Εκδόσεις:
ΣΔ
Σελίδες:
480
(Υπό
Έκδοση Μυθιστόρημα)
Για εμάς τους φιλαναγνώστες είναι αλήθεια
πως ποτέ δεν υπάρχουν αρκετά βιβλία και αρκετοί συγγραφείς. Πάντοτε ψάχνουμε
για νέες εκδόσεις και νέα έργα τα οποία θα μας κρατήσουν συντροφιά, θα μας ταξιδέψουν
σε νέους αναγνωστικούς δρόμους και θα μας συναρπάσουν. Είναι, επομένως ιδιαίτερος
ο ενθουσιασμός μας όταν ανακαλύπτουμε "νέο αίμα", συγγραφείς δηλαδή
που είτε μας ήταν άγνωστοι για κάποιον λόγο, είτε παρουσιάζουν τώρα το πρώτο τους
πόνημα. Η χαρά μου, όπως καταλαβαίνετε, ήταν μεγάλη όταν ήρθε στα χέρια μου αυτό
το πρώτο, εκπληκτικό μυθιστόρημα του κ. Γιώργου Γιώτη για να επιμεληθώ την
τελική διόρθωση του κειμένου. Δε μπόρεσα να μη θαυμάσω τον υπέροχο, άμεσο, απέριττο
και μεστό τρόπο γραφής του συγγραφέα αλλά και την ευρηματική πλοκή του μυθιστορήματός
του. Πρόκειται για ένα ανατρεπτικό αστυνομικό, ψυχολογικό θρίλερ με φόντο
πανέμορφα και επιβλητικά σκηνικά από την αρχόντισσα των Κυκλάδων, την πανέμορφη
Σύρο, το οποίο καθηλώνει τον αναγνώστη με την αριστοτεχνική πλοκή, το υποδόριο
καυστικό χιούμορ, τις νουάρ αποχρώσεις μιας επώδυνα επίκαιρης πραγματικότητας
και τους τραγικούς ήρωες που απαιτούν εκδίκηση, δικαίωση και εξιλέωση. Ευχαριστώ
θερμά τις εκδόσεις ΣΔ για την παραχώρηση της παρούσας προδημοσίευσης, εύχομαι
ολόψυχα στον συγγραφέα καλή επιτυχία σε αυτό το πρώτο του, συναρπαστικό μυθιστόρημα
και προσκαλώ όλους εσάς να διαβάσετε το ακόλουθο απόσπασμα ώστε να πάρετε μία
μικρή γεύση από το εξαιρετικό «3 Στο Κόκκινο»!
Απόσπασμα
από το μυθιστόρημα «3 ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ»:
Το επόμενο πρωί, η κυρία Ισμήνη Πολίτη
τον επισκέφτηκε στο γραφείο του στο Πανεπιστήμιο. Όσο επιδέξια κι αν τέθηκε η
ερώτηση δεν μπορούσε παρά να αφήσει την αμηχανία να βολοδέρνει και να
κοπανιέται στους τοίχους του μικρού και σκοτεινού ακόμα γραφείου. Με την πρώτη
ευκαιρία θα τραβούσε τις κουρτίνες να μπει φως.
Η κυρία Πολίτη είχε μάλλον βιαστεί να
έρθει στο γραφείο του Μάρκου και ήδη έψαχνε με το βλέμμα τον χώρο και μετρούσε
τις αλλαγές από την εποχή που διευθυντής ήταν ο σύζυγός της. Σαν να ήξερε πως
κι ο ίδιος θα βρισκόταν εκεί από τα άγρια χαράματα. Θα έπρεπε μάλλον να
επαναλάβει τα λόγια του, ίσως να μην είχε ακούσει, ίσως δυσκολευόταν να βρει
τις σωστές λέξεις.
-
Δεν έχω καταλάβει ακόμα τι ακριβώς
συνέβη στον σύζυγό σας.
Θα μπορούσε βέβαια να προφέρει σεμνά
και χαμηλόφωνα τα θερμά του συλλυπητήρια και να περιμένει τη δική της αντίδραση
όποτε και αν ερχόταν. Ίσως πάλι θα ήταν πιο σωστό να της έλεγε μια δικαιολογία.
Τόσος χρόνος πέρασε και δεν μπήκε στον κόπο να της τηλεφωνήσει ή να επιδιώξει
και μία επίσκεψη ακόμα. Ο Μάρκος ήταν αυτός που ευνοήθηκε από τον θάνατο του κυρίου
Δημήτρη Πολίτη.
- Δεν είμαι σίγουρη αν μπορώ να περιγράψω τις
συνθήκες της απώλειας και πολύ αμφιβάλλω αν αυτά που σας πω, τα πιστέψετε. Δεν
ξέρω ποιος τα πιστεύει. Η αστυνομία πάντως με έχει βγάλει σίγουρα τρελή...
Ξεκίνησε να της απαντήσει πως δεν έχει
ανάγκη να αποδείξει τίποτε και σε κανένα, αλλά εκείνη τον έκοψε.
-
Τον τελευταίο καιρό ο Δημήτρης δεν ήταν
καλά. Απέφευγε να βγαίνει από το σπίτι. Είχε αναθέσει εν λευκώ τις υποθέσεις
της σχολής στη γραμματέα του κι όλο έψαχνε στα βιβλία του. Κανένας δεν ήξερε
τι... και...
Τον κοίταξε με μια ανεξήγητη ενοχή.
- Δεν ξέρω τι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά με
ό,τι έγινε μετά. Ίσως καμιά. Η κατάσταση όμως είχε φτάσει στο απροχώρητο.
Άρχισε να γράφει. Έγραφε συνεχώς στο κομπιούτερ. Ο κόσμος να διαλυόταν δίπλα
του, αυτός δε σταματούσε να γράφει.
- Δεν μπήκατε στον πειρασμό να διαβάσετε αυτά
που έγραφε;
- Μία φορά προσπάθησα. Έγραφε για περιστατικά
που ίσως τα είχε ζήσει. Δεν ξέρω. Και όνειρα περίεργα. Δεν έβγαλα νόημα.
Επικοινώνησα και με τον εκδότη του. Δεν ήξερε ούτε αυτός. Περίμενα πως θα με
πλησιάσει ο ίδιος. Πάντα μου διάβαζε αυτά που έγραφε και δεν τον πείραζε αν του
έλεγα πως είναι ακαταλαβίστικα. Γελούσε. Ήμουν το γούρι του. Έτσι έλεγε. Τον
έβλεπα να διαβάζει, να γράφει, να σκίζει σελίδες... Τρόμαξα, όταν διάβασα την
πρώτη σελίδα. Ήταν... ήταν λόγια που... δεν... δεν ήταν ο Δημήτρης αυτός που τα
έγραφε. Εγώ τον ξέρω... τον ήξερα δηλαδή... μια ζωή.
Έβγαλε από την τσάντα ένα διπλωμένο
χαρτί.
-
Σας παρακαλώ, ρίξτε μια ματιά!
Ο Μάρκος έκανε να τραβήξει τις
κουρτίνες, εκείνη τον απέτρεψε, πρόλαβε όμως να δει τη Μαρίνα στον διάδρομο.
Σαν κάτι να περίμενε. Τη φαντάστηκε να ζηλεύει, να κρυφακούει τι λένε με τη
σύζυγο του προκατόχου του, να βρίσκει πρόφαση και να τους διακόπτει κάθε λίγο
και λιγάκι. Της χαμογέλασε και της έκλεισε το μάτι και την κουρτίνα μαζί.
Κάθισε στο γραφείο κι εστίασε το φως του πορτατίφ στο χαρτί.
«Η
ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Αυτό είναι το δώρο που επιφυλάσσει στις επόμενες
γενιές ο χρόνος. Όλα μπορούν να ξεφύγουν από τα στενά όρια του παρελθόντος και
να μας επισκεφθούν στο παρόν ή να μας περιμένουν στο μέλλον. Σε αυτή τη
διαδικασία παρεμβαίνει ένα αλλά, γιατί αυτά που θα ξαναζήσουμε είναι αδύναμα,
άυλα και συμβιβασμένα στην πραγματικότητα της εξέλιξης. Το σήμερα οφείλει να κρατάει
ίσες αποστάσεις και από το χθες και από το αύριο. Αυτή είναι η ευχή. Υπάρχει
όμως και μια κατάρα. Η κατάρα της επανάληψης που θα σήμαινε πως όλοι είμαστε
παγιδευμένοι και τελειωμένοι με τρόπο που ήδη φανταζόμαστε.»
Η κυρία Πολίτη περίμενε πώς και πώς
τις πρώτες του κουβέντες.
- Νομίζω πως άδικα φοβηθήκατε. Πρόκειται για
σκέψεις άλλων που φαίνεται ενθουσίασαν τον κύριο διευθυντή και απλά κράτησε
σημειώσεις προφανώς για να τις χρησιμοποιήσει σε κάποια μελλοντική του διάλεξη.
Είναι μια σχετικά σύγχρονη θεώρηση της ιστορίας που προσπαθεί να αποτινάξει την
παντοδυναμία του περιεχομένου και του μηνύματος. Δε θα έλεγα πως αυτό οδήγησε
τον σύζυγό σας να... να βάλει μόνος του τέρμα στη ζωή του. Αν αυτό υποψιάζεστε.
- Υποψιάζομαι; Δεν υποψιάζομαι, φοβάμαι.
- Τι φοβάστε;
Το ημίφως του γραφείου και η κυρτή
στάση που είχε πάρει το πρόσωπό της κυρίας Πολίτη δεν άφηναν τον Μάρκο να
υποθέσει πολλά. Έβλεπε μόνο τα μαλλιά της ξανθά κι ατημέλητα να τον παρασέρνουν
στην ιδέα πως είχε μπροστά του μια Αμαζόνα των Βίκινγκς. Βάθαινε κι η φωνή της,
γούρλωναν τα μάτια της.
- Η μια επιτυχία ερχόταν μετά την άλλη. Στην
αρχή η θέση του διευθυντή, έπειτα ανέλπιστα χρήματα, κληρονομιές από συγγενείς
στενούς αλλά και μακρινούς που τον θυμούνταν όλοι και τον άφηναν βασικό
κληρονόμο. Η τύχη φορούσε ένα μόνιμο χαμόγελο. Ήταν ένα βέλος που τον σημάδευε.
Τα πάντα γίνονταν για χάρη του, όμως... αντί όλα αυτά να του φέρνουν χαρά, τον
έριχναν σιγά - σιγά σε μια κακιά αρρώστια. Η παγίδα που φοβόταν.
Ταράχτηκε. Του ήρθε στο μυαλό η εικόνα
που είχε δει χθες ή προχθές στην οθόνη του υπολογιστή. Ένας νεαρός έπαιζε
πιάνο, το οποίο όμως ήταν και ενυδρείο, ακουμπούσε τα πλήκτρα και τα ψάρια
χόρευαν, μερικά πετάγονταν έξω, είχαν μια έκφραση πως χαίρονταν την ελευθερία
τους αλλά ταυτόχρονα ήξεραν. Ήξεραν πως ήταν παγιδευμένα.
Η κυρία Πολίτη κοίταξε τη διπλωμένη
σελίδα στα χέρια του Μάρκου. Σίγουρα θα ήταν πολύ νεότερη από τον μακαρίτη και
αυτά τα νιάτα έμοιαζαν να ασφυκτιούν κρυμμένα κάτω από τα επίσημα μαύρα ρούχα.
- Ειλικρινά, δε θα ερχόμουν εδώ να σας
ενοχλήσω, αν δεν ήταν το αυτοκίνητο.
Ο Μάρκος τινάχτηκε. Σαν να ντράπηκε
λίγο που έδειχνε ενδιαφέρον μόνο τώρα, που η υπόθεση αφορούσε άμεσα εκείνον.
Κάθιδρος και χλωμός προσποιήθηκε τον ανήξερο βρίσκοντας πάλι τον αυτοέλεγχο.
-
Ποιο αυτοκίνητο;
-
Το κόκκινο Φορντ που έχετε;
Την παρακολουθούσε να προχωρά
σαδιστικά στις εκμυστηρεύσεις. Τον είχε ήδη του χεριού της. Δε μοιραζόταν πια
τους φόβους της. Τους χάριζε απλόχερα.
-
Υποθέτω πως το αποκτήσατε με τον ίδιο
τρόπο.
Ίδιο; Εννοούσε πως και ο άντρας της
αγόρασε το αυτοκίνητο από τον ποντικομούρη τον κύριο Τάσο; Μήπως εμφανίστηκε
και μετά να του μιλά για τα θύματα του Σπερχειού; Μήπως επισκέφτηκε και το δικό
τους σπίτι να αφήσει ένα μικρό παιδικό αυτοκινητάκι κι αυτό κόκκινο Φορντ;
Μήπως ήταν αυτός ο άθλιος που...
- Δε θα ήθελα να ξαναμιλήσω για αυτό. Με
ρωτήσατε πριν τι φοβάμαι. Αυτό φοβάμαι. Για τον Δημήτρη η αντίστροφη μέτρηση
ξεκίνησε, όταν μου μίλησε για αυτό το διαβολομηχάνημα... υποθέτω δηλαδή...
έγιναν όλα τόσο γρήγορα.
Την έβλεπε να σηκώνεται, πλησίασε πολύ
κοντά του, μάτια μεγάλα με ένα μαύρο χρώμα που γυάλιζε, μύτη καλοβαλμένη και
ταιριαστή στο κομψό περίγραμμα ενός προσώπου χωρίς περιττές γωνίες.
- Κύριε Μάρκο, είστε κι εσείς ιστορικός, όπως
και ο Δημήτρης. Αν τελικά η ιστορία επαναλαμβάνεται, καλό είναι να έχετε τον
νου σας.
Ήταν πολύ κοντά του. Ακίνητη. Ο Μάρκος
εστίασε πάνω της το φως του πορτατίφ. Άνοιξε και τις κουρτίνες. Το φως
πλημμύρισε το δωμάτιο. Έψαξε με το βλέμμα κάθε γωνία. Η Ισμήνη Πολίτη πουθενά.
«Ο Μάρκος Πολίτης παίρνει τη γενναία
απόφαση να δεχτεί τη θέση του λέκτορα που του προσφέρθηκε στο Πανεπιστήμιο
Αιγαίου στην αρχοντική Σύρο. Αφήνοντας πίσω του ένα παρελθόν τραγικό, αναζητά
ένα πιο ευοίωνο μέλλον στο κυκλαδίτικο νησί, παλεύοντας συνεχώς με τους
προσωπικούς του δαίμονες και με ζοφερές αναμνήσεις που εξακολουθούν ακόμα να
ματώνουν την ψυχή του και να σκιάζουν το νου του.
Οι ψυχίατροι και παλαιοί συνάδελφοι,
Αδαμαντία Σταυρινού και Βασίλης Μελίδης, ενώνουν τις δυνάμεις τους από κοινού
για να προσφέρουν την πολυπόθητη ίαση στον ασθενή τους που εξακολουθεί να
αποτελεί δυσεπίλυτο αίνιγμα και έντονη πρόκληση για την καριέρα και την ηθική
τους, ακολουθώντας άλλοτε την πεπατημένη έγκριτων ψυχιατρικών τεχνικών και
άλλοτε αμφιλεγόμενες πρωτοβουλίες με αμφίβολα αποτελέσματα.
Η αρχιφύλακας Μαρίνα Πασπάτη
αναλαμβάνει δράση σε μία αλλόκοτη υπόθεση που καλείται η Αστυνομία να
παρακολουθήσει στενά, όπου εμπλέκεται ο Μάρκος. Τα απρόσμενα γεγονότα που θα
ακολουθήσουν θα περιπλέξουν ακόμα περισσότερο την εξέλιξη και θα πυκνώσουν τις
υποψίες, ενώ ο έρωτας –απρόσκλητος και τυφλός εισβολέας, ως συνήθως– θα
προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις, ανατροπή εύθραυστων ισορροπιών και αποκάλυψη
καλά κρυμμένων μυστικών και εμμονών που ριζώνουν στο παρελθόν.
Πόσο μπορεί να αντέξει το ανθρώπινο
μυαλό όταν βάλλεται από άδικα εγκλήματα, αθεράπευτες εμμονές και αδυσώπητες
τραυματικές εμπειρίες; Ποιος μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο οι
ψευδαισθήσεις να φαίνονται ενίοτε πιο αληθινές από την απτή πραγματικότητα;
Πόσο σημαντικός μπορεί να είναι ο ρόλος ενός κόκκινου Φορντ που στοιχειώνει τις
αναμνήσεις και την πραγματικότητα ενός διαταραγμένου μυαλού; Πού σταματά η
φαντασία και πού αρχίζει η πραγματικότητα και σε ποια τελικά είναι καλύτερο να
ζει κανείς;»
«Ένα ανατρεπτικό
αστυνομικό, ψυχολογικό θρίλερ με φόντο πανέμορφα και επιβλητικά σκηνικά από την
αρχόντισσα των Κυκλάδων που καθηλώνει τον αναγνώστη με την αριστοτεχνική πλοκή,
το υποδόριο καυστικό χιούμορ, τις νουάρ αποχρώσεις μιας επώδυνα επίκαιρης
πραγματικότητας και τους τραγικούς ήρωες που απαιτούν εκδίκηση, δικαίωση και
εξιλέωση.»
Κλειώ
Ισ. Τσαλαπάτη, κριτικός λογοτεχνίας («Φίλοι της Λογοτεχνίας»)
Ο
Γιώργος Γιώτης είναι εκπαιδευτικός της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης και τα πέντε
τελευταία χρόνια διευθυντής σε δημοτικό σχολείο στον Βύρωνα. Σπούδασε στη
Ράλλειο Παιδαγωγική Ακαδημία Πειραιά και μετεκπαιδεύτηκε στο Μαράσλειο
Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΠΤΔΕ Πανεπιστημίου Αθηνών (Γενική Αγωγή).
Έλαβε Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής
Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια Διδακτορικό Δίπλωμα στην
κατεύθυνση «Ιστορία και Διδακτική της Ιστορίας».
Έχει
λάβει μέρος σε επιστημονικές συναντήσεις που αφορούν σε θέματα εκπαίδευσης και
πολιτισμού. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά, πρακτικά
συνεδρίων και συλλογικούς τόμους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου