Προδημοσίευση:
«ΕΥΤΟΠΙΑ 1 – Τα Χρόνια Του Μανιφέστου»,
της Άννης Παπαθεοδώρου – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη
Εκδόσεις:
Άνεμος
Σελίδες:
484
Η φαντασία στη λογοτεχνία, επιστημονική,
τρόμου ή μεταφυσική, πάντα μου κέντριζε το ενδιαφέρον. Τα τελευταία χρόνια τα
σκοτεινά, αιμοδιψή πλάσματα της νύχτας και τα εξωγήινα όντα με τα υπερσύγχρονα
διαγαλαξιακά διαστημόπλοια, έχουν αντικατασταθεί από τα μυθιστορήματα φαντασίας
με ήρωες συνηθισμένους ανθρώπους που τοποθετούνται σε ένα δυσοίωνο μέλλον, γι’
αυτό ακριβώς και αποκαλούνται "δυστοπικά". Ο κόσμος, και ειδικότερα ο
πλανήτης μας, φαίνεται να πλησιάζει ένα σημείο καμπής, από όπου δεν διαφαίνεται
καμία σωτηρία. Το περιβάλλον μας εκδικείται με το δίκιο του για την ασυλλόγιστη
"κακοποίηση" αιώνων, η ανθρώπινη φύση φαίνεται να έχει χάσει την
ανθρωπιά της και τα πάντα θυσιάζονται στον βωμό του κέρδους και της ισχυροποίησης
της πλουτοκρατίας. Οι ελάχιστες επαναστατημένες "φωνές", που δείχνουν
να συνειδητοποιούν τις δυσοίωνες αυτές εξελίξεις, χάνονται μέσα στα άβουλα πλήθη
που παρουσιάζουν τάσεις "ρομποτοποίησης", ενώ η τεχνολογία με τα
φανταχτερά κινητά που μοιάζουν φυσική προέκταση των χεριών των περισσοτέρων από
εμάς, αλλά και τόσα άλλα gadgets που ανακαλύπτονται συνεχώς, φαίνεται να έχει χάσει
τον ρόλο του υπηρέτη μας και πιθανότατα έχει σκόπιμα μετατρέψει τους περισσότερους
ανθρώπους σε δικούς της υπηρέτες. Το χειρότερο, ίσως, όλων είναι ότι ο άνθρωπος
θεωρείται πλέον ένα ακόμα "αναλώσιμο" ανάμεσα σε τόσους άλλους πόρους,
που συχνά προτιμάται να "θυσιαστεί", ώστε να μειωθεί το κόστος ευκαιρίας
της απόκτησης άλλων πιο απαραίτητων πόρων, από όσους έχουν την ισχύ να κρατούν
την ανθρώπινη μοίρα στα χέρια τους.
Τί θα συνέβαινε όμως, εάν δεν μιλούσαμε
πλέον για "δυστοπία" αλλά για "ευτοπία"; Μήπως θα είχαμε άραγε
περισσότερες ελπίδες να ανατρέψουμε τις δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον,
μετατρέποντας τον άνθρωπο από ένα άβουλο "αναλώσιμο" σε έναν επαναστάτη
με πρωτοβουλία και θέληση για ανατροπή του τυραννικού κατεστημένου; Το νέο,
εξαιρετικά πρωτότυπο και οδυνηρά αληθινό μυθιστόρημα της Άννης Παπαθεοδώρου,
που κυκλοφορεί από την αγαπημένη Άνεμος Εκδοτική με τον εύγλωττο τίτλο «Ευτοπία – Τα Χρόνια Του Μανιφέστου»
και αποτελεί το πρώτο μέρος της αντίστοιχης τριλογίας, έρχεται να μας παρουσιάσει
μια άλλη εκδοχή στη λογοτεχνία του φανταστικού: αυτήν που μοιάζει τρομαχτικά με
την πραγματικότητα που βιώνουμε καθημερινά και είναι, ίσως, πιθανότερη να συμβεί.
Με γραφή σύγχρονη, λιτή και καθηλωτική η συγγραφέας, κάνοντας μία λεπτομερή "ανατομία"
στις παθογένειες της ανθρώπινης κοινωνίας παγκοσμίως, μας παρασύρει μέσα στη
δική της εκδοχή του μέλλοντος που μας περιμένει, μια εκδοχή που φαντάζει περισσότερο
πιθανή ακριβώς διότι είναι βασισμένη σε όλα όσα βλέπουμε γύρω μας και όσα βιώνουμε
τα τελευταία χρόνια. Ευχαριστώ θερμά τις εκδόσεις Άνεμος για την αποκλειστική
παραχώρηση του ακόλουθου αποσπάσματος, εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία στο έργο της
συγγραφέως και σας προσκαλώ να διαβάσετε το απόσπασμα της «Ευτοπίας» ώστε να πάρετε κι εσείς μια πρώτη γεύση από ένα
συναρπαστικό μυθιστόρημα το οποίο αξίζει να γνωρίσετε!
Απόσπασμα
«ΕΥΤΟΠΙΑ 1 – Τα Χρόνια Του Μανιφέστου»:
Η
τηλεόραση, που βρισκόταν σε κάθε σπίτι, βομβάρδιζε τους πάντες με εικόνες
καταστροφής. Μετανάστες και πρόσφυγες εξαθλιωμένοι, που πεινούσαν και σφάζονταν
μεταξύ τους. Καθημερινές αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, αλλά και
εγκλήματα, ληστείες, τρομοκρατικές πράξεις, δολοφονίες. Απ’ την άλλη, απειλές
από γειτονικές χώρες και πολεμικές διαθέσεις. Αλλά και τεράστια κλιματική
αλλαγή. Παγετώνες σε μέρη όπου δεν είχαν ξαναεμφανιστεί, βροχές και πλημμύρες
με πολλά για τον 21ο αιώνα θύματα. Καύσωνες και ξηρασίες. Η στάθμη της θάλασσας
που ανέβαινε, οι πάγοι των πόλων που έλιωναν. Η μόλυνση του περιβάλλοντος και
οι ρύποι σε μη αποδεκτά επίπεδα. Νέες ασθένειες που θέριζαν, αλλά και παλιές
που είχαν εκλείψει κι έκαναν θριαμβευτικά την επανεμφάνισή τους.
Η
κατάσταση που ζούσαμε ήταν, με όλη τη σημασία της λέξης, τραγική. Οι άνθρωποι
ήταν σε απόγνωση και στα όρια της απελπισίας. Ο κόσμος όδευε με μαθηματική
ακρίβεια στην καταστροφή. Δεν χρειαζόταν να είσαι ιδιαίτερα έξυπνος για να το
δεις. Παντού υπήρχε διάχυτος ο φόβος. Είχε φωλιάσει σε όλους ένας γενικός
φόβος, για όλους και για όλα. Φόβος για την οικονομική κρίση, φόβος για τη
φτώχεια, φόβος για την ανεργία, φόβος για τους τρομοκράτες, φόβος για τον
πόλεμο, φόβος για τους μετανάστες, φόβος για τις αρρώστιες, φόβος για τη βροχή,
φόβος για τους σεισμούς, φόβος για τους γιατρούς, φόβος για τους ανθρώπους,
φόβος για τον φόβο. Ήταν σαν ο φόβος να ερχόταν σε στρώματα. Πρώτα σε κάλυπτε
ένα στρώμα και μετά πάνω σ’ αυτό ερχόταν ένα άλλο στρώμα φόβου κι επικαθόταν. Και
μετά άλλο και άλλο. Ώσπου στο τέλος δεν ήσουν τίποτε άλλο παρά άπειρα στρώματα
φόβου. Μια πανοπλία από στρώματα φόβου, την οποία τίποτα δεν μπορούσε να
διαπεράσει. Τίποτα ανθρώπινο. Όλα τα ανθρώπινα έμοιαζαν να έχουν χαθεί.
Τόσο
ζοφερό ήταν το κλίμα εκείνη την εποχή. Τόσο ζοφερή ήταν η κατάσταση. Και
συνεχώς χειροτέρευε. Οι άνθρωποι κλείνονταν από νωρίς στα σπίτια τους. Το να
κυκλοφορείς στον δρόμο νύχτα έγινε σιγά σιγά τόσο επικίνδυνο που σύντομα ήταν
απαγορευτικό. Το να πηγαίνεις σε δημόσιους χώρους έγινε επικίνδυνο, λόγω της
τρομοκρατίας και της ανεξέλεγκτης βίας που άρχισε να εκδηλώνεται. Ακόμα και στο
σπίτι σου δεν ένιωθες πια ασφαλής.
Στην
αρχή ξεκίνησε η προσπάθεια ερμηνείας της κατάστασης. Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά;
Αυτό το γιατί ήταν σε πρώτη ζήτηση. Και από αυτό ξεκίνησαν όλα.
Στην
αρχή είπαν ότι φταίει ο υπερπληθυσμός. Η Γη, έλεγαν, δεν μπορεί να θρέψει τα
δισεκατομμύρια που την κατοικούν. Ο Μάλθους έγινε ξαφνικά πάλι επίκαιρος. Στον
καιρό μου δεν τον ξέραμε τον Μάλθους. Η μάνα έλεγε ότι είχε απορριφθεί. Δεν την
πίστευα.
Μετά
την 20η, τουλάχιστον, διεθνή συνδιάσκεψη για το περιβάλλον, τον υπερπληθυσμό,
την οικονομική κρίση, τη βία και την τρομοκρατία, αποφασίστηκε η δημιουργία
μιας επιτροπής που θα εξέταζε αυτά τα παγκόσμια προβλήματα. Θα συμμετείχαν όλα
τα κράτη του πλανήτη, με αντιπροσωπείες από μεγάλους και διεθνούς κύρους
επιστήμονες. Και αυτοί θα πρότειναν τη λύση. Όλος ο πλανήτης είχε στραμμένο το
βλέμμα του πάνω τους. Είχε εναποθέσει τις ελπίδες του πάνω τους. Ανάμεσα σε
όλους κι εγώ.
Είχα
βέβαια την απορία: Άντε κι έβγαλαν ένα πόρισμα. Άντε και βρήκαν ένα σχέδιο για
να θεραπεύσουμε όλα αυτά τα προβλήματα. Πώς τα κράτη θα συμφωνούσαν μεταξύ τους
να εφαρμόσουν τα συμπεράσματα της επιτροπής; Δεν θα υπήρχαν κάποιοι που θα
έπρεπε να πληρώσουν μεγαλύτερο τίμημα; Πώς θα το δέχονταν; Δεν έχουν όλοι το
ίδιο επίπεδο ανάπτυξης, ούτε το ίδιο επίπεδο φτώχειας και προβλημάτων. Ποια θα
ήταν η εφαρμογή στην Ευρώπη και ποια στην Αφρική; Θα μπορούσε να είναι ένα
δίκαιο πρόγραμμα;
Απορίες
μικρών παιδιών, έλεγε η μάνα. Γι’ αυτήν, όλα ήταν αυτονόητα. Ήταν μέρος ενός
μεγαλύτερου σχεδίου, που δεν είχε ακόμα εμφανιστεί ολοκληρωμένο στα μάτια μας.
«Να
είσαι βέβαιος» έλεγε, «το διακύβευμα θα είναι οικονομικό και μάλιστα για
λίγους».
«Πάλι
τα κομμουνιστικά σου…» έλεγα κι έκλεινα την κουβέντα.
Όπως
μια εγκυμοσύνη έχει διάρκεια εννιά μήνες, έτσι και η κυοφορία της Επιτροπής των
Σοφών κράτησε εννιά μήνες. Και γεννήθηκε το πόρισμα, το πολυπόθητο πόρισμα που
όλη η υφήλιος περίμενε. Και είχαν συμφωνήσει όλοι σ’ αυτό. Όλες οι ειδικότητες
και όλες οι εθνικότητες. Απίστευτο κι όμως αληθινό.
Την
ημέρα που βγήκε λευκός καπνός από το κονκλάβιο, όλοι άρχισαν να πανηγυρίζουν.
Οι άνθρωποι δεν έμπαιναν καν στον κόπο να ρωτήσουν τι ακριβώς έλεγε αυτό το
πόρισμα. Μας αρκούσε που είχε βγει πόρισμα. Είναι σαν τον ασθενή που
ταλαιπωρείται επί βδομάδες και μήνες, μη γνωρίζοντας από τι πάσχει, καθώς οι
γιατροί δεν έχουν βγάλει συμπέρασμα. Όταν λοιπόν βγαίνει η διάγνωση, νιώθει
σχεδόν ευτυχία για την ύπαρξη μιας διάγνωσης και δεν τον νοιάζει τόσο αν θα
πεθάνει από καρκίνο, αρκεί που πιστοποιήθηκε ότι έχει καρκίνο. Έτσι ακριβώς
συνέβη και με τον κόσμο. Στη διάρκεια των εννιά μηνών, που όλοι περίμεναν, οι
εκτιμήσεις έδιναν κι έπαιρναν. Πουθενά δεν άκουγες άλλο από το περίφημο πόρισμα
της Επιτροπής των Σοφών. Ακόμα και οι διαδηλώσεις είχαν σταματήσει. Ακόμα και
οι τρομοκρατικές ενέργειες είχαν μειωθεί δραστικά. Η βία ήταν σημαντικά
λιγότερη. Όλοι ήταν σε αναμονή. Υποθέσεις από δω, υποθέσεις από κει, παντού
υποθέσεις.
«Να
ξέρεις» έλεγε η μάνα, «ετοιμάζουν το έδαφος για κάτι πολύ άσχημο».
«Πάντα
οι ίδιες απόψεις σου, πάντα η καταστροφολογία σου…» απαντούσα.
«Σκέψου
λίγο» έλεγε, «σκέψου! Δεν είναι καταστροφολογία. Είναι απλή γνώση. Γνώση
ιστορίας, αν θες να το πεις κι έτσι».
Η
κατάσταση ήταν πραγματικά πολύ άσχημη. Κι αν υπήρχε μια περίπτωση να σωθεί από
το πόρισμα των Σοφών, έπρεπε να πάρουμε το ρίσκο. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Ήταν
σαφές. Για μένα ήταν εντελώς σαφές. Το ίδιο και για όλο τον κόσμο.
Πριν
καν ακούσουμε το πόρισμα της Επιτροπής των Σοφών, ο κόσμος απαίτησε να
εφαρμοστεί. Είχαμε όλοι προετοιμαστεί γι’ αυτό. Εννιά ολόκληρους μήνες κράτησε
η προετοιμασία. Κανέναν δεν ένοιαζε τι ακριβώς έλεγαν οι Σοφοί. Τους ένοιαζε
μόνο ν’ ακουστεί η φωνή τους. Τους ένοιαζε να εφαρμοστεί το πόρισμα. Ήταν σαν να
πίστευαν εκ προοιμίου ότι αυτό που οι Σοφοί θα πρότειναν θα ήταν σίγουρα προς
όφελος του κόσμου και θα ήταν σίγουρα προς δυσαρέσκεια των υψηλά ισταμένων,
πολιτικών, τραπεζιτών, οικονομικά ισχυρών και λοιπών.
Ποιος
σκέφτηκε ότι οι Σοφοί εκπροσωπούσαν τον κόσμο; Πώς σκέφτηκε κάτι τέτοιο; Μήπως
ήταν όλοι παιδιά του λαού; Μήπως ήταν όλοι σκληρά εργαζόμενοι και βιοπαλαιστές;
Πώς έγινε και το είδαμε όλοι έτσι;
Ήταν
υποβολή. Μόνο που αδυνατούσαμε να το καταλάβουμε. Δεν μπορούσαμε καν να το
υποψιαστούμε. Δεν μας περνούσε καν από το μυαλό. Κι όπως έλεγε η φοβερή γριά, η
πλύση εγκεφάλου είναι μια ολόκληρη επιστήμη, όπως και η προπαγάνδα.
Τίποτα
δεν καταλάβαινα. Τίποτα δεν με άγγιζε. Τίποτα δεν υποψιαζόμουν. Να γιατί δεν
συγχωρώ τον εαυτό μου. Γιατί είχα τα στοιχεία. Όλα τα στοιχεία. Και τα είχα
εκεί δίπλα μου, ζωντανά, να μου φωνάζουν. Κι εγώ τ’ αγνοούσα. Κι έλεγα συνέχεια
πως η φοβερή γριά είναι φαντασιόπληκτη, κολλημένη, μέχρι και παράφρων. Κι εγώ
ήμουν ο παντογνώστης, ο έξυπνος, ο ατσίδας. Εμένα κανείς δεν μπορούσε να με
κοροϊδέψει. Όχι με αυτόν τον δείκτη ευφυΐας, που με κατέτασσε στους
εξυπνότερους ανθρώπους του κόσμου. Μήπως θα έπρεπε να ήμουν κι εγώ στην
Επιτροπή των Σοφών;
«Μάνα»
της είπα, «αν δεν εφαρμοστεί το πόρισμα, η άλλη λύση είναι να γίνει πόλεμος.
Εσύ είσαι αυτή που το έλεγες πρώτη. Ότι οι κρίσεις τελειώνουν με πολέμους.
Πάντα έλεγες ότι αυτό ισχύει και αποδεικνύεται ιστορικά. Αυτό θέλεις λοιπόν; Να
γίνει πόλεμος; Ένας τρίτος παγκόσμιος πόλεμος;»
«Μα
πόλεμος θα γίνει, γιε μου. Ό,τι γίνει θα είναι πόλεμος» απάντησε.
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου:
«Ο
Μάνος και η Άννα ξεκινούν τη ζωή τους στην κρίση. Υπερπληθυσμός, μετανάστευση,
φτώχεια κι εξαθλίωση, εγκληματικότητα, εθνικισμός και τρομοκρατία είναι το
σκηνικό μέσα στο οποίο δημιουργούν την οικογένειά τους και χτίζουν τη ζωή τους.
Δεν αντιδρούν όταν πρέπει. Κανείς δεν αντιδρά. Θα εναντιωθούν ποτέ και με ποιον
τρόπο;
Έτος
2057. Παγκοσμιοποιημένη οικονομία και διακυβέρνηση με κλειστά σύνορα.
Απομονωτισμός, τοπικής εμβέλειας διαδίκτυο και μέσα ενημέρωσης. Έλεγχος των
γεννήσεων και των θανάτων. Ταξικές κι επαγγελματικές ζώνες ασφυκτικά κλειστές.
Όποιος δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στις υποχρεώσεις που του έχουν ανατεθεί από
τους ιθύνοντες ολισθαίνει σε κατώτερη κοινωνική κλίμακα.
Η
κρίση και η μετά κρίση περίοδος, σε μια ακραία εκδοχή της, οδηγούν στον θάνατο
των ανθρώπων και του πολιτισμού, ή μήπως στην αφύπνιση και στο ξημέρωμα μιας
καλύτερης εποχής; Ένας μυστικός αθέατος κόσμος που αναπτύσσεται θα κατορθώσει
να παίξει ρόλο στο παρόν και στο μέλλον;
Η
ιστορία μιας οικογένειας, που βιώνει τη δύσκολη εποχή, αφυπνίζεται,
συνειδητοποιεί, αλλάζει, μεταμορφώνεται. Μέσα από τις δυσκολίες και τις
ψυχολογικές μεταπτώσεις θα βρουν οι ήρωες τη δύναμη και τον τρόπο να
επαναπροσδιορίσουν τους εαυτούς τους, τις ζωές τους αλλά και τον κόσμο
ολόκληρο;»
Η
Άννη Παπαθεοδώρου γεννήθηκε το 1960 στην Αθήνα. Σπούδασε Οικονομικά στο
Οικονομικό Τμήμα της Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Δούλεψε σε διάφορες
εταιρείες στον ιδιωτικό τομέα και στη συνέχεια εργάστηκε στην Εμπορική Τράπεζα,
περνώντας από διάφορες θέσεις και διάφορους τομείς. Από το 2012 είναι
συνταξιούχος.
Από
τα εφηβικά της χρόνια τη γοήτευε η ποίηση και η λογοτεχνία και έγραφε –όπως οι
περισσότεροι έφηβοι– ποιήματα, καθώς και δοκίμια, χωρίς ποτέ να σκεφτεί να τα
εκδώσει. Μετά τη συνταξιοδότησή της ασχολήθηκε κυρίως με θέματα της πόλης.
Κυψελιώτισα γέννημα θρέμμα, ανήκει σε μια άτυπη συλλογικότητα, την Ομάδα
Κατοίκων Κυψέλης, που στόχο έχει την αναβάθμιση της γειτονιάς και τη δημιουργία
ανθρώπινων σχέσεων μεταξύ των γειτόνων. Στο ενδιάμεσο διάστημα δεν εγκατέλειψε
ποτέ το ενδιαφέρον της για την οικονομία, καθώς και την πολιτική, διαβάζοντας
πάρα πολλά σχετικά βιβλία.
Σημαντικό
ενδιαφέρον της είναι το σκάκι, και είναι μέλος του Α.Ο. Πήγασος Κυψέλης. Για
ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα συμμετείχε σε ένα φιλοσοφικό καφενείο, καθώς και σε
εργαστήρια φιλανάγνωσης και αυτοβελτίωσης.
Ζει
πάντα στην Κυψέλη και έχει έναν γιο.
Ένα
μικρό απόσπασμα από το β’ αυτάκι του βιβλίου:
«Ουτοπία,
ε;» φάνηκε να μονολογεί. Σκέφτηκε λίγο και είπε: «Και τι σημαίνει ουτοπία; Ένα
φανταστικό μέρος που δεν υπάρχει πουθενά. Τόσο τέλειο, τόσο ιδανικό ώστε δεν
μπορεί να υλοποιηθεί. Όμως, για σκέψου, αδελφέ, πού ζούμε τώρα. Τώρα ζούμε σε
μια δυστοπία. Ζούμε σε μια κοινωνία απόλυτης δυστυχίας και σκότους. Αν υπάρχει
δυστοπία, τότε γιατί να μην υπάρχει κι ευτοπία; Όχι ουτοπία. Ευτοπία όμως; Αν
υπάρχει σκοτάδι, υπάρχει και φως. Αν υπάρχει το απόλυτο κακό, υπάρχει και το
απόλυτο καλό. Τα αντίθετα. Γιατί όχι κι ευτοπία;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου