Ταξίδια Μέσα Από Τη Λογοτεχνία!

Η Λογοτεχνία είναι για μένα ένα «παράθυρο» σ' έναν μαγικό κόσμο. Κάθε βιβλίο μάς ταξιδεύει σε κόσμους πραγματικούς ή φανταστικούς, τωρινούς, μελλοντικούς ή παρελθοντικούς. Ένα είναι το μόνο σίγουρο, κάθε βιβλίο που μας ενθουσιάζει, μας εντυπωσιάζει ή μας μαγεύει θέλουμε να το μοιραστούμε με άλλους φίλους-αναγνώστες. Έτσι κι εγώ, θέλω να μοιραστώ μαζί σας όσα βιβλία με ενθουσίασαν και με «γέμισαν» με πρωτόγνωρες ιδέες, εικόνες και συναισθήματα. Σαφώς και η άποψη του κάθε αναγνώστη είναι μοναδική και ένα βιβλίο που εμείς λατρέψαμε μπορεί κάποιος άλλος να το αντιπάθησε ή ακόμα και να το μίσησε... Μέσα από αυτήν την οπτική θεωρώ φρόνιμο να μη σχολιάζω όσα βιβλία δεν με εντυπωσίασαν ή με άφησαν αδιάφορη, διότι η άποψή μου είναι απολύτως υποκειμενική. Δεν θα ήθελα να προκαταλάβω αρνητικά κανέναν αναγνώστη, αποτρέποντάς τον από το να διαβάσει ένα βιβλίο το οποίο, ενδεχομένως, να τον ενθουσιάσει. Κάθε βιβλίο απαιτεί το κατάλληλο περιβάλλον, το υπόβαθρο και την ανάλογη διάθεση για να εκτιμηθεί, οπότε καλό θα είναι να μην απορρίπτουμε ποτέ τίποτα. Η έκφραση και αποτύπωση της δικής μου γνώμης για κάθε βιβλίο -αλλά και των απόψεων και σχολιασμών άλλων φίλων-συγγραφέων-αναγνωστών, που αναγράφονται στη σχετική κατηγορία-, έχουν ως μοναδικό σκοπό να εκφράσουν τον θαυμασμό μας για ορισμένα βιβλία που θεωρούμε άξια λόγου και θέλουμε να γίνουν ευρέως γνωστά, βοηθώντας έτσι τους αναγνώστες στην επιλογή του επόμενου βιβλίου που θα διαβάσουν. Πάντοτε με το μεγαλύτερο σεβασμό και θαυμασμό για όλους τους συγγραφείς, που μέσα από τις σελίδες των βιβλίων τους μας «ταξιδεύουν» μακριά από την εκάστοτε πραγματικότητα ή μας βοηθούν να την κατανοήσουμε καλύτερα, αλλά σε κάθε περίπτωση στολίζουν την ψυχή μας, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ!

Κλειώ Ισιδ. Τσαλαπάτη

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

Συνέντευξη με τον ΗΡΑΚΛΗ ΓΕΩΡΓΑΝΤΗ - Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

κ. Ηρακλής Γεωργαντής
          Κάθε εκ πεποιθήσεως αναγνώστης, που σέβεται τον εαυτό του, νομίζω πως βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση νέου συγγραφικού αίματος. Όσο κι αν έχει διαβάσει τα κλασικά και αξεπέραστα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όσο κι αν έχει ξεχωρίσει κάποιους αγαπημένους του συγγραφείς που τους ακολουθεί πιστά σε κάθε νέο έργο τους, πάντα θα υπάρχει χώρος και επιθυμία για την ανακάλυψη ενός νέου συγγραφέα. Ήταν, λοιπόν, πραγματική ικανοποίηση για μένα –όπως πιστεύω και για πολλούς άλλους αναγνώστες– η ανακάλυψη του πρώτου συγγραφικού πονήματος του κ. Ηρακλή Γεωργαντή που κυκλοφορεί από τις αγαπημένες εκδόσεις Κλειδάριθμος με τίτλο «Τρεις βαθμοί μυωπίας – Βιβλίο 1: Χριστίνα». Πρόκειται για ένα σύγχρονο νουάρ ερωτικό μυθιστόρημα το οποίο εκτυλίσσεται στη σύγχρονη Αθήνα της κρίσης και το οποίο πραγματικά με ενθουσίασε και με καθήλωσε με την πρωτότυπη και ευρηματική υπόθεσή του. Η τριλογία του κ. Γεωργαντή «Τρεις βαθμοί μυωπίας» θα ολοκληρωθεί με την κυκλοφορία των δύο επόμενων βιβλίων του με τίτλους: «Βιβλίο 2: Ναταλία» και «Βιβλίο 3: Άννα». Με αφορμή την κυκλοφορία αυτού του πρώτου βιβλίου της τριλογίας του, ο συγγραφέας είχε την καλοσύνη να απαντήσει σε ορισμένες ερωτήσεις μου για τους «Φίλους της Λογοτεχνίας». Από τις απαντήσεις του κρατώ την πολύ ενδιαφέρουσα άποψή του που μαρτυράει πολλά για την κοσμοθεωρία του ως συγγραφέα: «Αυτός πρέπει να είναι κατά τη γνώμη μου ο στόχος του μυθιστορήματος: όχι να πει σε κάποιον πώς πρέπει να ζήσει, αλλά να του παρουσιάσει τη ζωή». Τον ευχαριστώ θερμά για τον χρόνο που μου διέθεσε, του εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία στο συνολικό συγγραφικό του έργο και σας προσκαλώ να διαβάσετε τις απαντήσεις του, ώστε να γνωρίσετε κι εσείς λίγο καλύτερα τον εξαίρετο Ηρακλή Γεωργαντή!

1) Αγαπητέ κύριε Γεωργαντή, τις θερμές μας ευχές για το πρώτο εξαιρετικό μυθιστόρημά σας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, με τίτλο «Τρεις βαθμοί μυωπίας – Βιβλίο 1: Χριστίνα». Ποιο ήταν το έναυσμα για την ενασχόλησή σας με τον κόσμο της λογοτεχνίας και το αντικείμενο της συγγραφής;

Καταρχάς, σας ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία και για τα καλά σας λόγια. Η συγγραφή συνιστά έναν ιδιότυπο διάλογο, μεταξύ του συγγραφέα και του αναγνώστη. Ο συγγραφέας μιλάει και παράλληλα φαντάζεται τις αντιδράσεις του μελλοντικού αναγνώστη. Εγώ θέλησα να ανοίξω αυτόν τον διάλογο, όταν αισθάνθηκα την ανάγκη να εκφραστώ και είδα ότι μπορώ να το κάνω με ενδιαφέροντα τρόπο.

2) Στο βιβλίο σας η σύγχρονη πραγματικότητα της κοινωνικής, ηθικής και οικονομικής κρίσης αποτελεί το κύριο φόντο της πλοκής, ενώ η μυθοπλασία σας κινείται στη νουάρ ατμόσφαιρα. Εσείς ποια θεωρείτε ως την πιο σημαντική, ίσως και ανεξάντλητη, «πηγή ιδεών» για έναν συγγραφέα;

Τις αντιδράσεις των ανθρώπων όταν βρίσκονται σε ακραίες συναισθηματικές καταστάσεις. Για αυτόν τον λόγο θεωρώ ότι ο συγγραφέας πρέπει πρώτα να έχει υποστεί αυτές τις αντιδράσεις και να έχει βιώσει έντονες συναισθηματικές καταστάσεις, προκειμένου γράφοντας να μπορεί να δημιουργεί γνήσιους χαρακτήρες. Έτσι λοιπόν επιλέγω να ζω και να γράφω, χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη βιωματικές εμπειρίες, προσαρμοσμένες στις ανάγκες της πλοκής.

3) Συνήθως, οι περισσότεροι συγγραφείς είτε έχουν σπουδάσει κάποιο αντικείμενο είτε ασκούν ως επάγγελμα κάτι εντελώς διαφορετικό από τη συγγραφική τους ιδιότητα. Πιστεύετε πως το επιστημονικό υπόβαθρο είναι απαραίτητο για τη συγγραφή ενός βιβλίου ή αρκεί το έμφυτο συγγραφικό ταλέντο, η φαντασία και οι εμπειρίες κάθε συγγραφέα;

Είναι απολύτως απαραίτητο ο συγγραφέας να γνωρίζει άριστα τη γλώσσα, ώστε να έχει τη δυνατότητα να είναι ακριβής στις περιγραφές του. Όταν έχει κάποια σκέψη στο μυαλό του ή κάποια εικόνα, θα πρέπει να έχει εναργή πληθώρα λέξεων και συντακτικών σχημάτων, προκειμένου να τη διατυπώσει όπως ακριβώς τη σκέφτεται. Παρόλα αυτά η αφήγηση είναι μία ενστικτώδης διαδικασία που στηρίζεται στο ταλέντο. Δεν μπορεί να διδαχθεί, αλλά μόνο να βελτιωθεί μέσω της άσκησης. Το επιστημονικό υπόβαθρο τώρα είναι σημαντικό όταν ο συγγραφέας επιλέξει να εκτυλίξει τον μύθο του σε ιδιαίτερους χώρους, π.χ. αστυνομία, φυλακές, των οποίων η λειτουργία ήταν αντικείμενο των σπουδών του, αφού σε συνδυασμό με την εμπειρία της άσκησης του επαγγέλματός του μέσα στους χώρους αυτούς, του δίνει το πλεονέκτημα της περιγραφής των ρόλων του καθενός, όπως ακριβώς είναι.

4) Υπάρχει κάποιο μοτίβο ως προς το πότε σας «επισκέπτεται» η συγγραφική σας έμπνευση; Όταν ολοκληρώνετε ένα βιβλίο σας, αρκείστε μόνο στη δική σας γνώμη και αξιολόγηση –πριν προχωρήσετε στην έκδοσή του– ή αναζητάτε πρώτα την άποψη κάποιου οικείου σας προσώπου την κρίση του οποίου εμπιστεύεστε; Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για το βιβλίο σας και, γιατί όχι, την ιστορία «πίσω από την ιστορία» αυτού;

Η έμπνευση με επισκέπτεται καθημερινά. Για αυτό φροντίζω να έχω ανοιχτά τα μάτια μου για να τη δω. Γύρω μου υπάρχουν πηγές έμπνευσης που με περιμένουν να τις παρατηρήσω. Αν εγώ αδιαφορήσω, εξαϋλώνονται και εξαφανίζονται. Αν αποκωδικοποιήσω την πραγματική ή την αλληγορική αξία τους, τότε πολύ σύντομα θα αποτελέσουν δημιουργικό μέρος της συγγραφής μου.
Έχω απόλυτη ανάγκη τη γνώμη των άλλων πριν θεωρήσω ότι ένα έργο μου είναι ολοκληρωμένο. Το βιβλίο θα πρέπει να διαβαστεί προηγουμένως από ανθρώπους διαφορετικούς μεταξύ τους, προκειμένου να δω αν εστιάζουν στα σημεία του βιβλίου που κατά το στάδιο της συγγραφής θεωρώ ως κορυφαία. Οι εντυπώσεις τους είναι πολύ χρήσιμες. Τα βιβλία μου γράφονται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να είναι ενδιαφέροντα και για αυτόν που θέλει να εμβαθύνει περισσότερο, αλλά και για αυτόν που ενδιαφέρεται απλώς να ζήσει μέσα στην ιστορία του βιβλίου. Αν αισθανθώ ότι το βιβλίο χρειάζεται κάποια συμπλήρωση, προκειμένου να ικανοποιηθεί καλύτερα η ανάγκη κάποιου από τους δύο, τότε επεμβαίνω και το προσαρμόζω. Όμως πάντοτε σαφές προσωπικό μου όριο είναι η λογοτεχνία. Το απολύτως εύκολο κείμενο το απορρίπτω.
Υπάρχουν πολλές ιστορίες πίσω από την ιστορία του βιβλίου. Νομίζω ότι οι εμπειρίες μου μοιάζουν με την εικόνα μίας βιβλιοθήκης. Συμπεριλαμβάνει τα βιβλία που έχω διαβάσει, αλλά όταν την κοιτάξω από μακριά αποτελεί από μόνη της ένα ιδιαίτερο εικαστικό δημιούργημα. Ίσως τελικά αυτό είναι η συγγραφή. Η οπτική που επιλέγεις να κοιτάς τις εμπειρίες σου, τη βιβλιοθήκη σου.

5) Ο συγγραφέας Ηρακλής Γεωργαντής βρίσκει τον χρόνο να διαβάζει για δική του ευχαρίστηση και όχι μόνο για έρευνα πάνω σε κάποιο μελλοντικό βιβλίο του; Εφόσον συμβαίνει αυτό, ποιο είδος λογοτεχνίας προτιμάτε περισσότερο ως αναγνώστης και γιατί;

Την καλή λογοτεχνία. Σε όποιο είδος και αν ανήκει. Αρκεί το βιβλίο να είναι καλογραμμένο και η ανάλυση να φτάνει μέχρι το βάθος. Την περίοδο αυτή όμως γράφω την «Άννα», το τρίτο βιβλίο της τριλογίας, ενώ πριν λίγο διάστημα παρέδωσα τη «Ναταλία». Ο χρόνος μου αυτό το διάστημα, εξαιτίας της συγγραφής σε συνδυασμό με τη δικηγορία, είναι δυστυχώς εξαιρετικά περιορισμένος για διάβασμα βιβλίων που θα ήθελα να διαβάσω.

6) Θυμάστε το πρώτο σας ανάγνωσμα το οποίο σας «παρέσυρε» στον κόσμο της λογοτεχνίας; Ποια είναι τα αγαπημένα σας βιβλία και συγγραφείς; Υπάρχει κάποιο απόφθεγμα από βιβλίο το οποίο να καθόρισε τη μετέπειτα ζωή σας; Έχετε δεχθεί κάποιες επιρροές από ομότεχνούς σας –Έλληνες ή ξένους, σύγχρονους ή κλασσικούς– στον δικό σας τρόπο γραφής, ύφους ή θεματολογίας;

Το πρώτο μυθιστόρημα που διάβασα ήταν ο «Τύραννος» του Κρόνιν. Η ιδέα όμως ότι μπορώ να γράψω ήρθε με το «1Q84» του Μουρακάμι. Υπάρχουν πολλά αγαπημένα μου βιβλία, όμως ξεχωρίζω το «Θάνατος στη Βενετία» του Τόμας Μαν και ο «Οδυσσέας» του Τζέιμς Τζόις. Από τον «Οδυσσέα» έχω συγκρατήσει τη φράση που αναφέρει βλέποντας φύκια στη θάλασσα να μετασχηματίζονται με τον παφλασμό του κύματος: «Μάταια συγκεντρωμένα, άσκοπα αραιωμένα, με το κύμα πάνε, με το κύμα έρχονται». Νομίζω ότι αυτή η φράση παρομοιάζει κατά τον καλύτερο τρόπο την επιπολαιότητα των ανθρώπων. Από το «Θάνατος στη Βενετία» έχω συγκρατήσει τη φράση: «όταν ξεκινάς να κρίνεις κάποιον, σταματάς να τον αγαπάς». Ο τρόπος γραφής μου, παρά το γεγονός ότι θαυμάζω πολλούς συγγραφείς, δεν είναι επηρεασμένος από αυτούς. Χαράζω ένα προσωπικό μονοπάτι.

7) Θεωρείτε πως οι συγγραφείς θα πρέπει να ασχολούνται με διαφορετικά είδη λογοτεχνίας και να «πειραματίζονται» θεματολογικά –ρισκάροντας το υπάρχον αναγνωστικό τους κοινό– ή είναι προτιμότερο να παραμένουν στο είδος που τους έχει καθιερώσει; Εσείς, ποια μηνύματα επιδιώκετε να «περάσετε» στους αναγνώστες σας και σε ποιο είδος αναγνωστικού κοινού, συνήθως, απευθύνεστε μέσα από το συγγραφικό έργο σας;

Ο συγγραφέας περιγράφει ιστορίες. Δεν πρέπει ποτέ να ακολουθεί το ίδιο μοτίβο. Αν είναι να γράφεις για να νιώθεις ασφαλής, καλύτερα να μη γράφεις. Για αυτό πρέπει να κινηθείς σε όλους τους χώρους. Ένας άνθρωπος που κάνει κάθε μέρα το ίδιο πράγμα, επειδή αισθάνεται ασφαλής μέσα σε αυτό, έχοντας ήδη δημιουργήσει ένα περιβάλλον ανθρώπων, οι οποίοι αναγνωρίζουν την αξία του και δεν θέλει να εκτεθεί σε άλλους, θα καταντήσει γρήγορα βαρετός και επικριτικός με καθετί νέο. Για αυτό, θα πρέπει να κινείται σε διαφορετικούς χώρους, διατηρώντας όμως πάντοτε τον χαρακτήρα του. Αλλιώς θα είναι γελοίος. Έτσι λοιπόν, ο συγγραφέας πρέπει να ρισκάρει, διατηρώντας όμως το δικό του ύφος, χωρίς να προσπαθεί να μιμηθεί τους πετυχημένους κάθε νέου χώρου, όπου αποφασίζει να κινηθεί.
Μου αρέσει ιδιαίτερα η ερώτηση που μου απευθύνετε για τα μηνύματα του μυθιστορήματος. Στα μυθιστορήματά μου, οι ψυχοσυνθέσεις των πρωταγωνιστών παρουσιάζονται όπως είναι. Όχι όπως έπρεπε ή θα θέλαμε να είναι. Ο αναγνώστης βλέποντας τις αντιδράσεις αυτών των ανθρώπων αντλεί εμπειρίες, τις οποίες θα μπορούσε να αντλήσει και αν τις βίωνε ο ίδιος, αλλά με τραυματικά συνεπακόλουθα. Έτσι, γίνεται πιο ώριμος χωρίς να χρειαστεί να πονέσει. Αυτός πρέπει να είναι κατά τη γνώμη μου ο στόχος του μυθιστορήματος: όχι να πει σε κάποιον πώς πρέπει να ζήσει, αλλά να του παρουσιάσει τη ζωή. Έστω και αν πολλοί αναγνώστες ονειρεύονται να διαβάσουν για το χάδι ή την έτοιμη λύση –και αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό–, τα δικά μου βιβλία δεν έρχονται να καλύψουν αυτή την ανάγκη. Τους εκθέτουν σε εμπειρίες, ώστε να εκπαιδευτούν να αποφεύγουν τις σφαλιάρες. Όταν μάθεις να αποφεύγεις τις σφαλιάρες, τότε εύκολα μπορείς να αναζητήσεις το χάδι. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερο ανάγνωσμα για αυτό. Όταν ψάχνεις όμως το χάδι ή τους υπεράνθρωπους ήρωες, τότε θα είσαι εντελώς απροετοίμαστος στις σφαλιάρες της ζωής. Αυτά τα μηνύματα θέλω να περάσω με τα βιβλία μου. Το αναγνωστικό κοινό στο οποίο απευθύνομαι, είναι αυτό που δεν θέλει να ζει στην επιφάνεια. Αυτό που θέλει να καταλάβει και για αυτό διαβάζει.

8) Στη σύγχρονη καθημερινότητά μας και ειδικά στην εποχή της άκρατης τεχνολογίας και της οικονομικής δυσπραγίας που διανύουμε, ποια θεωρείτε πως είναι η θέση του λογοτεχνικού βιβλίου; Περνάει, τελικά, το βιβλίο κρίση στη χώρα μας ή διεθνώς και τι θα μπορούσαμε να κάνουμε ώστε να γίνει πιο προσιτό στο αναγνωστικό κοινό και, ιδιαίτερα, στους νέους;

Ο γνήσιος λόγος πιστεύω ότι θα κυριαρχήσει στο μέλλον, αφού ο σύγχρονος άνθρωπος δείχνει να θέλει να τον ακούσει αλλά και να τον επικοινωνήσει. Σε αυτή την πρώτη φάση, κυριαρχούν άναρχα τα αποφθέγματα. Είτε με τη μορφή graffiti είτε με τη μορφή αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αν δείτε και τη μετεξέλιξη της μουσικής, θα διαπιστώσετε ότι η ραπ κερδίζει συνεχώς χώρο, γιατί έχει περισσότερο λόγο. Από τη στιγμή λοιπόν που ο άνθρωπος διαβάζει παντού συμβουλές για το πως θα ζήσει, είναι ανοιχτός ο δρόμος για τη λογοτεχνία, περισσότερο από ποτέ. Αργά ή γρήγορα, θα κυριαρχήσει και η καλή λογοτεχνία. Στην αρχαία Ελλάδα πρώτα ξεκίνησαν οι απλές θεατρικές παραστάσεις στις διονυσιακές τελετές και αναπόφευκτα εμφανίστηκαν στη συνέχεια και αγαπήθηκαν οι τραγικοί ποιητές.

9) Είχατε κάποιους «ενδοιασμούς» όταν αποφασίσατε να δώσετε το πρώτο σας βιβλίο προς έκδοση; Αγωνιούσατε ως προς την αποδοχή που θα τύχαινε αυτό από το αναγνωστικό κοινό; Η θεματολογία των βιβλίων σας, πιστεύετε πως παίζει τον δικό της ρόλο στην αποδοχή αυτή; Εσείς, με την έως τώρα πείρα σας στον χώρο της συγγραφής, τι θα συμβουλεύατε όλους τους νέους επίδοξους συγγραφείς, που ονειρεύονται να δουν κάποτε ένα βιβλίο τους στις προθήκες των βιβλιοπωλείων;

Φυσικά και είχα ενδοιασμούς. Η επιλογή μου να εμπεριέχονται στο βιβλίο διάλογοι βαθιάς ψυχολογικής ανάλυσης και η ανάλυση των χαρακτήρων, ήξερα ότι θα δυσκόλευε τον αναγνώστη και θα τον καλούσε να αφιερωθεί στην ανάγνωση. Αυτό ίσως συνέβαλε αρνητικά στην εμπορικότητά του. Ευτυχώς όμως, το βιβλίο αγαπήθηκε ακριβώς για αυτή την ιδιαιτερότητά του. Εκτός αυτού, υπήρχε ο ενδοιασμός για το πώς θα εισπράξει το αναγνωστικό κοινό τις σεξουαλικές σκηνές, οι οποίες είναι αρκετά έντονες, αλλά όφειλαν να είναι τέτοιες έτσι ώστε να αναλογούν στην ατμόσφαιρα του βιβλίου. Τελικά και σε αυτό το σημείο υπήρχε αποδοχή. Οι νέοι συγγραφείς θα πρέπει να αφιερώνουν πάρα πολύ χρόνο, ώστε το δημιούργημα που θα φύγει από τα χέρια τους να είναι το καλύτερο που μπορούν να δώσουν. Αν υποτεθεί ότι σε μία κλίμακα από το 1 μέχρι το 10 ένας συγγραφέας μπορεί να φτάσει το βιβλίο του στο βαθμό 6 αφιερώνοντας 500 ώρες, για να το φτάσει στο 7 χρειάζονται 1.000 ώρες και στο 8 χρειάζονται 3.000 ώρες. Ο συγγραφέας είναι υποχρεωμένος να μην κάνει εκπτώσεις στην προσπάθειά του και το αναγνωστικό κοινό θα τον ανταμείψει.

10) Κλείνοντας και, αφού σας ευχαριστήσω θερμά για την τιμή της παραχώρησης αυτής της συνέντευξης, θα ήθελα να σας ευχηθώ ολόψυχα καλή επιτυχία στο νέο μυθιστόρημά σας «Τρεις βαθμοί μυωπίας – Βιβλίο 1: Χριστίνα», και να σας ρωτήσω για τα άμεσα συγγραφικά σας σχέδια. Τι να περιμένουμε από εσάς στο μέλλον;

Τη Ναταλία και την Άννα!
 
Βιογραφικό σημείωμα του Ηρακλή Γεωργαντή:

Ο Ηρακλής Γεωργαντής γεννήθηκε το 1970, ζει στην Αθήνα, είναι δικηγόρος, συνεχίζει να ταξιδεύει, να συλλέγει και να οικοδομεί. Το βιβλίο του «Τρεις βαθμοί μυωπίας – Χριστίνα» είναι το πρώτο της νουάρ τριλογίας, η οποία θα ολοκληρωθεί με τα βιβλία Ναταλία, Άννα.

Έργα του Ηρακλή Γεωργαντή:

Εκδόσεις: Κλειδάριθμος (2019)
Σελίδες: 432
Τιμή με έκπτωση: 14,94€

Διαβάστε την κριτική για το βιβλίο όπως αυτή αναρτήθηκε στους «Φίλους της Λογοτεχνίας» από τον ακόλουθο σύνδεσμο:

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

Το πρώτο βιβλίο της νέας νουάρ τριλογίας του Ηρακλή Γεωργαντή.

Μια ιστορία αγάπης και μίσους, εγκλήματος και προσωπικής αναζήτησης με φόντο τη σύγχρονη Αθήνα.

Πέντε εντελώς διαφορετικές γυναίκες, η Χριστίνα, η Λυδία, η Μάιρα, η Έμμα και η Στεφανία προσεγγίζουν, καθεμία με τον δικό της τρόπο, την ευτυχία, τον έρωτα, την εξουσία και το μέλλον. Ένα έγκλημα, το οποίο σκηνοθετείται από τον Μάριο, ώστε να μοιάζει με ατύχημα για να εισπραχθεί η ασφάλεια ζωής, εμφανίζει στο προσκήνιο τον δικηγόρο Ηριδανό, ο οποίος αναλαμβάνει την υπόθεση. Η παρουσία των δύο αυτών ανδρών, γίνεται αφορμή για συγκρούσεις αλλά και για εύθραυστες συμμαχίες.

Οι πρωταγωνιστές κρύβουν και κρύβονται από την αλήθεια, διεκδικώντας περισσότερα από αυτά που τους αναλογούν. Ο ερευνητής Βασδέκης, διορισμένος από την ασφαλιστική εταιρεία, κινούμενος μεθοδικά, φτάνει ένα βήμα πριν από την αποκάλυψη της απάτης. Το ανατρεπτικό τέλος τους φέρνει όλους αντιμέτωπους με την αλήθεια που αγνοούσαν. Όλοι θα μπορούσαν να την είχαν προβλέψει, αν επέλεγαν να βλέπουν τα πράγματα χωρίς την ασάφεια που δίνουν στην όραση «οι τρεις βαθμοί μυωπίας».

Πρόκειται για μία σειρά τριών νουάρ βιβλίων με κοινό στοιχείο την εσφαλμένη κατανόηση του περιβάλλοντος, στην οποία οδηγούνται οι πρωταγωνιστές εξαιτίας της επιπόλαιης τάσης τους να σχηματοποιούν, κατά το δοκούν, αδιευκρίνιστες καταστάσεις και συναισθήματα. Για τον συγγραφέα, η ελλιπής κατανόηση συναισθημάτων και χαρακτήρων είναι παρόμοια με τη θολή οπτική του φυσικού περιβάλλοντος, όταν επιλέγει να το αντικρίσει κανείς με τη στρέβλωση που επιφέρουν τρεις βαθμοί μυωπίας.

«Αν ένας άνθρωπος, στον οποίο αρέσουν τα ταξίδια, διαλέγει μία ιδιαίτερη πέτρα από κάθε μέρος που έχει επισκεφτεί, θα αισθανθεί αναπόφευκτα κάποτε την ανάγκη να τις οικοδομήσει σε ένα συνολικό δημιούργημα. Αν από τη ζωή συλλέγεις εμπειρίες, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να τις οικοδομήσεις παρά να γράψεις ένα μυθιστόρημα. Όπως τα ωραία οικοδομήματα προσελκύουν τους τουρίστες, έτσι και τα ωραία βιβλία προσελκύουν τους αναγνώστες, μου είπαν. Ένα οικοδόμημα δεν φτιάχνεται για να μένει κρυμμένο και ένα βιβλίο δεν γράφεται για να μένει στο συρτάρι. Εσύ απλώς συνέχισε να χτίζεις.»


Ηρακλής Γεωργαντής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου