Εκδόσεις: Άνεμος
Σελίδες: 390
Η πρώτη μου «γνωριμία» με την πένα του Φώτη Κατσιμπούρη έγινε μέσα από το αλησμόνητο μυθιστόρημά του «Ο όρκος», ένα βιβλίο συναρπαστικό που βασιζόταν στην παραλογή του «Νεκρού αδελφού». Διαβάζοντάς το διαισθάνθηκα πως αυτό δεν θα ήταν το μοναδικό δικό του έργο που θα διάβαζα, αφού κατάλαβα πως είχα να κάνω με έναν χαρισματικό συγγραφέα, που μπορούσε να χειριστεί τη μυθοπλασία και το στοιχείο της φαντασίας με την ίδια ευκολία που ξεδίπλωνε ιστορικά γεγονότα για μακρινές και ταραγμένες εποχές, όπως επίσης μύθους και θρύλους της παράδοσής μας. Η διαίσθησή μου επαληθεύτηκε με τα επόμενα βιβλία του, αλλά και με το προηγούμενο, πρώτο και ιδιαίτερα δυσεύρετο μυθιστόρημά του.
Όταν ήρθε στα χέρια μου το νέο βιβλίο του, με τίτλο «Μεφελιήλ, Ο εκλεκτός του Εωσφόρου», από την Άνεμος Εκδοτική, ήμουν σχεδόν βέβαιη πως η «παράδοση» ανάγνωσης των βιβλίων του συγκεκριμένου συγγραφέα θα συνεχιζόταν. Αυτό που δεν μπορούσα να υποψιαστώ όμως ήταν το πόσο πολύ θα με εντυπωσίαζε και θα με καθήλωνε, αφού η ένταξή του στην κατηγορία «λογοτεχνία τρόμου» είναι απολύτως δίκαιη και ταιριαστή. Οι φορές που κοιτούσα στα σκοτεινά σημεία του σπιτιού μου ήταν περισσότερες από όσες θα ήθελα να παραδεχτώ. Οι ανατριχίλες που με κατέκλυζαν σε κάθε αναπάντεχη εμφάνιση σκοτεινών οντοτήτων εκτός του κόσμου μας, μέσα στις σελίδες του, ήταν πολυπληθείς και αυθόρμητες, ενώ τα ξαφνιάσματά μου σε κάθε ανεπαίσθητο και ξαφνικό ήχο, που άκουγα γύρω μου, θα μπορούσαν άνετα να συναγωνιστούν τις πιο πετυχημένες και ατμοσφαιρικές ταινίες θρίλερ…
Δεν θα επεκταθώ περισσότερο στις εντυπώσεις που μου προκάλεσε το νέο βιβλίο του αγαπητού συγγραφέα. Θα αφήσω ένα εκτενές απόσπασμα να σας δώσει μια ιδέα από ένα γνήσιο και ευρηματικό μυθιστόρημα τρόμου, που συνδυάζει ατόφια ιστορικά στοιχεία με σκοτεινή μυθοπλασία, θρησκευτικές παγιωμένες πεποιθήσεις με μεταφυσικές προλήψεις και δεισιδαιμονίες, θρύλους και δοξασίες περασμένων εποχών με ήρωες της σύγχρονης εποχής του σήμερα. Ο «Μεφελιήλ» είναι ένα μυθιστόρημα από εκείνα που προορίζονται να γίνουν κλασικά στο είδος τους και μπορούν να σταθούν επάξια δίπλα σε έργα καταξιωμένων συγγραφέων της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Ευχαριστώ θερμά τον εκδοτικό για την παραχώρηση του συγκεκριμένου αποσπάσματος που φιλοξενώ στους «Φίλους της Λογοτεχνίας». Εύχομαι από καρδιάς στον αγαπητό συγγραφέα να είναι καλοτάξιδο το νέο του πόνημα και να αγαπηθεί από τους απανταχού αναγνώστες όπως του αξίζει. Τέλος, προσκαλώ όλους εσάς, τους φίλους της λογοτεχνίας φαντασίας και τρόμου, να διαβάσετε το ακόλουθο χαρακτηριστικό απόσπασμα –κατά προτίμηση, στο φως της ημέρας και όχι μόνοι σας, αλλά με παρέα–, ώστε να πάρετε μια μικρή γεύση από ένα μυθιστόρημα τρόμου που δεν θα λησμονήσετε ποτέ!
στις 24 Αυγούστου του 1572 λαμβάνει χώρα η σφαγή χιλιάδων Γάλλων προτεσταντών, κατ’ εντολήν του βασιλιά Καρόλου του Θ΄.
Ο εννιάχρονος Αλέξανδρος, εκείνη τη νύχτα, περιπλανιόταν στα σκοτεινά δρομάκια του Παρισιού, τρέμοντας από φόβο κι ακολουθώντας μια πορεία παράλληλη προς τον ποταμό Σηκουάνα, χωρίς ωστόσο να ξεθαρρεύει να βγει στον μεγάλο δρόμο, που εκτεινόταν κατά μήκος της όχθης. Όσες φορές τόλμησε να κοιτάξει προς τα εκεί, είδε πτώματα αλλά και ζωντανούς ανθρώπους, δεμένους χειροπόδαρα, με ρούχα ξεσκισμένα και ματωμένα, να πετάγονται στο ποτάμι.
Λίγη ώρα πριν, νύχτα ακόμα, ο πατέρας του Γουστάβος είχε πεθάνει πνιγμένος στο αίμα του, λαβωμένος από δεκάδες μαχαιριές. Τη μητέρα του Χέλγκα την είχαν σύρει στον δρόμο και κάποιος, αφού πρώτα ξέσκισε τα ρούχα της και την άφησε γυμνή, είχε καρφώσει το σπαθί του στον λαιμό της, τόσο δυνατά που η λεπίδα διαπέρασε το λαρύγγι και βγήκε από τον αυχένα. Ο Αλέξανδρος δεν θυμόταν να έχει δει περισσότερο αίμα στη ζωή του από όσο είδε εκείνες τις στιγμές, κι αυτό ήταν το αίμα των δικών του.
Το αγόρι είχε γλυτώσει γιατί κανείς δεν έδωσε σημασία σ’ ένα μικρό παιδί που στεκόταν αποσβολωμένο και άπραγο μπροστά στα φονικά. Δεν αποτελούσε απειλή για κανέναν και οι φόνοι παιδιών ίσως να δυσαρεστούσαν τη μητέρα του βασιλιά, την Αικατερίνη των Μεδίκων. Η οργή των ευσεβών Γάλλων καθολικών, των ανθρώπων που είχαν επιδοθεί σε μια δίχως έλεος σφαγή των προτεσταντών συμπατριωτών τους, στόχευε κυρίως στους μεγάλους.
***
Μερικά βήματα πιο πέρα αποκεί όπου είχε κρυφτεί, μπροστά στο πανδοχείο, ήταν πεσμένη μια κοπέλα γύρω στα δεκατρία, με το φόρεμά της σηκωμένο πάνω από την κοιλιά, γυμνή από τη μέση και κάτω, με ανοιχτά τα πόδια, μες στα αίματα. Το κεφάλι της ήταν γυρισμένο στο πλάι και το βλέμμα της, παγωμένο, είχε στυλωθεί πάνω του. Ένας πολιτοφύλακας, λίγο πιο κει, ζωνόταν, περιμάζευε την αλαβάρδα που είχε πετάξει καταγής κι έφευγε μακριά από το άψυχο σώμα της νεαρής κοπέλας.
«Εις το όνομα του Χριστού!» κραύγασε ο πολιτοφύλακας και το ίδιο επανέλαβε κάποιος άλλος από μια γέφυρα, ενώ ακούστηκε ο παφλασμός από ένα ακόμα πτώμα που πετάχτηκε στο νερό. Για κάμποσα δευτερόλεπτα, μια απόλυτη ησυχία απλώθηκε γύρω του, ενώ εκείνος είχε απορροφηθεί στα ακίνητα μάτια της κοπέλας.
«Εις το όνομα του Χριστού;» αναρωτήθηκε ψιθυρίζοντας το αγόρι και κοιτάζοντας εξεταστικά το άψυχο σώμα του κοριτσιού, ενώ άνοιξε διάπλατα τα μάτια, νιώθοντας να πλημμυρίζει από φρίκη και αηδία. Πιθανότατα, την είχε βιάσει νεκρή ή είχε πεθάνει την ώρα του βιασμού από τον καθολικό πολιτοφύλακα. «Εις το όνομα του Χριστού;» επανέλαβε με θυμό. «Μα τότε, ευλογημένο να είναι το όνομα του εχθρού του!» συμπλήρωσε ασυναίσθητα, αλλά και με πλήρη συνείδηση για κάθε λέξη που ξεστόμισε.
Πέρασαν κάμποσα λεπτά, ενώ πότε-πότε επαναλάμβανε την τελευταία κουβέντα του, «ευλογημένο να είναι το όνομα του εχθρού του…» συνειδητά στην αρχή και μετά μηχανικά, σαν να βυθιζόταν σε μια αλλόκοτη έκσταση που τον συνέπαιρνε, ώσπου σώπασε.
***
Ένα σταυροδρόμι, σκέφτηκε στρέφοντας το βλέμμα πίσω. Τότε είδε πως το σκοτάδι στο σταυροδρόμι ήταν βαθύ, σαν να είχε ξεχαστεί η νύχτα σε εκείνο το σημείο. Αυτό το σκοτάδι έμοιαζε φιλικό, ένα μέρος ασφαλές, ασφαλέστερο σίγουρα σε σχέση με τις ρόδες του κάρου όπου κρυβόταν. Η αίσθηση ότι κάποιος βρισκόταν μέσα στο σκοτάδι και η περιέργεια τον έκαναν να ξεμυτίσει λίγο πιο έξω από το κάρο, μένοντας μαζεμένος γύρω από τα γόνατά του:
Κάτι άρχισε να παίρνει σχήμα και μορφή στη μέση του σταυροδρομιού, μια μορφή δυσδιάκριτη και ακαθόριστη. Και, μαζί με τη μορφή, γεννήθηκε μέσα του κι ένας νέος φόβος, ένας φόβος πρωτόγνωρος, χειρότερος από κάθε άλλον που είχε νιώσει ως εκείνη τη στιγμή. Η καρδιά του κόντεψε να σπάσει, καθώς την άκουγε να χτυπά με ξέφρενο ρυθμό.
Όμως, τόλμησε να σηκωθεί όρθιος κι άρχισε να βηματίζει αργά και σταθερά προς το σκοτάδι, γιατί αυτός ο καθηλωτικός φόβος ήταν πάνω απ’ όλα ελκυστικός. Ήταν ένας φόβος, βγαλμένος από κείνο το μέρος όπου ηδονή, τρόμος, πόνος, απόλαυση και βασανισμός πάνε μαζί και είναι ένα. Είναι ένα δώρο προορισμένο για τους υπηρέτες του αφέντη του σκότους. Και αυτό, ο νεαρός Αλέξανδρος Βολφ, το κατάλαβε αμέσως, λες και ήξερε εκείνο το μέρος, τον αφέντη του, τα δώρα που δίνει στους υπηρέτες του, τα μυστικά εκείνου του κόσμου· λες κι εκείνο το μέρος ήταν κομμάτι της ψυχής του.
Διέκρινε ένα ερπετό να ξεγλιστράει μέσα απ’ το σκοτάδι και να έρχεται κοντά του, να τρυπώνει ανάμεσα στα πόδια του και να τον γυροφέρνει, σπρώχνοντάς τον με το μακρόστενο σώμα του για να ενωθεί με το έρεβος που στοίχειωνε το σταυροδρόμι. Δεν ένιωσε κανέναν παραπανίσιο φόβο ή ξάφνιασμα από το άγγιγμα του φιδιού, πέρα από τον ηδονικό φόβο που ήδη αισθανόταν. Αντίθετα, καλοδέχτηκε την παρουσία του σαν ένα σημάδι, μια πρόσκληση από εκείνον που ξεκάθαρα πια βρισκόταν στο σταυροδρόμι. Τυλιγμένος στο σκοτάδι, ο άρχοντας του φόβου τον καλούσε με διάφορους τρόπους να πάει κοντά του, να δηλώσει απόλυτη υποταγή, να ενωθεί μαζί του με μια αιώνια παραχώρηση ψυχής και σώματος.
Το φίδι τυλίχτηκε πάνω του και σκαρφάλωσε στο κορμί του, ενώ αυτός βημάτιζε μέσα στο σκοτάδι. Ταυτόχρονα το ερπετό, φτάνοντας στο κεφάλι του, ψηλάφισε με τη διχαλωτή του γλώσσα το αφτί του. Του ψιθύρισε λόγια ακατανόμαστα, που ο εννιάχρονος Αλέξανδρος επανέλαβε με πίστη και πεποίθηση, δέος και τρόμο. Ήταν η συμφωνία, ο ανίερος όρκος για την αιώνια παράδοση της ύπαρξής του στο σκοτάδι, που έβγαινε ευλαβικά από τα χείλη του. Συνέχισε να επαναλαμβάνει όσα του υπαγόρευε το φίδι, έχοντας πέσει στα γόνατα.
Η μορφή είχε γίνει πλέον μια σαφής φιγούρα, ένα ον κρυμμένο κάτω από μανδύα και κουκούλα. Δύο τερατόμορφα χέρια, με παράξενα μακριά δάχτυλα και απίστευτα μακριά κι αιχμηρά νύχια, ξεπρόβαλαν μέσα από τον μανδύα και τον αγκάλιασαν στοργικά.
«Παιδί μου, γιε μου… καλώς ήρθες». Ήταν μια φράση που ακούστηκε απόκοσμα και αντήχησε σε όλο το μέρος σαν ένας βομβώδης αντίλαλος βγαλμένος από την Κόλαση, ένας υπόκωφος βρυχηθμός που ήταν η Κόλαση η ίδια.
Η μορφή, με το που τελείωσε τη φράση, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον ουρανό με μίσος. Ένα τερατώδες, μακρύ, τριγωνικό πρόσωπο με κατακόκκινα μάτια, πλήρη από υπέρτατη μοχθηρία, χαμογέλασε. Το χαμόγελο έγινε ένα δυνατό γέλιο, όλο κομπασμό, κακία και αλαζονεία για την αντίθεη εξουσία που ασκούσε το πανάρχαιο ον.
Οι άντρες που βρίσκονταν στον μεγάλο δρόμο και στην κοντινή γέφυρα, ακούγοντας όλα αυτά, πάγωσαν. Προσπάθησαν να καταλάβουν από πού ήρθε αυτός ο φοβερός ψίθυρος και το σατανικό γέλιο, το οποίο έμοιαζε σαν ν’ ακούστηκε από κάθε κατεύθυνση. Οι πολιτοφύλακες έφυγαν όπως-όπως. Όλο εκείνο το μέρος άδειασε από κόσμο και το σκοτάδι απ’ το σταυροδρόμι απλώθηκε ολόγυρα ως το κάρο, όπου πριν κρυβόταν ο εννιάχρονος Αλέξανδρος. Η μορφή τύλιξε σφιχτά το αγόρι και διαμοιράστηκε ως εκεί που έφτανε το σκοτάδι.
Στο κάρο όπου κρυβόταν νωρίτερα, δύο μαύρα άλογα ήταν ζεμένα, έτοιμα να το σύρουν. Μπροστά καθόταν ένα ζευγάρι, ένα άντρας που κρατούσε τα χαλινάρια και δίπλα του μια γυναίκα, δύο μεσόκοποι τσιγγάνοι. Έκαναν νόημα στο αγόρι να σκαρφαλώσει στην καρότσα, ενώ τα μάτια τους για μια στιγμή μαύρισαν ολότελα, εξαφανίζοντας το λευκό γύρω από τις κόρες, σαν να πλημμύρισαν από υγρή πίσσα.
Μόλις το αγόρι ανέβηκε στην καρότσα, ο τσιγγάνος τίναξε με δύναμη τα χαλινάρια στις ράχες των αλόγων. Μετά από κάμποση ώρα, το κάρο διέσχιζε την πύλη του Αγίου Αντωνίου κι έβγαινε έξω από τα τείχη του Παρισιού.
Για λίγα χρόνια, το αγόρι θα μεγάλωνε στην ύπαιθρο. Πότε σε δάση, λίμνες και ακροποταμιές και πότε σ’ εξοχές στις παρυφές πόλεων. Συνήθως, έξω από κώμες και χωριά, περιστοιχισμένα από απέραντα λιβάδια και κατάσπαρτες εκτάσεις, όπου τύχαινε να πάνε οι τσιγγάνοι προστάτες του.
Κοντά τους θα μαθήτευε τα πρώτα στάδια της σκοτεινής λατρείας, τέχνης κι επιστήμης του αφέντη που υπηρετούσαν. Μαζί τους, κυρίως, θ’ αποκτούσε όλη εκείνη τη γνώση που έχει να κάνει με τη Φύση, τους μαγικούς τρόπους της και τον αρχέγονο εσωτερισμό. Από τους τσιγγάνους θα μάθαινε ότι τα σταυροδρόμια είναι τόποι όπου συχνάζουν δαίμονες και μπορείς να τους επικαλεστείς για να κάνεις συμφωνίες μαζί τους.
Στην περίπτωση του μικρού Αλέξανδρου Βολφ όμως, είχε συμβεί κάτι εξαιρετικά σπάνιο, κάτι που δεν συμβαίνει σχεδόν ποτέ. Εκείνη τη νύχτα, τη νύχτα της σφαγής του Αγίου Βαρθολομαίου, του είχε κάνει την τιμή να εμφανιστεί ενώπιόν του ο ίδιος ο Εωσφόρος…
Ωστόσο, ο άντρας που έκανε την καρδιά της να χτυπά δυνατά και της ξεσήκωνε ρίγη ήταν ο προστατευόμενος της δούκισσας. Μια φορά την κοίταξε επίμονα, με το μυστήριο και σαγηνευτικό βλέμμα του, και μια υποψία χαμόγελου φάνηκε στο πρόσωπό του. Η Ζανέτ κόντεψε να λιποθυμήσει. Κάθε φορά που πήγαινε στον πύργο, μέσα της ευχόταν να τον συναντήσει, να κλέψει μια ματιά του, ένα χαμόγελό του. Όμως, αυτήν τη φορά ήταν απίθανο να τον δει. Οι άλλες κοπέλες που δούλευαν στον πύργο τής είπαν πως την προηγούμενη μέρα έφυγε για την Μπορντώ και θ’ αργούσε να επιστρέψει.
Είχε ξεμακρύνει αρκετά από τον πύργο. Σκοτείνιαζε· τότε συνειδητοποίησε πόσο ξεχάστηκε μιλώντας με τον σταβλίτη. Δεν της άρεσε καθόλου να βρίσκεται έξω τη νύχτα. Είχαν φτάσει και κάτι φήμες που μιλούσαν για κορίτσια που χάνονταν στην Ανγκουλέμ και ανακαλύπτονταν νεκρά μετά από μέρες. Η μικρότερη απ’ αυτές λέγανε πως ήταν μονάχα έντεκα χρόνων.
Όπως το συνήθιζε, έκοψε δρόμο ακολουθώντας ένα μονοπάτι, που χανόταν ανάμεσα στα ψηλά δέντρα και στη βλάστηση. Καθώς οι σκιές βάραιναν και σβήνονταν στο σκοτάδι, της φάνηκε πως άκουσε βήματα. Κάποιος ερχόταν πίσω της ή περπατούσε παράλληλα, άφαντος πίσω από τις πυκνές φυλλωσιές. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει από πού ακούγονταν τα βήματα.
Έστρεψε το κεφάλι πίσω και κοίταξε στο σκοτεινό μονοπάτι για κάμποσες στιγμές. Με το που γύρισε μπροστά, της έπεσαν οι καλάθες από τα χέρια, ενώ τσίριξε τρομαγμένη και γεμάτη έκπληξη.
«Εσείς;» ψιθύρισε με κομμένη την ανάσα και απορροφήθηκε στη μορφή του άντρα με τη διαβολική ομορφιά που στεκόταν μπροστά της.
Το βλέμμα της χάθηκε στα μάτια του. Ένιωσε παράξενα. Ο νους της αυτόματα βυθίστηκε σ’ ένα κενό απύθμενο και σκοτεινό. Μέσα της ξεσηκώνονταν συναισθήματα που την έκαναν να τρέμει από ένταση, λαχτάρα ερωτική, πόθο κι επιθυμία να του δώσει ψυχή και σώμα. Το ήξερε πως ήταν έρμαιο του πανέμορφου δαιμονικού προσώπου που την κοιτούσε. Την τύλιξε μια παράξενη γλυκιά ζάλη. Άκουσε τη φωνή της να βγαίνει από το στόμα μοιρασμένη σε συλλαβές, ενώ η ψυχή της του παραδινόταν μέσα από τις λέξεις:
«Εί-μαι δι-κή σας. Κά-ντε μου ό,τι θέ-λε-τε. Κά-ντε με ό,τι θέ-λε-τε… Πάρ-τε με, με-σιέ Βολφ…» Λιποθύμησε στην αγκαλιά του κι έμεινε σε κατάσταση ύπνωσης για πολλές ώρες.
***
Δαυλοί, τοποθετημένοι περιμετρικά στους ξεφτισμένους τοίχους, φώτιζαν αυτό το ανατριχιαστικό μέρος. Περιφέροντας το βλέμμα ολόγυρα, η Ζανέτ κατάλαβε πως ο ναός καμιά σχέση δεν είχε με τον Θεό, αλλά αντίθετα, κάτι ανίερο δοξαζόταν σ’ αυτόν τον χώρο, που είχε συληθεί με σύμβολα και παραστάσεις μαγείας και σατανικής λατρείας.
Κυρίως, όμως, ήταν το θέαμα από άλλες δύο κοπέλες που την έκανε ν’ ανατριχιάσει. Ήταν δεμένες από τους καρπούς, ολόγυμνες και κρέμονταν στους τοίχους απ’ τα δεσμά τους σε όρθια στάση. Έδειχναν να έχουν βασανιστεί. Ίχνη από αίμα υπήρχαν παντού. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν είχαν πεθάνει ή αν ήταν αναίσθητες, ώσπου η μια ανασήκωσε το κεφάλι, ενώ η άλλη έβγαλε ένα βογκητό. Και οι δυο έμοιαζαν να μουρμουρίζουν ή να ψέλνουν χαμηλόφωνα, παραδομένες σε μια κατάσταση έκστασης.
Καθώς συνερχόταν από τη ζάλη, είδε τον Αλέξανδρο Βολφ να μπαίνει στον ναό. Οι δυο κοπέλες φάνηκαν να ενθουσιάζονται μ’ έναν παράξενο τρόπο από την παρουσία του, βγάζοντας επιφωνήματα πόνου και πάθους. Σε λίγο καιρό, δεν θ’ απορούσε με τον τρόπο που αντιδρούσαν εκείνες στην παρουσία του αφέντη τους, αφού κι η ίδια θα σκιρτούσε από ηδονή κάθε φορά που θα τον αντίκριζε.
Τις επόμενες μέρες, ακολούθησε μια σειρά από τελετουργικές βραδιές, κατά τη διάρκεια των οποίων η Ζανέτ βασανίστηκε άγρια. Το σώμα της γέμισε σημάδια και πληγές που μαρτυρούσαν ωδίνες απερίγραπτες. Πλημμύρισε όμως κι από πόθους, που τη συντάραζαν και κατέληγαν σε οργασμούς ανείπωτους σ’ εκείνες τις ανίερες τελετές. Στο τέλος, βρέθηκε κι αυτή κρεμασμένη από τα δεσμά της στον τοίχο, πλάι στις άλλες δύο μισοπεθαμένες κοπέλες, να ριγεί σύγκορμη κάθε φορά που τον έβλεπε να έρχεται.
Είχε μάθει να ψέλνει τις δεήσεις που τους είχε διδάξει. Με όση δύναμη της είχε απομείνει έψελνε, παρακαλώντας κάθε φορά να γίνει αυτή το αντικείμενο της λατρείας που εκείνος ασκούσε. Πότε-πότε γυρνούσε το βλέμμα και κοίταζε με μια δόση ζήλειας την τέταρτη κοπέλα που είχε φέρει στον ναό. Όμως αυτό σήμαινε πως η μεγάλη βραδιά ήταν κοντά. Ο αριθμός είχε συμπληρωθεί κι έμενε η ετοιμασία και της τελευταίας για την ομαδική «προσφορά», για τη μεγάλη θυσία.
***
Το βράδυ οι τέσσερις κοπέλες είχαν τοποθετηθεί στο κέντρο του ναού, ξαπλωμένες στο πάτωμα. Χωρίς δεσμά, αφού συμμετείχαν πειθήνια, κείτονταν γυμνές, αντικριστά ανά δυο, με τα πέλματά τους να ακουμπούν σ’ έναν στύλο, στη μέση του ισοσκελούς σταυρού που όριζαν τα σώματά τους. Στον στύλο αυτόν είχαν ζωγραφιστεί σφραγίδες και τελετουργικά αρκτικόλεξα. Μια φρικιαστική τελετή θα ξεκινούσε αργά εκείνη τη νύχτα, με δοξαστικούς ψαλμούς του αφέντη τους προς τον «αρχαίο άρχοντα της υπερηφάνειας και της ανταρσίας, εκείνον που πολέμησε τον Θεό και τον νίκησε…» καθώς κι επικλήσεις προς τον Μενδήσιο Τράγο. Η τελετή ξεκίνησε. Ο τρόμος που κατέκλυσε τις κοπέλες έφτασε στο απόλυτο, όπως και το ηδονικό συναίσθημα που τον συνόδευε. Κάποια στιγμή, στην κορύφωση εκείνης της βραδιάς, έγινε το απίστευτο και αναμενόμενο· αυτό που ο Βολφ πάλευε να κατορθώσει όλα αυτά τα χρόνια: να ξαναζήσει τη μέγιστη ανίερη εμπειρία, εκείνη που έζησε τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου όταν ήταν εννέα ετών.
Ένας θυελλώδης άνεμος σηκώθηκε ξαφνικά στο δάσος τσακίζοντας δέντρα. Εισέβαλε στον ναό με στροβίλους που χτυπούσαν μανιασμένα στους τοίχους και ριπές που μαστίγωναν τα πρόσωπα και τα κορμιά των κοριτσιών. Πάνω από το δάσος μαζεύτηκαν βαριά κατάμαυρα σύννεφα, που αυλακώνονταν από αστραπές. Τα σύννεφα κινούνταν γρήγορα και ανακατεύονταν βίαια μεταξύ τους, σαν υλικά που κόχλαζαν στο καζάνι του διαβόλου.
Τότε, ο στύλος στη μέση του ναού καλύφθηκε από ένα σκοτεινό νέφος, όπως στο παρελθόν σε εκείνο το σταυροδρόμι του Παρισιού κοντά στον Σηκουάνα, τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Οι τέσσερις κοπέλες ούρλιαξαν με δέος, μόλις το σκοτάδι πάνω από τον στύλο έγινε μορφή. Η στιγμή της «προσφοράς» είχε φτάσει.
Ο μάγος γονάτισε σε ένδειξη υποταγής κι ευχαριστίας. Πρόφερε κάποιες λέξεις και μετά το τελετουργικό ξιφίδιο που κρατούσε ανεβοκατέβαινε ασταμάτητα στα σώματα των κοριτσιών. Εκείνες ξεψύχησαν με φωνές και βογκητά, βυθισμένες σε μια αλλόκοτη κατάσταση ηδυπαθούς τρόμου, πνιγμένες στο αίμα, όπως κι ο θύτης τους, καθώς ξερίζωνε τις καρδιές τους και τις πρόσφερε στον αφέντη του, απιθώνοντάς τες στον στύλο. Οι καρδιές, κατά περίεργο τρόπο, αιμορραγούσες και παλλόμενες ακόμα, πήραν φωτιά.
Η μορφή πάνω από τον στύλο κραύγασε με κτηνώδη φωνή δείχνοντας ικανοποίηση, που αντιλάλησε σε όλο το δάσος, παγώνοντας μια ομάδα ανθρώπων που βρισκόταν όχι πολύ μακριά από τον ναό.
«Παιδί μου, γιε μου… σε σένα ευαρεστήθηκα! Ω, πόσο με ευχαρίστησε απόψε αυτό το αίμα!» είπε ο Εωσφόρος και δυο τερατώδη χέρια τεντώθηκαν από πάνω κι αγκάλιασαν τον μάγο με το αγγελικό πρόσωπο.
Μια σκοτεινή κοκκινόχροη πνοή ξεχύθηκε από το στόμα της μορφής και εισχώρησε στα ρουθούνια και στο στόμα του Αλέξανδρου. Την επόμενη στιγμή, τα μάτια του μάγου έγιναν κίτρινα. Έλαμψαν για μια στιγμή, κατά την οποία ένιωσε απίστευτα ακμαίος και δυνατός, και μετά τα μάτια του ξανάγιναν όπως πριν, καθώς η όψη τους κι η δύναμη που τη συνόδευσε ήταν μια πρόγευση· κάτι που δεν το όριζε γιατί δεν του είχε δοθεί ακόμα. Είχε απλώς λάβει το χρίσμα ενός εκλεκτού του Εωσφόρου και ήταν δόκιμος των δαιμόνων της ανώτερης τάξης. Αμέσως μετά, λιποθύμησε. Πρόλαβε όμως να ακούσει τον αφέντη να του υπόσχεται:
«Εν καιρώ, θα αποκτήσεις αυτό που μου ζητάς, σ’ έναν άλλον τόπο… Συνέχισε την αναζήτηση. Συνέχισε να με υπηρετείς. Υπέμεινε τους αιώνες…»
Μόλις η μορφή έφυγε, ο Αλέξανδρος έπεσε στη γη λιπόθυμος.
Σήμερα, συνεχίζει να υπηρετεί με συνέπεια τη λογοτεχνία του φανταστικού και του τρόμου κι επανέρχεται με ένα νέο του μυθιστόρημα. Όπως πάντα, φιλοδοξεί κι αυτό το βιβλίο του να είναι ένα κάλεσμα στον αναγνώστη ώστε να γίνουν συνοδοιπόροι σε μια απρόβλεπτη υπαρξιακή περιπέτεια, σε μονοπάτια που ορίζονται από τις σκιές του φόβου και την αχλή του αγνώστου· εντέλει, συνταξιδιώτες σε κόσμους όπου οι ήρωες σχοινοβατούν ανάμεσα στον θάνατο και στη ζωή, ενώ καθορίζονται από πάθη, έρωτες και διαχρονικές αξίες που υπηρετούν ή προδίδουν.
Ζει, εμπνέεται και συγγράφει στην Καλαμάτα, όπου κατοικεί μόνιμα.
«Ο Σκιοφύλακας», μυθιστόρημα, 2005, Εκδόσεις Διόπτρα
«Ο Όρκος», μυθιστόρημα, 2011, Εκδόσεις Ωκεανός.
«Ανάμεσα σε δυο αγγέλους», μυθιστόρημα, 2012, Εκδόσεις Ωκεανός.
«Μάργω, φως και φωτιά», μυθιστόρημα, 2015, Εκδόσεις Κλειδάριθμος.
«Οδυσσέας Ντεσάντ, η ερωμένη του σπαθιού και του ρόδου», μυθιστόρημα, 2019, Εκδόσεις Αέναον.