Ταξίδια Μέσα Από Τη Λογοτεχνία!

Η Λογοτεχνία είναι για μένα ένα «παράθυρο» σ' έναν μαγικό κόσμο. Κάθε βιβλίο μάς ταξιδεύει σε κόσμους πραγματικούς ή φανταστικούς, τωρινούς, μελλοντικούς ή παρελθοντικούς. Ένα είναι το μόνο σίγουρο, κάθε βιβλίο που μας ενθουσιάζει, μας εντυπωσιάζει ή μας μαγεύει θέλουμε να το μοιραστούμε με άλλους φίλους-αναγνώστες. Έτσι κι εγώ, θέλω να μοιραστώ μαζί σας όσα βιβλία με ενθουσίασαν και με «γέμισαν» με πρωτόγνωρες ιδέες, εικόνες και συναισθήματα. Σαφώς και η άποψη του κάθε αναγνώστη είναι μοναδική και ένα βιβλίο που εμείς λατρέψαμε μπορεί κάποιος άλλος να το αντιπάθησε ή ακόμα και να το μίσησε... Μέσα από αυτήν την οπτική θεωρώ φρόνιμο να μη σχολιάζω όσα βιβλία δεν με εντυπωσίασαν ή με άφησαν αδιάφορη, διότι η άποψή μου είναι απολύτως υποκειμενική. Δεν θα ήθελα να προκαταλάβω αρνητικά κανέναν αναγνώστη, αποτρέποντάς τον από το να διαβάσει ένα βιβλίο το οποίο, ενδεχομένως, να τον ενθουσιάσει. Κάθε βιβλίο απαιτεί το κατάλληλο περιβάλλον, το υπόβαθρο και την ανάλογη διάθεση για να εκτιμηθεί, οπότε καλό θα είναι να μην απορρίπτουμε ποτέ τίποτα. Η έκφραση και αποτύπωση της δικής μου γνώμης για κάθε βιβλίο -αλλά και των απόψεων και σχολιασμών άλλων φίλων-συγγραφέων-αναγνωστών, που αναγράφονται στη σχετική κατηγορία-, έχουν ως μοναδικό σκοπό να εκφράσουν τον θαυμασμό μας για ορισμένα βιβλία που θεωρούμε άξια λόγου και θέλουμε να γίνουν ευρέως γνωστά, βοηθώντας έτσι τους αναγνώστες στην επιλογή του επόμενου βιβλίου που θα διαβάσουν. Πάντοτε με το μεγαλύτερο σεβασμό και θαυμασμό για όλους τους συγγραφείς, που μέσα από τις σελίδες των βιβλίων τους μας «ταξιδεύουν» μακριά από την εκάστοτε πραγματικότητα ή μας βοηθούν να την κατανοήσουμε καλύτερα, αλλά σε κάθε περίπτωση στολίζουν την ψυχή μας, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ!

Κλειώ Ισιδ. Τσαλαπάτη

Πέμπτη 15 Απριλίου 2021

«ΕΡΑΝ, Βυζαντινά αμαρτήματα», του Γιάννη Καλπούζου – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

«ΕΡΑΝ, Βυζαντινά αμαρτήματα», του Γιάννη Καλπούζου – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Σελίδες: 608
Τιμή με έκπτωση: 17,91€
 
         Ο Γιάννης Καλπούζος… χρειάζεται άραγε συστάσεις; Ένας λογοτέχνης –δεν θα γράψω απλά συγγραφέας, γιατί ο ίδιος είναι πολλά περισσότερα από αυτό μόνο–, ένας άνθρωπος του Πνεύματος, των Γραμμάτων και της Τέχνης, ένας γνήσιος παραμυθάς που δεν αφήνει κανέναν ασυγκίνητο, ένας ιστοριοδίφης που δεν ησυχάζει αν δεν αναποδογυρίσει ακόμα και τη μικρότερη «πέτρα» της Ιστορίας ερευνώντας και την παραμικρή, φαινομενικά ασήμαντη αλλά τόσο ουσιώδη λεπτομέρεια, ένας γνήσιος τροβαδούρος του έρωτα αφού αυτός είναι που έχει πάντα τον πρώτο λόγο σε κάθε συγγραφικό του πόνημα, και όχι μόνο. Προσωπικά, αν και κάθε φορά ανυπομονώ να πάρω το νέο του βιβλίο στα χέρια μου, αργώ να το διαβάσω, «απέχω» εσκεμμένα και με πλήρη επίγνωση από την ανάγνωσή του, καθώς επιδιώκω να καθυστερήσω όσο πιο πολύ γίνεται τις πολυπόθητες στιγμές της εγγυημένης και αναμφίβολης αναγνωστικής μου απόλαυσης. Όταν έρχεται όμως το πλήρωμα του χρόνου, τότε αδημονώ να βυθιστώ στο κάθε καινούριο σύμπαν που έχει πλάσει ο χαρισματικός συγγραφέας και απολαμβάνω την ανάγνωση για όσο μπορώ περισσότερο, παρόλο που ανυπομονώ να μάθω τι γίνεται παρακάτω.
          Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα του κ. Καλπούζου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός με τίτλο «Εράν, Βυζαντινά αμαρτήματα», επαλήθευσε πανηγυρικά για μία ακόμη φορά τις προσδοκίες που είχα από τον αγαπημένο συγγραφέα και, για να είμαι ακριβής, τις ξεπέρασε κατά πολύ. Από την πρώτη κιόλας σελίδα ανέβηκα στη «χρονομηχανή» του και ταξίδεψα στο Βυζάντιο της εποχής της Εικονομαχίας. Δεν πέρασε ούτε στιγμή που να μη νιώθω πως είχα απέναντί μου έναν άνθρωπο του τότε, όπως τον σοφό γέροντα Περιγένη, να μου διηγείται την καθηλωτική ιστορία του Ροδανού και της Λυγινής, του Αρκάδιου, του Αράν, του Κιτίν, της Γοργονίας και του Υάκινθου αλλά και του Βάρδα ή του Ερμά, του Ποπλίωνα, του Αέτιου ή του Δαδόη. Αν κάποιος μπορεί να εντοπίσει ένα κοινό, χαρακτηριστικό στοιχείο στο πλούσιο συγγραφικό έργο του Γιάννη Καλπούζου –πέρα από την πασιφανή αφηγηματική του δεινότητα και την ασύλληπτη, μοναδική ικανότητά του να ζωντανεύει την Ιστορία– είναι τα παράξενα και ασυνήθιστα ονόματα των ηρώων του, τέτοια που δεν συναντάς εύκολα αλλού και που εντυπώνονται εύκολα στη μνήμη.
          Μεταφερόμαστε, λοιπόν, στον 8ο μ.Χ. αιώνα στην Πόλη των πόλεων, εις ταν Πόλιν, και συγκεκριμένα στον Ιππόδρομο κατά την εποχή της Εικονομαχίας. Εμείς οι Έλληνες έχουμε αποδεδειγμένη παράδοση στον διχασμό: πότε Πράσινοι και πότε Βένετοι, πότε Εικονολάτρες και πότε Εικονομάχοι, πότε αριστεροί και πότε δεξιοί, πότε με τη Σπάρτη και πότε με την Αθήνα… και πάει λέγοντας, ατελείωτη η λίστα! Εδώ όμως βρισκόμαστε στην εποχή όταν οι εικόνες θεωρούνταν μιαρά και κατάπτυστα αντικείμενα ειδωλολατρίας, ενώ αντίστοιχα καταδικάζονταν και όσοι τις κατείχαν και τις προσκυνούσαν. Μέσα σε αυτό το κλίμα φανατισμού, διωγμού και μένους, πολλοί μοναχοί οδηγούνται σε δημόσια διαπόμπευση στον Ιππόδρομο, όπου αναγκάζονται να ποδοπατήσουν δημόσια τις εικόνες αγίων, να χλευαστούν από όσους έχουν συγκεντρωθεί για να δουν το παράξενο «θέαμα» και, τέλος, να παντρευτούν μεταξύ τους ασχέτως ηλικίας, γνωριμίας ή άλλου ταιριάσματος. Έτσι, οι δύο νεαροί μοναχοί ήρωές μας, ο Υάκινθος και η άγνωστή του Λυγινή, εγκαταλείπουν διά της βίας και χωρίς τη συναίνεσή τους το μοναχικό σχήμα και ενώνονται με τα δεσμά του πολιτικού γάμου. Η Λυγινή αρχίζει σιγά σιγά να σαγηνεύεται από τον όμορφο Υάκινθο, εκείνος όμως –αν και υποκύπτει μία και μοναδική φορά στα θέλγητρά της– παραμένει αμετακίνητος στη θρησκευτική του λατρεία, τόσο πολύ μάλιστα ώστε προσπαθεί να απεκδυθεί οτιδήποτε γήινο και να ανυψώσει τον νου και την ψυχή του όσο πιο κοντά μπορεί στον Θεό. Έτσι, κυριολεκτικά παρατάει τη ζωή στο έδαφος και ανεβαίνει σε πύλες και στύλους όπου φυτοζωεί μέχρι λιμοκτονίας και επαφίεται στις ελεημοσύνες σε τρόφιμα των περαστικών, που κάποιοι αρχίζουν πλέον να τον θεωρούν όχι μόνο ως φωτισμένο ασκητή αλλά ακόμα και ως άγιο.
          Η Λυγινή μάλλον έχει συμφιλιωθεί με την κοσμική ζωή και, παρόλο που δεν βλέπει ανταπόκριση από τον πάντοτε αφοσιωμένο στον μοναχισμό Υάκινθο, ακολουθεί διαφορετική πορεία. Στην Αθήνα γνωρίζει και ερωτεύεται σφόδρα τον αγγελοπρόσωπο Ροδανό, έναν ριψοκίνδυνο, ρωμαλέο στρατιωτικό, μέλος της μυστικής ομάδας των Λεόντων, ο οποίος ανταποκρίνεται στον έρωτά της με την ίδια θέρμη, αφού κι εκείνος είναι κυνηγός της ηδονής σε κάθε της μορφή. Τον ακολουθεί παντού απολύτως αιχμαλωτισμένη από τον έρωτά του και τις σαρκικές απολαύσεις που αυτός της προσφέρει γενναιόδωρα, φτάνοντας στο σημείο να εγκαταλείψει ακόμα και το παιδί της, τον Μιχαήλ. Η πορεία τους τούς οδηγεί ξανά πίσω στην Κωνσταντινούπολη, όπου αν και ζουν κανονικά ως ζευγάρι, δεν είναι νόμιμα παντρεμένοι. Οι αντίξοες συνθήκες και οι συμβιβασμοί στους οποίους αναγκάζεται να υποκύψει εκείνος, καταλήγουν στην παράλογη και ανυπόφορη συγκατοίκηση της Λυγινής με τον Ροδανό και την επίσημη σύζυγό του, την Κύνθια. Τίποτα όμως δεν πτοεί την τυφλά ερωτευμένη Λυγινή από το να αποζητά διαρκώς το αντικείμενο του πόθου της, τον Ροδανό, ούτε καν το να τον μοιράζεται αναγκαστικά με την κακότροπη και φθονερή επίσημη συμβία του.
          Ταυτόχρονα με τα πάθη, τους πόθους και τα παθήματα των πολυπληθών ηρώων μας, γινόμαστε μάρτυρες σημαντικών ιστορικών γεγονότων που διαδέχονται με καταιγιστικό ρυθμό το ένα το άλλο σε καιρούς επικίνδυνους και ταραγμένους. Συνωμοσίες, ραδιουργίες, ανατροπές, συκοφαντίες, όρκοι σφραγισμένοι με αίμα και άκρα μυστικότητα, αλχημεία, μαγγανείες και μαγείες συνωστίζονται μέσα σε μια καθηλωτική διήγηση, που θαρρείς και βγαίνει από το στόμα ενός ανθρώπου της εποχής εκείνης. Καμία λέξη, καμία έκφραση, καμία εικόνα και αναπαράσταση γεγονότος ή συναισθήματος δεν ξεφεύγει από την πιστή απεικόνιση του κλίματος της εποχής, των συνθηκών, της ορολογίας, της εμφάνισης και της καθημερινής ζωής. Σε καμία απολύτως στιγμή ο ταλαντούχος συγγραφέας δεν ολισθαίνει προς το παρόν, ούτε μας προδίδει με οτιδήποτε ότι είναι ένας άνθρωπος σύγχρονός μας, που ζει στον 21ο αιώνα και όχι στην εποχή της Εικονομαχίας. Έχοντας διαβάσει σχεδόν το σύνολο των βιβλίων του Γιάννη Καλπούζου, εντυπωσιάστηκα πραγματικά με την ακόμα τρανότερη εξέλιξή του σε αυτό το «βυζαντινό» μυθιστόρημά του. Μας αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας πως είναι ένας συγγραφέας-χαμαιλέοντας που μπορεί να προσαρμόζεται με θαυμαστή ευκολία στην κάθε εποχή στην οποία διαδραματίζεται η εκάστοτε ιστορία του.
          Θα μπορούσα να γράψω πολλές ακόμα σελίδες για το αριστουργηματικό «Εράν, Βυζαντινά αμαρτήματα», όμως αισθάνομαι πως είτε θα προδώσω πολλά στοιχεία της σφιχτοδεμένης όσο και δαιδαλώδους πλοκής του, είτε θα γίνω κουραστική επαναλαμβάνοντας τα πεπερασμένα διθυραμβικά μου σχόλια. Όπως και να έχει και χωρίς καμία διάθεση υπερβολής, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα μοναδικό στο είδος του, δομημένο με εξαιρετική μαεστρία και περίτεχνες, ολοζώντανες σκιαγραφήσεις ηρώων και αντιηρώων, ενώ η αναπαράσταση των ηθών, των εθίμων, των συνηθειών, των καταστάσεων και της καθημερινότητας των ανθρώπων εκείνης της μακρινής εποχής είναι εντυπωσιακά ακριβής και πιστή. Τα μηνύματα που περνάει ο συγγραφέας είναι πανανθρώπινα και διαχρονικά, καθώς η φύση του ανθρώπου δεν αλλάζει όσοι αιώνες κι αν περάσουν. Ο έρωτας και η αγάπη εξακολουθούν να συγκλονίζουν την ύπαρξή μας και να σαρώνουν τη ζωή μας, όπως και ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε τους άλλους αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό, είτε ερωτευόμαστε με αυτό που βλέπουμε είτε με αυτό που νιώθει η ψυχή μας. Οφείλω θερμά συγχαρητήρια στον εξαίρετο Γιάννη Καλπούζο για το ξεχωριστό αυτό λογοτεχνικό του μεγαθήριο, σας προτείνω ανεπιφύλακτα να το διαβάσετε, ενώ αναμένω με ανυπομονησία το επόμενο μυθιστόρημά του που θα κυκλοφορήσει σε λίγο καιρό από τις εκδόσεις Ψυχογιός με τίτλο «Ραγιάς, Μέρες και νύχτες 1821»!
 
Υπόθεση Οπισθόφυλλου:
 
ρν: να ερωτεύεσαι, να αγαπάς.
766 μ.Χ. Η Λυγινή και ο Υάκινθος σύρονται μαζί με πλειάδα μοναχών στον Ιππόδρομο, διαπομπεύονται και τους παντρεύουν με τη βία. Κρύβουν και οι δύο επτασφράγιστα μυστικά, τα οποία θα σημαδέψουν τις ζωές τους κι εν πολλοίς θα τις καθορίσουν κατά την οδύσσειά τους.
Ο Ροδανός, αγγελοπρόσωπος, ριψοκίνδυνος, θηρευτής των ηδονών, μα και με φοβερά μυστικά να τον σφιχτοδένουν, είναι συνάμα προσηλωμένος σε ό,τι θεωρεί χρέος.
Γύρω από αυτούς τους τρεις ήρωες και το μυστήριο του Ιερού Στιχαρίου, το οποίο θα μπορούσε ν’ ανατρέψει αυτοκράτορες και πολιτικές δεκαετιών, κινείται η μυθοπλασία κατά το δεύτερο μισό του 8ου αιώνα με φόντο την Εικονομαχία και την καθημερινή ζωή στην Κωνσταντινούπολη, την Αθήνα και τη Θράκη. Σε μια μοναδική εποχή, άγνωστη και μυθώδη. Τους πλαισιώνουν αρκετοί δευτεραγωνιστές, όπως ο μοχθηρός Ερμάς, ο καλλιεργημένος δούλος Κιτίν, ο Αρκάδιος που τον μεγάλωσε στο δάσος μια αρκούδα, η θεατρίνα Γοργονία, ο πατρίκιος Φωκάς με την ομάδα των Λεόντων του, ο μαύρος ευνούχος Αράν και άλλοι.
Οι πρωταγωνιστές φτάνουν στα άκρα, ερωτεύονται παράφορα, ζουν ανέμελα, δίνονται στη ζωή και τους δίνεται, ταπεινώνονται, συνθλίβονται, ανακάμπτουν, ξαναπέφτουν στον βούρκο, καταρρέουν, αφιερώνονται στον Θεό ή Τον απαρνούνται, γίνονται θύματα της εικόνας τους ή οδηγούνται στο εράν διά του οράν της ψυχής. Έχουν να αντιμετωπίσουν συκοφαντίες, πολέμους, ραδιουργίες, θανάσιμους εχθρούς, έναν έρωτα-σφαγή, εφιάλτη και όνειρο και, πάνω απ’ όλα, τον ίδιο τους τον εαυτό. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου