«ΚΑΡΜΙΛΑ»,
του Τζόζεφ Σέρινταν Λε Φανού – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη
Εκδόσεις:
Καρακώτσογλου
Σελίδες:
160
Τιμή:
10€
Από την πρώτη φορά που παρακολούθησα,
στην εφηβεία μου ακόμα, κινηματογραφική ταινία με βαμπίρ αισθάνθηκα μια
ακατανίκητη έλξη για το ασυνήθιστο θέμα, αναμεμειγμένη ταυτόχρονα με φόβο,
αποστροφή και –ίσως κάπου βαθιά μέσα μου– με ανείπωτο τρόμο. Τώρα, έχοντας
πλέον διαβάσει και δει αμέτρητες εκδοχές του βαμπιρισμού, διαπιστώνω πως δε
γνώριζα τίποτα σχεδόν για τους πρώτους «διδάξαντες», τους συγγραφείς που
τόλμησαν να συστήσουν μέσα από τη Λογοτεχνία ένα τέτοιο αμφιλεγόμενο όσο και
γοητευτικό θέμα. Και είναι αναμφίβολα γοητευτική πιστεύω, για εμάς τους
εύθραυστους θνητούς, η οποιαδήποτε έκφανση της αθανασίας, ακόμα και αν αυτή
συνοδεύεται από αλλαγή στις διατροφικές μας συνήθειες και όχι μόνο… Διαβάζοντας
στο οπισθόφυλλο του βιβλίου «Καρμίλα»,
του Ιρλανδού Λε Φανού που κυκλοφορεί από τις εξαιρετικά ποιοτικές εκδόσεις
Καρακώτσογλου, πως ο περίφημος και πασίγνωστος Μπραμ Στόουκερ εμπνεύστηκε τον
διαβόητο πλέον «Κόμη
Δράκουλά» του από αυτό το προγενέστερο έργο του συμπατριώτη του,
έσπευσα να το διαβάσω ώστε να δω πώς κατάφερε να παρουσιάσει τον θρύλο των νεκροζώντανων
βρικολάκων ένας από εκείνους τους πρώτους «διδάξαντες». Ομολογώ πως, αν και
πολύ μικρό –για τα δικά μου δεδομένα πάντα, μια και αριθμεί μόλις 160 σελίδες–,
το συγκεκριμένο βιβλίο κατάφερε να με καθηλώσει και να με συνεπάρει, αφού ο
συγγραφέας πολύ έξυπνα έχει καταφέρει να παρουσιάσει την όλη ιστορία της
αιμοδιψούς Καρμίλα ως μαρτυρία ενός θύματός της που κατάφερε να επιζήσει. Μια
ιστορία που ασκεί κατά γενική ομολογία σαγήνη σε εμάς τους απλούς ανθρώπους, καθώς
μας εξιστορεί τα έργα και τις ημέρες ενός γοητευτικού νέου κοριτσιού που
κατάφερε να νικήσει τον θάνατο και να παραμείνει για πάντα νέα και αψεγάδιαστη,
έστω και αν αυτό τής κόστισε την ανθρώπινη ψυχή της, αλλά και τις ζωές κάμποσων
αθώων θυμάτων για την ικανοποίηση των «ασυνήθιστων» διατροφικών συνηθειών της.
Όλα ξεκινούν με τη Λόρα να μας
αφηγείται την παράξενη εμπειρία που βίωσε και από την οποία κατάφερε να βγει αλώβητη
–σε αντίθεση με πολλές άλλες άτυχες νεαρές υπάρξεις–, από τη στιγμή που μια
διερχόμενη άμαξα ανατράπηκε λίγο πιο έξω από την πύλη του μικρού κάστρου όπου
διέμενε με τον πατέρα και τις δύο γκουβερνάντες της, σε μια επαρχία κοντά στο
Γκρατς της Αυστρίας κατά τον 19ο αιώνα. Η άμαξα μετέφερε μια
μεσήλικη ευγενή με τη νεαρή κόρη της και το μικρό ατύχημά τους, έξω ακριβώς από
τον τόπο διαμονής της Λόρα, ανάγκασε τη μητέρα να αφήσει την ελαφρά σοκαρισμένη
κόρη της στη φροντίδα του ευγενικού οικοδεσπότη, μέχρι εκείνη να επιστρέψει από
ένα πολύ επείγον ταξίδι που δεν μπορούσε να αναβάλει. Φυσικά, σε μια τέτοια
ήσυχη περιοχή, η απρόσμενη συντροφιά της νεαρής Καρμίλα στην κόρη του
οικοδεσπότη, ήταν παραπάνω από ευπρόσδεκτη. Οι δύο νεαρές κοπέλες ταίριαξαν
αμέσως και το γεγονός ότι η άγνωστη φιλοξενούμενη ήταν ιδιαίτερα γοητευτική
βοήθησε ακόμα περισσότερο. Όμως, ούτε η ίδια η Καρμίλα ούτε η μητέρα της, πριν
την αφήσει και φύγει, είχαν την πρόθεση να αποκαλύψουν το παραμικρό για την
οικογένειά τους, τον τόπο κατοικίας τους ή την προέλευσή τους, εντείνοντας έτσι
ακόμα περισσότερο το μυστήριο γύρω από την ύπαρξή τους.
Ο συγγραφέας μάς αποκαλύπτει σταδιακά
μέσα από την αφήγηση της Λόρα όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα συναντήσουμε
στη μεταγενέστερη λογοτεχνία τρόμου με ήρωες βρικόλακες. Για παράδειγμα, η
Καρμίλα μπορεί να μετατρέπεται κατά βούληση σε φάντασμα, μπαινοβγαίνοντας μέσα
ή έξω από κλειδωμένα δωμάτια ή καλά θαμμένα φέρετρα. Μπορεί να μεταμορφώνεται
σε ζώο, όπως μια μεγάλη μαύρη αγριόγατα, και να κοιμάται μέχρι νωρίς το
απόγευμα. Μπορεί να μην τρώει απολύτως τίποτα και να πίνει μόνο σοκολάτα,
τουλάχιστον ενώπιον τρίτων, αλλά ταυτόχρονα να έχει εκπληκτική δύναμη. Και,
τέλος, μπορεί να αποπλανά τα θύματά της με μεγάλη μαεστρία σαγηνεύοντάς τα
μέχρι να της παραδοθούν οικειοθελώς, δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση στις αθώες
νεαρές τις οποίες γοητεύει επιδεικνύοντας ταυτόχρονα φιλικά και ερωτικά
αισθήματα. Χωρίς σκηνές φρίκης, παρά μόνο προς το τέλος της πορείας της Καρμίλα
και την τελική της εξόντωση, ο συγγραφέας κατορθώνει να στήσει μια υποβλητική
γοτθική ατμόσφαιρα, περιγράφοντάς μας σκοτεινά δωμάτια σε αχανή κάστρα, βλοσυρά
προγονικά πορτρέτα, πυκνά σκοτεινά δάση, ερειπωμένα παρεκκλήσια με καλά κρυμμένους
τάφους και ατμοσφαιρικούς περιπάτους στο φεγγαρόφωτο.
Η «Καρμίλα»
είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα τρόμου που προφανώς επηρέασε σε μεγάλο βαθμό
τους μεταγενέστερους, διάσημους αντιπροσώπους του είδους. Η παρουσίασή του ως
μαρτυρία ενός πραγματικού χρονικού μέσω της αφήγησης ενός από τα θύματα του
θηλυκού βρικόλακα, του δίνει την επίπλαστη βαρύτητα του πραγματικού, κάνοντας
τον αναγνώστη συχνά να αναρωτιέται μήπως τελικά υπάρχει κάποιο ψήγμα αλήθειας
σε όλη αυτή την τρομακτική ιστορία. Είναι σίγουρα ένα κλασσικό μυθιστόρημα
γοτθικής λογοτεχνίας που αξίζει να διαβαστεί από όλους τους λάτρεις του είδους,
αλλά γιατί όχι και από τους πιο «λιπόψυχους»…!
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου:
«Η
Καρμίλα γράφτηκε το 1871 και κυκλοφόρησε το 1872, δηλαδή έναν χρόνο πριν από
τον θάνατο του συγγραφέα. Είναι ένα από τα πρώτα βιβλία του 19ου αιώνα με
βρικόλακες και επηρέασε σημαντικά πολλούς άλλους συγγραφείς που ασχολήθηκαν με
αυτό το είδος της λογοτεχνίας. Πρόκειται για μια ιστορία «υπόγειου» τρόμου και
ασυναίσθητης έντασης, χωρίς τις τρομακτικές σκηνές που υπάρχουν στον Δράκουλα
του Μπραμ Στόουκερ, ο οποίος εμπνεύστηκε το κλασικό πλέον έργο του από τον
Λεφανού. Ωστόσο ο Ιρλανδός συγγραφέας καταφέρνει να κρατήσει αμείωτο το
ενδιαφέρον του αναγνώστη με τις υποβλητικές σκηνές που περιγράφει, χωρίς να
καταφεύγει σε εικόνες απέραντου τρόμου, μέχρι τη στιγμή της τελικής κάθαρσης.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου