Εκδόσεις:
Μεταίχμιο
Σελίδες:
464 & Τιμή: 16,60 €
Ημερομηνία
Κυκλοφορίας: 8/6/2017
Συχνά ισχύει αυτό που λένε: «η πρώτη εντύπωση είναι και η σωστότερη».
Στην περίπτωση της αγαπητής κ. Ρούσσου και του συγγραφικού της έργου αυτό ισχύει
απόλυτα. Το πρώτο της βιβλίο, με τίτλο «Ντουλμπέρα»
που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, με μάγεψε από τον τίτλο του ακόμα, στη
συνέχεια από το αρχοντικό (καθόλου τυχαία η επιλογή της λέξης) εξώφυλλο και, κατόπιν,
από το μοναδικό, αλησμόνητο περιεχόμενό του. Ένα βιβλίο-ποταμός με μοναδική,
ιδιαίτερη γραφή, υπόθεση συναρπαστική και την συγγραφέα του να "λάμπει" κυριολεκτικά μέσα από
το πρώτο της κιόλας πόνημα. Η εντύπωσή μου ενισχύθηκε και επιβεβαιώθηκε καθώς
γνώρισα από κοντά σε λίγο καιρό την κ. Χριστίνα Ρούσσου, όταν μου ζητήθηκε να
μιλήσω για το βιβλίο της σε μία από τις παρουσιάσεις του στην Αθήνα. Η τιμή και
η χαρά ήταν τεράστια και η πεποίθησή μου ότι και η ίδια η συγγραφέας είναι μία "ντουλμπέρα"
έγινε πλέον βεβαιότητα. Είμαι, επομένως, εξαιρετικά ευγνώμων για το γεγονός ότι
φιλοξενώ στους «Φίλους Της Λογοτεχνίας» ένα εκτενές και πολύ αντιπροσωπευτικό
απόσπασμα από το νέο βιβλίο της εξαίρετης συγγραφέως που θα κυκλοφορήσει εντός
των ημερών από τις εκδόσεις Μεταίχμιο με τίτλο «Στα Πέρατα Της Αντοχής». Ευχαριστώ θερμά τις εκδόσεις για
την παραχώρησή του και την εμπιστοσύνη τους, εύχομαι ολόψυχα στην αγαπητή κ. Ρούσσου
καλή επιτυχία και σε αυτό το βιβλίο της και σας προσκαλώ να διαβάσετε ένα μικρό
δείγμα ενός μεγάλου συγγραφικού ταλέντου!
Απόσπασμα:
Απόσπασμα:
Νάουσα, Ιούνιος 1896
Ο αποχαιρετισμός
Στην αυλή του Γιώργη Μακρή είχαν
μαζευτεί συγγενείς και γείτονες για τον αποχαιρετισμό. Ένα μεγάλο βαένι γεμάτο
ξινόμαυρο κρασί απ’ την περσινή χρονιά είχε τοποθετηθεί σε μια μεριά, και οι
γυναίκες πηγαινοέρχονταν με τους δίσκους γεμάτους πίτες και σιροπιαστές
κολοκυθένιες κόρες. Τους σκοπούς απ’ το βιολί, το σαντούρι και τον νταϊρέ
συνόδευαν οι ήχοι των ποτηριών που τσούγκριζαν και οι ευχές που έβγαιναν απ’ τα
στόματα. Στο γλέντι μπήκε ο ζουρνατζής και το νταούλι. Ναουσαίοι απ’ άλλους
μαχαλάδες που άκουσαν τα όργανα να παίζουν κατέφθασαν στο σπίτι του Μακρή. Ο
κόσμος είχε πλημμυρίσει την αυλή και έφτανε μέχρι έξω, στο πετρόστρωτο
καλντερίμι.
Απ’ το δίπλα σπίτι η δούλα έφερε δυο
μεγάλα ταψιά με σάμαλι.
«Κέρασμα απ’ τον αφέντη μου για το
καλό» είπε στη Λισαβούδα.
Ο Γιώργης πρόσταξε τα όργανα να
παίξουν τον σκοπό που ήξερε ότι άρεσε στον γείτονά του και πριν ξεκινήσουν
φώναξε:
«Οσμάν αγά, κόπιασε να σε φιλέψω».
Εκείνη τη στιγμή, το βραδινό καρακόλι
από τέσσερις ζαπτιέδες πέρασε για να ελέγξει τη συγκέντρωση, αν και απ’ τους
απογευματινούς είχαν μάθει για το γλέντι του Μακρή. Κεράστηκαν ρακί, πήραν από
ένα κομμάτι πίτα και ευχήθηκαν. Μόλις είδαν τον Οσμάν αγά με τους δυο γιους του
να πλησιάζουν, στάθηκαν να τον χαιρετήσουν με σεβασμό και ξαναβγήκαν στο καλντερίμι,
να συνεχίσουν την περιπολία.
Το γλέντι καλά κρατούσε και οι ευχές
δεν σταμάτησαν λεπτό. «Καλό δρόμο», «καλή προκοπή», «άντε με το καλό να
γυρίσετε πίσω με παράδες». Και δώσ’ του η Λισαβούδα να σκουπίζει τα μάτια, και
ο Γιώργης να κατεβάζει μεμιάς το κρασί απ’ το ποτήρι. Τα δυο αδέρφια, ο
Αχιλλέας και ο Νίκος, δέχονταν τις ευχές και τα χέρια που τους άρπαζαν να τους
μπάσουν στον χορό. Κι όταν ένας απ’ τους δυο χόρευε πρώτος, η μάνα σταματούσε
το τρεχαλητό, στεκόταν να καμαρώσει το παιδί και να μουρμουρίσει για τη συμφορά
που τους είχε βρει.
«Αχ! Το κακό που δα μι φύγουν δα μας
φέρει το καλό! Γένονται αυτά; Από κακό να δεις καλό;»
Ό,τι και να έλεγε, η μεγάλη απόφαση
είχε παρθεί.
Η ζωή στην υποδουλωμένη Νιάουστα
–Αγκουστό την έλεγαν οι Τουρκαλάδες μα ποτέ οι Έλληνες– ήταν δύσκολη για όσους
δεν ανήκαν στις εύπορες τάξεις της πόλης. Παρόλο που ήταν κάτω απ’ τον τούρκικο
ζυγό, η πόλη με τα πολλά νερά έχαιρε προνομίων και είχε καταφέρει να αναπτυχθεί
οικονομικά: το κρασί της ήταν ανέκαθεν ξακουστό· τα ασήμια και οι πάλες, τα
κυρτά σπαθιά, όπως και τα πρωτοποριακά καριοφίλια με τη μακριά κάννη ήταν
περίφημα· επίσης φημισμένες ήταν οι πετσέτες, τα προσόψια, που παρήγαγαν
βιοτεχνίες, και τα σαγιάκια, οι μάλλινες κάπες. Το ολοκαύτωμα του 1822 την
ερήμωσε, αλλά ύστερα από μερικές δεκαετίες αναγεννήθηκε απ’ τις στάχτες της και
μετά το 1874 άνθισε και πάλι και έφτασε να τη λένε «Μάντσεστερ των Βαλκανίων».
Ο πατέρας και ο παππούς στην
οικογένεια Μακρή ένα πράγμα είχαν μάθει να κάνουν – κρασί, που οι έμποροι το
αγόραζαν για να το πάνε σε άλλους τόπους. Αυτό έμαθαν και τα δυο αδέρφια, το
φημισμένο ξινόμαυρο κρασί Νιάουστας, που «το κουβαλάς με το μαντίλι». Μα οι
δουλειές δεν πήγαιναν καλά, τι να βγάλουν από δυο μικρά αμπέλια; Μόλις που
κάλυπτε η οικογένεια τα έξοδά της κάθε χρόνο. Και να ’ταν μόνο αυτό,
αισθάνονταν ανασφάλεια στον τόπο τους. Η Μακεδονία, όπως και άλλα μέρη της
Βόρειας Ελλάδας, δεν είχαν ελευθερωθεί ακόμη. Οι Βούλγαροι, στην προσπάθεια να
εκβουλγαρίσουν τους κατοίκους της Μακεδονίας, έκαναν επιδρομές, λεηλατούσαν,
έσφαζαν, έκαιγαν σπίτια, άρπαζαν κοπάδια, κατέστρεφαν τις καλλιέργειες, ρήμαζαν
τον τόπο.
Παρ’ όλη την οικονομική ανάπτυξη, ο
πολύς ο κόσμος δεν είχε παράδες, αντίθετα με τους ολίγους, τους πλούσιους
βιομηχάνους και τσιφλικάδες της περιοχής. Ή θα δούλευαν εργάτες στα εργοστάσια
ή για λογαριασμό των μεγάλων γαιοκτημόνων. Και όσοι απ’ αυτούς είχαν χωράφια
ήταν μικρά, οπότε μικρή και η παραγωγή των καρπών. Οι έμποροι συχνά τους
κορόιδευαν ή τους άφηναν απλήρωτους, και οι φόροι στους κατακτητές τους
γονάτιζαν. Και πόσες φορές να σηκώσουν κεφάλι από τη ζημιά; Την προηγούμενη
χρονιά είχε πέσει και αρρώστια στ’ αμπέλια, φυλλοξήρα.
Έτσι ο Αχιλλέας με τον αδερφό του τον
Νίκο, επηρεασμένοι από τα γράμματα του ξαδέρφου τους Στάθη Μακρή, που τέσσερα
χρόνια πριν είχε μεταναστεύσει στην Αμερική, πήραν την απόφαση. Ο πατέρας, αφού
πρώτα έδωσε τη συγκατάθεσή του, με πόνο ψυχής πούλησε το ένα απ’ τα δύο αμπέλια
και τους εξασφάλισε τα λεφτά για το μεγάλο ταξίδι.
«Ντέφι να γένει, ας πάει και το
παλιάμπελο, αν είναι να κάνουν προκοπή τα πιντιά μου, δεν με νοιάζει τι δα πει
ο κόσμος. Δα πάω να δουλέψω στον Μπουτάρη που οι δουλειές του έχουν μεγαλώσει
και με ζήτηξε. Και κει κρασί δα φτιάχνω».
Πουλήθηκε γρήγορα το αμπέλι και στο
σπίτι έπεσε μεγάλο πένθος. Η Λισαβούδα μέρα νύχτα βαλάντωνε στο κλάμα που θα
της έφευγαν τα παιδιά, που δεν θα γλίτωναν απ’ το «ου» του κόσμου και θα
έμπαιναν στα στόματά τους.
«Λέλε, ταξιράτι που μας βρήκεν!
Χάνουμε τα πιντιά, χάσαμε του αμπέλι, δα μας μείνει και στου ράφι το κορίτσι
χουρίς προίκα, δα μας κουτσομπολεύει κι όλη η Νιάουστα για του χάλι μας. Αχ!
Πώς δα βγω, μπρε, στην εκκλησιά;»
Η αδερφή τους είχε γεννηθεί στα
ξαφνικά, όταν η Λισαβούδα νόμιζε ότι της σταμάτησαν τα μηνιάτικα. Την αγαπούσαν
και είχαν στον νου τους τ’ αδέρφια το σουγκάρι τους, το στερνοπαίδι τους.
Έταξαν στον πατέρα ότι με το πρώτο κομπόδεμα που θα αποκτούσαν θα της έκαναν
την προίκα.
«Έξι χρονών είναι. Σε εννιά δέκα
χρόνια δα έχουμε έτοιμη την προίκα της βουνιάς, Λισαβούδα. Το είπαν τα πιντιά.
Ας φύγουν να γλιτώσουν απ’ τους πολέμους τουλάχιστον» παρηγορούσε τη γυναίκα
του ο Γιώργης, που απ’ όταν γεννήθηκε η κόρη του ούτε μια φορά δεν τη φώναξε με
τ’ όνομά της. Βουνιά την ανέβαζε, βουνιά την κατέβαζε, όπως και οι περισσότεροι
πατεράδες τις κόρες τους εκείνη την εποχή. Είχε δύο παιδιά ευτυχώς και μια
βουνιά δυστυχώς γι’ αυτόν.
Ο Οσμάν αγάς, πριν αποχωρήσει απ’ το
γλέντι, πήρε παρακεί τον Γιώργη.
«Θέλω να μ’ επιτρέψεις να σε δώκω ένα
δώρο για τα πιντιά. Είκοσι χρυσές για το ταξίδι» και έβαλε το χέρι στην τσέπη.
Ο Γιώργης με μια κίνηση τον σταμάτησε.
«Οσμάν, ξέρω ότι τα αγαπάς τα πιντιά
μου, αλλά δεν δα τις πάρω. Φτάνει το σάμαλι».
Κοιτάχτηκαν οι δυο άντρες και
συνεννοήθηκαν με τα μάτια. Δεν παρεξήγησε την άρνηση ο Οσμάν. Ήξερε καλά τον
Γιώργη. Μαζί μεγάλωσαν, σχεδόν σαν αδέρφια. Πολλές φορές έτρωγαν παρέα, πότε
στο σπίτι του ενός πότε στου άλλου. Υπήρχε όμως απαράβατος νόμος τιμής για τους
Ναουσαίους: «Δα τους κεράσουμε δα μας κεράσουν, αμά παράδες αδούλευτους από
Τούρκο δεν παίρνουμε ποτέ».
Το γλέντι του αποχωρισμού κράτησε
μέχρι τα χαράματα. Ο Γιώργης, ζαλισμένος απ’ την πίκρα και το κρασί, πρόσταξε
τα όργανα να παίξουν το στερνό τραγούδι.
«Άιντε, μαρή Λισαβούδα, άιντε να
ακούσουν τα πιντιά τη φωνή σου πριν μας αφήκουν».
Ο ζουρνάς ξεκίνησε να κελαηδάει τον
πόνο, και η γυναίκα στάθηκε στη μέση της αυλής ρίχνοντας τα μάτια καταγής.
Τραγουδιστό το παράπονο βγήκε απ’ τα χείλη της, σκόρπισε και ακούμπησε στις
ψυχές όλων, χώθηκε μέχρι και στων ανδρών των σκληροτράχηλων.
Άστρια
μου χαμπηλώσατε, σύννιφα κατιβήτι,
να
ιδήτι τουν ξιχουρισμό κι πάλι ν’ ανιβήτι.
Χουρίζει
η μάνα του πιδί και του πιδί τη μάνα.
Στουν
τόπου που χουρίζουνταν χουρτάρι δε φυτρώνει.
Τα
έρημα τα ξένα ν’ ανάψουν να καγούν,
πάνουν
τα παλικάρια κι ουπίσου δε γυρνούν.
Αέρας
τα κουνάει τα πλατανόφυλλα,
Θεός
να τα φυλάει τα Ελληνόπουλα.
Σαν τέλεψε, σήκωσε τα μάτια και τ’
άφησε υγρά να χαϊδέψουν τα παλικάρια της. Την ευλαβική σιωπή διέκοψε το νταούλι
που χτύπησε πέντε φορές, μια για κάθε εκατό χρόνια σκλαβιάς και οι
οργανοπαίχτες ξεκίνησαν να παίζουν πατινάδα. Όλοι οι παρευρισκόμενοι συνόδεψαν
τα δυο αδέρφια έξω στο καλντερίμι που περίμενε το κάρο. Στο κατώφλι, στάθηκαν
μπροστά στη μάνα. Αυτή τους σταύρωσε, και έδωσε το χέρι της να το φιλήσουν.
Οξύς πόνος έγινε η ανάγκη να αρπάξει τα σπλάχνα της στην αγκαλιά της, να τα
σφίξει με όλη της τη δύναμη, να χορτάσει τη μυρουδιά τους. Δίπλα, ο άντρας της
την αγριοκοίταξε. Κράτησε λίγο παραπάνω, όσο πρόφτασε, τα χέρια τους, πριν τα
δώσουν στον πατέρα. Αυτός σοβαρός τα κράτησε, τους άφησε να φιλήσουν το δικό
του κι έπειτα σκαρφάλωσαν στην καρότσα. Ανέβηκε μπροστά ο Γιώργης και πρόσταξε
με τα χαλινάρια το γέρικο άλογο να ξεκινήσει.
«Μη γυρίσετε πίσω τα κεφάλια, είναι
γρουσουζιά» ορμήνεψε τους γιους του.
Η μουσική σταμάτησε και επικράτησε
απόλυτη σιγή. Η Λισαβούδα, με χείλη άσπρα απ’ το σφίξιμο, κρατώντας μια κανάτα
νερό, άρχισε με το δεξί χέρι να σταυρώνει τα παιδιά της και μετά έριξε το νερό
στο κατηφορικό καλντερίμι.
«Να είναι καθαροί οι δρόμοι σας για να
ξαναγυρίσιτι, χουρίς ιμπόδια» κατόρθωσε να πει πριν την πιάσουν τα κλάματα.
Τα δυο αδέρφια κοιτάχτηκαν στα μάτια.
Ο μικρότερος, ο Νίκος, έφερε το πρόσωπο κοντά στου Αχιλλέα.
«Λες να ξαναδούμε τη μάνα;… Κλαίει…
Θέλω να τη δω ακόμα μια φορά…» ψιθύρισε, με φωνή που ακούστηκε περισσότερο σαν
λυγμός.
Ο μεγάλος αδερφός έριξε πρώτα μια
ματιά να σιγουρευτεί ότι ο πατέρας δεν τους άκουγε και έπιασε το χέρι του Νίκου
με δύναμη.
«Μη γυρίσεις το κεφάλι πίσω. Θα τα
καταφέρουμε. Είμαστε δυο, μαζί». Κι αυτός με δυσκολία κράτησε τόσο σταθερή τη
φωνή του. Το σπαραχτικό κλάμα της μάνας τους μαστίγωνε τις αντοχές του. Ήθελε
να δώσει ένα σάλτο και να κατέβει απ’ την καρότσα. Είχε μαζέψει πολλά η ψυχή
του. Η αγωνία για το μεγάλο ταξίδι σαν πυρωμένο σίδερο τρύπωνε και τον έκαιγε.
Τα τελευταία βράδια ο ύπνος δεν τον έπαιρνε. Καθόταν μέσα στο σκοτάδι,
συλλογιζόταν τη μάνα, τον πατέρα, τη Λέγκω, τη φτώχεια, τ’ αμπέλι που
πουλήθηκε, τον τρύγο, και λύγιζε.
Κοίταξε τον αδερφό του, που είχε
κλείσει τα μάτια.
«Άνοιξέ τα και κοίτα μπροστά» τον
πρόσταξε σχεδόν άγρια και στύλωσε τα δικά του ευθεία.
Το κάρο, με οδηγό τον αμίλητο πατέρα,
κατέβαινε τα κατηφορικά πέτρινα καλντερίμια και τα αδέρφια ρουφούσαν την εικόνα
της πόλης, που δεν ήξεραν πότε θα την ξανάβλεπαν. Πέρασαν απ’ την πέτρινη
γέφυρα και η αχνάδα του ορμητικού νερού από κάτω τούς δρόσισε τα πρόσωπα. Τα
δεκάδες μπατάνια και οι μύλοι, στις όχθες δεξιά και αριστερά του, είχαν αρχίσει
να βογκάνε.
Άκουσαν τις σειρήνες των εργοστασίων
και σκέφτηκαν ότι ήταν έξι παρά τέταρτο. Κάθε τόσο, από τις ξύλινες πόρτες των
σπιτιών, έβγαιναν άντρες, γυναίκες και παιδιά. Πιλαλούσαν για να μπουν στα
εργοστάσια και να πιάσουν δουλειά. Ο ήχος απ’ τα εκατοντάδες πατήματα των
ξύλινων τσόκαρων πάνω στην πέτρα έφτανε να γίνεται θόρυβος. Τα δυο αδέρφια
απάντησαν σε βιαστικές καλημέρες και ευχές από γνωστούς.
Πριν πάρουν τη μεγάλη κατηφόρα, στην
άκρη της πόλης, ο πατέρας σταμάτησε το κάρο και τους πρόσταξε:
«Για ιδιέστε μια φορά το Βέρμιο για να
το πάρετε μαζί σας και να μην το ξεχάσ’τε».
Γύρισαν το βλέμμα τους τα παλικάρια. Μιαν
ανάσα απ’ τη Νιάουστα, το βουνό στεκόταν μεγαλόπρεπο και την αγκάλιαζε
προστατευτικά. Η πυκνή βλάστηση έφτανε μέχρι χαμηλά, γινόταν ένα με την πόλη. Η
ανατολή είχε ρίξει το φως της πάνω του, κάνοντας την Ντούρλια, την κορυφή, να
λαμπυρίζει. Την ήσυχη εικόνα τάραζε το βουητό των ορμητικών νερών της Αράπιτσας
που έπεφταν απ’ τον βράχο κάτω στον καταπράσινο κάμπο.
Έφτασαν στον σιδηροδρομικό σταθμό
χωρίς να μιλήσει ξανά κανείς. Ο πατέρας στάθηκε πρώτα μπροστά στον Αχιλλέα.
«Καλή προκοπή και τίμια. Να προσέχεις
τον αδερφό σου» ορμήνεψε και τον έσφιξε για δευτερόλεπτα στην αγκαλιά του.
Μετά, γύρισε στον Νίκο. «Δίπλα του να είσαι. Να τον ακούς. Και να μην είσαι
αψύς. Δύναμη είναι να κρατάς τη δύναμή σου. Να το θυμάσαι». Τον έσφιξε κι αυτόν
φευγαλέα και χωρίς άλλη κουβέντα, γύρισε την πλάτη και κίνησε για το κάρο. Το
οδήγησε λίγα μέτρα πιο πέρα, και όταν σιγουρεύτηκε ότι δεν μπορούσε κανείς να
τον δει, κατέβηκε και στάθηκε πίσω από κάτι αγριάδες. Έμεινε εκεί και άφησε τα
μάτια του νοτισμένα να κοιτάνε τα δυο του παλικάρια. Μετά από ώρα τα είδε να
ανεβαίνουν στο τρένο και στάθηκε ακίνητος μέχρι που ο καπνός απ’ τη μηχανή
διαλύθηκε στον ουρανό. Τότε ανέβηκε στο κάρο και κίνησε για το αμπέλι. Πέρασε
όλη τη μέρα εκεί, ώσπου νύχτωσε, και πριν ξεκινήσει για το σπίτι, έριξε άφθονο
νερό στο πρόσωπο για να διώξει την αλμύρα του αποχωρισμού.
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου:
«Λίγο
πριν το ξεκίνημα του 20ού αιώνα τα αδέρφια Μακρή, ο Αχιλλέας και ο Νίκος, από
τη Νάουσα της τουρκοκρατούμενης ακόμα Μακεδονίας, φτάνουν στα πέρατα του
κόσμου, στην Αμερική, κυνηγώντας μια καλύτερη ζωή. Στο ταξίδι τους θα
συναντήσουν τον Αντώνη - εκείνος κατάγεται από την Έδεσσα, και θέλει να συνεχίσει
τις σπουδές του στην Αμερική. Τα χρόνια θα περάσουν, οι πορείες τους θα
συγκλίνουν συχνά και η φιλία τους θα είναι η μόνη σταθερά στο περιπετειώδες
διάβα τους. Από τη Νέα Υόρκη στην Αθήνα, τη Μακεδονία και τη Ζάκυνθο, και
αποκεί στην κοιλάδα του γαλλικού Λίγηρα, τα πρόσωπα θα πληθαίνουν και θα
μπλέκονται σαν ιστός. Όταν πια η τρικυμία του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου θα
κοπάσει, ένα μυστικό θα τους φέρει αντιμέτωπους με το παρελθόν ξανά. Και τότε
οι αντοχές τους θα φτάσουν στα όριά τους…
Βιογραφία Συγγραφέως:
Βιογραφία Συγγραφέως:
Η Χριστίνα Ρούσσου
γεννήθηκε τα Χριστούγεννα του 1964 στη Νάουσα Ημαθίας. Σπούδασε οικονομικά,
πιάνο και ζωγραφική. Έχει κάνει τρεις ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, εκπομπές
στο ραδιόφωνο, ενώ για μεγάλο χρονικό διάστημα ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη
χρυσοχοΐα. Μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στη Νάουσα και τη Θεσσαλονίκη. Από
τις εκδόσεις Μεταίχμιο κυκλοφορεί επίσης
το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Ντουλμπέρα».
Μπορείτε να επικοινωνείτε μαζί της στο e-mail xristinaroussou@outlook.com.gr
Μπορείτε να επικοινωνείτε μαζί της στο e-mail xristinaroussou@outlook.com.gr
Katapliktiko
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλοτάξιδο να είναι
ΑπάντησηΔιαγραφή