κ. Μιχάλης Κατσιμπάρδης |
Από την πρώτη
κιόλας φορά που διάβασα για το μυθιστόρημα του κ. Μιχάλη Κατσιμπάρδη «Δυο Χειμώνες Κι Ούτε Ένα Καλοκαίρι»,
το οποίο κυκλοφορεί από την αγαπημένη Άνεμος Εκδοτική, διαισθάνθηκα πως επρόκειτο
για ένα από εκείνα τα λογοτεχνικά έργα που θα αφήσουν ανεξίτηλη τη "σφραγίδα"
τους στη μνήμη μου. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να συμβεί διαφορετικά, δεδομένου ότι
αναφέρεται σε μία από τις ιστορικές περιόδους που με συγκινούν ιδιαίτερα. Δεύτερος
παγκόσμιος πόλεμος, κατάκτηση της Ελλάδας από τους Γερμανούς φασίστες, Ελληνική
αντίσταση, ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης αιχμαλώτων, σύλληψη αντιστασιακών
και συνεχής αγώνας για επιβίωση μέσα στις πιο απάνθρωπες συνθήκες αιχμαλωσίας,
επιστροφή στη λαβωμένη Ελλάδα και Εμφύλιος πόλεμος… Σχεδόν μία δεκαετία, ούτε
καν ολόκληρη, η οποία συγκεντρώνει ορισμένα από τα μεγαλύτερα ιστορικά γεγονότα
της νεώτερης Ελλάδας, γεγονότα που ίσως λόγω της συνταρακτικής φύσης τους μας
έχουν "σημαδέψει" βαθιά ως έθνος και δεν παύουν να μας απασχολούν.
Προσωπικά, η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος με "μαγνητίζει" ισχυρότατα
και με συγκλονίζει, πιθανότατα επειδή έχω ακούσματα και εμπειρίες από τους
ίδιους τους γονείς μου, αλλά και από τον φιλικό και συγγενικό περίγυρο. Κάθε
ιστορία τους, λοιπόν, που ακούω να μου αφηγούνται είναι μοναδική, αφού έχει την
πινελιά της προσωπικής πορείας του καθενός, όπως είναι και ανεκτίμητη καθώς
προσθέτει μία ακόμα "ψηφίδα" στο πολυσύνθετο "ψηφιδωτό"
εκείνης της εποχής. Το πρώτο λογοτεχνικό πόνημα του εξαίρετου Μιχάλη
Κατσιμπάρδη αφορά στην περίοδο του τέλους του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και
βασίζεται στην αληθινή ιστορία του ήρωα-πατέρα τού συγγραφέα. Μέσα από τα
βιώματα και την πορεία του ήρωά μας από την αντίσταση, την προδοσία, τη
σύλληψη, την αιχμαλωσία στα ναζιστικά στρατόπεδα, τον αγώνα για επιβίωση, την
απελευθέρωση, την επιστροφή σε μια "αλληλοσπαρασσόμενη" πατρίδα και
την ματαίωση των προσδοκιών του, ο συγγραφέας μας προσφέρει ένα αναγνωστικό
ταξίδι απαιτήσεων σε μια από τις πιο σημαντικές ιστορικές περιόδους της χώρας
μας, αλλά και σε ιστορικές μνήμες που πρέπει να διατηρηθούν διαυγείς και
αναλλοίωτες. Ευχαριστώ θερμά τον αγαπητό συγγραφέα για τον χρόνο που διέθεσε
απαντώντας στις ερωτήσεις μου, του εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία σε αυτό το
πρώτο συγγραφικό του έργο και σας προσκαλώ να διαβάσετε τις απαντήσεις του,
ώστε να γνωρίσετε κι εσείς λίγο καλύτερα τον εξαίρετο Μιχάλη Κατσιμπάρδη!
1)
Αγαπητέ κ. Κατσιμπάρδη, τις θερμές μας ευχές για το νέο μυθιστόρημά σας που
κυκλοφορεί από την Άνεμος Εκδοτική με τίτλο «Δυο
Χειμώνες Κι Ούτε Ένα Καλοκαίρι». Ποιό ήταν το έναυσμα για την
ενασχόλησή σας με τον κόσμο της λογοτεχνίας και το αντικείμενο της συγγραφής;
Τα κίνητρα για να γράψει κάποιος ένα λογοτεχνικό
βιβλίο είναι πολλά και διαφέρουν μεταξύ τους. Άλλος το κάνει για ν’ αξιοποιήσει
το προσωπικό του ταλέντο, άλλος γιατί είναι συνήθεια ζωής η γραπτή έκφραση των
σκέψεών του, άλλος για ψυχική ισορροπία, άλλος για ν’ αποκτήσει φήμη και άλλος
για ν’ αποτυπώσει με λέξεις εμπειρίες του που δεν πρέπει να χαθούν, θέλοντας να
τις μοιραστεί με άλλους. Θαρρώ ότι το δικό μου έναυσμα σχετίζεται με το
τελευταίο. Μια προσωπική αδήριτη ανάγκη να μοιραστώ -σε πρώτο επίπεδο με φίλους-
μια παραδομένη μνήμη.
2)
Το πρώτο αυτό λογοτεχνικό σας έργο βασίζεται στην αληθινή ιστορία του πατέρα
σας. Πόσο δύσκολο ήταν να σταχυολογήσετε τις απαραίτητες πληροφορίες, ώστε να
συνδυάσετε τις δικές του μαρτυρίες με τα ιστορικά γεγονότα, τις τοποθεσίες και
τα πραγματικά πρόσωπα;
Το εγχείρημα
ήταν δύσκολο εξαρχής. Και το γνώριζα. Το βιβλίο μου στηρίχτηκε κατά βάση στη
χειμαρρώδη αφήγηση του πατέρα μου, εν μια νυκτί, λίγο πριν τον θάνατό του. Η
ιδέα της συγγραφής καθυστέρησε τουλάχιστον μια δεκαετία από τότε. Αυτός ως πηγή
πληροφόρησης είχε στερέψει. Χρειάστηκε πολλή και επίπονη έρευνα για να μην
προδοθεί ούτε στο ελάχιστο η ιστορική αλήθεια. Αναζήτησα επίμονα τους
εναπομείναντες συντρόφους του, τόσο στην Αντίσταση όσο και στο ναζιστικό
στρατόπεδο. Τα κατάφερα μέχρι ενός σημείου. Ταξίδεψα τρεις φορές στη Γερμανία,
περπάτησα τα μονοπάτια της οδύνης του και όταν συνέλεξα ικανό υλικό ξεκίνησα τη
συγγραφή.
3)
Γιατί αποφασίσατε να καταγράψετε και να μοιραστείτε την ιστορία του πατέρα σας
και πόσο επώδυνη ήταν η αντικειμενική προσέγγιση όλων των γεγονότων και των
χαρακτήρων μέσα από την ιδιότητα του συγγραφέα;
Είναι καλό να γνωρίζει ο κόσμος γεγονότα που δεν
είναι γνωστά σε όλους, όπως η μεταφορά και η ταλαιπωρία τόσων πατριωτών μας στα
ναζιστικά κολαστήρια. Δε συνελήφθησαν μόνο Εβραίοι, όπως εσφαλμένα νομίζουν
κάποιοι. Η ιδέα της αποτύπωσης της νεανικής δοκιμασίας του πατέρα μου στη
διάρκεια της κατοχής, της σύλληψης και της μεταφοράς του στο Μπίμπλις της
Γερμανίας δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Όχι μόνο εξαιτίας των δυσκολιών της πιστής
καταγραφής των γεγονότων, αλλά κυρίως εξαιτίας της συναισθηματικής φόρτισής
μου, μια και ο ήρωας του βιβλίου μου ήταν ο ίδιος ο πατέρας μου. Το βασικό
εμπόδιο που θα έπρεπε εξαρχής να ξεπεράσω είναι ακριβώς αυτή η συναισθηματική
ένταση, που θα έπρεπε πάση θυσία να τιθασευτεί γιατί θα δημιουργούσε υφολογικά
προβλήματα. Δεν επιθυμούσα να εκβιάσω το συναίσθημα του αναγνώστη, γιατί κάτι
τέτοιο το θεωρώ αρνητικό στοιχείο, ειδικά σ’ ένα βιβλίο που λειτουργεί και ως
ιστορικό ντοκουμέντο. Νομίζω ότι τελικά αυτό έγινε εφικτό.
4)
Συνήθως, οι περισσότεροι συγγραφείς είτε έχουν σπουδάσει κάποιο αντικείμενο,
είτε ασκούν ως επάγγελμα κάτι εντελώς διαφορετικό από τη συγγραφική τους
ιδιότητα. Θα θέλατε να μας μιλήσετε σχετικά με αυτό και να μας πείτε πόσο
αρμονικός είναι ο συνδυασμός όλων αυτών και κατά πόσο αλληλοεπηρεάζονται οι
επιμέρους ιδιότητές σας;
Θεωρώ ότι για να ασχοληθεί κάποιος με τη συγγραφή
λογοτεχνικού έργου δεν απαιτούνται εξειδικευμένες σπουδές. Θα πρέπει όμως να
τον διακρίνει η φιλαναγνωσία. Κι αυτό γιατί μέσα απ’ αυτή ασκείται η ενεργητική
ανάγνωση αλλά και η αισθητική καλλιέργεια που πρέπει να διακρίνουν κάποιον
επίδοξο συγγραφέα. Άλλη σημαντική παράμετρος είναι η άρτια γνώση της τεχνικής
της συγγραφής ώστε ν’ ανταποκριθεί επαρκώς στις απαιτήσεις της. Και τέλος, η
ύπαρξη του ταλέντου, που κατά βάση είναι πηγαίο. Κοινή συνισταμένη όλων των
παραπάνω είναι ο πολύ καλός χειρισμός της γλώσσας γιατί αποτελεί το
σημαντικότερο εργαλείο της δημιουργικής γραφής. Ως φιλόλογος δεν είχα (κατά
τεκμήριο) ιδιαίτερα προβλήματα ως προς αυτό, αν και η ιδιότητα αυτή δεν είναι
αναγκαία για να μετατραπεί κάποιος σε καλό συγγραφέα. Εξάλλου, η επαρκής χρήση
της γλώσσας δεν είναι -ούτε θα έπρεπε- προνόμιο μόνο των φιλολόγων.
5)
Εσείς, έχοντας γράψει ένα μυθιστόρημα-ντοκουμέντο βασισμένο σε πραγματικά
γεγονότα, ποια θεωρείτε την πιο σημαντική, ίσως και ανεξάντλητη, "πηγή ιδεών" για έναν
συγγραφέα;
Κάποιος συγγραφέας, οποιουδήποτε είδους, πιστεύω ότι
εκτός από την καταφυγή στη μελέτη θα πρέπει να διαθέτει ένστικτο, καλή μνήμη,
παρατηρητικότητα και κυρίως ειλικρίνεια και τιμιότητα. Αν μάλιστα το βιβλίο του
αφορά ιστορικά γεγονότα, τα τελευταία είναι απολύτως προαπαιτούμενα.
Χρειάζεται, κατά τη γνώμη μου, διασταύρωση πληροφοριών και γνώσεων και
προσήλωση στην ιστορική αλήθεια. Ως αναγνώστη ιστορικών μυθιστορημάτων με
απωθούσε πάντα η ιστορική ανακρίβεια στον ίδιο βαθμό με την ιστορική
μυθοπλασία. Κι ως ένα βαθμό θα ήταν χρήσιμο οι ερμηνείες που δίνουν οι
συγγραφείς στα γεγονότα να είναι όσο το δυνατόν αμερόληπτες, γιατί έτσι θα σέβονταν
περισσότερο τον αναγνώστη. Αυτό, ωστόσο, συμβαίνει σπάνια.
6)
Πιστεύετε πως το επιστημονικό υπόβαθρο είναι απαραίτητο για τη συγγραφή ενός
βιβλίου, ή αρκεί το έμφυτο συγγραφικό ταλέντο, η γόνιμη φαντασία και οι
εμπειρίες του συγγραφέα;
Εξαρτάται από το λογοτεχνικό είδος. Υπάρχουν
κορυφαίοι λογοτέχνες, Έλληνες και ξένοι, που δεν είχαν το παραμικρό
επιστημονικό υπόβαθρο. Είχαν όμως βαθιά κοινωνική μόρφωση και παιδεία, στοιχεία
αναγκαία για να αφουγκραστούν το κοινωνικό γίγνεσθαι. Οι περισσότεροι
σημαντικοί λογοτέχνες δεν έχουν φιλολογικές σπουδές, έχουν όμως μελετήσει σε
βάθος λογοτεχνία. Το ταλέντο, επίσης, αποτελεί σε κάθε μορφή τέχνης το
απαραίτητο "καρύκευμα", όπως και η παρατηρητικότητα και η διαρκής
ενατένιση στη λεπτομέρεια. Δεν πρέπει, τέλος, να ξεχνάμε ότι η λογοτεχνία
μπορεί να θέτει κανόνες στη συγγραφή της, δε βάζει όμως όρια. Η φαντασία δεν
πρέπει να γνωρίζει φραγμούς. Είναι σπουδαία πηγή έμπνευσης.
7)
Υπάρχει κάποιο μοτίβο ως προς το πότε σας "επισκέπτεται"
η συγγραφική σας έμπνευση; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ώρα, διάθεση, ή τόπος
ίσως, που να σας προδιαθέτει να γράψετε, ή είναι κάτι που "ρέει" αβίαστα από μέσα σας συνέχεια;
Το βιβλίο μου με ταλαιπώρησε με ποικίλους τρόπους.
Και γιατί αποτελούσε μια αληθινή ιστορία και γιατί με αφορούσε προσωπικά. Η
ενασχόλησή μου με τη συγγραφή του δεν περιλάμβανε, αρχικά τουλάχιστον, την
προοπτική της έκδοσης. Ήταν περισσότερο ανάγκη προσωπικής έκφρασης. Γι’ αυτό η
επιλογή της ώρας της συγγραφής ήταν περισσότερο προϊόν έμπνευσης και διάθεσης.
Σε κάθε περίπτωση, όταν έγραφα προτιμούσα να μη με απασχολεί κάτι άλλο. Δεν
απαιτείτο μονάχα ελεύθερος χρόνος αλλά κυρίως απερίσπαστη σκέψη. Ίσως γι’ αυτό
μου πήρε αρκετό καιρό μέχρι να ολοκληρωθεί.
8)
Ο συγγραφέας Μιχάλης Κατσιμπάρδης βρίσκει το χρόνο να διαβάζει για δική του
ευχαρίστηση και όχι μόνο για έρευνα πάνω σε κάποιο μελλοντικό βιβλίο του;
Εφόσον συμβαίνει αυτό, ποιο είδος λογοτεχνίας προτιμάτε περισσότερο ως αναγνώστης
και γιατί;
Η ανάγνωση βιβλίων ήταν συνήθεια παιδική. Μεγάλωσα
ανάμεσα σε βιβλία και αυτό λειτούργησε θετικά μέσα μου. Αγαπούσα το ίδιο, τόσο
το διάβασμα όσο και το παιχνίδι. Και δεν το εγκατέλειψα ποτέ, χωρίς όμως
υπερβολές. Δεν έχω πάντα τόσο ελεύθερο χρόνο όσο θα ήθελα. Το επάγγελμά μου
απαιτεί καθημερινή απογευματινή προετοιμασία και μου τον περιορίζει. Πάντα όμως
βρίσκει κανείς χρόνο, έστω σε διαλείμματα. Περνάω διάφορες φάσεις ως προς το
είδος της προτίμησής μου. Μικρότερος διάβαζα με μανία τα περισσότερα έργα των
Ελλήνων κλασικών. Τα τελευταία χρόνια με συναρπάζουν κυρίως τα ιστορικά βιβλία.
Ίσως γιατί μεγάλωσα… Δε μου αρέσουν, όμως, καθόλου, τα επιστημονικής φαντασίας,
σ’ ένα βαθμό τα αστυνομικά κι επ’ ουδενί όσα μιλούν για ανεκπλήρωτους ή
φανταστικούς έρωτες…
9)
Ποιά είναι τα αγαπημένα σας βιβλία και συγγραφείς; Θεωρείτε ότι έχετε δεχθεί κάποιες
επιρροές από ομότεχνούς σας, Έλληνες ή ξένους, σύγχρονους ή κλασσικούς, στον
δικό σας τρόπο γραφής, ύφους ή θεματολογίας;
Καταρχάς, θα πρέπει να ξεκινήσω με έναν
αριστουργηματικό λογοτέχνη που με σημάδεψε ως αναγνώστη. Μιλώ για τον
αξεπέραστο Μαρσέλ Προυστ και τη σειρά του «Αναζητώντας
τον χαμένο χρόνο». Θα σταθώ ευλαβικά στον μεγαλύτερο διηγηματογράφο της
πατρίδας μας, τον Παπαδιαμάντη, και θ’ αναφερθώ στον ρεαλιστή Μ. Καραγάτση και
τον αισθαντικό Μυριβήλη. Δε γνωρίζω τον βαθμό της επιρροής που είχαν όλοι αυτοί
πάνω στη συγγραφική μου ιδιότητα. Είχαν σίγουρα ως αναγνώστη.
10)
Από την ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία υπάρχει κάποιο βιβλίο το οποίο έχετε
λατρέψει, το οποίο "ζηλεύετε"
ως λογοτεχνικό έργο και θα θέλατε, ή ονειρεύεστε να έχετε συγγράψει εσείς;
Κάποιο απόφθεγμα, ίσως, που να σας εκφράζει ιδιαίτερα;
Ο Ταχτσής για μένα είναι συγγραφέας του ενός
βιβλίου. Και τι βιβλίου, βέβαια! Ενός από τα σημαντικότερα της ελληνικής
λογοτεχνίας. Η επιτομή της μεταπολεμικής
Ελλάδας σε ένα βιβλίο. Αναφέρομαι στο «Τρίτο
στεφάνι». Συγκλονιστικό μέσα στην αφοπλιστική απλότητά του. Το θαυμάζω
απεριόριστα. Τα αποφθέγματα που υιοθετούμε συνήθως συμβαδίζουν με τις εμπειρίες
αλλά και την ηλικιακή μας φάση. Αυτό που μ’ εκφράζει τελευταία είναι ότι «κάθε μέρα είναι μια καινούργια ζωή».
11)
Κρίνοντας από το φωτογραφικό υλικό το οποίο συνοδεύει το εξαιρετικό βιβλίο σας,
καταλαβαίνουμε πως ταξιδέψατε στα μέρη τα οποία αναφέρετε σε αυτό. Πιστεύετε
πως ο συγγραφέας οφείλει να ταξιδεύει ώστε να έχει κάποια βιώματα από τις χώρες
και τις τοποθεσίες τις οποίες, τυχόν, περιγράφει στα βιβλία του και πόσο εφικτό
είναι αυτό στην πράξη; Είναι απαραίτητο κάτι τέτοιο, απλά και μόνο, για την "διεύρυνση των οριζόντων" του;
Δεν μπορώ να εκφέρω άποψη για άλλα βιβλία, αλλά για
το δικό μου έχω να πω ότι η προσωπική αντίληψη ήταν «εκ των ων ουκ άνευ». Όχι
μόνο γιατί αποτελεί ιστορικό ντοκουμέντο αλλά και γιατί γύρευα πολλές
απαντήσεις σε νέα ερωτήματα που μου έθετε η ίδια η συγγραφή. Χωρίς τη συνδρομή
του πραγματικού ήρωα για περαιτέρω διευκρινίσεις, πέρα από τη μακρινή του
αφήγηση, έπρεπε να αναζητήσω συντρόφους του εν ζωή και να ταξιδέψω στην
αφιλόξενη, ως προς την αναζήτησή μου, Γερμανία τρεις φορές. Πάντως για να έχω
ολοκληρωμένη εικόνα των συμβάντων περπάτησα στην τοπογραφία του αφηγήματος, κι
εδώ και στη Γερμανία. Ακολούθησα την καθημερινή πορεία των ομήρων-δούλων από το
στρατόπεδο στον χώρο καταναγκαστικής εργασίας. Η εμπειρία ήταν συγκλονιστική.
12)
Θεωρείτε ότι ο συγγραφέας θα πρέπει να ασχολείται με διαφορετικά είδη
λογοτεχνίας και να "πειραματίζεται"
θεματολογικά, ρισκάροντας το υπάρχον αναγνωστικό του κοινό, ή θα όφειλε να
εμμένει στο είδος που τον έχει καθιερώσει;
Ο πλουραλισμός είναι σημαντικός τόσο στη ζωή όσο και
στην τέχνη. Η μανιέρα στο θέατρο, ας πούμε, μπορεί να σε καθιερώνει, ωστόσο σε
τυποποιεί και κουράζει το κοινό. Το ίδιο πιστεύω ότι συμβαίνει και στη
λογοτεχνική δημιουργία. Ο καλός συγγραφέας είναι καλό να ελίσσεται και να
ξεδιπλώνει κι άλλες του δεξιότητες. Φτάνει να υπάρχουν, βέβαια.
13)
Πιστεύετε πως οι συγγραφείς οφείλουν να προβληματίζουν τους αναγνώστες "αφυπνίζοντας" τη σκέψη τους,
ή ο σκοπός των βιβλίων τους θα έπρεπε να είναι απλά και μόνο ψυχαγωγικός;
Εσείς, ποιά μηνύματα επιδιώκετε να "περάσετε"
στους αναγνώστες σας και σε ποιό είδος αναγνωστικού κοινού απευθύνεστε μέσα από
το βιβλίο σας;
Οι συγγραφείς οφείλουν να γράφουν, να εκφράζονται με
λέξεις και εικόνες. Άλλοτε ψυχαγωγούν κι άλλοτε μοιράζονται σκέψεις και
προβληματισμούς. Πολλές φορές συνδυάζουν και τα δυο. Ο καθαρά ψυχαγωγικός
χαρακτήρας ενός βιβλίου παραπέμπει κατά τεκμήριο σε ελαφρύ περιεχόμενο. Ακόμα
κι ένα βιβλίο, ωστόσο, με κωμικά στοιχεία μπορεί να εμπεριέχει τον σαρκασμό ή
να σατιρίζει πολύ αποτελεσματικά. Το πρώτο μου λογοτεχνικό βιβλίο θεωρώ ότι δεν
απευθύνεται σε συγκεκριμένη ομάδα αναγνωστών. Αφορά όλες τις ηλικιακές ομάδες
από την εφηβεία και πάνω και σε άτομα κάθε μορφωτικού επιπέδου. Ασφαλώς, οι
προσλαμβάνουσες είναι, όπως πάντα, διαφορετικές.
14)
Θεωρείτε πως η σύγχρονη πραγματικότητα μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για έναν συγγραφέα και,
ειδικότερα, οι τόσο δύσκολες καταστάσεις που βιώνουμε τελευταία στην πατρίδα
μας; Ή μήπως το ζητούμενο από τους αναγνώστες είναι ακριβώς η "φυγή" από αυτήν τη ζοφερή
πραγματικότητα;
Η σύγχρονη πραγματικότητα, όχι μόνο της πατρίδας
μας, έχει ζοφερά χαρακτηριστικά και υπό την έννοια αυτή προσφέρεται για πηγή
έμπνευσης. Οι ταραχώδεις περίοδοι που δημιουργούν προβλήματα και αναζωπυρώνουν
ανθρώπινα πάθη προκαλούν το ενδιαφέρον της τέχνης κι επομένως και των
λογοτεχνών. Είναι γεγονός ότι κάποιοι αναγνώστες αναζητούν σε κάποια βιβλία τη
«φυγή» από τα σκοτεινά προβλήματα της καθημερινότητας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά
μια φοιτήτρια που σε πρόσφατη έκθεση βιβλίου γύρεψε κάποιο βιβλίο
«αισθηματικό», όπως είπε, που δε θα την προβλημάτιζε και θα την ξεκούραζε. Από
το να αποχαυνώνεται στο κινητό όλη μέρα, σκέφτηκα, κάτι είναι κι αυτό.
15)
Στη σύγχρονη πραγματικότητα και στην εποχή της άκρατης τεχνολογίας ποιά
θεωρείτε πως είναι η θέση του λογοτεχνικού βιβλίου; Περνάει τελικά το βιβλίο
κρίση στη χώρα μας ή διεθνώς και τι θα μπορούσαμε να κάνουμε ώστε να γίνει πιο
προσιτό στο αναγνωστικό κοινό και ιδιαίτερα στους νέους;
Ζώντας στην απόλυτη "παντοδυναμία" της
εικόνας και της τεχνολογίας το βιβλίο φαντάζει παράταιρο και παλιομοδίτικο.
Διαβάζουν πολλοί λίγοι κι αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, όπως
διατείνονται πολλοί. Σε όλον τον κόσμο οι άνθρωποι -κι όχι μόνο οι νέοι-
βουτούν το πρόσωπό τους σε κάποια φωτεινή οθόνη ώρες ατέλειωτες.
Πληροφορούνται, μαθαίνουν, ψυχαγωγούνται, προβληματίζονται και ερωτεύονται μέσα
απ’ αυτή. Το βιβλίο ανήκει σε κάποιους ρομαντικούς ή σε κάποιους που έχουν
βαθύτερη παιδεία. Και δύσκολα, φοβάμαι, θα διαχυθεί στους υπόλοιπους. Εκτός, αν
τους αναγκάσει το "μπούχτισμα".
16)
Είχατε κάποιους "ενδοιασμούς"
όταν αποφασίσατε να δώσετε το βιβλίο σας προς έκδοση; Αγωνιούσατε ως προς την
αποδοχή που θα τύχαινε αυτό από το αναγνωστικό κοινό; Πιστεύετε πως η
θεματολογία του βιβλίου σας παίζει τον δικό της ρόλο στην αποδοχή αυτή;
Όχι μόνο είχα ενδοιασμούς, δε μου περνούσε καν από
το νου μου. Η ανάγκη ν’ αποτυπώσω τις εμπειρίες του πατέρα μου από τα ναζιστικά
στρατόπεδα, είχε αρχικά τη σκοπιμότητα να τα διαφυλάξω στη μνήμη μου. Η
απροθυμία του πατέρα μου να αφηγηθεί και να κοινοποιήσει τη δοκιμασία του ακόμα
και στην οικογένειά του αποτέλεσε για μένα αξεπέραστο δισταγμό. Η ερμηνεία της
μίας και μοναδικής του αφήγησης με οδήγησε στη σκέψη ότι, εφόσον μου τα είπε,
ουσιαστικά μου έδωσε τη συγκατάθεση να τα παραδώσω στη συλλογική μνήμη. Η
αγωνία της αποδοχής του βιβλίου μου με τη στενή έννοια δε με απασχόλησε
ιδιαίτερα. Η εσωτερική ανάγκη μου εκπληρώθηκε με την τελευταία τελεία. Ασφαλώς,
όμως, η ενθουσιώδης αποδοχή των εκδοτών μου, οι καλές κριτικές που αποκόμισε
και η ανατροφοδότηση που έχω από πολλούς άγνωστους αναγνώστες μου με γεμίζουν
με την ικανοποίηση ότι το εγχείρημά μου άξιζε τον κόπο.
17)
Κλείνοντας και, αφού σας ευχαριστήσω θερμά για την τιμή της παραχώρησης αυτής της συνέντευξης, θα ήθελα να σας ευχηθώ
ολόψυχα καλή επιτυχία στο μυθιστόρημά σας «Δυο
Χειμώνες Κι Ούτε Ένα Καλοκαίρι», και να σας ρωτήσω για τα άμεσα
συγγραφικά σας σχέδια. Τί να περιμένουμε από εσάς στο μέλλον;
Σας ευχαριστώ θερμά και σας συγχαίρω για τις πολύ
ουσιαστικές και πρωτότυπες ερωτήσεις σας. Το επόμενο συγγραφικό μου σχέδιο
περιλαμβάνει ένα τσούρμο σκανδαλιάρικων παιδιών στην εποχή της χούντας. Το ύφος
του είναι κατά βάση κωμικό με έντονα τα στοιχεία της ηθογραφίας της εποχής
εκείνης, καθώς και μπόλικες νοσταλγικές πινελιές για τα παιδικά χρόνια όσων τα
έζησαν τότε.
Ο Μιχάλης Κατσιμπάρδης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην
αργολική γη. Έζησε, όπως όλοι της γενιάς του, χορτάτα παιδικά χρόνια, με
ατέλειωτα παιχνίδια στις αλάνες, με διάβασμα βιβλίων και μεγάλα όνειρα. Ευτύχησε
να έχει καλούς γονείς, που αποτέλεσαν για την παιδική του ψυχή σπουδαίο
σχολείο. Σπούδασε και διδάσκει φιλολογία. Ζει στην Αθήνα, όπως οι μισοί
Έλληνες, εδώ και πολλά χρόνια. Πιστεύοντας ότι «είμαστε η μνήμη μας», προσπαθεί
να τη διαφυλάξει ακέραιη, όσο οδυνηρή μπορεί να είναι μερικές φορές.
Σ’ αυτό το πρώτο λογοτεχνικό του εγχείρημα τιμά αυτή
την ανεκτίμητη γνωστική και ψυχική λειτουργία, αποχαιρετώντας μ’ αυτόν τον
τρόπο οριστικά τον πατέρα του, δύο ακριβώς δεκαετίες μετά τον θάνατό του.
«ΔΥΟ ΧΕΙΜΩΝΕΣ
ΚΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ», του Μιχάλη Κατσιμπάρδη
Εκδόσεις: Άνεμος
Σελίδες: 320
Τιμή με έκπτωση: 13,80€
Διαβάστε την κριτική για το βιβλίο όπως αυτή αναρτήθηκε
στους «ΦΙΛΟΥΣ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ» στον ακόλουθο σύνδεσμο:
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου:
«Αληθινή
ιστορία: Η αντίσταση, η σύλληψη, τα ναζιστικά στρατόπεδα, η επιστροφή, η
ματαίωση.
Καλοκαίρι 1944. Λίγο πριν εγκαταλείψουν την Ελλάδα,
οι Γερμανοί πυρπολούν, βασανίζουν, αιχμαλωτίζουν, αφανίζουν περιουσίες και
ψυχές. Ο πατέρας μου ήταν νέος, γεμάτος όνειρα για τη ζωή, περίμενε τη στιγμή
που θα του δινόταν η ευκαιρία για το μεγάλο φτερούγισμα. Ο πόλεμος όμως
ανατρέπει τα οράματα. Βρέθηκε στη δίνη του, άγουρος ακόμα από ζωή. Αντιστάθηκε,
αρνήθηκε την υποταγή στους κατακτητές, προδόθηκε, συνελήφθη, βασανίστηκε,
σύρθηκε στα ναζιστικά στρατόπεδα της Γερμανίας. Έδωσε υπόσχεση να γυρίσει πίσω,
στην πατρίδα και στους ανθρώπους του. Πάλεψε καθημερινά για την αξιοπρέπειά του
μέσα στη φρίκη του στρατοπέδου, εκεί που η λέξη «άνθρωπος» χάνει το νόημά της.
Γαντζώθηκε από τη ζωή και βγήκε απ’ αυτή τη μάχη λαβωμένος μα ζωντανός. Γύρισε
με λαχτάρα πίσω, σε μια πατρίδα όμως που δεν του άνοιξε ποτέ την αγκαλιά της.
Μια μεταπολεμική Ελλάδα που κατασπάραζε τα παιδιά της, που έθετε διαχωριστικές
γραμμές, που περιφρονούσε και τιμωρούσε.
Το βιβλίο αυτό ανοίγει διάπλατα την ψυχή του ήρωα,
που για χρόνια ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι. Και φέρνει στο φως όχι μόνο
συνταρακτικά ιστορικά ντοκουμέντα, ερμηνείες και απαντήσεις σε πολλά «γιατί»,
αλλά επιπλέον πραγματεύεται τη δύσκολη κι ανεξερεύνητη σχέση του πατέρα-ήρωα με
τον γιο-συγγραφέα. Μια σχέση που ποτίστηκε με περισσότερες σιωπές και λιγότερα
λόγια.»
Ένα μικρό
απόσπασμα από το β΄ αυτάκι του βιβλίου:
«...Τώρα, υπήρχε μεν η ελπίδα και η αναμονή της
λευτεριάς, η εξάντληση, όμως, τους οδηγούσε στα όρια της ολικής κατάρρευσης.
Ζούσαν για να δουλεύουν διαρκώς, αγνοώντας συστηματικά το «πού», για λογαριασμό
«τίνος», για «πόσο», τις αλλαγές των συνθηκών της απασχόλησής τους και τις
συνεχείς μετακινήσεις τους.
Καμιά απάντηση, καμιά προσδοκία, μονάχα βλέμματα
καθηλωμένα στο χώμα, από την εξάντληση, την παραίτηση, την ντροπή και την
αναμονή, αυτή την καταραμένη ατέλειωτη αναμονή…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου