κ. Γιώτα Παπαδημακοπούλου |
Όταν ξεκίνησα
την ενασχόλησή μου με τον θαυμαστό κόσμο του Facebook και του διαδικτύου γενικότερα, ανακάλυψα πολλούς
συγγραφείς –νέους και παλαιότερους– που αγνοούσα, όπως και αξιόλογα λογοτεχνικά
έργα των οποίων πραγματικά απόλαυσα την ανάγνωση. Μία εξαίρετη και ταλαντούχα
συγγραφέας, που είχα τη χαρά να γνωρίσω προσωπικά πριν ακόμα εκδώσει το πρώτο της
βιβλίο, είναι η Γιώτα Παπαδημακοπούλου, η οποία πλέον έχει στο ενεργητικό της τέσσερα
μυθιστορήματα, πολυάριθμες βιβλιοκριτικές, καθώς και το δικό της πολύ επιτυχημένο
και αξιόλογο ιστολόγιο με τίτλο «Το μεγαλείο των Τεχνών». Με αφορμή το συνολικό
συγγραφικό έργο της –και εν αναμονή του νέου πέμπτου βιβλίου της–, η αγαπητή
συγγραφέας δέχτηκε να απαντήσει στο ερωτηματολόγιο των «Φίλων της Λογοτεχνίας».
Την ευχαριστώ θερμά για τον χρόνο που μου διέθεσε, καθώς και για τις τόσο
ολοκληρωμένες και εύστοχες αποκρίσεις της, της εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία
στο συνολικό και πολυδιάστατο έργο της και σας προσκαλώ να διαβάσετε τις απαντήσεις
της, ώστε να γνωρίσετε κι εσείς λίγο περισσότερο τη χαρισματική Γιώτα Παπαδημακοπούλου!
1)
Αγαπητή κ. Παπαδημακοπούλου, τις θερμές μας ευχές για το τελευταίο μυθιστόρημά
σας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μάτι, με τίτλο «Μέχρι Το Τέλος Του Χρόνου».
Ποιο ήταν το έναυσμα για την ενασχόλησή σας με τον κόσμο της λογοτεχνίας και το
αντικείμενο της συγγραφής;
Πρώτα απ’ όλα, σας ευχαριστώ θερμά για τις ευχές σας
και αντεύχομαι τα καλύτερα για εσάς και τους αναγνώστες σας. Τώρα, όσον αφορά
την ερώτησή σας, η ενασχόλησή μου με τη λογοτεχνία, ως αναγνώστρια, ξεκίνησε
από τα πολύ μικρά μου χρόνια, εκείνα του δημοτικού σχολείου, τότε που ήρθα για
πρώτη φορά σε επαφή με τον μαγικό αυτό κόσμο που με έκανε να «χάνομαι» και να «ταξιδεύω».
Κάπου εκεί ξεκίνησε ένας μεγάλος έρωτας που εξελίχθηκε σε μια παθιασμένη αγάπη,
με τα χρόνια, μα και σε μια σχέση βαθιάς συντροφικότητας. Σε ό,τι έχει να κάνει
με το κομμάτι της συγγραφής, αυτό ήρθε αρκετά αργότερα, στα 24 μου χρόνια, όταν
έγραψα –σχεδόν τυχαία– το πρώτο μου μυθιστόρημα, «Ξεπεσμένοι
άγγελοι». Δεν θα
έλεγα πως η ίδια η συγγραφή ήταν κάτι που υπήρχε ανέκαθεν στο μυαλό μου –αλλά η
συγκεκριμένη ιστορία, ως γενική ιδέα, ναι–, ίσως, όμως, να υπήρχε τελικά κάπου
βαθιά μέσα μου κι εκδηλώθηκε όταν βρήκε πρόσφορο έδαφος – εμένα πολύ χαλαρή και
γεμάτη, μόλις είχα γίνει μανούλα, και με άπλετο ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου,
αφού ο γιος μου ήταν το πιο ήσυχο μωρό στον κόσμο και κοιμόταν συνέχεια. Το
σίγουρο, πάντως, είναι πως όλα θέλουν τον χρόνο τους και κάθε τι καλό ή κακό
στη ζωή μας έρχεται όταν εμείς είμαστε στη θέση πραγματικά να το
διαχειριστούμε.
2)
Από πού αντλείτε την έμπνευση για κάθε έργο σας και κάθε χαρακτήρα, και πόσο
δύσκολο είναι να σταχυολογήσετε τις απαραίτητες πληροφορίες, όταν αυτές
απαιτούνται, ώστε να συνδυάσετε τυχόν ιστορικά γεγονότα, τόπους και μυθοπλασία
στα βιβλία σας;
Η έμπνευση είναι κάτι πολύ αόριστο, κατ’ εμέ, και
πολύ σχετικό, κατ’ επέκτασιν. Μπορεί να εμπνευστώ από κάτι που είδα ή που
άκουσα, από μια ταινία, ένα τραγούδι –πολύ σύνηθες για μένα, ειδικά όσον αφορά
μεμονωμένες σκηνές των βιβλίων μου–, πιθανότατα από ένα άλλο βιβλίο που αγαπώ –χωρίς
αυτό να σημαίνει πως θα προβώ σε οποιουδήποτε είδους αντιγραφή–, από ένα
βλέμμα, ένα άγγιγμα, από την έκφραση στο πρόσωπο ενός ξένου στον δρόμο που θα
μου κινήσει το ενδιαφέρον, μα, κυρίως, μέσα από την ίδια τη ζωή μου, άσχετα απ’
το ότι δεν διατυμπανίζω τις αλήθειες μου με «ταμπέλες» στα εξώφυλλα. Προτιμώ να
φαίνονται μέσω των συναισθημάτων που προκαλούν τα ίδια τα έργα μου.
Γενικά, θα έλεγα πως βρίσκομαι σε μια μόνιμη συνθήκη
έμπνευσης, αφού συνεχώς έχω νέες ιδέες –ή και παλιές που τις ανακυκλώνω μέσα
στο μυαλό μου–, αλλά, δυστυχώς, δεν έχω πάντα τον απαιτούμενο χρόνο να τις
εξωτερικεύσω και να τους δώσω μορφή στο χαρτί μέσω λέξεων. Ωστόσο, όταν
αποφασίσω να το κάνω, είμαι απόλυτα αφοσιωμένη σε αυτό.
Σχετικά με την έρευνα, η αλήθεια είναι πως πέραν του
«Όταν
ξέρεις ν' αγαπάς», που θίγει
πολύ σοβαρά ζητήματα που έχουν να κάνουν με την οροθετικότητα, σε ιατρικό και
νομικό επίπεδο, μα και με τις υιοθεσίες στην Ελλάδα, δεν έχει χρειαστεί να κάνω
τόσο βαθιά και κουραστική έρευνα ώστε να συλλέξω απαραίτητες πληροφορίες για τα
βιβλία μου. Ωστόσο, για το συγκεκριμένο βιβλίο, η διαδικασία ήταν εξαντλητική
και πολύ δύσκολη. Από ’κει κι έπειτα, ειδικά όταν η αφήγηση τοποθετείται στο
εξωτερικό, σίγουρα χρειάζεται να ερευνήσεις κάποια πράγματα, αλλά δεν μπορώ να
ισχυριστώ πως αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο ή κουραστικό, όχι όταν γράφεις
σύγχρονες ιστορίες που διαδραματίζονται στο σήμερα και όχι ιστορική μυθοπλασία –
με την οποία δεν έχω ασχοληθεί, ούτε βρίσκεται στα άμεσα σχέδιά μου. Άλλωστε,
προτιμώ να γράφω για πράγματα που γνωρίζω, όπως είναι π.χ. ο χορός, που
αποτελεί βασικό στοιχείο του «Μέχρι
το τέλος του χρόνου»,
καθότι έχω υπάρξει χορεύτρια και έχω περάσει αρκετά απ’ αυτά που βιώνουν και οι
ήρωές μου, άρα η γνώση είναι βιωματική στο μεγαλύτερο κομμάτι της.
3)
Στα τέσσερα μυθιστορήματά σας επικεντρώνεστε στον άνθρωπο, τις ανεξάντλητες
εμπειρίες ζωής και την κοινωνία. Ποια θεωρείτε ως την πιο σημαντική, ίσως και
ανεξάντλητη, «πηγή ιδεών» για έναν συγγραφέα;
Μα ποια άλλη, από την ίδια τη ζωή και τους ανθρώπους
της; Γιατί μπορεί ούτε η ζωή, μα ούτε και οι άνθρωποί της να είναι τέλειοι,
αλλά ακριβώς γι’ αυτό τους αγαπώ, για τα λάθη και τις ατέλειές τους καθώς, στο
τέλος της διαδρομής, αυτά είναι που μας κάνουν καλύτερους. Και όπως έχω δηλώσει
πολλάκις, η ζωή είναι αυτό που την κάνουμε εμείς να είναι, γι’ αυτό και πρέπει
να φροντίζουμε να κάνουμε την κάθε μέρα της να αξίζει. Και γιατί όχι, κάθε μέρα
της να μπορεί να μας εμπνέει, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
4)
Συνήθως, οι περισσότεροι συγγραφείς είτε έχουν σπουδάσει κάποιο αντικείμενο,
είτε ασκούν ως επάγγελμα κάτι εντελώς διαφορετικό από τη συγγραφική τους
ιδιότητα. Θα θέλατε να μας μιλήσετε σχετικά με αυτό και να μας πείτε πόσο
αρμονικός είναι ο συνδυασμός όλων αυτών και κατά πόσο αλληλοεπηρεάζονται οι
επιμέρους ιδιότητές σας;
Θέλω να σας πληροφορήσω πως αν και δεν μου φαίνεται,
παρ’ ολίγον και θα σπούδαζα στη Θεολογική Σχολή. Ο Θεός με φώτισε και δεν το
έκανα, όχι γιατί δεν μου αρέσει ως Επιστήμη –αντίθετα, τη λατρεύω και είναι
εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και πολυδιάστατη–, αλλά θα είχα βρεθεί με ένα πτυχίο
στα χέρια μου το οποίο δεν θα μπορούσα να το αξιοποιήσω όπως θα ήθελα – ή και
όπως θα μπορούσα, αν βρισκόμουν σε άλλη χώρα. Έτσι, κατέληξα να σπουδάσω
Πληροφορική –ναι, ούτε αυτό μου φαίνεται, αλλά είμαι τεχνικός υπολογιστών και
δικτύων, «με τη βούλα»–, λογιστικά, έμαθα τέσσερις ξένες γλώσσες, ενώ πέρσι
ολοκλήρωσα δύο μεταπτυχιακά προγράμματα σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, Ηνωμένο
Βασίλειο και Αυστραλία, ένα πάνω στο management κι ένα πάνω στο web writing.
Ειδικά στην Ελλάδα, είναι ακατόρθωτο το να ζήσει
ένας συγγραφέας αποκλειστικά και μόνο από τη συγγραφή, με ελάχιστες εξαιρέσεις,
μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να πρέπει, εκ
των πραγμάτων, να εναρμονήσει την ανάγκη του και τη συγγραφή με μια δουλειά που
τον βιοπορίζει. Δεν είναι πάντοτε εύκολο, δεν είναι, όμως, και ακατόρθωτο. Κι
αν είσαι λίγο τυχερός –ή τυχοδιώκτης–, όπως εγώ, μπορεί να τα φέρει έτσι η ζωή
που το χόμπι σου να γίνει επάγγελμα. Προσωπικά, εργαζόμουν για χρόνια σε
πολυεθνικές και σε μεγάλες εταιρείες, σε ιδιαίτερα καλές θέσεις, αλλά, εν
τέλει, βρέθηκα να ασχολούμαι με τη συγγραφή και τη λογοτεχνία με τρόπους
πολυδιάστατους και ιδιαίτερους – αρθρογραφώ, έχω το δικό μου site με
πολιτιστικά, ασχολούμαι με μεταφράσεις κι επιμέλειες, με συμβουλευτική
εκδόσεων, με αξιολογήσεις λογοτεχνικών έργων που βρίσκονται προς έκδοση,
βιβλιοκριτικές κ.ά.
5)
Πιστεύετε πως το επιστημονικό υπόβαθρο είναι απαραίτητο για τη συγγραφή ενός βιβλίου
ή αρκεί το έμφυτο συγγραφικό ταλέντο, η φαντασία και οι εμπειρίες του
συγγραφέα;
Εξαρτάται για τι είδους βιβλίο μιλάμε. Αν πρόκειται
για ένα ιστορικό χρονογράφημα ή για ένα βιβλίο με ιατρικές προεκτάσεις, για
παράδειγμα, η κατάρτιση είναι σχεδόν επιβεβλημένη. Αν πάλι έχουμε να κάνουμε με
μια πιο... mainstream ιστορία, βγαλμένη μέσα από τη ρουτίνα και τις αλήθειες
της ζωής, δε νομίζω πως απαιτείται κάποια επιστημονική ειδίκευση. Σε κάθε
περίπτωση, όμως, το να έχει κανείς ταλέντο, εικόνες, εμπειρίες και πάνω απ’ όλα
συναίσθημα, είναι στοιχεία άκρως απαραίτητα.
6)
Υπάρχει κάποιο μοτίβο ως προς το πότε σας «επισκέπτεται» η συγγραφική σας
έμπνευση; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ώρα, διάθεση, ή τόπος ίσως, που να σας
προδιαθέτει να γράψετε, ή είναι κάτι που «ρέει» αβίαστα από μέσα σας συνέχεια;
Όπως προανέφερα, βρίσκομαι σε μια μόνιμη συνθήκη
έμπνευσης. Το δύσκολο είναι να ισορροπήσω τις απαιτήσεις της καθημερινότητάς
μου με την ανάγκη μου να γράψω. Οπότε, όταν είμαι σε διαδικασία συγγραφής,
γράφω σε κάθε πρώτη ευκαιρία, αλλά προτιμώ τις βραδινές ώρες όπου όλοι και
κοιμούνται και που δεν θα με ενοχλήσει κανείς, είτε διά ζώσης, είτε μέσω
τηλεφώνου, τόσο για προσωπικούς όσο και για επαγγελματικούς λόγους. Φυσικά,
αυτό είναι κάτι που μου στερεί απίστευτα πολλές και πολύτιμες ώρες ύπνου, αλλά
έχω καταλήξει πως το να γράφω αναπόσπαστη είναι πολύ πιο σημαντικό... κάποιες
φορές. Το κακό, βέβαια, είναι πως όταν γράφω παθαίνω εμμονή, κάτι που καθιστά
εξαιρετικά δύσκολο το να σταματήσω, αφού το μυαλό μου επιστρέφει συνεχώς εκεί
που είχα μείνει – και που αυτό δεν είναι ΠΟΤΕ στη μέση ενός κεφαλαίου. Αν δεν
ολοκληρώσω το κεφάλαιο που γράφω μια δεδομένη στιγμή, δεν μπορώ όχι να κοιμηθώ,
ούτε να φάω.
7)
Όταν ολοκληρώνετε ένα νέο βιβλίο σας αρκείστε μόνο στη δική σας γνώμη και
αξιολόγηση, πριν προχωρήσετε στην έκδοσή του, ή αναζητάτε πρώτα την άποψη
κάποιου οικείου σας προσώπου την κρίση του οποίου εμπιστεύεστε;
Νομίζω πως όλοι όσοι ασχολούμαστε με τη συγγραφή
έχουμε τους επιλεγόμενους «beta readers» μας, δηλαδή τους αναγνώστες εκείνους
που διαβάζουν τα έργα μας πριν να εκδοθούν. Για μένα, τουλάχιστον, αυτό είναι
κάτι που ισχύει, αν και η ανάγνωση του βιβλίου είναι παράλληλη με τη συγγραφή
του –τους δίνω να διαβάσουν κάθε νέο κεφάλαιο μόλις αυτό ολοκληρωθεί–, κάτι που
μου δίνει ακόμα μεγαλύτερη ώθηση να συνεχίσω και που, μεταξύ μας, με
διασκεδάζει απίστευτα και μου φτιάχνει τη διάθεση. Έχω περάσει καταπληκτικά
σχολιάζοντας με την «αναγνώστριές» μου αυτές τις εξελίξεις των ιστοριών μου. Ο
άντρας μου, πάλι, όχι και τόσο, αφού ουκ ολίγες φορές έχει ξυπνήσει εξαιτίας
μας μεσ’ το μαύρο χάραμα, με μισή ανάσα.
Οι «αναγνώστριές» μου, λοιπόν, διαβάζουν τα όσα
γράφω, αλλά σπάνια έχουν να κάνουν κάποια... «παρατήρηση» και όταν κάνουν,
συνήθως είναι πολύ μικρή. Δεν ξέρω αν αυτό είναι απαραίτητα καλό ή κακό, αλλά,
γενικότερα, δεν επηρεάζομαι ιδιαίτερα από τις γνώμες των άλλων. Ο καθένας
φαντάζεται διαφορετικά την εξέλιξη μιας ιστορίας. Αν ακούγαμε τη γνώμη 100
ανθρώπων, θα έπρεπε να δώσουμε 100 διαφορετικά αποτελέσματα. Οπότε, προσωπικά,
επεξεργάζομαι τα όσα ακούω, μπορεί να κάνω κάποιες μικρές παρεμβάσεις στα
σημεία, αλλά σε καμία περίπτωση τέτοιου είδους που να επηρεάσουν τη ροή της
αφήγησης ή το πού η ιστορία θέλω εγώ να καταλήξει. Άλλωστε, γράφω ιστορίες που
θα μου άρεσε εμένα να διαβάσω, κι αν το συναίσθημά τους με αγγίξει, τότε
πιστεύω πως μπορεί ν’ αγγίξει και τους άλλους.
8)
Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για τα βιβλία σας και, γιατί όχι, την ιστορία
«πίσω από την ιστορία» κάποιων από αυτά;
Το «Ξεπεσμένοι
άγγελοι» είναι ένα
βιβλίο με μια αρκετά συνηθισμένη ιστορία, αλλά με την οποία, έστω και σε κάποια
φάση της ζωής μας, πολλοί από εμάς μπορούμε να ταυτιστούμε. Γιατί, ακόμα κι αν
δεν το παραδεχόμαστε, κάποια στιγμή έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι με τις κοινωνικές
σταθερές, ενώ τα «θέλω» μας έχουν έρθει σε κόντρα με τα «πρέπει», όχι τα δικά
μας, αλλά αυτά που οι άλλοι μάς έχουν επιβάλλει. Και η διαδρομή προς την
ατομική μας ελευθερία δεν είναι πάντα εύκολη, αλλά αξίζει να διαβείς δύσκολα
μονοπάτια και να λαβωθείς ακόμα, αρκεί να ζήσεις τη ζωή που θες και όχι αυτή
που θέλουν οι άλλοι για σένα. Η αλήθεια είναι πως άσχετα με την εντύπωση που
δίνω προς τα έξω, στα 19 μου έμοιαζα αρκετά με την Αγγελική, απλά εγώ δεν
χρειάστηκα έναν Νικόλα να με σώσει... νομίζω.
Το «Μη με
ξεχάσεις», από την
άλλη, είναι ένα βιβλίο με αρκετά πιο ανάλαφρη διάθεση, με αρκετό κυνισμό και με
έντονες δόσεις χιούμορ, μα και με έναν άντρα πρωταγωνιστή που ο ίδιος αφηγείται
την ιστορία του. Άλλη μια ιστορία που πολλοί έχουν ζήσει, αφού η γραμμή που
χωρίζει τη φιλία με τον έρωτα είναι πολύ λεπτή και πολλές φορές δυσανάγνωστη
ώστε να μπορέσεις να πάρεις αποφάσεις. Ο Ανδρέας είναι το αντρικό alter ego μου
και διασκέδασα πολύ βγάζοντας την αντρική μου πλευρά προς τα έξω, περνώντας
παράλληλα το μήνυμα πως η ζωή μας είναι πολύ μικρή και σύντομη για να χωράνε
μέσα σε αυτήν τόσα «αν».
Και πάμε στο «Όταν
ξέρεις ν’ αγαπάς» που είναι
όσα λέει ο τίτλος του και ακόμα περισσότερα. Ένα βιβλίο για το οποίο προσωπικά
νιώθω πολύ περήφανη, που θίγει πολύ σοβαρά ζητήματα και που μας προκαλεί να
κοιτάξουμε κατάματα μια συνθήκη που φαντάζει ξένη και μακρινή και που, όμως,
μπορεί να συμβαίνει δίπλα μας, ή που μπορεί αύριο μεθαύριο να βρεθεί μέσα στο
σπίτι μας – χωρίς αυτό να είναι κάτι που το εύχομαι στον οποιονδήποτε. Για
μένα, αλλά και για τον εκδότη μου, αυτό υπήρξε ένα μεγάλο στοίχημα που,
ευτυχώς, το κερδίσαμε, και που ο κόσμος το αγάπησε και το αγκάλιασε με τρόπο
βαθιά συγκινητικό.
Τέλος, το προσωπικά μου αγαπημένο, το «Μέχρι
το τέλος του χρόνου». Ένα
βιβλίο που περιέχει τα περισσότερα κομμάτια του εαυτού μου. Αυτού που ήμουν
κάποτε, αυτού που είμαι σήμερα και, ίσως, αυτού που θα είμαι αύριο. Είναι το
βιβλίο που με συγκινεί όταν το διαβάζω, που κάνει την καρδιά μου να χτυπά πιο
δυνατά, μα και εκείνο που μου θυμίζει πως η αγάπη δεν χρειάζεται να είναι
τέλεια, αρκεί να είναι αληθινή. Η ζωή δεν χρειάζεται να είναι ολόφωτη, αρκεί να
μη φοβόμαστε τις ανήλιαγες ημέρες της. Πως κανείς δεν είναι ιδανικός ή
αλάνθαστος, ούτε καν εμείς οι ίδιοι, και πως για να μας αγαπήσει κάποιος πρέπει
πρώτα εμείς ν’ αγαπήσουμε τον εαυτό μας, μα και ν’ αγκαλιάσουμε το σκοτάδι μας.
Ένα βιβλίο που δεν μιλάει για το «πάντα», αλλά που το ορίζει μέσα στα πλαίσια
μιας δικής του διάστασης που ο χρόνος δεν έχει σημασία, γιατί αυτό που μετράει
πάνω απ’ όλα είναι οι στιγμές και το πόσο δυνατά κάνουν την καρδιά μας να
χτυπά.
9)
Η συγγραφέας Γιώτα Παπαδημακοπούλου βρίσκει τον χρόνο να διαβάζει για δική της
ευχαρίστηση και όχι μόνο για έρευνα πάνω σε κάποιο μελλοντικό βιβλίο της;
Εφόσον συμβαίνει αυτό, ποιο είδος λογοτεχνίας προτιμάτε περισσότερο ως
αναγνώστρια και γιατί;
Για έρευνα δεν διαβάζω, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων,
παρά μονάχα αν έχει να κάνει με κάποιο αντικείμενο των σπουδών μου στα πλαίσια
πάντα της επιμόρφωσης, που καλό είναι να μη σταματάει ποτέ. Ίσως στο μέλλον να
χρειαστεί να μπω περισσότερο σε αυτή τη διαδικασία, αλλά η μία φορά ίσον καμία,
θα τολμούσα να πω. Από ’κει κι έπειτα, διαβάζω πάρα πολύ, περισσότερο από τον
μέσο αναγνώστη, σίγουρα, όχι μόνο για προσωπική ευχαρίστηση, αλλά και στα πλαίσια
της δουλειάς μου.
Δεν θα έλεγα πως έχω αγαπημένο λογοτεχνικό είδος,
αφού η λογοτεχνία, για μένα, δεν έχει ταμπέλες και σύνορα, ενώ έχω αγαπημένα
βιβλία σε όλες τις κατηγορίες, ακόμα και σε αυτήν του ιστορικού μυθιστορήματος
που δεν είναι η πρώτη στη λίστα των προτιμήσεών μου. Ωστόσο, αν έπρεπε να
επιλέξω να διαβάσω ένα και μόνο βιβλίο, αυτό θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα
κάποιο με κοινωνικό πυρήνα.
10)
Θυμάστε το πρώτο σας ανάγνωσμα το οποίο σας «παρέσυρε» στον κόσμο της
λογοτεχνίας; Ποια είναι τα αγαπημένα σας βιβλία και συγγραφείς; Υπάρχει κάποιο
απόφθεγμα από βιβλίο το οποίο να καθόρισε τη μετέπειτα ζωή σας; Έχετε δεχθεί
κάποιες επιρροές από ομότεχνούς σας, Έλληνες ή ξένους, σύγχρονους ή κλασσικούς,
στον δικό σας τρόπο γραφής, ύφους ή θεματολογίας;
Νομίζω πως το πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν «Η καλύβα του μπάρμπα Θωμά» και
ακολούθησαν τα μυθιστορήματα του Ιουλίου Βερν –σε μια καταπληκτική, σκληρόδετη
έκδοση που μου είχαν αγοράσει οι γονείς μου–, ενώ σε πιο «σύγχρονα»
αναγνώσματα, το πρώτο μου βιβλίο πρέπει να ήταν το «Χουκ» του Geary Gravel, σε μια έκδοση που δεν υπάρχει καν
στις μηχανές αναζήτησης, και τα βιβλία της σειράς «Ανατριχίλες» του R.L. Stine.
Έχω πολλά αγαπημένα βιβλία και εξίσου πολλούς
αγαπημένους συγγραφείς. Αν κάποιοι επηρέασαν τη ζωή μου και τον χαρακτήρα μου
με τα έργα τους, θα έλεγα πως αυτοί είναι ο Oscar Wilde με «Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι», ο Gaston Leroux με «Το φάντασμα της όπερας», ο
Victor Hugo με τους «Άθλιους»
και την «Παναγία των Παρισίων»,
τα έργα του Poe που φανερώνουν μια πιο σκοτεινή μεριά της ζωής και της
ανθρώπινης ύπαρξης και συνείδησης, η Emily Bronte με τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» (η ερωτική μου ζωή σε ένα βιβλίο), ενώ
από σύγχρονους συγγραφείς λατρεύω την J.K. Rowling (τα βιβλία του «Harry Potter» νομίζω πως άλλαξαν
τη ζωή ολόκληρης της γενιά Χ και θα συνεχίσουν να το κάνουν), την Cassandra
Clare, την Colleen Hoover, τον John Green και την Tabitha Suzuma (το «Απαγορευμένο» θεωρώ πως είναι το
καλύτερο βιβλίο που διάβασα την τελευταία 15ετία). Σίγουρα υπάρχουν πολλοί
ακόμα που αγαπώ, αλλά οι πρώτοι που μου έρχονται στο μυαλό είναι αυτοί, οπότε
είναι δεκάδες και τα αποφθέγματά τους που έχω λατρέψει και υιοθετήσει στη ζωή
μου.
Όσον αφορά τους Έλληνες συγγραφείς, από κλασσικούς
έχω μεγάλο έρωτα με τον Ξενόπουλο, τον Παπαδιαμάντη, τον Μυριβήλη κ.ά., ενώ με
τα χρόνια αγάπησα πολύ και την ποίησή μας που κατέχει ξεχωριστή θέση στην
καρδιά μου. Από σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς θαυμάζω πολύ τον Γιάννη Καλπούζο,
τον Στέφανο Δάνδολο, τον Κώστα Καρακάση, αλλά πραγματικά λατρεύω, θαυμάζω και
ζηλεύω τον τρόπο που γράφει ο φίλος μου Πολυχρόνης Κουτσάκης, όχι μόνο γιατί
μοιάζουν οι χαρακτήρες μας και το χιούμορ μας, αλλά γιατί εκπέμπουμε στις ίδιες
συχνότητες και καταφέρνει με την ίδια ευκολία που με κάνει να γελάω, να
καρδιοχτυπώ και να αγωνιώ, μα πάνω απ’ όλα, να συγκινούμαι και να χτυπάει η
καρδιά μου λίγο πιο γρήγορα.
Δεν θα έλεγα, ωστόσο, πως κάποιος από τους παραπάνω
με έχει επηρεάσει ως προς τον τρόπο που γράφω, αν και αρκετοί φίλοι και
αναγνώστες μού λένε πως η αφηγηματική αισθητική μου και η προσέγγισή μου
μοιάζει αρκετά με εκείνη της Colleen Hoover, κάτι που όχι μόνο δεν με ενοχλεί
αλλά με τιμάει απίστευτα.
11)
Πιστεύετε πως ο συγγραφέας πρέπει να ταξιδεύει ώστε να έχει κάποια βιώματα από
τις χώρες και τις τοποθεσίες τις οποίες, τυχόν, περιγράφει στα βιβλία του και
πόσο εφικτό είναι αυτό στην πράξη, ιδιαίτερα στις μέρες μας; Είναι απαραίτητο
κάτι τέτοιο, απλά και μόνο, για τη «διεύρυνση των οριζόντων» του;
Θα ήταν πολύ ωραίο να παριστάνουμε όλοι μας τον
Γκιούλιβερ και να ταξιδεύουμε ανά τον κόσμο συλλέγοντας εικόνες κι εμπειρίες,
αλλά όσο δεν ανακαλύπτουμε πως είμαστε νόθα παιδιά εφοπλιστών, με ό,τι αυτό θα
μπορούσε να συνεπάγεται, κάτι τέτοιο είναι σχεδόν αδύνατον να συμβεί. Καλό
είναι ο άνθρωπος να ταξιδεύει, γενικώς, άσχετα από την ιδιότητά του, γιατί αυτό
βοηθάει στο να «ανοίξει το μυαλό του», αλλά δεν μπορεί να γίνει αυτοσκοπός,
ούτε κάποιος που δεν τα καταφέρνει να θεωρεί τον εαυτό του ανίκανο. Σίγουρα ένας
συγγραφέας μπορεί να βοηθηθεί όταν έχει εικόνα αυτού που θέλει να περιγράψει,
αλλά κι αν δεν έχει, ειδικά στην εποχή του διαδικτύου και της γρήγορης
οπτικοακουστικής πληροφορίας, είναι σε θέση να συλλέξει αρκετό υλικό που θα τον
βοηθήσει στην αφήγησή του. Άλλωστε, αν κάποιος διαθέτει ταλέντο και
γλαφυρότητα, μπορεί να περιγράψει παραστατικά κάτι ακόμα κι αν δεν το έχει δει
από κοντά.
12)
Θεωρείτε ότι ο συγγραφέας θα πρέπει να ασχολείται με διαφορετικά είδη
λογοτεχνίας και να «πειραματίζεται» θεματολογικά, ρισκάροντας το υπάρχον
αναγνωστικό του κοινό, ή θα όφειλε να εμμένει στο είδος που τον έχει
καθιερώσει;
Όπως ο κάθε αναγνώστης μπορεί να διαβάζει ό,τι
θέλει, χωρίς κανέναν απολύτως περιορισμό, έτσι και ο κάθε συγγραφέας ΠΡΕΠΕΙ να
μπορεί να γράψει ό,τι θέλει, αυτό που εκείνος έχει ανάγκη μία συγκεκριμένη
χρονική στιγμή. Σίγουρα οι φανατικοί αναγνώστες κάποιου, όταν τον έχουν
συνηθίσει ή τον έχουν αγαπήσει σε ένα είδος, σε αυτό προτιμούν να τον βλέπουν,
δεν μπορούν, όμως, να μπαίνουν τροχοπέδη στην επιθυμία, στις ανάγκες, στην
έμπνευσή του, ούτε να τον καταδικάζουν επειδή δεν τους έκανε το χατίρι, σαν τα
κακομαθημένα παιδιά στους γονείς τους. Όλοι μας, ως αναγνώστες, επιλέγουμε κι
ακολουθούμε αγαπημένους συγγραφείς, αλλά πρέπει να έχουμε και την κρίση να
καταλάβουμε πως αν δούμε την υπογραφή του σε βιβλίο κάποιου είδους που δεν
αγαπάμε, καλό θα ήταν να μην το επιλέξουμε, ή αν το κάνουμε και δεν μας αρέσει,
να μην τον καταδικάσουμε γι’ αυτό. Δεν είναι όλα για όλους, έτσι, δεν είναι και
όλα για εμάς. Όπως και ο συγγραφέας πρέπει να γνωρίζει, και να αποδέχεται, το
ότι δεν γίνεται να αρέσει πάντα και σε όλους. Εδώ δεν αρέσουν σε όλους οι
τηγανητές πατάτες και η σοκολάτα – αν είναι ποτέ δυνατόν! Με απλά λόγια, ο ένας
πρέπει να σέβεται τον άλλον και να του αφήνει την ελευθερία να κάνει και να
επιλέγει αυτό που γεμίζει, πάνω απ’ όλα, την ψυχούλα του, και να μην τον εγκλωβίζει
ανάμεσα σε ταμπέλες που δεν επέλεξε απαραίτητα ο ίδιος.
13)
Πιστεύετε πως οι συγγραφείς οφείλουν να προβληματίζουν τους αναγνώστες «αφυπνίζοντας»
τη σκέψη τους ή ο σκοπός των βιβλίων τους θα έπρεπε να είναι απλά και μόνο
ψυχαγωγικός, χωρίς να προβληματίζει; Εσείς, ποια μηνύματα επιδιώκετε να «περάσετε»
στους αναγνώστες σας και σε ποιο είδος αναγνωστικού κοινού, συνήθως,
απευθύνεστε μέσα από το συγγραφικό έργο σας;
Δεν θα το χαρακτήριζα ως «οφειλή», αλλά, σαφέστατα,
είναι πολύ θετικό όταν αυτό συμβαίνει. Αναμφίβολα, υπάρχουν βιβλία που έχουν ως
κύριο σκοπό τους να μας κάνουν να περάσουμε καλά κι ευχάριστα την ώρα μας, να
μας ψυχαγωγήσουν, να μας διασκεδάσουν ή να μας χαλαρώσουν, αλλά υπάρχουν και
κάποια άλλα που ξεχωρίζουν, ακριβώς γιατί έχουν να μας προσφέρουν κάτι
περισσότερο. Προσωπικά, ως Γιώτα, αγαπώ λίγο περισσότερο τα δεύτερα βιβλία,
ειδικά όταν αυτά συμπεριλαμβάνουν δράμα και ρεαλισμό στην πλοκή τους και όχι,
πάντοτε, καλές κι εύκολες λύσεις, αλλά δύσκολες κι επίπονες, βγαλμένες, όμως, μέσα
από τις αλήθειες της ζωής. Και η αλήθεια πονάει, πολλές φορές, αλλά αυτός ο
πόνος μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά εποικοδομητικός προσφέροντας τροφή για
σκέψη, και όχι μόνο.
Όσον αφορά εμένα, θα έλεγα πως επιλέγω τα βιβλία μου
να είναι περισσότερο ανθρωποκεντρικά, εξού και δίνω μεγαλύτερη βαρύτητα στα
ψυχογραφήματα των ηρώων μου παρά στην ίδια τους την ιστορία. Δεν ξέρω αν περνάω
«μηνύματα» μέσα από τα βιβλία μου, αλλά σίγουρα εστιάζω στις ανθρώπινες
επιλογές, στο σωστό και στο λάθος, στη σπουδαιότητα του ν’ αγαπάς χωρίς να
ξεχνάς ποιος είσαι, αλλά και να δίνεσαι χωρίς να σε ενδιαφέρει τι θα πουν οι
άλλοι, και όχι απαραίτητα στις αισθηματικές μας σχέσεις, αλλά σε κάθε μας
διάδραση, αλληλεπίδραση κι επαφή με άλλους ανθρώπους.
Δεν θεωρώ πως απευθύνομαι σε συγκεκριμένο είδος
κοινού, όχι όσον αφορά τα κοινά χαρακτηριστικά τους ή αυτά που θα τους εντάξουν
σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, αλλά σίγουρα απευθύνομαι σε όσους μπορούν
να «δουν» τις ιστορίες μου με ανοιχτά μάτια και να τις αντιμετωπίσουν με ακόμα
πιο ανοιχτή καρδιά.
14)
Θεωρείτε πως η σύγχρονη πραγματικότητα μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για
έναν συγγραφέα και, ειδικότερα, οι τόσο δύσκολες καταστάσεις που βιώνουμε
τελευταία στην πατρίδα μας; Ή μήπως το ζητούμενο από τους αναγνώστες είναι ακριβώς
η «φυγή» από αυτήν τη ζοφερή πραγματικότητα;
Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση και αυτό γιατί οι
ανάγκες των δημιουργών, αλλά και των αναγνωστών, διαφέρουν από πρόσωπο σε
πρόσωπο. Οπότε, σίγουρα η εποχή μπορεί να προσφέρει υλικό για αξιοποίηση, μέσω
του οποίου κάποιοι άλλοι μπορούν να βρουν στοιχεία ταύτισης και, ίσως,
ανακούφισης, αλλά αυτό δεν αναιρεί πως πάντοτε θα υπάρχουν εκείνοι που
δημιουργούν δικά τους «παραμύθια», μα και εκείνοι που τους αρέσει να χάνονται
μέσα τους.
15)
Στη σύγχρονη πραγματικότητα και στην εποχή της άκρατης τεχνολογίας, ποια
θεωρείτε πως είναι η θέση του λογοτεχνικού βιβλίου; Περνάει τελικά το βιβλίο
κρίση στη χώρα μας ή διεθνώς και τι θα μπορούσαμε να κάνουμε ώστε να γίνει πιο
προσιτό στο αναγνωστικό κοινό και ιδιαίτερα στους νέους;
Ας είμαστε ειλικρινείς... Το βιβλίο στην Ελλάδα
περνάει κρίση όχι μόνο εξαιτίας των δυσμενών οικονομικών ορισμένων, αλλά και
γιατί δεν έχουμε μάθει να καθορίζουμε τις ανάγκες μας και να θέτουμε σωστές
προτεραιότητες. Γιατί, την ίδια ώρα που κάποιος πιστεύει πως ένα βιβλίο των 15€
είναι ακριβό (από το οποίο πληρώνονται: εκδότης, συγγραφέας, χαρτέμπορος,
τυπογράφος, βιβλιοδέτης, επιμελητής –και μεταφραστής, αν μιλάμε για ξενόγλωσσο
πρωτότυπο κείμενο–, σελιδοποιητής, διανομείς, βιβλιοπώλες, γραφίστας κ.ά.), δεν
θεωρεί ακριβό ένα κοκτέιλ 15€ στη Σκιάθο ή ένα ημιμόνιμο που χρειάζεται 45' για
να γίνει. Είναι λίγο οξύμωρο!
Από την άλλη, υπάρχουν οι αναγνώστες «συλλέκτες»,
που απλά διαβάζουν ό,τι να ’ναι –ή ακόμα χειρότερα, απλά αγοράζουν ό,τι να ’ναι–,
απλά και μόνο για να έχουν μεγάλα νούμερα στις συλλογές τους και για να κάνουν
επίδειξη – που και αυτοί, σε μεγάλο ποσοστό, παραπονιούνται για τις τιμές των
βιβλίων, με τη δικαιολογία πως τα περισσότερα από αυτά είναι χάλια. Και ναι,
μπορεί όντως να είναι χάλια, για τα γούστα τους, αλλά ας μάθουμε τότε να
επιλέγουμε τι πραγματικά θέλουμε να διαβάσουμε, ή τι απευθύνεται σε εμάς, κι ας
μη λειτουργούμε μόνο με την εμμονή των αριθμών. Η φιλαναγνωσία δεν είναι
διαγωνισμός, είναι ανάγκη.
Σε όλο αυτό, βέβαια, συμβάλλουν και πολλοί
εκδοτικοί, που για να ανακυκλώνουν τα χρήματά τους «καίνε» βιβλία τους πριν
καλά καλά κλείσουν έναν χρόνο κυκλοφορίας, τα οποία καταλήγουν να πουλιούνται
στους πάγκους σε τιμή κόστους, κάτι που δίνει λανθασμένη εικόνα και στο
αναγνωστικό κοινό, το οποίο με τη σειρά του υιοθετεί τις προαναφερόμενες
αντιλήψεις και συμπεριφορές. Καταλαβαίνω την ανάγκη τους για ρευστό, ειδικά σε
μια χώρα όπου οι στατιστικές και τα νούμερα σχετικά με το πόσοι διαβάζουν είναι
επιεικώς απογοητευτικά, πράγμα που δεν βοηθάει στη στήριξη της
επιχειρηματικότητάς τους, αλλά δεν γίνεται προς χάριν αυτής να θυσιάζουμε το
βιβλίο, αλλά και την ψυχή αυτού που το έχει γράψει.
Οπότε, για να αλλάξει η μοίρα του ελληνικού βιβλίου,
πρέπει να αλλάξουμε κι εμείς, ως αναγνώστες, συνήθειες, συμπεριφορές και
αντιλήψεις, μα και οι ίδιοι οι εκδότες να το αγαπήσουν περισσότερο και να μην
το βλέπουν μόνο σαν μέσο είσπραξης χρημάτων, αλλά ως κάτι που έχει ψυχή.
16)
Είχατε κάποιους «ενδοιασμούς» όταν αποφασίσατε να δώσετε το πρώτο σας βιβλίο
προς έκδοση; Αγωνιούσατε ως προς την αποδοχή που θα τύχαινε αυτό από το
αναγνωστικό κοινό; Η θεματολογία των βιβλίων σας πιστεύετε πως παίζει τον δικό
της ρόλο στην αποδοχή αυτή;
Δεν είχα τίποτα απ’ όλα αυτά και αυτό οφείλεται στην
άγνοια κινδύνου που είχα. Όπως προείπα, ήμουν μόλις 24 ετών όταν έγραψα το
πρώτο μου βιβλίο, το οποίο ξεκίνησε ως μια μικρή ιστοριούλα και δεν ξέρω πως «άνοιξε»
τόσο πολύ, και 28 όταν αυτό εκδόθηκε και μάλιστα χωρίς καν να το προσπαθήσω ή
να το επιδιώξω. Όλα έγιναν τυχαία και τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβα να
συνειδητοποιήσω τι ακριβώς σήμαινε αυτό για μένα, πόσο μάλλον να ανησυχήσω για
το αν θα αγαπηθεί ή όχι. Βέβαια, όταν ο κόσμος το αγκάλιασε τόσο θερμά,
σοκαρίστηκα ευχάριστα και ενθουσιάστηκα, ένα συναίσθημα που παραμένει ίδιο
μέχρι και σήμερα και με την έκδοση κάθε νέου μου βιβλίου.
Σίγουρα η θεματολογία τους είναι τέτοια που
απευθύνεται σε ένα πιο ευρύ και καταναλωτικό, αν θέλουμε να είμαστε
ειλικρινείς, κοινό, αλλά πιστεύω πως η όποια απήχησή τους έχει να κάνει
περισσότερο με το συναίσθημα και την πιθανή ταύτιση με πρόσωπα και καταστάσεις
που αυτά προκαλούν, ή και με τον δικό μου χαρακτήρα ως άνθρωπος, παρά με την
ίδια τη θεματολογία, που δεν εγγυάται πάντα ικανοποιητικό αποτέλεσμα.
17)
Εσείς, με την έως τώρα πείρα σας στον χώρο της συγγραφής, τι θα συμβουλεύατε
όλους τους νέους επίδοξους συγγραφείς, που ονειρεύονται να δουν κάποτε ένα
βιβλίο τους στις προθήκες των βιβλιοπωλείων και, ιδιαίτερα, εν μέσω αυτής της
δύσκολης οικονομικής συγκυρίας;
Να έχουν υπομονή, επιμονή, γερό στομάχι, πολύ μεγάλη
ψυχραιμία, μα και επίγνωση πως η προσπάθειά τους πρέπει να γίνεται πρώτα γι’
αυτούς, για να ικανοποιήσουν τις εσωτερικές τους ανάγκες, και μετά για όλα τα
άλλα. Δεν χρειάζονται βιαστικές αποφάσεις, παρορμητικές κινήσεις, ούτε
επιπόλαιες αποφάσεις, απλά και μόνο για να πει κανείς πως εκπληρώθηκε ένα
όνειρό του. Το θέμα δεν είναι αυτό να συμβεί, αλλά να συμβεί με τους σωστούς
όρους και υπό τις κατάλληλες συνθήκες. Κι αν κάτι θε’ να ’ρθει, θα ’ρθει, που
λέει και ο λαός.
18)
Κλείνοντας και, αφού σας ευχαριστήσω θερμά για την τιμή της παραχώρησης αυτής
της συνέντευξης, θα ήθελα να σας ευχηθώ ολόψυχα καλή επιτυχία στο τελευταίο
μυθιστόρημά σας «Μέχρι Το Τέλος Του Χρόνου»,
και να σας ρωτήσω για τα άμεσα συγγραφικά σας σχέδια. Τι να περιμένουμε από
εσάς στο μέλλον;
Εγώ
σας ευχαριστώ, τόσο για τον χρόνο σας όσο και για τις πολύ ενδιαφέρουσες
ερωτήσεις σας – με την ελπίδα να μην έγινα πολύ κουραστική, πράγμα που συνηθίζω
ούσα γλωσσοκοπάνα.
Τα
μελλοντικά μου σχέδια, που είναι άμεσα, περιλαμβάνουν ένα νέο βιβλίο που ελπίζω
πως πολύ σύντομα θα βρίσκεται στα χέρια σας και το οποίο, σε κάποιον βαθμό,
σχετίζεται με το «Μέχρι το τέλος του χρόνου»,
πράγμα που ισχύει και για το μεθεπόμενο βιβλίο μου, τη συγγραφή του οποίου
σκοπεύω να ξεκινήσω άμεσα. Μετά, αφού κλείσει αυτός ο κύκλος, έχω στο μυαλό μου
πολλά και διαφορετικά πράγματα, αλλά και ιστορίες που νομίζω πως θα είναι
αρκετά διαφορετικές από αυτά που έχω κάνει μέχρι σήμερα. Το αν θα πετύχουν...
θα φανεί στο χειροκρότημα.
Η
Γιώτα Παπαδημακοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1984 όπου και μένει μέχρι σήμερα
μαζί με τον σύζυγό της. Είναι η δημιουργός και η κριτικός του blog «Το μεγαλείο
των τεχνών» το οποίο ψηφίστηκε ως το νούμερο ένα blog για το 2012. Αρθρογραφεί
σε ποικίλα ηλεκτρονικά έντυπα στα οποία υπογράφει με την ιδιότητα του
βιβλιοκριτικού. Παράλληλα, συνεργάζεται με πληθώρα εκδοτικών οίκων στην Ελλάδα,
σε πολλαπλά επίπεδα δραστηριοτήτων. Το «Ξεπεσμένοι
Άγγελοι», που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2012 από τις εκδόσεις ΜΑΤΙ,
είναι το πρώτο της μυθιστόρημα. Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφορούν, επίσης, τα
βιβλία της: «Μη με ξεχάσεις», «Όταν ξέρεις ν' αγαπάς» και «Μέχρι το τέλος του χρόνου», ενώ
ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει και το νέο της μυθιστόρημα. Ζει και αναπνέει για τη
λογοτεχνία... και για τον γιο της.
Εργογραφία
της Γιώτας Παπαδημακοπούλου:
Εκδόσεις:
Μάτι (2017)
Σελίδες:
744
Τιμή:
17€
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου:
Η
Κρυσταλλία, έχοντας χάσει με τραγικό τρόπο τη μητέρα της όταν ήταν παιδί, έχει
περάσει τα τελευταία έξι χρόνια της ζωής της απομονωμένη από τους ανθρώπους.
Ζει στο δικό της μικρόκοσμο, όπου τα συναισθήματα δεν χωράνε, αφού μόνο πόνο
και δυστυχία μπορούν να φέρουν.
Την
ίδια στιγμή, ο Κωνσταντίνος ζει μαζί με τη μικρότερη αδερφή του, προσπαθώντας
να συνυπάρξει με τα σημάδια που άφησε ο νεκρός πατέρας τους στην ψυχή του, τα
οποία όμως τον έχουν κάνει εσωστρεφή, ψυχρό και απόμακρο, ανίκανο να νιώσει
οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα εκτός από θυμό και οργή.
Οι
ομοιότητες ανάμεσά τους πολλές. Όπως και οι διαφορές τους. Όμως, το κοινό τους
όνειρο, ο χορός, στον οποίον είναι ολοκληρωτικά αφοσιωμένοι, είναι εκείνο που
θα ενώσει τους δρόμους τους, «προκαλώντας» τους να δουν τι είναι αυτό που
υπερτερεί.
Μία
σχέση που ξεκινάει από μια μεγάλη και αναίτια κόντρα για να οδηγήσει σε ένα
πάθος που με τη σειρά του θα εξελιχθεί σε έναν μεγάλο έρωτα.
«Μέχρι
το τέλος του χρόνου» είχαν ορκιστεί ν αγαπιούνται. Ήταν το δικό τους «για
πάντα». Ωστόσο, μια στιγμή θα είναι αρκετή για να γκρεμίσει όσα με κόπο
έχτισαν. Αρκετή για να χωρίσουν οι δρόμοι τους, και να μετατραπεί η αγάπη τους
σε μίσος. Κι όμως, όσοι είναι γραφτό να είναι μαζί, το πεπρωμένο τούς φέρνει
κοντά, ενώ, μέσα από συμπτώσεις, βρίσκει πάντα τον τρόπο για να τους δοκιμάσει.
Άραγε,
η αγάπη είναι αρκετή για να μας κάνει ν’ αλλάξουμε;
Άραγε,
μπορεί ν’ αντέξει μέχρι το τέλος του χρόνου;
Εκδόσεις:
Μάτι (2015)
Σελίδες:
534
Τιμή:
9,90€
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου:
Η
Ιόλη σπουδάζει στη Νομική Αθηνών, ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα της,
γνωστού μεγαλοδικηγόρου. Συνεσταλμένη αλλά παθιασμένη, ονειρεύεται τη μέρα που
θα αρχίσει να ασκεί το επάγγελμα που αγαπά όσο τίποτε άλλο, επιτελώντας
λειτούργημα και όχι στοχεύοντας στο χρήμα ή στην αναγνώριση.
Και
μια μέρα, ενώ βρίσκεται στη Σχολή, το βλέμμα της θα μαγνητίσει ένας μυστηριώδης
άντρας. Δίχως να μπορεί να εξηγήσει το πώς και το γιατί, παθαίνει εμμονή μαζί
του, σκεπτόμενη συνεχώς το μελαγχολικό του βλέμμα. Η Ιόλη δεν θ' αργήσει ν'
ανακαλύψει ότι ο νεαρός αυτός λέγεται Στέφανος, και ύστερα από δική της
πρωτοβουλία, οι δύο νέοι πολύ σύντομα θα έρθουν κοντά.
Ωστόσο,
ο Στέφανος βασανίζεται από τους προσωπικούς του δαίμονες κι ένα μεγάλο μυστικό,
το οποίο ξέρει πως δεν θα μπορεί να της το κρατήσει κρυφό για πάντα. Ένα
μυστικό που δεν θα τους επέτρεπε να είναι μαζί, αφού μια τέτοια σχέση αποτελεί ταμπού.
Κι
όμως, η Ιόλη αποφασίζει ν' ακολουθήσει την καρδιά της και να διεκδικήσει το
δικαίωμά της να είναι μαζί του, με αποτέλεσμα οι δυο τους να χαράξουν τελικά
μια κοινή πορεία. Μια πορεία που θα τους οδηγήσει σε αλλεπάλληλους αγώνες, ώστε
να αποκτήσουν όλα εκείνα που ο κοινωνικός περίγυρος και οι νόμοι ενός κράτους
που βαλτώνει πιστεύουν πως δεν αξίζουν να έχουν. Μια πορεία που θα αποδειχτεί
επίπονη, μα ταυτόχρονα και συγκλονιστική.
Γιατί,
όταν ξέρεις ν' αγαπάς, ξέρεις να δίνεσαι, να θυσιάζεσαι και να παλεύεις ενάντια
σε όλους και σε όλα...
Εκδόσεις:
Μάτι (2013)
Σελίδες:
408
Τιμή:
8,91€
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου:
Είμαι
εγωκεντρικός, κρύβομαι πίσω από άνοστα αστεία, και παράλληλα αδυνατώ να πάρω
αποφάσεις. Στα είκοσι έξι χρόνια της ζωής μου, έχω κάνει πολλά πράγματα για τα
οποία έχω μετανιώσει. Περισσότερο απ’ όλα, όμως, που δεν υπήρξα αρκετά
τολμηρός, για να διεκδικήσω το κορίτσι που αγάπησα όσο κανένα άλλο. Τον πρώτο
μου έρωτα... τον μοναδικό μου έρωτα... την Αλεξάνδρα... την Άλεξ μου... την
καλύτερή μου φίλη.
Πάντα
πίστευα πως υπήρχε χρόνος. Πως όσα λάθη κι αν έκανα, θα ερχόταν η στιγμή που,
επιτέλους, θα έβρισκα το κουράγιο να της μιλήσω με ειλικρίνεια, να της εκφράσω
όλα όσα ένιωθα για εκείνην. Και όμως... ο χρόνος δεν είναι πάντα σύμμαχός μας.
Καμιά φορά γίνεται πολέμιος των θέλω μας, τιμωρώντας μας με τον πιο σκληρό
τρόπο.
Η
Αλεξάνδρα παντρεύεται! Κι έχω μόνο μία εβδομάδα... μία εβδομάδα μέσα στην οποία
καλούμαι να επανεξετάσω τη ζωή μου και να αναζητήσω τα λάθη μου, ακόμα κι αν
δεν μπορώ να τα διορθώσω. Μία εβδομάδα για να καταλάβω τι πήγε στραβά. Πότε έγινα
ο άντρας που είμαι σήμερα. Ο άντρας που δεν θα αποκτήσει ποτέ αυτό που
πραγματικά ήθελε.
Ναι...
αυτή είναι η τιμωρία μου... και είναι μεγαλύτερη απ` όσο μπορώ ν` αντέξω.
Γιατί, ο μεγαλύτερός μου φόβος κινδυνεύει να γίνει πραγματικότητα. Γιατί, μια
ολόκληρη ζωή, αυτό που φοβόμουν περισσότερο από κάθε τι άλλο ήταν ότι μπορεί να
την έχανα... να έφευγε... να με ξέχναγε...
Με
λένε Ανδρέα, και αυτή είναι η ιστορία μου...
Διαβάστε
την κριτική για το βιβλίο στον ακόλουθο σύνδεσμο των «Φίλων της Λογοτεχνίας»:
Εκδόσεις:
Μάτι (2013)
Σελίδες:
464
Τιμή:
8,91€
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου:
Η
Αγγελική είναι ένα χαρισματικό κορίτσι, ένα ταλαντούχο πλάσμα που όμως ζει σε
ένα περιβάλλον που δεν τη βοηθάει να αναδείξει τα ταλέντα της. Απόλυτα
πεπεισμένη ότι έχει βρει τον άντρα που θα ήθελε να κάνει οικογένεια στο πρόσωπο
του Μιχάλη, έπειτα από δύο χρόνια σχέσης, κάνει όνειρα μαζί του για ένα κοινό
μέλλον.
Στην
ζωή της μπαίνει ξαφνικά ο Άγγελος και όλα αλλάζουν. Συνειδητοποιεί ότι η ζωή
που έχει δεν είναι αυτή που θα ήθελε και πως ο έρωτας μπορεί να είναι κάτι
διαφορετικό, κάτι περισσότερο. Όμως η γνώμη του κόσμου την καταβάλει, την
οδηγεί σε μια σειρά από λάθος συμπεράσματα και αποφάσεις.
Εγκλωβισμένη
μέσα στην ίδια της την ανασφάλεια, παγιδευμένη μέσα στον κόσμο που οι άλλοι
έπλασαν για εκείνη, η Αγγελική αποφασίζει να ζήσει χωρίς τον Άγγελο και να
χαράξει την πορεία της. Όμως εκείνος όλο επιστρέφει και δεν μπορεί να μείνει
μακριά του και τα λάθη συνεχίζονται. Ο κύκλος δεν ξανανοίγει γιατί δεν κλείνει
ποτέ στην πραγματικότητα ενώ εκείνοι κινούνται μέσα του.
Δυο
άγγελοι ξεπεσμένοι εξαιτίας ενός ασίγαστου πάθους που προσπαθούν απεγνωσμένα να
βρουν την λύτρωση...
Πόσα
μπορεί να αντέξει ο έρωτας όταν του έχεις κόψει τα φτερά;
Ωραία βιβλία ευκολοδιαβαστα κ με ενδιαφέρουσα υποθεση
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπέροχα τα βιβλία της κας Παπαδημακοπούλου από το e-mati.gr ήταν πραγματικά εξαιρετικό! Πάντα οι Εκδόσεις Μάτι φροντίζουν για ποιοτικό περιεχόμενο στις εκδόσεις τους.
ΑπάντησηΔιαγραφή