Εκδόσεις:
Άνεμος
Σελίδες:
344
Τιμή
με έκπτωση: 13,80€
Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο πως ορισμένοι
συγγραφείς έχουν ένα μοναδικό χάρισμα να αγγίζουν τις πιο ευαίσθητες χορδές των
αναγνωστών με την πρώτη κιόλας αράδα που θα γράψουν. Σε αυτές τις εξαιρετικές
περιπτώσεις δε χρειάζεται να διαβάσει κανείς σελίδες ατελείωτες από ένα έργο ώστε
να αποκομίσει μία αντιπροσωπευτική γνώμη για το ύφος και το στυλ του συγγραφέα,
καθώς μέσα σε λίγες μόνο γραμμές μπορεί να βρίσκονται συμπυκνωμένα άπειρα αισθήματα,
βουβή και συνάμα εκκωφαντική συγκίνηση, αγωνία και πόνος, αγάπη απεριόριστη, δίψα
για ζωή, παράπονο για άδικες αντιξοότητες, πείσμα και πάλη για να ξεπεραστούν
αυτές και αλήθεια χωρίς κανένα ρετουσάρισμα, αλήθεια από εκείνες που οι περισσότεροι
από εμάς έχουμε βιώσει και νιώσει στο πετσί μας και μπορούμε να την αναγνωρίσουμε
και να την αποδεχτούμε χωρίς αμφιταλάντευση. Το παρακάτω απόσπασμα είναι από ένα
νέο, εξαιρετικό βιβλίο που κυκλοφορεί εντός των ημερών από την Άνεμος Εκδοτική,
της ταλαντούχας Τζίνας Ψάρρη, με τον τίτλο «Οι
Κόρες Της Ανάγκης» και πιστεύω πως είναι ένα ακριβέστατο δείγμα όλων
των παραπάνω. Με μία γραφή αισθαντική, μεστή και λυρική, χωρίς περιττά φτιασίδια
αλλά με περισσή αλήθεια και αμεσότητα, η συγγραφέας κερδίζει το ενδιαφέρον του
αναγνώστη ευθύς εξαρχής, μεταδίδοντάς του αμέτρητα συναισθήματα και εικόνες που
μιλούν απευθείας στην καρδιά του αφού προέρχονται μέσα από την ίδια τη ζωή. Ευχαριστώ
για μία ακόμη φορά τις αγαπημένες εκδόσεις Άνεμος για την αποκλειστική παραχώρηση
της προδημοσίευσης αυτού του αποσπάσματος από το νέο, συγκλονιστικό μυθιστόρημα
της Τζίνας Ψάρρη, εύχομαι ολόψυχα στη συγγραφέα καλή επιτυχία σε κάθε πόνημά της
και σας προσκαλώ να το διαβάσετε ώστε να πάρετε κι εσείς μια γεύση από ένα βιβλίο
που αξίζει να γνωρίσετε!
Απόσπασμα
«ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ»:
Η
νύχτα ξέρασε στην αυγή τη λάβα της. Ο καυτός Ιούλιος εξατμιζόταν στην επιφάνεια
της θάλασσας την ώρα που περνούσαμε την πόρτα του νοσοκομείου. Η Φένια
χαμογελούσε πλατιά, κρατώντας το κεφάλι ψηλά. Σε κανέναν δεν θα καταδεχόταν να
δείξει την παγωμένη της ψυχή. Το βλέμμα της καρφώθηκε στο δικό μου. Ήθελε κάτι
να μου πει, το έβλεπα. Ήμουν βέβαιη πως θα διαμαρτυρηθεί για την απουσία τού
Στάθη, για την απόφασή του να μην αναβάλλει το σημαντικό επαγγελματικό ταξίδι
που προέκυψε ξαφνικά. Η σκέψη της, ακόμα μια φορά, απρόσμενη έκπληξη.
«Το
σώμα θυμώνει, κι άμα του πας κόντρα για πολύ καιρό, θα βρει τον τρόπο να σ’ το
ξεπληρώσει».
Χαμογέλασε
στις σκληρές λέξεις, τις ξεστόμισε με απάθεια· όχι για εκείνη, για εμένα τις
είπε. Νουθεσία; Αποπροσανατολισμός από το πραγματικό βάσανο της δειλίας του
άντρα της; Δεν έβρισκα κάτι χαριτωμένα έξυπνο ν’ απαντήσω, κι έτσι ο γιατρός
που μπήκε στο δωμάτιο μετά από αρκετές ώρες αναμονής είχε τη μορφή του σωτήρα
μου.
«Θα
την πάρουμε τώρα, είμαστε έτοιμοι. Αν και είναι καθαρά διερευνητική η επέμβαση,
όπως σας έχω εξηγήσει είναι πολύ σημαντική. Θα ψάξουμε όσο καλύτερα μπορούμε,
δεν θα μας ξεφύγει ο άτιμος!»
Έκανε
προσπάθεια ν’ αστειευτεί, ανεπιτυχή βέβαια, αλλά τουλάχιστον αποπειράθηκε να
ελαφρύνει κάπως τη βαριά ατμόσφαιρα.
Και
μετά οι ώρες πέρασαν βασανιστικά αργά. Το λευκό φως που έβγαζαν τα φώτα της
οροφής έκανε τα μάτια μου να μισοκλείνουν. Κάρφωσα το βλέμμα μου σε μια λάμπα.
Πίσω απ’ το λευκό γυαλί της δεκάδες μυγάκια είχαν παγιδευτεί και χτυπιούνταν
αδιάκοπα στα τοιχώματα. Ένιωθα πως κάνουν απίστευτο θόρυβο στην προσπάθειά τους
να ελευθερωθούν. Και όλη αυτή η φασαρία γινόταν μέσα στο κεφάλι μου. Αισθανόμουν
δυσφορία. Η ζέστη ήταν τόσο πηχτή που νόμιζες πως μπορείς να την πιάσεις, να
την ακούσεις να περπατάει δίπλα σου με αργά βαριά βήματα. Ο ιδρώτας κυλούσε
στην πλάτη μου σαν παρέλαση από αόρατες κάμπιες. Κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο.
Οι άνθρωποι που βρίσκονταν στο προαύλιο του νοσοκομείου φορούσαν ελάχιστα ρούχα
και με ανάγκασαν να συνειδητοποιήσω ότι βρισκόμασταν στην καρδιά του
καλοκαιριού.
Ξανακοίταξα
το ρολόι μου για τέταρτη φορά μέσα σε πέντε λεπτά. Πώς σκοτώνει κανείς την ώρα
όταν αρνείται να περάσει; Η αγωνία μου δεν είχε νόημα. Το αποτέλεσμα ήταν
προδιαγεγραμμένο, η λογική το ήξερε. Περπάτησα αργά ως το παράθυρο. Οι σκιές
της νύχτας που ερχόταν κύκλωναν τα κτίρια, τ’ αυτοκίνητα και τους ανθρώπους.
Ένα σκοτεινό περίγραμμα οι ζωές των αγνώστων που τρώνε, βιάζονται,
ξεκουράζονται, μακριά απ’ τους θλιβερούς τοίχους του νοσοκομείου. Άρχισα να
μετράω τα φωτισμένα παράθυρα στις απέναντι πολυκατοικίες, ελάχιστα είχαν
απομείνει. Έψαχνα για ανοιγμένες κουρτίνες, να δω μια ανέφελη οικογενειακή
στιγμή, να ξανοίξει λιγάκι τούτο το γκρίζο που με πλάκωνε. Μου ήρθε στον νου η
ταινία του φον Ντόνερσμαρκ Οι ζωές των άλλων. Η διείσδυση στην ιδιωτικότητα των
άλλων είναι επικίνδυνο παιχνίδι. Γιατί έτσι συνειδητοποιείς το άδειο της δικής
σου ζωής.
Είδα
ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Ήταν οι κουρτίνες του δικού τους σαλονιού που
αποδείχθηκαν τραβηγμένες. Κάθονταν δίπλα δίπλα σ’ έναν μικρό καναπέ. Συζητούσαν
έντονα, νόμιζα, και κάγχασα χαιρέκακα χωρίς ντροπή. Κι ύστερα ήρθε άμεσα η
απάντηση στην ύβρη μου: ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. Δεν το άκουσα το γέλιο τους,
το είδα ωστόσο. Ο απόηχός του, ξεθωριασμένος απ’ την απόσταση, χτύπησε στ’
αυτιά μου σαν τιμωρία και με πόνεσε. Η μαμά μπήκε στο δωμάτιο ακριβώς εκείνη τη
στιγμή, τα όμορφα μάτια της θαμπά από την αγωνία.
«Δεν
την έφεραν ακόμα;»
«Τώρα,
μαμά, την ανεβάζουν».
Πριν
σβήσει η φράση μου η Φένια μπήκε στο δωμάτιο ξαπλωμένη στο φορείο, ακόμη
κοιμισμένη. Κι ο γιατρός μαζί της.
«Θα
μείνει μερικές ημέρες, θα κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε».
Λακωνικός,
μα και τι περισσότερο να πει; Την είχαν πετσοκόψει από χίλιες μεριές,
ελπίζοντας πως οι βιοψίες θα δείξουν το σημείο που έψαχναν.
Γλυκιά
κι απεριόριστη αγάπη της μάνας, βάλσαμο φτιαγμένο από τρυφερά χάδια και
φροντίδες. Έκανε τα χρόνια της να υπακούσουν στη νιότη τής καρδιάς της, στα συντρίμμια
της ψυχής της, σ’ αυτήν που πάλευε ν’ αναστήσει το αίμα από το αίμα της.
Φρουρός ακοίμητος, να τρώει ό,τι της φέρναμε, να ισιώνει και να ξαναϊσιώνει τις
κουβέρτες, να ελέγχει ορούς και σωληνάκια με συγκινητική άγνοια. Η Φένια
κόλλησε επάνω της σαν νεογέννητο κουτάβι. Είχε ανάγκη την παρουσία της, τα
χάδια της, τα χείλη της επάνω στο μέτωπο να ελέγχουν τυχόν πυρετούς. Έκανε
κουράγιο, σαν υποχρέωση να την προστατέψει απ’ τον γκρεμό που όλο και
κοντοζύγωνε. Όμως, ό,τι κι αν έκανε η αεικίνητη μάνα μας, για πρώτη φορά
έδειχνε να κουβαλά τα χρόνια της. Γέρασε σε μια νύχτα, άδειασαν τα μάτια μαζί
με την ψυχή της.
«Ξάπλωσε
λίγο στην πολυθρόνα, μάνα, θα τη φροντίσω εγώ τώρα» τη μάλωσα τρυφερά.
«Ναι,
μαμά, εξάλλου θα κοιμηθώ κι εγώ λίγο» πρόσθεσε η Φένια, παίρνοντας αυθαίρετα
μέρος στη μικρή μας συνωμοσία ενάντια στην κούραση της μαμάς.
Ήταν
κι η ίδια εξαντλημένη όμως. Ένας γλυκός ύπνος ακούμπησε τα ταλαιπωρημένα μάτια
της, να ξεκουράσει λίγο το χιλιοτρυπημένο της κορμί. Με τη μαμά ανταλλάξαμε
μόνο ένα δειλό βλέμμα. Η ξαφνική βροχή του Ιούλη έσβηνε τη ζέστα του
καλοκαιριού μαζί με την ελπίδα μας. Βγήκα από το δωμάτιο όσο πιο αθόρυβα
μπορούσα. Τις άφησα να κοιμούνται δίπλα δίπλα και κατέβηκα ως το απέναντι
παρκάκι. Ένα τσιγάρο, δυο γουλιές καφέ, τρεις ανάσες να καθαρίσουν λίγο τον
πόνο. Το παγκάκι δεν με χωρούσε, δεν έπρεπε να είμαι εκεί, στον τρίτο όροφο του
νοσοκομείου είχε μείνει η ψυχή μου.
Άνοιξα
την πόρτα σιγανά, να μην τις ξυπνήσω. Το φως λιγοστό. Διέκρινα τη μαμά να
κάθεται στα πόδια του κρεβατιού. Της έτριβε τη γάμπα, συνέχεια την έτριβε, κι
έμοιαζε αυτή η ανακούφιση να ξαλαφρώνει την ίδια, όχι τη Φένια. Απόλυτη σιωπή.
Τα μάτια της μαμάς ήταν καρφωμένα στον τοίχο, στην εικόνα του αγίου. Δεν ξέρω
ποιος ακριβώς ήταν, προφανώς κάποιος αρμόδιος για την υγεία των ασθενών. Δεν
ξεστόμισα τη δυσφορία μου, βλάσφημα θα την άκουγε η μαμά. Άσε που δεν ήθελα
καθόλου να της καταστρέψω την όποια ελπίδα, όπου κι αν την έψαχνε η καρδιά της.
«Θα
τη βοηθήσει ο άγιος, Αγνή, το νιώθω μέσα μου, όλα θα πάνε καλά».
Είναι
φορές που η σκέψη ντύνεται τον μανδύα του επιθυμητού, ξεστρατίζοντας από τον
δρόμο της λογικής. Και τότε, αν κατά τύχη δεν διαψευστούμε, κομπάζουμε για
ισχυρές διορατικές ικανότητες και λέμε πως η διαίσθησή μας βρίσκεται σε καλό
δρόμο, αφήνοντας απ’ έξω την εδραιωμένη δύναμη της θέλησης.
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου:
«Η
Κλωθώ είναι η Κόρη της Ανάγκης, κατά τον Πλάτωνα. Η Μοίρα που υφαίνει το νήμα
της ζωής των ανθρώπων. Κι ύστερα, δίκαια εκείνοι αναρωτιούνται: τα χαρίσματά
μας τα επιλέγουμε ή μήπως είναι με κάποιον τρόπο προαποφασισμένα; Ποιες
αναμνήσεις χάνονται και ποιες διατηρούνται;
Τρεις
εντελώς διαφορετικές γυναίκες. Οι απρόσμενες ανατροπές, η υπεροψία τής
αρτιμελούς αυτάρκειας, η τρυφερή ευφυΐα της αναπηρίας, το αναπόφευκτο και ο
έρωτας. Όλα χάνονται στην ανυπαρξία κι όλα πλάθονται από την αρχή. Κι αν το
κλειδί της ευτυχίας τους το έψαχναν σε λάθος τσέπη; Κι αν η εμπιστοσύνη σαν ένα
χαρτί αποδειχθεί, που έτσι και τσαλακωθεί μετά δεν ξαναϊσιώνει;
Ευκαιρίες
που θ’ αρπάξουν κι άλλες που θα χάσουν. Τραύματα από μάχες που θα δώσουν, ουλές
απ’ όσες σκόπιμα θ’ αποφύγουν. Ένας δρόμος είναι η ιστορία τους, που άλλοτε τον
περπατούν με ικανοποίηση κι άλλοτε με θλίψη. Τα όνειρά τους, όμως, πάντα
μυρίζουν καλοδεχούμενη καλοκαιρινή βροχή. Γιατί η αγάπη μια λέξη ακίνδυνη είναι
κι οφείλουν να νιώσουν το άγγιγμά της χωρίς φόβο. Ακόμα και τότε που ο ενήλικος
κόσμος τής απώλειας μοιάζει απάνθρωπος.
Αμείλικτα
ερωτήματα τίθενται στην κρίση του αναγνώστη, μέσα από μια μυθοπλασία τόσο
αληθινή όσο η οικογένεια της διπλανής πόρτας. Κι όπως στη ζωή, οι απαντήσεις δεν
βρίσκουν πάντοτε την ίδια χαραμάδα διαφυγής.»
Γεννήθηκα
στην Αθήνα. Αποφοίτησα από την Ελληνογαλλική σχολή Ουρσουλινών και πήρα το
πτυχίο της Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο.
Δούλεψα για 20 χρόνια στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση,
διδάσκοντας γαλλικά και ιστορία, σε σχολεία της Αθήνας και της επαρχίας.
Από
τις εκδόσεις Όστρια, κυκλοφόρησε το 2015 το πρώτο μου μυθιστόρημα με τίτλο
«Μέχρι το πέμπτο σκαλοπάτι», ενώ πολλά ποιήματα και διηγήματά μου έχουν δημοσιευτεί
σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά (Fractal, Άνεμος Magazine) αλλά και
λογοτεχνικά blogs (Eikonakailogos, Λογοτεχνικά Σοκάκια, Πολιτιστική Ατζέντα,
Ψυχής Απάγκιο).
Το
διήγημά μου «Πρωινό αστέρι», απέσπασε το πρώτο βραβείο 2016 στον πανελλήνιο
διαγωνισμό που κάθε χρόνο διοργανώνει η Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών.
Ένα
μικρό απόσπασμα από το β΄ αυτάκι του βιβλίου:
«...Μακάρι
να είχα τη μνήμη χρυσόψαρου. Θυμόμουν τα πάντα όμως: τον καβγά και τις απειλές
που εκτόξευαν ο ένας στον άλλον, την αμήχανη καθημερινότητά τους, τις
κατηγόριες του Στάθη. Τα λόγια τους στριφογύριζαν στο μυαλό μου και στον χώρο.
Έβλεπα τις λέξεις να πετάνε γύρω μου. Κοιτούσα απορημένη αυτούς τους τόσο
διαφορετικούς ανθρώπους και αναρωτιόμουν: πώς έπεισε ο ένας τον άλλον ότι είναι
όμοιοι;»
Κλειώ μου, η Τζίνα αξίζει κάθε λέξη του ''προλόγου '' σου! Η γραφή της είναι ιδιαίτερη, ποιητική, με έντονες κινηματογραφικές εικόνες και βάθος συναισθημάτων! Ανυπομονώ να διαβάσω το βιβλίο της! Συγχαρητήρια για την επιλογή της δημοσίευσής σου !
ΑπάντησηΔιαγραφήΤζένη μου, σε ευχαριστώ πολύ! Κι εγώ ανυπομονώ να διαβάσω ολοκληρωμένο το βιβλίο της Τζίνας και της εύχομαι ολόψυχα να είναι καλοτάξιδο!
Διαγραφή