Ταξίδια Μέσα Από Τη Λογοτεχνία!

Η Λογοτεχνία είναι για μένα ένα «παράθυρο» σ' έναν μαγικό κόσμο. Κάθε βιβλίο μάς ταξιδεύει σε κόσμους πραγματικούς ή φανταστικούς, τωρινούς, μελλοντικούς ή παρελθοντικούς. Ένα είναι το μόνο σίγουρο, κάθε βιβλίο που μας ενθουσιάζει, μας εντυπωσιάζει ή μας μαγεύει θέλουμε να το μοιραστούμε με άλλους φίλους-αναγνώστες. Έτσι κι εγώ, θέλω να μοιραστώ μαζί σας όσα βιβλία με ενθουσίασαν και με «γέμισαν» με πρωτόγνωρες ιδέες, εικόνες και συναισθήματα. Σαφώς και η άποψη του κάθε αναγνώστη είναι μοναδική και ένα βιβλίο που εμείς λατρέψαμε μπορεί κάποιος άλλος να το αντιπάθησε ή ακόμα και να το μίσησε... Μέσα από αυτήν την οπτική θεωρώ φρόνιμο να μη σχολιάζω όσα βιβλία δεν με εντυπωσίασαν ή με άφησαν αδιάφορη, διότι η άποψή μου είναι απολύτως υποκειμενική. Δεν θα ήθελα να προκαταλάβω αρνητικά κανέναν αναγνώστη, αποτρέποντάς τον από το να διαβάσει ένα βιβλίο το οποίο, ενδεχομένως, να τον ενθουσιάσει. Κάθε βιβλίο απαιτεί το κατάλληλο περιβάλλον, το υπόβαθρο και την ανάλογη διάθεση για να εκτιμηθεί, οπότε καλό θα είναι να μην απορρίπτουμε ποτέ τίποτα. Η έκφραση και αποτύπωση της δικής μου γνώμης για κάθε βιβλίο -αλλά και των απόψεων και σχολιασμών άλλων φίλων-συγγραφέων-αναγνωστών, που αναγράφονται στη σχετική κατηγορία-, έχουν ως μοναδικό σκοπό να εκφράσουν τον θαυμασμό μας για ορισμένα βιβλία που θεωρούμε άξια λόγου και θέλουμε να γίνουν ευρέως γνωστά, βοηθώντας έτσι τους αναγνώστες στην επιλογή του επόμενου βιβλίου που θα διαβάσουν. Πάντοτε με το μεγαλύτερο σεβασμό και θαυμασμό για όλους τους συγγραφείς, που μέσα από τις σελίδες των βιβλίων τους μας «ταξιδεύουν» μακριά από την εκάστοτε πραγματικότητα ή μας βοηθούν να την κατανοήσουμε καλύτερα, αλλά σε κάθε περίπτωση στολίζουν την ψυχή μας, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ!

Κλειώ Ισιδ. Τσαλαπάτη

Σάββατο 5 Απριλίου 2014

«ΝΟΜΟΣ», της Μαρίας Ζαχαράκη - Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

«ΝΟΜΟΣ», της Μαρίας Ζαχαράκη - Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη
Εκδόσεις: Momentum Books
Σελίδες: 454
Ημερομηνία Έκδοσης: 28/4/2014                                   
     Είναι ιδιαίτερη τιμή και χαρά για μένα να σας παρουσιάσω κατ’ αποκλειστικότητα ένα απόσπασμα από το εξαιρετικό και πρωτότυπο μυθιστόρημα φαντασίας της Μαρίας Ζαχαράκη, «Νόμος»!   
     Το βιβλίο αυτό αποτελεί το 1ο μέρος μιας τετραλογίας που συνδυάζει με σαγηνευτικό τρόπο το πραγματικό με το φανταστικό, την περιπέτεια με τον έρωτα, τα πανάρχαια μυστικά της Θρησκείας και της αναζήτησης του ανθρώπου για την προέλευσή του, με τη σύγχρονη πραγματικότητα. 
     Ένα μυθιστόρημα που καθηλώνει τον αναγνώστη από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα. Ένα βιβλίο που σας προτείνω ανεπιφύλακτα να διαβάσετε Φίλοι μου!

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

«Ένας εξόριστος έρωτας, μια μυστηριώδης γυναίκα για την οποία όλοι σιωπούν και ένα σχέδιο εκδίκησης που περιμένει επί αιώνες την κατάλληλη στιγμή, για να ανατρέψει τον Νόμο…
Όταν η Αντριάνα, πρωτοετής φοιτήτρια στο τμήμα φιλοσοφίας της Οξφόρδης, αναλαμβάνει με τέσσερις συμφοιτητές της μια εργασία για τη δημιουργία του ανθρώπου, το μόνο που έχει στο νου της είναι ένας καλός βαθμός.
Αυτό που δεν φαντάζεται ποτέ είναι ότι, καλά κρυμμένο στις σελίδες της Βίβλου και στις τοιχογραφίες του Μιχαήλ Αγγέλου που μελετά για την εργασία, βρίσκεται το μυστικό των Αρχαγγέλων της Δημιουργίας: το πρώτο μυστικό του Κόσμου, άρρηκτα δεμένο με τη μοίρα της.
Και σίγουρα δεν περιμένει ότι θα ερωτευτεί με την πρώτη ματιά έναν Αρχάγελλο που περπατά ανάμεσα στους ανθρώπους και ότι θα τον διεκδικήσει από τον Θεό, παραβιάζοντας τον πρώτο Νόμο που Εκείνος θέσπισε...
Το ζευγάρι θα βρεθεί να ακροβατεί ανάμεσα στον πόθο και την αμαρτία, την πτώση και τον έρωτα, το θάνατο και τη ζωή …
Ενώ οι πέντε φοιτητές προσπαθώντας ν’ ανακαλύψουν την αλήθεια, θα έρθουν αντιμέτωποι με τη μεγαλύτερη πλεκτάνη της Ιστορίας: ένας εξόριστος έρωτας, μια μυστηριώδης γυναίκα για την οποία όλοι σιωπούν και ένα σχέδιο εκδίκησης που περιμένει επί αιώνες την κατάλληλη στιγμή, για να ανατρέψει τον Νόμο…»

Βιογραφία Συγγραφέως:

Η Μαρία Ζαχαράκη είναι απόφοιτος του τμήματος νηπιαγωγών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και εργάζεται σε δημόσιο νηπιαγωγείο. Από μικρή έγραφε ιστορίες, ώσπου αυτές οι ιστορίες έγιναν το υλικό για το πρώτο της βιβλίο.

Απόσπασμα από το «Νόμο»:

                                                                       ΟΞΦΟΡΔΗ
  
Έβαλα τα τελευταία πράγματα στη βαλίτσα μου και την έκλεισα με μια γρήγορη κίνηση. Έριξα μια τελευταία ματιά στο χώρο, έκλεισα τα μάτια μου παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, και όρμησα έξω σπρώχνοντας τις αποσκευές μου στη σκάλα.
«Αντριάνα;», ακούστηκε η δυνατή φωνή του μπαμπά  μου. «Βιάσου, θα χάσεις το αεροπλάνο».
«Έρχομαι, έρχομαι», φώναξα αποφασιστικά.
Μου ήταν δύσκολο να αφήσω το σπίτι μου, ήθελα δυο λεπτά ακόμη. Μια τελευταία ματιά στο δωμάτιό μου.
«Έλα επιτέλους, Άντριαν!»
Η μαμά μου βρέθηκε δίπλα μου και τράβηξε τη βαλίτσα. Ψηλή, καστανόξανθη με γκριζογάλανα μάτια. Τα χαρακτηριστικά της ήταν λεπτά, το δέρμα της διάφανο, λευκό, με λίγες ρυτίδες γύρω από τα μάτια που μόνο γοητεία πρόσθεταν στην ομορφιά της. Ήταν Αγγλίδα και ένα καλοκαίρι ήρθε διακοπές στην Ιταλία, όπου γνώρισε τον μπαμπά μου: μελαχρινός, μαύρα μαλλιά, μαύρα μάτια. Ο έρωτας ήταν προβλέψιμος και κεραυνοβόλος: Καλοκαίρι, ήλιος, θάλασσα, η ξανθιά τουρίστρια που πέφτει στην αγκαλιά του Λατίνου. Όχι όμως, εφήμερος. Ο γάμος τους μετρούσε δεκαεννιά χρόνια και ήταν ακόμη ερωτευμένοι όσο και την πρώτη μέρα. Εγώ βέβαια, ποτέ δεν κατάλαβα αυτό το «έρωτας με την πρώτη ματιά». Είναι ποτέ δυνατόν να συμβαίνει τόσο γρήγορα, να σου χτυπά την πόρτα τόσο απροσδόκητα, να γίνεσαι έρμαιό του τόσο ανεπιφύλακτα;
Κι όμως, να που συνέβη στους γονείς μου με διάρκεια και αποδείξεις: εμένα, το επιστέγασμα αυτού του έρωτα. Την Αντριάνα, Λιλιάνα Πρίμι. Όχι ιδιαίτερα ψηλή, με κατάμαυρα μαλλιά που έπεφταν σε χαλαρές μπούκλες έως τη μέση μου, σταρένια επιδερμίδα κάπως χλομή, μάλλον∙ έμοιαζα περισσότερο στον πατέρα μου, αλλά είχα τα μεγάλα, γκριζογάλανα μάτια της μαμάς μου. Δεν μπορούσε κάποιος να πει σίγουρα ότι είμαι Ιταλίδα και οπωσδήποτε, όχι Αγγλίδα. Μιλούσα τα αγγλικά το ίδιο καλά με τα ιταλικά, η μαμά μου φρόντισε γι’ αυτό από όταν γεννήθηκα. Μεγάλωσα στη Φλωρεντία, έχοντας μια ήσυχη ζωή, κάνοντας ότι και τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας μου. Στην Αγγλία δεν πηγαίναμε πολύ συχνά, της μαμάς μου δεν της άρεσε ιδιαίτερα η πατρίδα της. Πολλές φορές, μου έδινε την εντύπωση ότι αγαπούσε την Ιταλία περισσότερο κι από τους Ιταλούς. Έχω λίγες αναμνήσεις από το Εδιμβούργο, όπου πήγαμε κάποια καλοκαίρια.
Εγώ αντίθετα λάτρευα την αγγλική εξοχή, με το υγρό κλίμα του Ατλαντικού. Μου άρεσε το ατελείωτο πράσινο, που σταματούσε μονάχα στον ορίζοντα του μισοσκότεινου αγγλικού ουρανού.
«Άντριαν, μ’ ακούς;», ρώτησε η μαμά μου.
«Συγγνώμη, αφαιρέθηκα», απάντησα βιαστικά.
Κατεβήκαμε έως την είσοδο του σπιτιού όπου μας περίμενε ο μπαμπάς μου και τακτοποίησε τα πράγματά μου στο αυτοκίνητο. Η διαδρομή μέχρι το αεροδρόμιο ήταν σύντομη ενώ η μαμά μου φλυαρούσε, δίνοντας τις τελευταίες συμβουλές:
«Να προσέχεις, να τρως καλά, να ντύνεσαι ζεστά, κυρίως αυτό».
Γύρισε και με κοίταξε.
«Με προσέχεις, Άντριαν;»
«Ναι μαμά, σε προσέχω», είπα βαριεστημένα.
Κοίταξα σκεφτική έξω από το αυτοκίνητο. Τα δέντρα έφευγαν γρήγορα, ο ουρανός ήταν κάπως μουντός κι εγώ βυθισμένη στις σκέψεις μου. Πώς θα είναι εκεί, αναρωτήθηκα. Έριξα μια κλεφτή ματιά στους γονείς μου… Πόσο πολύ θα μου έλειπαν…
«Τι σκέφτεσαι επιτέλους, Αντριάνα;»
Η μαμά μου γύρισε άλλη μια φορά να με κοιτάξει απορημένη.
«Εε… τα μαθήματα, τη σχολή», απάντησα ψέματα.
«Η σχολή θα σ’ αρέσει σίγουρα, το ίδιο και η πόλη της Οξφόρδης, όσο για τα μαθήματα φαντάζομαι πως θα είναι ενδιαφέροντα», έσπευσε να με καθησυχάσει.
«Ναι, είμαι σίγουρη γι’ αυτό» είπα, κουνώντας το κεφάλι. Άλλα δεν ήταν αυτό που με απασχολούσε.
«Και είμαι βέβαιη, πως θα τα πας πολύ καλά. Μην ξεχνάς ότι σου έδωσαν υποτροφία κι αυτό σημαίνει ότι σε θέλουν πολύ! », πρόσθεσε γεμάτη περηφάνια.
«Ναι, ναι, σίγουρα».
Δεν είχα αμφιβολίες για το ενδιαφέρον των μαθημάτων. Ούτε για το πόσο όμορφη είναι μια αγγλική πόλη. Αυτό που με προβλημάτιζε ήταν αν θα κατάφερνα να επιβληθώ στον εαυτό μου, που ήταν τόσο ονειροπόλος, ώστε να προσγειωθεί στην πεζή πραγματικότητα τού «διαβάζω, διαβάζω, διαβάζω». Δεν ήταν και το δυνατό μου σημείο αυτό, προτιμούσα την έρευνα και τη συγγραφή. Άλλωστε, στην τελευταία τάξη του λυκείου μια εργασία μου με θέμα «Η μοναξιά του Θεού» (με πολλή έρευνα και συγγραφή), μου εξασφάλισε μια θέση στο τμήμα φιλοσοφίας της Οξφόρδης. Ο καθηγητής μου Κάρλο Ντι Άντζελο είχε ενθουσιαστεί τόσο πολύ που πρότεινε στους γονείς μου να κάνουμε αίτηση καθώς ήταν σίγουρος πως με αυτήν την εργασία, όχι μόνο θα με δέχονταν, αλλά θα εκλιπαρούσαν για μένα.
Έτσι λοιπόν, πήρα υποτροφία για όλη τη διάρκεια των σπουδών μου, μαζί με μια επιστολή που ανακοίνωνε ότι το ακαδημαϊκό έτος ξεκινούσε τον Οκτώβριο. Η πρώτη περίοδος γνωστή ως Michaelmas διαρκούσε ως τον Δεκέμβριο και ακολουθούσαν η Hilary ως τον Μάρτιο και η Trinity ως τον Ιούνιο. Και μόνο στη σκέψη τής βραχύτητας των τριών περιόδων του ακαδημαϊκού έτους, το στομάχι μου έγινε ναυτικός κόμπος. Για πολλοστή φορά, αναρωτήθηκα πώς θα τα έβγαζα πέρα με τόση μελέτη. Ίσως να μην ήταν και η καλύτερη επιλογή η Οξφόρδη, ομολόγησα τους φόβους μου στον ίδιο τον εαυτό μου.
«Φτάσαμε», είπε ο μπαμπάς μου και με έβγαλε από τις σκέψεις που έκανα σε όλη τη διαδρομή.
Τράβηξε τη μεγάλη βαλίτσα μέσα στην οποία βρίσκονταν όλα τα υπάρχοντά μου ή τουλάχιστον, τα αγαπημένα. Τζιν, πουκάμισα, φόρμες, CD, τα περισσότερα των Fleetwood Mac, και μερικά βιβλία.
«Είναι ασήκωτη Αντριάνα, τι έχεις βάλει μέσα;», παραπονέθηκε στην προσπάθειά του να τη σηκώσει.
«Θα λείπω τρεις μήνες. Το ξέχασες;», τον πείραξα καθώς τραβούσα τη βαλίτσα από τα χέρια του.
Η μαμά μου ήρθε δίπλα μου και με έπιασε από το πρόσωπο απαλά. Με κοίταξε μερικές στιγμές, με μάτια βουρκωμένα. Ήμουν σίγουρη πως πριν μπω στο αεροπλάνο θα ξέσπαγε σε κλάματα, χωμένη στην αγκαλιά του μπαμπά μου.
«Να προσέχεις, Άντριαν. Θα μας λείψεις πολύ».
Ένιωσα έναν κόμπο στο λαιμό και προσπάθησα να τον διώξω ξεροβήχοντας. Δεν ήθελα να βάλω τα κλάματα γιατί ήξερα πως θα τους στενοχωρούσα. Κανονικά έπρεπε να χαίρομαι για το νέο ξεκίνημά μου, για την ευκαιρία που μου είχε δοθεί.
«Δεν αργούν τα Χριστούγεννα, μαμά. Είναι λίγος ο καιρός» είπα σφιγμένη, περισσότερο για να παρηγορήσω τον εαυτό μου.
Οι ανακοινώσεις στα μεγάφωνα τράβηξαν την προσοχή μας.
«Ίσως είναι ώρα να πηγαίνεις, Άντριαν», διαπίστωσε ο μπαμπάς μου.
Αγκάλιασα σφιχτά τη μαμά μου, του έδωσα ένα φιλί και τράβηξα τη βαλίτσα.
«Καλό ταξίδι, Άντριαν», μου είπαν και οι δύο μαζί.
Γύρισα μια τελευταία φορά να τους κοιτάξω. Στέκονταν αγκαλιασμένοι, κουνώντας μου το χέρι. Απότομα στράφηκα μπροστά και συνέχισα την πορεία μου προς τα γκισέ. Τακτοποίησα το εισιτήριό μου και επιβιβάστηκα στο αεροπλάνο με προορισμό το Λονδίνο. Λίγο πριν την απογείωση πρόλαβα να ρίξω μια ματιά στη Φλωρεντία και μετά από λίγο ήμασταν ήδη ψηλά και όλα έμοιαζαν μικροσκοπικά, ακριβώς όπως ένιωθα κι εγώ μικροσκοπική μπροστά στο τεράστιο όνομα της Οξφόρδης.
Το ταξίδι ήταν σε γενικές γραμμές, καλό. Προσπάθησα να κοιμηθώ, μα δεν τα κατάφερα. Όταν προσγειωθήκαμε στο Λονδίνο είχε ήλιο. Τι τύχη! σκέφτηκα ειρωνικά. Ήρθα στην πιο ομιχλώδη πόλη του κόσμου για να τη βρω λουσμένη στο φως. Αυτό είναι σίγουρα τύχη. Η δική μου τύχη.
Πήρα το λεωφορείο και μετά από μια γραφική διαδρομή, έφτασα στην Οξφόρδη, μια πανέμορφη πόλη όπως πολύ σωστά είχε πει η μαμά μου, στις αρχές του Οκτώβρη με μοναδικές αποσκευές τη βαλίτσα μου και τα όνειρά μου. Ο σταθμός των λεωφορείων ήταν πολύ οργανωμένος (Άγγλοι!), και έτσι εύκολα βρήκα το λεωφορείο που κατευθυνόταν στην πανεπιστημιούπολη, διασχίζοντας την παλιά πόλη.
Να ’μαστε λοιπόν, είπα στον εαυτό μου, εγώ και η βαλίτσα μου
Την οποία βαλίτσα μου με κόπο έσερνα πίσω μου στο πλακόστρωτο μονοπάτι που οδηγούσε προς τα κτήρια. Έμεινα εμβρόντητη μπροστά στη θέα του τεράστιου συγκροτήματος. Αυτό δεν ήταν πανεπιστήμιο – σίγουρα όχι, σε σχέση με αυτό που είχα στο νου μου.
Έμοιαζε με ολόκληρο χωριό, μην πω πόλη! Δεν ήταν όμως, μόνο το μέγεθος που μου έκοψε την ανάσα, αλλά η θέα των κτηρίων. Πανύψηλα και πέτρινα με περίπλοκες στέγες, που έμοιαζαν να ξεπήδησαν μέσα από κάποιο παραμύθι. Αψιδωτά παράθυρα και αίθρια με καμάρες, φανάρια που κρέμονταν στους πέτρινους τοίχους, κισσοί έγλειφαν την κάθετη επιφάνειά τους και δέντρα με μεγάλα κλαδιά απλώνονταν ψηλά, ως τις κωνικές σκεπές. Πράσινο παντού. Ο ήλιος έδινε μια λάμψη στο νοτισμένο από την υγρασία τοπίο, που έμοιαζε να ακτινοβολεί. Ένας πραγματικά ειδυλλιακός τόπος, αν εξαιρέσει κανείς βέβαια τη μελέτη, τα καθημερινά σεμινάρια και τις εργασίες, με τα οποία ήταν επιφορτισμένοι όλοι οι κάτοικοί του.
Πόσοι έρωτες στεγάστηκαν άραγε, αναρωτήθηκα, κάτω από το βαρύ όνομα του πανεπιστημίου που μετρούσε ήδη 900 χρόνια ζωής…
Ένα σκηνικό περασμένων αιώνων έδινε στην Οξφόρδη μια άλλη όψη, μια διαφορετική προοπτική. Η μαγεία των παραμυθιών ξεπηδούσε από κάθε κτήριο, από κάθε λιθόστρωτο μονοπάτι, ολοζώντανη, δίνοντάς σου την αίσθηση πως ήσουν ο  ήρωας μιας γοτθικής ιστορίας που έμελλε να διαδραματιστεί κάτω από τον βαρύ, αγγλικό ουρανό.
Προχώρησα αργά, κρατώντας ένα χάρτη της πανεπιστημιούπολης πάνω στον οποίο ξεχώριζε ένα κόκκινο σημάδι. Μετά από αρκετούς κύκλους και πισωγυρίσματα, σέρνοντας πάντα τη βαλίτσα, τα κατάφερα. Δεν ήταν τόσο δύσκολο όσο νόμιζα, όλα είχαν μια διάταξη. Διέσχισα μια μεγάλη έκταση γεμάτη δέντρα, φυτά και λουλούδια, ένα σύμπλεγμα της αγγλικής χλωρίδας, την οποία απολάμβαναν φοιτητές είτε στα διάσπαρτα παγκάκια είτε ξαπλωμένοι στο γρασίδι.
Μια επιβλητική πόρτα από μασίφ σίδερο, μισοκρυμμένη από τους κισσούς που σκαρφάλωναν και μπλέκονταν στο κιγκλίδωμα, με υποδέχτηκε στην πλακόστρωτη αυλή μπροστά από το περίφημο κoλέγιο Τrinity. Με αργά αλλά αποφασιστικά βήματα, κατευθύνθηκα προς το κτήριο σταματώντας λίγο πριν μπω, αφενός για να θαυμάσω την αρχιτεκτονική, αφετέρου για να πάρω μια βαθιά ανάσα πριν περάσω το κατώφλι που θα άλλαζε οριστικά και αμετάκλητα τη ζωή μου.
Μέσα ήταν εξίσου ωραίο, ένας ζεστός χώρος βαμμένος στα χρώματα της γης -μου θύμισε για λίγο την Ιταλία και νοστάλγησα κάπως-, που έκαναν αντίθεση με το πράσινο στις γλάστρες, αριστερά και δεξιά στο διάδρομο.
Προχώρησα στο βάθος για να σταματήσω μπροστά στο γραφείο υποδοχής. Είχα βρει επιτέλους, τον προορισμό μου. Μια υπάλληλος μεγάλη σε ηλικία, με τα μαλλιά μαζεμένα σε έναν αυστηρό κότσο, ήταν σκυμμένη σ’ ένα γραφείο. Της έδωσα τα στοιχεία μου και αφού τα πέρασε στον υπολογιστή μπροστά της, εκτύπωσε ένα μάτσο χαρτιά, τα οποία έτεινε προς το μέρος μου. Τα περισσότερα αφορούσαν την εγγραφή μου στη σχολή. Αφού συμπλήρωσα τις φόρμες, την ευχαρίστησα ευγενικά και βγήκα στον καθαρό αέρα.
Σύννεφα φάνηκαν να μαζεύονται στον όχι πια και τόσο λαμπερό ουρανό, που με υποδέχτηκε το μεσημέρι. Μόλις άνοιξα το χάρτη μου για να βρω τη διεύθυνση μιας Αγγλίδας που είχε μετατρέψει τον επάνω όροφο του σπιτιού της σε μικρή πανσιόν όπου και θα συγκατοικούσα με κάποια ακόμη φοιτήτρια, μια χοντρή στάλα βροχής έπεσε στο πρόσωπό μου. Αυτός είναι μάλλον ο αγγλικός καιρός, που έλεγε η μαμά μου. Λίγη ώρα μετά βρήκα το σπίτι, προτού ξεσπάσει μια απότομη μπόρα. Για καλή μου τύχη απείχε ελάχιστα από το κολλέγιο, κυριολεκτικά στην καρδιά της πόλης. Ένα διώροφο χτισμένο με κόκκινο τούβλο και ψηλά, ξύλινα παράθυρα στο χρώμα του κυπαρισσιού. Μικροσκοπικές, λευκές κουρτίνες κεντημένες με λουλούδια στόλιζαν τα παράθυρα της πρόσοψης που έβλεπαν σ’ έναν φαρδύ δρόμο, κατάφυτο με ψηλά δέντρα. Ο κισσός δεν έλειπε ούτε από εδώ και μια γρήγορη ματιά στη γειτονιά, με έπεισε ότι πρόκειται για το εθνικό τους φυτό. Υπήρχε πάντα η επιλογή να μείνω στην εστία, αλλά προτίμησα έναν δικό μου χώρο με την προοπτική της μεγαλύτερης ανεξαρτησίας.
Οι γονείς μου είχαν αντιρρήσεις, ήμουν σίγουρη πως θα ένιωθαν πιο ασφαλείς αν έμενα μέσα στο κολέγιο, αλλά εγώ έθεσα απαράβατο όρο να έχω το δικό μου χώρο. Η μόνη υποχώρηση που έκανα ήταν να δεχτώ να μου βρουν κάποιοι φίλοι της μαμάς μου σπίτι και για αρχή, με συγκάτοικο. Δεν μετάνιωνα γι’ αυτή μου την επιλογή τώρα που έβλεπα πόσο κοντά στο κολέγιο ήταν, αλλά και τη ζεστασιά που απέπνεε το σπίτι. Ένιωθα ότι στην πόρτα θα έβγαινε η μαμά μου!
Διέσχισα τον μικρό κήπο και στάθηκα δυο στιγμές στην είσοδο, πριν κολλήσω το χέρι μου στο κουδούνι. Μια στρουμπουλή κυρία μετρίου αναστήματος, με σκούρα καστανά μαλλιά και ροδαλά μάγουλα, φάνηκε στο κατώφλι φορώντας μια μακριά ποδιά με φραμπαλάδες και λουλούδια. Δεν μπόρεσα να μη χαμογελάσω θυμούμενη τις παρόμοιες ποδιές της δικής μου μαμάς, σαν να τις πήραν από το ίδιο κατάστημα.
«Καλησπέρα! Είμαι η Αντριάννα», είπα και άπλωσα το χέρι προς το μέρος της.

                                                                 ΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ

Έτρεχα με όλη τη δύναμή μου, μέσα σ’ ένα σύμπλεγμα διαδρόμων. Ήμουν μόνη, όλα ήταν πολύ ήσυχα, εγώ όμως έτρεχα αλαφιασμένη. Ξαφνικά βρέθηκα μπροστά στο παρεκκλήσι της Καπέλα Σιξτίνα και δίχως να σταματήσω όρμησα μέσα, σπρώχνοντας δυνατά την πόρτα της εισόδου. Ένα απαλό, χρυσαφί φως έλουζε τα πάντα. Κοίταξα προς τα παράθυρα μα δεν είχε ήλιο, προσπάθησα να βρω την προέλευσή του, έμοιαζε όμως να ξεπηδά από παντού. Ένας άντρας στεκόταν στη μέση, ακριβώς κάτω από το κέντρο της οροφής, λουσμένος κι ο ίδιος απ’ το χρυσό φως. Προχώρησα προς αυτόν και το φως γινόταν εντονότερο, μην επιτρέποντάς μου να ξεχωρίσω το πρόσωπό του.
Ξαφνικά η λάμψη σαν να έσβησε κάπως, διαγράφοντας καθαρά τη μορφή του. Ήταν ξανθός, σχεδόν σαν στάχυα τα μαλλιά του, με κατάλευκη επιδερμίδα πάνω στην οποία έλαμπαν τα μεγάλα, χρυσοπράσινα μάτια του. Ήταν πανέμορφος. Στεκόταν εκεί σαν να με περίμενε, με τα χέρια απλωμένα προς το μέρος μου. Μαγεμένη απ’ την όψη του συνέχισα να τον πλησιάζω για να ανακαλύψω πως απ’ αυτόν πήγαζε η λάμψη που πλημμύριζε το χώρο.
«Έλα να σου δείξω», είπε καθώς έπιανε τα χέρια μου. «Κοίτα!»
Έδειξε προς τα πάνω. Ακολούθησα το προτεταμένο χέρι του κι αντίκρισα τις νωπογραφίες του Μιχαήλ Άγγελου. Εικόνες από τη Γένεση, τη Δευτέρα Παρουσία, τους προφήτες.
«Βλέπεις;», συνέχισε στο ίδιο ύφος.
Έπιασε το πρόσωπό μου, στρέφοντάς το προς τη μορφή του Αδάμ και της Εύας. Στη μέση ένα δέντρο, πάνω στο οποίο τυλιγόταν με χάρη μια γυναίκα-φίδι. Από τη μια πλευρά της παράστασης, οι Πρωτόπλαστοι υπέκυπταν στον πειρασμό κι από την άλλη, εκδιώκονταν από τον Παράδεισο, από μια αγγελική φιγούρα ντυμένη με κόκκινο μανδύα.
«Το βλέπεις;», ξαναρώτησε.
Δεν ήμουν σίγουρη τι έπρεπε να δω. Δεν μίλησα. Τον κοίταξα απορημένη.
«Βλέπεις, πέρα από αυτό που βλέπεις;»
Ξύπνησα ιδρωμένη κι αναστατωμένη. Κοίταξα το ρολόι στο κομοδίνο πλάι μου. Ήταν μόλις 6.30 το πρωί. Έξω, ίσα που άρχιζε να χαράζει… Ανασηκώθηκα και προσπάθησα να σκεφτώ καθαρά το παράξενο όνειρο που είχα δει.
«Βλέπεις, πέρα από αυτό που βλέπεις;»
Έρχονταν στο νου μου τα λόγια του  άντρα που έλαμπε ολόκληρος θυμίζοντας περισσότερο άγγελο, τουλάχιστον όπως τους έχουν φανταστεί οι ζωγράφοι.
Tι παραπάνω θα μπορούσα να δω στη νωπογραφία της Καπέλα Σιξτίνα, πέρα απ το προφανές… Η πασίγνωστη ιστορία του προπατορικού αμαρτήματος…
Δεν ερχόταν κάτι διαφορετικό στο μυαλό μου. Ίσως θα έπρεπε να βρω αντίγραφα, μπορεί να υπήρχαν και στη βιβλιοθήκη. Μια προσεκτικότερη μελέτη, μια εμβάθυνση στις λεπτομέρειες, μπορεί να μου αποκάλυπτε κάτι.
Ένας θόρυβος στο παράθυρο, μου τράβηξε την προσοχή. Κοίταξα προς τα ’κει. Ένα λευκό περιστέρι στεκόταν στο περβάζι και με κοίταζε ή τουλάχιστον, κοίταζε προς εμένα. Σηκώθηκα, προσπαθώντας να δω καλύτερα. Μια ελαφριά μυρωδιά λεβάντας υπήρχε γύρω μου.
Συνέχισα να παρακολουθώ το περιστέρι και φαινόταν να κάνει κι αυτό το ίδιο. Αποφάσισα να πλησιάσω στο παράθυρο, περίεργη. Μόλις έφτασα μπροστά του, ένα δεύτερο κύμα από την οσμή με χτύπησε στο πρόσωπο, πολύ πιο έντονη αυτή τη φορά. Κοίταξα πάνω στο γραφείο, ψάχνοντας για ίχνη του μοβ άνθους. Δεν υπήρχαν πουθενά. Έσκυψα το κεφάλι, σχεδόν μπροστά του και ανακάλυψα δυο χρυσοπράσινα μάτια. Ήταν δυνατόν αυτό; Έχουν τέτοιο χρώμα τα μάτια των περιστεριών; αναρωτήθηκα.
Ο απρόσκλητος επισκέπτης, με ένα δυνατό τίναγμα των φτερών, πέταξε μέσα στις φυλλωσιές των δέντρων.
Κοίταξα το γκρίζο, από την ομίχλη, τοπίο.
Ίσως μια βόλτα πριν το πρώτο μάθημα, να μου έκανε καλό…
Αποφάσισα να κάνω την πρώτη μου βόλτα στην Οξφόρδη. Στάθηκα μπροστά στην ντουλάπα και χωρίς δυσκολία -μιας και δεν είχα και πολλές επιλογές-, άρπαξα ένα τζιν κι ένα καρό, φανελένιο πουκάμισο. Έδεσα ένα φουλάρι στο λαιμό μου να με κρατάει ζεστή. Δεν ήμουν σίγουρη για τη θερμοκρασία που έπρεπε να διατηρήσω στο σώμα μου κι έτσι διάλεξα ένα χοντρό, μπεζ μπουφάν.
Κατέβηκα ήσυχα τις σκάλες και βγήκα στο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο που το χώριζε από το σπίτι μια μικρή έκταση γρασιδιού. Κοίταξα γύρω μου προσπαθώντας να προσανατολιστώ και κατευθύνθηκα προς το κολέγιο, σκεπτόμενη να εξερευνήσω τον κήπο του.
Αυτή την ώρα στο Trinity επικρατούσε ησυχία. Οι περισσότεροι μάλλον κοιμόντουσαν ακόμη. Περιπλανήθηκα για λίγο ανάμεσα στα κτήρια ώσπου έφτασα σ’ ένα κήπο. Πράσινο παντού! Όπου κι αν κοίταζα, ακόμη και στο πέτρινο κτίριο όπου κατοικούσαν οι φοιτητές, οι κισσοί άλλαζαν το γκρίζο της πέτρας, με το βαθύ πράσινο. Και ήταν τόσο λαμπερό και φωτεινό που μου δημιουργούσε μια αίσθηση χαράς και απόλυτης ηρεμίας. Περιπλανήθηκα για λίγο άσκοπα ανάμεσα στα πανύψηλα δέντρα. Λίγο παρακάτω είδα ένα παγκάκι με περίτεχνα σκαλίσματα, σίγουρα άλλης εποχής. Πήγα προς τα εκεί και κάθισα. Δυο αγόρια με αθλητικές φόρμες πέρασαν μπροστά μου, κατά μήκος του πλακόστρωτου μονοπατιού, τρέχοντας.
«Καλημέρα», μου είπαν ευγενικά.
«Καλημέρα», απάντησα. Τελικά κι άλλοι ξύπνησαν νωρίς, δεν ήμουν η μόνη.
Οι σκέψεις μου επέστρεψαν στο όνειρο και στον μυστηριώδη άντρα που έμοιαζε περισσότερο με άγγελο παρά με άνθρωπο.
Αν πράγματι ήταν άγγελος, αν ήρθε να με προειδοποιήσει για κάτι; Πόση σχέση όμως, μπορούσα να έχω με τις νωπογραφίες της Καπέλα Σιξτίνα, πέραν της ιταλικής μου καταγωγής;
Ήμουν πιστή, αρκετά ώστε να πιστεύω στην ύπαρξη των αγγέλων τουλάχιστον, όμως σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσα να βάλω στο μυαλό μου πως θα μ’ επισκεπτόταν άγγελος για να μου μεταφέρει κάποιο μήνυμα.
Αυτό ήταν εντελώς χαζό! Τι μ’ έπιασε και σκεφτόμουν τέτοια πράγματα;
Ένα κρύο ρεύμα αέρα, μ’ έκανε ν’ ανατριχιάσω. Κοίταξα το ρολόι μου. Η ώρα είχε περάσει. Αν ήθελα να βρίσκομαι εγκαίρως στο μάθημα, έπρεπε να βιαστώ. Δεν είχα καμία διάθεση να μπω σε μια αίθουσα γεμάτη αγνώστους, όταν το μάθημα θα είχε ξεκινήσει ήδη.

                                                                             ***
Κάθισα και χάζεψα λίγο γύρω μου. Παντού ξανθά κεφάλια, κάνα δυο-τρία κόκκινα και μερικά καστανά, όλα με  λευκό δέρμα και τα περισσότερα με γαλανά μάτια, φαντάζομαι. Αναρωτήθηκα πώς θα έδειχνα μέσα σ αυτήν την ομοιομορφία. Δίπλα μου, καθόταν μια μικροκαμωμένη κοπέλα. Μου έριξε μια ματιά και χαμογέλασε σε μια κίνηση χαιρετισμού. Τα ξανθά, μακριά μαλλιά της ταίριαζαν απόλυτα με το γαλάζιο των ματιών της, συνδυασμός που παρέπεμπε σε Barbie.
«Γεια! Είμαι η Σαμάνθα Νόουλς», είπε καθώς έτεινε το χέρι της προς το μέρος μου. «Οι φίλοι με φωνάζουν Σαμ».
«Γεια! Με λένε Αντριάνα Πρίμι. Οι φίλοι με φωνάζουν Άντριαν», της ανταπέδωσα το χαιρετισμό. Εκείνη την ώρα μπήκε ο καθηγητής Γουέλινγκτον, αν θυμόμουν καλά το όνομά του: ψηλός, γύρω στα 50, με γκρίζα μαλλιά και ντυμένος όπως όλοι οι καθηγητές που ήξερα. Γκρι παντελόνι, γαλάζιο πουκάμισο και αμάνικο, καρό πουλόβερ. Υπάρχει dress code, σκέφτηκα και χαμογέλασα.
Σε λίγο το σεμινάριο είχε αρχίσει. Κρατούσα σημειώσεις στα ενδιαφέροντα σημεία. Η ώρα πέρασε γρήγορα. Πριν το καταλάβω, είχαμε τελειώσει. Γύρισα προς τη Σαμάνθα που τακτοποιούσε τα πράγματά της.
«Έχεις υπόψιν σου  σε ποια αίθουσα θα δοθεί η διάλεξη της “Φιλοσοφίας της Θρησκείας”; Ξέχασα το χάρτη μου», είπα απολογητικά.
Χαμογέλασε, δείχνοντας μου συμπάθεια.
«Ναι, βέβαια. Πάμε μαζί», πρότεινε.
Ξεκινήσαμε για το επόμενο μάθημα. Ο διάδρομος γεμάτος και πάλι από κόσμο.
Λίγες πόρτες παραπέρα, βρισκόταν ο προορισμός μας. Καθώς πλησιάζαμε, ανάμεσα στο πλήθος των φοιτητών που μπαινόβγαιναν στις αίθουσες, τον είδα. Αλλά δεν πίστευα στα μάτια μου.
Ξανθές τούφες, έπεφταν ανάκατες στην κατάλευκη επιδερμίδα του και σκίαζαν τα χρυσοπράσινα μάτια του, καθώς κοίταζαν κάτω απ’ τη σκιά των πυκνών βλεφαρίδων. Μιλούσε με δυο-τρία αγόρια κι ενώ προχωρούσα προς το μέρος του, καταβάλλοντας υπεράνθρωπη προσπάθεια να πάρω τα μάτια μου από πάνω του, σήκωσε το βλέμμα και με πρόσεξε. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει τρελά. Η ματιά του στην αρχή ανεξιχνίαστη, έγινε άξαφνα έκπληκτη, ζωγραφίζοντας ένα τεράστιο ερωτηματικό σε ολόκληρο το πρόσωπό του. Κάτι είχε δει, κάτι που του προκάλεσε μεγάλη απορία. Τα μάτια του είχαν ανοίξει διάπλατα, αναδεικνύοντας περισσότερο το βαθύ πράσινο που έπαιζε με το φως, δημιουργώντας σκιές. Κοίταξα γύρω μου, αλλά δεν πρόσεξα τίποτε σπουδαίο που θα μπορούσε να του έχει προκαλέσει αυτή την αντίδραση. Συνέχισα την πορεία μου με σταθερό βήμα, και κατάπληκτη αντιλήφθηκα πως συνέχιζε να με κοιτάζει. Εγώ του είχα προκαλέσει αυτή την έκπληξη;
«Ουάου, Αντριάνα! Τον είδες αυτόν; Ποιος να το ’λεγε πως η Οξφόρδη έχει τέτοιους κούκλους!», ψιθύρισε η Σαμάνθα σχεδόν μες στ’ αφτί μου.
«Ποιον;», ρώτησα σαστισμένη από την απρόσμενη αντίδραση του ενώ συνεχίζαμε να προχωράμε στην αίθουσα.
Γύρισα πίσω να τον δω. Είχε σταθερά καρφωμένο το βλέμμα του επάνω μου. Ξαναγύρισα στη Σαμάνθα.
«Τον ξανθό στην πόρτα. Με τα μαύρα ρούχα».
«Ναι, βέβαια».
Πώς ήταν δυνατόν να μην τον έχω δει… Και στραβή να ήμουν, η μορφή του ξεχώριζε σαν περιστέρι ανάμεσα σε κοράκια.
Καθίσαμε κάπου στη μέση, ανάμεσα σε μια παρέα κοριτσιών που φλυαρούσαν χαρούμενα.
«Ω, ο Κάμεν! Θεέ μου, αυτό κι αν δεν είναι τύχη!», είπε μια καστανή κοπέλα με κοντό μαλλί, στην ομήγυρή της.
 Όλες γύρισαν προς την πόρτα, μαζί κι εγώ, για να αντιληφθώ πως μιλούσε γι’ αυτόν. Ήταν λογικό με την εμφάνισή του να προκαλεί την προσοχή.
«Είναι τόσο όμορφος. Τόσο, μα τόσο όμορφος…», πέταξε μια άλλη κοπέλα, αναγκάζοντάς με να τον ξανακοιτάξω.
Είχε δίκιο. Στεκόταν στις μπροστινές θέσεις, μέσα στα μαύρα ρούχα του, που τόνιζαν το λευκό της επιδερμίδας του. Το πουκάμισο του ήταν ελαφρώς ανοιχτό στο στήθος, αφήνοντας να φανεί ένα μαύρο μπλουζάκι. Καθώς τον παρατηρούσα, σε μια κίνηση πανοραμικού βλέμματος, μ’ έπιασε. Με κοίταξε έντονα, όχι όμως με απορία  αυτή τη φορά. Είχε ένα μπέρδεμα στην έκφρασή του, σαν να μην πίστευε στα μάτια του, σαν να μην πίστευε ότι υπήρχα.
Η φωνή της Σαμάνθα δίπλα μου, με συνέφερε όταν μου μίλησε.
«Σε κοιτάζει συνέχεια, το πρόσεξες;», ρώτησε χαμηλόφωνα.
Γύρισα προς την πλευρά της αποφεύγοντας να απαντήσω, κι αναπόφευκτα και στη δική του για να τον δω να γυρίζει μπροστά, σαν να άκουσε τα λόγια της.  Το προφίλ του διαγραφόταν τέλειο στο λιγοστό φως που έμπαινε από τα παράθυρα: ίσια, λεπτή μύτη, καθαρές γραμμές και γωνίες.
Ο καθηγητής Σκοτ έψαχνε εθελοντές για να δείξει κάτι, χωρίς να γνωρίζω περί τίνος πρόκειται, μια και όλη αυτή την ώρα δεν είχα ακούσει τίποτε. Σχεδόν ξάπλωσα στην καρέκλα μου φοβούμενη μη με «επιτάξει» για την παρουσίασή του, αφού δεν έβλεπα κανέναν να προτίθεται να συμμετάσχει. Δεν είχα καμία διάθεση να βρεθώ όρθια μπροστά σε τόσους άγνωστους ανθρώπους. Η ντροπαλή φύση μου δεν μου επέτρεπε τέτοιου είδους περιπέτειες. Έκανε δυο γύρους στην αίθουσα, κοιτάζοντας και περιμένοντας κάποιον πρόθυμο. Ουδείς. Κατευθύνθηκε προς την πλευρά μας παρατηρώντας με κι εγώ ευχήθηκα να μην υπήρχα, να μην είχα γεννηθεί ποτέ. Έκλεισα τα μάτια, όταν τον άκουσα να λέει:
«Εσείς δεσποινίς, μου κάνετε. Κι ο νεαρός παραδίπλα, ο ξανθός, ταιριάζει μια χαρά. Ελάτε, σας παρακαλώ».
Έντρομη σήκωσα τα βλέφαρα για να διαπιστώσω πως εννοούσε εμένα και με περίμενε υπομονετικά. Δεν είχα περιθώρια επιλογής, δεν μπορούσα να αρνηθώ κάτι τόσο απλό, για να τον βοηθήσω να προχωρήσει σε αυτό που είχε στο μυαλό του. Τουλάχιστον, να ήξερα για τι πράγμα μιλούσε… Πριν σηκωθώ, είδα μία ψηλή φιγούρα να περνάει από μπροστά μου άκαμπτη, και αντιλήφθηκα τρομοκρατημένη ποιον εννοούσε ο καθηγητής λέγοντας «ο ξανθός». Τον ακολούθησα στο έδρανο και περίμενα κοιτάζοντας το πάτωμα και προσπαθώντας να συγκεντρωθώ, εξαιτίας της πολύ κοντινής απόστασης που μας χώριζε.
Σχεδόν ένιωθα τη ζεστασιά που ανέδιδε το σώμα του, μύριζα ξεκάθαρα και μόνο αυτό, το άρωμά του, κι άκουγα τη βαρύθυμη ανάσα του. Δεν τολμούσα όμως να σηκώσω τα μάτια μου προς την πλευρά του.
Ο καθηγητής Σκοτ άρχισε επιτέλους να μιλάει, αφού είχε βρει ό,τι έψαχνε στο γραφείο του. Για την ακρίβεια, διάβαζε ένα απόσπασμα από τη Γένεση: «Και εποίησεν ο θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόναν θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς».
Σταμάτησε την ανάγνωση για να απευθυνθεί στους υπόλοιπους.
«Τι βλέπετε;», ρώτησε δείχνοντας εμάς μπροστά του.
«Ένα αρσενικό και ένα θηλυκό», πρότεινε ένα αγόρι με χάλκινα μαλλιά.
«Ωραία», τον επιδοκίμασε ο κ. Σκοτ. «Και τι ακούσατε;», έθεσε νέα ερώτηση.
«Πως ο θεός έφτιαξε τους ανθρώπους, άρσεν και θήλυ», άκουσα ένα κορίτσι από τις πίσω θέσεις.
«Πολύ ωραία».
Ήρθε και στάθηκε δίπλα μας, δείχνοντάς μας και πάλι.
«Ταιριάζει αυτό που ακούσατε με αυτό που βλέπετε;»
«Ναι», είπαν κάποιοι βιαστικά.
«Όχι», ακούστηκαν κάποιες φωνές.
«Ποιος έχει αντιρρήσεις;», ζήτησε να μάθει.
«Εγώ».
Ένα αγόρι σηκώθηκε όρθιο.
«Πώς λέγεστε, κύριε…»
«Τόμας Γκλεντ».
«Λοιπόν κύριε Γκλεντ, τι είναι αυτό που δεν ταιριάζει κατά τη γνώμη σας;»
«Εποίησεν τον άνθρωπον κατ’ εικόνα», εξήγησε.
«Εξαίρετα, κύριε Γκλεντ. Σας ευχαριστώ».
Αναρωτήθηκα τι εννοούσε. Ο κύριος Σκοτ συνέχισε.
«Ποιος θέλει να μας πει τι σημαίνει το κατ’ εικόνα;»
Ένα αγόρι με καστανά μαλλιά και γυαλιά στην ίδια απόχρωση, σηκώθηκε όρθιο. «Λέγομαι Άνταμ Άτκινς. Νομίζω πως δεν ξεκαθαρίζει την εικόνα. Ποια ακριβώς είναι η εικόνα, η αρσενική ή η θηλυκή; Αν είναι η αρσενική τότε πώς προκύπτει  η θηλυκή, και το κυριότερο ποιανού είναι;»
«Πολύ ωραία. Σας ευχαριστώ, κύριε Άτκινς. Κοιτάξτε τώρα αυτούς εδώ τους δύο νέους. Θα μπορούσαν να είναι οι Πρωτόπλαστοι, οι φτιαγμένοι από την πρώτη θεϊκή ύλη».
Μας φαντάστηκα γυμνούς στον Παράδεισο, να ζούμε την απόλυτη ευτυχία. Γύρισα και τον κοίταξα. Είχε καρφωμένο το βλέμμα ευθεία μπροστά και τα χέρια του δυο σφιχτές γροθιές. Ο κύριος Σκοτ άρχισε πάλι την ανάγνωση:
«“Και έπλασεν ο θεός τον άνθρωπον χουν από της γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής και εγένετο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσα ”. Ποιος θέλει να μας πει τι σημαίνει “χουν από της γης και ενεφύσησεν πνοήν ζωής”;»
Είδα τη Σαμάνθα να σηκώνεται.
«Χους, χώμα δηλαδή, είναι ίσως μεταφορικά το υλικό όπου εμφύσησε το θεϊκό DNA».
«Πολύ καλά, δεσποινίς…»
«Σαμάνθα Νόουλς», συστήθηκε.
Στράφηκε προς το μέρος μας ευχαριστώντας μας, ενώ παράλληλα ανακοίνωνε πως η δημιουργία του ανθρώπου είναι ένα από τα θέματα για την εργασία που θα εκπονούσαμε στην πρώτη περίοδο, χωρισμένοι σε ομάδες.
«Το συγκεκριμένο θέμα αναλαμβάνει η ομάδα των Γκλεντ, Νόουλς, Άτκινς κι εσείς οι δύο. Μερικά ακόμη είναι: Η πτώση των αγγέλων, Θεός ή άνθρωπος… Οι υπόλοιποι θα περάσετε στο τέλος να πάρετε τα ονόματα των συνεργατών σας και φυσικά, τη βιβλιογραφία».
Ο υπέροχος άγνωστος, που σύντομα θα τον γνώριζα καλά, έκανε στην άκρη αφήνοντάς με να περάσω πρώτη. Ένιωθα τα μάτια του καρφωμένα στην πλάτη μου να με καίνε. Αυτό ήταν μόνο ένα μικρό διάλειμμα. Συνεχίσαμε να καθόμαστε στις ίδιες θέσεις, εγώ κοιτάζοντας προς τον καθηγητή, μην βλέποντάς τον όμως, κι αυτός προς εμένα, αγνοώντας αν όντως έβλεπε εμένα ή κάτι άλλο σ’ εμένα. Με το τέλος του μαθήματος και πριν προλάβω να σκεφτώ οτιδήποτε, ο άγνωστος πετάχτηκε όρθιος και βγήκε από την αίθουσα σχεδόν τρέχοντας. Αυτό μάλιστα, ταίριαζε καλύτερα στη συμπεριφορά και τη στάση του σε όλη τη διάρκεια του μαθήματος. Γιατί όμως; Ένα τεράστιο «γιατί» καρφώθηκε στο μυαλό μου. Βγήκαμε από την αίθουσα κρατώντας τη βιβλιογραφία και συστηθήκαμε επισήμως.
«Είμαι ο Τόμας Γκλεντ και προτείνω να πάμε για μεσημεριανό. Θα πρέπει να γνωριστούμε καλύτερα», πρότεινε το αγόρι που απάντησε πρώτο στις ερωτήσεις του καθηγητή.
Συμφωνήσαμε όλοι και βγήκαμε απ το κτήριο μαθημάτων, κατευθυνόμενοι προς την τραπεζαρία. Οι υπόλοιποι φαίνονταν να γνωρίζουν καλύτερα τους χώρους από εμένα. Τους ακολούθησα. Ο άγνωστος είχε εξαφανιστεί. Έψαξα στο διάδρομο, κοίταξα το χώρο έξω, μα δεν φαινόταν πουθενά. Περπατούσα παρέα με τους υπόλοιπους όταν ξαφνικά τον είδα να εμφανίζεται και να στέκεται πλάι στον Τόμας, τον οποίο φαινόταν να γνωρίζει καλά. Στη διαδρομή ήταν σκεφτικός, με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του μαύρου μπουφάν του.
Δεν μπόρεσα να μην τον κρυφοκοιτάξω, καθώς η Σαμάνθα μιλούσε με τον Άνταμ. Ο Τόμας τον άφησε να προπορευτεί και ήρθε δίπλα μου, που είχα μείνει κάπως πίσω. Μου έπιασε κουβέντα για τον καιρό, προσπαθώντας να με προσεγγίσει με τον αγγλικό τρόπο μάλλον. Στην Ιταλία, τα αγόρια ποτέ δε μιλούσαν για τον καιρό.
«Από πού είσαι;», με ρώτησε.
Με την άκρη του ματιού μου τον είδα να κοντοστέκεται και να κοιτάζει προς το μέρος μας, σαν να προσπαθούσε να ακούσει τη συζήτησή μας.
«Από τη Φλωρεντία», απάντησα.
«Ιταλίδα, λοιπόν. Έπρεπε να το καταλάβω από το χρώμα των μαλλιών σου. Μιλάς όμως, τόσο καλά τα αγγλικά…», απόρησε εξαιτίας της προφοράς μου.
«Ναι», εξήγησα για άλλη μια φορά. «Η μαμά μου είναι από το Εδιμβούργο».
«Να υποθέσω, πως ερχόσουν τα καλοκαίρια;», ρώτησε και ίσιωσε την κόκκινη τούφα μαλλιών που έπεσε προς στιγμήν στο ύψος των ματιών του. Ο Τόμας ήταν μάλλον αντιπροσωπευτικό δείγμα της αγγλικής φυσιογνωμίας. Ψηλός, αδύνατος με ιδιαίτερα διάφανο δέρμα και αρκετές φακίδες να του δίνουν μια χαριτωμένη πινελιά στο πρόσωπο. Είχε καταπληκτικό χρώμα μαλλιών, όμως. Αυτό που προσπαθούν όλες οι γυναίκες να πετύχουν, ξοδεύοντας ατελείωτες ώρες στο κομμωτήριο. Ένα χαλκοκόκκινο, με έντονη λάμψη. Άθελά μου, τον σύγκρινα με τον άγνωστο. Αυτό ήταν άδικο. Κανείς, τουλάχιστον απ’ όσους γνώριζα, δεν θα μπορούσε να συγκριθεί μαζί του.
Σε όλη τη διαδρομή, δεν μίλησε καθόλου. Ούτε καν για να συστηθεί. Προχωρούσε πάντα λίγο πιο μπροστά από εμάς, χαμένος σε σκέψεις. Όταν φτάσαμε στην τραπεζαρία, δεν πίστευα στα μάτια μου. Αυτό δεν ήταν τραπεζαρία κολεγίου… Με ξύλινη επένδυση στους τοίχους όπου κυριαρχούσαν πίνακες τεραστίων διαστάσεων και οροφή στολισμένη με γύψινο διάκοσμο, έμοιαζε περισσότερο με αίθουσα δείπνου ενός κάστρου. Στο βάθος, δέσποζε ένα μεγάλο παράθυρο, καταλαμβάνοντας το χώρο απ’ άκρη σ’ άκρη. Κάθε ελεύθερος τοίχος είχε καλυφθεί. Τα τραπέζια ήταν παραταγμένα σε μακρόστενες σειρές και συνοδεύονταν από ίσια, ξύλινα καθίσματα στο χρώμα του κεχριμπαριού.
Ο άγνωστος κάθισε απέναντί μου κι αφού συστήθηκε με τη Σαμάνθα δίπλα μου, έτεινε το χέρι του προς εμένα: «Είμαι ο Κάμεν Άριελ».
«Χαίρομαι», ψιθύρισα σχεδόν από την αναστάτωση που μου προκάλεσε η άμεση επαφή μαζί του. «Με λένε Αντριάνα Πρίμι. Οι φίλοι με φωνάζουν Άντριαν».
Άφησα το χέρι μου να πέσει, νιώθοντάς το να καίει. Συνέχισε να με κοιτάζει, δημιουργώντας μου εκ νέου αμηχανία. Έστρεψα την προσοχή μου στους υπόλοιπους που ήδη συζητούσαν εύθυμα, σαν να γνωρίζονταν από καιρό. Φαίνονταν να ταιριάζουν. Μιλούσαν, γελούσαν δίχως να φαίνεται ότι αντιλαμβάνονται την ταραχή μου και την περίεργη κατάσταση που ο Κάμεν είχε δημιουργήσει ανάμεσά μας.
Μια παρέα κοριτσιών δίπλα της τον κοίταζαν φανερά ενθουσιασμένες, μουρμουρίζοντας μεταξύ τους, ρίχνοντάς του κάθε τόσο βλέμματα γεμάτα θαυμασμό. Αυτός φαινόταν να μην τις προσέχει. Ήταν ολόκληρος και πάλι στραμμένος επάνω μου. Γιατί; αναρωτήθηκα ξανά. Ανακάτεψα το φαγητό στο πιάτο μου, απρόθυμη να βάλω κάτι στο στόμα μου. Τον ένιωθα να με παρατηρεί.
«Δεν σου αρέσει η αγγλική κουζίνα;»
Σήκωσα το βλέμμα μου από το τραπέζι.
«Παρακαλώ;», ρώτησα ξαφνιασμένη.
Το ύφος του ήταν σοβαρό, σαν να μιλούσε για το πιο σπουδαίο πράγμα στον κόσμο.
«Βλέπω πως δεν τρως. Σκέφτηκα απ’ το όνομά σου, πως δεν είσαι ακριβώς Αγγλίδα. Κι αν κρίνω απ’ τον τρόπο που στριφογυρίζεις το πιρούνι σου, μάλλον προτιμάς το ιταλικό φαγητό».
Πολύ ωραία! Όλο το πρωινό δεν πήρε τα μάτια του από επάνω μου, ούτε καν από ευγένεια ή από διακριτικότητα, ενώ η αναστάτωση που του προκαλούσα, αν και αδικαιολόγητη, ήταν προφανής, και τώρα σαν να μην συνέβαινε τίποτε διαπίστωνε πως μου αρέσει η ιταλική κουζίνα!
«Μου αρέσει το ιταλικό, πράγματι. Αν και η μαμά μου μαγείρευε πολύ συχνά παρόμοια με αυτό».
Έδειξα το πιάτο μου.
«Η μαμά σου λοιπόν, είναι η Αγγλίδα;»
Το πρόσωπό του έδειχνε να έχει χαλαρώσει κάπως. Έγνευσα καταφατικά.
Ο Τόμας κοίταξε προς εμάς.
«Η Αντριάνα είναι από τη Φλωρεντία», εξήγησε.
«Την πόλη της Αναγέννησης», πρόσθεσε ο Άνταμ, κοιτάζοντάς με χαμογελαστός.
«Οι καλλιτέχνες εκείνης της περιόδου ζωγράφισαν πολλούς αγγέλους. Είχαν μια μανία μαζί τους. Θυμάμαι σ ένα ταξίδι μου στη Φλωρεντία, είχα βρει ένα κατάστημα όπου όλα τα είδη του απεικόνιζαν αγγέλους. Μάλλον, από την πόλη των αγγέλων είναι η Αντριάνα», πετάχτηκε η Σαμάνθα και μου έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο.
Ο Κάμεν με κοίταξε τόσο έντονα που νόμισα πως τα μάτια του θα μου μιλούσαν. Τελικά, έστρεψε το βλέμμα του στη Σαμάνθα.
«Λογικό δεν ήταν να έχουν μανία μαζί τους; Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν συλλέκτες έργων τέχνης. Η κύρια αγορά τους ήταν η εκκλησία. Διακόσμησαν πάρα πολλές και υποθέτω πως τα θέματά τους τα αντλούσαν από τις Γραφές. Οι άγγελοι μοιάζουν ζωντανοί».
Γύρισε και πάλι προς εμένα, λέγοντας τα τελευταία λόγια του.
«Ναι, μάλλον έχεις δίκιο», του απάντησε η Σαμάνθα.
Πήρα το θάρρος να ρωτήσω.
«Τι λέτε για την Καπέλα Σιξτίνα; Έχετε δει τις νωπογραφίες της οροφής της;» Ξανάφερα στο νου μου το όνειρο. Το πρόσωπο της Σαμάνθα φωτίστηκε.
«Θα έπρεπε να συμπεριλάβουμε στη μελέτη αναγεννησιακά έργα τέχνης. Ίσως κρύβουν κάτι για τη δημιουργία του ανθρώπου».
«Δηλαδή, τι να κρύβουν;», ρώτησε ο Τόμας.
«Να, σκεφτόμουν… τόσοι άνθρωποι που ασχολήθηκαν με τα βιβλικά κείμενα, ώστε να εμπνευστούν σκηνές για το έργο τους, μπορεί να ανακάλυψαν κάτι και να το αποτύπωσαν στις δημιουργίες τους», εξήγησε η Σαμ.
Ο  Τόμας δεν φάνηκε να πείθεται.
«Πιστεύεις πως υπάρχουν κρυμμένα μηνύματα στις Διαθήκες;», αντέτεινε.
«Γιατί όχι; Μια γρήγορη ανάγνωση τους, χωρίς καν να χρειαστεί να τα αναλύσεις, σου καθιστούν σαφές πως όλα είναι πολύ μπερδεμένα».
«Αν υποθέσουμε πως υπάρχει η πιθανότητα το μυστικό της δημιουργίας του ανθρώπου να κρύβεται στην τέχνη της Αναγέννησης, πώς ακριβώς θα το βρούμε και κυρίως σε ποιον καλλιτέχνη θα το ψάξουμε;», έθεσε τους προβληματισμούς του ο Τόμας.
«Νομίζω πως η Καπέλα Σιξτίνα είναι ιδανική», απάντησε ο Κάμεν, κοιτάζοντάς με.
«Δεν είναι άσχημη ιδέα», συμφώνησε ο Άνταμ.
Αυτό με βόλευε πολύ. Η μελέτη των νωπογραφιών ίσως οδηγούσε κάποιον άλλο να δει πέρα από αυτό που έβλεπα εγώ. Ίσως η μελέτη με βοηθούσε να κατανοήσω το νόημα της πρότασης αυτής.
Ο Τόμας ανέλαβε να οργανώσει τη συνάντησή μας στη βιβλιοθήκη το ίδιο απόγευμα.
Άπλωσα το χέρι μου να πιάσω την αλατιέρα, ακριβώς την ίδια στιγμή που άπλωνε κι ο Κάμεν το δικό του. Αναπόφευκτα τον άγγιξα. Μια ελαφρά ιώδης λάμψη ξεπήδησε από το χέρι του, αφήνοντάς με κατάπληκτη.
Αυτόματα και υπερβολικά γρήγορα, το τράβηξε και έδειχνε πολύ περισσότερο αναστατωμένος από εμένα. Γύρισα προς τους άλλους, που όμως ήταν αφοσιωμένοι στη συζήτησή τους. Προφανώς δεν είχαν προσέξει τίποτε. Ξανάστρεψα τα μάτια μου σ’ αυτόν περιμένοντας να μου δώσει μια εξήγηση, μα ήταν ήδη σκυμμένος στο πιάτο του, συνεχίζοντας το γεύμα του σαν να μη συνέβη τίποτε. Το αλάτι βρισκόταν μπροστά μου, δίχως να καταλάβω πώς βρέθηκε εκεί. Τα είχα χαμένα. Προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω το γεγονός. Πριν προφτάσω να τον ρωτήσω, είχε σηκωθεί λέγοντας ότι πρέπει  να φύγει, αφήνοντάς με στήλη άλατος, με την ερώτηση στα χείλη. Τον περιεργάστηκα καθώς στεκόταν όρθιος μπροστά μας, παρατηρώντας ότι η προηγούμενη αναστάτωσή του είχε επιστρέψει με μεγαλύτερη ένταση.
«Θα σας δω το απόγευμα στη βιβλιοθήκη», σφύριξε μέσα απ’ τα δόντια του και απομακρύνθηκε βιαστικά.
Έμεινα να τον παρακολουθώ να κατευθύνεται προς την έξοδο, παρατώντας με δίχως μια εξήγηση, δίχως μια κουβέντα. Η λάμψη που εμφανίστηκε και εξαφανίστηκε άμεσα, είχε πέσει και στη δική του αντίληψη. Ήμουν σίγουρη. Είδα το ύφος του όταν συνέβη.
Έφυγε σαν κυνηγημένος.
Σε λίγη ώρα η τραπεζαρία είχε αδειάσει σχεδόν. Ο Τόμας και ο Άνταμ σηκώθηκαν για να φύγουν. Τους ακολουθήσαμε μαζί με τη Σαμάνθα έως την έξοδο όπου και τους χαιρετήσαμε. Προχωρήσαμε παρέα μέχρι το σπίτι μου. Η Σαμ έμενε δυο δρόμους παρακάτω. Σύννεφα είχαν μαζευτεί πάλι, δίνοντας μια γκρίζα απόχρωση στον ουρανό. Η ψύχρα ήταν αισθητή κι ανοίξαμε το βήμα μας.
Η Σαμάνθα με ξάφνιασε με τη διαπίστωσή της, αν και δεν θα έπρεπε για κάτι τόσο έκδηλο.
«Ο Κάμεν δεν πήρε τα μάτια του από πάνω σου. Φαντάζομαι θα το πρόσεξες κι εσύ!»
Την κοίταξα ήρεμα. Θα ήταν μάταιο να προσποιηθώ. Όποιος βρισκόταν εκεί γύρω είχε αντιληφθεί σίγουρα τον αδιάκριτο τρόπο που με κοιτούσε.
«Ναι. Νομίζω πως του θυμίζω κάποια, αλλιώς δεν εξηγείται όλο αυτό».
Η Σαμάνθα έκανε ένα μορφασμό αποδοκιμασίας.
«Αποκλείεις δηλαδή, την περίπτωση απλά να του αρέσεις;»
Κάτω από άλλες συνθήκες, θα έκανα κι εγώ την ίδια σκέψη. Όμως όλη αυτή η ένταση που τον διακατείχε όση ώρα βρισκόταν μαζί μου, η αναστάτωσή του μόλις με αντίκρισε, το περίεργο, προβληματισμένο ύφος του, η προσπάθειά του να καταφέρει κάτι, άγνωστο προς το παρόν σ’ εμένα, είχαν διασαφηνίσει πως κάτι άλλο συνέβαινε, πέρα από το ότι μπορεί και να του άρεσα. Και αυτό ήταν πολύ περίεργο, σε συνδυασμό με την αμυδρή λάμψη που είχα δει να εμφανίζεται τη στιγμή που ήρθαν σ’ επαφή τα χέρια μας. Προσπάθησα να βρω μια λογική εξήγηση. Στατικός ηλεκτρισμός ίσως, όμως δεν είχα νιώσει εκείνο το ανεπαίσθητο χτύπημα που σε τινάζει όταν συμβαίνει. Παιχνίδια του φωτός, όμως δεν είχε φανεί ήλιος όλο το πρωί. Παραισθήσεις, ίσως είχα παραισθήσεις, κατέληξα τελικά.
«Είναι πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο. Μόλις τον γνώρισα», αντέκρουσα τους ισχυρισμούς της Σαμάνθα.
«Και μόλις σε αντίκρισε, δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του από επάνω σου. Αυτά απλά συμβαίνουν Αντριάνα. Δεν τα προγραμματίζεις, δεν σε προειδοποιούν, απλά συμβαίνουν».
Σίγουρα όσο αντίθετη κι αν ήμουν με την ιδέα του κεραυνοβόλου έρωτα, δεν μπορούσα να παραβλέψω την αναστάτωση που μου είχε προκαλέσει ο Κάμεν. Και μόνο σε ένα πράγμα μπορεί να οφειλόταν: Ήμουν στα πρόθυρα του έρωτα!Αυτή η διαπίστωση με σόκαρε. Όλα όμως, όλες οι αντιδράσεις μου, οι σκέψεις μου, οι κινήσεις μου συνηγορούσαν πως όσο και αν κάτι τέτοια φάνταζε σαν μια απίθανη πιθανότητα, ήταν μία εξαιρετικά πιθανή πραγματικότητα. Μια νέα πραγματικότητα, πέρα από τα όρια της φαντασίας μου. Συνοφρυώθηκα, προσπαθώντας να τον διώξω απ’ το μυαλό μου. Αδύνατον.
Μ’ έπιασε απελπισία. Πώς ήταν δυνατόν να συνέβαινε κάτι τέτοιο; Θα δω, σκέφτηκα τρομοκρατημένη, πώς θα εξελιχτεί όλο αυτό… Αν ισχύει, σε λίγο καιρό θα είμαι τουλάχιστον σίγουρη… και οπωσδήποτε απελπισμένη.
Η σκέψη μου πήγαινε όλη την ώρα στη λάμψη που είχα δει. Μου ήταν αδύνατο να την ξεχάσω. Όσο σύντομη κι αν ήταν, είχε καταγραφεί ξεκάθαρα στη μνήμη μου. Μόλις άγγιξα το χέρι του πετάχτηκε σαν φλόγα, μικρή και ιώδης κάπως, δίχως να καίει…
Ποιος ξέρει, μπορεί να είναι εξωγήινος, άλλωστε η μορφή του ήταν πέρα από τα γήινα δεδομένα. Τόσο, μα τόσο όμορφος…



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου