Προδημοσίευση:
«ΔΥΟ ΧΕΙΜΩΝΕΣ ΚΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ», του Μιχάλη
Κατσιμπάρδη – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη
Εκδόσεις:
Άνεμος
Σελίδες:
320
Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, κατάκτηση
της Ελλάδας από τους Γερμανούς φασίστες, Ελληνική αντίσταση, ναζιστικά στρατόπεδα
συγκέντρωσης αιχμαλώτων, σύλληψη αντιστασιακών και συνεχής αγώνας για επιβίωση
μέσα στις πιο απάνθρωπες συνθήκες αιχμαλωσίας, επιστροφή στη λαβωμένη Ελλάδα
και Εμφύλιος πόλεμος… Σχεδόν μία δεκαετία, ούτε καν ολόκληρη, η οποία συγκεντρώνει
ορισμένα από τα μεγαλύτερα ιστορικά γεγονότα της νεώτερης Ελλάδας, γεγονότα που
ίσως λόγω της συνταρακτικής φύσης τους μας έχουν "σημαδέψει" βαθιά ως
έθνος και δεν παύουν να μας απασχολούν. Προσωπικά, η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος
με μαγνητίζει και με συγκλονίζει, πιθανότατα επειδή έχω ακούσματα και εμπειρίες
από τους ίδιους τους γονείς μου, αλλά και από τον φιλικό και συγγενικό περίγυρο.
Κάθε ιστορία τους, λοιπόν, που ακούω να μου αφηγούνται είναι μοναδική αφού έχει
την πινελιά της προσωπικής πορείας του καθενός, όπως είναι και ανεκτίμητη καθώς
προσθέτει μία ακόμα "ψηφίδα" στο πολυσύνθετο "ψηφιδωτό" εκείνης
της εποχής. Το πρώτο λογοτεχνικό πόνημα του εξαίρετου Μιχάλη Κατσιμπάρδη που
κυκλοφορεί από την Άνεμος Εκδοτική με τον εύγλωττο τίτλο «Δυο Χειμώνες Κι Ούτε Ένα Καλοκαίρι» αφορά την περίοδο του τέλους
του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και βασίζεται στην αληθινή ιστορία του ήρωα-πατέρα
του συγγραφέα. Μέσα από τα βιώματα και την πορεία του ήρωά μας από την αντίσταση,
την προδοσία, τη σύλληψη, την αιχμαλωσία στα ναζιστικά στρατόπεδα, τον αγώνα
για επιβίωση, την απελευθέρωση, την επιστροφή σε μια "αλληλοσπαρασσόμενη"
πατρίδα και την ματαίωση των προσδοκιών του, ο συγγραφέας μας προσφέρει ένα αναγνωστικό
ταξίδι απαιτήσεων σε μια από τις πιο σημαντικές ιστορικές περιόδους της χώρας μας,
αλλά και σε ιστορικές μνήμες που πρέπει να διατηρηθούν διαυγείς και αναλλοίωτες.
Ευχαριστώ θερμά τις εκδόσεις Άνεμος για την αποκλειστική παραχώρηση της παρούσας
προδημοσίευσης ενός συγκλονιστικού αποσπάσματος από το εξαιρετικό βιβλίο «Δυο Χειμώνες Κι Ούτε Ένα Καλοκαίρι»,
εύχομαι ολόψυχα στον χαρισματικό κ. Κατσιμπάρδη καλή επιτυχία σε αυτό το πρώτο
συγγραφικό του έργο και σας προσκαλώ να το διαβάσετε, ώστε να πάρετε μια μικρή "γεύση"
μιας αληθινής, συνταρακτικής ιστορίας που ενέπνευσε ένα καθηλωτικό μυθιστόρημα!
Γιατί συχνά η ζωή ξεπερνά και την πιο ζωηρή φαντασία!
Απόσπασμα
«ΔΥΟ ΧΕΙΜΩΝΕΣ ΚΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ»:
Το
τρένο σερνόταν με αργό και βασανιστικό ρυθμό στις ράγες της υποδουλωμένης
πατρίδας. Αυτό έκανε πιο επώδυνο το ταξίδι. Οι σκέψεις του καθενός θέριευαν
αυτές τις ώρες, που η απελπισία εναλλασσόταν με την αισιοδοξία. Ακόμα έφεγγε
μέσα τους η ελπιδοφόρα σκέψη ότι κάτι θα ματαίωνε την ολοκλήρωση του ταξιδιού,
ότι κάτι θα συνέβαινε, έστω και την ύστατη ώρα. Ωστόσο, όσο περνούσαν οι ώρες,
τόσο διαψεύδονταν οι στερνές ελπίδες κάποιων ότι πατριώτες αντάρτες θα είχαν
υπονομεύσει και καταστρέψει τις γραμμές. Αυτές οι ελπίδες πάλευαν με τις φήμες
ότι υπήρχε μυστική συμφωνία ανάμεσα στους Γερμανούς και την ελασίτικη ηγεσία,
ώστε αναχωρώντας θα παρέδιδαν στους αντάρτες μέρος του εξοπλισμού τους, με την
προϋπόθεση ότι θα τους άφηναν να εγκαταλείψουν ανενόχλητοι την Ελλάδα. Κάτι
τέτοιο, πάντως, ιστορικά δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ.
Όλα,
πλέον, κυλούσαν βασανιστικά, αργά, οριστικά, χωρίς δείγματα ματαίωσης. Σαν
ανεμπόδιστη κατάβαση στον Άδη…
Η
πρώτη στάση του σφραγισμένου τρένου έγινε μια μέρα μετά, έξω από τα σύνορα της
πατρίδας, λίγο πριν από τα Σκόπια. Οι πόρτες των βαγονιών άνοιξαν διάπλατα.
Ήταν στιγμές απέραντης αγαλλίασης και ανακούφισης για όλους. Αλαλαγμοί χαράς
ακούγονταν από τα βαγόνια. Ήταν πεινασμένοι, διψασμένοι, βρόμικοι, άυπνοι και
εξαντλημένοι. Με μια λέξη, ελεεινοί. Τα κεφάλια όλων βούιζαν από τον ανυπόφορο
θόρυβο και το τράνταγμα της διαδρομής.
Το
πρώτο που έκανε ο Κωστής, κατεβαίνοντας από το κινούμενο κελί τους, ήταν να
πάρει μια βαθιά, ατέλειωτη ανάσα. Δε φανταζόταν ποτέ μέχρι τότε ότι αυτή η
ανεξάρτητη λειτουργία των πνευμόνων θα του πρόσφερε τόση χαρά! Αν μη τι άλλο,
αυτή η μεγάλη περιπέτεια θα έδινε σε όλους την ευκαιρία να αναθεωρήσουν ως
άνθρωποι κάποια πράγματα, τα οποία ένας ελεύθερος άνθρωπος τα έχει δεδομένα και
αυτονόητα. Θα μάθαιναν να εκτιμούν διαφορετικά το καθημερινό, το αυτονόητο, το
μικρό, το ευτελές. Τίποτα πια από δω και πέρα δε θα ’ταν δεδομένο.
Έτριψε
επίμονα τα βλέφαρα με τα δάχτυλά του, ώστε να βοηθήσει τα μάτια του να
συνηθίσουν το άπλετο φως της ηλιόλουστης μέρας, και περπάτησε, όσο περισσότερο
του επιτρεπόταν, για να ξεμουδιάσει και να χαλαρώσει τα ανυπάκουα από την
ακινησία μέλη του. Τέντωσε το κορμί του με τα χέρια ψηλά για να ξεπιαστεί η
μαγκωμένη μέση, να ξεκλειδώσουν οι αρθρώσεις.
Οι
θεριακλήδες βρήκαν μοναδική ευκαιρία να καπνίσουν ήρεμοι το τσιγαράκι τους. Ο
Κωστής απόρησε με κείνη την παράξενη μυρωδιά, που έβγαζαν τα στριφτά τσιγάρα
μιας ομάδας Κοκκινιωτών. Τους πλησίασε με αφέλεια αλλά του γύρισαν την πλάτη,
κάνοντάς τον ανεπιθύμητο. Τους άφησε μέσα στην παράταιρη ευθυμία τους και
πλησίασε ένα μικρό τρεχούμενο ρυάκι, που κυλούσε λίγα μέτρα μακριά από τις
γραμμές, για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του. Το ίδιο έκαναν κι άλλοι. Η
δροσιά του ήταν αναζωογονητική, του πρόσφερε σχεδόν ηδονικό ρίγος. Σκέφτηκε να
βγάλει το πουκάμισο να το πλύνει στο τρεχούμενο νερό. Άρχισε να ξεκουμπώνει τα
κουμπιά, μα κάποιος φρουρός τον έκανε να το ξανασκεφτεί. Δείλιασε.
Οι
Γερμανοί έστησαν γρήγορα ένα πρόχειρο μαγειρειό, κάτω από μια μεγάλη καρυδιά.
Τους έβαλαν σε τέσσερις μακριές σειρές και τους μοίρασαν από μια κουτάλα
βρασμένα λαχανικά, τους πρόσφεραν λίγες γουλιές νερό και τους φόρτωσαν βιαστικά
πάλι στο τρένο. Η φρουρά των Γερμανών άλλαξε. Οι καινούργιοι, αφού έλεγξαν
σχολαστικά αν τα βαγόνια είχαν σφραγιστεί καλά, επιβιβάστηκαν. Το μακρύ
ελικοειδές ταξίδι για το κέντρο της Ευρώπης συνεχίστηκε…
Οι
κουβέντες στο βαγόνι, ζωηρές στην αρχή του ταξιδιού, όσο περνούσε ο καιρός
λιγοστεύανε. Με τις μέρες, δεν υπήρχε διάθεση ούτε κουράγιο. Λέγανε μόνο τα
απαραίτητα. Κάποιες φορές ούτε κι αυτά.
«Αποκλείεται
να μας πάνε στη Γερμανία. Να δείτε ότι μάλλον για Ρουμανία μας προορίζουν.
Έχουν πρεμούρα να διαφυλάξουν τα κοιτάσματα πετρελαίου από τους Ρώσους.
Θυμηθείτε το, για κει μας προορίζουν. Θα ανοίγουμε οχυρωματικά λαγούμια»
μονολόγησε κάποιος. Φάνηκε να ξέρει πράγματα, όμως κανείς δεν του ’δωσε
σημασία. Τι διαφορά θα έκανε αν δούλευαν στη Γερμανία ή σε άλλη χώρα. Για τους
ναζί θα δούλευαν και πάλι. Όπου και να τους προόριζαν η πατρίδα θα ήταν μακριά.
«Δεν
πρόσεξες, φαίνεται, τις ταμπέλες έξω από κάθε βαγόνι. Όλες έχουν ονόματα
γερμανικών και αυστριακών περιοχών. Για κει μας πάνε. Μη βάζεις άλλα στο μυαλό
σου. Να ’μαστε τυχεροί να γυρίσουμε, να σκέφτεσαι. Να τελειώσει ο διαολεμένος πόλεμος
μια ώρα αρχύτερα. Αυτό να εύχεσαι!» του είπε με ήρεμη φωνή ο κύριος Ασημάκης.
Κι όλοι σχεδόν κούνησαν το κεφάλι συμφωνώντας.
Η
επόμενη στάση έγινε στον μισοκαταστραμμένο σταθμό του Βελιγραδίου. Οι πόρτες
των βαγονιών, πάντως, δεν άνοιξαν. Παρέμειναν ακινητοποιημένοι μέχρι που
βράδιασε. Ακούγονταν διαρκώς μεταλλικοί ήχοι, σαν να πρόσθεταν ή αφαιρούσαν
βαγόνια, σαν να επισκεύαζαν κάτι στο τρένο. Το βράδυ, ξαφνικά, ακούστηκαν
διαπεραστικές σειρήνες και λίγο αργότερα ήχοι από βομβαρδισμό. Κράτησε λίγο. Οι
όμηροι δεν πρόλαβαν καν ν’ ανησυχήσουν, και η αμαξοστοιχία ξεκίνησε.
Είχαν
μπει στο έδαφος της Ουγγαρίας. Ο καιρός ήταν ήδη ψυχρός και υγρός. Νιώθανε
πλέον έντονα την παγωνιά της κεντρικής Ευρώπης και συνειδητοποίησαν στην πράξη
το τι επρόκειτο να αντιμετωπίσουν. Το καλοκαίρι ημερολογιακά δεν είχε τελειώσει
ακόμα, αλλά η βραδινή ψύχρα ήταν πολύ διαπεραστική και τα καλοκαιρινά τους
ρούχα δεν ήταν ικανά να την αντιμετωπίσουν.
Τι
θα γίνει όταν φτάσει ο χειμώνας; Πώς θ’ αντέξουμε; Ούτε θέλω να το φαντάζομαι!
Η
σκέψη αυτή ανάγκασε τον Κωστή να κουρνιάσει σε μια γωνία του βαγονιού, φυσώντας
αμήχανα τις παγωμένες παλάμες του.
Παρά
το γεγονός ότι είχαν σταθμεύσει στον σταθμό της Βουδαπέστης για διάστημα
μεγαλύτερο των δύο ωρών, κανείς από τη φρουρά δεν άνοιξε τις πόρτες. Πεινούσαν
φρικτά –λίγοι ήταν αυτοί που είχαν φυλάξει κάτι από το φτωχικό πακέτο του
Ερυθρού Σταυρού–, η δίψα είχε γίνει αφόρητη και δε βλέπανε καμιά κίνηση, καμιά
εξέλιξη. Απόλυτη ακινησία, σιγή ανεξήγητη.
«Είναι
νύχτα, ρε παιδιά. Είναι δυνατόν να μας αφήσουν τα σκυλιά να βγούμε απ’ τα
βαγόνια; Φοβούνται μην την κοπανήσουμε!» ακούστηκε κάποιος με βραχνή μπάσα
φωνή, ψαλιδίζοντας τις ελπίδες κάποιων για καθαρό αέρα και ξεμούδιασμα.
Να
δραπετεύσουμε, αλήθεια, πώς; Και κυρίως για πού; Χωρίς να γνωρίζουμε πού
ακριβώς βρισκόμαστε, χωρίς να γνωρίζουμε τη γλώσσα, κουρελήδες, εξαντλημένοι…
Εξάλλου,
η Ουγγαρία δεν ήταν και ο καταλληλότερος τόπος για να επιχειρήσει κανείς κάτι
τέτοιο*. Κάποιοι άλλοι, που γνώριζαν ότι οι περισσότεροι Ούγγροι υποστήριζαν με
φανατισμό τότε τους Γερμανούς, απέδιδαν την απαγόρευση της εξόδου από τα
βαγόνια στην προφύλαξή τους από την επιθετική συμπεριφορά κάποιων ναζιστών
Ούγγρων –των «Σιδερένιων Σταυρών», όπως τους έλεγαν– απέναντι στους εχθρούς του
ναζιστικού καθεστώτος.
«Τα
φασισταριά οι Ούγγροι έχουν λυσσάξει, τους πλησιάζει ο Κόκκινος Στρατός κι
αλυχτάνε. Αν μας βγάλουν έξω, θα μας φάνε λάχανο. Καλύτερα να φύγουμε μια ώρα
αρχύτερα από δω» φώναξε κάποιος Κοκκινιώτης.
Δεν
πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του, και δικαιώθηκε. Όλοι ταράχτηκαν από τον
ανατριχιαστικό γδούπο από τις κοτρόνες που πετούσαν εξαγριωμένοι Ούγγροι πάνω
στα βαγόνια, μαζί με τις δυνατές ακατάληπτες βρισιές με τις οποίες έλουζαν τους
εξαθλιωμένους ομήρους. Αμέσως μετά, ακούστηκαν ομαδικές κραυγές από μπροστινό
τους βαγόνι.
«Φωτιά!
Φωτιά, καιγόμαστε πατριώτες!»
Κροταλίσματα
από πυροβόλα έκαναν τους πάντες να πέσουν μπρούμυτα, ο ένας πάνω στον άλλο, ένα
κουβάρι στο στενάχωρο βαγόνι. Ένας Αθηναίος, που το ’λεγε η καρδιά του,
παρατηρούσε ψύχραιμος τις κινήσεις απ’ το μικρό παράθυρο.
«Ούγγροι
φασίστες είναι και θέλουν να μας βάλουν φωτιά, να μας κάψουν ζωντανούς, τα
καθίκια! Οι Γερμανοί τούς πυροβολούν για να τους διώξουν. Πρόλαβαν όμως και
φούντωσαν τους μπροστινούς μας» είπε φωναχτά, αφήνοντας όλους έκπληκτους για το
θάρρος του.
Γέμισε
κάπνα η ατμόσφαιρα. Ακούστηκε να ρέει ορμητικά μια μάνικα νερού. Έσβησε τη
φωτιά και τον τρόμο των συντρόφων. Τώρα υπήρξε και πάλι σιγή. Η αμαξοστοιχία
ξεκίνησε απότομα και νευρικά για τον επόμενο σταθμό. Όλοι ξεφύσησαν
ανακουφισμένοι. Χάθηκε άραγε κανείς; Πόσοι;
Η
νύχτα είχε προχωρήσει πολύ, όταν σταμάτησαν πάλι στη μέση του πουθενά. Κάποιοι
είδαν από τον φεγγίτη ότι το πουθενά ήταν ένας μικρός σταθμός, παντελώς άδειος
από ζωή. Η στάση εκεί κράτησε αρκετά, μέχρις ότου ν’ ακουστούν ξαφνικά
αγχωμένες γερμανικές κραυγές. Οι παρατηρητές του βαγονιού είδαν τους στρατιώτες
να τρέχουν εγκαταλείποντας φοβισμένοι το τρένο και να χώνονται στο παρακείμενο
δάσος.
«Τι
ήταν πάλι τούτο; Τι τρέχει;» φώναξε έντρομος κάποιος.
Μουγκρητό
ακούστηκε από τον ουρανό.
«Βομβαρδισμός,
έρχονται βομβαρδιστικά, θα μας σκοτώσουν!» φώναξε ένας από τους παρατηρητές του
φεγγίτη, σπέρνοντας πάλι τον φόβο και τον πανικό σ’ όλους τους υπόλοιπους.
Σε
ελάχιστα δευτερόλεπτα έφτασε στ’ αυτιά τους η βουή των αεροπλάνων κι αμέσως
μετά οι απανωτές εκρήξεις. Οι όμηροι, σαν εγκλωβισμένα ποντίκια, τυλίχτηκαν σε
ένα κουβάρι περιμένοντας το μοιραίο. Δονούνταν η γη, οι κρότοι των εκρήξεων
έγιναν ένα με τις κραυγές των ομήρων, τα ρουθούνια τους γέμισαν με καμένη
ανάσα. Ζωντανός εφιάλτης. Τα αεροπλάνα σύντομα απομακρύνθηκαν αλλά επέστρεψαν
σε πολύ λίγο. Αυτή τη φορά πέρασαν πάνω από το τρένο κι έφυγαν μακριά.
Ακολούθησε σιωπή κι εκείνο το φρικτό συναίσθημα του να περιμένεις ανήμπορος το
τέλος. Δεν ακουγόταν τίποτα παρά μονάχα κάποιοι σκόρπιοι ψίθυροι, προσευχές ή
λυγμοί. Πέρασε περίπου ένα τέταρτο κι οι Γερμανοί επέστρεψαν. Τα σφιγμένα
κορμιά χαλάρωσαν. Κανείς δεν ήξερε αν πληγώθηκε το τρένο, αν χτυπήθηκαν
σύντροφοι, αν χάθηκαν ζωές. Σύντομα ξεκίνησαν και πάλι για τη σκοτεινή
τους πορεία. Σαν να μη συνέβη τίποτα.
«Σύντροφοι,
κρατάτε!» ακούστηκε η ανατριχιαστική κραυγή από κάποιο μπροστινό βαγόνι.
*Ο
ρόλος της Ουγγαρίας στον πόλεμο ήταν διττός και ασαφής, σε κάθε περίπτωση
ύποπτος. Η φασιστική Ουγγαρία, μαζί με τη Ρουμανία, είχε προσαρτηθεί στο άρμα
του ναζισμού από τα τέλη της δεκαετίας του ’30. Έμεινε ουδέτερη στην αρχή του
πολέμου, σύντομα έγινε πιστή σύμμαχος του ναζιστικού κράτους και παρέμεινε
μέχρι το τέλος του 1944. Τότε, καθώς η ήττα των Γερμανών φαινόταν κάτι
περισσότερο από βέβαιη, επιδίωξε να συμμαχήσει με τους Ρώσους όταν πλέον αυτοί
απειλούσαν να εισβάλουν στο έδαφός της. Τελικά υποδουλώθηκε στους Γερμανούς,
για να απελευθερωθεί το 1945, ζητώντας αδιάντροπα στη μεταπολεμική περίοδο
ακόμα και πολεμική αποζημίωση.
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου:
«Αληθινή ιστορία: Η αντίσταση, η σύλληψη, τα
ναζιστικά στρατόπεδα, η επιστροφή, η ματαίωση.
Καλοκαίρι
1944. Λίγο πριν εγκαταλείψουν την Ελλάδα, οι Γερμανοί πυρπολούν, βασανίζουν,
αιχμαλωτίζουν, αφανίζουν περιουσίες και ψυχές. Ο πατέρας μου ήταν νέος, γεμάτος
όνειρα για τη ζωή, περίμενε τη στιγμή που θα του δινόταν η ευκαιρία για το
μεγάλο φτερούγισμα. Ο πόλεμος όμως ανατρέπει τα οράματα. Βρέθηκε στη δίνη του,
άγουρος ακόμα από ζωή. Αντιστάθηκε, αρνήθηκε την υποταγή στους κατακτητές,
προδόθηκε, συνελήφθη, βασανίστηκε, σύρθηκε στα ναζιστικά στρατόπεδα της
Γερμανίας. Έδωσε υπόσχεση να γυρίσει πίσω, στην πατρίδα και στους ανθρώπους
του. Πάλεψε καθημερινά για την αξιοπρέπειά του μέσα στη φρίκη του στρατοπέδου,
εκεί που η λέξη «άνθρωπος» χάνει το νόημά της. Γαντζώθηκε από τη ζωή και βγήκε
απ’ αυτή τη μάχη λαβωμένος μα ζωντανός. Γύρισε με λαχτάρα πίσω, σε μια πατρίδα
όμως που δεν του άνοιξε ποτέ την αγκαλιά της. Μια μεταπολεμική Ελλάδα που
κατασπάραζε τα παιδιά της, που έθετε διαχωριστικές γραμμές, που περιφρονούσε
και τιμωρούσε.
Το
βιβλίο αυτό ανοίγει διάπλατα την ψυχή του ήρωα, που για χρόνια ήταν βυθισμένη
στο σκοτάδι. Και φέρνει στο φως όχι μόνο συνταρακτικά ιστορικά ντοκουμέντα,
ερμηνείες και απαντήσεις σε πολλά «γιατί», αλλά επιπλέον πραγματεύεται τη
δύσκολη κι ανεξερεύνητη σχέση του πατέρα-ήρωα με τον γιο-συγγραφέα. Μια σχέση
που ποτίστηκε με περισσότερες σιωπές και λιγότερα λόγια.»
Ο
Μιχάλης Κατσιμπάρδης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην αργολική γη. Έζησε, όπως όλοι
της γενιάς του, χορτάτα παιδικά χρόνια, με ατέλειωτα παιχνίδια στις αλάνες, με
διάβασμα βιβλίων και μεγάλα όνειρα. Ευτύχησε να έχει καλούς γονείς, που
αποτέλεσαν για την παιδική του ψυχή σπουδαίο σχολείο. Σπούδασε και διδάσκει
φιλολογία. Ζει στην Αθήνα, όπως οι μισοί Έλληνες, εδώ και πολλά χρόνια.
Πιστεύοντας ότι «είμαστε η μνήμη μας», προσπαθεί να τη διαφυλάξει ακέραιη, όσο
οδυνηρή μπορεί να είναι μερικές φορές.
Σ’
αυτό το πρώτο λογοτεχνικό του εγχείρημα τιμά αυτή την ανεκτίμητη γνωστική και
ψυχική λειτουργία, αποχαιρετώντας μ’ αυτόν τον τρόπο οριστικά τον πατέρα του,
δύο ακριβώς δεκαετίες μετά τον θάνατό του.
Ένα
μικρό απόσπασμα από το β΄ αυτάκι του βιβλίου:
«...Τώρα,
υπήρχε μεν η ελπίδα και η αναμονή της λευτεριάς, η εξάντληση, όμως, τους
οδηγούσε στα όρια της ολικής κατάρρευσης. Ζούσαν για να δουλεύουν διαρκώς,
αγνοώντας συστηματικά το «πού», για λογαριασμό «τίνος», για «πόσο», τις αλλαγές
των συνθηκών της απασχόλησής τους και τις συνεχείς μετακινήσεις τους.
Καμιά
απάντηση, καμιά προσδοκία, μονάχα βλέμματα καθηλωμένα στο χώμα, από την
εξάντληση, την παραίτηση, την ντροπή και την αναμονή, αυτή την καταραμένη
ατέλειωτη αναμονή…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου