδίκηση, χωρισμός, κλάμα, ψυχολογικές αναλύσεις, επανασύνδεση και πάει λέγοντας). Μ’ ενδιαφέρουν δηλαδή οι αναγνώστες που, κατά την ανάγνωση, δεν θέλουν να στέκονται μπροστά στον καθρέφτη τους αλλά πίσω από ανοιχτό παράθυρο.

13) Θεωρείτε ότι ο συγγραφέας θα πρέπει να ασχολείται με διαφορετικά είδη λογοτεχνίας και να πειραματίζεται θεματολογικά, ρισκάροντας το υπάρχον αναγνωστικό του κοινό, ή θα όφειλε να εμμένει στο είδος που τον έχει καθιερώσει;

Η ενασχόληση με τα πολλά κρύβει κινδύνους. Όπως, για παράδειγμα, να μην είσαι πουθενά, όσο θα ήθελες, καλός. Υπάρχουν βέβαια συγγενή είδη: μυθιστόρημα, νουβέλα, διήγημα… Όμως δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που θυσιάζεται κάποιο είδος υπέρ του άλλου. Ωστόσο, κάποιοι συγγραφείς είναι πολυσχιδείς. Δεν ξέρω αν η πολυμέρειά τους ωφελεί ή βλάπτει τη λογοτεχνία. Η γνώμη μου είναι να δίνει κανείς αυτό που μπορεί να δώσει με μεγαλύτερη επιτυχία και να αφήσει για τους άλλους όσα μπορούν εκείνοι να δώσουν καλύτερα. Ως προς τη θεματολογία, πιστεύω πως ο συγγραφέας δεν πρέπει να δεσμεύεται από το αναγνωστικό κοινό του, αλλά να συμμορφώνεται προς τις δικές του εσωτερικές ανάγκες. Αν είναι ειλικρινής και αγαπήσει ο ίδιος το έργο του, θα το αγαπήσουν και οι αναγνώστες.

14) Είχατε κάποιους "ενδοιασμούς" όταν αποφασίσατε να δώσετε το πρώτο σας βιβλίο προς έκδοση; Αγωνιούσατε ως προς την αποδοχή που θα τύχαινε από το αναγνωστικό κοινό; Το ιστορικό, κοινωνικό, αισθηματικό υπόβαθρο που δεσπόζει στα περισσότερα βιβλία σας, πιστεύετε πως παίζει το δικό του ρόλο στην αποδοχή αυτή;

Φυσικά και είχα, και ενδοιασμούς και αγωνία. Για να γίνει αποδεκτό ένα βιβλίο είτε από τον εκδότη είτε από τον αναγνώστη, πρέπει να είναι σύμφωνο με την αισθητική, την προτιμώμενη θεματολογία και την κουλτούρα αυτών των δυο. Κάτι τέτοιο όμως, αν συμβαίνει, θα πρέπει να είναι εντελώς τυχαίο. Ο συγγραφέας που σέβεται τον εαυτό του γράφει σύμφωνα με τη δική του αισθητική, τα δικά του ενδιαφέροντα, τον δικό του ψυχισμό. Αυτά είναι που θα παίξουν τον πρωτεύοντα ρόλο στην αποδοχή ή μη από τον εκδότη και τον αναγνώστη. Οπότε και οι ενδοιασμοί και η αγωνία είναι δικαιολογημένα.

15) Θεωρείτε πως η πραγματικότητα μπορεί να αποτελέσει  πηγή έμπνευσης για ένα συγγραφέα και, ειδικότερα, οι τόσο δύσκολες καταστάσεις που βιώνουμε τελευταία στην πατρίδα μας; Ή μήπως το ζητούμενο από τους αναγνώστες είναι ακριβώς η "φυγή" από αυτήν την πεζή πραγματικότητα;

Κατά κανόνα, βαθύτερη πηγή έμπνευσης αποτελεί η σύγχρονη πραγματικότητα. Να μη βγει όμως αυτή η πραγματικότητα φωτογραφημένη. Ο συγγραφέας οφείλει να βρει τρόπους "μεταποίησής" της σε τέχνη. Αν δε γίνει αυτό, κάνει τη δουλειά του δημοσιογράφου. Και οι δημοσιογράφοι ξέρουν να την κάνουν καλύτερα. Ας τους αφήσει. Αυτός μπορεί να παρουσιάσει στο έργο του μια παράπλευρη πραγματικότητα, σύγχρονη, ή να εγκαταλείψει εντελώς τον παρόντα χρόνο και να βρεθεί σε άλλους τόπους και άλλες εποχές, τα οποία (τόποι και εποχές) θα αποτελέσουν το πρόσχημα για να φανεί το σήμερα. Πιστεύω όμως ότι, σε κάθε περίπτωση, ο συγγραφέας πρέπει να κρατάει τον αναγνώστη σε εγρήγορση μπροστά στα δρώμενα του καιρού του. Για να το καταφέρει αυτό (συνεχίζω τον προηγούμενο συλλογισμό), είναι απαραίτητο να βάλει κάτω από τις λέξεις καθρέφτες, μέσα στους οποίους θα κινείται ο εν εξελίξει κόσμος, ο τωρινός. Επιπλέον, θα ήταν χρήσιμο μες στους καθρέφτες να φαινόταν και ο κόσμος στην αέναη πορεία του. Συμπερασματικά, ο συγγραφέας δεν αφήνει τον αναγνώστη να εφησυχάσει ή να ξεχαστεί ή να ξεφύγει από την πεζή, όπως είπατε, πραγματικότητα. Ναι, δεν τον αφήνει, αλλά ταυτόχρονα να τον ανταμείβει με μια γοητευτική ιστορία. Μακάρι κάθε λογοτεχνικό έργο να είναι κλαδί τριανταφυλλιάς που να έχει πάνω του και τριαντάφυλλο και αγκάθια.

16) Η επαγγελματική σας ιδιότητα ως φιλόλογου κατά πόσο σας επηρεάζει στην αντίστοιχη συγγραφική σας ιδιότητα; Έχει ποτέ κάποιο υπαρκτό πρόσωπο αποτελέσει πηγή έμπνευσης για κάποιον από τους ήρωες των βιβλίων σας;

Η ιδιότητα του φιλόλογου με βοηθάει πολύ κυρίως σε ό,τι σχετίζεται με τη γλώσσα και την έκφραση. Αλλά όχι μόνο. Χάρη στη δουλειά μου είχα την τύχη να "συνομιλώ", σχεδόν καθημερινά, με πολλά μυθιστορηματικά πρόσωπα και με πολλούς συγγραφείς. Μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας, οι σχέσεις μου αυτές εντάσσονταν στην ευρύτερη μαθητική "κοινωνία". Εκεί διεξάγονταν και οι "συνομιλίες" των μαθητών με τα ίδια μυθιστορηματικά πρόσωπα και τους ίδιους συγγραφείς. Οι συζητήσεις μου με τους μαθητές (με ομοφωνία, διαφωνία, ενστάσεις, αλληλοσυμπληρώσεις) δεν άφηναν κανέναν ανεπηρέαστο. Πολύ περισσότερο δεν άφηναν εμένα που γράφω. Ως προς το δεύτερο ερώτημα, ναι, βρίσκονται υπαρκτά πρόσωπα πίσω από κάποιους ήρωες βιβλίων μου. Για παράδειγμα: Όσο αφορά το «Λαθραίο»· ο πατέρας μου κουβαλούσε καπνό από τον Κρυφοβό Ιωαννίνων στα Κουκούλια της Άρτας· μου έχουν μείνει έντονες εικόνες από τότε. Ή το «Ένα Κλειδί, Τρεις Πόρτες» βασίζεται σε πραγματική ιστορία· η μάνα, ο φονιάς, ο σκοτωμένος είναι υπαρκτά πρόσωπα. Βέβαια, αυτά τα υπαρκτά πρόσωπα αποτέλεσαν μόνο αφορμές. Στην πορεία της αφήγησης η εν γένει συμπεριφορά τους "υποτάχτηκε" στις ανάγκες του μυθιστορήματος. Να προσθέσω, τέλος, ότι συνήθως οι χαρακτήρες των έργων "χτίζονται" με στοιχεία γνωστών μας καθημερινών ανθρώπων.

17) Εσείς, με  την έως τώρα πείρα σας στον χώρο της συγγραφής, τί θα συμβουλεύατε όλους τους νέους, επίδοξους συγγραφείς, οι οποίοι ονειρεύονται να δουν κάποτε ένα βιβλίο τους στις προθήκες των βιβλιοπωλείων και ιδιαίτερα εν μέσω αυτής της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας;

Να διαβάζουν πολύ. Κι όταν γράφουν, να έχουν την τόλμη να διαγράφουν, να πετάνε. Κι ό,τι γράφουν να το αφήνουν ένα εύλογο χρονικό διάστημα στην άκρη, για να το "ξεχάσουν". Έτσι θα μπορέσουν να κρατήσουν μια συναισθηματική απόσταση από αυτό και, όταν το ξαναπάρουν στα χέρια τους, θα το δουν με τα μάτια του αναγνώστη. Ύστερα, να ξαναμπούν στην περιπέτεια της δεύτερης γραφής. Κι όταν νιώσουν ότι είναι πλήρως συμφιλιωμένοι με το κείμενό τους, τότε να χτυπήσουν την πόρτα του εκδότη. Αν δε γίνει δεκτό το έργο τους, να μην το βάλουν κάτω. Σε κάποιον άλλο εκδότη θα αρέσει και θα το δεχτεί. Σίγουρα, αυτά τα τελευταία πέντ’ έξι χρόνια οι συνθήκες για την έκδοση ενός βιβλίου δεν είναι ευνοϊκές. Η κρίση έχει λιγοστέψει τους τίτλους που βγαίνουν κάθε χρόνο. Αυτό μπορεί να είναι καλό, γιατί γίνεται σοβαρότερο ξεδιάλεγμα. Επομένως, καταβάλλεται και μεγαλύτερη προσπάθεια εκ μέρους των συγγραφέων για να δώσουν αξιολογότερο έργο. Όπως και να ‘χει, αυτός που έχει ταλέντο και ασίγαστη εσωτερική ανάγκη να εκφραστεί γράφοντας, θα δει κάποια μέρα το βιβλίο του στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.

18) Κλείνοντας και, αφού σας ευχαριστήσω θερμά για την τιμή της παραχώρησης  αυτής της συνέντευξης, θα ήθελα να σας ευχηθώ ολόψυχα καλή επιτυχία σε όλα σας τα βιβλία αλλά, ειδικότερα, στο πιο πρόσφατο εξαιρετικό μυθιστόρημά σας, «Στο Δρόμο Των Αρωμάτων», και να σας ρωτήσω για τα άμεσα συγγραφικά σας σχέδια. Τι να περιμένουμε από εσάς στο μέλλον;

Μυθιστόρημα με φόντο την Ελλάδα των τελευταίων εξήντα χρόνων, από τη μια, την Αφρική στη διαχρονικότητά της, από την άλλη. Ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα που με συναρπάζει. Ελπίζω να φτάσει στο τέρμα του.
Σας ευχαριστώ κι εγώ, κυρία Τσαλαπάτη, για όσα προσφέρετε στην υπόθεση του Βιβλίου και στον πολιτισμό, και για τη φιλοξενία στους «Φίλους της Λογοτεχνίας».

Βιογραφία του Μάνθου Σκαργιώτη:

Ο Μάνθος Σκαργιώτης γεννήθηκε στο χωριό Μονολίθι Ιωαννίνων το 1952. Σπούδασε φιλολογία. Ζει στην Αθήνα. Έχει εκδώσει επτά μυθιστορήματα και δυο ποιητικές συλλογές. Ποιήματά του περιλαμβάνονται σε ανθολογίες. Δημοσίευσε εισαγωγικές μελέτες για έργα του Κ. Θεοτόκη, του Κ. Κρυστάλλη και του Γιώργου Κοτζιούλα, καθώς και πορτρέτα ηπειρωτών δημιουργών. Αφηγήματά του είναι δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά.

Η εργογραφία του αναλυτικά: «Το Λαθραίο» (Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991), «Ουδέτερη Ζώνη» (Κέδρος, Αθήνα 1995), «Η Αλάνα Με Τις Ακονόπετρες» (Δωρικός, Αθήνα 1995), «Δώδεκα Μήνες, Δεκατρία Φεγγάρια» (Εμπειρία Εκδοτική, Αθήνα 2001), «Το Παρελθόν Επιστρέφει Από Τον Άλλο Δρόμο» (Εμπειρία Εκδοτική, Αθήνα 2004), «Ένα Κλειδί, Τρεις πόρτες» (Μεταίχμιο, Αθήνα 2009).
Ποιήματα: «Ματωμένοι Σάρακες», Κριτήριο, Αθήνα 1974
«Στο ρυθμό της Κύπρου», Ιδιωτ. έκδοση, Γιάννενα 1978

Εργογραφία του Μάνθου Σκαργιώτη:

«ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΩΝ ΑΡΩΜΑΤΩΝ» (2015)
Εκδόσεις: Διόπτρα
Σελίδες: 552
Τιμή: 15,93 €

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

«"Τι έχω αδερφό στην ξενιτιά μη λάχει και περάσει".

Με το που γυρίζει από τα μακρινά ξένα ο Κωσταντίνος Ντούλας ξορκίζεται να εκτελέσει την τελευταία επιθυμία του νεκρού πατέρα του. Πριν από μερικά χρόνια οι τρεις αδερφές του είχαν θυσιαστεί για να στεριώσουν τρία ονομαστά γεφύρια: του Δούναβη, του Ευφράτη και της Άρτας. Ο πατέρας του δεν θα βρει αναπαμό, αν ο Κωσταντίνος δεν πάει στα τρία γεφύρια για να φέρει από εκεί λίγο ασβέστη και λίγο χώμα.
Ο δρόμος του απ’ την Ήπειρο ως τη Μεσοποταμία και τις παραδουνάβιες χώρες είναι στρωμένος με περιπέτειες και κινδύνους. Πειρατές, δουλέμποροι, θεομπαίχτες καλόγεροι, αιχμαλωσίες, καμηλιέρηδες, περιστασιακοί έρωτες, ληστές, βεδουίνοι, ιεροφάντες, σύντομες μα βαθιές φιλίες, μάγοι, φοβισμένα στόματα, αδυσώπητες αναμετρήσεις, δερβίσηδες, ανατολίτικη λαγνεία, σκοτεινές ιεροτελεστίες, τεκέδες, απαγωγές, αφιλόξενες στέπες? και μέσα σ’ όλα μια αγάπη αναμμένο κάρβουνο κάτω απ’ τη στάχτη.
Ακόμα όμως κι αν καταφέρει να γλιτώσει και γυρίσει πίσω στη μικρή πατρίδα του, τον περιμένουν ο δήμιος για ένα έγκλημα που διαπράχτηκε τη μέρα της αναχώρησής του, ο προδότης της παιδικής φιλίας, η μάνα στην άκρη του γκρεμού κι η αρραβωνιαστικιά του ριγμένη ανάμεσα σε σφυρί και αμόνι.»

Διαβάστε ολόκληρη την κριτική στους «Φίλους Της Λογοτεχνίας» από τον ακόλουθο σύνδεσμο:«ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΩΝ ΑΡΩΜΑΤΩΝ», του Μάνθου Σκαργιώτη - Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

«ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΤΡΕΙΣ ΠΟΡΤΕΣ» (2009)
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 302

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

«Βασισμένο σε πραγματικά περιστατικά, το μυθιστόρημα αυτό αφηγείται μια πολύ δυνατή ιστορία.
Πριν από είκοσι εφτά χρόνια ο Γρηγόρης μαζί με τη μάνα του σκοτώνουν και τεμαχίζουν τον τύραννο πατέρα. Άθελά τους μπλέκουν στον φόνο και τον μικρό αδελφό τον Λευτέρη, ο οποίος, αφού τους βοηθάει να κρύψουν το πτώμα, χάνεται κυνηγημένος από τύψεις. Είκοσι εφτά χρόνια μετά, παραμονές εθνικών εκλογών, ο Γρηγόρης, υποψήφιος βουλευτής, δέχεται μια αναπάντεχη επίσκεψη. Ο μικρός του αδελφός, τον οποίο όλοι θεωρούσαν νεκρό, έχει επιστρέψει προκειμένου να λάβει το μερίδιό του από την πατρική κληρονομιά. Όλη η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια νύχτα και ο αναγνώστης πληροφορείται την ιστορία μέσα από φλασμπάκ.»

«ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ» (2004)
Εκδόσεις: Εμπειρία Εκδοτική
Σελίδες: 235

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

«Την κασέλα του γάμου, στις βαλκανικές χώρες, την κρατάει η γυναίκα σε όλη τη ζωή της. Εκεί φυλάει τη γαμήλια φορεσιά, το στεφανοχάρτι και πολύτιμα υφαντά. Μέσα της φυλακίζεται και το πνεύμα του κακού. Λένε πως αν οι συγγενείς, τη μέρα του θανάτου της ιδιοκτήτριας, δεν την κάψουν, το πνεύμα απελευθερώνεται και φέρνει κακοτυχία.

Ο Μενέλαος την κασέλα την έφτιαξε για την αδελφή του στη Ροδαυγή, αναγκάστηκε να την κρύψει με την έναρξη του Εμφυλίου στην Ελλάδα. Ο ίδιος βρέθηκε στη Γιουγκοσλαβία, όταν ο Τίτο έκλεισε τα σύνορα, και αποκλείστηκε για πάντα εκεί. Μετά από χρόνια, η προσπάθεια να βρεθεί η κασέλα και να τακτοποιηθεί εκείνη η παλιά εκκρεμότητα γίνεται σκοπός ζωής του Γιοβάν, που γνώρισε τον Μενέλαο και ορκίστηκε να εκπληρώσει αυτή την τελευταία του επιθυμία... Μία αναζήτηση που εντείνεται ακόμα περισσότερο από το φόβο των κατοίκων του χωριού και τις μυστηριώδεις δολοφονίες που περιπλέκουν τα πράγματα...»

Το μυθιστόρημα "Το παρελθόν επιστρέφει από τον άλλο δρόμο" είναι μια ιστορία η οποία ποτίζεται από τις υπόγειες φλέβες που ενώνουν τους βαλκανικούς λαούς.

«ΔΩΔΕΚΑ ΜΗΝΕΣ, ΔΕΚΑΤΡΙΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ» (2001)
Εκδόσεις: Εμπειρία Εκδοτική
Σελίδες: 169

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

«Ο έρωτας της Ελένης αναστατώνει τη ζωή του Στέφανου. Κι αυτός αφήνεται στο ανελέητο πάθος που τον πλημμυρίζει. Ανακαλύπτει τις μυστικές, λυτρωτικές δυνάμεις που κρύβει ο έρωτας και βρίσκει το νήμα για το λαβύρινθο της ψυχής του. Όμως πώς να χωρέσει ο έρωτας μέσα στο χρόνο;
Δώδεκα οι μήνες, δεκατρία τα φεγγάρια. Ίσως γιατί το φεγγάρι που περισσεύει να είναι για μια αγάπη σαν κι αυτή. Δυνατή κι ας είναι παράνομη...»


«Η ΑΛΑΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΚΟΝΟΠΕΤΡΕΣ» (1995)
Εκδόσεις: Δωρικός
Σελίδες: 180

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

«Ο Αλέξης, πρωταγωνιστής της ιστορίας, αποτυπώνει ανάγλυφα τη σύγχρονη κοινωνία, την κοινωνία χωρίς αρχές, αξίες, χωρίς ιδανικά. Το άτομο συντρίβεται ανάμεσα στις μυλόπετρες μιας αλλοπρόσαλλης πορείας, όπου επιτυχία λογίζεται το υλικό συμφέρον και η φτιασιδωμένη προβολή και χάνεται απρόσμενα μεσοστρατίς ο άνθρωπος.»

«ΟΥΔΕΤΕΡΗ ΖΩΝΗ» (1995)
Εκδόσεις: Κέδρος
Σελίδες: 194

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

«Οι βορειοηπειρώτες Πέτρος και Βιολέτα αναγκάζονται να φύγουν από την πατρίδα τους. Περνώντας χιονισμένα βουνά και δύσβατες πλαγιές, κατευθύνονται με τα παιδιά τους προς την Ελλάδα για αναζήτηση καλύτερης τύχης. Το όνειρό τους όμως γίνεται εφιάλτης. Το πληρώνουν με ανθρώπινες ζωές και ψυχική οδύνη. Η ελληνική πολιτεία βρίσκεται σε σύγχυση, η εκκλησία είναι αδιάφορη, οι άνθρωποι ξένοι και συχνά εχθρικοί. Στην άγνωστή τους πόλη «υποδοχής» οι παγίδες για τα μικρά παιδιά πολλές, ατιθάσευτοι οι φόβοι του πατέρα. Περιπλανώνται απροστάτευτοι και ανήμποροι. Όμως στην κορυφή του βουνού, σ’ ένα οροπέδιο, υπάρχει η ουδέτερη ζώνη. Το πρωτόγονο, το αδοκίμαστο. Αυτό που δεν μολύνθηκε από κανένα κοινωνικό σύστημα, από κανένα οικονομικό συμφέρον. Θα το επιλέξουν; Κι αν ναι, θα μπορέσει η φύση να δώσει στους εναπομείναντες της οικογένειας ό,τι δεν θέλησαν οι άνθρωποι να δώσουν;»

«ΤΟ ΛΑΘΡΑΙΟ» (1991)
Εκδόσεις: Παρατηρητής
Σελίδες: 196

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

«Αναφέρεται στα καπνά. Η εμπορία τους ήταν ανέκαθεν υπό κρατικό έλεγχο. Παλιότερα, σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, πολλοί μικρέμποροι έκαναν λαθρεμπόριο. Ο Γιώργος Ζήκος, το κεντρικό πρόσωπο αυτής της ιστορίας, ήταν ένας από εκείνους που, νύχτα σε νύχτα και με το φόβο της αστυνομίας και του προδότη, κουβαλούσαν λαθραίο από τον παραγωγό στον καπνέμπορο. Τόπος: ορεινά χωριά της Ηπείρου. Χρόνος: Λίγο πριν λίγο μετά το 1960. Στιγματισμένη η οικογένεια του Γιώργου πληρώνει την έντιμη στάση του τόσο στην Κατοχή όσο και στον Εμφύλιο και μπαίνει μέσα σε μια μεγάλη περιπέτεια (δίκη, φυλάκιση, εκτόπιση, δολοφονία, κατατρεγμός, ξενιτιά). Μια τραγωδία χωρίς τέλος που δείχνει με ζωντανά χρώματα τις απώλειες του Ελληνισμού και το σκληρό πρόσωπο της ελληνικής υπαίθρου μετά τη ματωμένη δεκαετία του 1940-50.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου