Εκδόσεις:
Ψυχογιός
Σελίδες:
216
Τιμή:
9,99 €
Από την πρώτη φορά που διάβασα βιβλίο
του Γιάννη Καλπούζου συνειδητοποίησα πως ο συγκεκριμένος συγγραφέας είναι ένας
λογοτέχνης του οποίου τα έργα δεν πρόκειται ποτέ να με αφήσουν αδιάφορη. Ήμουν
απόλυτα βέβαιη, λοιπόν, πως και η παρούσα συλλογή διηγημάτων του θα με
συγκινήσει και θα με παρασύρει σε αναγνωστικές ατραπούς όπου μόνο η δική του
γραφή το κατορθώνει. Πραγματικά, όχι μόνο δεν διαψεύστηκαν οι προσδοκίες μου,
αλλά κλείνοντας το βιβλίο μού δημιουργήθηκε η εντύπωση πως μέσα στις
ολιγάριθμες σελίδες του «Κάποιοι Δεν
Ξεχνούν Ποτέ» είχαν συμπυκνωθεί τόσα μυθιστορήματα όσα ακριβώς ήταν και
τα διηγήματα της συλλογής. Αυτό είναι απόλυτα λογικό, καθώς κάθε ένα διήγημα
είναι γραμμένο τόσο μεστά και ολοκληρωμένα ώστε ο αναγνώστης αισθάνεται πως
διάβασε ένα ξεχωριστό, αυτούσιο βιβλίο, το οποίο εντάσσεται σε ξεχωριστό
λογοτεχνικό είδος και έχει ενδιαφέρουσα, ευρηματική πλοκή και άρτια
σκιαγραφημένους χαρακτήρες. Μέσα σε αυτή την συλλογή οι αναγνώστες θα βρουν ένα
ή και περισσότερα διηγήματα τα οποία αντιπροσωπεύουν τα δικά τους αναγνωστικά
γούστα, αλλά εξίσου πιθανό είναι να ανακαλύψουν και άλλα είδη τα οποία δεν
περίμεναν ποτέ να "μιλήσουν" στην ψυχή τους.
Ο συγγραφέας έχοντας επεξεργαστεί και
εμπλουτίσει το αρχικό του υλικό, που είχε εκδοθεί για πρώτη φορά το 2002, θεωρώ
πως επιδίωξε να ενσωματώσει και να εκφράσει πολλούς από τους προβληματισμούς
του για όσα συμβαίνουν γύρω μας τα τελευταία χρόνια. Η απεικόνιση των σοβαρών
παθογενειών της κοινωνίας μας –οι οποίες ίσως και να προϋπήρχαν πάντοτε στο
παρασκήνιο αλλά μόνο πρόσφατα βρήκαν την ευκαιρία για να εμφανιστούν εντονότερα–
είναι κάτι που "περνά" ο συγγραφέας σε αρκετά από τα διηγήματά του,
ως σκεπτόμενο και ενεργό μέλος της ελληνικής κοινωνίας. Μέσα από τους ήρωές του,
ο Γιάννης Καλπούζος καταφέρνει να μας κάνει κοινωνούς στους δικούς του έντονους
προβληματισμούς και να μας ωθήσει να σκεφτούμε τί θα κάναμε εμείς σε κάθε
δεδομένη κατάσταση, πώς θα αντιδρούσαμε. Θα αποστρέφαμε, παραδείγματος χάριν,
το βλέμμα από την απόγνωση του εκάστοτε συνανθρώπου μας, θα τον παρατηρούσαμε αδιάφοροι
να επιλέγει τον "δρόμο χωρίς επιστροφή", ή θα παίρναμε κάποια
πρωτοβουλία για να τον αποτρέψουμε αναλαμβάνοντας δράση;
Η ποιητική γραφή, όμως, και η
εικονοπλαστική ικανότητα του συγγραφέα είναι δεδομένες, πασιφανείς και
αδιαμφισβήτητες οποτεδήποτε και με όποιον τρόπο και αν επιλέγει να αποτυπώσει τις
σκέψεις του στο χαρτί και αυτό μπορεί εύκολα να το διακρίνει κάποιος μέσα από
κάθε διήγημα αυτής της συλλογής. Άλλοτε ο σκοπός του είναι να μας επισημάνει
την σημασία του έρωτα, του ανεκπλήρωτου πόθου και της ενίοτε καταστροφικής έλλειψης
ανταπόκρισης από το αντικείμενο του πόθου του, μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο
στην τρέλα και στο έγκλημα. Άλλοτε σατιρίζει τις παράλογες εμμονές, τις παραξενιές,
τα αταίριαστα καμώματα των ηλικιωμένων που διασκεδάζοντας την ανία και την
μοναξιά από τις οποίες συχνά υποφέρουν, πραγματοποιούν τις πιο ευφάνταστες και
κωμικές δολοπλοκίες. Άλλοτε μας επισημαίνει πως τα φαινόμενα κάποιες φορές
απατούν, ορισμένες κακές συνήθειες του παρελθόντος επιστρέφουν ενίοτε για να μας
υπενθυμίσουν τις ενοχές μας, όπως επίσης, και ότι είναι δυνατόν να βρούμε την
αληθινή αγάπη και την συντροφικότητα στα πιο απίθανα μέρη και στα πρόσωπα των
πιο αταίριαστων για τα, προσωπικά και παγιωμένα γούστα μας, ανθρώπων.
Το βιβλίο του Γιάννη Καλπούζου «Κάποιοι Δεν Ξεχνούν Ποτέ» δεν είναι
μόνο ακόμα ένα δείγμα του αξιόλογου έργου του μεγάλου λογοτέχνη, αλλά είναι και
ένα από εκείνα τα μικρά αναγνωστικά διαμαντάκια, που θα σας ταξιδέψει, θα σας συγκινήσει,
θα σας κάνει να προβληματιστείτε, να γελάσετε, να αναπολήσετε, να θυμώσετε, ακόμα
και να δακρύσετε, πάνω απ’ όλα όμως θα σας κάνει να αναλογιστείτε πως κάποιες
φορές τα μεγάλα και τα σημαντικά μπορούν να ειπωθούν με λίγα και μεστά λόγια,
χωρίς να χάσουν ούτε το ελάχιστο από την σημασία τους. Διαβάστε το, Φίλοι μου!
Υπόθεση
Οπισθόφυλλου:
«Xαρά
και θλίψη, φωτιά και νερό, μάχονταν στην ψυχή της. Απαλύνονταν οι ενοχές και οι
φόβοι της με τον κατακερματισμό της αμαρτίας, αλλά ταυτόχρονα πονούσε καθώς
διαπίστωνε ότι με τον χρόνο εξαφανίζονταν τα λατρεμένα πρόσωπα. Δεν ήθελε να
της συμβεί το ίδιο. Να πιστέψει ότι κάποτε θα πάψει να λατρεύει το πρόσωπο
εκείνου. Όχι, ούτε να το διανοηθεί.
Της
ερχόταν να ουρλιάξει. Να βγάλει φωνή, όση όλες μαζί οι φωνές των ανθρώπων. Να
κομματιαστεί, θαρρείς και τον έχανε μόλις τώρα. Να της τον έπαιρναν όπως το μωρό
απ’ το βυζί για να το σφάξουν.
Γιατί
αβγατίζει ο πόνος όταν είσαι πονεμένος και σου λένε πως θα ξεχάσεις. Γιατί τότε
δε θέλεις να ξεχάσεις. Γιατί πονάς και νιώθεις πως θα πονάς για πάντα. Γιατί αν
δε νιώθεις ότι θα πονάς για πάντα, τότε δεν είναι αληθινός ο πόνος. Κι αφού ο
πόνος και η αγάπη πάνε αντάμα, αν δε νιώθεις ότι θ’ αγαπάς για πάντα, τότε δεν
αγαπάς αληθινά. Αλλά κι αν σβήσει στο μέλλον η αγάπη σου, δε θέλεις να το
ξέρεις από πριν. Αγάπη με ημερομηνία λήξης δεν υπάρχει, τουλάχιστον από τα πριν
γραμμένη. Αλλιώς δεν μπορεί να γίνει καν η αρχή. […]
19
διηγήματα και μια παραλογή, με καλπάζουσα και φουρτουνιασμένη γλώσσα, για τον
έρωτα, τον γενέθλιο τόπο ως παντοτινή πατρίδα, τις αποχρώσεις των ονείρων, την
εξουσία της φήμης, την τραγικότητα της μοναξιάς, την κοινωνική μειονεξία, τους
«επικίνδυνους» ποιητές, το βάπτισμα στο αίμα της τέχνης, τα θηρία που μας τρώνε
ψυχή, νου και κορμί, τη θεία φύση και τη γυναίκα-ζωή.
Αναθεωρημένη
επανέκδοση της συλλογής διηγημάτων «Μόνο να τους άγγιζα» (Κέδρος, 2002),
εμπλουτισμένη με νέο υλικό.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου