Εκδόσεις: Άνεμος
Σελίδες: 190
Τιμή με έκπτωση: 12,40€
Η λέξη «καραντίνα» έχει γραφτεί πλέον με πύρινα γράμματα στην ψυχή μας. Την έχουμε βιώσει για τα καλά στο πετσί μας μέσα από τους τόσους μήνες εγκλεισμού μας, από τον δικαιολογημένο φόβο μας για την πανδημία που επελαύνει αφήνοντας πίσω της πολυάριθμα θύματα, από τις σοβαρές συνέπειες στην οικονομία και την κοινωνία μας που ακόμα δεν έχουν φανεί στην πλήρη έκτασή τους και από την άσχημη ψυχολογία των περισσότερων από εμάς που δεν γνωρίζουμε πότε θα επανέλθει ξανά στα φυσιολογικά της. Ποτέ, όμως, η λέξη «καραντίνα» δεν υπήρξε τόσο διασκεδαστική όσο στο νέο μυθιστόρημα του Γιάννη Αδελιανάκη που κυκλοφορεί από τις αγαπημένες εκδόσεις Άνεμος με τίτλο –τι άλλο, βέβαια;– «Ζωή σε καραντίνα»! Ο χαρισματικός νέος συγγραφέας κατόρθωσε, με άφθονο χιούμορ, καυστική διάθεση, καθάρια και φρέσκια διεισδυτική ματιά αλλά και έντονο συναίσθημα, να απεικονίσει την τρελή καθημερινότητα που ζούμε από την αρχή του πρώτου λοκντάουν σχεδόν έως και σήμερα, αλλά αφήνοντας διαρκώς ένα αυθόρμητο χαμόγελο στο πρόσωπό μας και την πολυπόθητη ελπίδα πως σύντομα θα ξεπεράσουμε και αυτήν τη δυσκολία, βγαίνοντας πιο δυνατοί, πιο ειλικρινείς, πιο αισιόδοξοι, πιο… άνθρωποι πάνω απ’ όλα.
Με αφορμή την επερχόμενη κυκλοφορία του νέου αυτού εξαιρετικά επίκαιρου βιβλίου, η Άνεμος Εκδοτική παραχώρησε στους «Φίλους της Λογοτεχνίας» την προδημοσίευση ενός αντιπροσωπευτικού και πολύ διασκεδαστικού αποσπάσματος. Ευχαριστώ θερμά τις εκδόσεις για την παραχώρησή τους, εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία στον συγγραφέα και σας προσκαλώ να διαβάσετε το ακόλουθο απόσπασμα, ώστε να πάρετε κι εσείς μια μικρή γεύση από τη «Ζωή σε καραντίνα»!
Μέρα 12η καραντίνας
Ήμουν τόσο εκνευρισμένη, τόσο θυμωμένη, τόσο… δεν ξέρω κι εγώ τι, που από τα νεύρα μου δεν μπορούσα ούτε να εξηγήσω στη Στέλλα τι συνέβη.
«Το τηλέφωνο του ντους, κοπέλα μου», της λέω τελικά, «τρέχει!»
«Τρέχει;» με ρωτάει εκείνη.
«Ναι, τρέχει και δεν φτάνει!» της απαντάω ζοχαδιασμένη. «Και σαν να μην έφτανε αυτό, έχει χαλάσει και η βρύση του νιπτήρα», συνεχίζω σκασμένη.
Έπρεπε τώρα να φέρνουμε στο σπίτι υδραυλικό· και δεν ήταν πως φοβόμουν να βάλω ξένο άνθρωπο μέσα στο διαμέρισμα λόγω του ιού. Το θέμα μου ήταν πόσο θα μας πήγαινε αυτή η δουλειά. Η αλήθεια είναι πως τα οικονομικά μου πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, από τότε που είχα σταματήσει τη δουλειά στο γραφείο, αφού ακόμα δεν είχα βρει άλλη δουλειά από το σπίτι. Το τελευταίο που είχα σκοπό ήταν να σκάω πενηντόευρα στον υδραυλικό.
«Άφησέ το επάνω μου! Μου έχεις εμπιστοσύνη;» μου απαντάει η Στέλλα, χωρίς να πάρει απάντηση εννοείται. Τι να της έλεγα; Ότι της έχω εμπιστοσύνη; Αφού μαντάρα θα μου τα έκανε πάλι η τρελή. Ήθελε να γκουγκλάρει στο ίντερνετ φτηνούς υδραυλικούς, λες κι επρόκειτο να ψάξει για φτηνά μαγιό ή για άλλα προϊόντα. Όμως την άφησα να κάνει το δικό της· και βρήκε όντως ένα τηλέφωνο: το τηλέφωνο του Παρασκευά! «Έρχεται αμέσως στην πόρτα σου με όλα τα απαραίτητα μέτρα προστασίας και σου διορθώνει ό,τι στάζει» έγραφε η διαφήμισή του.
«Στέλλα, για ανώμαλος μου φαίνεται!» της είπα εγώ. Μα είναι δυνατόν να είχε τέτοια περιγραφή στο ίντερνετ; Διορθώνει ό,τι στάζει; «Τέλος πάντων, κάλεσέ τον», υποχώρησα τελικά. Παρασκευάς; Παρασκευάς! Τι να κάνουμε;
Είμαστε στο σαλόνι, λοιπόν, εγώ και η Στέλλα όλο το απόγευμα και περιμένουμε τον Παρασκευά. Άφαντος ο κύριος, όμως… Στα έλεγα εγώ, έκανα να της πω της ξύπνιας δίπλα μου, πως η ιστορία μού φαινόταν περίεργη από την αρχή. Υδραυλικός από το ίντερνετ, πού ακούστηκε!
Σκέφτηκα να πάρω τηλέφωνο τη μάνα μου, να της πω να μας δώσει το κινητό του δικού της μάστορα. Ναι, μέχρι σ’ εκείνο το σημείο είχα φτάσει από την απελπισία μου. Να πάρω τηλέφωνο εγώ τη μάνα μου! Τέλος πάντων, δεν θα συγχυστώ ξανά. Κι εκεί που πάω να σηκώσω το ακουστικό και είμαι έτοιμη να καλέσω καταλάβατε ποια, δεν θα το ξαναπώ, χτυπάει το κουδούνι της πόρτας.
«Να τος, να τος!» ξεκίνησε να φωνάζει η Στελλίτσα όλο χαρά και να τρέχει προς την πόρτα. Φαίνεται χαιρόταν που θα έβλεπε άντρα μέσα στο σπίτι μετά από τόσο καιρό. Εντάξει, είχε δει και τον Νίκο πρόσφατα πριν φύγει για την Ιταλία, αλλά μιλάμε για άντρα τώρα! Ένα ακόμη πράγμα που δεν θέλω να θυμάμαι!
Φτάνει, που λέτε, η Στέλλα στην πόρτα, συγυρίζει τα μαλλιά της στον καθρέφτη που έχω στο χολ και μόλις ανοίγει, μπαίνει μέσα στο σπίτι –σ’ αυτό το ταπεινό τριάρι στου Ζωγράφου, στη δικιά μου καραντίνα– ένας παίδαρος που μόνο που δεν κρατήθηκα από το μπράτσο της πολυθρόνας για να μην του ορμήσω! Η Στέλλα, για σαράντα με σαράντα πέντε δευτερόλεπτα –μπορεί να ήταν και σαράντα επτά, δεν θυμάμαι καλά–, είχε μείνει μπροστά του στήλη άλατος. Ο Παρασκευάς να στέκεται στην πόρτα με την εργαλειοθήκη παραμάσχαλα, να απευθύνεται στη Στέλλα και σχεδόν να την παρακαλάει να τον βάλει μέσα –είχε βαρεθεί ο χριστιανός να κάθεται κάτω από την κάσα–, αλλά η Στέλλα τον χαβά της, εκεί, ακίνητη κι αμίλητη. Με χίλιες προσπάθειες κατάφερα να φτάσω εγώ κοντά τους κρατώντας την κοιλιά μου και να του πω του ανθρώπου να περάσει.
Εκτός από πολύ όμορφο παιδί, ήταν και σωστότατος στη δουλειά του ο Παρασκευάς! Επαγγελματίας με τα όλα του: με τη μάσκα του, με τα γάντια του, με τα μπρατσωμένα του τα χέρια, εεε, με τη μάσκα του… Το είπα αυτό; Μπαίνουμε στη συνέχεια στην τουαλέτα για να του δείξω τη ζημιά.
«Πείτε μου, παρακαλώ, τι πρόβλημα υπάρχει;» με ρωτάει.
Τι πρόβλημα να υπάρχει; έκανα να του πω. Τίποτα, μωρέ, να εδώ, ο άντρας μου εγκλωβισμένος στην Ιταλία μαζί με τον ηλίθιο τον κολλητό του, εγώ με την κοιλιά στο στόμα, χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά, παρά μονάχα για παρέα μου την τρελή τη Στέλλα, νεύρα με τη μάνα μου… Αυτά! Μη με ρωτάς γιατί, μαζί της θα έχω πάντα νεύρα! Δεν του τα είπα τελικά αυτά ως απάντηση. Κρατήθηκα για ακόμη μια φορά· όχι από το μπράτσο του καναπέ όπως πριν, αλλά από μέσα μου.
«Το τηλέφωνο του ντους στάζει», του λέω. «Στάζει αρκετά!» Θεέ μου! Τελικά, το ίντερνετ μου έκανε πολύ κακό, είχα γίνει κι εγώ μια ανωμαλιάρα που πετάει πρόστυχα υπονοούμενα!
«Μην ανησυχείτε, ο Παρασκευάς διορθώνει αμέσως ό,τι στάζει μ’ ένα μόνο τίναγμα», μου είπε εκείνος πονηρά… Ε, όχι! Ως εδώ και μη παρέκει! Είπαμε, είμαι χωρίς σεξ κι εγώ δεν ξέρω για πόσο, αλλά για όνομα πια! Θα γίνω μάνα σε λίγο, πρέπει να διατηρώ ένα επίπεδο κι εγώ, μια αξιοπρέπεια, μια υπόληψη…
Η Στέλλα, σε όλη τη διάρκεια της επισκευής, ήταν κρεμασμένη από τα χείλη του Παρασκευά. Έτοιμη ήταν για την ακρίβεια να κρεμαστεί και από κάτι άλλο, τη στολή του εννοώ, ντε! Ό,τι κι αν μονολογούσε ο Παρασκευάς φτιάχνοντας τις βρύσες, η Στέλλα το κατέγραφε στο μυαλό της απευθείας!
Ε, ρε Παναγία μου, σωτηρία δεν θα βρω! είπα από μέσα μου· και πάνω που το λέω, ρίχνει ο Παρασκευάς ένα σκύψιμο για να δει τους σωλήνες κάτω από τον νιπτήρα και μας βγάζει στην κοινή θέα όλα του τα κάλλη· κι όταν λέω όλα, εννοώ όλα! Όχι, μην έχετε στο μυαλό σας αυτό που έχουμε όλοι για τους υδραυλικούς, πως ένα σκύψιμο και τσακ, να την μπροστά μας η φεγγαράδα! Εμείς τα είδαμε όλα, κυριολεκτικά, μπρος και πίσω! Δεν ξέρεις τι μαεστρία χρειάζεται ούτως ώστε μ’ ένα μικρό σκύψιμο να βγουν στη φόρα τα πάντα. Ήταν και πολύ ριχτή η φόρμα του, είναι η αλήθεια. Πάντως, δεν μπορώ, θα το πω, θα αφήσω για λίγο στην άκρη την υπόληψη και την αξιοπρέπεια: Παρασκευά μου, πλούσια τα ελέη, μπράβο σου! Α, ρε Νίκο…
Και σαν να μην έφταναν τα όσα διαδραματίζονταν στο μπάνιο, τα χειρότερα ερχόντουσαν όπου να ’ταν, αλλά ακόμα δεν το ξέραμε.
«Αχ, ξέχασα το εργαλείο μου κάτω στο αυτοκίνητο», λέει κάποια στιγμή ο υδραυλικός. Ε, ρε, να το πάλι το υπονοούμενο…
«Ποιο εργαλείο, καλέ;» τον ρωτάει η Στέλλα. Ναι, μη χάσει, άκουσε για εργαλεία και την πιάσανε φαγούρες.
«Κάτι που χρειάζομαι για να τελειώσω με το μπούκωμα», απαντάει εκείνος. Να τα μας πάλι… «Μην ανησυχείτε», λέει ο Παρασκευάς, «θα πάρω τον βοηθό μου να το ανεβάσει. Με περιμένει κάτω στο βανάκι, εξάλλου».
Άντε, να του ανοίξουμε και του βοηθού. Η Στέλλα δεν έλεγε να ξεκολλήσει από την τουαλέτα, οπότε πήγα εγώ να ανοίξω στον άνθρωπο για να μπει με το εργαλείο του· πού να ’ξερα τι κακό θα μας έβρισκε… Ανοίγω τη ρημάδα την πόρτα και σκάει μύτη ο βοηθός. Ψιλοκοντός, αδύνατος, γλυκούλης· κρατούσε ένα μεγάλο εργαλείο στα χέρια του. Μα, καλά, αυτό ξέχασε να φέρει μαζί του ο άλλος; Αυτό σού έβγαζε κυριολεκτικά το μάτι!
Τέλος πάντων, τον οδηγώ προς το σημείο που ήταν όλη η τρελοπαρέα μαζεμένη και η Στέλλα γυρνάει προς το μέρος μας για να τον καλωσορίσει· λίγο κόντεψε να την αποχαιρετήσουμε εμείς όμως. Με το που βλέπει τον νεαρό βοηθό πιάνει την καρδιά της, τραβάει τα μαλλιά της, γουρλώνει τα μάτια της –νομίζω της έφυγαν και λίγα σάλια απ’ το στόμα, τι να πρωτοθυμηθώ κι εγώ η γυναίκα πια– και με ξέπνοη φωνή λέει: «Θάνο;»
Για εμένα εκεί ο χρόνος σταματά. Ειλικρινά, δεν ξέρω για πόση ώρα στεκόμασταν και κοιτούσαμε ο ένας τον άλλο ηλίθια. Η Στέλλα σοκαρισμένη να έχει γείρει επάνω στην πόρτα της τουαλέτας και να μην παίρνει ανάσα, ο Θάνος δίπλα μου να κρατά ακόμη στα χέρια του το τεράστιο εργαλείο και να μένει παγερά ανέκφραστος, εγώ να κρατάω την κοιλιά μου γιατί με είχαν πιάσει κάτι συσπάσεις, δεν ξέρω το γιατί –σκέφτηκα να πάρω και τον γυναικολόγο μου όταν θα τελείωνε αυτό το… καρναβάλι– και ο Παρασκευάς να αγκομαχά να κάνει φτιάξει τις βρύσες για να σταματήσουν να στάζουν...
Υπόθεση Οπισθόφυλλου:
Στην Ελλάδα του πολύ πρόσφατου παρελθόντος η ζωή κυλούσε όπως συνήθως: ανέμελη, συναρπαστική, αγωνιώδης, γαλήνια, αδιάφορη, γεμάτη σχέδια, συναναστροφές, έρωτα, τσακωμούς ή συμφιλιώσεις. Οι άνθρωποι αγωνίζονταν για να επιβιώσουν μέσα στην τετριμμένη καθημερινότητά τους, θεωρώντας τα πάντα δεδομένα, αναμενόμενα, σταθερά και σίγουρα. Μέχρι που ένας τόσος δα, μικροσκοπικός ιός έρχεται με φονικές προθέσεις και σαφή διάθεση να προσκολληθεί επάνω μας, ανατρέποντας τα πάντα γύρω μας.
Δύο νέες γυναίκες, που συνδέονται με βαθιά φιλία από τα παιδικά τους ακόμη χρόνια, θα συγκατοικήσουν με αφορμή την επιβολή της πρώτης καραντίνας στη χώρα μας. Η ζωή τους αλλάζει ξαφνικά, οι μετακινήσεις τους περιορίζονται, οι επιθυμίες και τα όνειρά τους συγκρούονται με τις αυστηρές περιοριστικές εντολές άνωθεν, ενώ εκείνες αντιμετωπίζουν τα πάντα με ακατάβλητο χιούμορ και αρκετή δόση τρέλας. Οι φιλίες, οι σχέσεις κάθε είδους, οι έρωτες και οι συγγένειες εξ αίματος ή εξ αγχιστείας δοκιμάζονται καθημερινά, όμως η ελπίδα για ένα απελευθερωμένο και ελπιδοφόρο μέλλον παραμένει άσβεστη.
Ο χαρισματικός συγγραφέας μάς μεταφέρει πιστά την πρωτόγνωρη καθημερινότητα που βιώνουμε όλοι μας με ανατρεπτικό χιούμορ και καυστική διάθεση, παρασύροντάς μας σε ένα απολαυστικό αναγνωστικό ταξίδι.
📖 Απόσπασμα Β΄ αυτάκι του βιβλίου:
Έχω περάσει τα πάντα σχεδόν έναν χρόνο τώρα: πανδημία, καραντίνες, μάσκες και αντισηπτικά. Οι μέρες κυλούν και πλέον χάνω το μέτρημα· μπερδεμένες φαντάζουν πια κι αυτές, όπως και τα νούμερα που μπερδεύει κάποιος που έχει δυσλεξία. Έχουμε χάσει την ελευθερία μας, όπως ένας δυσλεκτικός νιώθει πως δεν έχει την ελευθερία να βγάλει προς τα έξω ακριβώς αυτό που αισθάνεται.
Απορώ πώς θα είμαστε όταν θα βγούμε από την καραντίνα! Θα είμαστε ίδιοι ή άλλοι, λίγο ή πολύ διαφορετικοί; Θα έχουμε μάθει κάτι μέσα από όλο αυτό, απ’ όλη την κατάσταση που περάσαμε ως ανθρωπότητα στη διάρκεια της πανδημίας;
Τόσες μέρες εδώ μέσα, είδα ποιοι πραγματικά είναι αυτοί που με νοιάζονται και με αγαπούν. Η αγάπη είναι ο ιός που θα έπρεπε να μεταδίδεται σε όλους. Να μη φοβάστε τίποτα στη ζωή σας. Ό,τι έρχεται, να ξέρετε πως είμαστε δυνατοί και μπορούμε να το αντέξουμε. Να έχετε πάντα ζωντανή την ελπίδα μέσα σας πως όλα θα πάνε καλά·και, στο τέλος, να θυμάστε πως θα πάνε.
Βιογραφικό σημείωμα συγγραφέα:
Ο Γιάννης Αδελιανάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, ενώ έχει καταγωγή από το Ρέθυμνο Κρήτης. Σπούδασε Θεατρολογία στο Ναύπλιο στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, ενώ συνεχίζει τις σπουδές του στη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου.
Έχει πάρει μέρος σε κινηματογραφικές ταινίες, ενώ έχει συμμετάσχει στο θεατρικό φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου αλλά και σε άλλα.
Το 2018 κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο «Το κυνήγι της δικαίωσης» από τις εκδόσεις Λέμβος.
Σελίδες: 190
Τιμή με έκπτωση: 12,40€
Η λέξη «καραντίνα» έχει γραφτεί πλέον με πύρινα γράμματα στην ψυχή μας. Την έχουμε βιώσει για τα καλά στο πετσί μας μέσα από τους τόσους μήνες εγκλεισμού μας, από τον δικαιολογημένο φόβο μας για την πανδημία που επελαύνει αφήνοντας πίσω της πολυάριθμα θύματα, από τις σοβαρές συνέπειες στην οικονομία και την κοινωνία μας που ακόμα δεν έχουν φανεί στην πλήρη έκτασή τους και από την άσχημη ψυχολογία των περισσότερων από εμάς που δεν γνωρίζουμε πότε θα επανέλθει ξανά στα φυσιολογικά της. Ποτέ, όμως, η λέξη «καραντίνα» δεν υπήρξε τόσο διασκεδαστική όσο στο νέο μυθιστόρημα του Γιάννη Αδελιανάκη που κυκλοφορεί από τις αγαπημένες εκδόσεις Άνεμος με τίτλο –τι άλλο, βέβαια;– «Ζωή σε καραντίνα»! Ο χαρισματικός νέος συγγραφέας κατόρθωσε, με άφθονο χιούμορ, καυστική διάθεση, καθάρια και φρέσκια διεισδυτική ματιά αλλά και έντονο συναίσθημα, να απεικονίσει την τρελή καθημερινότητα που ζούμε από την αρχή του πρώτου λοκντάουν σχεδόν έως και σήμερα, αλλά αφήνοντας διαρκώς ένα αυθόρμητο χαμόγελο στο πρόσωπό μας και την πολυπόθητη ελπίδα πως σύντομα θα ξεπεράσουμε και αυτήν τη δυσκολία, βγαίνοντας πιο δυνατοί, πιο ειλικρινείς, πιο αισιόδοξοι, πιο… άνθρωποι πάνω απ’ όλα.
Με αφορμή την επερχόμενη κυκλοφορία του νέου αυτού εξαιρετικά επίκαιρου βιβλίου, η Άνεμος Εκδοτική παραχώρησε στους «Φίλους της Λογοτεχνίας» την προδημοσίευση ενός αντιπροσωπευτικού και πολύ διασκεδαστικού αποσπάσματος. Ευχαριστώ θερμά τις εκδόσεις για την παραχώρησή τους, εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία στον συγγραφέα και σας προσκαλώ να διαβάσετε το ακόλουθο απόσπασμα, ώστε να πάρετε κι εσείς μια μικρή γεύση από τη «Ζωή σε καραντίνα»!
Μέρα 12η καραντίνας
Ήμουν τόσο εκνευρισμένη, τόσο θυμωμένη, τόσο… δεν ξέρω κι εγώ τι, που από τα νεύρα μου δεν μπορούσα ούτε να εξηγήσω στη Στέλλα τι συνέβη.
«Το τηλέφωνο του ντους, κοπέλα μου», της λέω τελικά, «τρέχει!»
«Τρέχει;» με ρωτάει εκείνη.
«Ναι, τρέχει και δεν φτάνει!» της απαντάω ζοχαδιασμένη. «Και σαν να μην έφτανε αυτό, έχει χαλάσει και η βρύση του νιπτήρα», συνεχίζω σκασμένη.
Έπρεπε τώρα να φέρνουμε στο σπίτι υδραυλικό· και δεν ήταν πως φοβόμουν να βάλω ξένο άνθρωπο μέσα στο διαμέρισμα λόγω του ιού. Το θέμα μου ήταν πόσο θα μας πήγαινε αυτή η δουλειά. Η αλήθεια είναι πως τα οικονομικά μου πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, από τότε που είχα σταματήσει τη δουλειά στο γραφείο, αφού ακόμα δεν είχα βρει άλλη δουλειά από το σπίτι. Το τελευταίο που είχα σκοπό ήταν να σκάω πενηντόευρα στον υδραυλικό.
«Άφησέ το επάνω μου! Μου έχεις εμπιστοσύνη;» μου απαντάει η Στέλλα, χωρίς να πάρει απάντηση εννοείται. Τι να της έλεγα; Ότι της έχω εμπιστοσύνη; Αφού μαντάρα θα μου τα έκανε πάλι η τρελή. Ήθελε να γκουγκλάρει στο ίντερνετ φτηνούς υδραυλικούς, λες κι επρόκειτο να ψάξει για φτηνά μαγιό ή για άλλα προϊόντα. Όμως την άφησα να κάνει το δικό της· και βρήκε όντως ένα τηλέφωνο: το τηλέφωνο του Παρασκευά! «Έρχεται αμέσως στην πόρτα σου με όλα τα απαραίτητα μέτρα προστασίας και σου διορθώνει ό,τι στάζει» έγραφε η διαφήμισή του.
«Στέλλα, για ανώμαλος μου φαίνεται!» της είπα εγώ. Μα είναι δυνατόν να είχε τέτοια περιγραφή στο ίντερνετ; Διορθώνει ό,τι στάζει; «Τέλος πάντων, κάλεσέ τον», υποχώρησα τελικά. Παρασκευάς; Παρασκευάς! Τι να κάνουμε;
Είμαστε στο σαλόνι, λοιπόν, εγώ και η Στέλλα όλο το απόγευμα και περιμένουμε τον Παρασκευά. Άφαντος ο κύριος, όμως… Στα έλεγα εγώ, έκανα να της πω της ξύπνιας δίπλα μου, πως η ιστορία μού φαινόταν περίεργη από την αρχή. Υδραυλικός από το ίντερνετ, πού ακούστηκε!
Σκέφτηκα να πάρω τηλέφωνο τη μάνα μου, να της πω να μας δώσει το κινητό του δικού της μάστορα. Ναι, μέχρι σ’ εκείνο το σημείο είχα φτάσει από την απελπισία μου. Να πάρω τηλέφωνο εγώ τη μάνα μου! Τέλος πάντων, δεν θα συγχυστώ ξανά. Κι εκεί που πάω να σηκώσω το ακουστικό και είμαι έτοιμη να καλέσω καταλάβατε ποια, δεν θα το ξαναπώ, χτυπάει το κουδούνι της πόρτας.
«Να τος, να τος!» ξεκίνησε να φωνάζει η Στελλίτσα όλο χαρά και να τρέχει προς την πόρτα. Φαίνεται χαιρόταν που θα έβλεπε άντρα μέσα στο σπίτι μετά από τόσο καιρό. Εντάξει, είχε δει και τον Νίκο πρόσφατα πριν φύγει για την Ιταλία, αλλά μιλάμε για άντρα τώρα! Ένα ακόμη πράγμα που δεν θέλω να θυμάμαι!
Φτάνει, που λέτε, η Στέλλα στην πόρτα, συγυρίζει τα μαλλιά της στον καθρέφτη που έχω στο χολ και μόλις ανοίγει, μπαίνει μέσα στο σπίτι –σ’ αυτό το ταπεινό τριάρι στου Ζωγράφου, στη δικιά μου καραντίνα– ένας παίδαρος που μόνο που δεν κρατήθηκα από το μπράτσο της πολυθρόνας για να μην του ορμήσω! Η Στέλλα, για σαράντα με σαράντα πέντε δευτερόλεπτα –μπορεί να ήταν και σαράντα επτά, δεν θυμάμαι καλά–, είχε μείνει μπροστά του στήλη άλατος. Ο Παρασκευάς να στέκεται στην πόρτα με την εργαλειοθήκη παραμάσχαλα, να απευθύνεται στη Στέλλα και σχεδόν να την παρακαλάει να τον βάλει μέσα –είχε βαρεθεί ο χριστιανός να κάθεται κάτω από την κάσα–, αλλά η Στέλλα τον χαβά της, εκεί, ακίνητη κι αμίλητη. Με χίλιες προσπάθειες κατάφερα να φτάσω εγώ κοντά τους κρατώντας την κοιλιά μου και να του πω του ανθρώπου να περάσει.
Εκτός από πολύ όμορφο παιδί, ήταν και σωστότατος στη δουλειά του ο Παρασκευάς! Επαγγελματίας με τα όλα του: με τη μάσκα του, με τα γάντια του, με τα μπρατσωμένα του τα χέρια, εεε, με τη μάσκα του… Το είπα αυτό; Μπαίνουμε στη συνέχεια στην τουαλέτα για να του δείξω τη ζημιά.
«Πείτε μου, παρακαλώ, τι πρόβλημα υπάρχει;» με ρωτάει.
Τι πρόβλημα να υπάρχει; έκανα να του πω. Τίποτα, μωρέ, να εδώ, ο άντρας μου εγκλωβισμένος στην Ιταλία μαζί με τον ηλίθιο τον κολλητό του, εγώ με την κοιλιά στο στόμα, χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά, παρά μονάχα για παρέα μου την τρελή τη Στέλλα, νεύρα με τη μάνα μου… Αυτά! Μη με ρωτάς γιατί, μαζί της θα έχω πάντα νεύρα! Δεν του τα είπα τελικά αυτά ως απάντηση. Κρατήθηκα για ακόμη μια φορά· όχι από το μπράτσο του καναπέ όπως πριν, αλλά από μέσα μου.
«Το τηλέφωνο του ντους στάζει», του λέω. «Στάζει αρκετά!» Θεέ μου! Τελικά, το ίντερνετ μου έκανε πολύ κακό, είχα γίνει κι εγώ μια ανωμαλιάρα που πετάει πρόστυχα υπονοούμενα!
«Μην ανησυχείτε, ο Παρασκευάς διορθώνει αμέσως ό,τι στάζει μ’ ένα μόνο τίναγμα», μου είπε εκείνος πονηρά… Ε, όχι! Ως εδώ και μη παρέκει! Είπαμε, είμαι χωρίς σεξ κι εγώ δεν ξέρω για πόσο, αλλά για όνομα πια! Θα γίνω μάνα σε λίγο, πρέπει να διατηρώ ένα επίπεδο κι εγώ, μια αξιοπρέπεια, μια υπόληψη…
Η Στέλλα, σε όλη τη διάρκεια της επισκευής, ήταν κρεμασμένη από τα χείλη του Παρασκευά. Έτοιμη ήταν για την ακρίβεια να κρεμαστεί και από κάτι άλλο, τη στολή του εννοώ, ντε! Ό,τι κι αν μονολογούσε ο Παρασκευάς φτιάχνοντας τις βρύσες, η Στέλλα το κατέγραφε στο μυαλό της απευθείας!
Ε, ρε Παναγία μου, σωτηρία δεν θα βρω! είπα από μέσα μου· και πάνω που το λέω, ρίχνει ο Παρασκευάς ένα σκύψιμο για να δει τους σωλήνες κάτω από τον νιπτήρα και μας βγάζει στην κοινή θέα όλα του τα κάλλη· κι όταν λέω όλα, εννοώ όλα! Όχι, μην έχετε στο μυαλό σας αυτό που έχουμε όλοι για τους υδραυλικούς, πως ένα σκύψιμο και τσακ, να την μπροστά μας η φεγγαράδα! Εμείς τα είδαμε όλα, κυριολεκτικά, μπρος και πίσω! Δεν ξέρεις τι μαεστρία χρειάζεται ούτως ώστε μ’ ένα μικρό σκύψιμο να βγουν στη φόρα τα πάντα. Ήταν και πολύ ριχτή η φόρμα του, είναι η αλήθεια. Πάντως, δεν μπορώ, θα το πω, θα αφήσω για λίγο στην άκρη την υπόληψη και την αξιοπρέπεια: Παρασκευά μου, πλούσια τα ελέη, μπράβο σου! Α, ρε Νίκο…
Και σαν να μην έφταναν τα όσα διαδραματίζονταν στο μπάνιο, τα χειρότερα ερχόντουσαν όπου να ’ταν, αλλά ακόμα δεν το ξέραμε.
«Αχ, ξέχασα το εργαλείο μου κάτω στο αυτοκίνητο», λέει κάποια στιγμή ο υδραυλικός. Ε, ρε, να το πάλι το υπονοούμενο…
«Ποιο εργαλείο, καλέ;» τον ρωτάει η Στέλλα. Ναι, μη χάσει, άκουσε για εργαλεία και την πιάσανε φαγούρες.
«Κάτι που χρειάζομαι για να τελειώσω με το μπούκωμα», απαντάει εκείνος. Να τα μας πάλι… «Μην ανησυχείτε», λέει ο Παρασκευάς, «θα πάρω τον βοηθό μου να το ανεβάσει. Με περιμένει κάτω στο βανάκι, εξάλλου».
Άντε, να του ανοίξουμε και του βοηθού. Η Στέλλα δεν έλεγε να ξεκολλήσει από την τουαλέτα, οπότε πήγα εγώ να ανοίξω στον άνθρωπο για να μπει με το εργαλείο του· πού να ’ξερα τι κακό θα μας έβρισκε… Ανοίγω τη ρημάδα την πόρτα και σκάει μύτη ο βοηθός. Ψιλοκοντός, αδύνατος, γλυκούλης· κρατούσε ένα μεγάλο εργαλείο στα χέρια του. Μα, καλά, αυτό ξέχασε να φέρει μαζί του ο άλλος; Αυτό σού έβγαζε κυριολεκτικά το μάτι!
Τέλος πάντων, τον οδηγώ προς το σημείο που ήταν όλη η τρελοπαρέα μαζεμένη και η Στέλλα γυρνάει προς το μέρος μας για να τον καλωσορίσει· λίγο κόντεψε να την αποχαιρετήσουμε εμείς όμως. Με το που βλέπει τον νεαρό βοηθό πιάνει την καρδιά της, τραβάει τα μαλλιά της, γουρλώνει τα μάτια της –νομίζω της έφυγαν και λίγα σάλια απ’ το στόμα, τι να πρωτοθυμηθώ κι εγώ η γυναίκα πια– και με ξέπνοη φωνή λέει: «Θάνο;»
Για εμένα εκεί ο χρόνος σταματά. Ειλικρινά, δεν ξέρω για πόση ώρα στεκόμασταν και κοιτούσαμε ο ένας τον άλλο ηλίθια. Η Στέλλα σοκαρισμένη να έχει γείρει επάνω στην πόρτα της τουαλέτας και να μην παίρνει ανάσα, ο Θάνος δίπλα μου να κρατά ακόμη στα χέρια του το τεράστιο εργαλείο και να μένει παγερά ανέκφραστος, εγώ να κρατάω την κοιλιά μου γιατί με είχαν πιάσει κάτι συσπάσεις, δεν ξέρω το γιατί –σκέφτηκα να πάρω και τον γυναικολόγο μου όταν θα τελείωνε αυτό το… καρναβάλι– και ο Παρασκευάς να αγκομαχά να κάνει φτιάξει τις βρύσες για να σταματήσουν να στάζουν...
Υπόθεση Οπισθόφυλλου:
Στην Ελλάδα του πολύ πρόσφατου παρελθόντος η ζωή κυλούσε όπως συνήθως: ανέμελη, συναρπαστική, αγωνιώδης, γαλήνια, αδιάφορη, γεμάτη σχέδια, συναναστροφές, έρωτα, τσακωμούς ή συμφιλιώσεις. Οι άνθρωποι αγωνίζονταν για να επιβιώσουν μέσα στην τετριμμένη καθημερινότητά τους, θεωρώντας τα πάντα δεδομένα, αναμενόμενα, σταθερά και σίγουρα. Μέχρι που ένας τόσος δα, μικροσκοπικός ιός έρχεται με φονικές προθέσεις και σαφή διάθεση να προσκολληθεί επάνω μας, ανατρέποντας τα πάντα γύρω μας.
Δύο νέες γυναίκες, που συνδέονται με βαθιά φιλία από τα παιδικά τους ακόμη χρόνια, θα συγκατοικήσουν με αφορμή την επιβολή της πρώτης καραντίνας στη χώρα μας. Η ζωή τους αλλάζει ξαφνικά, οι μετακινήσεις τους περιορίζονται, οι επιθυμίες και τα όνειρά τους συγκρούονται με τις αυστηρές περιοριστικές εντολές άνωθεν, ενώ εκείνες αντιμετωπίζουν τα πάντα με ακατάβλητο χιούμορ και αρκετή δόση τρέλας. Οι φιλίες, οι σχέσεις κάθε είδους, οι έρωτες και οι συγγένειες εξ αίματος ή εξ αγχιστείας δοκιμάζονται καθημερινά, όμως η ελπίδα για ένα απελευθερωμένο και ελπιδοφόρο μέλλον παραμένει άσβεστη.
Ο χαρισματικός συγγραφέας μάς μεταφέρει πιστά την πρωτόγνωρη καθημερινότητα που βιώνουμε όλοι μας με ανατρεπτικό χιούμορ και καυστική διάθεση, παρασύροντάς μας σε ένα απολαυστικό αναγνωστικό ταξίδι.
📖 Απόσπασμα Β΄ αυτάκι του βιβλίου:
Έχω περάσει τα πάντα σχεδόν έναν χρόνο τώρα: πανδημία, καραντίνες, μάσκες και αντισηπτικά. Οι μέρες κυλούν και πλέον χάνω το μέτρημα· μπερδεμένες φαντάζουν πια κι αυτές, όπως και τα νούμερα που μπερδεύει κάποιος που έχει δυσλεξία. Έχουμε χάσει την ελευθερία μας, όπως ένας δυσλεκτικός νιώθει πως δεν έχει την ελευθερία να βγάλει προς τα έξω ακριβώς αυτό που αισθάνεται.
Απορώ πώς θα είμαστε όταν θα βγούμε από την καραντίνα! Θα είμαστε ίδιοι ή άλλοι, λίγο ή πολύ διαφορετικοί; Θα έχουμε μάθει κάτι μέσα από όλο αυτό, απ’ όλη την κατάσταση που περάσαμε ως ανθρωπότητα στη διάρκεια της πανδημίας;
Τόσες μέρες εδώ μέσα, είδα ποιοι πραγματικά είναι αυτοί που με νοιάζονται και με αγαπούν. Η αγάπη είναι ο ιός που θα έπρεπε να μεταδίδεται σε όλους. Να μη φοβάστε τίποτα στη ζωή σας. Ό,τι έρχεται, να ξέρετε πως είμαστε δυνατοί και μπορούμε να το αντέξουμε. Να έχετε πάντα ζωντανή την ελπίδα μέσα σας πως όλα θα πάνε καλά·και, στο τέλος, να θυμάστε πως θα πάνε.
Βιογραφικό σημείωμα συγγραφέα:
Ο Γιάννης Αδελιανάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, ενώ έχει καταγωγή από το Ρέθυμνο Κρήτης. Σπούδασε Θεατρολογία στο Ναύπλιο στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, ενώ συνεχίζει τις σπουδές του στη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου.
Έχει πάρει μέρος σε κινηματογραφικές ταινίες, ενώ έχει συμμετάσχει στο θεατρικό φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου αλλά και σε άλλα.
Το 2018 κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο «Το κυνήγι της δικαίωσης» από τις εκδόσεις Λέμβος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου