Ταξίδια Μέσα Από Τη Λογοτεχνία!

Η Λογοτεχνία είναι για μένα ένα «παράθυρο» σ' έναν μαγικό κόσμο. Κάθε βιβλίο μάς ταξιδεύει σε κόσμους πραγματικούς ή φανταστικούς, τωρινούς, μελλοντικούς ή παρελθοντικούς. Ένα είναι το μόνο σίγουρο, κάθε βιβλίο που μας ενθουσιάζει, μας εντυπωσιάζει ή μας μαγεύει θέλουμε να το μοιραστούμε με άλλους φίλους-αναγνώστες. Έτσι κι εγώ, θέλω να μοιραστώ μαζί σας όσα βιβλία με ενθουσίασαν και με «γέμισαν» με πρωτόγνωρες ιδέες, εικόνες και συναισθήματα. Σαφώς και η άποψη του κάθε αναγνώστη είναι μοναδική και ένα βιβλίο που εμείς λατρέψαμε μπορεί κάποιος άλλος να το αντιπάθησε ή ακόμα και να το μίσησε... Μέσα από αυτήν την οπτική θεωρώ φρόνιμο να μη σχολιάζω όσα βιβλία δεν με εντυπωσίασαν ή με άφησαν αδιάφορη, διότι η άποψή μου είναι απολύτως υποκειμενική. Δεν θα ήθελα να προκαταλάβω αρνητικά κανέναν αναγνώστη, αποτρέποντάς τον από το να διαβάσει ένα βιβλίο το οποίο, ενδεχομένως, να τον ενθουσιάσει. Κάθε βιβλίο απαιτεί το κατάλληλο περιβάλλον, το υπόβαθρο και την ανάλογη διάθεση για να εκτιμηθεί, οπότε καλό θα είναι να μην απορρίπτουμε ποτέ τίποτα. Η έκφραση και αποτύπωση της δικής μου γνώμης για κάθε βιβλίο -αλλά και των απόψεων και σχολιασμών άλλων φίλων-συγγραφέων-αναγνωστών, που αναγράφονται στη σχετική κατηγορία-, έχουν ως μοναδικό σκοπό να εκφράσουν τον θαυμασμό μας για ορισμένα βιβλία που θεωρούμε άξια λόγου και θέλουμε να γίνουν ευρέως γνωστά, βοηθώντας έτσι τους αναγνώστες στην επιλογή του επόμενου βιβλίου που θα διαβάσουν. Πάντοτε με το μεγαλύτερο σεβασμό και θαυμασμό για όλους τους συγγραφείς, που μέσα από τις σελίδες των βιβλίων τους μας «ταξιδεύουν» μακριά από την εκάστοτε πραγματικότητα ή μας βοηθούν να την κατανοήσουμε καλύτερα, αλλά σε κάθε περίπτωση στολίζουν την ψυχή μας, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ!

Κλειώ Ισιδ. Τσαλαπάτη

Σάββατο 10 Μαΐου 2025

«ΜΕΦΕΛΙΗΛ, Ο εκλεκτός του Εωσφόρου», του Φώτη Κατσιμπούρη - Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

«ΜΕΦΕΛΙΗΛ, Ο εκλεκτός του Εωσφόρου», του Φώτη Κατσιμπούρη - Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη
Εκδόσεις: Άνεμος
Σελίδες: 390

        Η πρώτη μου «γνωριμία» με την πένα του Φώτη Κατσιμπούρη έγινε μέσα από το αλησμόνητο μυθιστόρημά του «Ο όρκος», ένα βιβλίο συναρπαστικό που βασιζόταν στην παραλογή του «Νεκρού αδελφού». Διαβάζοντάς το διαισθάνθηκα πως αυτό δεν θα ήταν το μοναδικό δικό του έργο που θα διάβαζα, αφού κατάλαβα πως είχα να κάνω με έναν χαρισματικό συγγραφέα, που μπορούσε να χειριστεί τη μυθοπλασία και το στοιχείο της φαντασίας με την ίδια ευκολία που ξεδίπλωνε ιστορικά γεγονότα για μακρινές και ταραγμένες εποχές, όπως επίσης μύθους και θρύλους της παράδοσής μας. Η διαίσθησή μου επαληθεύτηκε με τα επόμενα βιβλία του, αλλά και με το προηγούμενο, πρώτο και ιδιαίτερα δυσεύρετο μυθιστόρημά του.
        Όταν ήρθε στα χέρια μου το νέο βιβλίο του, με τίτλο «Μεφελιήλ, Ο εκλεκτός του Εωσφόρου», από την Άνεμος Εκδοτική, ήμουν σχεδόν βέβαιη πως η «παράδοση» ανάγνωσης των βιβλίων του συγκεκριμένου συγγραφέα θα συνεχιζόταν. Αυτό που δεν μπορούσα να υποψιαστώ όμως ήταν το πόσο πολύ θα με εντυπωσίαζε και θα με καθήλωνε, αφού η ένταξή του στην κατηγορία «λογοτεχνία τρόμου» είναι απολύτως δίκαιη και ταιριαστή. Οι φορές που κοιτούσα στα σκοτεινά σημεία του σπιτιού μου ήταν περισσότερες από όσες θα ήθελα να παραδεχτώ. Οι ανατριχίλες που με κατέκλυζαν σε κάθε αναπάντεχη εμφάνιση σκοτεινών οντοτήτων εκτός του κόσμου μας, μέσα στις σελίδες του, ήταν πολυπληθείς και αυθόρμητες, ενώ τα ξαφνιάσματά μου σε κάθε ανεπαίσθητο και ξαφνικό ήχο, που άκουγα γύρω μου, θα μπορούσαν άνετα να συναγωνιστούν τις πιο πετυχημένες και ατμοσφαιρικές ταινίες θρίλερ…
            Δεν θα επεκταθώ περισσότερο στις εντυπώσεις που μου προκάλεσε το νέο βιβλίο του αγαπητού συγγραφέα. Θα αφήσω ένα εκτενές απόσπασμα να σας δώσει μια ιδέα από ένα γνήσιο και ευρηματικό μυθιστόρημα τρόμου, που συνδυάζει ατόφια ιστορικά στοιχεία με σκοτεινή μυθοπλασία, θρησκευτικές παγιωμένες πεποιθήσεις με μεταφυσικές προλήψεις και δεισιδαιμονίες, θρύλους και δοξασίες περασμένων εποχών με ήρωες της σύγχρονης εποχής του σήμερα. Ο «Μεφελιήλ» είναι ένα μυθιστόρημα από εκείνα που προορίζονται να γίνουν κλασικά στο είδος τους και μπορούν να σταθούν επάξια δίπλα σε έργα καταξιωμένων συγγραφέων της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
    Ευχαριστώ θερμά τον εκδοτικό για την παραχώρηση του συγκεκριμένου αποσπάσματος που φιλοξενώ στους «Φίλους της Λογοτεχνίας». Εύχομαι από καρδιάς στον αγαπητό συγγραφέα να είναι καλοτάξιδο το νέο του πόνημα και να αγαπηθεί από τους απανταχού αναγνώστες όπως του αξίζει. Τέλος, προσκαλώ όλους εσάς, τους φίλους της λογοτεχνίας φαντασίας και τρόμου, να διαβάσετε το ακόλουθο χαρακτηριστικό απόσπασμα –κατά προτίμηση, στο φως της ημέρας και όχι μόνοι σας, αλλά με παρέα–, ώστε να πάρετε μια μικρή γεύση από ένα μυθιστόρημα τρόμου που δεν θα λησμονήσετε ποτέ!
  
Γαλλία, μέσα 16ου αιώνα
 
    Η ιστορία του μάγου Αλεξάνδρου Βολφ ξεκινά στο Παρίσι τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, όπου
στις 24 Αυγούστου του 1572 λαμβάνει χώρα η σφαγή χιλιάδων Γάλλων προτεσταντών, κατ’ εντολήν του βασιλιά Καρόλου του Θ΄.
    Ο εννιάχρονος Αλέξανδρος, εκείνη τη νύχτα, περιπλανιόταν στα σκοτεινά δρομάκια του Παρισιού, τρέμοντας από φόβο κι ακολουθώντας μια πορεία παράλληλη προς τον ποταμό Σηκουάνα, χωρίς ωστόσο να ξεθαρρεύει να βγει στον μεγάλο δρόμο, που εκτεινόταν κατά μήκος της όχθης. Όσες φορές τόλμησε να κοιτάξει προς τα εκεί, είδε πτώματα αλλά και ζωντανούς ανθρώπους, δεμένους χειροπόδαρα, με ρούχα ξεσκισμένα και ματωμένα, να πετάγονται στο ποτάμι.
    Λίγη ώρα πριν, νύχτα ακόμα, ο πατέρας του Γουστάβος είχε πεθάνει πνιγμένος στο αίμα του, λαβωμένος από δεκάδες μαχαιριές. Τη μητέρα του Χέλγκα την είχαν σύρει στον δρόμο και κάποιος, αφού πρώτα ξέσκισε τα ρούχα της και την άφησε γυμνή, είχε καρφώσει το σπαθί του στον λαιμό της, τόσο δυνατά που η λεπίδα διαπέρασε το λαρύγγι και βγήκε από τον αυχένα. Ο Αλέξανδρος δεν θυμόταν να έχει δει περισσότερο αίμα στη ζωή του από όσο είδε εκείνες τις στιγμές, κι αυτό ήταν το αίμα των δικών του.
    Το αγόρι είχε γλυτώσει γιατί κανείς δεν έδωσε σημασία σ’ ένα μικρό παιδί που στεκόταν αποσβολωμένο και άπραγο μπροστά στα φονικά. Δεν αποτελούσε απειλή για κανέναν και οι φόνοι παιδιών ίσως να δυσαρεστούσαν τη μητέρα του βασιλιά, την Αικατερίνη των Μεδίκων. Η οργή των ευσεβών Γάλλων καθολικών, των ανθρώπων που είχαν επιδοθεί σε μια δίχως έλεος σφαγή των προτεσταντών συμπατριωτών τους, στόχευε κυρίως στους μεγάλους.
 

***
 
    Μετά τη δολοφονία των γονιών του, είχε φύγει από εκείνο το μέρος και περιφερόταν για πολλή ώρα μέχρι που κουράστηκε να περπατά. Τότε ένας νέος φόβος άρχισε να του τριβελίζει το μυαλό. Ένιωθε πως κινδύνευε να πάθει κακό, όχι μόνο από τους ενόπλους που επιδόθηκαν στη σφαγή, αλλά κι από ένα σωρό άλλους ανθρώπους με παράξενες εγκληματικές φάτσες, που είχε αντικρίσει τις προηγούμενες μέρες στο Παρίσι. Κατέληξε κρυμμένος κάτω από ένα κάρο, σε κάποιο στενό δρομάκι ανάμεσα σ’ ένα πανδοχείο και σ’ ένα εμπορικό κατάστημα. Αποκεί παρακολουθούσε ό,τι διαδραματιζόταν στον μεγάλο δρόμο και στο ποτάμι.
    Μερικά βήματα πιο πέρα αποκεί όπου είχε κρυφτεί, μπροστά στο πανδοχείο, ήταν πεσμένη μια κοπέλα γύρω στα δεκατρία, με το φόρεμά της σηκωμένο πάνω από την κοιλιά, γυμνή από τη μέση και κάτω, με ανοιχτά τα πόδια, μες στα αίματα. Το κεφάλι της ήταν γυρισμένο στο πλάι και το βλέμμα της, παγωμένο, είχε στυλωθεί πάνω του. Ένας πολιτοφύλακας, λίγο πιο κει, ζωνόταν, περιμάζευε την αλαβάρδα που είχε πετάξει καταγής κι έφευγε μακριά από το άψυχο σώμα της νεαρής κοπέλας.
    «Εις το όνομα του Χριστού!» κραύγασε ο πολιτοφύλακας και το ίδιο επανέλαβε κάποιος άλλος από μια γέφυρα, ενώ ακούστηκε ο παφλασμός από ένα ακόμα πτώμα που πετάχτηκε στο νερό. Για κάμποσα δευτερόλεπτα, μια απόλυτη ησυχία απλώθηκε γύρω του, ενώ εκείνος είχε απορροφηθεί στα ακίνητα μάτια της κοπέλας.
    «Εις το όνομα του Χριστού;» αναρωτήθηκε ψιθυρίζοντας το αγόρι και κοιτάζοντας εξεταστικά το άψυχο σώμα του κοριτσιού, ενώ άνοιξε διάπλατα τα μάτια, νιώθοντας να πλημμυρίζει από φρίκη και αηδία. Πιθανότατα, την είχε βιάσει νεκρή ή είχε πεθάνει την ώρα του βιασμού από τον καθολικό πολιτοφύλακα. «Εις το όνομα του Χριστού;» επανέλαβε με θυμό. «Μα τότε, ευλογημένο να είναι το όνομα του εχθρού του!» συμπλήρωσε ασυναίσθητα, αλλά και με πλήρη συνείδηση για κάθε λέξη που ξεστόμισε.
    Πέρασαν κάμποσα λεπτά, ενώ πότε-πότε επαναλάμβανε την τελευταία κουβέντα του, «ευλογημένο να είναι το όνομα του εχθρού του…» συνειδητά στην αρχή και μετά μηχανικά, σαν να βυθιζόταν σε μια αλλόκοτη έκσταση που τον συνέπαιρνε, ώσπου σώπασε.

***
 
    Ένας παράξενος ήχος, σιγανός και συριστικός, του τράβηξε την προσοχή. Ήταν σαν κάποιος να του μίλησε ψιθυριστά, σαν να ήθελε να τον προσκαλέσει να πάει κοντά του. Ο ήχος είχε έρθει από πίσω του, από το βάθος εκείνου του στενού δρόμου, από ένα σημείο που διασταυρωνόταν με ένα άλλο σοκάκι.
    Ένα σταυροδρόμι, σκέφτηκε στρέφοντας το βλέμμα πίσω. Τότε είδε πως το σκοτάδι στο σταυροδρόμι ήταν βαθύ, σαν να είχε ξεχαστεί η νύχτα σε εκείνο το σημείο. Αυτό το σκοτάδι έμοιαζε φιλικό, ένα μέρος ασφαλές, ασφαλέστερο σίγουρα σε σχέση με τις ρόδες του κάρου όπου κρυβόταν. Η αίσθηση ότι κάποιος βρισκόταν μέσα στο σκοτάδι και η περιέργεια τον έκαναν να ξεμυτίσει λίγο πιο έξω από το κάρο, μένοντας μαζεμένος γύρω από τα γόνατά του:
    «Ποιος είναι εκεί;» ψιθύρισε, ενώ μια λαχτάρα να πάει στο μέρος όπου κανείς δεν θα μπορούσε να τον βλάψει –όπως τη νεκρή κοπέλα, που επέμενε να τον κοιτάζει με το άψυχο βλέμμα της–, τον κυρίευσε.
    Κάτι άρχισε να παίρνει σχήμα και μορφή στη μέση του σταυροδρομιού, μια μορφή δυσδιάκριτη και ακαθόριστη. Και, μαζί με τη μορφή, γεννήθηκε μέσα του κι ένας νέος φόβος, ένας φόβος πρωτόγνωρος, χειρότερος από κάθε άλλον που είχε νιώσει ως εκείνη τη στιγμή. Η καρδιά του κόντεψε να σπάσει, καθώς την άκουγε να χτυπά με ξέφρενο ρυθμό.
    Όμως, τόλμησε να σηκωθεί όρθιος κι άρχισε να βηματίζει αργά και σταθερά προς το σκοτάδι, γιατί αυτός ο καθηλωτικός φόβος ήταν πάνω απ’ όλα ελκυστικός. Ήταν ένας φόβος, βγαλμένος από κείνο το μέρος όπου ηδονή, τρόμος, πόνος, απόλαυση και βασανισμός πάνε μαζί και είναι ένα. Είναι ένα δώρο προορισμένο για τους υπηρέτες του αφέντη του σκότους. Και αυτό, ο νεαρός Αλέξανδρος Βολφ, το κατάλαβε αμέσως, λες και ήξερε εκείνο το μέρος, τον αφέντη του, τα δώρα που δίνει στους υπηρέτες του, τα μυστικά εκείνου του κόσμου· λες κι εκείνο το μέρος ήταν κομμάτι της ψυχής του.
    Διέκρινε ένα ερπετό να ξεγλιστράει μέσα απ’ το σκοτάδι και να έρχεται κοντά του, να τρυπώνει ανάμεσα στα πόδια του και να τον γυροφέρνει, σπρώχνοντάς τον με το μακρόστενο σώμα του για να ενωθεί με το έρεβος που στοίχειωνε το σταυροδρόμι. Δεν ένιωσε κανέναν παραπανίσιο φόβο ή ξάφνιασμα από το άγγιγμα του φιδιού, πέρα από τον ηδονικό φόβο που ήδη αισθανόταν. Αντίθετα, καλοδέχτηκε την παρουσία του σαν ένα σημάδι, μια πρόσκληση από εκείνον που ξεκάθαρα πια βρισκόταν στο σταυροδρόμι. Τυλιγμένος στο σκοτάδι, ο άρχοντας του φόβου τον καλούσε με διάφορους τρόπους να πάει κοντά του, να δηλώσει απόλυτη υποταγή, να ενωθεί μαζί του με μια αιώνια παραχώρηση ψυχής και σώματος.
    Το φίδι τυλίχτηκε πάνω του και σκαρφάλωσε στο κορμί του, ενώ αυτός βημάτιζε μέσα στο σκοτάδι. Ταυτόχρονα το ερπετό, φτάνοντας στο κεφάλι του, ψηλάφισε με τη διχαλωτή του γλώσσα το αφτί του. Του ψιθύρισε λόγια ακατανόμαστα, που ο εννιάχρονος Αλέξανδρος επανέλαβε με πίστη και πεποίθηση, δέος και τρόμο. Ήταν η συμφωνία, ο ανίερος όρκος για την αιώνια παράδοση της ύπαρξής του στο σκοτάδι, που έβγαινε ευλαβικά από τα χείλη του. Συνέχισε να επαναλαμβάνει όσα του υπαγόρευε το φίδι, έχοντας πέσει στα γόνατα.
    Η μορφή είχε γίνει πλέον μια σαφής φιγούρα, ένα ον κρυμμένο κάτω από μανδύα και κουκούλα. Δύο τερατόμορφα χέρια, με παράξενα μακριά δάχτυλα και απίστευτα μακριά κι αιχμηρά νύχια, ξεπρόβαλαν μέσα από τον μανδύα και τον αγκάλιασαν στοργικά.
    «Παιδί μου, γιε μου… καλώς ήρθες». Ήταν μια φράση που ακούστηκε απόκοσμα και αντήχησε σε όλο το μέρος σαν ένας βομβώδης αντίλαλος βγαλμένος από την Κόλαση, ένας υπόκωφος βρυχηθμός που ήταν η Κόλαση η ίδια.
    Η μορφή, με το που τελείωσε τη φράση, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον ουρανό με μίσος. Ένα τερατώδες, μακρύ, τριγωνικό πρόσωπο με κατακόκκινα μάτια, πλήρη από υπέρτατη μοχθηρία, χαμογέλασε. Το χαμόγελο έγινε ένα δυνατό γέλιο, όλο κομπασμό, κακία και αλαζονεία για την αντίθεη εξουσία που ασκούσε το πανάρχαιο ον.
    Οι άντρες που βρίσκονταν στον μεγάλο δρόμο και στην κοντινή γέφυρα, ακούγοντας όλα αυτά, πάγωσαν. Προσπάθησαν να καταλάβουν από πού ήρθε αυτός ο φοβερός ψίθυρος και το σατανικό γέλιο, το οποίο έμοιαζε σαν ν’ ακούστηκε από κάθε κατεύθυνση. Οι πολιτοφύλακες έφυγαν όπως-όπως. Όλο εκείνο το μέρος άδειασε από κόσμο και το σκοτάδι απ’ το σταυροδρόμι απλώθηκε ολόγυρα ως το κάρο, όπου πριν κρυβόταν ο εννιάχρονος Αλέξανδρος. Η μορφή τύλιξε σφιχτά το αγόρι και διαμοιράστηκε ως εκεί που έφτανε το σκοτάδι.
    Στο κάρο όπου κρυβόταν νωρίτερα, δύο μαύρα άλογα ήταν ζεμένα, έτοιμα να το σύρουν. Μπροστά καθόταν ένα ζευγάρι, ένα άντρας που κρατούσε τα χαλινάρια και δίπλα του μια γυναίκα, δύο μεσόκοποι τσιγγάνοι. Έκαναν νόημα στο αγόρι να σκαρφαλώσει στην καρότσα, ενώ τα μάτια τους για μια στιγμή μαύρισαν ολότελα, εξαφανίζοντας το λευκό γύρω από τις κόρες, σαν να πλημμύρισαν από υγρή πίσσα.
Μόλις το αγόρι ανέβηκε στην καρότσα, ο τσιγγάνος τίναξε με δύναμη τα χαλινάρια στις ράχες των αλόγων. Μετά από κάμποση ώρα, το κάρο διέσχιζε την πύλη του Αγίου Αντωνίου κι έβγαινε έξω από τα τείχη του Παρισιού.
    Για λίγα χρόνια, το αγόρι θα μεγάλωνε στην ύπαιθρο. Πότε σε δάση, λίμνες και ακροποταμιές και πότε σ’ εξοχές στις παρυφές πόλεων. Συνήθως, έξω από κώμες και χωριά, περιστοιχισμένα από απέραντα λιβάδια και κατάσπαρτες εκτάσεις, όπου τύχαινε να πάνε οι τσιγγάνοι προστάτες του.
    Κοντά τους θα μαθήτευε τα πρώτα στάδια της σκοτεινής λατρείας, τέχνης κι επιστήμης του αφέντη που υπηρετούσαν. Μαζί τους, κυρίως, θ’ αποκτούσε όλη εκείνη τη γνώση που έχει να κάνει με τη Φύση, τους μαγικούς τρόπους της και τον αρχέγονο εσωτερισμό. Από τους τσιγγάνους θα μάθαινε ότι τα σταυροδρόμια είναι τόποι όπου συχνάζουν δαίμονες και μπορείς να τους επικαλεστείς για να κάνεις συμφωνίες μαζί τους.
    Στην περίπτωση του μικρού Αλέξανδρου Βολφ όμως, είχε συμβεί κάτι εξαιρετικά σπάνιο, κάτι που δεν συμβαίνει σχεδόν ποτέ. Εκείνη τη νύχτα, τη νύχτα της σφαγής του Αγίου Βαρθολομαίου, του είχε κάνει την τιμή να εμφανιστεί ενώπιόν του ο ίδιος ο Εωσφόρος…
  
Γαλλία, τέλη 16ου αιώνα
 
    Η Ζανέτ επέστρεφε στο χωριό κρατώντας δύο τεράστιες καλάθες γεμάτες ασπρόρουχα, αφού δούλευε ως πλύστρα. Όπως και οι άλλες γυναίκες της οικογένειάς της, η μάνα της κι η γιαγιά της, είχε αναλάβει το πλύσιμο και το σιδέρωμα των λευκών ρούχων των αρχόντων του πύργου. H διαδικασία γινόταν στο σπίτι και το πολύ σε δύο μέρες θα έπρεπε να έχει ετοιμάσει τ’ ασπρόρουχα και να τα πάει πάλι πίσω.
    Είχε καθυστερήσει αρκετά και ο ήλιος χαμήλωνε στη δύση. Της είχε πιάσει κουβέντα ο σταβλίτης του πύργου, που την καλοκοίταζε από μικρή, ένας νέος άντρας δέκα χρόνια μεγαλύτερός της, όχι και τόσο καλοβαλμένος, τραχύς στα χαρακτηριστικά και στους τρόπους, αλλά μάλλον συμπαθητικός και πολύ γεροδεμένος. Η εικοσάχρονη Ζανέτ διασκέδαζε με τα πειράγματα και τα αστεία του και του έδινε ελπίδες. Όταν τύχαινε να συναντηθούν, του χάριζε χαμόγελα και ματιές.
    Ωστόσο, ο άντρας που έκανε την καρδιά της να χτυπά δυνατά και της ξεσήκωνε ρίγη ήταν ο προστατευόμενος της δούκισσας. Μια φορά την κοίταξε επίμονα, με το μυστήριο και σαγηνευτικό βλέμμα του, και μια υποψία χαμόγελου φάνηκε στο πρόσωπό του. Η Ζανέτ κόντεψε να λιποθυμήσει. Κάθε φορά που πήγαινε στον πύργο, μέσα της ευχόταν να τον συναντήσει, να κλέψει μια ματιά του, ένα χαμόγελό του. Όμως, αυτήν τη φορά ήταν απίθανο να τον δει. Οι άλλες κοπέλες που δούλευαν στον πύργο τής είπαν πως την προηγούμενη μέρα έφυγε για την Μπορντώ και θ’ αργούσε να επιστρέψει.
    Είχε ξεμακρύνει αρκετά από τον πύργο. Σκοτείνιαζε· τότε συνειδητοποίησε πόσο ξεχάστηκε μιλώντας με τον σταβλίτη. Δεν της άρεσε καθόλου να βρίσκεται έξω τη νύχτα. Είχαν φτάσει και κάτι φήμες που μιλούσαν για κορίτσια που χάνονταν στην Ανγκουλέμ και ανακαλύπτονταν νεκρά μετά από μέρες. Η μικρότερη απ’ αυτές λέγανε πως ήταν μονάχα έντεκα χρόνων.
    Όπως το συνήθιζε, έκοψε δρόμο ακολουθώντας ένα μονοπάτι, που χανόταν ανάμεσα στα ψηλά δέντρα και στη βλάστηση. Καθώς οι σκιές βάραιναν και σβήνονταν στο σκοτάδι, της φάνηκε πως άκουσε βήματα. Κάποιος ερχόταν πίσω της ή περπατούσε παράλληλα, άφαντος πίσω από τις πυκνές φυλλωσιές. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει από πού ακούγονταν τα βήματα.
    Έστρεψε το κεφάλι πίσω και κοίταξε στο σκοτεινό μονοπάτι για κάμποσες στιγμές. Με το που γύρισε μπροστά, της έπεσαν οι καλάθες από τα χέρια, ενώ τσίριξε τρομαγμένη και γεμάτη έκπληξη.
    «Εσείς;» ψιθύρισε με κομμένη την ανάσα και απορροφήθηκε στη μορφή του άντρα με τη διαβολική ομορφιά που στεκόταν μπροστά της.
    Το βλέμμα της χάθηκε στα μάτια του. Ένιωσε παράξενα. Ο νους της αυτόματα βυθίστηκε σ’ ένα κενό απύθμενο και σκοτεινό. Μέσα της ξεσηκώνονταν συναισθήματα που την έκαναν να τρέμει από ένταση, λαχτάρα ερωτική, πόθο κι επιθυμία να του δώσει ψυχή και σώμα. Το ήξερε πως ήταν έρμαιο του πανέμορφου δαιμονικού προσώπου που την κοιτούσε. Την τύλιξε μια παράξενη γλυκιά ζάλη. Άκουσε τη φωνή της να βγαίνει από το στόμα μοιρασμένη σε συλλαβές, ενώ η ψυχή της του παραδινόταν μέσα από τις λέξεις:
    «Εί-μαι δι-κή σας. Κά-ντε μου ό,τι θέ-λε-τε. Κά-ντε με ό,τι θέ-λε-τε… Πάρ-τε με, με-σιέ Βολφ…» Λιποθύμησε στην αγκαλιά του κι έμεινε σε κατάσταση ύπνωσης για πολλές ώρες.
 
***
 
    Όταν ξύπνησε, ήταν νύχτα. Βρισκόταν καθισμένη στο σκεπασμένο από φύλλα και χώμα πάτωμα ενός ερειπωμένου γοτθικού ναού στη μέση του δάσους. Ήταν δεμένη χειροπόδαρα και η πλάτη της στηριζόταν στον πέτρινο βωμό που κάποτε χρησίμευε ως Αγία Τράπεζα. Στον αέρα πλανιόταν η μυρωδιά αίματος, μαζί με την αίσθηση πως κάτι τρομερό συνέβαινε εκεί.
    Δαυλοί, τοποθετημένοι περιμετρικά στους ξεφτισμένους τοίχους, φώτιζαν αυτό το ανατριχιαστικό μέρος. Περιφέροντας το βλέμμα ολόγυρα, η Ζανέτ κατάλαβε πως ο ναός καμιά σχέση δεν είχε με τον Θεό, αλλά αντίθετα, κάτι ανίερο δοξαζόταν σ’ αυτόν τον χώρο, που είχε συληθεί με σύμβολα και παραστάσεις μαγείας και σατανικής λατρείας.
    Κυρίως, όμως, ήταν το θέαμα από άλλες δύο κοπέλες που την έκανε ν’ ανατριχιάσει. Ήταν δεμένες από τους καρπούς, ολόγυμνες και κρέμονταν στους τοίχους απ’ τα δεσμά τους σε όρθια στάση. Έδειχναν να έχουν βασανιστεί. Ίχνη από αίμα υπήρχαν παντού. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν είχαν πεθάνει ή αν ήταν αναίσθητες, ώσπου η μια ανασήκωσε το κεφάλι, ενώ η άλλη έβγαλε ένα βογκητό. Και οι δυο έμοιαζαν να μουρμουρίζουν ή να ψέλνουν χαμηλόφωνα, παραδομένες σε μια κατάσταση έκστασης.
    Καθώς συνερχόταν από τη ζάλη, είδε τον Αλέξανδρο Βολφ να μπαίνει στον ναό. Οι δυο κοπέλες φάνηκαν να ενθουσιάζονται μ’ έναν παράξενο τρόπο από την παρουσία του, βγάζοντας επιφωνήματα πόνου και πάθους. Σε λίγο καιρό, δεν θ’ απορούσε με τον τρόπο που αντιδρούσαν εκείνες στην παρουσία του αφέντη τους, αφού κι η ίδια θα σκιρτούσε από ηδονή κάθε φορά που θα τον αντίκριζε.
    Τις επόμενες μέρες, ακολούθησε μια σειρά από τελετουργικές βραδιές, κατά τη διάρκεια των οποίων η Ζανέτ βασανίστηκε άγρια. Το σώμα της γέμισε σημάδια και πληγές που μαρτυρούσαν ωδίνες απερίγραπτες. Πλημμύρισε όμως κι από πόθους, που τη συντάραζαν και κατέληγαν σε οργασμούς ανείπωτους σ’ εκείνες τις ανίερες τελετές. Στο τέλος, βρέθηκε κι αυτή κρεμασμένη από τα δεσμά της στον τοίχο, πλάι στις άλλες δύο μισοπεθαμένες κοπέλες, να ριγεί σύγκορμη κάθε φορά που τον έβλεπε να έρχεται.
    Είχε μάθει να ψέλνει τις δεήσεις που τους είχε διδάξει. Με όση δύναμη της είχε απομείνει έψελνε, παρακαλώντας κάθε φορά να γίνει αυτή το αντικείμενο της λατρείας που εκείνος ασκούσε. Πότε-πότε γυρνούσε το βλέμμα και κοίταζε με μια δόση ζήλειας την τέταρτη κοπέλα που είχε φέρει στον ναό. Όμως αυτό σήμαινε πως η μεγάλη βραδιά ήταν κοντά. Ο αριθμός είχε συμπληρωθεί κι έμενε η ετοιμασία και της τελευταίας για την ομαδική «προσφορά», για τη μεγάλη θυσία.
 
***
 
    Την καθορισμένη ημέρα, η προετοιμασία του χώρου είχε αρχίσει από νωρίς το απόγευμα. Ο Αλέξανδρος πηγαινοερχόταν, προσέχοντας και την παραμικρή λεπτομέρεια και ψάχνοντας ξανά και ξανά την οποιαδήποτε ατέλεια στο σκηνικό που είχε στήσει, ένα σκηνικό απόκοσμο και τρομακτικό.
    Το βράδυ οι τέσσερις κοπέλες είχαν τοποθετηθεί στο κέντρο του ναού, ξαπλωμένες στο πάτωμα. Χωρίς δεσμά, αφού συμμετείχαν πειθήνια, κείτονταν γυμνές, αντικριστά ανά δυο, με τα πέλματά τους να ακουμπούν σ’ έναν στύλο, στη μέση του ισοσκελούς σταυρού που όριζαν τα σώματά τους. Στον στύλο αυτόν είχαν ζωγραφιστεί σφραγίδες και τελετουργικά αρκτικόλεξα. Μια φρικιαστική τελετή θα ξεκινούσε αργά εκείνη τη νύχτα, με δοξαστικούς ψαλμούς του αφέντη τους προς τον «αρχαίο άρχοντα της υπερηφάνειας και της ανταρσίας, εκείνον που πολέμησε τον Θεό και τον νίκησε…» καθώς κι επικλήσεις προς τον Μενδήσιο Τράγο.
    Η τελετή ξεκίνησε. Ο τρόμος που κατέκλυσε τις κοπέλες έφτασε στο απόλυτο, όπως και το ηδονικό συναίσθημα που τον συνόδευε. Κάποια στιγμή, στην κορύφωση εκείνης της βραδιάς, έγινε το απίστευτο και αναμενόμενο· αυτό που ο Βολφ πάλευε να κατορθώσει όλα αυτά τα χρόνια: να ξαναζήσει τη μέγιστη ανίερη εμπειρία, εκείνη που έζησε τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου όταν ήταν εννέα ετών.
    Ένας θυελλώδης άνεμος σηκώθηκε ξαφνικά στο δάσος τσακίζοντας δέντρα. Εισέβαλε στον ναό με στροβίλους που χτυπούσαν μανιασμένα στους τοίχους και ριπές που μαστίγωναν τα πρόσωπα και τα κορμιά των κοριτσιών. Πάνω από το δάσος μαζεύτηκαν βαριά κατάμαυρα σύννεφα, που αυλακώνονταν από αστραπές. Τα σύννεφα κινούνταν γρήγορα και ανακατεύονταν βίαια μεταξύ τους, σαν υλικά που κόχλαζαν στο καζάνι του διαβόλου.
    Τότε, ο στύλος στη μέση του ναού καλύφθηκε από ένα σκοτεινό νέφος, όπως στο παρελθόν σε εκείνο το σταυροδρόμι του Παρισιού κοντά στον Σηκουάνα, τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Οι τέσσερις κοπέλες ούρλιαξαν με δέος, μόλις το σκοτάδι πάνω από τον στύλο έγινε μορφή. Η στιγμή της «προσφοράς» είχε φτάσει.
    Ο μάγος γονάτισε σε ένδειξη υποταγής κι ευχαριστίας. Πρόφερε κάποιες λέξεις και μετά το τελετουργικό ξιφίδιο που κρατούσε ανεβοκατέβαινε ασταμάτητα στα σώματα των κοριτσιών. Εκείνες ξεψύχησαν με φωνές και βογκητά, βυθισμένες σε μια αλλόκοτη κατάσταση ηδυπαθούς τρόμου, πνιγμένες στο αίμα, όπως κι ο θύτης τους, καθώς ξερίζωνε τις καρδιές τους και τις πρόσφερε στον αφέντη του, απιθώνοντάς τες στον στύλο. Οι καρδιές, κατά περίεργο τρόπο, αιμορραγούσες και παλλόμενες ακόμα, πήραν φωτιά.
    Η μορφή πάνω από τον στύλο κραύγασε με κτηνώδη φωνή δείχνοντας ικανοποίηση, που αντιλάλησε σε όλο το δάσος, παγώνοντας μια ομάδα ανθρώπων που βρισκόταν όχι πολύ μακριά από τον ναό.
    «Παιδί μου, γιε μου… σε σένα ευαρεστήθηκα! Ω, πόσο με ευχαρίστησε απόψε αυτό το αίμα!» είπε ο Εωσφόρος και δυο τερατώδη χέρια τεντώθηκαν από πάνω κι αγκάλιασαν τον μάγο με το αγγελικό πρόσωπο.
    Μια σκοτεινή κοκκινόχροη πνοή ξεχύθηκε από το στόμα της μορφής και εισχώρησε στα ρουθούνια και στο στόμα του Αλέξανδρου. Την επόμενη στιγμή, τα μάτια του μάγου έγιναν κίτρινα. Έλαμψαν για μια στιγμή, κατά την οποία ένιωσε απίστευτα ακμαίος και δυνατός, και μετά τα μάτια του ξανάγιναν όπως πριν, καθώς η όψη τους κι η δύναμη που τη συνόδευσε ήταν μια πρόγευση· κάτι που δεν το όριζε γιατί δεν του είχε δοθεί ακόμα. Είχε απλώς λάβει το χρίσμα ενός εκλεκτού του Εωσφόρου και ήταν δόκιμος των δαιμόνων της ανώτερης τάξης. Αμέσως μετά, λιποθύμησε. Πρόλαβε όμως να ακούσει τον αφέντη να του υπόσχεται:
    «Εν καιρώ, θα αποκτήσεις αυτό που μου ζητάς, σ’ έναν άλλον τόπο… Συνέχισε την αναζήτηση. Συνέχισε να με υπηρετείς. Υπέμεινε τους αιώνες…»
    Μόλις η μορφή έφυγε, ο Αλέξανδρος έπεσε στη γη λιπόθυμος.
  
Υπόθεση Οπισθόφυλλου:
 
Στο Παρίσι του 16ου αιώνα, τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, ένα εννιάχρονο αγόρι γίνεται μάρτυρας
της αναίτιας δολοφονίας των γονιών του, αλλά και αμέτρητων αιματηρών εγκλημάτων στο όνομα του Θεού. Η ψυχή του, βαθιά τραυματισμένη από όσα αδιανόητα ανοσιουργήματα πραγματοποιούνται με την επίφαση του Καλού, στρέφεται και παραδίδεται απόλυτα στο Κακό.
 
Η περιπλάνηση του Αλέξανδρου ανά τους αιώνες, μέσα από μονοπάτια τρόμου και ανίερων παθών, φτάνει μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Η μοίρα του συνδέεται άρρηκτα με ήρωες που δολοφονούν ή δολοφονούνται, ερωτεύονται, εκδικούνται και αγωνίζονται μέχρι τέλους, είτε για τη λύτρωση από δαιμονικά δεσμά είτε για την κατάκτηση μιας εξέχουσας θέσης στη σκοτεινή αιωνιότητα και στο βασίλειο του Εωσφόρου. Θνητοί, αθάνατοι, αρχέγονα και θρυλικά πλάσματα συγκρούονται αμείλικτα, με τελικό πεδίο μάχης την έπαυλη στον λόφο με τα χρυσάνθεμα, κάπου στην Αττική του σήμερα.
 
Ένα καθηλωτικό μυθιστόρημα τρόμου που παρασύρει τον αναγνώστη σε μια συναρπαστική και αλησμόνητη καταβύθιση στις πιο σκοτεινές γωνίες της ανθρώπινης ψυχής, στα πιο ανομολόγητα πάθη και στους πιο μύχιους φόβους, υποδηλώνοντας τη διαχρονικότητα της μάχης ανάμεσα σε προαιώνιες δυνάμεις.
 
Βιογραφικό συγγραφέα:
 
Ο Φώτης Κατσιμπούρης, συμπληρώνοντας μια εικοσαετία συνεπούς παραγωγής μυθιστορημάτων
φαντασίας και τρόμου, θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους του είδους στη χώρα μας, έχοντας ξεκινήσει τη συγγραφική του πορεία σε μια περίοδο κατά την οποία η λογοτεχνία αυτού του είδους δοσμένη από Έλληνες δημιουργούς, ήταν κάτι περίπου άγνωστο στον αναγνώστη και οι εκδότες την αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό.
Σήμερα, συνεχίζει να υπηρετεί με συνέπεια τη λογοτεχνία του φανταστικού και του τρόμου κι επανέρχεται με ένα νέο του μυθιστόρημα. Όπως πάντα, φιλοδοξεί κι αυτό το βιβλίο του να είναι ένα κάλεσμα στον αναγνώστη ώστε να γίνουν συνοδοιπόροι σε μια απρόβλεπτη υπαρξιακή περιπέτεια, σε μονοπάτια που ορίζονται από τις σκιές του φόβου και την αχλή του αγνώστου· εντέλει, συνταξιδιώτες σε κόσμους όπου οι ήρωες σχοινοβατούν ανάμεσα στον θάνατο και στη ζωή, ενώ καθορίζονται από πάθη, έρωτες και διαχρονικές αξίες που υπηρετούν ή προδίδουν.
Ζει, εμπνέεται και συγγράφει στην Καλαμάτα, όπου κατοικεί μόνιμα.
 
Εργογραφία:
«Ο Σκιοφύλακας», μυθιστόρημα, 2005, Εκδόσεις Διόπτρα
«Ο Όρκος», μυθιστόρημα, 2011, Εκδόσεις Ωκεανός.
«Ανάμεσα σε δυο αγγέλους», μυθιστόρημα, 2012, Εκδόσεις Ωκεανός.
«Μάργω, φως και φωτιά», μυθιστόρημα, 2015, Εκδόσεις Κλειδάριθμος.
«Οδυσσέας Ντεσάντ, η ερωμένη του σπαθιού και του ρόδου», μυθιστόρημα, 2019, Εκδόσεις Αέναον.
 
 

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

«ΕΡΩΤΕΣ ΑΠΟ ΠΗΛΟ», της Ελένης Γαληνού – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

 «ΕΡΩΤΕΣ ΑΠΟ ΠΗΛΟ», της Ελένης Γαληνού – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη
Εκδόσεις: Διόπτρα
Σελίδες: 568
Τιμή με έκπτωση: 16,92€
 
       Μετά από έντεκα βιβλία, αν τα έχω καταμετρήσει σωστά, η αγαπημένη συγγραφέας Ελένη Γαληνού δεν νομίζω πως χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις... Πιθανότατα, κάποιο δικό της μυθιστόρημα θα έχετε διαβάσει ήδη και θα έχετε διακρίνει την καθηλωτική πένα της, το χαρισματικό και ανεξάντλητο ταλέντο της και την αξιοθαύμαστη ικανότητά της να καταπιάνεται κάθε φορά και μ’ ένα διαφορετικό θέμα αλλά και εποχή, στοιχείο της που προσωπικά με εντυπωσιάζει πολύ καθώς σπανίζει αρκετά.
    Έτσι κι εδώ –και ενόψει του υπό έκδοση νέου δωδέκατου μυθιστορήματός της, που αναμένεται να κυκλοφορήσει στις 6 Μαρτίου, πάντα από τις εκδόσεις Διόπτρα, και με τίτλο «Η σπηλιά του νοτιά»–, η συγγραφέας στο πιο πρόσφατο βιβλίο της «Έρωτες από πηλό» καταπιάνεται με μια πολύπλευρη και πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία που διαδραματίζεται στη σύγχρονη εποχή, στο πολύ πρόσφατο παρελθόν αλλά και δεκατρία χρόνια νωρίτερα. Ο τίτλος και το εξώφυλλο είναι απόλυτα εναρμονισμένα, καθώς ο αναγνώστης μπορεί εύκολα να αγγίξει τον θρυμματισμένο «πηλό» και να κάνει στο μυαλό του τη σύνδεση με το πόσο εύθραυστος μπορεί να είναι αυτός, ενώ γίνεται σαφές και ένα διττό νόημα, αφού αφορούν από τη μία τα δυνατά συναισθήματα του έρωτα ως πάθος, αλλά και τους πήλινους Έρωτες, τα γλυπτά που μπορεί να δημιουργεί ένας καλλιτέχνης. Μας προϊδεάζει, λοιπόν, με σαφήνεια η κυρία Γαληνού ευθύς εξαρχής για το ύφος του βιβλίου της αυτού, αλλά δεν μας προετοιμάζει για την αναπάντεχη πλοκή, τις απρόσμενες ανατροπές και τα καλά κρυμμένα μυστικά που θα καθορίσουν και θα στιγματίσουν τις ζωές των ηρώων της. Αυτό το αφήνει σε εμάς να το ανακαλύψουμε διαβάζοντας το πόνημά της, που είμαι βέβαιη πως θα ικανοποιήσει και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη.
    Δεκατρία χρόνια πριν, η νεαρή Έλσα αποφασίζει να περάσει τον Αύγουστο στην πανέμορφη και γραφική Αμοργό, στο σπίτι της γιαγιάς της. Στις διακοπές της τη συνοδεύουν το αγόρι της Μάρκος και η κολλητή της Φαίδρα. Έχοντας εξασφαλίσει την ανέξοδη διαμονή και το φαγητό τους, σκοπεύουν να κάνουν όση περισσότερη οικονομία μπορούν, ώστε να μπορέσουν να παραμείνουν για διακοπές στο νησί ολόκληρο τον μήνα. Στο διπλανό τους σπίτι, κατοικεί μόνιμα ένας γοητευτικός Γάλλος γλύπτης, ο Ζαν-Κλοντ, ένθερμος εραστής της τέχνης του, της καλής ζωής και του ωραίου φύλου.
    Οι τρεις νεαροί δεν θ’ αργήσουν να γνωριστούν καλύτερα με τον εκκεντρικό γείτονά τους, αφού ο διαφορετικός, απελευθερωμένος και συναρπαστικός τρόπος ζωής του θα τους μαγνητίσει. Ο ίδιος θα ανακαλύψει τη νέα μούσα του στο πρόσωπο της όμορφης Φαίδρας και η έμπνευσή του θα δείξει ζωηρά σημάδια ανάκαμψης, μετά από αρκετό καιρό τελμάτωσης. Κάθε συνάντηση μαζί του είναι μια γοητευτική περιπέτεια για τους τρεις νέους, όμως ένα παράτολμο παιχνίδι θάρρους με τον Γάλλο μέντορά τους θα γίνει η αφορμή να ανατραπούν τα πάντα. Πλέον, τους τρεις φίλους βαραίνει ένα θανάσιμο μυστικό, ενώ οι συνέπειές του δεν θα μοιραστούν ισόποσα ούτε δίκαια. Μόνο ο ένας τους θα πληρώσει, πράγμα που θα κλονίσει βαθιά την κατά τα φαινόμενα ισχυρή φιλία που υπάρχει ανάμεσά τους.
    Δεκατρία χρόνια αργότερα, η ζωή τους έχει πάρει διαφορετικούς δρόμους και οι ισορροπίες όπως και οι δεσμοί μεταξύ τους έχουν χαθεί, ίσως για πάντα. Η παλιά σύνδεσή τους φαντάζει πλέον ανύπαρκτη και η φιλία τους μοιάζει να έχει πληγεί ανεπανόρθωτα. Κάθε επαφή μεταξύ τους φαίνεται να μην έχει ουσιαστικό νόημα πια, ενώ οι τύψεις και οι ενοχές ροκανίζουν τη λογική τους και αναστατώνουν την έως τότε καλά βολεμένη ζωή τους. Τα σαθρά θεμέλια όμως πάνω στα οποία έχουν χτίσει την πραγματικότητά τους θα αποδειχτούν το ίδιο εύθραυστα με τους Έρωτες από πηλό που έφτιαχνε ο Γάλλος γλύπτης τότε στην Αμοργό. Τα παλιά μυστικά που έρχονται στο φως θα δοκιμάσουν τις αντοχές τους, ενώ ταυτόχρονα η ανάγκη για δικαίωση, ακόμα και για εκδίκηση από εκείνον που αδικήθηκε, μοιάζει επιτακτική. Το πιο ένοχο μυστικό του παρελθόντος όμως δεν έχει ακόμα αποκαλυφθεί από το άτομο που σκόπιμα το κρατά καλά κρυμμένο και αυτό είναι ικανό ν’ ανατρέψει τα πάντα.
    Οι «Έρωτες από πηλό» είναι ένα μυθιστόρημα καλοδουλεμένο, με σφιχτοδεμένη πλοκή, ολοζώντανους χαρακτήρες, γοητευτικές περιγραφές και παραστατικές εικόνες, όπως και δυνατά συναισθήματα. Κάθε ήρωας μάς ξεναγεί στο δικό του παρελθόν, στα βιώματά του, στον ψυχισμό του, στα κίνητρά του, ακόμα και στις πιο μύχιες σκέψεις του, κάνοντάς μας «κοινωνούς» στο κατάδικό του «σύμπαν» και δίνοντάς μας έτσι τη δυνατότητα να τον κατανοήσουμε καλύτερα, να τον συμπονέσουμε, να τον αποδεχτούμε, να τον αγαπήσουμε ή να τον μισήσουμε. Η ανθρώπινη φύση είναι τρωτή, ατελής και εύθραυστη και κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτή την πραγματικότητα, ούτε μπορεί να ξεφύγει από όσα του έχει γραμμένα η μοίρα του, όσο κι αν πασχίσει για να επιτύχει το αντίθετο. Η αλήθεια αποκαλύπτεται σταδιακά, καθώς όλα τα κομμάτια του «παζλ» μπαίνουν στη θέση τους, σαν το θρυμματισμένο γλυπτό του εξωφύλλου, φανερώνοντας έτσι κάθε κρυφή και αθέατη πτυχή μιας καθηλωτικής ιστορίας που μένει χαραγμένη στο μυαλό μας για πολύ καιρό. Οφείλω τα θερμά μου συγχαρητήρια στην εξαίρετη Ελένη Γαληνού, αναμένω με ανυπομονησία το νέο της μυθιστόρημα «Η σπηλιά του νοτιά» και σας συστήνω ανεπιφύλακτα να διαβάσετε τους «Έρωτες από πηλό»!
 
Υπόθεση οπισθόφυλλου:
 
Οι έρωτες από πηλό δεν πετούν ψηλά.
Οι παθιασμένοι έρωτες γερνούν ανεκπλήρωτοι.
Οι πήλινοι Έρωτες μένουν μισοτελειωμένοι…
 
Η Έλσα με το αγόρι της, τον Μάρκο, και τη φίλη της Φαίδρα πηγαίνουν διακοπές στη γιαγιά της, στην Αμοργό. Η παρουσία του γοητευτικού Γάλλου γλύπτη στο διπλανό σπίτι έλκει αμέσως το ενδιαφέρον τους. Είναι ονειροπόλος, αυθόρμητος, καλλιτέχνης στην ψυχή και τη ζωή, λάτρης του έρωτα και του ωραίου.
Η παρέα μαζί του αποδεικνύεται συναρπαστική. Μέχρι τη λάθος στιγμή. Ένα παιχνίδι και μια ανομολόγητη πράξη φέρνουν την απόλυτη ανατροπή. Οι δαίμονες ξυπνούν. Κανείς δεν πιστεύει αυτό που έχει συμβεί. Το γεγονός βαραίνει και τους τρεις, όμως το πληρώνει μόνο ένας.
Η φιλία τους κλονίζεται ανεπανόρθωτα.
 
Δεκατρία χρόνια αργότερα όλα έχουν αλλάξει.
 
Η Έλσα αναζητά ψήγματα της παλιάς φιλίας με τη Φαίδρα και τον Μάρκο, ενώ παράλληλα τους δοκιμάζει. Κρατάει ένα μεγάλο μυστικό που αν το μάθουν…
Ωστόσο, το πιο ανατρεπτικό μυστικό δεν το γνωρίζει κανένας τους. Κι αυτός που το αποκρύπτει, έχει τους δικούς του σκοτεινούς λόγους που δεν μιλά.
 
Όταν οι αλήθειες σωπαίνουν, οι ζωές των ανθρώπων γεμίζουν σκοτάδια.

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024

«ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΤΑΧΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΝΤΑΝΟΥ», παρουσιάζει η Χριστίνα Σουλελέ - Συστήνει η Κλειώ Τσαλαπάτη

          Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό καθώς, πριν από τέσσερα περίπου χρόνια, είχα τη χαρά να πάρω στα χέρια μου το πρώτο χειρόγραφο της Χριστίνας Σουλελέ, το ανεπανάληπτο «Γιάνκεα». Η τύχη μου ήταν μεγάλη γιατί ανακάλυψα μια γεννημένη συγγραφέα, που από την πρώτη της κιόλας συγγραφική απόπειρα έδειξε το γνήσιο ταλέντο της, το οποίο ολοένα και εξελίσσεται. Η συγγραφέας, με κάθε βιβλίο της, ανεβάζει ακόμα πιο ψηλά τον πήχη και «δοκιμάζει» τις δυνάμεις της, καταφέρνοντας να κερδίζει κάθε στοίχημα που θέτει απέναντι στον εαυτό της. Έκτοτε, ακολούθησε ένα ακόμα συγκλονιστικό βιβλίο, το «Θα την έλεγαν Ελευθερία», το οποίο κυκλοφορεί επίσης από την Άνεμος Εκδοτική, ενώ φέτος κυκλοφόρησε το τρίτο μυθιστόρημά της με τίτλο «Από τις στάχτες της Καντάνου». Στο τρίτο αυτό βιβλίο της, η κυρία Σουλελέ μάς ταξιδεύει μέχρι τη λεβεντογέννα Κρήτη στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και στο παρόν, συνδυάζοντας την ατόφια Ιστορία με μια ευφάνταστη και καθηλωτική πλοκή, αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά το πηγαίο και αστείρευτο ταλέντο της.
          Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου μυθιστορήματός της, η αγαπημένη συγγραφέας ανταποκρίθηκε με προθυμία στην πρόσκλησή μου για να μας το παρουσιάσει στους «Φίλους της Λογοτεχνίας», με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο. Την ευχαριστώ θερμά για τον χρόνο που μας διέθεσε, της εύχομαι ολόψυχα κάθε επιτυχία στο έργο της συνολικά αλλά και στο πιο πρόσφατο πόνημά της, και σας προσκαλώ να διαβάσετε όσα μας εκμυστηρεύεται η Χριστίνα Σουλελέ για να γνωρίσετε κι εσείς λίγο περισσότερο το εξαιρετικό βιβλίο «Από τις στάχτες της Καντάνου»!
 
* * *
 
    Κυρία Τσαλαπάτη, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την ευκαιρία που μου δίνετε να παρουσιάσω το βιβλίο μου στους αναγνώστες της σελίδας σας. Το τρίτο μου μυθιστόρημα έχει τίτλο «Από τις στάχτες της Καντάνου» και κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2024, από την Άνεμος Εκδοτική. Η υπόθεσή του διαδραματίζεται σε ένα ιστορικό και μαρτυρικό χωριό της Κρήτης, την Κάντανο, όπως μαρτυρά και ο τίτλος του βιβλίου.
Ας πάρω όμως τα πράγματα από την αρχή. Πριν από δυο χρόνια, η προοπτική να γράψω ένα μυθιστόρημα με φόντο τη Μεγαλόνησο δεν είχε περάσει από τον νου μου ούτε σαν ιδέα, διότι δεν κατάγομαι από αυτή τη γωνιά του Νότου. Έγινε όμως με παρότρυνση μιας καλής μου φίλης, η οποία κατάγεται από το νησί και γνωρίζει καλά την αγάπη που τρέφω για την Κρήτη και τον σεβασμό μου σε όλα τα πνευματικά, καλλιτεχνικά και λαογραφικά της δημιουργήματα. Παρά τις αρχικές μου επιφυλάξεις, η προτροπή της φίλης μου έγινε σπόρος που βρήκε πρόσφορο έδαφος στο νου μου και κάρπισε.
    Αμέσως ανέτρεξα στο φωτογραφικό αρχείο από τα ταξίδια μου στην Κρήτη, καθώς και στο ταξιδιωτικό μου ημερολόγιο, για να βρω την αφετηρία από την οποία θα ξεκινούσα το συγγραφικό ταξίδι μου. Η αναζήτηση με οδήγησε στην Κάντανο, σε ένα χωριό που βρίσκεται νοτιοδυτικά του νομού Χανίων και το οποίο στις 3 Ιουνίου 1941 καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Ναζί. Ύστερα ανέτρεξα σε γραπτές πηγές που αναφέρονται στη Μάχη της Κρήτης και παρακολούθησα στο διαδίκτυο προφορικές μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι έζησαν τα γεγονότα του πολέμου και της Κατοχής. Φυσικά, η Κάντανος δεν είναι το μοναδικό χωριό που κατέστρεψαν οι Γερμανοί στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι όμως ο μοναδικός τόπος στον οποίο άφησαν αποδείξεις της θηριωδίας τους. Το πρώτο πράγμα που θα δει ο επισκέπτης στην είσοδο του χωριού, είναι οι τρεις μαρμάρινες επιγραφές, πάνω στις οποίες οι Ναζί άφησαν γραπτές μαρτυρίες, στα ελληνικά και στα γερμανικά, και εξηγούν πως έκαψαν το χωριό και έδωσαν εντολή να μην ανοικοδομηθεί ποτέ, για να εκδικηθούν τους κατοίκους για τη σθεναρή αντίστασή τους απέναντι στις δυνάμεις της Βέρμαχτ. Λίγα μέτρα πιο μακριά, υπάρχει το μουσείο με πλούσιο υλικό από τον πόλεμο καθώς και με φωτογραφίες από την καταστροφή του χωριού, πάνω στις οποίες αποτυπώνονται οι ολέθριες συνέπειες του πολέμου. Σήμερα, η Κάντανος μοιάζει να έχει αναγεννηθεί από τις στάχτες της.
    Η υπόθεση του βιβλίου εκτυλίσσεται σε δύο χρόνους. Ξεκινάει από το «τώρα», αλλά
ταξιδεύει στο «χθες» και στην περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Από τη μια παρουσιάζεται η ζωή των ανθρώπων σε ένα σύγχρονο κρητικό χωριό –τα ήθη και τα έθιμά τους, τα αρώματα των βοτάνων που αναδύονται από την κρητική γη, ο μαγευτικός ήχος της λύρας που ενώνει δυο νέους ανθρώπους, των οποίων οι πρόγονοι ήταν κάποτε εχθροί, ο έρωτας που εξευμενίζει την κακία και σβήνει τις βεντέτες, καθώς και η φιλοξενία που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα των Κρητικών–, ενώ από την άλλη, περνούν μπροστά από τα μάτια μας, σαν σε ταινία, τα οδυνηρά γεγονότα του παρελθόντος.
    Συνδετικοί κρίκοι ανάμεσα σε αυτές τις δύο χρονικές περιόδους αποτελούν οι άνθρωποι, εκείνοι που έζησαν τα δραματικά γεγονότα του πολέμου, αλλά και εκείνοι που, αν και δεν είχαν γεννηθεί ακόμη, μεγάλωσαν με τις ιστορίες των παλαιότερων, οι οποίες καθόρισαν τον τρόπο ζωής και σκέψης τους είτε για καλό είτε για κακό. Η ιστορία της Καντάνου συμβαδίζει με τη σύγχρονη όψη της για να κρατήσει άσβεστη τη μνήμη και να γίνει παράδειγμα αποφυγής ιδεολογιών, που φέρνουν τους λαούς αντιμέτωπους με ό,τι χειρότερο μπορούν να βιώσουν: τον πόλεμο.
    Κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι ο Φραντς, ένας νεαρός Γερμανός μουσικός που φτάνει στην Κρήτη για επαγγελματικούς λόγους. Στη διαδρομή για τον προορισμό του, γητεύεται από τις ομορφιές και τα αρώματα του κρητικού τοπίου και από απροσεξία ή από κάποιο άγνωρο παιχνίδι της Μοίρας, προσπερνάει την ταμπέλα που υπάρχει στην άκρη του δρόμου και φτάνει στην Κάντανο. Η μουσική που φτάνει στα αφτιά του από τη λύρα του Σήφη, του νεαρού κρητικού λυράρη στην κηδεία του παππού του, τον μαγεύει και αποφασίζει να παραμείνει στο χωριό για να το γνωρίσει καλύτερα, διότι είναι σίγουρος πως αυτός ο τόπος έχει να του προσφέρει πολλές εμπειρίες. Ούτε στο ελάχιστο όμως δεν μπορεί να φανταστεί την τροπή που θα πάρει το ταξίδι του αλλά και η ζωή του, από τα ερεθίσματα που θα του προσφέρει η συνύπαρξη με τους Κρητικούς. Δέχεται τη φιλοξενία των ντόπιων κατοίκων, με την τραγουδιστή ντοπιολαλιά, και παίρνει μια γεύση από τον τρόπο ζωής τους, ενώ μαθαίνει την ιστορία της περιοχής και κατακλύζεται από συναισθήματα ντροπής για τα δεινά που προκάλεσαν οι πρόγονοί του.
    Η επιλογή της εθνικότητας, του επαγγέλματος και της ηλικίας του ήρωά μου δεν έγινε τυχαία. Το νεαρό της ηλικίας του συμβολίζει τη νέα γενιά που, ενώ προχωράει μπροστά, κοιτάζει και πίσω στην Ιστορία, όχι για να διαιωνίσει τα μίση, αλλά για να διδαχτεί από αυτήν και να μην επαναλάβει τα ολέθρια λάθη του παρελθόντος. Είναι Γερμανός, αλλά –σε αντίθεση με τους προγόνους του, που σκόρπισαν τον όλεθρο κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου– προσεγγίζει τον κάθε τόπο με σεβασμό, απαλλαγμένος από ιδεοληψίες, προκαταλήψεις, σωβινισμούς, εθνικισμούς. Είναι φιλειρηνιστής, νιώθει μεγάλη ντροπή για τα εγκλήματα που έγιναν εκείνη την περίοδο και προσεγγίζει τους ντόπιους κατοίκους με συστολή, με σεβασμό, αλλά και με μια ακόρεστη δίψα να πληροφορηθεί όσα συνέβησαν στα χρόνια του πολέμου. Είναι μουσικός και τα συναισθήματά του τα διοχετεύει στην τέχνη του, η οποία συνιστά μια «κραυγή» για όλες τις αδικίες που υφίστανται οι λαοί του πλανήτη.
    Αγαπώ εκείνους τους καλλιτέχνες που –μέσω της τέχνης τους, όποια κι αν είναι αυτή– στέλνουν πανανθρώπινα μηνύματα, τα οποία έχουν στόχο να αφυπνίσουν συνειδήσεις και να μονιάσουν τους λαούς, όχι να τους διχάσουν. «Φαντάσου Άριελ, πόσο μονιασμένοι θα ζούσαν οι άνθρωποι πάνω σε αυτόν τον πλανήτη αν δεν υπήρχαν οι διαχωριστικές γραμμές που δημιουργούν στεγανά, μέσα στα οποία εκκολάπτονται ιδεοληψίες, προκαταλήψεις και φανατισμοί», λέει κάποια στιγμή ο Φραντς στη φίλη και συνεργάτιδά του.
    Η γνωριμία του με τη γιαγιά Μαριώ θα του ανοίξει νέα παράθυρα στη γνώση της Ιστορίας, καθώς η υπέργηρη γυναίκα αποτελεί μια ζωντανή μαρτυρία από τα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής. Η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε αυτούς τους δύο ήρωες διέπεται από σεβασμό, τρυφερότητα, ευγένεια και ενσυναίσθηση. Είναι μια σχέση που μοσχομυρίζει βασιλικό, σαν το κλωνάρι του μυρωδάτου φυτού που προσφέρει, κάθε πρωί, ο Φραντς στην ηλικιωμένη γυναίκα.
    Ολόκληρο το βιβλίο στέλνει αντιπολεμικά μηνύματα, υμνεί την ειρήνη και την αδερφοσύνη των λαών –οι οποίοι δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, αλλά γίνονται έρμαια των ιμπεριαλιστικών πολιτικών των ηγετών τους– και φέρνει τα αρώματα ενός τόπου μοναδικού, που έγινε σύμβολο αυτοθυσίας, αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας. Θα κλείσω την παρουσίαση του βιβλίου μου με τις σκέψεις του Φραντς τη στιγμή που, καθώς κάθεται σε ένα ξέφωτο και κοιτάζει από ψηλά το φυσικό περιβάλλον της Καντάνου, κατακλύζεται από αισθήματα ευφορίας και αισθάνεται την ηρεμία που αναδύεται από το τοπίο:
    «Όπου υπάρχει ηρεμία, υπάρχει και ειρήνη! Άραγε, αυτοί που ονειρεύονται πολέμους, έχουν καθίσει ποτέ κάτω από τη σκιά ενός δέντρου; Έχουν ακούσει το τραγούδι των πουλιών; Έχουν μεθύσει από τις μυρωδιές των φυτών; Έχουν αφουγκραστεί τον έρωτα που ξεπηδάει μέσα από το χώμα, τον αέρα, τον ήλιο ή τη βροχή; Δεν νομίζω… Όποιος αποκόβεται από την ομορφιά, παύει να την εκτιμάει και να την αναζητά. Ανέραστοι άνθρωποι αυτοί που καταστρέφουν…»
 
Χριστίνα Σουλελέ
 
 
Βιογραφικό Χριστίνας Σουλελέ:
 
Η Χριστίνα Σουλελέ γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε παιδαγωγικά, μετεκπαιδεύτηκε
στην Ειδική Αγωγή και υπηρετεί ως δασκάλα Ειδικής Αγωγής στη δημόσια εκπαίδευση. Αγαπά τα ταξίδια, την ορειβασία, το διάβασμα και το θέατρο.
Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικές ιστοσελίδες, ενώ έχουν συμπεριληφθεί και σε συλλογικές εκδόσεις. Το 2019, δημοσιεύτηκε η συλλογή διηγημάτων της «Ο ανάποδος καθρέφτης», με τη μορφή e-book, από τις εκδόσεις «το βιβλίο». Συμμετοχές με έργα της υπάρχουν σε καλλιτεχνικά ημερολόγια και ανθολόγια ποίησης.
 
Εργογραφία
Από την Άνεμος Εκδοτική κυκλοφορούν τα βιβλία της:
«Γιάνκεα», μυθιστόρημα, 2020.
«Θα την έλεγαν Ελευθερία», μυθιστόρημα, 2022.
 
 
Μυθιστορήματα Χριστίνας Σουλελέ:
 
«ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΤΑΧΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΝΤΑΝΟΥ»
Εκδόσεις: Άνεμος Εκδοτική (2024)
Σελίδες: 324
Τιμή με έκπτωση: 15,60€
 
Υπόθεση οπισθόφυλλου:
 
Ο Φραντς, ένας νεαρός μουσικός από τη Νυρεμβέργη, ταξιδεύει στην Κρήτη για επαγγελματικούς λόγους. Οδεύοντας προς τον προορισμό του, από απροσεξία ή από κάποιο άγνωρο σχέδιο της Μοίρας, μια λάθος στροφή θα τον οδηγήσει στην ιστορική Κάντανο των Χανίων. Γίνεται μάρτυρας της κηδείας ενός υπέργηρου Κρητικού, όπου οι ήχοι της λύρας του εγγονού του Σήφη θα μιλήσουν στην ψυχή του και θα γίνουν η αιτία να συνδεθεί απρόσμενα με τους φιλόξενους ντόπιους, αλλά και να γνωρίσει την ιστορία του χωριού.
 
Τον Ιούνιο του 1941, οι Ναζί καταστρέφουν ολοσχερώς την Κάντανο, καίγοντάς τη συθέμελα, ως αντίποινα για τη δολοφονία στρατιωτών τους από τους αντιστασιακούς Κρητικούς, αναγκάζοντας τους επιζώντες κατοίκους της να γίνουν πρόσφυγες στο ίδιο τους το νησί. Αποχωρώντας ηττημένοι αργότερα, θα αφήσουν γραπτές μαρτυρίες της θηριωδίας τους, ενώ σε πείσμα τους οι ντόπιοι θα ξαναχτίσουν το χωριό και τη ζωή τους, μέσα από τις στάχτες της Καντάνου.
 
Το παρελθόν συνδέεται άρρηκτα με το παρόν, η Ιστορία συμβαδίζει με τις προσωπικές ιστορίες, τους έρωτες και τις βεντέτες ενός τόπου αδάμαστου και μοναδικού, φέρνοντας στο φως ανομολόγητα μυστικά, τύψεις, αλλά και την πολυπόθητη εξιλέωση για απάνθρωπα και ατιμώρητα εγκλήματα πολέμου.
 
Ένα μυθιστόρημα γεμάτο φιλία, έρωτα, μουσική, παραδόσεις και Ιστορία, που μας παρασύρει σε ένα αλησμόνητο αναγνωστικό ταξίδι!
 
 
«ΘΑ ΤΗΝ ΕΛΕΓΑΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»
Εκδόσεις: Άνεμος Εκδοτική (2022)
Σελίδες: 358
Τιμή με έκπτωση: 14,40€
 
Υπόθεση οπισθόφυλλου:
 
Νάξος, δεκαετία 1970
Η Αγγελική φεύγει από το νησί της για να σπουδάσει στη Νομική της Αθήνας. Με μια βαλίτσα γεμάτη όνειρα και προσδοκίες, έρχεται στην πρωτεύουσα αποφασισμένη να τα διεκδικήσει. Η Χούντα έχει εκμηδενίσει κάθε αίσθηση ελευθερίας και ανθρωπιάς.
 
Η νεαρή φοιτήτρια παγιδεύεται μέσα στον ανεμοστρόβιλο των γεγονότων και των εξελίξεων που θα καθορίσουν το μέλλον της χώρας. Καλείται να αναμετρηθεί με τον εαυτό της, τις πεποιθήσεις και τις αντοχές της, ενώ ταυτόχρονα παρασύρεται σε έναν έρωτα μεγαλύτερο από τη ζωή, που θα τη στιγματίσει ανεξίτηλα.
 
Ηρακλειά, δεκαετία 1990
Η Σμαράγδα, από παιδί ακόμα, λαχταρά να γίνει καπετάνισσα. Προσηλώνεται στο κυνήγι του ονείρου της και οπλίζεται με υπομονή και αποφασιστικότητα, αγνοώντας τις προκαταλήψεις της εποχής και της οικογένειάς της. Μία απρόσμενη εξέλιξη θα ανατρέψει τα σχέδιά της, ωθώντας τη να αφιερωθεί σε έναν διαφορετικό σκοπό ζωής.
 
Αθήνα, δεκαετία 2020
Η Θαλασσινή, από τη στιγμή της γέννησής της, αντικρίζει τον κόσμο με μια αλλιώτικη ματιά. Διαθέτοντας σπάνια χαρίσματα και ικανότητες, αντιπαλεύει περιορισμούς και δυσκολίες, ενώ διεκδικεί με επιμονή και σθένος όλα όσα ονειρεύεται.
 
Τρεις γενιές αξιοθαύμαστων γυναικών που αρνούνται να συμβιβαστούν με προκαταλήψεις και στερεότυπα, δεν υποτάσσονται στις κοινωνικές προσταγές και μάχονται για τα ιδανικά και τα όνειρά τους με κάθε κόστος.
 
Η χαρισματική συγγραφέας μάς ξεναγεί στην πρόσφατη ιστορία της χώρας μας, στην πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων και στον αέναο μόχθο για την εκπλήρωση των πιο κρυφών πόθων.
 
 
«ΓΙΑΝΚΕΑ»
Εκδόσεις: Άνεμος Εκδοτική (2020)
Σελίδες: 280
Τιμή με έκπτωση: 13,50€
Διαβάστε την κριτική για το βιβλίο στον ακόλουθο σύνδεσμο των «Φίλων της Λογοτεχνίας»:
https://filoithslogotexnias.blogspot.com/2021/03/blog-post_11.html
 
Υπόθεση οπισθόφυλλου:
 
Λιτόχωρο, 1964
Κάτω από τη σκιά του επιβλητικού Ολύμπου, γεννημένος σε μια οικογένεια στιγματισμένη από τον αδελφοκτόνο Εμφύλιο, ο εντεκάχρονος Ανδρέας θα ζήσει από κοντά τον πανηγυρικό εορτασμό των πενήντα χρόνων από την κατάκτηση της κορυφής, ανεβαίνοντας κι εκείνος μαζί με την ορειβατική αποστολή. Επιστρέφοντας θα φέρει μαζί του μικρά λάφυρα για τους αγαπημένους του, με πολυτιμότερο δώρο όλων το αγριολούλουδο Γιάνκεα που φυτρώνει στο βουνό των θεών, για να το προσφέρει στην Κατερίνα, τον πρώτο του έρωτα.
 
Μπορντό Γαλλίας, 2017
Σε ένα τοπίο βγαλμένο σαν από πίνακα, η ζωγράφος Κάρμεν ετοιμάζεται πυρετωδώς για μια έκθεση ζωγραφικής στην Ελλάδα, όπου θα επιστρέψει για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες. Πολλές και επώδυνες οι μνήμες της από τα χρόνια που έζησε εκεί, αφού η ζωή της δεν δρομολογήθηκε από την ίδια, αλλά από τον αυταρχικό πατέρα της που της στέρησε άδικα όσα επιθυμούσε.
 
Οι ήρωές μας, πλαισιωμένοι από φίλους σπάνιους και συναισθήματα που καίνε ασίγαστα, καλούνται να χαράξουν εκ νέου την πορεία τους, κάνοντας τις επιλογές που προστάζει η καρδιά τους και διεκδικώντας όση ευτυχία τους αναλογεί.
 
Ένα καθηλωτικό μυθιστόρημα για τις ανηφοριές, τις επικίνδυνες στροφές και τους γκρεμούς της ζωής, που ελλοχεύουν σε κάθε μας βήμα, αλλά και τις πολύτιμες δεύτερες ευκαιρίες για τη διεκδίκηση της πολυπόθητης ευτυχίας.

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2024

«ΑΣΠΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΚΛΗΣ, Έρωτας και δημοκρατία», παρουσιάζει ο Γιώργος Φυτιλής - Συστήνει η Κλειώ Τσαλαπάτη

     Η «γνωριμία» μου με τον εξαίρετο συγγραφέα Γιώργο Φυτιλή έγινε με  προηγούμενο βιβλίο του με τον τίτλο «Ο μικρός αυτοκράτορας», που κυκλοφορεί από την Άνεμος Εκδοτική. Ευθύς εξαρχής, με μάγεψε ο άρτιος συγγραφικός του λόγος, το καυστικό και πανέξυπνο χιούμορ του και η εντυπωσιακή ικανότητά του να συνδυάζει την ευφάνταστη μυθοπλασία με την πραγματικότητα, δίνοντας άφθονη «τροφή για σκέψη» στον αναγνώστη. Συνεπώς, ήταν ηλίου φαεινότερο για μένα πως ο χαρισματικός συγγραφέας έχει τη σπάνια ικανότητα να συνδέει και να εναρμονίζει την ιστορία του εκάστοτε μυθιστορήματός του με την απτή σύγχρονη καθημερινότητα και όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Αυτό αποδεικνύει πως είναι ένας άνθρωπος ευαίσθητος και με οξεία αντίληψη, που αφουγκράζεται τα προβλήματα και τις παθογένειες της κοινωνίας μας και στοχεύει ώστε, μέσα από το κάθε πόνημά του, να επισημαίνει κάποια πράγματα στον αναγνώστη, προκαλώντας τον να σκεφτεί λίγο περισσότερο από την προφανή ιστορία που του αφηγείται.
          Όταν λοιπόν έφτασε στα χέρια μου το νέο ιστορικό του μυθιστόρημα, η χαρά μου δεν περιγραφόταν, αφενός γιατί η μεγάλη μου αγάπη στη Λογοτεχνία είναι το συγκεκριμένο είδος και, αφετέρου, διότι ήμουν σίγουρη πως το νέο αναγνωστικό μου ταξίδι θα με αποζημίωνε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αφού θα γινόταν μέσα από τη γνωστή και αγαπημένη πένα του συγκεκριμένου συγγραφέα. Οι προσδοκίες μου επαληθεύτηκαν στο έπακρο και το νέο βιβλίο του Γιώργου Φυτιλή είναι ένα μυθιστόρημα που δεν θα πάψω να συστήνω σε συγγενείς, φίλους και γνωστούς μου ως ένα ιστορικό μυθιστόρημα αξιώσεων.
        Ο ταλαντούχος συγγραφέας όχι μόνο έχει κάνει ιστορική έρευνα σε βάθος, ώστε να μπορέσει να αντλήσει όλα τα απαραίτητα ιστορικά στοιχεία για τα υπαρκτά πρόσωπα της εποχής, αλλά τα συνδύασε και με την αστείρευτη φαντασία του για να προσαρμόσει όλες αυτές τις πληροφορίες και τα όποια κενά και ελλείψεις –αφού η Ιστορία έχει αναρίθμητες αναφορές στον Περικλή και τα επιτεύγματά του, αλλά ελάχιστες αναφορές στην αξιόλογη σύντροφο και συνοδοιπόρο του Ασπασία– σε μία μυθιστορηματική πλοκή απόλυτα πιστή στα γεγονότα, μα και απόλυτα κατανοητή κι ελκυστική στον σύγχρονο αναγνώστη. Πέρα από όλα αυτά όμως, ανέδειξε την τότε δεινή θέση της γυναίκας στη δημοκρατική Αθήνα του «χρυσού αιώνα» του Περικλή και τη συνέδεσε με την τωρινή θέση της γυναίκας στη σύγχρονη κοινωνία, η οποία δυστυχώς δεν έχει αλλάξει σημαντικά στο πέρασμα των αιώνων.
        Ευχαριστώ θερμά τον αγαπητό Γιώργο Φυτιλή για την ανταπόκριση στην πρόσκλησή του από τους «Φίλους της Λογοτεχνίας» και για τον χρόνο που διέθεσε ώστε να μας «μιλήσει» ο ίδιος για το νέο συναρπαστικό ιστορικό του μυθιστόρημα «ΑΣΠΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΚΛΗΣ, Έρωτας και δημοκρατία». Του εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία σε όλο το πλούσιο συγγραφικό του έργο, καθώς και στο νέο πόνημά του, και σας προσκαλώ να διαβάσετε όσα μας εκμυστηρεύεται ο συγγραφέας, ώστε να γνωρίσετε κι εσείς λίγο περισσότερο την Ασπασία, τον Περικλή και την πορεία τους στον 5ο αιώνα π.Χ., έναν αιώνα που έμεινε γνωστός στην ανθρωπότητα ως «χρυσός»!
 
    «Η Ιστορία δεν λέει κανένα ψέμα και δεν αποσιωπά καμιά αλήθεια», έγραψε ο Ρωμαίος ρήτορας και ιστορικός Τάκιτος και ο Γάλλος ποιητής και ο πολιτικός Λαμαρτίν σημείωσε πως «η Ιστορία διδάσκει τα πάντα, ακόμα και το μέλλον». Ακολουθώντας τα φιλοσοφικά χνάρια του Τάκιτου και του Λαμαρτίν, ας προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε και, ίσως, να θεραπεύσουμε το ειδεχθέστερο των εγκλημάτων, που στις μέρες μας πήρε τη μορφή μαύρης χιονοστιβάδας: τη δολοφονία της γυναίκας, με βασική αιτία κι αφορμή τη συντροφική ερωτική της σχέση· τη γυναικοκτονία.
    Η Ασπασία κι ο Περικλής ήταν δυο χαρισματικοί άνθρωποι που είχαν βάλει στόχο της ζωής τους ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Με την ειρηνική εξέλιξη της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας και όχι με τη βίαιη κι αιματηρή επανάσταση. Η Ασπασία αγωνίστηκε μέσα απ’ την παιδεία, με πίστη και θυσία του προσωπικού της συμφέροντος, να βγάλει τη γυναίκα απ’ τη «φυλακή» του γυναικωνίτη –με την παλλακίδα του συζύγου στο διπλανό δωμάτιο– και να την τοποθετήσει δίπλα στον άντρα· ελεύθερη, με τα ίδια φυσικά και νομικά δικαιώματα.
    Ο Περικλής, με πράξεις και ρητορικούς λόγους, αγωνίστηκε να διδάξει στους Αθηναίους τους βασικούς κανόνες της δημοκρατίας. Το πολίτευμα που απελευθερώνει τη ζωτικότητα και δημιουργικότητα του πολίτη, χωρίς διακρίσεις και προαπαιτούμενα. Το πολίτευμα που διδάσκει την πολιτική ισότητα και σέβεται τη φυσική ισότητα. Σε κάθε δικαίωμα του ανθρώπου αντιστοιχούν μία ή περισσότερες υποχρεώσεις και σε κάθε υποχρέωση αντιστοιχούν ένα ή περισσότερα δικαιώματα.
    Η Ασπασία εγκατέλειψε την κοινωνική ζωή της εταίρας, με τα γλέντια από συμπόσιο σε συμπόσιο –που καμιά Αθηναία γυναίκα σύζυγος δεν απόλαυσε– και υποθήκευσε στην ανδρική πολιτική εξουσία την προσωπική της ελευθερία. Απαρνήθηκε τα πλούσια εισοδήματα της εταίρας και την ευχέρεια να επιλέγει τον ερωτικό της σύντροφο κάθε φορά που πήγαινε σε συμπόσιο αντρών· κάθε φορά που πήγαινε στο θέατρο.
    Όταν συναντήθηκαν οι δυο τους, Περικλής και Ασπασία, έκαναν τη μεγαλύτερη αλλαγή –ίσως και ειρηνική επανάσταση– που μπορούσαν να κάνουν δυο άνθρωποι: άλλαξαν τον εαυτό τους. Μέσα στον «ωκεανό» της ανδροκρατούμενης και φαλλοκρατικής Αθήνας του 5ου αιώνα π.Χ., δημιούργησαν μία μοναδική «νησίδα μονογαμικής, συντροφικής, ερωτικής σχέσης. Μια σχέση που την προστάτευε ο θεός Έρωτας και την οδηγούσαν τα πλούσια συναισθήματα και η δημοκρατική λογική.
    Το μοναδικό παιδί που γέννησαν, το ανάθρεψαν και το διαπαιδαγώγησαν σ’ ένα περιβάλλον οικογενειακής ισορροπίας. Σ’ ένα περιβάλλον όπου οι δυο γονείς ζούσαν την κάθε ώρα τα θετικά συναισθήματα της ισορροπημένης, συντροφικής, ερωτικής σχέσης. Μεγάλωσε το παιδί τους, παρακολούθησε μαθήματα δίπλα σε γνωστούς δάσκαλους και εκλέχτηκε στρατηγός.
    Τα δυο παιδιά του Περικλή –απ’ τον πρώτο και ταραγμένο γάμο του, που έγινε με τους κανόνες της κοινωνικής επιταγής κι όχι με τους κανόνες της αγάπης– μεγάλωσαν με ψυχολογικά προβλήματα και συνέχεια μάλωναν με τον πατέρα τους. Ο Αλκιβιάδης, που ήταν ξάδελφός τους, έλεγε δημόσια πως τα παιδιά του Περικλή ήταν βλάκες!
    Οι Αθηναίοι άντρες, που βίωναν την πλούσια ερωτική ζωή –με σύζυγο, παλλακίδες, εταίρες και αυλητρίδες–, εναντιώθηκαν στο ανατρεπτικό «φαινόμενο» Ασπασίας και Περικλή. Επαναστάτησαν, επειδή κινδύνευαν τα αντρικά τους προνόμια. Με μπροστάρηδες τους ποιητές της πολιτικής κωμωδίας –καλύτερα, της σατιρικής κωμωδίας– λοιδόρησαν τους δυο ευτυχισμένους ερωτευμένους, τους χλεύασαν, τους έβρισαν και τους περιγέλασαν· μη χάσουν οι ίδιοι τα προνόμια…
    Οι ερωτευμένοι Ασπασία και Περικλής είχαν τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη κι αφοσίωση ο ένας για τον άλλον που οι βρισιές και οι χλευασμοί, απλά, γιγάντωναν την κοινή αυτοπεποίθησή τους. Ποτέ δεν κατέθεσαν μήνυση σε βάρος των υβριστών τους, ποτέ δεν απάντησαν στις ύβρεις –ακόμα κι όταν κατονόμαζαν πόρνη την Ασπασία και νόθο το παιδί τους– και ποτέ δεν άλλαξαν τη ζωή τους. Χαμογελούσαν ο ένας στον άλλον και ζούσαν την ευτυχία της ισορροπημένης συντροφικής σχέσης.
    Οι φαλλοκράτες άντρες της Αθήνας έφτασαν στο ακρότατο σημείο ηθικής πτώσης όταν έστειλαν την Ασπασία –την πρώτη γυναίκα στην Ιστορία– στο δικαστήριο με την πλαστή κατηγορία της αθεΐας. Κι εκεί φανερώθηκε το μεγαλείο της ισορροπημένης συντροφικής ερωτικής σχέσης τους. Ο Περικλής, ο άντρας που αντιμετώπισε με θάρρος και γενναιότητα τον θάνατο σε πολεμικές μάχες σώμα με σώμα και πάλεψε ψύχραιμα με θανατερές ίντριγκες και συνομωσίες πολιτικών αντιπάλων, λύγισε. Όταν σκέφτηκε πως θα μείνει μόνος στη ζωή, χωρίς την Ασπασία, ένα δάκρυ ξέφυγε απ’ την ψυχή του. Λύγισε ο άντρας σύντροφος και με τρεμάμενη φωνή απάντησε στους δικαστές: «Αν σκοτώσετε την Ασπασία, γιατί αυτή θα είναι η δικαστική σας απόφαση, θα την ακολουθήσω στον θάνατο…»
    Η ιστορία της Ασπασίας και του Περικλή διδάσκει μια πανανθρώπινη αλήθεια, που ποτέ δεν διαψεύστηκε και, ίσως, ποτέ δεν θα διαψευστεί. Η ανισόρροπη συντροφική και ερωτική σχέση των δύο συντρόφων είναι το χειρότερο περιβάλλον για να γεννηθεί, να μεγαλώσει και να διαπαιδαγωγηθεί ένα παιδί. Είναι το χειρότερο περιβάλλον για τους δύο συντρόφους και γεννάει εγωισμούς, αντιπαραθέσεις, αντιπαλότητες, μαλώματα, μίσος και θανατερές πράξεις. Γεννάει τη δολοφονία της γυναίκας, που έχει σαν βασική αιτία κι αφορμή τη συντροφική ερωτική σχέση: τη γυναικοκτονία.
    Οι δυο σύντροφοι μοιράζονται στα ίσα τα κέρδη αν έχουν ισορροπημένη συντροφική ερωτική σχέση. Αυτοί βιώνουν το μεγαλείο της αγάπης και τα παιδιά έχουν ζωντανές ελπίδες και ανοιχτούς δρόμους για να πορευτούν τα όνειρά τους. Όταν προκύψουν οι «ζημιές» της ανισόρροπης συντροφικής ερωτικής σχέσης, αυτές μοιράζονται άνισα. Η γυναίκα μπαίνει στον τάφο, ο άντρας στη φυλακή και τα παιδιά πορεύονται στην ορφάνια· με ψαλιδισμένες ελπίδες και κλειστούς δρόμους για τα όνειρά τους.
 
Γιώργος Α. Φυτιλής
 
Βιογραφικό Γιώργου Φυτιλή:
 
Γεννήθηκα στα χαμηλώματα των Πιερίων και μέσα σε μια στάνη. Ήταν άνοιξη του 1946.
Τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια τα πέρασα στο Πολύκαστρο του Κιλκίς, όπου τέλειωσα και το Γυμνάσιο.
Σπούδασα Πολιτικές και Οικονομικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και παρακολούθησα –με υποτροφία του συμβουλίου της Ευρώπης– σεμινάρια Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου.
Είμαι πατέρας δύο παιδιών και ζω μόνιμα σε μια γραφική κωμόπολη του δήμου Θερμαϊκού. Τιμήθηκα με βραβείο της ΧΕΝ για το μυθιστόρημά μου «Κι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο», των εκδόσεων Αιγαίο της Θεσσαλονίκης. Είμαι τακτικό μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
 
Εργογραφία:
«Κι ο θεός έπλασε τον άνθρωπο», μυθιστόρημα, εκδόσεις Αιγαίο, 1990.
«Οι αγωνιστές», διήγημα, εκδόσεις Αιγαίο, 1991.
«Ο άσωτος πολίτης», μυθιστόρημα, εκδόσεις Αιγαίο, 1992.
«Η λαλιά των Σαρακατσάνων», μελέτη, εκδόσεις Αγωνιστής, α΄ έκδοση 1995 & β΄ έκδοση 2013.
«Το μικρό βοσκόπουλο», παραμύθι, εκδόσεις Αγωνιστής, 1996.
«Αύγουστος και Ιουλία», μυθιστόρημα, εκδόσεις Αστάρτη, 2000.
«Άρωμα από τριαντάφυλλα», μυθιστόρημα, εκδόσεις Αστάρτη, 2001.
«Τα παιδιά απ’ τον πλανήτη Ιγκάρρετ», παιδικό, εκδόσεις Λογοσοφία, 2007.
«Πέντε εκατομμύρια για να μ’ αγαπάς», μυθιστόρημα, εκδόσεις Ν. Σ. Μπατσιούλας, 2008.
«Μάρα, η κυρία της Βιέννης», μυθιστόρημα, εκδόσεις Ν. Σ. Μπατσιούλας, 2009.
«Ο μικρός αυτοκράτορας», μυθιστόρημα, Άνεμος εκδοτική, 2021.
«Το στοίχημα της ζωής μου», μυθιστόρημα, εκδόσεις Ανάτυπο, 2022.
«Τα παραμύθια της στάνης», παραμύθι, Σύλλογος Σαρακατσαναίων Θεσσαλονίκης, 2022.
«Η Τρισεύγενη», παραμύθι, Σύλλογος Σαρακατσαναίων Θεσσαλονίκης, 2023.
 
Επικοινωνία με τον συγγραφέα: g.fytilis@gmail.com
 
Επιλεγμένη βιβλιογραφία συγγραφέα:
 
«ΑΣΠΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΚΛΗΣ, Έρωτας και δημοκρατία», του Γιώργου Φυτιλή
Εκδόσεις: Άνεμος (2024)
Σελίδες: 312
Τιμή με έκπτωση: 15,48€
Διαβάστε την προδημοσίευση αποσπάσματος στον ακόλουθο σύνδεσμο:
https://filoithslogotexnias.blogspot.com/2024/05/blog-post_24.html
 
Υπόθεση Οπισθόφυλλου:
 
Στην ανδροκρατούμενη κοινωνία της Αθήνας του 5ου αιώνα π. Χ. η μόρφωση, η εκπαίδευση και η δημόσια ζωή της πόλης είναι αποκλειστικά προνόμια των αντρών. Η νεαρή Ασπασία εγκαταλείπει τη γενέτειρά της Μίλητο και επιλέγει τη ζωή της εταίρας για να επιτύχει τον μοναδικό σκοπό της: να ιδρύσει σχολή για γυναίκες, διδάσκοντάς τους τη ρητορική και σοφιστεία, αλλά και την τέχνη της εταίρας.
Έχοντας ως «όπλα» την καθηλωτική ομορφιά της, την αξεπέραστη πνευματική δύναμη και τις διδαχές του δασκάλου της Απολλώνιου, η Ασπασία κατορθώνει να «σκλαβώσει» κορυφαίους πολιτικούς και οι φιλόσοφοι να μιλούν για εκείνη εγκωμιαστικά. Ο Σωκράτης την επισκέπτεται με τους μαθητές του και οι επιφανείς Αθηναίοι που τη γνωρίζουν στέλνουν εντυπωσιασμένοι τις γυναίκες τους για να την ακούσουν. Όμως η επαναστατική δημόσια συμπεριφορά της Ασπασίας, όπως και το κοφτερό μυαλό της, γίνονται αιτία να απειληθούν τα αντρικά προνόμια. Κατηγορείται για ασέβεια προς τους θεούς και οδηγείται σε δίκη, με προβλεπόμενη ποινή τον θάνατο. 
Ο πολιτικός, ρήτορας και στρατηγός Περικλής θέτει τις βάσεις για να αλλάξει η Αθηναϊκή κοινωνία. Βάζει τους άριστους του Πνεύματος και της Τέχνης πάνω απ’ την αριστοκρατία του πλούτου και της καταγωγής. Σύντροφος και συνομιλήτριά του είναι η Ασπασία, σε μια εποχή που έμεινε γνωστή ως «ο χρυσός αιώνας του Περικλή».
 
«Ο ΜΙΚΡΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ», του Γιώργου Φυτιλή
Εκδόσεις: Άνεμος (2021)
Σελίδες: 478
Τιμή με έκπτωση: 15,60€
Διαβάστε την κριτική για το βιβλίο στον ακόλουθο σύνδεσμο:
https://filoithslogotexnias.blogspot.com/2022/03/blog-post.html
 
Υπόθεση Οπισθόφυλλου:
 
Στη σύγχρονη χώρα των «χιλίων σοφών», ο Αγαθοκλής Πευκοβελόνας αποφασίζει να αφήσει τη βολεμένη ζωή του, αφού δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τη διαπλοκή, τη διαφθορά, τη δημαγωγία και την υποκρισία που τον κυκλώνουν από παντού.
Συνειδητοποιεί πως η μόνη ζωή που του αρμόζει πλέον είναι αυτή των άστεγων, όσο σκληρή και αδιανόητη κι αν φαίνεται για έναν άνθρωπο του ήθους και του πολιτισμού του. Εγκαταλείπει τη σύζυγο, τα τέσσερα ενήλικα παιδιά του –εκ των οποίων μόνο κάποια είναι δικά του– και την υποβιβασμένη ανώτερη θέση του στο Δημόσιο, όπου δεν αναγνωρίζεται η αδιαπραγμάτευτη εντιμότητά του.
Στους λίγους μήνες που περνά ως απόκληρος της κοινωνίας, διαπιστώνει πως η προδοσία παίρνει πολλές μορφές, οι οικογενειακοί και φιλικοί δεσμοί ενίοτε λύνονται με συνοπτικές διαδικασίες, οι πρώτες αγάπες δεν σβήνουν ποτέ και για την επιβίωση στον σκληρό και ανελέητο κόσμο –όταν δεν υπάρχει άλλη διέξοδος– ως μοναδική λύση φαντάζει ένας αδίστακτος ψεύτης, κλέφτης και υποκριτής· ένας ταλαντούχος «μικρός αυτοκράτορας»… Είναι, όμως, πράγματι έτσι;
 
Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα αξιώσεων, εμπνευσμένο από τη ζωή, που καθηλώνει με την ευρηματική πλοκή, το αστείρευτο και καυστικό χιούμορ, το γνήσιο συναίσθημα και την πηγαία συγκίνηση.